ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

ΚΑΙ ΣΥ ΤΕΚΝΟΝ ΤΖΟΡΝΤΑΝ

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Οι τελευταίες σταγόνες της ξαφνικής καλοκαιριάτικης μπόρας, θύμιζαν έντονα τους στερνούς σπασμούς, μιάς βίαιης εκσπερμάτωσης. Ήρεμες, γαλήνιες, χαλαρωτικές, μα και μ’ αυτή  την αίσθηση κενού, που πάντα ακολουθεί το τέλος του οργασμού!

«Το πιο άχρηστο πράγμα στο κόσμο είναι η ομπρέλα», σκέφτηκε ο Τζόρνταν, « ποτέ δεν την έχεις όταν τη χρειάζεσαι, κι όταν την κουβαλάς σα μαλάκας, ποτέ δε βρέχει»!
Τζόρνταν, Ιορδάνης δηλαδή. Το Τζόρνταν του το κόλλησαν στο γυμνάσιο στην Κοκκινιά, και του’μεινε από τότε.
Ιορδάνης, του παππού το όνομα απ’ τη Σμύρνη, που ο ξεριζωμός του’22 τον έβγαλε στην Τήνο, δεκαεφτάχρονο παλικάρι.
Εκεί γνώρισε τη  γιαγιά, όμορφη κοπέλα όπως έδειχναν οι παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Άργησαν να παντρευτούν. Δύσκολες εποχές! Με τα πολλά παντρεύτηκαν το ’33, στην Αθήνα πια.
Λεβεντάνθρωπος ο παππούς, μέχρι τα εβδομηνταδυό του που εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο.
Μόνο που το γαμημένο το ζάχαρο, του είχε σακατέψει μάτια και μυαλά!
Μισότυφλο και μισότρελο τον γνώρισε ο Τζόρνταν.
Με εκείνη τη χαρακτηριστική ερώτηση, που έκανε πάντα όταν σε πρωτόβλεπε: « Και συ, απ’ τα δικά μας τα μέρη, ε»;
Τα δικά μας τα μέρη! Η Σμύρνη, τ’ Αϊβαλί! Περασμένα μεγαλεία!
Εκεί που οι κυράδες, έκαναν μπάνιο μεσ’ το γάλα, όπως ισχυρίζονταν ο παππούς, περιγράφοντας τη Σμύρνη, σαν τη γη της επαγγελίας!

- Κορυδαλλό;, ρώτησε τον ταξιτζή, που σταμάτησε μπροστά του.
-Βολεύει, τ’ απάντησε αυτός, οι κύριοι πάνε Προφήτη Ηλία.
«Την τύχη μου!», μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του, «ανέβα κατέβα το βουνό!».
Ο ουρανός όμως, φόρτωνε επικίνδυνα, και δεν είχε καμία όρεξη για άλλη ψυχρολουσία!
Μπήκε , κάθισε στη θέση του συνοδηγού, και χαιρέτησε ευγενικά τους συνεπιβάτες του.
Έβγαλε απ’ την τσέπη το κινητό.
Μία αναπάντητη κλήση. «Τι διάολο, πως δεν το άκουσα», αναρωτήθηκε.
«Πεθερούλα», έδειξε η οθόνη!
Γιορτή δεν ήταν, κι η γριά μόνο για καλό δεν θά’παιρνε!
Υπήρχε μια αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ τους. Έτσι απλά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Θέμα χημείας!
Πάτησε το κουμπί, και την κάλεσε.
-Ναι!, ακούστηκε απ’ την άλλη άκρη η τσιριχτή της φωνή.
-Έλα μάνα!, πήρε το γλυκό του ο Τζόρνταν. Μόλις είδα την κλήση σου! Δεν το άκουσα να χτυπάει. Συμβαίνει κάτι;
-Καλά είμαστε, δόξα τω Θεώ! Έτσι πήρα, να δω τι κάνετε, και να σου πω για το μνημόσυνο του Κωσταντή!.
Στο μυαλό του Τζόρνταν άρχισαν να περιστρέφονται, χιλιάδες δικαιολογίες, για να διαλέξει την πιο πειστική.
Το είχε αυτό το Ναπολεόντειο χάρισμα! Την ικανότητα δηλαδή, να επεξεργάζεται πολλές πληροφορίες ταυτόχρονα.
-Την Κυριακή είναι, συνέχισε η γριά, στ’ Απεράθου. Θα κατέβετε;.
-Νά’ ξερες πόσο θα τό’ θελα, ψέλλισε, ξέρεις δα πόσο τον αγαπούσα τον Κωσταντή! Όμως δύσκολο το βλέπω! Είδα και τη μικρή ζαβλακωμένη το πρωί! Θα την τριγυρίζει πάλι καμιά ωτίτιδα! Χώρια που έχω και κάτι ραντεβού το Σάββατο για δουλειά!
Έκανε μια μικρή παύση, για να μετρήσει την αντίδρασή της.
-Εσείς ξέρετε, τ’ απάντησε κοφτά, κανονικά θα έπρεπε να’ ρθείτε!.
«Ας μην έρθει κι αυτός στο δικό μου», μονολόγησε από μέσα του!
-Θα δούμε μάνα πώς θα πάει η μικρή, αν μπορεί κι η Δήμητρα! Θα δούμε!.
-Τέλος πάντων, σκεφτείτε το, διέταξε!
-Εντάξει μάνα, Καλό βράδυ, και χαιρετίσματα στον πατέρα!
-Καλό βράδυ! Να μου φιλήσεις τα παιδιά!
 Έκλεισε τη γραμμή και έβαλε το κινητό στην τσέπη. «Χέσε μας Ειρήνη», μουρμούρισε, «δεκαπέντε ώρες ταξίδι, πήγαιν’έλα στη Νάξο, για ένα μνημόσυνο»!
Τα μνημόσυνα ήταν για την πεθερά του, κάτι σαν τους γάμους και τις βαφτίσεις. Καλύτερα ίσως! Έψαχνε όλη τη βδομάδα τις κολώνες και τις εκκλησιές του νησιού, πού είχε μνημόσυνο το Σαββατοκύριακο! Κι αν δεν είχε κανένα, πράγμα σπάνιο βέβαια, έπεφτε σε κατάθλιψη! 
Η βροχή έξω ξανάρχισε να δυναμώνει. Κοίταξε απ’ το παράθυρο τους ταλαίπωρους που προσπαθούσαν να προφυλαχτούν όπως όπως.

Η κοπέλα απ’ την τεράστια αφίσα, που διαφήμιζε προκλητικά εσώρουχα, σαν να του φάνηκε πως του έκλεισε το μάτι πονηρά!
«Ρε πούστη μου», ψιθύρισε τόσο σιγανά που παραξενεύτηκε πώς τον άκουσε ο ταξιτζής. «Υπάρχουν και στην πραγματική ζωή τέτοιες γυναίκες;».
-Υπάρχουν, υπάρχουν! Απάντησε ο ταξιτζής. Υπάρχουν για να μας κολάζουν!
«Ωχ! Σε θεούσο πέσαμε!», σκέφτηκε ο Τζόρνταν.
- Κι αυτοί οι αλήτες στην τηλεόραση, συνέχισε εκείνος, όλο μας τσιγκλάνε τα κατώτερα ένστικτα! Είναι σωματική ανάγκη, μας λένε, δεν μπορείς χωρίς σεξ! Το ξέρουμε ρε! Και το φαΐ είναι, και το κατούρημα! Δεν μας λέτε όμως, «πρέπει να φάτε ή να κατουρήσετε»!
Οι καλοντυμένοι μεσήλικες συνεπιβάτες, έδειξαν να συμφωνούν.
-Σημεία παρακμής, αποφάνθηκε ο μεγαλύτερος. Στην εποχή μας, και το γόνατο ακόμα της γυναίκας, δύσκολα το βλέπαμε!
Ο Τζόρνταν γύρισε και τον κοίταξε. Δεν του φάνηκε πάνω από εξήντα.
«Τι διάολο, στην Ιορδανία ζούσε;», σκέφτηκε. «Οι γυναίκες στην Ευρώπη, τα έχουν πετάξει όλα έξω, απ’ τη δεκαετία του 60»!
Έκλεισε τα μάτια και σταμάτησε να παρακολουθεί την ανιαρή συζήτηση.
Η κοπέλα της αφίσας, ξανάρθε ολοζώντανη, πίσω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα. Άρχισε να φαντασιώνεται πρωτόγνωρα ερωτικά παιχνίδια μαζί της, και ένοιωσε να ερεθίζεται έντονα!
Ξανάνοιξε τα μάτια τρομαγμένος.
«Αυτό μας έλειπε, σκέφτηκε, να γίνουμε ρόμπα μπροστά τους!».
Μετακινήθηκε λίγο για να κρύψει τον ερεθισμό του. Με μια γρήγορη κίνηση, σήκωσε το χαρτοφύλακα στα γόνατα του, προσποιούμενος πως ψάχνει τα έγγραφά του. Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος είχε λυθεί. Όχι όμως το μεγαλύτερο! Η ερωτική διάθεση, εξακολουθούσε απτόητη να πιέζει το παντελόνι του!
Προσπάθησε να το βγάλει απ’ το μυαλό του, ανακατεύοντας τα χαρτιά του. Αιτήσεις, συμβόλαια.
«Ασφαλιστικός σύμβουλος», ο βαρύγδουπος τίτλος που έγραφε η κάρτα του. Ένας απλός πλασιέ ελπίδων στην πραγματικότητα, που έτρεχε όλη τη μέρα με τη γλώσσα έξω σαν το σκυλί, για να πείσει κανένα φουκαρά, να επενδύσει στα γεράματά του, που πιθανόν δεν θα ερχόντουσαν ποτέ!
Έριξε μια ματιά στις σημειώσεις του. Ευτυχώς δεν είχε κάποιο ραντεβού για το απόγευμα. Βαριόταν αφόρητα.
Το ραδιόφωνο στο ταξί έπαιζε ένα από εκείνα τα χύμα τραγούδια, που δεν ξεχωρίζεις το ένα απ’ τ’ άλλο!
«Α, ρε Στελλάρα», αναπόλησε, «που είσαι να δεις τι μαλακίες ακούμε σήμερα»!
Είχε ένα περίεργο κόλλημα με τον Καζαντζίδη. Ούτε μετανάστης υπήρξε, ούτε Πόντιος είναι, όμως τα τραγούδια του Στέλιου τον τρελαίνουν!
Ακόμα κι εκείνα τα κλαψιάρικα και αφελή, που ούτε ο ίδιος δεν θα ήθελε να ακούσει!
Εντάξει, καλός κι ο Μπιθικώτσης, αλλά ρε παιδί μου «Αστυνομία πόλεων», όπως είχε πει κι ο ίδιος! Ενώ ο Στελλάρας, «Χωροφυλακή»! Τους ταπεινούς και καταφρονεμένους αγκάλιαζε, με τη θεϊκή του φωνή!

Τώρα, ταπεινός και καταφρονεμένος, ο Τζόρνταν, δε μπορείς να πεις πως αισθάνονταν, αλλά απ’ την άλλη, δεν θα τον έλεγες και «γκόλντεν μπόυ»!
Πάντως είχε μια στρωμένη ζωή, χωρίς πολλά σκαμπανεβάσματα.
Κι η γυναίκα του καλή δουλειά είχε. Ανώτερη υπάλληλος στην Πολεοδομία. Από εκείνους τους υπάλληλους που τους δείχνουν με το δάχτυλο. Ή και με τα πέντε, ενίοτε!
Ευσυνείδητη έλεγε, μαλακισμένη, την αποκαλούσε αυτός!
Να δουλεύεις, σε μια απ’ τις πιο διεφθαρμένες υπηρεσίες του δημόσιου, και να πηγαίνεις με το σταυρό στο χέρι, δε λέει!
Όλοι ή σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί της, ήταν φτιαγμένοι για τα καλά. Τζιπάρες, εξοχικά, ταξίδια. Χέσ’τα! 

Έβγαλε πάλι το κινητό κι αναζήτησε τον αριθμό της γυναίκας του.

«Ο αριθμός που καλέσατε, δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή!», τον ενημέρωσε μια γλυκιά ηχογραφημένη φωνή. Κύταξε στην οθόνη το όνομα, σωστά είχε καλέσει! Δοκίμασε πάλι, πληκτρολογώντας αυτή τη φορά τον αριθμό.
 « Ο αριθμός που…»!
-Στο διάολο μαλάκες, φώναξε, και  συνεπιβάτες κι  οδηγός, τον κύταξαν ξαφνιασμένοι.
-Συγγνώμη, απολογήθηκε, «μπλέξαν οι γραμμές μας»!
Έψαξε τον αριθμό του γραφείου της. Τον βρήκε και κάλεσε.
-Πολεοδομικό γραφείο τάδε, άκουσε έναν άγνωστο νεαρό να του απαντά.
Παραξενεύτηκε. Άντρας δεν υπήρχε στο γραφείο της γυναίκας του, μέχρι χτες τουλάχιστον! Άλλη μια υπάλληλος μόνο!
-Την κυρία Δήμητρα Αργείτη παρακαλώ, είπε όσο πιο ευγενικά του επέτρεπε ο εκνευρισμός του.
-Αργείτη είπατε; Δήμητρα Αργείτη; Δεν νομίζω να εργάζεται κάποια με αυτό το όνομα στην υπηρεσία μας!
Άρχισε να τα «παίρνει». Τι παιχνίδι ήταν πάλι αυτό;
-Άκου παληκάρι μου. Η Δήμητρα Αργείτη είναι γυναίκα μου, και δουλεύει εκεί δώδεκα χρόνια!
-Περίεργο, απάντησε ο άγνωστος νεαρός.Έξι χρόνια που είμαι εδώ, πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα!
Ο Τζόρνταν έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς καν να χαιρετήσει. Είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά!
Κάλεσε το σπίτι. Όπως το περίμενε, κανείς δεν απάντησε στην κλήση.
Προσπάθησε να ηρεμήσει και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.
Το κινήτο της, η κωλοεταιρία έλεγε πως δεν υπάρχει! Στην υπηρεσία της λένε πως δεν την ξέρουν! Τι σκατά γίνεται;
Αποφάσισε να πάρει τον κουμπάρο και κολλητό του τον Τάσο. Με ανακούφιση άκουσε τη μπάσα φωνή του!
-Έλα ρε Τάσο! Καλά είσαι φίλε;
- Ρε σεις, τηλεπάθεια έχετε; Πριν δυό λεπτά μιλούσα με τη Δήμητρα!
Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του.
-Με τη Δήμητρα; ρώτησε μουδιασμένος.
-Με πήρε για να κανονίσουμε τίποτα για το Σάββατο.
-Από ποιό τηλέφωνο σε πήρε;
-Απ’ το ΝΟΚΙΑ υποθέτω! Εκτός κι αν το άλλαξε! Με δουλεύεις ρε Τζόρνταν;

Δεν θέλησε να δώσει δικαίωμα, και συνέχισαν κάμποσο να μιλάνε περι ανέμων και υδάτων. Όταν επιτέλους έκλεισε ο Τάσος το τηλέφωνο, δοκίμασε να την ξανακαλέσει, αν και μάντευε το αποτέλεσμα!
Αυτή τη φορά, δεν παραξενεύτηκε όταν άκουσε τη γνωστή τηλεφωνήτρια, να του αναγγέλει την ανυπαρξία του συνδρομητή!
 



Μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι, τρόπος του λέγειν ταξίδι, αφού την περισσότερη ώρα το ταξί έμενε ακινητοποιημένο απ’ το μποτιλιάρισμα, έφτασε επιτέλους στον προορισμό του!
Ένας υπέροχος ήλιος είχε ξεπροβαλει μετά τη νεροποντή, κι έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Καλοκαιράκι άλλωστε, κι όπως έλεγε κι ο Ζωρζ Μουστακί, το καλοκαίρι στη Μεσόγειο δεν τρέμει τις βροχές!
Ο Τζόρνταν έμεινε λίγα δευτερόλεπτα κάτω απ’ τις ζωογόνες ακτίνες του κι ύστερα μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Η γεροντοκόρη διαχειρίστρια, όπως πάντα, εντελώς τυχαία άνοιξε την πόρτα της!
-Καλησπέρα κύριε Ιορδάνη, τον χαιρέτησε, όλα καλά;
Την αντιχαιρέτησε μ’ ένα τυπικό «δόξα τω Θεώ», ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες και μπήκε σπίτι του. Κανείς δεν είχε έρθει ακόμα.
 Άνοιξε το ψυγείο και  ήπιε λαίμαργα σχεδόν ολόκληρο μπουκάλι παγωμένο νερό.
Με το που βγήκε απ’την κουζίνα, άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα. Η Δήμητρα μόλις έμπαινε.
-Εδώ είσαι; τον ρώτησε χαμογελαστή. Πως έτσι νωρίς;
-Ξεμπέρδεψα γρήγορα, απάντησε, οι υποψήφιοι πελάτες σήμερα, αποδείχθηκαν αρκετά ευκολόπιστοι!
-Έφαγες; τον ξαναρώτησε.
-Μόλις μπήκα, ευκαιρία να φάμε μαζί μετά από καιρό!
-Δυστυχώς πρέπει να φύγω πάλι, παραπονέθηκε, έχουμε δημοτικό συμβούλιο σε μία ώρα!
«Α ναι, υπάρχει κι ο δήμος», συλλογίστηκε ο Τζόρνταν, «τον ξεχάσαμε αυτόν»!
Γιατί η γυναίκα του ασχολούνταν και με τα κοινά, συν τοις άλλοις! Για τρίτη θητεία δημοτική σύμβουλος και αντιδήμαρχος καθαριότητας!
-Ξέρεις, είπε δισταχτικά ο Τζόρνταν, περίεργα πράγματα συνέβησαν σήμερα!
-Σαν τι; Ρώτησε η Δήμητρα με ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα έφτιαχνε καφέ.
Αλήθεια θες κι εσύ έναν;
-Αν δε σου κάνει κόπο!
-Λοιπόν; ρώτησε η Δήμητρα προσφέροντας του τον φραπέ.
Ο Τζόρνταν ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι άναψε τσιγάρο.
-Το κινητό σου δουλεύει; Τη ρώτησε κοιτάζοντας τη στα μάτια.
-Μέχρι πριν πέντε λεπτά ναι, δεν φαντάζομαι να άλλαξε κάτι τώρα!
Έβγαλε το κινητό του και την κάλεσε. Με έκπληξη  άκουσε το δικό της να κτυπάει!
Το έβαλε στο αυτί του και άκουσε πάλι την εκνευριστική ατάκα: « Ο αριθμός που καλέσατε…»!
-Δουλεύει κανονικά, είπε η Δήμητρα, πως σου ήρθε;
Πραγματικά το κινητό της εξακολουθούσε να κουδουνίζει.
-Σήκωσε το, την παρότρυνε.
-Για ποιο λόγο; Δίπλα είμαστε!
-Σήκωσε το!
Η Δήμητρα πάτησε το κουμπί.
-Ικανοποιήθηκες τώρα;
-Δηλαδή με ακούς μέσα απ’ το τηλέφωνο; ρώτησε ο Τζόρνταν σε κατάσταση υστερίας! 
-Τι έπαθες χριστιανέ μου; ορίστε άκου κι εσύ, και του έδωσε το τηλέφωνο.
Η γραμμή ήταν ανοικτή και στην οθόνη η κλήση έδειχνε «αντρούλης»!
Της το ξανάδωσε κι έπεσε βαρύς στον καναπέ.
-Και στο γραφείο που πήρα ποιος σήκωσε το τηλέφωνο; Ρώτησε δειλά γιατί φοβόταν την απάντηση!
Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν!
-Πότε πήρες στο γραφείο;
-Θα’ναι καμιά ώρα, και το σήκωσε ένας τύπος!
Η Δήμητρα χαμογέλασε με συγκατάβαση.
-Λάθος θα έκανες καλέ μου, του είπε γλυκά. Πέρα από υπηρεσιακά, το μόνο τηλέφωνο στο γραφείο το πήρα απ’ τη μάνα σου, να με ρωτήσει τι θα μαγειρέψει στα παιδιά! Κι εξάλλου, δεν υπάρχει κανένας «τύπος» εκεί! Μόνο η Έφη, το ξέρεις!
-Τα παιδιά; ρώτησε με κουρασμένη φωνή.
-Θα μείνουν στη μάνα σου απόψε. Θα πάνε σε κάτι γενέθλια.
-Εσύ θ’ αργήσεις;
-Δε φαντάζομαι, κάτι διαδικαστικά έχει η ημερήσια διάταξη, που συνήθως συμφωνούν όλοι! Έχεις κάτι στο μυαλό σου;
Τίποτα δεν είχε! Δεν ήξερε καν αν το μυαλό του λειτουργούσε σωστά!
Κι είναι κι αυτή η ξαφνική χαλάρωση, που άρχισε να του βαραίνει τα μέλη και τα βλέφαρα!
-Θα χρειαστείς το αυτοκίνητο; Ρώτησε η Δήμητρα.
-Όχι, λέω να ξαπλώσω λίγο, αισθάνομαι χάλια, απάντησε έτοιμος να καταρρεύσει.
-Εντάξει ξεκουράσου και τα λέμε μετά!
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
Ο Τζόρνταν δοκίμασε να σηκωθεί. Αδύνατον! Οι εντολές του μισοναρκωμένου του εγκέφαλου, δεν έφταναν στα άκρα του!
 Με πολύ κόπο, πάτησε το κουμπί του τηλεκοντρόλ. Τα γνωστά «μεσημεράδικα», με διάφορους ξερόλες τύπους να σχολιάζουν τα πάντα με ύφος δέκα καρδιναλίων! Το γύρισε στον Λιακατόπουλο. Εκεί τουλάχιστον άκουγες λιγότερες υπερβολές!


Τον ξύπνησε το «The Wall” των Pink Floyd, που είχε σαν ήχο κλήσης για τους κολλητούς του. Ο Τάσος ήταν! Με μεγάλη δυσκολία σήκωσε το τηλέφωνο και το έφερε στο αυτί του. Αισθανόταν ακόμα πιο κουρασμένος από πριν, και με ένα κεφάλι γεμάτο ήχους και βοές!
-Έλα Τάσο, κατάφερε να ψελλίσει.
-Έλα φίλε, άκουσε τη φωνή του που την κάλυπτε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου, με τη Δήμητρα είμαι κι ερχόμαστε.
-Πως βρεθήκατε μαζί, απόρησε ο Τζόρνταν, η Δήμητρα είχε συμβούλιο!
-Ναι είχε, αλλά δεν πρόλαβε να πάει! Δυό τσαντάκηδες της επιτέθηκαν μόλις κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο. Ευτυχώς είναι έξυπνη γυναίκα και δεν αντιστάθηκε!
-Είναι καλά, ρώτησε με αγωνία!
-Όλα καλά! Την έφερα για προληπτικές εξετάσεις στο Τζάνειο, αφού πρώτα ενημέρωσα τράπεζες και αστυνομία για την κλοπή.
-Γιατί δεν μου τηλεφώνησε, διαμαρτυρήθηκε.
-Αν δεις το τηλέφωνο σου, πρέπει να έχει πάνω από δέκα κλήσεις! Μόνο εγώ προσπάθησα πέντε φορές!  Πάντως όλα είναι εντάξει, δεν έχει κανένα πρόβλημα. Παρ’ τη να σου μιλήσει!
«Δέκα κλήσεις»; Αναρωτήθηκε έκπληκτος ο Τζόρνταν. «Και το απόγευμα που πήρε η Ειρήνη, πάλι δεν το άκουσα! Μήπως το έβαλα κατά λάθος στο αθόρυβο; Πρέπει να το κοιτάξω»!
-Έλα παιδί μου, άκουσε την ταραγμένη φωνή της, καλά είμαι μην ανησυχείς! Μόνο που μου πήραν τα πάντα, κάρτες, ταυτότητα, τηλέφωνο και 260 Ευρώ που είχα πάνω μου!
-Δεν πειράζει καλή μου, την καθησύχασε,αρκεί που εσύ είσαι εντάξει! Πιστεύω ο Τάσος να τα κανόνισε όλα! Σε περιμένω!
Με το που έκλεισε το τηλέφωνο, ο Τζόρνταν κοίταξε τις ρυθμίσεις. Στο «κανονικό» ήταν ο ήχος κλήσης!
«Ίσως πρέπει να αλλάξω τραγούδι», συλλογίστηκε. «Να βάλω κάτι πιο μπιτάτο να το ακούω»!
«Τι σκατά μέρα η σημερινή», μουρμούρισε , αφήνοντας το τηλέφωνο να πέσει στον καναπέ. «Καλά έλεγε η γιαγιά, όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος»!

Η τηλεόραση  έδειχνε τώρα δημοπρασίες χαλιών! Το γύρισε. Οι γνωστές ειδήσεις για, «ποδόσφαιρο, για φόνους και πολιτική»!
Ένας ξαναμμένος παρουσιαστής να προσπαθεί να συμμαζέψει τρεις άλλους, επίσης ξαναμμένους επαγγελματίες καλεσμένους, που ωρύονταν, και οι τρεις μαζί, για το δίκιο τους!
Συλλογίστηκε, πως το ένα δέκατο απ’ αυτά που ισχυρίζονταν ετούτοι οι επαΐοντες να ήταν αλήθεια, θα έπρεπε να έχουμε σχολάσει από χρόνια!

Σηκώθηκε με απίστευτο κόπο, γιατί διψούσε φοβερά. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, όταν κτύπησε το  σταθερό τηλέφωνο.
Ήταν ο «δάσκαλος»!
-Αγαπητέ μου φίλε, άκουσε την ασυνήθιστα γλυκιά φωνή του, με ξέχασες!
-Δάσκαλε μου, απολογήθηκε, ξέρεις πως είσαι απ’ τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή μου! Δεν πρέπει να αμφιβάλλεις για την αγάπη μου!
- Δεν αμφιβάλλω Ιορδάνη παιδί μου. Όμως γερνάω και αρχίζω να γκρινιάζω λίγο περισσότερο!
-Καλέ μου Δάσκαλε! Είσαι ο πιο νέος άνθρωπος που ξέρω! Ανθρώπους σαν και σένα, δεν τους αγγίζει ο χρόνος!
-Θα σε μαλώσω μικρέ, αστειεύτηκε, κολακεύεις την γεροντική μου ματαιοδοξία!
-Ε, όχι και τόσο μικρός πια, πάτησα τα σαρανταένα!
-Ως τα εξηνταδύο τα δικά μου, μεσολαβεί περίπου μια γενιά, Ιορδάνη!
-Εν τούτοις, δεν φαντάζομαι πως με πήρες τηλέφωνο για ληξιαρχική ενημέρωση!
Απ’την άλλη άκρη ακούστηκε το αβίαστο γέλιο του.
-Ασφαλώς όχι παιδί μου, χρειάζομαι τη βοήθειά σου!
-Ότι θέλεις δάσκαλε! Αρκεί να περνάει απ’το χέρι μου!
-Όχι τίποτα σπουδαίο Ιορδάνη, απλώς θα ήθελα, όταν ασφαλώς ευκαιρήσεις, να με βοηθήσεις να ταξινομήσουμε κάποιες σημειώσεις ετών. Σκέφτομαι να γράψω κάτι σαν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία! Τι λες, θα παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον;
-Αστειεύεσαι δάσκαλε! Προσωπικότητες σαν και σένα με ζωή γεμάτη εμπειρίες, είναι περιβόλια σκέτα!
-Θα μπορούσα να το ζητήσω απ’ τη γραμματέα μου, συνέχισε ο δάσκαλος αγνοώντας την τελευταία παρέμβαση του Τζόρνταν, όμως υπάρχουν κάποιες πολύ ιδιαίτερες στιγμές που δεν θα ήθελαν να κοινοποιηθούν. Όχι τώρα τουλάχιστον!
-Μείνε ήσυχος δάσκαλε! Θα ρυθμίσω το πρόγραμμα μου, ώστε να έρχομαι μια με δύο φορές τη βδομάδα! Από αύριο ίσως!
-Ευχαριστώ παιδί μου. Δεν χρειάζεται να πιεστείς. Έχουμε λίγο χρόνο, ελπίζω! Η Δήμητρα είναι καλά;
Ο Τζόρνταν δεν είχε καμιά διάθεση να εξιστορήσει την περιπέτεια της.
-Καλά είναι δάσκαλε, όπως τα ξέρεις.
-Τους χαιρετισμούς και τα φιλιά μου! Καλή σου νύχτα αγόρι μου!
-Καλή νύχτα  δάσκαλε, ευχαριστώ!
Έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στην κουζίνα. Η δίψα του, είχε γίνει βασανιστική. Ήπιε δύο ποτήρια νερό, όταν συνειδητοποίησε πως δεν είχε φάει τίποτα απ’ το πρωί. Κοκκινιστό μοσχαράκι και χοντρά μακαρόνια, είχε το μενού! Το σκέφτηκε για λίγο, μα δεν πεινούσε τόσο. Προτίμησε ένα πιάτο με αλλαντικά και τυρί που βρήκε στο ψυγείο από χθες. Πήρε και μια μπύρα και σύρθηκε πίσω στον καναπέ!
« Ο καημένος ο δάσκαλος» συλλογίστηκε, «πάντα το είχε απωθημένο να γράψει ένα μυθιστόρημα»!
Τον αγαπούσε τον δάσκαλο! Στην ουσία αυτός τον μεγάλωσε! Τον πατέρα τον έχασε στα δεκατέσσερα, από ανακοπή. Πάνω στο καθήκον.
Δάσκαλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, από εκείνους τους ηρωικούς δασκάλους με τα μπαλώματα στους αγκώνες, αλλά με μιάν απέραντη αγάπη για τα παιδιά και τη μάθηση! Τα χρόνια πέρασαν, και τα μπαλώματα έφυγαν απ’ τα σακάκια, όμως εκείνη η φλόγα, παρέμεινε ζωντανή!
Δημοκρατικός άνθρωπος ο πατέρας, τα άκρα τον απωθούσαν. Κι είχε την ατυχία ο μονάκριβος γιος του να γεννηθεί είκοσι μία Απρίλη του ’67!
Ανήμερα με την «εθνοσωτήριο» δηλαδή!
Αυτά τα εφτά μαύρα χρόνια, έπεσαν βαριά στη ευαίσθητη ψυχή του. Αψηφώντας διευθυντές και επιθεωρητές, περνούσε στα παιδιά του αρχές κι οράματα για έναν κόσμο δίκαιο και δημοκρατικό!
Ακολούθησε τον Αντρέα από την πρώτη στιγμή που ξανάρθε στην Πατρίδα.
«Γιος του Γέρου», έλεγε, «από καλή πάστα πολιτικός»!
Δεν πρόλαβε να τον δει πρωθυπουργό! Λίγες μέρες πριν τις εκλογές , άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στην έδρα, που τόσο αγάπησε.
Στο διάλειμμα, ίσως για να μην δώσει στα παιδιά του μια παραπάνω στενοχώρια!
Τώρα από μια μεριά, καλό ήταν που δεν πρόλαβε να δει ελπίδες κι όνειρα να διαψεύδονται τόσο τραγικά!
Ο δάσκαλος πάλι, για την ακρίβεια καθηγητής Λατινικών στο τμήμα κλασσικής φιλολογίας του Καποδιστριακού, είχε κάπως πιο αριστερές επιρροές. Όχι ακριβώς κομμουνιστής, αλλά αυτό που θα έλεγαν οι παλιοί χωροφύλακες στις αναφορές τους: «συμπαθών»!
Φίλοι με τον πατέρα αδελφικοί! Ποτέ δεν τους χώρισαν πολιτικές, ούτε κι οι ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις του δάσκαλου.
Γιατί ο δάσκαλος είναι ομοφυλόφιλος. Χωρίς ακρότητες και προκλήσεις, απλά ένας άνθρωπος που οι επιλογές του δεν συμφωνούν  μ’ αυτό που λέμε «κοινωνικά αποδεκτό»! Τρίχες δηλαδή!  Ο καθένας έχει το δικαίωμα στο διαφορετικό, αρκεί να μην προσβάλλει και ενοχλεί!
Αυτή τη φιλοσοφία έχει κι ο Τζόρνταν. Ίσως με λίγο πιο λαϊκή λογική.
«Μακριά από τον κώλο μου, κι ας είναι και στης αδερφής μου»!
Το αγαπημένο του μότο!
Με το θάνατο λοιπόν του πατέρα, τον ανέλαβε εκείνος. Όχι ότι υπήρχε ανάγκη επιβίωσης, γιατί και η μητέρα δασκάλα ήταν και με τη σύνταξη του πατέρα, δεν είχαν πρόβλημα. Όμως το κενό της απουσίας το κάλυπτε με τον καλύτερο τρόπο ο δάσκαλος. Αριστείδης Θεοδώρου το όνομα του, με Κυπριακή καταγωγή απ’ τη μεριά του πατέρα του.
Η διαμόρφωση του χαρακτήρα του Τζόρνταν, ήταν σχεδόν αποκλειστική επιρροή του.
Και βέβαια ποτέ δεν χώνεψε αυτό το «Τζόρνταν»!
Ιορδάνη τον φώναζε και όταν άκουγε άλλους να τον αποκαλούν με την Αγγλική του εκδοχή, δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του!
Όπως επίσης και τον Τάσο δεν έδειχνε να έχει πάρει από καλό μάτι!
Ευγενικά πάντα βέβαια, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές.
Πάντα έβρισκε μια καλή δικαιολογία για να αποσυρθεί μόλις εμφανιζόταν.
Δεν υπήρχε κάτι εμφανές, κι ούτε ποτέ είχε αναφέρει το παραμικρό, όμως ο πάγος ανάμεσα τους έβγαζε μάτι!
Ο Τζόρνταν το απέδιδε στην έμφυτη αποστροφή του Τάσου για τους ομοφυλόφιλους. Ίσως ο δάσκαλος το εισέπραττε και του έβγαινε αυτή η αποστροφή.
Η αλήθεια είναι βέβαια, πως αν και φαινόταν πως δεν ενέκρινε αυτή τη φιλία, ποτέ δεν προσπάθησε να τη διαβάλλει! Απλά δεν είχε διάθεση να συμμετάσχει σ’ αυτήν.
Ο Τζόρνταν στεναχωριόταν βλέποντας αυτή την ψυχρότητα, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει!

Έφαγε ανόρεχτα λίγο σαλάμι και λίγο τυρί κι άνοιξε το κουτάκι της μπύρας, το οποίο φαίνεται ήταν κουνημένο και γέμισε αφρούς το παντελόνι του!
«Στο διάολο», μουρμούρισε, καθώς με μια χαρτοπετσέτα προσπαθούσε να σκουπίσει το υγρό που καμάρωνε ακριβώς πάνω στο πουλί του, και έμοιαζε σαν να κατουρήθηκε πάνω του!
Παράτησε τη μάταιη προσπάθεια να σβήσει το λεκέ και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπύρα.
Ένας τύπος στη τηλεόραση επιχειρούσε να πείσει τους φαλακρούς να αγοράσουν τη θαυματουργή σκόνη, που κολλώντας την με ένα σπρέι θα αποκτούσαν μαλλιά για λίγες μέρες, που θα έμοιαζαν με αληθινά!
«Τι θα σκεφτούν ακόμα οι πούστηδες», μονολόγησε χαμογελώντας ο Τζόρνταν! «Γαμώ την κατανάλωσή μου, γαμώ»!

«Τα παιδιά δεν πήρα καθόλου ο μαλάκας!», φώναξε ξαφνικά και πήρε το τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό της μάνας του και κάλεσε.
-Εμπρός! Άκουσε την ήρεμη φωνή της.
-Έλα μάνα, είπε γλυκά, μόλις ξεμπέρδεψα! Είσαι καλά;
-Καλά αγόρι μου, όσο μπορώ τώρα πιά βέβαια!
-Άστα αυτά, την πείραξε, πιο μικρή από μένα φαίνεσαι!
-Είναι γιατί άρχισα να μαζεύω φαίνεται, απάντησε με ένα γάργαρο γέλιο!
-Α, ρε μάνα! Πάντα ή ίδια, χαμογέλασε ο Τζόρνταν, Και πού’σαι, μην αλλάξεις ποτέ!
-Δε βαριέσαι παιδί μου, «όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν»!
«Η γνωστή φιλοσοφημένη κυρ’ Αθηνά! Υπέροχος άνθρωπος αλήθεια!», συλλογίστηκε, «κι όχι γιατί είναι μάνα μου, όλοι το παραδέχονται»!
-Τα παιδιά; Ρώτησε μετά από μια μικρή σιωπή.
-Ετοιμάζονται, η μικρή δηλαδή η κοκέτα! Η Ρηνούλα είναι ήδη έτοιμη από ώρα! Θα ξέρεις για το πάρτι!
-Ξέρω! Μπορεί να μου μιλήσει κάποια;
- Παρ’ τη Ρηνούλα.
-Γεια σου μπαμπά, άκουσε τη φωνούλα της μεγάλης του κόρης.
-Καλησπέρα παιδί μου, αντιχαιρέτησε γλυκά, παρτάκι παρτάκι;
-Ο συμμαθητής μου ο Αλέξης έχει γενέθλια.
-Καλά να περάσετε!
-Ευχαριστώ μπαμπά, απάντησε η Ρηνούλα, ενώ απ’ το βάθος ακούστηκε η φωνή της μικρής: «καλησπέρα Daddy” !
-Πες της και τη δική μου. Καληνύχτα κοπέλα μου!
-Καληνύχτα μπαμπά!
Η Ρηνούλα του! Στα έντεκα πια! Της γιαγιάς της Ναξιώτισσας πήρε το όνομα, μετά από συμφωνία που είχαν κάνει πριν ακόμα παντρευτούν με τη Δήμητρα. Το πρώτο αν ήταν αγόρι, του πατέρα του, κι αν γεννιόταν κορίτσι της πεθεράς του.
Και βγήκε κορίτσι. Και δεν του έμοιαζε καθόλου! Ίδια η μάνα της ήταν.
«Αυτό δεν είναι δικό μου παιδί μου», αστειευόταν ο Τζόρνταν, «του φούρναρη πρέπει να’ναι»!
Και η αλήθεια είναι, πως δε θυμόταν πως έγινε η σύλληψη! Υποτίθεται έπαιρναν όλες τις προφυλάξεις, τουλάχιστον μέχρι να παντρευτούν! Παρ’ όλα αυτά τελικά, η Δήμητρα βρέθηκε έγκυος στην εκκλησία!  
Την αγαπούσε μ’ ένα τρόπο που φαινόταν υπερβολικός. Γενικά ήταν υπερπροστατευτικός με τα παιδιά του. Απλά η μικρή η Αθηνούλα, ήταν λίγο πιο «έξω» τύπος, εύκολη στις παρέες, και συχνά το επίκεντρό τους!
Η Ρηνούλα πολύ πιο μαζεμένη. Εσωστρεφής τύπος, με πολλές ανασφάλειες.
Εντάξει μπαίνει και στην εφηβεία. Δύσκολη περίοδος ασφαλώς!
Όμως γενικά τον προβλημάτιζε αυτή η περίεργη συμπεριφορά, που ώρες ώρες την έκανε τόσο απόμακρη. Και το τόσο δυνατό δέσιμο μαζί του!
Συνήθως τα μικρά παιδιά κολλάνε στη μάνα τους. Εντάξει, λένε πως τα κορίτσια είναι δεμένα με τον πατέρα, όμως εδώ φαινόταν κάτι αρρωστημένο σχεδόν! Ο Τζόρνταν το απέδιδε στην έμφυτη ανασφάλειά της. Ο πατέρας ήταν γι’ αυτήν ο προστάτης από κάθε κακό!

Ο ήχος απ’ τα κλειδιά στην πόρτα, τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του.
Η Δήμητρα με τον Τάσο μπήκαν. Έδειχναν κουρασμένοι.
-Καλησπέρα, είπε πρώτος ο Τάσος.
Ο Τζόρνταν σηκώθηκε κι αγκάλιασε τη γυναίκα του, τρυφερά.
_Είσαι καλά καρδιά μου;
Η Δήμητρα κούνησε το κεφάλι.
-Όχι Ιορδάνη, δεν είμαι καλά! Στα καλά καθούμενα, πενήντα μέτρα απ’ το δημαρχείο;
-Είναι αδίστακτοι αυτοί οι τύποι παιδί μου! Συνήθως πρεζόνια για τη δόση τους!
Μια σκιά σα να πέρασε απ’τα μάτια της, που το έμπειρο μάτι του Τζόρνταν ήταν αδύνατο να μην αντιληφθεί! Τι διάολο, χρόνια ψυχολογεί τους ανθρώπους για να καταφέρει να τους πουλήσει όνειρα!
-Δεν είναι μόνο πρεζόνια, επενέβη ο Τάσος. Υπάρχουν και αλλοδαποί, και ένα σωρό άλλοι που έχουν βρει τον εύκολο τρόπο να κονομάνε!
-Να χαρείτε, είπε η Δήμητρα με κουρασμένη φωνή, φτάνει πια αυτή η κουβέντα! Θα πιείτε κάτι;
-Ένα με πάγο το έπινα ευχαρίστως, έσπευσε ο Τάσος!
-Εγώ θα συνεχίσω τη μπύρα μου, είπε ο Τζόρνταν.
-Αλήθεια έφαγες τίποτα; Τον ρώτησε η Δήμητρα.
-Δεν πολυπεινούσα κι έβγαλα αυτά τα σαλάμια. Εντάξει είμαι. Του Τάσου βάλε, πρέπει να είναι θεονήστικος!
-Τι φαΐ; Ρώτησε αυτός.
Το καταπληκτικό ροσμπίφ της Δήμητρας! Καμάρωσε αυτή!
-Ε, θα ήταν ιεροσυλία να μην το τιμήσω! Έκανε ανυπόμονα ο  Τάσος.
-Μισό λεπτό, το ζεσταίνω κι έρχομαι!

  -Τι έγινε ρε Τάσο, πες μου λεπτομέρειες;
 -Ένα μαλακισμένο της επιτέθηκε και τις άρπαξε την τσάντα, την ώρα που έβγαινε απ’το αυτοκίνητο. Έτρεξαν δυό τρεις περαστικοί, αλλά πρόλαβε και καβάλησε μια μηχανή που είχε παρκάρει λίγο πιο κάτω ο συνεργός του, και εξαφανίστηκε!
-Πρόλαβε να δει τα χαρακτηριστικά τους κανείς;
-Φορούσαν κράνη τα κωλόπαιδα, κι η μηχανή δεν είχε αριθμό. Ξέρεις τώρα πως γίνονται αυτές οι δουλειές!
Ήξερε! Ο κόσμος έγινε πια ένα απέραντο μπουρδέλο! Κανονικό! Με νονούς, με τσάτσους, με νταβατζήδες…΄
Άναψε τσιγάρο κι έδωσε και του Τάσου.
-Στην αστυνομία τι λένε;
-Τι να πούνε ρε φίλε; Γι’αυτούς είναι καθημερινή ρουτίνα αυτές οι υποθέσεις! Το έγραψαν στα συμβάντα, «θα το δούμε», είπαν, γενικά το «γράψανε»!
-Μπήκες σε μπελάδες και συ!
-Μην το ξαναπείς Τζόρνταν! Εσείς είσαστε η οικογένεια μου! Τουλάχιστον εγώ έτσι σας βλέπω!
Ο Τζόρνταν του έσφιξε το μπράτσο.
-Να μην αμφιβάλεις καθόλου πως κι εμείς έτσι το βλέπουμε Τάσο!

Η Δήμητρα εισέβαλε με δυό τεράστιες μακαρονάδες, με ένα λαχταριστό κομμάτι μοσχαριού πάνω σε καθεμία τους!
-Ο Χριστός κι η Παναγία! Έκανε τάχα μου ο Τάσος. Ποιος θα τα φάει αυτά κοπέλα μου;
-Εσύ κι εγώ υποθέτω, απάντησε γελαστή η Δήμητρα, ο Τζόρνταν είπε πως δεν πεινάει!
Μ’ εκείνη την αμηχανία, που πάντα παρακολουθούσε τις «ορθοπεταλιές» του Τάσου, ο Τζόρνταν απόρησε για άλλη μια φορά, που στο διάολο το έβαζε τόσο φαγητό! Έτρωγε τα διπλάσια, τουλάχιστον απ’ τον ίδιο, και δεν έβαζε κιλό! Και να πεις ότι δεν έπινε; Τον «άμπακο», που λένε κι οι παλιοί!
-Να σου βάλω λίγο ακόμα; Ρώτησε από ευγένεια η Δήμητρα.
-Θα σκάσει παιδί μου, ειρωνεύτηκε ο Τζόρνταν. Κι ύστερα γυρνώντας προς το μέρος του.
-Κάνε και κάνα τσιγάρο ρε φίλε!  
Ο Τάσος επιτέλους άφησε το πιρούνι και σκούπισε τα γεμάτα σάλτσα χέρια του στην πετσέτα.
-Το ξέρετε πως στο ροσμπίφ, δεν μπορώ να αντισταθώ, απολογήθηκε.
-Ενώ στα κεφτεδάκια, στον γύρο, στις πίτσες, έχεις μιάν αδιάφορη στάση, απάντησε γελώντας ο Τζόρνταν!

Είπαν μερικές βλακείες ακόμα, χάζεψαν λίγο στην τηλεόραση, κι ο Τάσος σηκώθηκε να φύγει.
-Πάω σιγά σιγά, είπε. Να περάσω κι απ’τον πατέρα μου μήπως χρειάζεται τίποτα.
-Αλήθεια τι κάνει ο Μπάρμπα Γιακουμής, ρώτησε ο Τζόρνταν.
-Δε βαριέσαι φίλε, άμα το μυαλό χαλάσει, όλα παύουν να δουλεύουν σωστά!
Του κόστισε πολύ ο χαμός της μάνας.
-Δώστου τα χαιρετίσματα μας, είπε η Δήμητρα!
-Εγώ να τα δώσω, τώρα αυτός τι θα καταλάβει, είναι μια άλλη ιστορία!
Τους καληνύχτισε και βγήκε.

Η Δήμητρα βάλθηκε να μαζεύει το τραπέζι.
-Άστα παιδί μου, τα μαζεύω εγώ το πρωί, προσφέρθηκε ο Τζόρνταν.
Η Δήμητρα χαμογέλασε και του’κλεισε το μάτι σαν να έλεγε:»αυτό είναι δική μου δουλειά»!
Την πλησίασε ενώ έπλενε τα πιάτα στο νεροχύτη, και την αγκάλιασε τρυφερά. Όχι πως είχε καμιά έντονη ερωτική διάθεση( τουλάχιστον όχι για τη Δήμητρα), αλλά η περιπέτεια της του δημιουργούσε την ανάγκη να φερθεί προστατευτικά.
Όπως ήταν φυσικό η Δήμητρα το εξέλαβε σαν ερωτικό κάλεσμα, και ανταποκρίθηκε αμέσως!
Χωρίς να γυρίσει έβαλε τα χέρια της στους γοφούς του και τον τράβηξε πάνω της.
Το κολλητό της τζιν διέγραφε τα καλοσχηματισμένα οπίσθια της, τα οποία παρ’ότι είχε καβατζάρει τα τριανταοκτώ, στέκονταν στο ύψος τους!
Πέρασε τα χέρια του κάτω απ το μακό μπλουζάκι. Όπως το περίμενε τα στήθη της ήταν γυμνά! Σπάνια φορούσε σουτιέν, δεν το χρειαζόταν άλλωστε! Μαζί με τα οπίσθια της ήταν τα δυνατά της σημεία!
Όμορφη πολύ δεν την έλεγες. Συμπαθητική απλά. Όμως το κορμί της διατηρούσε την νεανική φρεσκάδα!
Έπαιξε λίγο με τις ερεθισμένες θηλές της, χωρίς να της βγάλει τη μπλούζα, κι ύστερα τη γύρισε προς το μέρος του και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη.
Ήθελε να το κάνουν εκεί στα όρθια. Βαριόταν αυτές τις προκαταρκτικές αηδίες που του επέβαλε το συζυγικό καθήκον! Αναγνώριζε όμως πως και εκείνη είχε δικαίωμα στην ηδονή!
Κρατώντας την απ’το χέρι πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι, απολαμβάνοντας τη Δήμητρα να γδύνεται κι εκείνη.
Όλα κύλησαν αναμενόμενα! Τι κι αν η κοπέλα της αφίσας μάταια προσπαθούσε να μπει ανάμεσα τους; Η ρουτίνα νίκησε για άλλη μια φορά τον έρωτα!

«Λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή ομοία εστί»! Ποιος είχε πει αυτή την παπαριά; Ο Ναπολέοντας νομίζω», συλλογίστηκε ο Τζόρνταν καθώς η γυναίκα του μπήκε στο μπάνιο, «πιο μεγάλη μαλακία δεν έχω ξανακούσει, και μάλιστα από έναν τόσο έξυπνο άνθρωπο! Και στο σκοτάδι της κόλασης να βρεθείς, θα καταλάβεις πως πηδάς τη γυναίκα σου! Τόσο προβλέψιμα όλα, τόσο ίδια, τόσο διαδικαστικά! Λίγο καλύτερα από αυνανισμό, ή ίσως κι όχι»!
Ταλαντεύτηκε λίγο ανάμεσα στο να κάνει ένα ντους, να καπνίσει ένα τσιγάρο ή να ξεραθεί στον ύπνο.
Τελικά το στοίχημα το κέρδισε η έμφυτη τάση του για καθαριότητα και υγιεινή. Όχι πως τα άλλα δυό έμειναν παραπονεμένα. Έκανε στα γρήγορα ένα χλιαρό ντους, κάπνισε ένα τσιγάρο και ξεράθηκε στον ύπνο! Μ’αυτήν ακριβώς τη σειρά!




Ξύπνησε με ρίγη και πόνους σε όλο του το σώμα.
Ένοιωθε να «ψήνεται» στον πυρετό. Αυτό βέβαια είναι σχετικό, γιατί ακόμα και τα απλά δέκατα έτσι τα αντιλαμβάνεται! Όπως και να’χει, αισθάνονταν χάλια!
Η Δήμητρα είχε ήδη σηκωθεί.
Με τη βία σηκώθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση να πλυθεί, μα το νερό σαν ακούμπησε στα χέρια του, του φάνηκε υπερβολικά κρύο, και το μετάνιωσε!
Πήγε αργά αργά προς την κουζίνα. Η Δήμητρα έπινε καφέ.
-Χριστός και Παναγία, είπε μόλις τον είδε. Εσύ παιδί μου έχεις τα χάλια σου!
-Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, απάντησε, όμως ναι έτσι και χειρότερα αισθάνομαι!
-Δεν έπρεπε να σηκωθείς τότε, ξανάπε αυτή, πήγαινε να ξαπλώσεις!
-Αυτό λέω να κάνω, παραδέχτηκε, πάρε τη Νίκη τηλέφωνο να ακυρώσει τα ραντεβού μου.
-Εντάξει! Πήρες τίποτα;
-Σαν τι;
-Κανένα παυσίπονο;
-Θα μου τρυπήσει το στομάχι, πρωί πρωί!
-Θα σου ζεστάνω λίγο γάλα, και θα σου φέρω ένα.
Ο Τζόρνταν σύρθηκε πίσω στο κρεβάτι και ξάπλωσε βαρύς. Σκεπάστηκε ως το λαιμό προσθέτοντας μια κουβέρτα, παρ’όλο που αντικειμενικά η θερμοκρασία ήταν ήδη  αρκετά υψηλή!
« Την άρπαξα με την κωλοβροχή», μουρμούρισε, ενώ ταυτόχρονα φταρνίστηκε δυνατά, τόσο που πόνεσε το στήθος του!
Είχε μια περίεργη σχέση με την αρρώστια. Δεν είχε ποτέ αρρωστήσει σοβαρά, όμως με την  παραμικρή ενόχληση, του φαινόταν σαν να ζούσε τις τελευταίες του στιγμές!
Η Δήμητρα έφερε το γάλα κι ένα παυσίπονο, ενώ ακούμπησε το κινητό του στο έπιπλο κάτω απ’ τον καθρέφτη.
-Εντάξει του είπε, πήρα την Νίκη στο κινητό της, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα.
Πιες το γάλα σου και κοιμήσου λίγο. Σε καμιά ωρίτσα θα νοιώσεις καλύτερα!
Ο Τζόρνταν ανακάθισε και ήπιε δυό γουλιές.
Το γάλα δεν ανήκε στα αγαπημένα του και δυσκολεύτηκε αρκετά να το υποστεί!
-Φεύγω! Αν χρειαστείς κάτι πάρε τηλέφωνο. Σου πέρασα και τον καινούργιο αριθμό μου. Μέχρι να ενεργοποιηθεί ξανά το παλιό, έβαλα καρτοκινητό.
Α, και πού’σαι, αν αργότερα αισθανθείς καλύτερα, πετάξου μέχρι το ταχυδρομείο να πληρώσεις τη ΔΕΗ. Λήγει σήμερα και θα τρέχουμε στα κεντρικά μετά! Αν δεν μπορέσεις, δε χάλασε κι ο κόσμος!
Έσκυψε , τον φίλησε στο μάγουλο και βγήκε.
Ο Τζόρνταν βυθίστηκε αμέσως σε έναν ταραγμένο ύπνο!


Το κουδούνι της πόρτας, που χτυπούσε επίμονα, κατάφερε τελικά να τον ξυπνήσει!
Σηκώθηκε παραπατώντας.
-Ποιος είναι; Ρώτησε βραχνά.
-Τάσος, άνοιξε επιτέλους!
-Δε με λυπάσαι ρε μαλάκα, αφού έχεις κλειδιά!
-Πως ν’ανοίξω! Πρέπει να έχεις τα δικά σου από πίσω!
Πραγματικά! Τα κλειδιά του ήταν πάνω στην κλειδαριά.
«Περίεργο», σκέφτηκε. «Μάλλον η Δήμητρα τα έβαλε κατά λάθος»!
Του άνοιξε κι ο Τάσος εισέβαλε κοιτάζοντας τον εξεταστικά.
-Για πτώμα, μια χαρά φαίνεσαι, τον ειρωνεύτηκε!
-Άντε γ…σου! Του απάντησε και χώθηκε στο μπάνιο.
Κατούρησε μια «θάλασσα» κι έπλυνε τα δόντια του. Όλα κι όλα, άρρωστος ξάρρωστος, η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά! Η άλλη μισή «στην Κίνα βρίσκεται», όπως έλεγε κι ένα παλιό σύνθημα στα Εξάρχεια!
Αυτή τη φορά δέχτηκε το νερό με ανακούφιση!
«Θέλω ξύρισμα, μουρμούρισε, αλλά χέστο! Έτσι κι αλλιώς δεν θα πάω πουθενά»!
Βγήκε και πήγε προς την κουζίνα.
Ο Τάσος έφτιαχνε καφέ.
-Κάνε και μένα ένα, παρακάλεσε.
-Διαταγάς! Απάντησε αυτός, χαιρετώντας στρατιωτικά!

«Καλό παιδί ο Τάσος», συλλογίστηκε ο Τζόρνταν. «Λίγο χύμα, αλλά καλός φίλος»!
Δικηγόρος στο επάγγελμα. Απ’ αυτούς της σειράς. Διαζύγια και τέτοια!
Χρόνια μαζί!
Εκ πεποιθήσεως εργένης, έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται, με σχέσεις εφήμερες.
Ο Τζόρνταν πολλές φορές αναρωτήθηκε αν αυτή η έντονη αποστροφή του προς τους ομοφυλόφιλους, έκρυβε μιάν υποβόσκουσα ομοφυλοφιλία!
Όχι πως είχε δώσει ποτέ τέτοιο δικαίωμα, αλλά το ότι δεν έκανε ποτέ σοβαρές σχέσεις τον προβλημάτιζε.
Τον γνώρισε όταν υπηρετούσαν στην Κω. Δόκιμος ο ίδιος, δεκανέας ο Τάσος στον ίδιο λόχο.
Από τότε έγιναν κολλητοί! 

Απ’ αυτόν γνώρισε και τη Δήμητρα. Απόφοιτη του τμήματος πολιτικών μηχανικών του Μετσόβειου, τότε που ταλαντευόταν ανάμεσα στο να βγει στην ελεύθερη αγορά ή να χρησιμοποιήσει τα «κονέ» της για μια θέση στο δημόσιο!. Μόνη στην Αθήνα και πρόσφατα χωρισμένη από ένα μακροχρόνιο δεσμό!
Ευάλωτη όπως ήταν, δεν άργησε να υποκύψει στη γοητεία του!


Άναψε τσιγάρο. Μπούκωσε κι άρχισε να βήχει σα γάιδαρος!
-Παράτα το ρε, θα πνιγείς γαμώτο, αγρίεψε ο Τάσος! Πιες λίγο καφέ πρώτα!
Τράβηξε μια γερή γουλιά. Σκατά, ούτε που κατάλαβε τι πίνει!
-Πάνε στον Άρη, αλλά το κρυολόγημα δεν βρήκαν τον τρόπο να το θεραπεύσουν οι καραγκιόζηδες!
-Για να έχεις όρεξη για καλαμπουράκια, θα πει πως είσαι καλύτερα, έκανε τη διαπίστωση ο Τάσος.
-Δεν έχω παράπονο, αν εξαιρέσεις το βήχα, το φτάρνισμα και ένα κεφάλι καζάνι, κατά τα άλλα μια χαρά!
Ο Τάσος ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ και σηκώθηκε, όταν κτύπησε το κινητό του Τζόρνταν.
-Κάνε μου τη χάρη να το φέρεις, είμαι πτώμα!
Ο Τάσος μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και του το’φερε.
Η Δήμητρα ήταν.
-Που είσαι παιδί μου, φώναξε ανακουφισμένη, δέκα τηλέφωνα σε έχω πάρει απ’ το πρωί! Και τα παιδιά άλλα τόσα!
-Δεν χτύπησε, απολογήθηκε, ή τουλάχιστον δεν το άκουσα!
-Με δουλεύεις Τζόρνταν! Αφού την τελευταία φορά το σήκωσες αλλά δε μίλησες!
Κάτι ψέλλισε αυτός, αλλά καταλάβαινε κι ο ίδιος πως δεν ήταν δυνατό να είναι πειστικός!
-Πάρε τα παιδιά να μην ανησυχούν, είπε η Δήμητρα και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Τζόρνταν κοίταξε τις κλήσεις του.
Είχε δεκατρείς αναπάντητες και μια εισερχόμενη πριν 25 λεπτά!
«Δεν πάω καλά», συλλογίστηκε, «καλά να μην ακούσω να χτυπάει, αλλά να απαντήσω και να μην το θυμάμαι»!
Ο Τάσος έκανε να φύγει.
-Λοιπόν καλά είσαι, οπότε την κάνω εγώ. Πρέπει να πάω στο υποθηκοφυλακείο για να βρω ένα συμβόλαιο. Χωρίς κέρδος κέρατα δηλαδή, για ένα φίλο πρόκειται που του έχω υποχρέωση!
-Ρε συ, αν προλάβεις πάρε να μου πληρώσεις τη ΔΕΗ, λήγει σήμερα και θα τρέχω μετά!
-Χέσε με! Τέλος πάντων, που είναι;
-Για δες, πάνω στο γραφείο μου, μου είπε η Δήμητρα.
Ο Τάσος πήγε και γύρισε κρατώντας το λογαριασμό, με ένα ύφος αγριεμένο!
-Πλάκα μου κάνεις ρε! Αφού τον πλήρωσες το πρωί!
Του τον άρπαξε απ’ τα χέρια! Πραγματικά, πάνω του υπήρχε καρφιτσωμένη η απόδειξη του ταχυδρομείου!
« Ταχ. Γραφείο τάδε, 2 Αυγούστου, ώρα 9, 32»!
Τα χέρια του έτρεμαν, και το μυαλό του για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του, δεν μπορούσε να βρει άκρη!
-Ρε Τάσο, υπάρχει περίπτωση να σηκώθηκα στο χάλι μου, να πλήρωσα το λογαριασμό και να μην το θυμάμαι;
-Ξέρω γω τι σκατά κάνεις! Εσύ άμα αρρωσταίνεις γίνεσαι ανυπόφορος!
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε μουρμουρίζοντας ακόμα!


Πήρε πάλι στα χέρια του τον πληρωμένο λογαριασμό. Ώρα, ημερομηνία. Όλα όπως πριν.
«Ρε μπας και πήγα τελικά»; Αναρωτήθηκε! «Κι αν δεν πήγα, τότε ποιος»;
«Πολλά περίεργα συμβαίνουν από χτες»!
Η Ώρα κόντευε δώδεκα πια, κι αποφάσισε να μιλήσει με τα παιδιά.
Δεν είχε διάθεση να μιλήσει με τη μάνα του, κι έτσι κάλεσε τη Ρηνούλα στο κινητό.
-Έλα μπαμπά μου, άκουσε τη φωνούλα της, είσαι καλά, ανησυχήσαμε!
-Καλύτερα μωρό μου. Το είχα στο σαλόνι και δεν το άκουγα, δικαιολογήθηκε ψέματα.
-Η μαμά είπε να μην έρθουμε σπίτι ούτε σήμερα, για να μην κολλήσουμε!
Όμως αύριο φεύγουμε για
Αίγινα, και πρέπει να μαζέψω τα πράγματα μου!
Είχαν ένα μικρό εξοχικό στην Αίγινα, στη Σουβάλα για την ακρίβεια.
Όχι τίποτα σπουδαίο, ένα από εκείνα τα λυόμενα της δεκαετίας του’70, με τα νοβοπάν και το ελλενίτ στη στέγη.
Το είχε φτιάξει ο συχωρεμένος ο πατέρας του , να πηγαίνουν κάποιες μέρες για ξεκούραση. Η κυρά Αθηνά το λάτρευε! Ήταν εξ άλλου το μόνο σπίτι που είχε. Αυτό στην Αθήνα με νοίκι το είχε, από χρόνια!
Αλλά και στα παιδιά άρεσε. Ίσως γιατί δεν είχε εκείνη την επιτηδευμένη σοβαρότητα, αλλά έμοιαζε πιο πολύ με κουκλόσπιτο!
-Ξέρεις, είναι το πανηγύρι του Σωτήρα, σε λίγες μέρες, συνέχισε η Ρηνούλα.
Θα έρθετε και σεις, έτσι δεν είναι;
-Θα δούμε καλή μου. Ελπίζω να είμαι εντάξει και να έρθουμε!
Μίλησαν ακόμα λίγο, πως τα περνάνε και τέτοια και έκλεισε το τηλέφωνο.


Η πρώτη του δουλειά μόλις έκλεισε το τηλέφωνο ήταν να αλλάξει τον ήχο κλήσης. Έψαξε τα αποθηκευμένα τραγούδια, κι αφού ταλαντεύτηκε αρκετά ανάμεσα στην «παραγγελιά», του Δημήτρη Άρνη πάνω σε στίχους του Μαργαρίτη, και το «Άσε με σ’ ένα παραμύθι», του Δημήτρη Αβυδηνού και της Σταυριάννας με την υπέροχη ερμηνεία της Μαρίας Άρνη, τελικά κατέληξε στο πρώτο. Όχι για άλλο λόγο αλλά ήταν πιο «ξεσηκωτικό»!
Το δεύτερο το έβαλε για ήχο αφύπνισης!
Υπέροχα τραγούδια και τα δυό! Απ’τα πολλά που υπάρχουν στο διαδίκτυο και τα ανακάλυψε τυχαία σε μια σελίδα, όπου νέοι δημιουργοί καταθέτουν κομμάτια της ψυχής τους! «Μουσικό στέκι», το όνομα της σελίδας και την επισκεπτόταν συχνά για να πάρει ανάσες, όταν όλα γύρω τον έπνιγαν!


Ο πονοκέφαλος επέστρεφε δριμύτερος και μαζί με όσα συνέβησαν από χτες, τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα.
Σύρθηκε ως το ψυγείο και πήρε ένα μήλο. Καθημερινή συνήθεια. Τίποτα άλλο δεν έβαζε το πρωί στο στόμα του, εκτός από καφέ και ένα μήλο.
«Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα»! Και στην περίπτωση του φαίνεται πως δούλευε θαυμάσια, αν εξαιρέσεις κάποια κρυολογήματα που εμφανίζονταν με την ακρίβεια λεωφορείου του ΟΑΣΑ! Δηλαδή εντελώς απρογραμμάτιστα!
Το καθάρισε και κομμάτι κομμάτι το έφαγε με το ζόρι. Ύστερα πήρε άλλο ένα παυσίπονο.
Στην τηλεόραση πεντ’έξι χαζοχαρούμενες, ξεσπούσαν κάθε λίγο σε ασυγκράτητα γέλια, έτσι χωρίς λόγο! Ο Τζόρνταν τουλάχιστον δεν έβρισκε τίποτα αστείο, εκτός από αυτή καθ’ αυτή την παρουσία τους!
Αποφάσισε να βγει για μια βόλτα. Ο καθαρός(;) αέρας, σίγουρα θα του έκανε καλό.
Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε.
Πρώτη του σκέψη, να περάσει από το ταχυδρομείο.
Το μετάνοιωσε όμως. Δε του φάνηκε λογικό να αρχίσει να ρωτάει τις υπαλλήλους αν τον είδαν το πρωί. Θα τον περνούσαν για τρελό! Ή τουλάχιστον περισσότερο από ότι κι ο ίδιος αισθάνονταν!
Προχώρησε προς την πλατεία.
Ένας καφές μάλλον θα του έφτιαχνε τη διάθεση.
Διάλεξε αυτή με τον λιγότερο κόσμο και κάθησε.
Και τότε την είδε!
Δύο τραπέζια στα δέξιά του καθόταν η κοπέλλα της αφίσας!
Έπινε ένα από εκείνα τα περίεργου χρώματος και απροσδιόριστου περιεχομένου υγρά, που οι νέοι σήμερα ονομάζουν καφέ!
Τα μάτια της τα έκρυβαν τα επώνυμα γιαλιά ηλίου που φορούσε.
Ο Τζόρνταν δε σκόπευε να χάσει την ευκαιρία!
-Είστε η κοπέλα από τη διαφήμιση, δεν είναι;
Η κοπέλιά στράφηκε προς το μέρος του και του απάντησε ευγενικά.
-Της διαφήμισης των εσωρούχων, της μπύρας, των αυτοκινήτων, και μερικών ακόμα, χαμογέλασε.
-Από κοντά είστε ακόμα πιό όμορφη, και πιστέψτε με δεν είναι υπερβολή!
Έκανε μια κίνηση του χεριού της, σαν να έλεγε «Δε βαριέσαι»!
Κάτι στο πρόσωπό της έδειχνε πως δεν είχε και πολύ τα κέφια της.
-Αν δεν περιμένετε παρέα, μπορώ να καθήσω στο τραπέζι σας;
Του έδειξε το κάθισμα δίπλα της.
Ο Τζόρνταν πλησίασε και τη χαιρέτησε.
-Ιορδάνης, συστήθηκε, αν και κανείς σχεδόν δεν με φωνάζει έτσι! Σαν Τζόρνταν είμαι πιό γνωστός!
-Νίκη, χάρηκα πολύ του συστήθηκε με τη σειρά της.
Παράγγειλε καφέ, άναψε τσιγάρο και πρόσφερε και σε κείνην.
- Θα προτιμήσω τα δικά μου. Οτιδήποτε άλλο με πειράζει στο λαιμό.

Αυτό που πρόσεξε ο Τζόρνταν και τον παραξένεψε κάπως, ήταν το μακρυμάνικο πουκάμισο που φορούσε η Ζωή, αν και η ημέρα ήταν ιδιαίτερα ζεστή.

Εκείνη αντιλήφτηκε το βλέμμα του και έσπευσε να τον καθησυχάσει.

“Έχω μια φωτοευαισθησία και το φως του ήλιου μου δημιουργεί λεκέδες, πράγμα που δεν επιτρέπεται στη δουλειά που κάνω”.

Πολύ θα ήθελε να πιστέψει τη δικαιολογία ο Τζόρνταν, όμως αρκετά σημεία στο

σώμα της ήταν ακάλυπτα, όπως τα υπέροχα πόδια της για παράδειγμα. Δεν θέλησε να δώσει συνέχεια, άλλωστε δεν ήταν κάτι που τον αφορούσε.

“Λοιπόν, λένε πως η ζωή των μοντέλων δεν είναι και πολύ εύκολη. Αληθεύει;”, τη ρώτησε προσπαθώντας να διακρίνει το χρώμα των ματιών της πίσω από τα γυαλιά ηλίου.

“Δεν βαριέσαι!”, του αποκρίθηκε, “Και ποια δουλειά είναι;”.

 Ο ήχος ενός ασθενοφόρου που πλησίαζε, απέσπασε την προσοχή τους. Κατευθυνόταν προς το μέρος τους και σταμάτησε δυο στενά μετά την πλατεία. Η Ζωή έδειξε να αναστατώνεται. Πήρε στα χέρια το κινητό και κάλεσε κάποιον. Αρκετά δευτερόλεπτα αργότερα η ανησυχία της έγινε πανικός, καθώς δεν πήρα απάντηση.

“Πρέπει να φύγω”, του είπε βιαστικά και έτρεξε προς το σημείο που ήταν το ασθενοφόρο.  

Ο Τζόρνταν ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο να την ακολουθήσει ή να μείνει εκεί να την περιμένει. Προτίμησε το δεύτερο γιατί θεώρησε πως νια ολιγόλεπτη γνωριμία δεν του έδινε το δικαίωμα για περισσότερα.

Περίμενε μέχρι να δει το ασθενοφόρο να φεύγει.Από την απόσταση δεν μπορούσε να διακρίνει καλά, πάντως έναν άντρα κοντά στα 35 έβαλαν μέσα. Δεν του έκανε έκπληξη που μπήκε και η Ζωή μαζί. Όλα έδειχναν πως ήταν συγγενείς, αν όχι ζευγάρι.

Ο σερβιτόρος που τον φώναξε για να πληρώσει κούνησε το κεφάλι κοιτώντας προς το ασθενοφόρο. Προφανώς ήξερε πράγματα αλλά ο Τζόρνταν δεν προσπάθησε να τον ψαρέψει. Απλά σημείωσε στο μυαλό του τη διεύθυνση του σπιτιού που έμενε ο νεαρός. Αν ποτέ αποφάσιζε να ξαναδεί τη Ζωή, ήξερε που έπρεπε να απευθυνθεί.

Άλλωστε είχε να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες και δεν ήταν λίγοι.

Περπάτησε άσκοπα αρκετή ώρα αφού δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει, μιας και είχε ακυρώσει όλα τα ραντεβού του για σήμερα. Στο μυαλό του στριφογύριζαν τα χθεσινά γεγονότα, που αν δεν ήταν σημάδια παράνοιας, σίγουρα άγγιζαν το μεταφυσικό. Όμως ο ίδιος ποτέ δεν πίστεψε τις μεταφυσικές δραστηριότητες, άρα απέμενε μόνο η παράνοια ή μια λογική εξήγηση, που δεν φαινόταν προς το παρόν.

Λίγο μετά τις μία το μεσημέρι ένιωσε την πείνα του να γίνεται βασανιστική. Μπήκε στο πρώτο φαστφουντάδικο που βρήκε μπροστά του και παράγγειλε ένα μπέργκερ. Δεν ήταν στις επιλογές του το συγκεκριμένο γεύμα, όμως έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν λειτουργούσε σωστά στη ζωή του το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Ο κόσμος λιγοστός στο κατάστημα, κυρίως νέοι που πάντα προτιμούν αυτού του είδους τη διατροφή. Εντύπωση του έκανε ένα παλικάρι, που παρά την εξεζητημένη του εμφάνιση με τα σκουλαρίκια και τα τατουάζ στα χέρια, φαινόταν

σεμνό και μετρημένο. Σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, σε σχέση με τους υπόλοιπους νέους, που δεν έχαναν ευκαιρία να χασκογελάνε άσκοπα και να κουτσομπολεύουν τους πελάτες, χωρίς να τους ενδιαφέρει αν γίνονταν ενοχλητικοί.

Ο συγκεκριμένος νεαρός δεχόταν αδιαμαρτύρητα τους χλευασμούς από την παρέα στο διπλανό τραπέζι, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το βιβλίο που διάβαζε. 

Ο Τζόρνταν αισθάνθηκε την ανάγκη να τον υπερασπιστεί από το άδικο μπούλινγκ που δεχόταν.

Πήρε το δίσκο με το φαγητό και κάθισε δίπλα του. 

Αυτή η κίνηση ήταν αρκετή για να πάψουν οι ειρωνείες και τα πειράγματα από τους νεαρούς, που έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε άλλο θύμα. .

“Ευχαριστώ!”, είπε ο νεαρός σηκώνοντας το βλέμμα προς τον Τζόρνταν. “ Είναι δύσκολο να είσαι διαφορετικός και οι περισσότεροι βγάζουν τα απωθημένα τους σε μας”.

“Δεν μου φαίνεσαι και τόσο διαφορετικός”, του απάντησε. “Δυο σκουλαρίκια και μερικά τατουάζ, δεν σε κάνουν διαφορετικό στις μέρες μας!”.

“Η ομοφυλοφιλία όμως, σίγουρα σε κάνει! Τουλάχιστον στα μάτια τους!”.

Δεν την περίμενε αυτή την ομολογία ο Τζόρταν. Τίποτα πάνω σ αυτό το παιδί δεν έδειχνε την ιδιαιτερότητα του. Όχι πως τον ενοχλούσε, κάθε άλλο, μετά από αυτή την εξομολόγηση, το συμπάθησε ακόμα περισσότερο.

“Φοιτητής να υποθέσω”, διαπίστωσε βλέποντας τον τίτλο του βιβλίου που διάβαζε. Και συνειδητοποιώντας πως δεν έχουν συστηθεί του είπε το όνομα του.

“Νώντα με λένε και σπουδάζω κλασική φιλολογία”, του απάντησε, “/αγαπώ την αρχαία ιστορία και κυρίως τους Έλληνες φιλοσόφους”.

“Μήπως έχεις καθηγητή τον Αριστείδη Θεοδώρου”

“Από τους αγαπημένους μου καθηγητές. Εξαίρετος επιστήμονας και άνθρωπος! Αν δεν υπήρχε αυτός το πιθανότερο θα είχα εγκαταλείψει τις σπουδές”.


Πραγματικά τα μάτια του παιδιού έλαμπαν με την αναφορά στον δάσκαλο. Κάτι βαθύ φαίνεται πως συνέδεε καθηγητή και φοιτητή. Δεν μπορούσε να μην σκεφτεί ο Τζόρνταν πως θα μπορούσε αυτό να είναι η κοινή τους ιδιαιτερότητα.

Μίλησαν ακόμη λίγη ώρα και ο νεαρός σηκώθηκε να φύγει. 

“Πάρε μια κάρτα μου”, τον χαιρέτησε ο Τζόρνταν. “Μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις για οτιδήποτε χρειαστείς ή και απλά για μια καλημέρα!”.

Τον παρακολούθησε διακριτικά από απόσταση, χωρίς να μπορεί και ο ίδιος να εξηγήσει το περίεργο ενδιαφέρον που επιδείκνυε για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Με έκπληξη τον είδε να μπαίνει σε ένα πανάκριβο κάμπριο αυτοκίνητο με οδηγό μια πανέμορφη κοπέλα. Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη όταν τους είδε να ανταλλάσσουν ένα παθιασμένο φιλί!

Εντάξει, το έχει ξαναδεί το έργο με τους ζιγκολό παντός έργου, όμως ο Νώντας δεν του είχε δείξει τέτοια δείγματα.

“Κάποτε θα έπεφτες έξω στις εκτιμήσεις σου!”, μονολόγησε. “Μην το παίρνεις κατάκαρδα!”.

Αποφάσισε να βγάλει ότι συνέβη απ το μυαλό του, αλλά το σύμπαν είχε άλλα σχέδια. Αυτή τη φορά με ένα τηλεφώνημα από τον δάσκαλο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην απαντήσει αφού δεν έβλεπε το

λόγο. Ωστόσο ο απεριόριστος σεβασμός προς το πρόσωπο του, δεν το επέτρεψε.

“Δάσκαλε μου”, του είπε με φωνή που δεν έκρυβε την έκπληξη του για τη σύμπτωση. “Μόλις πριν λίγα λεπτά μιλούσα με ένα φοιτητή σας. Και ασφαλώς μου είπε τα καλύτερα λόγια για σας!”.

“Χαίρομαι που υπάρχουν μαθητές μου που έχουν σχηματίσει καλή εικόνα για το πρόσωπο μου! Και ποιο είναι το όνομα αυτού του υπέροχου νέου;”.

“Νώντας μου συστήθηκε, χωρίς επώνυμο.”.

“Νώντας;”, έκανε έκπληκτος ο δάσκαλος. “Ένα παλικάρι με τατουάζ και σκουλαρίκια;”

“Ακριβώς”, απάντησε ο Τζόρνταν ξαφνιασμένος με την ετοιμότητα της απάντησης.

“Μα αυτός Ιορδάνη παιδί μου, είναι νεκρός δυο χρόνια τάρα! Αποκλείεται να τον συνάντησες!”.

Έκλεισε το τηλέφωνο, αφήνοντας τον δάσκαλο να περιμένει την απάντηση. Ποια απάντηση όμως; Αυτή που δεν είχε ούτε ο ίδιος;

Ο εφιάλτης επέστρεφε και γινόταν όλο και πιο απειλητικός. Τώρα συναντούσε και μιλούσε με ανθρώπους από το υπερπέραν!

Όχι, δεν ήταν τρελός! Κάποια εξήγηση λογική θα υπάρχει. Που στο διάολο όμως είναι κρυμμένη;

Γύρισε σπίτι πιο άρρωστος από όταν έφυγε. Όχι τόσο σωματικά, όσο πνευματικά. Το πράγμα έδειχνε να ξεφεύγει από τον έλεγχο του, και αυτό τον τρομοκρατούσε, γιατί δεν του είχε συμβεί ποτέ πριν.


Μα αν περίμενε πως στο σπίτι θα ηρεμούσε, η εικόνα που αντίκρυσε διέψευσε κάθε προσδοκία του! Όλο το σαλόνι έμοιαζε σαν βομβαρδισμένο. Καναπέδες αναποδογυρισμένοι, τασάκια και μπιμπελό στο πάτωμα, το σύνθετο σαν να πέρασε τυφώνας. Η πόρτα ασφαλείας δεν έδειχνε σημάδια παραβίασης και ο συναγερμός δεν είχε χτυπήσει. Η πρώτη σκέψη του ήταν να πάρει την αστυνομία, τελευταία στιγμή όμως αποφάσισε να ενημερώσει πρώτα τη γυναίκα του.

“Έρχομαι αμέσως!”, του είπε αναστατωμένη. “Μην αγγίξεις τίποτα μέχρι να έρθει η σήμανση. Παίρνω τώρα τηλέφωνο. Ηρέμησε και πιες κάτι, αν και μάλλον θα πρέπει να είσαι νηφάλιος όταν έρθουν. Λίγο νερό καλύτερα!”.

Ακολούθησε τη συμβουλή της, πήρε ένα μπουκάλι νερό απ το ψυγείο και κατέβασε το μισό μονορούφι. Ύστερα μπήκε στα υπόλοιπα δωμάτια να ελέγξει αν είχαν υποστεί τον ίδιο βανδαλισμό. Ευτυχώς όλα ήταν εντάξει, η ζημιά είχε περιοριστεί στο χώρο του σαλονιού.

Οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν. Η χθεσινή αδιαθεσία επέστρεψε και φαινόταν πιο δυνατή. Πονοκέφαλος, κομμάρες και μια υπνηλία ανεξήγητη μετά από τόσες ώρες ύπνο.

Ξύπνησε αργά το απόγευμα με την τρικυμία να μαίνεται στο κεφάλι του. Ο Τάσος καθισμένος στην καρέκλα δίπλα του τον κοιτούσε με απορία.

“Είσαι καλά ρε φίλε;”, τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Το σπίτι είναι μια χαρά, καμιά διάρρηξη δεν έγινε. Μόνο που δεν μας έβρισαν οι μπάτσοι που τους φέραμε τζάμπα!”.

Αυτό πια παραήταν πολύ για να το καταπιεί αμάσητο ο Τζόρνταν. Είδε με τα μάτια του τον κακό χαμό στο σαλόνι, σκουντούφλησε πάνω στα πεσμένα αντικείμενα, πως τον διαβεβαίωνε ο Τάσος πως τίποτα δεν είχε συμβεί;

Σηκώθηκε με κόπο και χωρίς να ρου πει κουβέντα μπήκε στο σαλόνι με την ελπίδα να έχει δίκιο. Δυστυχώς όμως τα πράγματα ήταν όπως του τα περιέγραψε ο Τάσος. Όλα τακτοποιημένα στις θέσεις τους, και κανένα σημάδι αναστάτωσης στο χώρο!

 Κάθισε αποκαμωμένος στον καναπέ. Αυτό το παιχνίδι, αν ήταν τέτοιο, δεν εξελισσόταν καθόλου καλά! Τόσα ανάποδα σε λιγότερο από δυο ημέρες, δεν ήταν και κάτι συνηθισμένο. 

“Η Δήμητρα που είναι;”, ρώτησε τον Τάσο, όταν αισθάνθηκε λίγο καλύτερα.

“Δεν θέλεις να ξέρεις!”, του απάντησε εκνευρισμένος. “Μετά τις εξαντλητικές ανακρίσεις της ασφάλειας, αποφάσισε να φύγει για λίγο. Τουλάχιστον μέχρι να καταλάβει τι διάολο σου συμβαίνει!”.

“Αλήθεια ρε Τάσο, τι σκατά μου συμβαίνει;

Πάντα λογικός ήμουν, και αυτό το θεωρούσες κουσούρι!”.

“Τζόρνταν, θα σου μιλήσω έξω από τα δόντια. Χρειάζεσαι τη βοήθεια ειδικού, κολλητέ! Κινδυνεύεις να γίνεις επικίνδυνος για τη Δήμητρα και τα παιδιά!”.

“Δηλαδή, πιστεύεις πως είμαι τρελός;”.

“Δεν έχει σημασία τι πιστεύω εγώ Τζόρνταν, αλλά τι δείχνουν τα γεγονότα! Βρίσκεις εσύ λογική εξήγηση για όλα τα παλαβά που έκανες αυτές τις μέρες;”.

Δεν έβρισκε, αλλά παρόλα αυτά δεν πίστευε πως είναι άρρωστος.

Έδιωξε με άκομψο τρόπο τον Τάσο, με τη δικαιολογία πως ήθελε να ταξινομήσει τις σκέψεις του, πράγμα που δεν ήταν και εντελώς ψέμα. Αποφάσισε να βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού του τις πρόσφατες εξελίξεις, που άλλωστε δεν είχαν εξήγηση, και να επικεντρωθεί στη δουλειά του, που με αυτά και αυτά έμεινε πίσω. 

Τηλεφώνησε στο γραφείο και ζήτησε να ενεργοποιήσουν όσα ραντεβού δεν είχαν ακυρωθεί.

Σε δέκα λεπτά ξεκίνησε για το γραφείο του. Πρώτα όμως σταμάτησε για ένα ποτό στο αγαπημένο του μπαρ, Αν και ήταν ακόμα νωρίς, ένα ποτό θα τον βοηθούσε να ξαναβρεί τους ρυθμούς του. Μπορεί και τον εαυτό του, αν και το τελευταίο δεν ήταν και πολύ πιθανό!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το ποτό του, όταν έκαμε την εμφάνιση της η Ζωή. Τη συνόδευε ένας μεσήλικας γύρω στα πενηταπέντε, αρκετά καλοστεκούμενος για την ηλικία του. Από τη συμπεριφορά τους ο Τζόρνταν συμπέρανε πως δεν πρέπει να ήταν ζευγάρι. Μάλλον επαγγελματική σχέση έδειχναν να έχουν. Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι στο βάθος και ο Τζόρνταν έκανε κάθε προσπάθεια να μην διασταυρωθούν τα βλέμματα τους. Αυτή η περίεργη σύμπτωση να την συναντήσει δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα, και μάλιστα σε χώρο που δεν την είχε ξαναδεί, του φάνηκε

σαν να έκρυβε κάποιο μήνυμα. Από το σύμπαν; Από την μοίρα; Μακάρι να ήξερε! 

Όσο όμως κι αν προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος, τελικά δεν τα κατάφερε. Η Ζωή τον αναγνώρισε και τον φώναξε να κάτσει μαζί τους. Όπως το είχε προβλέψει, ο άντρας που ήρθαν μαζί ήταν σκηνοθέτης διαφημιστικών και η συνάντηση είχε να κάνει με ένα καινούργιο πρότζεκτ για καλλυντικά μεγάλης φίρμας. Όμως κάτι επάνω του δεν του άρεσε. Λίγο η κραυγαλέα πολυτέλεια στο ντύσιμο του, λίγο ο εξεζητημένος τρόπος ομιλίας του, ήταν αρκετά για να ανάψουν προειδοποιητικά λαμπάκια στο μυαλό του. Τις υποψίες του ενίσχυσε η στάση της Ζωής να μην του τον συστήσει. Έμεινε απλά στο ουδέτερο ο σκηνοθέτης μου. 

Ούτε και ο άντρας έδειξε να ενδιαφέρεται για τον Τζόρνταν και τη σχέση του με τη Ζωή. Πράγμα παράξενο, γιατί θα ήταν το πρώτο που θα ρωτούσε ένας λογικός άνθρωπος, σε μια τέτοια περίσταση. Ωστόσο η παρουσία του έμοιαζε να τον ενοχλεί και ο Τζόρνταν το συνέλαβε αμέσως με τις ευαίσθητες κεραίες του, και αποφάσισε να τον βγάλει, αλλά και να βγει και ο ίδιος από την άβολη θέση. Κέρασε τα ποτά τους και αφού τους χάρισε ένα τυπικό χαμόγελο βγήκε στο δρόμο.

Η συνήθως αλάνθαστη διαίσθηση του, τον προέτρεψε να τους παρακολουθήσει, όσο πιο διακριτικά μπορούσε. Τα φιμέ τζάμια του τζιπ του του επέτρεπαν να βλέπει όλες τις κινήσεις τους χωρίς να γίνεται αντιληπτός. 

Χρειάστηκε να περιμένει περίπου δέκα λεπτά, μέχρι να τους δει να βγαίνουν. Ο άντρας της μιλούσε 


σε έντονο ύφος, ενώ η Ζωή είχε κατεβασμένα τα μάτια και δεν αντιδρούσε. Δεν αντέδρασε ακόμα κι όταν ο άντρας την άρπαξε από το μπράτσο και την ταρακούνησε. Λίγο έλειψε να βγει ο Τζόρνταν και να τον σπάσει στο ξύλο, όμως αυτό που ακολούθησε τον έκανε να κοκαλώσει στη θέση του. Η Ζωή άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα και του τα έδωσε. Εκείνος τα μέτρησε βιαστικά και τα έβαλε στην τσέπη, χαμογελώντας σαρδόνια. Κάτι τέτοιο ήταν εντελώς παράλογο, γιατί αν κάποιος έπρεπε να πληρωθεί για τις υπηρεσίες του, αυτή θα ήταν η Ζωή! Αυτή θα δούλευε για τη διαφήμιση εξάλλου. Ο παράξενος άντρας έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο με το ίδιο άχαρο χαμόγελο που λες και είχε ζωγραφιστεί ανεξίτηλα στα χείλη του. Κάτι της έδωσε, αλλά από την απόσταση δεν μπόρεσε να διακρίνει ο Τζόρνταν τι. Πάντως ένα μικρό κουτί ήταν, σαν αυτά που περιέχουν κοσμήματα.  

Το δαιμόνιο μυαλό του έκανε αμέσως τη σύνδεση. Έτσι εξηγείται η περίεργη εμμονή της να φοράει μακριά μανίκια. Ναρκωτικά! Μόνο αυτή η εκδοχή φαινόταν πιθανή και δικαιολογούσε το αρκετά μεγάλο ποσό που έδωσε στον τύπο.  Περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί ο σκηνοθέτης και να μπει στο αυτοκίνητο του. Έβαλε μπροστά για να ακολουθήσει τη μηχανή της Ζωής. Για αρκετές εκατοντάδες μέτρα το κατάφερε, όμως ένα φανάρι στη Συγγρού άναψε κόκκινο πριν προλάβει να περάσει και έτσι την έχασε.

“Σκατά!”, μουρμούρισε και αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο μαζί της. Με ποιο δικαίωμα άλλωστε θα έλεγχε στη ζωή της; Μόλις μια απλή γνωριμία λίγων λεπτών είχαν. 

Σε είκοσι λεπτά έφτασε στο ραντεβού του με μια εταιρία ενοικιάσεων αυτοκινήτων και δεν χρειάστηκε ούτε μισή ώρα να πείσει τον υπεύθυνο να ασφαλίσει όλα τα οχήματα της επιχείρησης, τριάντα τον αριθμό, Ευτυχώς γιατί αυτό ήταν το πρώτο καλό που του συνέβαινε το τελευταίο εικοσιτετράωρο!

Τα ρούχα κολλούσαν πάνω του αν και δεν είχε τόση ζέστη. Έτσι αν και δεν το είχε σκοπό αρχικά, ξεκίνησε για το σπίτι.

Λίγα τετράγωνα πριν φτάσει, κτύπησε το κινητό του. Ο αριθμός του ήταν άγνωστος και η πρώτη του σκέψη ήταν να αγνοήσει την κλήση. Η έμφυτη περιέργεια του όμως κέρδισε το στοίχημα. Μια μουσική ήταν η απάντηση στο “Εμπρός” του. “Διαφημιστικές μαλακίες!”, μονολόγησε και έκλεισε το τηλέφωνο. Σε λίγα δευτερόλεπτα το κινητό κτύπησε και πάλι. Ο ίδιος αριθμός και αυτή τη φορά τον απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη

Βρήκε θέση σχεδόν μπροστά στην πολυκατοικία του, πράγμα πολύ περίεργο και ασυνήθιστο για τέτοια ώρα. Κλείδωσε, έβαλε τον συναγερμό και μπήκε στην είσοδο, όταν ξανάκουσε τον ήχο του κινητού. “Στο διάολο μαλάκες!”, μουρμούρισε. “Τέτοια γαϊδουρινή υπομονή!” Αυτή τη φορά αποφάσισε να τους αφήσει να του πουν τον λόγο που τον ενοχλούν και να τους κατσαδιάσει αναλόγως. Ακούστηκε για λίγα δευτερόλεπτα η ίδια μουσική και αμέσως μετά μια εκνευριστική γυναικεία φωνή.

“Ο κύριος Ιορδάνης Παπαποστόλου;”, ρώτησε στριφνά.

“ Μάλιστα” απάντησε με τον ίδιο τόνο.

“ Η σύζυγος σας είχε ένα ατύχημα και βρίσκεται στο Κρατικό της Νίκαιας. Βρήκαμε το τηλέφωνο σας στις επαφές του κινητού της”, τον ενημέρωσε ψυχρά.

Κρύος ιδρώτας τον έλουσε.

“Πως είναι;” κατάφερε να ψελλίσει. “Είναι σοβαρά;”.

Δεν πήρε απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του. Η άγνωστη γυναίκα είχε κλείσει το τηλέφωνο ή κόπηκε η γραμμή για κάποιο λόγο. Κάλεσε αμέσως πίσω τον αριθμό, όμως έδειχνε απασχολημένος.

Μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο και έφυγε σαν τρελός για το νοσοκομείο. Σε δέκα λεπτά πάρκαρε μπροστά στα επείγοντα. Ένας ευγενικός σεκιουριτάς τον παρακάλεσε να μην το αφήσει εκεί, γιατί εμπόδιζε την είσοδο των ασθενοφόρων. Τον διαολόστειλε από μέσα του, όμως αναγνώρισε το δίκιο του και πάρκαρε αρκετά πιο κάτω. Τρέχοντας μπήκε στα επείγοντα και πλησίασε τις πληροφορίες, παραμερίζοντας άγαρμπα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που στέκονταν μπροστά του.

Η υπάλληλος κοίταξε τις εισαγωγές, αλλά δεν βρήκε το όνομα που της έδωσε.

“Κάποιο λάθος θα έγινε”, του απάντησε. “Ίσως σας είπαν σε άλλο νοσοκομείο που εφημερεύει.

“Όχι, στο Κρατικό της Νίκαιας μου είπαν. Είμαι σίγουρος!”.

Η υπάλληλος σήκωσε τους ώμους.

“ Πάντως εδώ δεν ήρθε καμία με αυτό το όνομα, ούτε έχουμε κάποια αγνώστων στοιχείων!”

Σαν χαμένος βγήκε στο προαύλιο και αναθεμάτισε το μυαλό του που δεν έκανε εξ αρχής το αυτονόητο: Να καλέσει την ίδια τη Δήμητρα. Με τεράστια ανακούφιση άκουσε τη φωνή της να τον διαβεβαιώνει πως είναι μια χαρά και ποτέ δεν είχε κάποιο συμβάν.

“Ποιος πούστης μου έκανε τέτοια μακάβρια φάρσα;”, αναρωτήθηκε οργισμένος. Ευτυχώς είχε τον αριθμό, γιατί ο ηλίθιος δεν είχε την πρόνοια να πάρει με απόκρυψη. Τηλεφώνησε σε μια φίλη που δούλευε στον συγκεκριμένο πάροχο τηλεφωνίας και πάντα τον εξυπηρετούσε σε ανάλογες περιπτώσεις, αν και κάτι τέτοιο ήταν παράνομο. Όταν άκουσε το όνομα του κατόχου, λίγο έλειψε να λιγοθυμήσει. Ο αριθμός ανήκε στον Δάσκαλο!

Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν πως κάποια φοιτήτρια του βρήκε το τηλέφωνο κάπου παρατημένο και άρχισε τις φάρσες. Σχημάτισε τον αριθμό του δάσκαλου και τον κάλεσε. 

“Καλησπέρα δάσκαλε”, του είπε μόλις απάντησε. “Δεν ήξερα πως έχεις και δεύτερο κινητό”.

“Ναι παιδί μου Ιορδάνη, έχω ένα για να με βρίσκουν οι φοιτητές μου όταν χρειάζονται κάτι”.

“Πριν δέκα λεπτά, κάποια με πήρε από αυτό τον αριθμό και με αναστάτωσε με ένα μακάβριο ψέμα!”.

¨Αδύνατον!”, αναφώνησε ο δάσκαλος. “Δεν είχα μάθημα σήμερα και δεν βγήκα καθόλου από το σπίτι! Και βέβαια και τα δυο τηλέφωνα είναι εδώ μπροστά μου!”.

“Τότε θα δεις την κλήση μου μου έκαναν.

Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και αμέσως η φωνή του δάσκαλου.

“Δεν υπάρχει καμία κλήση σήμερα. Η τελευταία είναι από προχτές το απόγευμα!”.

Τον ευχαρίστησε ζητώντας μουδιασμένος συγγνώμη. Επικοινώνησε και πάλι με τη φίλη στον πάροχο ζητώντας να διασταυρώσει την κλήση, αλλά η κοπέλα δεν μπορούσε να βοηθήσει. Κάτι τέτοιο απαιτούσε εισαγγελική παραγγελία και αν!

Η κλήση όμως είχε καταγραφεί στο κινητό του Τζόρταν και αυτό ανακούφιζε κάπως. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είχε μια απόδειξη πως δεν ήταν παρανοϊκός. Μέχρι που αποφάσισε να καλέσει τον αριθμό. Η ηχογραφημένη φωνή τον έκανε να χάσει το χρώμα του: “Ο αριθμός που καλέσατε, δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή”.

“Όχι πάλι ρε πούστη μου!”, φώναξε και οι περαστικοί τον κοίταξαν με απορία.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και με ταχύτητα ξεκίνησε για το σπίτι του δάσκαλου.

Θα ξεκαθάριζε την κατάσταση ή στη χειρότερη θα αποδεχόταν το πρόβλημα του και θα απευθυνόταν σε ειδικό.

Έφτασε σε μισή ώρα και πάρκαρε αρκετά μέτρα πιο μακριά. Μια μηχανή μεγάλου κιβυσμού ήταν παρκαρισμένη μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και χτύπησε το κουδούνι. 

Καμιά απάντηση. Χτύπησε και δεύτερη φορά και μετά από λίγα λεπτά ο δάσκλος του άνοιξε τυλιγμένος με το μπουρνούζι του.

“Τι ευχάριστη έκπληξη Ιορδάνη παιδί μου!”, του είπε με ευχάριση φωνή, που όμως δεν συμβάδιζε με το ανήσυχο ύφος του.

“Συμβαίνουν περίεργα πράγματα δάσκαλε”, του είπε κοφτά. “ Θέλω να δω το τηλέφωνο που έγινε η κλήση στο δικό μου”.

“Το τηλέφωνο;”, έκανε μουδιασμένος εκείνος. “Να ρίξω μια ματιά στο σαλόνι. Θαρρώ εκεί το είδα τελευταία φορα”.

“Ασφαλώς δεν θα υπάρχει πρόβλημα να ψάξουμε μαζί”, τον ρώτησε υποψιασμένος.

“Μα όχι βέβαια!”, προσπάθησε να τον πείσει. “Απλώς το σπίτι δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση. Άμα λείπει η γυναίκα, καταλαβαίνεις!”.

Χωρίς να περιμένει τη συναίνεση ο Τζόρνταν μπήκε στο σαλόνι. Η εικόνα που αντίκρισε αμαύρωσε την εικόνα που είχε για τον δάσκαλο. Βρώμικα χαρτομάντιλα πεταμένα παντού, ένα κόκκινο στριγκάκι στο πάτωμα και ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό, τον έκαναν να αναγουλιάσει!

Παραμερίζοντας την αηδία που του προκαλούσε το θέαμα έψαξε σχολαστικά το χώρο. Κοίταξε μέχρι και κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ. Τίποτα! Άφαντο το τηλέφωνο. Άνοιξε το δικό του και κάλεσε τον αριθμό. Όπως το περίμενε η υπηρεσία τον ενημέρωσε πως ο αριθμός δεν είναι διαθέσιμος.

Το πράγμα χόντραινε και ο Τζόρνταν πέρασε αμέσως στην επίθεση.

“Λοιπόν δάσκαλε, ποιος καριόλης μου έκανε τέτοια μακάβρια φάρσα;”.

Ο δάσκαλος ξεροκατάπιε και πέρασε το χέρι μέσα από τα γκρίζα μαλιά του αμήχανα. Μια υποψία ψιθυρίσματος βγήκε από τα ξεραμένα του χείλη, που ο Τζόρνταν δεν κατάφερε να ακούσει.

“Τι σκατά παιχνίδι παίζεις;”, του φώναξε οργισμένος. “ Πάντα σε θεωρούσα δεύτερο πατέρα μου, και εσύ με πρόδωσες! Γιατί;”.

Ο δάσκαλος κατέρρευσε και σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Τα χέρια του έτρεμαν και έκανε προσπάθεια να τα συνεφέρει. Ήπιε μια γουλιά νερό και πήρε μια βαθιά ανάσα. 

 “Δεν σε πρόδωσα Ιορδάνη παιδί μου!”, κατάφερε να ψελλίσει. “Ειλικρινά δεν έχω ιδέα ποιος μπορεί να χρησιμοποίησε το κινητό μου για τέτοια βρομοδουλειά!”

“Μήπως ο επιβήτορας που ήταν εδώ πριν λίγο;”, τον ρώτησε προκλητικά.

 Κατάλαβε πως κάθε προσπάθεια υπεκφυγής ήταν πια μάταιη. Έπιασε το κεφάλι του με απόγνωση. Μόνο η αλήθεια θα έφερνε την όποια λύτρωση. Μια αλήθεια όμως που θα κατέστρεφε τη σχέση του με τον Τζόρνταν. 

“Κάθισε παιδί μου.”, είπε τελικά. “Η ιστορία είναι μεγάλη και καθόλου εύκολη στην αφήγηση. Ένα να θυμάσαι: Ποτέ δεν σκέφτηκα να σε βλάψω! Ότι έγινε δεν ήταν η δική μου θέληση, αντίθετα προσπάθησα να σε προστατέψω.”. Ήπιε άλλη μια γουλιά νερό και έδειξε αναποφάσιστος αν έπρεπε να συνεχίσει. Το χρώμα του είχε πάρει το χρώμα του νεκρού και μια περίεργη γκριμάτσα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Ο Τζόρνταν κατάλαβε πως μάλλον περνούσε εγκεφαλικό. Του έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο αλλά δεν κατάφερε να τον συνεφέρει. Τηλεφώνησε αμέσως στο ΕΚΑΒ, ενώ παράλληλα μάζεψε βιαστικά όλα όσα θα πρόδιδαν ότι είχε συμβεί εκεί μέσα. Αν μη τι άλλο δεν έπρεπε να βγει ο δάσκαλος πρωτοσέλιδο στις φυλλάδες για την ιδιαιτερότητα του.

Ο δάσκαλος φαινόταν να βρίσκεται σε τραγική κατάσταση. Σάλια έτρεχαν από την άκρη των χειλιών του, ενώ το στόμα του είχε στραβώσει αισθητά..

Ο Τζόρνταν δεν είχε καμία παρόμοια προηγούμενη εμπειρία και έτσι λίγα πράγματα μπορούσε να κάνει, εκτός από το να εξακολουθεί να βρέχει το μέτωπο του δάσκαλου.

Ευτυχώς το ασθενοφόρο ήλθε σχετικά γρήγορα, αλλά οι διασώστες ήταν επιφυλακτικοί σχετικά με την εξέλιξη της υγείας του.

Φαίνεται πως η μοίρα, το σύμπαν,ο Θεός, δεν ήθελαν να αποκαλυφθούν τα όσα είχε σκοπό να αποκαλύψει ο δάσκαλος.

“Ίσως είναι καλύτερα έτσι”, σκέφτηκε μοιρολατρικά ο Τζόρνταν. Ποιος ξέρει αν μπορούσε να αντέξει τις αποκαλύψεις που ήταν έτοιμος να κάνει ο δάσκαλος;

 Μπήκε μαζί στο ασθενοφόρο και σε είκοσι λεπτά έφτασαν στο Τζάνειο που εφημέρευε.

Οι γιατροί τον έβαλαν αμέσως στην εντατική καθώς διέγνωσαν βαρύ ισχαιμικό επεισόδιο, γνωμάτευση που επαλήθευσε και η αξονική τομογραφία που ακολούθησε.

“Τα επόμενα δύο εικοσιτετράωρα είναι εξαιρετικά κρίσιμα”, τον ενημέρωσε ο επικεφαλής της ΜΕΘ.

Δεν είχε τη δυνατότητα να τον επισκεφθεί στην εντατική και έτσι αργά αργά βγήκε από το νοσοκομείο. Είχε πια σουρουπώσει και αποφάσισε να γυρίσει σπίτι. Εξιστόρησε βιαστικά στη Δήμητρα, που είχε εν τω μεταξύ επιστρέψει, όσα συνέβησαν, κρύβοντας ωστόσο τη φάρσα που του έστησαν. Την παρουσία του στο σπίτι του δάσκαλου τη δικαιολόγησε με την ευθύνη που είχε αναλάβει να τον βοηθήσει με τα απομνημονεύματα του.

“Πρέπει να κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα για ότι σου συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες”, του είπε αγνοώντας σχεδόν τα όσα της έλεγε. “Αύριο θα έρθουν τα παιδιά και φοβάμαι πως θα σε αντιμετωπίσουν!”. Απέφυγε να του πει πως πιο πολύ φοβόταν πως θα τα αντιμετωπίσει εκείνος.

Της υποσχέθηκε πως το πρωί θα επισκεπτόταν ψυχίατρο, πιο πολύ για να καθησυχάσει τους φόβους της παρά γιατί είχε σκοπό να το κάνει. Ήταν σίγουρος μέσα του πως όλα είχαν λογική εξήγηση, αν και αδυνατούσε να την βρει. Πάντως τρελός δεν ήταν! Αυτό το θεωρούσε δεδομένο παρότι όλες οι ενδείξεις έδειχναν το αντίθετο.

Έκανε μια προσπάθεια να καθαρίσει το μυαλό του από αυτές τις σκέψεις και έπεσε στο κρεβάτι όπως ήταν. Μόνο τα παπούτσια πρόλαβε να βγάλει πριν βυθιστεί σε λήθαργο.

Ξύπνησε χαράματα. Το ρολόι έδειχνε τρεις και είκοσι. Η Δήμητρα δεν ήταν δίπλα του. Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο των παιδιών και την είδε να κοιμάται στο κρεβάτι της μικρής. Αθόρυβα έκλεισε την πόρτα και πήγε στην κουζίνα. Ήπιε ένα μεγάλο ποτήρι νερό, συνήθεια που είχε από πολλά χρόνια, και έβαλε το μπρίκι να κάνει καφέ. Έψαξε τα τσιγάρα του που είχαν τσαλακωθεί καθώς τα είχε στην τσέπη του παντελονιού και κοιμήθηκε πάνω τους. Του ξέφυγε μια βρισιά αλλά ευτυχώς υπήρχαν μερικά άθιχτα, και αυτό τον ανακούφισε. Όμως άλλη μια έκπληξη απ τις πολλές τελευταία τον περίμενε. Ο αναπτήρας δεν ήταν ο δικός του! Αντί για τον πανάκριβο ηλεκτρονικό, που του είχε κάνει η Δήμητρα στα γενέθλια του, βρέθηκε με ένα φτηνιάρικο πλαστικό. Εκτός από το σπίτι του δάσκαλου και το νοσοκομείο δεν είχε πάει πουθενά αλλού, και θυμόταν καθαρά πως άναψε τσιγάρο στο αυτοκίνητο γυρνώντας σπίτι με τον δικό του!

Τελικά μάλλον είχε δίκιο η γυναίκα του. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να παίρνουν ανεξέλεγκτη τροπή. Δεν χωρούσε πια αναβολή. Σήμερα κιόλας έπρεπε να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού. Έψαξε στην ατζέντα του το τηλέφωνο ενός ψυχίατρου που ήταν πελάτης του και είχε πολύ καλή φήμη. Αποθήκευσε τον αριθμό στο κινητό του, με την αμετάκλητη απόφαση να κλείσει ραντεβού, αργότερα το πρωί.

Οι ανάσες του άρχισαν να γίνονται βαριές και βγήκε στο μπαλκόνι να συνεφέρει. Ένα νεαρό ζευγάρι λογομαχούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, όμως οι κουβέντες του δεν έφταναν καθαρά στα αυτιά του.

Ξαφνικά ένα μαχαίρι άστραψε στο χέρι του νεαρού, κάτω από το φως της κολώνας. Έντρομος ο Τζόρνταν φώναξε προς το μέρος του: “Τι πας να κάνεις! Πέτα αμέσως το μαχαίρι!" Ο νεαρός κοίταξε προς το μέρος του, αλλά δεν έδωσε σημασία στα λόγια του. Με μια βίαιη κίνηση έμπηξε το μαχαίρι στο στήθος της κοπέλας που έπεσε αμέσως σαν άψυχη κούκλα.

  Οι φωνές του ξύπνησαν τη Δήμητρα που έτρεξε να δει τι συμβαίνει.

“Τη σκότωσε!”, ούρλιαξε ο Τζόρνταν. “Έτσι ξαφνικά ενώ λογόφεραν!

“Ποια;”, απόρησε η Δήμητρα. “Εγώ βλέπω δυο ερωτευμένα παιδιά, που χαριεντίζονται!”.

Το περίεργο ήταν πως και ο ίδιος αυτό έβλεπε! Κανένα σημάδι πως είχε προηγηθεί οτιδήποτε παράξενο, εκτός μόνο από τα απορημένα βλέμματα των δυο παιδιών, που αδυνατούσαν να καταλάβουν τι είχε προκαλέσει την έκρηξη του.

Ήθελε να κλάψει, όμως από χαρακτήρα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Ίσως αν μπορούσε να το κάνει, να ξαλάφρωνε. Από τι όμως; Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε νιώσει την ανάγκη να ψυχαναλυθεί. Ένας νορμάλ τύπος ήταν, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Όλα αυτά όμως μέχρι να αρχίσουν τα τελευταία γεγονότα, που άρχισαν να τον πείθουν πως δεν ήταν και τόσο φυσιολογικός όπως πίστευε.

Έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια, αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση. Γδύθυκε βιαστικά και μπήκε στο μπάνιο. Το παγωμένο νερό τον έκανε να τρέμει, όμως ταυτόχρονα του έκανε καλό. Τον ηρεμούσε. Άλλη μια ένδειξη πως τα νεύρα του ήταν πειραγμένα. Αυτή τη μέθοδο άλλωστε χρησιμοποιούσαν, και ίσως ακόμα χρησιμοποιούν στα ψυχιατρεία.

Σκουπίστηκε καλά και τυλίχτηκε στο μπουρνούζι του. Χωρίς να μιλήσει στη Δήμητρα που τον κοιτούσε με φανερή ανησυχία, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και φόρεσε ότι βρήκε πρόχειρο.

Μια βόλτα στους άδειους δρόμους θα του έκανε καλό, αυτό πίστευε. Λάθος απόφαση! Η μοναξιά στην κατάσταση του δεν ήταν ο καλύτερος σύμβουλος. Οι σκέψεις έπεφταν στο κεφάλι του σαν ορμητικά κύματα, που παρέσυραν τα όποια ψήγματα λογικής είχαν απομείνει εκεί.

Χωρίς να το καταλάβει ο δρόμος τον οδήγησε στο σπίτι του Τάσου. Δίστασε για λίγο αν έπρεπε να τον ενοχλήσει τέτοια ώρα, όμως η ανάγκη του για συντροφιά υπερίσχυσε. Κτύπησε το κουδούνι και περίμενε αρκετά μέχρι να δει τον αγουροξυπνημένο φίλο του να του ανοίγει.

“Χριστός κι Απόστολος!”, τον υποδέχθηκε εκείνος έκπληκτος. “Πως είσαι έτσι ρε; Φάντασμα είδες;”.

“Δεν είδα μόνο ένα”, απάντησε κουρασμένα. “Χιλιάδες φαντάσματα με κυνηγάνε τελευταία!”.

“Πέρνα μέσα, κάνω καφέ να τα πούμε”.

Με το που μπήκε στο εργένικο δυάρι ο Τζόρνταν, αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν η έντονη μυρωδιά αρώματος. Χωρίς να είναι και ο πιο ειδικός, υπέθεσε πως ήταν γυναικείο και από την ένταση του έδειχνε πως όποια το φορούσε δεν θα είχε πολλή ώρα που έφυγε.

Από την άλλη όμως ο Τάσος έμοιαζε σαν μόλις να είχε ξυπνήσει. Άλλο ένα περίεργο που ήρθε να προστεθεί στα τόσα που είχαν συμβεί.

“Λοιπόν;”, τον ρώτησε ο Τάσος αφού έφερε τους καφέδες.

“Τάσο πιστεύεις πως είμαι τρελός;”

“Για να πω την αλήθεια, όρκο πως είσαι νορμάλ, δεν παίρνω!”, του απάντησε χαμογελώντας. “Πάντως είναι μια καλή αρχή που άρχισες να το καταλαβαίνεις!”.

“Ποια είχες εδώ μπαγάσα;”, τον ρώτησε ο Τζόρνταν αλλάζοντας την κουβέντα που τον αναστάτωνε.

“Πάνε κοντά δυο βδομάδες που έχει να μπει κάποια εδώ μέσα.”, του απάντησε. “Πως σου ήρθε πάλι αυτό;”.

“Το άρωμα που είναι διάχυτο παντού!”, του απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια 

“Με δουλεύεις ρε φίλε;, εδώ μέσα βρωμάει σαν στάβλος! Έχω μέρες να καθαρίσω. Ξέρεις πως το νοικοκυριό δεν είναι το φόρτε μου!”.

Δεν συνέχισε τον ανούσιο διάλογο ο Τζόρνταν. Το να ήταν άλλη μια απόδειξη του πειραγμένου του μυαλού ήταν μια σοβαρή πιθανότητα. Η άλλη ήταν να του έλεγε ψέματα ο Τάσος, αν και δεν έβρισκε το λόγο για κάτι τέτοιο. 

Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος από την κρεβατοκάμαρα έκανε τον Τζόρνταν να γυρίσει το βλέμμα του προς τα εκεί. Σαν να πήρε το μάτι του κάποια κίνηση πίσω απ τη μισάνοιχτη πόρτα. 

“Ποιαν έχεις μέσα αλητάκο;”, ρώτησε παιχνιδιάρικα τον Τάσο.

Εκείνος κατάλαβε πως το να κρύβεται δεν ήταν και πολύ φρόνιμο.

“Μια πρόσφατη γνωριμία. Για την ακρίβεια μόλις χθεσινοβραδινή!”.

“Καλή;”, αναρωτήθηκε ο Τζόρνταν.

“Σαν εμφάνιση λέει, όμως από μυαλό κορμάρα:”, του απάντησε. “Θα στη γνωρίσω κάποτε, αν βέβαια την ανεχτώ για πολύ.”.

“Και γιατί όχι τώρα;”, ρώτησε εύλογα ο Τζόρνταν.

“Δεν είναι και πολύ στα καλά της”, δικαιολογήθηκε. “Ήπιαμε κάτι μπόμπες στο κωλόμπαρο και την πείραξαν. Μην κοιτάς που εμείς τα έχουμε συνηθίσει!”.

“Μου κρύβεις πράγματα φίλε και δεν μου αρέσει!”, έκανε εκνευρισμένος και σηκώθηκε να φύγει.

“Δεν είναι έτσι!”, διαμαρτυρήθηκε. “Με ξέρεις καλά τόσα χρόνια!”.

“Σε ξέρω;”, απάντησε με ερώτηση ο Τζόρνταν και βγήκε χτυπώντας πίσω του την πόρτα. 

Στάθηκε για λίγο έξω από το διαμέρισμα, περιμένοντας μήπως ακούσει κάτι, αλλά μετά από λίγα λεπτά, που τίποτα δεν συνέβη, κατέβηκε στον δρόμο.

Η συμπεριφορά του Τάσου δεν ήταν η συνηθισμένη. Πάντα καμάρωνε για τις κατακτήσεις του και το πρώτο που έκανε ήταν να τις επιδείχνει. Βέβαια αυτές οι κατακτήσεις δεν ήταν πολλές. Μόλις  στα δάχτυλα του ενός χεριού τις μετρούσε ο Τζόρνταν και  πάντα εφήμερες ή έστω λίγων ημερών.

Πάντα αναρωτιόταν ο Τζόρνταν με ποιο τρόπο εκτόνωνε τις ορμές του τον περισσότερο καιρό που δεν είχε κάποια σχέση. Πιθανολογούσε πληρωμένους έρωτες και αυτή πρέπει να ήταν η πιο πιθανή εξήγηση.

Η κλήση στο κινητό τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Με έκπληξη είδε τον αριθμό της Ζωής.

“Καλημέρα.”, άκουσε την ταραγμένη φωνή της. “Μπορούμε να βρεθούμε κάπου; Υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος:”.

“Με τρομάζεις! Σε είκοσι λεπτά στην καφετέρια στον Κορυδαλλό.”.

Έφτασε εκεί σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, και περίμενε τουλάχιστον άλλη μια ώρα, όμως η ζωή δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ούτε το τηλέφωνο της απαντούσε.'Έδειχνε απενεργοποιημένο.

Κάθισε ακόμα δέκα λεπτά και αποφάσισε πως ήταν η ώρα να επισκεφτεί το σπίτι της.

Το όνομα της δεν υπήρχε στον πίνακα και έτσι κτύπησε ένα στην τύχη.

Σαν κεραυνός ήρθε η απάντηση από μια ηλικιωμένη κυρία, πως καμία με αυτό το όνομα δεν έμενε εκεί!

“Μα πριν λίγες μέρες πήρε από εδώ το ασθενοφόρο τον αδελφό της!”. Αντέτεινε. “Ήμουν εδώ και το είδα”.

“Και εγώ ζω εδώ είκοσι χρόνια τώρα και ποτέ δεν είδα αυτή τη γυναίκα και τον αδελφό της!”, τον αποστόμωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου