ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Ακέραιη (διήγημα)

Της Μαρίας Μητά

Μπήκα στο σπίτι με σπασμένο τακούνι και ήμουν ευχαριστημένη που δεν ήταν πλευρό. Λάβαρο το τακούνι και το σούρσιμο στο πάτωμα μικρό νυχτερινό ενθύμιο. Τράβηξα τον εαυτό μου μέχρι το μπάνιο, απέφυγα αριστοτεχνικά το είδωλο μου στον καθρέφτη. Τόσο αργά και συνάμα τόσο νωρίς μέσα στη νύχτα δεν ήθελα περιττές συναντήσεις. Σκέφτηκα να γεμίσω την μπανιέρα και να βυθιστώ. Θα είναι σαν να κοιμάμαι και πάλι στη μήτρα της μάνας μου, το σκέφτηκα και αηδίασα. Το καλό με το μεθύσι είναι ότι ξεχνάς γρήγορα τις μαλακίες που σκέφτεσαι. Το κακό από την άλλη είναι ότι σου

έρχονται θραύσματα από αυτές τις σκέψεις την άλλη μέρα. Μόνη σωτηρία να είσαι συνέχεια φέσι, δεν γίνεται όμως, έχουμε και μια ζωή να ζήσουμε. Δεν γαμίεται, θα κάνω μπάνιο το πρωί.

Φώς που μπαίνει από τις γρίλιες, στόμα ξερό, κεφάλι βαρύ, πρέπει να σηκωθώ. Αφήνω το νερό να τρέξει πάνω μου, θυμάμαι τις μαλακίες περί μήτρας. Πρέπει να πάρω την μαμά μου τηλέφωνο το μεσημέρι, μην το ξεχάσω. Πίνω καφέ σκέτο γιατί η ζάχαρη δεν ταιριάζει με τα υπολείμματα της βότκας στο στόμα μου. Ψάχνω το πακέτο τσιγάρα από χθες το βράδυ, δυο τσιγάρα έχουν μείνει, το ένα σε χειρότερη κατάσταση από το άλλο. Για λίγο τα ζυγιάζω, να κάνω το ένα μετά το άλλο ή το ένα τώρα και το άλλο αφού ετοιμαστώ; Για σήμερα το πρωί αυτό είναι το δίλλημα μου, η σωστή διαχείριση των δυο μου τσιγάρων. Ωραία είναι η ζωή όταν έχεις μόνο τέτοια διλήμματα. Αποφάσισα και τα δυο μαζί αφού ετοιμαστώ. Ταγεράκι, απλό, κομψό, σοβαρό αγορασμένο από τα Zara. Είναι που είμαι και σοβαρή υπάλληλος.

Ο καφές έχει καλύτερη γεύση τώρα που βούρτσισα τα δόντια μου και τα τσιγάρα το ίδιο. Το ένα αναμμένο με το προηγούμενο, όπως το είχα αποφασίσει. Αποσπασματικές μνήμες από το βράδυ μού σκάνε σαν μικρά πυροτεχνήματα στο μυαλό. Με θυμάμαι να χορεύω, να στροβιλίζομαι, να σπάω το ένα μου τακούνι και να συνεχίζω να χορεύω. Τη μάνα μου να πάρω, μην το ξεχάσω.

Το γραφείο είναι φυλακή, πάντα ήταν, σήμερα όμως μου κάνει σαν απομόνωση. Τιμωρία σκληρή. Χαρτιά από δω, φάκελοι από κει, υπογραφές, σφραγίδες, τηλέφωνα που βροντοκοπάνε. Το φωτοτυπικό που πνέει τα λοίσθια μουγκρίζει σε κάθε αντίγραφο. Όλα χαλασμένα εδώ μέσα, στα όρια της κατάρρευσης. Μόνο εγώ ακέραιη, σχεδόν. Φτιάχνω μια μικρή καρδιά με τον συνδετήρα, χαμογελάω. Εργασιακή επανάσταση, αντίσταση στο στείρο, γκρίζο περιβάλλον της δημόσιας υπηρεσίας. Πλάκα θα’ χε αν όλους τους συνδετήρες τούς έκανα καρδιές και έστελνα τα έγγραφα έτσι και αντί για τόνους έβαζα καρδούλες όπως κάναμε στο σχολείο και έβαζα και υπογραφή με μοβ στυλό που μυρίζει φράουλα. Σπάω τη μεταλλική μου καρδιά στην μέση, η επανάσταση πνίγεται πριν καλά καλά ξεκινήσει, καταδικασμένη από την αρχή. Θυμάμαι να πάρω την μάνα μου.

Το τηλέφωνο χτυπάει, δεν το σηκώνει. Τη φαντάζομαι κάτω από το αποροφητήρα να δοκιμάζει το φαγητό στο αλάτι. Λες να φτιάχνει σπανακόρυζο και εκεί, μεταξύ τρίτου κουδουνίσματος και επιφοίτησης περί σπανακόρυζου, το σηκώνει. «Έλα, μαμά μου, είσαι καλά;» Τη διαβεβαιώνω ότι είμαι καλά, μόνο που δεν ορκίζομαι. Την ρωτάω για το σπανακόρυζο, κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο φτιάχνει τελικά. Με ξαναρωτάει αν είμαι καλά, καλά της λέω με έναν τρόπο που δεν χωράει αμφισβήτηση ότι δεν είμαι καλά. Είναι που σήμερα δεν είναι καλή μέρα. «Σίγουρα είσαι καλά;» Μόνο που δεν τη βρίζω. Μου ζητάει να πάω κρασί για το τραπέζι, της λέω εντάξει. Κλικ, το τηλέφωνο κλείνει. Το φωτοτυπικό ακόμα βογκά.

Στέκομαι έξω από το πατρικό μου, δεν βρίσκω τα κλειδιά, χτυπάω το κουδούνι και αυτό κελαηδά. Μου ανοίγει ο αδελφός μου. Έφερες κρασί; Του το δείχνω. Το τραπέζι στρωμένο, το φαγητό μοσχοβολάει, μια ζέστη με πλημμυρίζει σαν να έρχεται από τα παλιά. Όλοι στις θέσεις τους. Μάνα, πατέρας, αδελφός μαζί με τη σύζυγο και γιαγιά. Το τιμώμενο πρόσωπο της ημέρας, κλείνει τα ενενήντα. Η γιαγιά πρέπει να έχει κάνει την καλύτερη συμφωνία με τον διάολο, έχει καβατζάρει τα ενενήντα, δείχνει για εβδομήντα και πάω στοίχημα ότι θα κλείσει και αιώνα, αλλοίμονο σε εμάς.

Σηκώνουμε τα ποτήρια για τις ευχές, ξεψαχνίζουμε το πουλερικό, ρωτάω αν θα παίξουμε γιάντες. Ο αδελφός μου χαζογελάει γιατί πάντα με κερδίζει, ο πατέρας μου με ρωτάει αν θα σοβαρευτώ ποτέ. Και τι να απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση, νόμιζα ότι ήδη ήμουν σοβαρή. Αρπάζω το κοκκαλάκι και το σπάω με τον Χρήστο, μέχρι το βράδυ θα έχω χάσει, το ξέρω. Και έτσι όπως έχω μπροστά μου το μπούτι και τραβάω το κρέας από το κόκκαλο, θυμάμαι κάτι που μου είπε ένας το προηγούμενο βράδυ. Κοπελιά, τι νομίζεις ότι είμαστε; Ένα μάτσο κόκκαλα είμαστε και δέρμα, αυτό. Μόνο αυτό, τον ρώτησα. Μόνο, μου απάντησε. Άντε, θέλει και λίγο ψυχή να κάνει το δέρμα να ανατριχιάζει. Μοιράστηκα την ιστορία αυτή στο τραπέζι. Βουβαμάρα, τα πιρούνια σταμάτησαν. Είναι κουβέντες αυτές στα γενέθλια της γιαγιάς, είπε η μαμά μου. Γιατί, τι είναι η γιαγιά, είπα. Είναι ενενήντα, πετάχτηκε ο Χρηστάκης. Καλά, δεν θα ξαναμιλήσω για ψυχή τότε. Βουβαμάρα, ξανά. Κρίμα, γιατί μου φάνηκε σοφή κουβέντα.

Το γλυκό ήταν τέλειο, πήρα και για το σπίτι. Πριν φύγω, εκεί στην πόρτα που παιδί εφτά χρονών είχα ανοίξει το κεφάλι μου, με ρώτησε ο πατέρας μου πότε θα φτιάξω την ζωή μου. Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν χαλασμένη. Πήρα βαθιά ανάσα και του είπα, μπαμπά, είμαστε ένα μάτσο κόκκαλα και δέρμα, δεν έχω χαλάσει τίποτα από αυτά, λίγη ψυχή χρειάζομαι μόνο, έτσι για να ανατριχιάσει το δέρμα μου και τα κόκκαλά μου να χορέψουν. Μόνο αυτό μου λείπει, κατά άλλα είμαι ακέραιη. Δεν ξέρω αν κατάλαβε, αλλά έμενα μου φάνηκε σοφή κουβέντα.

 

Δυο λόγια για τη συγγραφέα

Η Μαρία Μητά γεννήθηκε στη Λιβαδειά και έχει σπουδάσει κινηματογράφο. Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου