ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ

                                                 

                                                           ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Το Αυγουστιάτικο μελτέμι έκανε τη ζέστη υποφερτή. Τις λίγες μέρες που βρίσκεται στην Αίγινα ο  Αντώνης είναι η τρίτη φορά που επισκέπτεται το νεκροταφείο στο Βαθύ. Μια βόλτα που από μικρό  παιδί τον ηρεμούσε και τον ευχαριστούσε ταυτόχρονα. Αυτή την αγάπη στα ησυχαστήρια των  νεκρών του την είχε μεταδώσει ο πατέρας του. Γνωστός γλύπτης και ζωγράφος απολάμβανε τον  περίπατο στο Α΄ Νεκροταφείο για να θαυμάσει τους περίτεχνους τάφους και τα αγάλματα. Σχεδόν  πάντα έπαιρνε μαζί και τον μικρό Αντώνη και του ανέλυε τις τεχνικές κατασκευής, αλλά και την  ιστορία των δημιουργών και των διάσημων νεκρών που ήταν θαμμένοι εκεί.

Τον Αντώνη τότε δεν τον συγκινούσαν και τόσο αυτές οι αναδρομές στο παρελθόν. Εκείνον τον  μάγευε η απέραντη σιωπή του χώρου, που έσπαζαν μόνο τα τιτιβίσματα τον πουλιών. Διάβαζε τα  ονόματα στους τάφους και έπλαθε στο μυαλό του ιστορίες με ήρωες τους μακαρίτες. Πολλές φορές τους μιλούσε κιόλας και ήταν σίγουρος πως του απαντούσαν, πράγμα που διασκέδαζε τον πατέρα  αν και ανησυχούσε λίγο μην του γίνει εμμονή.

Με τα χρόνια αυτή η συνήθεια κόπηκε, όχι όμως και ο έρωτας για τα κοιμητήρια. Σε κάθε μέρος που πήγαινε μια από τις πρώτες του επισκέψεις ήταν εκεί. Όπως και τώρα. 

Το συγκεκριμένο νεκροταφείο ήταν μικρό και δεν προσφερόταν για μεγάλες περιπλανήσεις, όμως  ήταν πιο ανθρώπινο, με λιτούς τάφους και με άγρια ομορφιά που του την έδινε η άναρχη βλάστηση  και τα αγριολούλουδα παντού. 

Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος. Στην άκρη προς το λόφο δυο εργάτες έκαναν εκταφή. Συνήθως  κρατούσαν τους νεκρούς μέχρι να χρειαστεί να αδειάσει κάποιος τάφος για να δεχτεί καινούργιο  ένοικο. Και φαίνεται πως αυτό συνέβαινε και το επιβεβαίωνε η καμπάνα της Αγίας Τριάδας που  κτυπούσε πένθιμα.

Πλησίασε κοντά τους. Η διαδικασία εκταφής δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Είχε παρευρεθεί σε αρκετές και εξ άλλου είχε δει εκατοντάδες πτώματα στην δεκαετή του καριέρα ως ιατροδικαστής. 

Ο γεροδεμένος εργάτης που φτυάριζε το χώμα τον κοίταξε παραξενεμένος. Δεν είχε πληροφόρηση  πως υπήρχαν συγγενείς της νεκρής, γι αυτό απόρησε.

Ο Αντώνης τον καλημέρισε ευγενικά όπως και τον δεύτερο εργάτη, που ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών.

“Συγγενής;”, ρώτησε ο εργάτης χωρίς να σταματήσει το φτυάρισμα.

“Απλά περαστικός”, του απάντησε και τραβήχτηκε λίγο πίσω για να αποφύγει τη σκόνη που ο  αέρας έφερνε πάνω του.

Σε λίγα λεπτά ο εργάτης σταμάτησε το φτυάρι καθώς έφτασε στο φέρετρο. Με έκπληξη διαπίστωσε κι αυτός όπως και ο Αντώνης πως ήταν σχεδόν άθικτο! Μετά από τόσα χρόνια δεν είχε υποστεί την παραμικρή αλλοίωση! 

Ο Αντώνης διέκρινε ένα φόβο στα μάτια του και αυτό ήταν λογικό. Ακόμα και ο ίδιος δεν έκρυβε την απορία του για το φαινόμενο. 

Το μεγάλο σοκ όμως για όλους ήρθε όταν επιτέλους σήκωσε το καπάκι του φέρετρου. Η σορός της  μαυροντυμένης γυναίκας ήταν εντελώς ανέπαφη! Ακόμη και τα ρούχα της άθικτα, όπως και τα  λουλούδια που υπήρχαν μέσα. Σαν μόλις να είχε ταφεί. 

Ο εργάτης οπισθοχώρησε τρομοκρατημένος και βγήκε από τον τάφο. 

“Είναι ζωντανή!” φώναξε αλλόφρων προς τον Αντώνη. “Κοίτα πως κινούνται τα μάτια της!”.

Ο Αντώνης ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να συμβαίνει. Εντάξει η όλη κατάσταση ήταν  πραγματικά παράδοξη, όμως μέχρι εκεί.

Έσκυψε πάνω από το φέρετρο και η καρδιά του κόντεψε να πάψει να κτυπά από τον τρόμο. Ναι Αυτή η γυναίκα ζούσε! Εκτός από το βλέμμα της που στρεφόταν από τον ένα στον άλλο, το  μαρτυρούσε και το στήθος της που ανεβοκατέβαινε σε κάθε αναπνοή! 

“Πήγαινε να καλέσεις ασθενοφόρο!”, φώναξε του μικρού που έτρεμε από το φόβο του.

“Και τον παπά!” είπε ο εργάτης και ο μικρός έφυγε τρέχοντας.

Ο Αντώνης προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί της, όμως κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη. Τον κοιτούσε με το παγωμένο της βλέμμα αλλά τα χείλη της παρέμεναν ερμητικά κλειστά Έπιασε το χέρι της να μετρήσει τον σφυγμό. Εκτός του ότι τον βρήκε φυσιολογικό η υφή του δέρματος δεν φανέρωνε αφυδάτωση. Μέσα του πάλευαν ο ορθολογισμός που αρνιόταν να δεχτεί το γεγονός, με την πραγματικότητα που έβλεπε και ψηλαφούσε.

Ο νεαρός ιερέας έφτασε πριν το ασθενοφόρο. Δεν ήταν ο εφημέριος του ναού αλλά παραθεριστής που τυχαία τον βρήκε στο δρόμο ο μικρός και τον έφερε. Γύρω στα τριάντα με αραιό γενάκι και μακρύ μαλλί πιασμένο κότσο. 

Κάτι θύμιζε του Αντώνη η ευγενική του φυσιογνωμία αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει από που.

Με τον ίδιο φόβο πλησίασε και ο ιερέας το φέρετρο. Μιας και δεν έβρισκε ανάλογη ευχή στο πηδάλιο της εκκλησίας, αποφάσισε να διαβάσει την ευχή προς ετοιμοθάνατο. Την μόνη που ίσως πλησίαζε την κατάσταση.

Και τότε έγινε το ακόμη πιο αναπάντεχο! Η γρια με μια απότομη κίνηση άπλωσε το χέρι και τον τράβηξε από το πετραχήλι, παρασύροντας τον στον τάφο.



ΑΙΓΙΝΑ 1975


Κάθε χωριό στην Ελληνική επικράτεια που σέβεται τον εαυτό του, έχει τουλάχιστον ένα στοιχειωμένο σπίτι. Από αυτό τον κανόνα η Σουβάλα της Αίγινας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ένα παλιό πέτρινο δίπατο σπίτι με τριγωνική κεραμοσκεπή, στον παραλιακό δρόμο που οδηγεί στο εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας, είχε από χρόνια τη φήμη αυτή. Πολλοί ορκιζόντουσαν πως τα βράδια αν τύχαινε να περάσεις από εκεί, πράγμα σπάνιο μιας και όλοι απέφευγαν αυτή τη διαδρομή όσο μπορούσαν, άκουγες γυναικείες κραυγές και ουρλιαχτά.

Το σπίτι δεν ήταν ακατοίκητο. Τον τελευταίο καιρό έμενε εκεί η Αρχοντούλα. Τόσο αταίριαστο όνομα για μια πάμφτωχη γρια που και μόνο η όψη της σου έφερνε τρόμο. Χωρίς ούτε ένα δόντι στο στόμα της και ντυμένη πάντα με ένα κουρελιασμένο μαύρο φόρεμα που δεν αποχωριζόταν χειμώνα- καλοκαίρι. Άλλοι έλεγαν πως ήταν το μοναδικό ρούχο που είχε, όμως κάποιες συμπονετικές γυναίκες, που υπερνικώντας τους φόβους τους, πλησίαζαν να της αφήσουν στην εξώπορτα λίγα τρόφιμα, έλεγαν πως από τις χαραμάδες της ξεχαρβαλωμένης πόρτας, έβλεπαν κρεμασμένα σε καρφιά κι άλλα ρούχα και μάλιστα σε πολύ καλή κατάσταση.

Λίγα ζαρζαβατικά φύτευε στην αυλή της, όπου διατηρούσε και δώδεκα κότες που της εξασφάλιζαν κάποια από τα απαραίτητα για επιβίωση. Τα υπόλοιπα φρόντιζαν να της τα παρέχουν κάποιοι φιλάνθρωποι γείτονες απ το υστέρημα τους, κι αυτό κρυφά γιατί η Αρχοντούλα ήταν πολύ περήφανη για να δεχθεί βοήθεια.

Οι θρύλοι γύρω από το πρόσωπο της αμέτρητοι!

Άλλοι περίεργοι κι άλλοι εξωφρενικοί.

Ένας από αυτούς τους τελευταίους ήταν πως είχε έρθει μαζί με τον Άγιο Νεκτάριο στο νησί κι ότι ήταν ξαδέλφη του. Εξόφθαλμα παράλογο καθώς ο Άγιος πέθανε το 1920 σε ηλικία 70 χρονών και όση διαφορά να είχαν λογικά θα είχε περάσει τα εκατό, πράγμα που δεν ίσχυε βέβαια.

Ένα μέρος της αλήθειας γνώριζε μόνο ο Μπάρμπα Νίκος που με το γαϊδουράκι του πουλούσε πατάτες και άλλα λαχανικά. Αυτός έλεγε πως η Αρχοντούλα ήρθε στο νησί πριν σαράντα περίπου χρόνια. Την έφερε μαζί του ένας ψαράς που την είχε βρει να περιφέρεται στο λιμάνι της Αίγινας με ένα μικρό κορίτσι στην αγκαλιά και ένα σάκο με τα υπάρχοντά της. Τις λυπήθηκε καθώς σουρούπωνε και τις πήρε σπίτι να κοιμηθούν.

Ρώτησε πως βρέθηκε στο νησί όμως η Αρχοντούλα δεν θυμόταν τίποτα πέρα απ το όνομα της.

Ίσως ούτε κι αυτό να θυμόταν αν δεν υπήρχε η φωτογραφία της που το πιστοποιούσε.

Τις κράτησε κοντά του για τέσσερα χρόνια, μέχρι το θάνατο του, φροντίζοντας τις σαν δικούς του ανθρώπους.

Δυστυχώς το κοριτσάκι έπασχε εκ γενετής από εγκεφαλική βλάβη και οι γιατροί που την πήγε ο καλός ψαράς, απέκλεισαν την πιθανότητα να γίνει κάποτε καλά.

Κάποια πράγματα τα καταλάβαινε, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει ούτε να κάνει βασικές λειτουργίες χωρίς βοήθεια.


Μετά το θάνατο του ψαρά οι συγγενείς του έδιωξαν την Αρχοντούλα και το παιδί, καθώς σκόπευαν να πουλήσουν το σπίτι.

Έτσι βρέθηκαν στο δρόμο ζητιανεύοντας έξω από την Εκκλησία της Παναγίτσας.

Τα βράδια κούρνιαζαν όπου έβρισκαν λίγο χώρο που να τις προστατεύει από τις καιρικές συνθήκες.

Αυτό κράτησε γύρω στους έξι μήνες μέχρι που ο Μπάρμπα Νίκος που είχε κατέβει στη Χώρα για κάποιες εξετάσεις τις συμπόνεσε και τις πήρε μαζί του στη Σουβάλα.

Το εγκαταλελειμμένο σπίτι ήταν η καλύτερη λύση μιας και ο ίδιος δεν είχε δυνατότητα για κάτι περισσότερο, όντας πατέρας τριών παιδιών και με γυναίκα ασθενική, που έμεναν σε δυο παμπάλαια δωμάτια στους Αγίους.Το παλιό πηγάδι εξασφάλιζε στην Αρχοντούλα την καθαριότητα και το πλύσιμο των ρούχων. Όσο για το πόσιμο νερό αυτό της το προμήθευε ο Μπάρμπα Νίκος δυο φορές την βδομάδα, κουβαλώντας το με μπιτόνια απ την πηγή του Κουρέντη.

Στις επίμονες ερωτήσεις του αν μπορούσε να θυμηθεί κάτι απ τη ζωή της πριν φτάσει στην Αίγινα, η απάντηση της ήταν πάντα αρνητική. Λες και η μέρα που γεννήθηκε ήταν η μέρα που βρέθηκε στο νησί. Ούτε το όνομα της μικρής θυμόταν. Μικρή την έλεγε ακόμα κι όταν τα χρόνια είχαν περάσει και μόνο μικρή δε ήταν.

Ο μπάρμπα Νίκος δεν ήταν σίγουρος καν αν ήταν μητέρα της ή όχι! Και πως να είναι όταν και η ίδια δεν το ήξερε

Την ηλικία της Αρχοντούλας την αποκάλυπτε η ληξιαρχική πράξη .Σε λίγες μέρες θα έκλεινε τα εβδομήντα. Όσο για της μικρής άγνωστο, και μόνο υποθέτοντας σε ποια ηλικία την γέννησε(αν την γέννησε!), πρέπει να ήταν από σαράντα ως πενήντα περίπου.

Η άρρωστη γυναίκα έμενε στο υπόγειο του σπιτιού σχεδόν όλη μέρα δεμένη, από το φόβο μήπως κάνει κακό στον εαυτό της. Με τη βοήθεια του μπάρμπα Νίκου κάθε μήνα σχεδόν την έκανε μπάνιο. Τη φρόντιζε με αφοσίωση, άλλωστε ήταν η μόνη παρέα στη μοναξιά της έστω κι αν δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα.

Κανείς άλλος δεν ήξερε την ύπαρξη της κοπέλας, από το φόβο μήπως την πάρουν και την κλείσουν σε ίδρυμα.

Τις κραυγές της άκουγαν τις νύχτες οι γείτονες και τις απέδιδαν σε φαντάσματα.

Αυτή πάνω κάτω είναι η ιστορία της Αρχοντούλας όπως την ιστορούσε ο Μπάρμπα Νίκος. Κανείς δεν πίστευε στα λόγια του. Προτιμούσαν να ζουν τους μύθους τους.




ΑΝΤΩΝΗΣ

Ο Αντώνης ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα. Τέτοιον εφιάλτη ποτέ δεν είχε ξαναδεί. Αναλογίστηκε ως ορθολογιστής τι μήνυμα του έστελνε το υποσυνείδητο. Γιατί δεν πίστευε σε προφητικά ή προειδοποιητικά όνειρα. Όλα είχαν να κάνουν με διεργασίες του εγκεφάλου που αναδύονταν κατά τη διάρκεια του ύπνου. Όσο όμως κι αν βασάνιζε το μυαλό του δεν μπορούσε να βρει κάποια σύνδεση με την πραγματικότητα του. Άγνωστα πρόσωπα όλα όσα συμμετείχαν στον εφιάλτη του παρόλο που η επιστήμη έχει αποφανθεί πως σίγουρα όποια πρόσωπα βλέπουμε σε όνειρα, κάπου τα έχουμε ξαναδεί.

Έφτιαξε καφέ και προσπάθησε να βγάλει από το νου το όνειρο και να ετοιμαστεί για τη δουλειά του. Μάταια! Οι εικόνες ξαναγύριζαν με επιμονή λες και προσπαθούσαν να του υποδείξουν πως κάτι σοβαρό έκρυβε το όνειρο.

Όμως ποια λογική μπορεί να έχει η νεκρανάσταση μιας από χρόνια πεθαμένης γυναίκας και η απροσδόκητη κίνηση να τραβήξει στον τάφο τον ιερέα που προφανώς πρώτη φορά έβλεπε;

Το μόνο που έβρισκε να συνάδει ήταν το Βαθύ της Αίγινας. Πρόσφατα αποφάσισε να κτίσει ένα μικρό σπιτάκι, όσο του επέτρεπαν τα οικονομικά του, στο κτήμα που του έγραψε ο πατέρας του. Επισκεπτόταν συχνά το νησί και η απόφαση να στήσει εκεί το καταφύγιο του δεν ήταν δύσκολη. Πανέμορφος προορισμός, μια ανάσα από την Αθήνα, κατάλληλος για ολιγοήμερες ή και πολύμηνες αποδράσεις.

Όλα τα υπόλοιπα του φαίνονταν εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους.


Το πρόγραμμα του για σήμερα δεν είχε κάτι σημαντικό, πέρα από ένα μάθημα ανατομίας που είχε για τις μία το μεσημέρι σε φοιτητές ιατρικής, έτσι αποφάσισε να κάνει μια βόλτα, που αλλού; στο αγαπημένο του πρώτο νεκροταφείο.

Άφησε το αυτοκίνητο αρκετά μακρύτερα από την είσοδο του νεκροταφείου, ώστε να έχει την ευκαιρία να ξεμουδιάσει. Με αργά βήματα περπάτησε μέχρι τη είσοδο και κοντοστάθηκε για να περάσει μια νεκροφόρα που έμπαινε εκείνη την ώρα. 

Λίγοι άνθρωποι υπήρχαν μέσα. Πέντε έξι υπάλληλοι που άναβαν τα καντήλια, δυο τρεις μαυροφόρες συγγενείς, και ένας ιερέας που έκανε τρισάγιο πάνω από ένα οικογενειακό τάφο.

Προχώρησε προς το μέρος του καθώς του φάνηκε περίεργο πως δεν υπήρχε κάποιος συγγενής κοντά του.

Ο ιερέας αντιλήφθηκε την παρουσία του και γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του. Ο Αντώνης έπαθε σοκ! Η ομοιότητα του ιερέα με εκείνον στο όνειρο, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Η μόνη διαφορά που πρόλαβε να δει πριν στρέψει το πρόσωπο πάλι προς τον τάφο, ήταν οι αρκετές γκρίζες τρίχες στα μαλλιά του ιερέα και το κάπως πιο πυκνό γενάκι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να του πιάσει κουβέντα, όμως γρήγορα το απέρριψε. Θα τον περνούσε σίγουρα για τρελό αν του έλεγε πως τον είχε δει στον εφιάλτη του, αυτόν έναν άγνωστο. Προτίμησε να απομακρυνθεί λίγο κοιτάζοντας τάχα με ενδιαφέρον τους πολυτελείς τάφους τριγύρω. Δεν έπαψε όμως να παρακολουθεί τον παπά, που αφού τελείωσε το τρισάγιο, μάζεψε το πετραχήλι και το έβαλε στην τσάντα του. Ύστερα έσκυψε και τακτοποίησε τις γλάστρες με τα λουλούδια, 

Όταν είδε πως έφυγε γύρισε στον τάφο. Δυο ονόματα υπήρχαν χαραγμένα στην πλάκα. ”Δημήτριος Κοντός 1910-1958” και Σταυρούλα Κοντού 1915- 1975.

Τίποτα δεν του έλεγαν τα ονόματα, όμως η φωτογραφία της γυναίκας που πέθανε πρόσφατα, του θύμιζε έντονα κάτι. Ίσως όχι σε αυτή την ηλικία που τραβήχτηκε, αλλά σε πολύ νεότερη.

Έτρεξε προς την έξοδο μήπως προλάβει τον ιερέα, αλλά ήταν ήδη αργά. Είχε εξαφανιστεί.

Τουλάχιστον είχε ένα στοιχείο. Το όνομα, αν ασφαλώς ήταν συγγενής με τους νεκρούς και αν ήταν τυχερός θα υπήρχε στα κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής, αν βέβαια ανήκε σε αυτήν. 

Ξαναγύρισε στον τάφο να ρίξει μια ακόμα ματιά στη φωτογραφία της γυναίκας. Όσο την κοίταζε τόσο βεβαιωνόταν πως είχε δίκιο. Ξαφνικά θυμήθηκε! Θα ήταν περίπου εφτά χρονών όταν την πρωτοείδε σπίτι τους. Όμορφη με μακριά ολόμαυρα μαλλιά και καλοσχηματισμένο σώμα, 

Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα, λίγο πάνω λίγο  κάτω. Δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τη συζήτηση που είχε με τη μητέρα του, γιατί εκείνη τον έστειλε στο δωμάτιο του.

Από τότε την είδε ακόμα μερικές φορές ώσπου δεν ξαναήρθε ποτέ σπίτι τους.

Αν πραγματικά αυτή η γυναίκα ήταν η μητέρα του ιερέα τότε θα πρέπει να τον γέννησε εκείνη περίπου την περίοδο, μιας και αυτός πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα.

Χιλιάδες σκέψεις στριφογύρισαν στο κεφάλι του. Ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης γυναίκα και τι σχέση είχε με τη μητέρα του;

Εκείνη η περίοδος ήταν τραγική για την Ελλάδα. Η Γερμανική κατοχή και το εμπάργκο των συμμάχων είχαν φέρει τον πληθυσμό της Αθήνας στην εξαθλίωση. Δεκάδες πτώματα κείτονταν στους δρόμους και χιλιάδες άλλοι λιμοκτονούσαν περιμένοντας το θάνατο σαν λύτρωση.

Ο Αντώνης τέτοιες μνήμες δεν είχε. Ζούσε σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον και στην ουσία δεν του έλλειπε τίποτα. Αργότερα απορούσε με την καλή τους τύχη και είχε πολλές φορές ρωτήσει τους γονείς του πως τα κατάφεραν. Η μόνιμη απάντηση τους πως είχαν προβλέψει τις εξελίξεις και είχαν λάβει τα μέτρα τους. Δεν τον έπεισαν απολύτως οι δικαιολογίες τους, αλλά δεν είχε κάτι μεμπτό να τους προσάψει. Εξάλλου ήταν καλοί γονείς και ποτέ δεν του έδωσαν το παραμικρό δικαίωμα να τους αμφισβητήσει.

Μόνο πριν λίγο καιρό ο πατέρας του τού αποκάλυψε όλη την αλήθεια. Ο πατέρας του δηλαδή ο παππούς του Αντώνη ήταν πολύ επιτυχημένος έμπορος στη Σμύρνη με περιουσία που λίγοι είχαν εκείνα τα χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη γέννηση του γιού του, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα, υπακούοντας σε ένα κακό προαίσθημα σχετικά με το μέλλον του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία.

Αυτή του η απόφαση αποδείχθηκε σοφή. Πέντε χρόνια μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα ακολούθησε η Μικρασιατική καταστροφή με τα ολέθρια αποτελέσματα για τους Έλληνες της Σμύρνης και όχι μόνο.

Τώρα όμως είχε κάθε λόγο να κάνει δεύτερες σκέψεις. Κάτι συνέβη εκείνη τη σκοτεινή περίοδο και η γυναίκα του τάφου σίγουρα είχε πάρει μαζί της μυστικά που ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν. Που το στήριζε; Στο ένστικτο του που σπάνια τον πρόδιδε, αλλά και στο περίεργο όνειρο που τελικά δεν ήταν και τόσο άσχετο όπως αρχικά νόμιζε. Τελικά αποφάσισε πως για την ώρα δεν είχε κάτι περισσότερο να κάνει με αυτό, άλλωστε η ώρα περνούσε και σε λίγο είχε την διάλεξη στο Πανεπιστήμιο



Η ημέρα της γιορτής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα ξημέρωσε συννεφιασμένη και με ένα δυνατό βοριά που έκανε τα δέντρα να λυγίζουν. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τους προσκυνητές να ανέβουν μέχρι το εκκλησάκι να λειτουργηθούν. Φρεσκοασβεστωμένο και γεμάτο λουλούδια που ευλαβείς γυναίκες είχαν από βραδύς φέρει και στόλισαν τις εικόνες του με επιμέλεια.

Ο γηραιός ιερέας έκανε την προσκομιδή και προχώρησε στη Θεία Λειτουργία, με τους ψάλτες να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για να τιμήσουν την ημέρα.

 Κατάμεστος ο μικρός ναός που μετά βίας χωρούσε δέκα δώδεκα άτομα, αλλά και το εξωτερικό του που φιλοξενούσε πολύ περισσότερους.

Ανάμεσα τους και η Αρχοντούλα. Μόνο αυτή την ημέρα πήγαινε στην εκκλησία. Ντυμένη με το γνωστό μαύρο φόρεμα, καθαρό και σχετικά σιδερωμένο, όσο μπορεί να σιδερωθεί ένα ρούχο με σίδερο με κάρβουνα. Τα άσπρα αχτένιστα μαλλιά της τα κάλυπτε το μαύρο της τσεμπέρι και κρατούσε μια τσάντα εντελώς αταίριαστη με τα ρούχα της. Μια καφέ τσάντα που ένας Θεός φέρει σε ποια σκουπίδια την είχε βρει.

Όλοι απέφευγαν να την πλησιάσουν. Λίγο η προκατάληψη, λίγο η άσχημη μυρωδιά που ανέδινε, αποτελούσαν καλούς λόγους γι αυτό. Μόνο ο Μπάρμπα Νίκος με την οικογένεια του στεκόταν κοντά της. Για την ακρίβεια μόνο ο ίδιος, γιατί οι υπόλοιποι κρατούσαν μια κάποια απόσταση.

Αρκετοί παραθεριστές παρευρίσκονταν στο πανηγύρι. Οι περισσότεροι άναβαν το κερί τους και αποχωρούσαν. Λίγοι ωστόσο παρέμεναν μέχρι να τελειώσει. Η Αρχοντούλα έριξε γύρω της μια εξεταστική ματιά. Ένας μεσήλικας με ένα νεαρό αγόρι, προφανώς γιος του της τράβηξε το ενδιαφέρον. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένας φόβος τρύπωσε στην καρδιά της. Η φυσιογνωμία του άντρα της θύμιζε κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει και ήταν η πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια που κάτι σαν μνήμη ξύπνησε στο μυαλό της. Από που κι ως που όμως; Ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν πάνω από πενήντα, και η ίδια είχε να βγει από το στενό περιβάλλον του σπιτιού της κοντά 30 χρόνια κι άλλα δέκα περίπου που ζούσε στην Αίγινα. Σίγουρα δεν τον είχε δει εδώ, και σίγουρα δεν είχε αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή της. Ο Άντρας δεν έδειχνε να ασχολείται μαζί της. Συμμετείχε με προσήλωση στην ακολουθία και μάλιστα σιγοψέλιζε τους ύμνους που ακούγονταν από το μεγάφωνο.

Ο νεαρός πάλι μάλλον άβολα αισθάνονταν με όλα αυτά. Το βλέμμα του γύριζε τριγύρω μήπως κάποια ενδιαφέρουσα ύπαρξη του κέντριζε το ενδιαφέρον.

Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ο ιερέας κάλεσε τους πιστούς να μεταλάβουν.

Η Αρχοντούλα πλησίασε την Ωραία Πύλη περιμένοντας τη Θεία Κοινωνία. Πίσω της στεκόταν ο άγνωστος άντρας με τον γιο του. Όταν αντιλήφτηκε την παρουσία του μια ταραχή κυρίευσε την ψυχή της.

“Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού Αρχοντία”, μουρμούρισε ο ιερέας και ετοιμάστηκε να την κοινωνήσει. Όμως η Αρχοντούλα με μια κραυγή τραβήχτηκε στο πλάι: “Όχι, όχι δεν είμαι άξια!”.

Ο μπάρμπα Νίκος πρόλαβε να την κρατήσει την ώρα που λιγοθυμούσε και την ξάπλωσε στο πάτωμα.

Δυο τρεις γυναίκες της έκαναν αέρα με τις βεντάλιες ενώ μια κοπέλα έτρεξε να της φέρει νερό.

Μετά από μερικά λεπτά έδειξε να συνέρχεται. Ο άγνωστος άνδρας πλησίασε και παραμέρισε τις γυναίκες.

“Είμαι γιατρός”, δήλωσε, “αφήστε να την εξετάσω”.

Έβγαλε το πιεσόμετρο και της μέτρησε την πίεση.

“Αρκετά χαμηλή”, μουρμούρισε. “υπάρχει καθόλου αλάτι;”.

Έτρεξαν και του έφεραν. Ο γιατρός ανακάτεψε λίγο στο νερό και της έδωσε να πιει.

“Καλό θα είναι να την πηγαίνατε στο νοσοκομείο. Δεν ξέρω υπάρχει στο νησί;”.

Η Αρχοντούλα τινάχτηκε σαν ελατήριο.

“Δεν πάω πουθενά!”, φώναξε, “Καλά είμαι'.Ο γιατρός σήκωσε τους ώμους. “Ας την πάει κάποιος σπίτι της, και αν είναι δυνατόν να μείνει λίγο να την προσέχει. Λίγη σούπα θα της έκανε καλό. Αργότερα θα περάσω να δω πως πάει. Αλήθεια που μένεις κυρά;”.

“Καλά είμαι σου είπα!”, αντιγύρσε νευριασμένη. “Δε χρειάζομαι βοήθεια”.

Και με αυτά τα λόγια σηκώθηκε με τη βοήθεια μιας κοπέλας και ξεκίνησε να φύγει. Ο Μπάρμπα Νίκος την ακολούθησε και κρατώντας την απ τη μέση κατέβηκαν αργά το δρόμο για το σπίτι.

“Παράξενη γυναίκα!”, μονολόγησε ο γιατρός, “πάντα έτσι αλλόκοτα φέρεται;”.

“Αλλόκοτα γιατρέ; Αν αυτό που είδες σου φαίνεται αλλόκοτο, ετοιμάσου για πολύ χειρότερα!”, γέλασε ο Μηνάς ο ένας απ τους ψάλτες.

“Που μένει;”, ρώτησε ο γιατρός.

“Στο σπίτι με τη τριγωνική σκέπη στο δρόμο για Σουβάλα, το στοιχειωμένο αν έχεις ακουστά!”, απάντησε ο Μηνάς.

“Μα αυτό είναι ερείπιο!”, απόρησε.

“”Γιατί μήπως εκείνη δεν είναι;”, κάγχασε ο Μηνάς

“Και όμως διακρίνω μιαν αρχοντιά πίσω από τα κουρέλια της”, αντέτεινε ο γιατρός, που έδειχνε να συμπαθεί την γυναίκα.

“Αλίμονο, μόνο στο όνομα τη βλέπω αυτή την αρχοντιά!”, ειρωνεύτηκε ο Μηνάς.

“Εγώ τη βλέπω παντού!”, έκοψε τη συζήτηση ο γιατρός.


Η Λειτουργία είχε ήδη τελειώσει και οι γυναίκες σέρβιραν καφέδες και ρακή στους προσκυνητές.

Ο παπάς ήπιε μια γουλιά καφέ και στράφηκε προς τον γιατρό.

“Δεν είστε από εδώ, έτσι δεν είναι;”.

Εκείνος συμφώνησε με ένα κούνημα του κεφαλιού.

“Θα σας συμβούλευα λοιπόν να μην πάτε κόντρα στις πεποιθήσεις των ντόπιων! Με αυτές τις ψευδαισθήσεις ζουν, και δεν δέχονται κανείς να τους χαλάσει το αφήγημα!”

“Εσείς πάντως δεν είστε μέρος αυτής της παράνοιας, έτσι δεν είναι;”.

“Δεν έχει σημασία γιατρέ τι πιστεύω εγώ. Οι μύθοι είναι πιο ισχυροί απ την αλήθεια, ειδικά σε μικρές κοινωνίες σαν τη δική μας.”.

Ο γιατρός στράφηκε προς τον γιο του. «Τι λες φεύγουμε;», τον ρώτησε.

«Φοβόμουν πως δεν θα το ρωτούσες ποτέ!», του απάντησε ανακουφισμένος. «Υποτίθεται είμαστε σε διακοπές!.

Είχε δίκιο το παιδί. Ξέκλεψε λίγες μέρες άδειας από το νοσοκομείο για να τις περάσει μαζί του, πράγμα που δεν είχε την ευκαιρία να κάνει συχνά μετά το διαζύγιο με τη μητέρα του. Μπορεί να χώρισαν φιλικά ωστόσο την ανατροφή και την επιμέλεια την είχε αναλάβει εκείνη. Σαββατοκύριακα όταν δεν είχε εφημερία και κάποιες μέρες το καλοκαίρι μπορούσε να χαρεί τη συντροφιά του.

Χαιρέτησε ευγενικά τον ιερέα και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Είχε έντονη την επιθυμία να περάσει από το σπίτι της γριάς, όμως κάτι τέτοιο θα εξόργιζε τον μικρό, και με το δίκιο του. Έτσι βγήκαν στον κεντρικό δρόμο με προορισμό την Αίγινα. Ίσως έβρισκε την ευκαιρία αύριο που θα ερχόταν η αδελφή του να ξεκλέψει λίγες ώρες μιας και το παιδί θα είχε παρέα τα ξαδέλφια του.

Όμως τα σχέδια άλλαξαν όταν είδε το Μπάρμπα Νίκο να του κάνει απεγνωσμένα νοήματα να σταματήσει. Πάρκαρε βιαστικά και βγήκε από το αυτοκίνητο.

«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησε με αγωνία.

«Δεν είναι καλά η Αρχοντούλα γιατρέ!», του είπε με φωνή σβησμένη. «Σαν να είναι βυθισμένη και δεν αντιδρά σε ότι και να πω».

Ο γιατρός κοίταξε το γιο του με απόγνωση. Πάλευαν μέσα του ο όρκος του Ιπποκράτη με την αγάπη για το παιδί του.

Ο νεαρός τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση.

«Κάνε ότι πρέπει!», του είπε αποφασιστικά. «Εγώ θα πάω για μπάνιο λίγο πιο κάτω στα λουτρά. Όταν τελειώσεις εκεί θα με βρεις». 

Έσκυψε και τον φίλησε γλυκά. «Θα γίνεις πολύ καλός γιατρός!», του είπε τρυφερά. «Αυτό είναι το κυριότερο όπλο των γιατρών: η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον ασθενή! Θα σε ανταμείψω ανάλογα το απόγευμα!».

Ο νεαρός τον κτύπησε τρυφερά στην πλάτη και ξεκίνησε για τη θάλασσα.

«Λοιπόν πάμε κυρ Νίκο», Είπε ο γιατρός.

«Ξέρετε», κόμπιασε αυτός, «υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να φέρετε. Μόνο σας εξορκίζω, ότι ακούσετε να το κρατήσετε μυστικό παρακαλώ!». Και του εξιστόρησε βιαστικά την ιστορία της Αρχοντούλας όπως την είχε βιώσει. Δεν παρέλειψε να του αναφέρει και την άρρωστη γυναίκα. «Αυτές τις φωνές ακούνε οι περαστικοί και θεωρούν το σπίτι στοιχειωμένο!».

Για μια στιγμή τα μάτια του γιατρού θόλωσαν απ την οργή.

«Και όλα αυτά τα χρόνια αφήσατε αβοήθητες αυτές τις γυναίκες;», ρώτησε με θυμό.

«Δε ν είχα τρόπο να βοηθήσω γιατρέ. Φτωχός μεροκαματιάρης είμαι και αγράμματος. Λυπήθηκα μην της πάρουν το παιδί και το κλείσουν σε ίδρυμα. Θα απόμενε μόνη η δύστυχη. Εξάλλου οι γιατροί εδώ μας ξέκοψαν πως μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση της. 

Δεν είπα ποτέ τίποτα σε κανένα, είστε ο πρώτος που το μαθαίνει. Ξέρω ίσως έπρεπε να κάνω κάτι περισσότερο, αλλά τώρα είναι αργά για συγγνώμες!». Και με αυτά τα λόγια έσκυψε το κεφάλι και δάκρυα κύλησαν  από τα μάτια του.

Ο γιατρός τώρα που καταλάγιασε λίγο ο θυμός του τον συμπόνεσε. Ότι έκανε ο φτωχός ήταν αποτέλεσμα πραγματικού ενδιαφέροντος και αγάπης. Αγάπης ανιδιοτελούς αφού κανένα αντάλλαγμα δεν πήρε ή ζήτησε. Παρ όλα αυτά είχε θέσει σε κίνδυνο τις δυο γυναίκες έστω και με καλές προθέσεις.

«Πάμε να δούμε την άρρωστη», τον προέτρεψε με πιο μαλακό τόνο φωνής. «Αυτό προέχει τώρα!».

Όταν μπήκαν στο παλιό σπίτι, δεν έκρυψε την έκπληξη του. Για τα δύσκολα δεδομένα ήταν αρκετά καθαρό και περιποιημένο. Αυτό εδραίωσε την άποψη του για τη γριά. Σίγουρα πρέπει να είχε ζήσει πολύ καλύτερες εποχές στο παρελθόν, που δυστυχώς δεν θυμόταν.

Η Αρχοντούλα ήταν ξαπλωμένη στον παλιό καναπέ με κλειστά τα μάτια.

Ο γιατρός έριξε μια προσεκτική ματιά στο χώρο πριν την εξετάσει, καθώς δεν έβλεπε κάτι επείγον ώστε να παρέμβει. Ένα τραπεζάκι σαλονιού αταίριαστο με την όλη διακόσμηση, φιλοξενούσε ένα ανθοδοχείο εξίσου παράταιρο. Κορνίζες καρφωμένες στον τοίχο με φτηνές φωτογραφίες από παζάρια, χωρίς καμία σχέση με την ίδια. Μια κουρελού στο πάτωμα που σκέπαζε τις χαραμάδες του παμπάλαιου σανιδώματος και ένα υποτυπώδες έπιπλο που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να είναι κάτι σαν σκρίνιο, αλλά τώρα εξυπηρετούσε βασικές ανάγκες. Ποτήρια του νερού, του καφέ και μια καράφα του νερού.

«Η κόρη της που βρίσκεται;» ρώτησε τον Μπάρμπα Νίκο.

«Στο υπόγειο, και μου κάνει εντύπωση που με όλη αυτή τη φασαρία δεν έχει αντιδράσει».

«Πήγαινε να τη φέρεις!», τον διέταξε.

Για λίγο ταλαντεύτηκε αυτός, όμως τελικά υπάκουσε.

Η εικόνα της άρρωστης γυναίκας δεν ήταν αυτό που φοβόταν ο γιατρός.

Την βρήκε σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι είχε στο μυαλό του. 

Περιποιημένη, καθαρή, ακόμα και κορδέλα στα μαλλιά της είχε. Δεν αντέδρασε άσχημα όταν την πλησίασε και της έπιασε το χέρι. Το βλέμμα της αν και καρφωμένο επάνω του, δεν έδειχνε κάποια αντίδραση, θετική ή αρνητική. Βλέμμα χαμένου ανθρώπου. 

«Πως σε λένε;», τη ρώτησε ήρεμα, χωρίς να περιμένει απάντηση.

Και δεν πήρε. Όμως πρόσεξε ένα παιχνίδισμα στα μάτια της, που μαρτυρούσε κάποια εγκεφαλική δραστηριότητα.

«Πως σε λένε;», επανέλαβε στον ίδιο τόνο.

Τότε η γυναίκα αγρίεψε. Έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος στο γιατρό και έβγαλε μιαν απόκοσμη κραυγή.

Με την κραυγή αυτή ξύπνησε η Αρχοντούλα. Κοίταξε τρομαγμένη γύρω της και πετάχτηκε όρθια. 

«Ησύχασε Αρχοντούλα!», προσπάθησε να την ηρεμήσει ο γιατρός. «Πέρασα να δω τι κάνεις. Μήπως χρειάζεσαι κάτι.». 

«Δε χρειάζομαι τίποτα!», του φώναξε αγριεμένη. «Να φύγεις, δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ!». Προσπάθησε να τον πλησιάσει απειλητικά αλλά τα πόδια της δεν την κράτησαν και σωριάστηκε στον καναπέ. «Να φύγεις!», επανέλαβε ξεψυχισμένα, «τι ζητάς από μας;».

«Τίποτα καλή μου! Απλά να βοηθήσω θέλω. Θα σου πάρω τη πίεση, θα ακροαστώ την καρδιά σου, κι αν όλα είναι καλά θα φύγω»..

Εκείνη δεν αντέδρασε, είτε γιατί πείστηκε για το ενδιαφέρον του, είτε γιατί δεν είχε δυνάμεις  να αντιδράσει. 

Την εξέτασε και δεν βρήκε τίποτα ανησυχητικό.

«Θα σου κάνω μια ηρεμιστική ένεση να κοιμηθείς λίγο, και σε λίγες ώρες θα είσαι περδίκι.».

Κάτι πήγε να πει η Αρχοντούλα, αλλά φωνή δεν βγήκε από το στόμα της. Ο γιατρός έκανε την ένεση και ύστερα στράφηκε στον Μπάρμπα Νίκο.

«Κατέβασε την κοπέλα στο υπόγειο. Εσένα σε εμπιστεύεται».

Όταν έφυγαν άρχισε να ψάχνει το σπίτι. Τίποτα περισσότερο δε βρήκε, πέρα από παλιατζούρες και κάποια ρούχα σε αρκετά καλή κατάσταση.

Άδειασε την τσάντα που κρατούσε στην εκκλησία και το μόνο ενδιαφέρον που βρήκε ήταν μια φωτογραφία. Κοίταξε προσεκτικά την παμπάλαια φωτογραφία. Ναι σίγουρα το θυμόταν αυτό το πρόσωπο! Το θέμα είναι από πού. Την γύρισε ανάποδα και διάβασε: «Αρχοντία Ροδά, έτος γέννησης 1905» Η ηλικία ταίριαζε με το πρόσωπο που ήρθε στο μυαλό του. Προσπάθησε να ανασυνθέσει την ιστορία που είχε κάπως ξεθωριάσει απ τα χρόνια που είχαν περάσει. 

Ήταν καλοκαίρι του 1936 και ο ίδιος μόλις είχε κλείσει τα εννιά. Τα σχολεία είχαν κλείσει και έτσι είχε την ευκαιρία να παίζει με τους φίλους του αρκετές ώρες, όσο του επέτρεπε ο αυστηρός πατέρας που τον προόριζε για διάδοχο του στη κλινική του και τον έβαζε να κάνει επαναλήψεις στα μαθήματα του ώστε να μη χάνει τη σειρά του.

Εκείνο το πρωινό κανένα παιδί δεν είχε έρθει ακόμα. Άλλωστε το Γαλάτσι ήταν αραιοκατοικημένο εκείνο τον καιρό και οι αποστάσεις ήταν μεγάλες. Καθόταν κάτω από τη μεγάλη μουριά, που δέσποζε στη μέση σχεδόν της μεγάλης αυλής του όμορφου σπιτιού τους. 

Τότε ήταν που άκουσε τον ήχο ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε, πράγμα αρκετά σπάνιο στα χρόνια εκείνα. Έτρεξε προς την μάντρα, όμως τα μεγάλα δέντρα δεν του επέτρεπαν να δει το αυτοκίνητο. Είδε μόνο ένα ζευγάρι να σέρνει σχεδόν μια γυναίκα που έμοιαζε ναρκωμένη. Ο άντρας έριξε μια εξεταστική ματιά τριγύρω και αφού σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν παρακολουθεί σήκωσε το σιδερένιο ραβδί που κρατούσε και κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στην άτυχη γυναίκα που σωριάστηκε στο χώμα.

Ο αποκρουστικός ήχος τον έκανε να ανατριχιάσει. Έτρεμε από το φόβο του και σκέφτηκε να τρέξει να κρυφτεί στο σπίτι, όμως τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Παρέμεινε κουλουριασμένος πίσω απ τους καλλωπιστικούς θάμνους του φράκτη παρακολουθώντας Το ζευγάρι έδειχνε να μαλώνει όμως δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν. Ο άντρας έσπρωξε τη γυναίκα με βία και στράφηκε προς την πεσμένη γυναίκα..Την κλώτσησε με το πόδι αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Έκανε μια κίνηση να σηκώσει και πάλι το ραβδί για να της δώσει ένα ακόμα κτύπημα το οποίο τελικά δεν κατάφερε καθώς η γυναίκα που ήρθαν μαζί του άρπαξε το χέρι.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν δυο τουφεκιές, προφανώς από κυνηγούς της περιοχής και αυτό τους τρόμαξε και έτρεξαν προς το αυτοκίνητο. Ο άντρας γύρισε κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά, το πέταξε δίπλα στη γυναίκα και επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχαν εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω τους ένα πυκνό σύννεφο σκόνης

Έτρεξε αλαφιασμένος στο σπίτι να ειδοποιήσει τους γονείς του. Θα άκουγε κατσάδα απ τον πατέρα που είχε γυρίσει χαράματα από την κλινική, αλλά ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε. Μπήκε σαν τρελός στην κουζίνα όπου η μητέρα φορώντας την πολύχρωμη ποδιά της έκοβε λαχανικά για να ετοιμάσει το μεσημεριανό γεύμα. Ήταν έτοιμη να του βάλει τις φωνές γιατί μπήκε με τα χώματα μέσα, αλλά το τρομαγμένο του ύφος  την εμπόδισε.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ανήσυχη.

«Μια γυναίκα! Την σκοτώσανε στο δρόμο!», φώναξε με απόγνωση και πριν προλάβει να αντιδράσει η μητέρα ανέβηκε τρέχοντας τα ξύλινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Ο πατέρας είχε ήδη ξυπνήσει από τη φασαρία και στεκόταν όρθιος στην πόρτα.

«Τι είναι αυτά που είπες στη μητέρα σου;», ρώτησε υποψιασμένος μια ακόμα από τις σκανδαλιές του.

«Την σκότωσαν», επανέλαβε με σβησμένη φωνή. «Με ένα μεγάλο σίδερο την κοπάνησε στο κεφάλι!».

Ο πατέρας πείστηκε πως μια τέτοια ιστορία δεν μπορούσε να τη βγάλει απ το μυαλό του και χωρίς καθυστέρηση έτρεξε προς το σημείο που του υπέδειξε.

Έσκυψε πάνω απ τη γυναίκα και έβαλε το χέρι στη καρωτίδα της.

«Ζει! «, φώναξε στη γυναίκα και τον γιο του, που είχαν πλησιάσει. Πρέπει να την πάω στην κλινική. Η μητέρα ασχολήθηκε με το μωρό που κοιτούσε γύρω του σαν χαμένο 

Το πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να το ηρεμήσει. Ο πατέρας έτρεξε  προς το σπίτι και σε ελάχιστα λεπτά ξαναβγήκε ντυμένος και με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι. Πήρε στην αγκαλιά τη χτυπημένη γυναίκα και την ακούμπησε απαλά στα πίσω καθίσματα.

«Θα έρθω μαζί!», του είπε η μητέρα, «Να προσέχω το παιδί μέχρι να δούμε τι θα γίνει.».

Συμφώνησε ο πατέρας με ένα νεύμα και μπήκαν στο αυτοκίνητο.

«Να προσέχεις μικρέ!», του φώναξε ο πατέρας καθώς ξεκινούσαν. «Σε λίγο θα έρθει και η Μαρία, για να βάλει μπουγάδα, δεν θα είσαι μόνος.».

Αυτά ήταν που είδε εκείνο το πρωινό. Τα υπόλοιπα τα έμαθε σε τρεις μέρες, όταν αναστατωμένος ο πατέρας τα εξιστόρησε στη μητέρα. Αφού ολοκλήρωσαν τις εξετάσεις δεν είδαν κίνδυνο για τη ζωή της. Μόνο που δεν θυμόταν απολύτως τίποτα. Ούτε καν ποια ήταν.

Οι αστυνομικοί που κάλεσαν βρήκαν στην τσάντα της την φωτογραφία με τα στοιχεία της και έψαξαν για τους δικούς της. Στη γειτονιά τους είπαν πως έμενε μόνη με την κόρη της που είχε εκ γενετής πρόβλημα στον εγκέφαλο. Ούτε τον άντρα της είχαν δει ποτέ. Τους είχε πει πως έφυγε μετά τη γέννηση του άρρωστου παιδιού, και από τότε δεν είχαν καμία επαφή. 

Όμως μετά έγινε κάτι τρομερό! Η γυναίκα με το παιδί είχαν εξαφανιστεί, λίγο μετά το βραδινό φαγητό. Κανείς από το προσωπικό δεν είδε ούτε άκουσε τίποτα. 

Από τότε αυτό το περιστατικό ξεχάστηκε με τα χρόνια, μέχρι που ξαναβγήκε σήμερα στην επιφάνεια.

Κοίταξε άλλη μια φορά τη φωτογραφία. Παρόλο που ήταν πολύ ξεθωριασμένη απ την πολυκαιρία μπορούσε να διακρίνει τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Τα μαύρα μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους, τα μεγάλα μάτια που είχαν κάτι εξωτικό, τα καλοσχηματισμένα χείλη. Σίγουρα μια γυναίκα που δεν περνούσε απαρατήρητη στα νιάτα της. Διέκρινε ακόμα μια μεγάλη ομοιότητα με την κουμπάρα του την Αθανασία, αν και σίγουρα δεν είχε αναμνήσεις όταν εκείνη ήταν σε αυτή την ηλικία. Τα μαλλιά της τα θυμόταν κομμένα καρέ και σε πιο καστανές αποχρώσεις και τα χείλη της μονίμως βαμμένα κάτι που αλλοίωνε το σχήμα τους. Δεν έπαυε όμως να βρίσκει πολλά κοινά στοιχεία.

Ο μπάρμπα Νίκος ανέβηκε απ το υπόγειο και κοίταξε ερωτηματικά τον γιατρό.

«Μια χαρά είναι», τον καθησύχασε. «Της έκανα μια ηρεμιστική ένεση και υα κοιμάται για λίγες ώρες ακόμη. Όταν ξυπνήσει φρόντισε να φάει κάτι ελαφρύ και να πίνει πολλά υγρά. ΄Το δέρμα της μοιάζει αφυδατωμένο και μάλλον γι αυτό είχε τα συμπτώματα.».

 «Ευχαριστώ γιατρέ θα κάνω το καλύτερο που μπορώ!».

«Τη νοιάζεσαι Νίκο, έτσι δεν είναι;».

«Την φροντίζω χρόνια. Είναι καλός άνθρωπος όσο κι αν δεν έχει και πολλούς φίλους. Ξέρεις, οι χωρικοί δεν τα πάνε καλά με τους διαφορετικούς ανθρώπους!».

Ο γιατρός του έσφιξε το χέρι και τον αγκάλιασε.

«Και εσύ είσαι καλός άνθρωπος Νίκο. Πολύ καλός μάλιστα!», του είπε κοιτώντας ταυτόχρονα το ρολόι του. «Όμως πρέπει να φύγω τώρα, γιατί ο γιος μου θα μου τα ψάλλει και με το δίκιο του! Δεν ξέρω πότε θα ξανάρθω, αλλά αν χρειαστείς κάτι ζήτησε με στο ξενοδοχείο.». Και του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου.

Ο μπάρμπα Νίκος τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο και μόλις ξεκίνησε επέστρεψε να προσέχει την Αρχοντούλα. 

Κατέβηκε στο υπόγειο να δει τι κάνει η μικρή και να την ταΐσει. Αφού τελείωσε με αυτό την άφησε στο κρεβάτι να κοιμηθεί και ανέβηκε πάλι.

Άναψε την γκαζιέρα και έβαλε την κότα που είχε σφάξει από βραδύς να βράσει για την κοτόσουπα. Κάθισε στην παλιά ψάθινη καρέκλα και περίμενε την Αρχοντούλα να ξυπνήσει. Αυτό έγινε περίπου δυο ώρες μετά και αφού εν τω μεταξύ ήταν έτοιμη και η σούπα. 

Η Αρχοντούλα ανακάθισε και ο γέρος της χαμογέλασε. «Μια χαρά φαίνεσαι κυρά μου», την ενθάρρυνε. «Σου έκανε καλό ο ύπνος και άμα φας και τη σούπα που σου έφτιαξα θα δυναμώσεις!». 

Εκείνη δεν του απάντησε μόνο σηκώθηκε τρεκλίζοντας και ακουμπώντας όπου μπορούσε έφτασε στο ξεχαρβαλωμένο μπαούλο που είχε το ρόλο ντουλάπας. 

Το άνοιξε και άρχισε να βγάζει από μέσα εσώρουχα και δυο ζευγάρια παπούτσια. Ότι είχε δηλαδή έξω από τα τρία φορέματα που κρέμονταν στον τοίχο κι αυτό που φορούσε. Τα ακούμπησε στο τραπέζι και αμίλητη συνέχισε να ψάχνει τα ρούχα της μικρής.

«Τι κάνεις Αρχοντούλα;», απόρησε ο γέρος. «Που τα πας τα πράγματα;».

«Θα φύγω καλέ μου», του απάντησε αποφασιστικά, «Κινδυνεύω εδώ!».

«Τι είναι αυτά που λες μάτια μου! Από ποιον κινδυνεύεις; Απ τον γιατρό;»

«Απ το παρελθόν!», του απάντησε θλιμμένα. «Απ το παρελθόν μου που δεν θυμάμαι!»

 «Πως είναι δυνατόν να φοβάσαι κάτι που δεν θυμάσαι; Σύνελθε Αρχοντούλα!».

 «Ήρθε και με βρήκε το παρελθόν Νικόλα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που πρέπει να φοβάμαι, όμως αυτός ο άνθρωπος ανήκει σίγουρα σε εκείνα τα χρόνια, και το ένστικτο μου λέει πως δεν είναι για καλό αυτή η συνάντηση!». 

Μάταια προσπάθησε να την μεταπείσει. Ούτε όταν τις απαρίθμησε τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε όπου κι αν πήγαινε χωρίς λεφτά και ξένη μεταξύ ξένων. Μόνο όταν αναφέρθηκε στη μικρή φάνηκε να λυγίζει για μια στιγμή.

«Δεν μπορώ να τη σέρνω μαζί μου», παραδέχθηκε. «Εσύ θα την φροντίσεις, την αφήνω στα χέρια σου. Ξέρω δεν μπορείς να την πάρεις σπίτι σου, ούτε να μείνεις εδώ. Γι αυτό σε παρακαλώ να την πας στο μοναστήρι. Πες πως είναι ανιψιά σου και επειδή πρέπει να λείψεις για λίγο την αφήνεις στην προστασία των καλογριών. Άνθρωποι του Θεού είναι, δεν θα αρνηθούν!» 

Ο γέρος την κοίταξε δακρυσμένος. «Μη φύγεις!», ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει.

«Πρέπει του απάντησε βουρκωμένη κι αυτή. «Όμως θα γυρίσω σύντομα, όταν σιγουρευτώ πως τίποτα από ότι φοβάμαι δεν έχει βάση».

Έβαλε τα λιγοστά της πράγματα σε δυο πλαστικές τσάντες και τον αγκάλιασε.

«Δεν πάω να δω τη μικρή», ψιθύρισε. «Δεν θέλω να κλάψω μπροστά της. Να προσέχεις γέρο μου! ». 

«Και εσύ κυρά μου. Η Αθήνα είναι άγρια και εσύ άμαθη στον κόσμο».

«Θα τα καταφέρω!», απάντησε κάνοντας μιαν αποτυχημένη προσπάθεια να χαμογελάσει. «Θα τα καταφέρω!»

Ο Μπάρμπα Νίκος βγήκε στην αυλή και απόμεινε να την κοιτάζει καθώς έπαιρνε το δρόμο για το άγνωστο. «Στο καλό και γρήγορα να έρθεις πίσω!», μουρμούρισε απελπισμένα και σκούπισε με την παλάμη του τα δάκρυα. 




Ο Αντώνης είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Όλες του οι έρευνες σχετικά με τον ιερέα απέβησαν άκαρπες. Κανείς με αυτό το επώνυμο δεν υπηρετούσε στις τάξεις των ιερωμένων της Αρχιεπισκοπής. Τρεις ήταν οι λογικές υποθέσεις που μπορούσε να σκεφτεί, να ανήκε σε άλλη μητρόπολη, να μην ήταν καν παπάς, ή να μην ήταν συγγενής πρώτου βαθμού με το ζευγάρι Κοντού. Και οι τρεις πιθανότητες ήταν πολύ δύσκολο να διαλευκανθούν. 

Η Δανάη τον πλησίασε κρατώντας μια μπύρα και δυο ποτήρια.

«Σου έχει γίνει εμμονή η ιστορία με τον παπά», τον μάλωσε μαντεύοντας τις σκέψεις του.

«Το αλλόκοτο όνειρο είναι η εμμονή μου!», της απάντησε. «Και ο παπάς είναι μέρος του!».

Η Δανάη δεν συνέχισε την κουβέντα. Η νύχτα που πέρασε ήταν πολύ κουραστική. Υπηρετούσε στην Αστυνομία από το 1969, από τις πρώτες που μπήκαν στο σώμα, και αυτή η δουλειά είναι σκληρή και για γυναίκες και για άντρες. Γέμισε τα ποτήρια και του πρόσφερε το ένα. «Στην υγειά σου» του ευχήθηκε, και ήπιε σχεδόν το μισό δικό της μα μια ρουφηξιά. Ο Αντώνης δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα χαμόγελο βλέποντας τον αφρό να σχηματίζει μουστάκι στα χείλη της..»Σου πάει!», την πείραξε αγκαλιάζοντας την τρυφερά. Έξι χρόνια μαζί της και ένοιωθε ερωτευμένος σαν την πρώτη ημέρα. Κάποια στιγμή έπρεπε να πάρει την απόφαση να παντρευτούν. Όχι ότι θα άλλαζε πολλά αφού ούτως ή άλλως συζούσαν όλα αυτά τα χρόνια, αλλά οι κοινωνικές συμβάσεις και οι γονείς τους το απαιτούσαν. 

«Τελικά βρήκες καμία άκρη;», τον ρώτησε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του, συνήθεια που την είχε από τις πρώτες μέρες της σχέσης του. Την ηρεμούσε και της χάριζε μιαν αίσθηση τρυφερότητας.

«Τίποτα, έχω βαλτώσει!», της απάντησε απογοητευμένος. «Μάλλον δεν είναι Κοντός το επώνυμο του. Ίσως είναι μακρινός συγγενής ή και καθόλου.».

«Υπάρχει και άλλη εκδοχή», είπε σκεπτική η Δανάη. «Αφού δεν τον βρήκες στην Αρχιεπισκοπή , σίγουρα δεν ανήκει σε αυτήν. Το να είναι σε απομακρυσμένη μητρόπολη είναι μια πιθανότητα, όμως υπάρχει και άλλη. Για τους παλαιοημερολογίτες έχεις ακουστά;».

Ο Αντώνης τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Πάντα αυτή η γυναίκα ήταν πιο μπροστά από τον ίδιο στην επεξεργασία δεδομένων, «Είσαι μεγαλοφυΐα αγάπη μου! Αν και αυτή σου η επισήμανση λίγο βοηθάει! Ξέρεις πόσες παρατάξεις υπάρχουν στο χώρο τους;».

«Πάντως είναι μια αρχή. Προκειμένου να ψάχνεις όλες τις μητροπόλεις της Ελλάδας.», του απάντησε σχετικά βαριεστημένη. 

Η συζήτηση άρχισε να της γίνεται αδιάφορη, Άλλωστε δεν έβλεπε το λόγο να ασχολούνται δυο  σοβαροί άνθρωποι με ένα χαζό όνειρο!

Ο Αντώνης κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να φεύγω», είπε στη Δανάη. «Στις έξι φεύγει το τελευταίο φέρυ για Αίγινα». 

Είχε να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες με τον εργολάβο που είχε αναλάβει το σπίτι σχετικά με κάποιες υπερβάσεις στο αρχικό σχέδιο. Αυτό σήμαινε ότι θα χρειαζόταν νέα διαπραγμάτευση στην αμοιβή του. 

Η Δανάη ήταν πολύ κουρασμένη από τη νυχτερινή βάρδια, και αν και είχε ρεπό αύριο, δεν θέλησε να ακολουθήσει παρ όλες τις παρακλήσεις του. 

Πήρε το βαλιτσάκι με τα απαραίτητα και αφού τη φίλησε για μια ακόμη φορά βγήκε.

Ο δρόμος για Πειραιά ήταν σχεδόν άδειος εξ αιτίας της Αυγουστιάτικης ραστώνης, και έτσι έφτασε στο λιμάνι στο μισό χρόνο από ότι είχε υπολογίσει. 

Το πλοίο πριν λίγο είχε φτάσει και κατέβαιναν οι επιβάτες. Έριξε μιαν αδιάφορη ματιά στο πολύχρωμο πλήθος και το βλέμμα του έπεσε στη μαυροντυμένη γερόντισα με τις πλαστικές τσάντες στα χέρια. Δεν έπαιρνε όρκο λόγω της απόστασης, αλλά του θύμιζε τη γριά από το όνειρό του. «Μάλλον βλέπω παντού φιγούρες απ τον εφιάλτη», σκέφτηκε, προβληματισμένος από την ψυχική του κατάσταση.

Μια βόλτα στην αγορά πριν επιβιβαστεί, την απέρριψε λόγω της αφόρητης ζέστης. Έτσι μπήκε στο ανοιχτό φέρυ (παντόφλες τα έλεγαν κοροϊδευτικά) και αφού πάρκαρε σύμφωνα με τις οδηγίες του ναύτη, ανέβηκε στο σαλόνι του πλοίου.

Κόσμος πολύ δεν υπήρχε και έτσι κάθισε μπροστά από το μικρό μπαρ.

«Που διάολο πάει η Αρχοντούλα;», άκουσε τον μεσήλικα που καθόταν δυο τραπεζάκια πίσω να ρωτάει τη γυναίκα του. «Αυτή πέρα απ την αυλή της δεν έβγαινε!»

«Τίποτα εξετάσεις να πρέπει να κάνει; Που να ξέρω και εγώ;», του απάντησε εκείνη. «Τρελή είναι, ότι θέλει κάνει!».

Ο Αντώνης περίμενε τη συνέχεια της κουβέντας, όμως το ζευγάρι δεν είχε σκοπό να τη συνεχίσει, κι έτσι έμεινε με την απορία αν εννοούσαν τη γριά με τις σακούλες. 

Το ταξίδι της μιάμισης ώρας ήταν ευχάριστο αφού η θάλασσα ήταν λάδι και περίπου οκτώ παρά αποβιβάστηκε. Τράβηξε προς το ξενοδοχείο που συνήθως κατέλυε, αλλά μια έντονη επιθυμία για ένα κρύο ποτό τον ανάγκασε να μείνει για λίγο στην παραλία 

Στο μικρό γραφικό καφενεδάκι αρκετοί ντόπιοι κυρίως απολάμβαναν τον καφέ ή το ουζάκι τους. Τα τραπεζάκια ήταν όλα πιασμένα και γύρισε να φύγει όταν άκουσε τη φωνή του γιατρού να τον φωνάζει.

«Κουμπάρε έλα μαζί μας!».

Έστρεψε το βλέμμα και είδε τον Μάνο με το γιο του στο βάθος κάτω από το μεγάλο πλατάνι. Η παρουσία τους ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί. Μισούσε τη μοναξιά και ο Μάνος ήταν πάντα καλή παρέα. Κάθισε κοντά τους αφού τους χαιρέτησε με θέρμη.

«Πως από τα μέρη μας;», τους ρώτησε αφού πρώτα παράγγειλε τρία ούζα στον καφετζή.

«Διακοπές!», απάντησε εκείνος, ενώ ο γιος του συμπλήρωσε, «Ας τις πούμε κι έτσι!»

Ο Μάνος χαμογέλασε με συγκατάβαση. «Στην ουσία μόλις ξεκινήσαμε!», συμφώνησε. «Η μέρα μας μέχρι τώρα ήταν γεμάτη απρόοπτα».

«Όπως;», ρώτησε με ενδιαφέρον ο Αντώνης.

«Νταντεύαμε μια τρελόγρια!», πρόλαβε να απαντήσει ο μικρός και ο πατέρας του τον επέπληξε.

«Μια δυστυχισμένη γυναίκα!», τον διόρθωσε. 

«Η ιστορία της λες κι είναι βγαλμένη από Αρχαία τραγωδία!»

Ο γιος του και ο Αντώνης τον κοίταξαν με απορία και εκείνος τους εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα και τις αναμνήσεις που του έφερε στο νου η συνάντηση μαζί της. Το μόνο που παρέλειψε να αναφέρει ήταν η ύπαρξη της άρρωστης γυναίκας, το είχε υποσχεθεί στον Μπάρμπα Νίκο και δεν σκόπευε να αθετήσει τον όρκο του.

«Δυστυχισμένη γυναίκα!», επανέλαβε κλείνοντας τη διήγηση. «Και με ένα τόσο παράδοξο όνομα για ένα τόσο βασανισμένο πλάσμα. Αρχοντούλα! Το φαντάζεσαι;»

Ο Αντώνης τινάχτηκε έκπληκτος. «Πότε την είδες τελευταία φορά;», τον ρώτησε με αγωνία.

«Περίπου κατά τις 12 το μεσημέρι. Της έκανα την ένεση και μετά από λίγο έφυγα. Γιατί ρωτάς;», απόρησε.

«Γιατί τη γυναίκα που λες, πριν δυο ώρες την είδα στον Πειραιά! Μόλις είχε κατέβει απ το καράβι. Δεν ήξερα ποια είναι αλλά άκουσα ένα ζευγάρι να λέει το όνομα της. Νομίζω δεν θα έχει και πολλές Αρχονούλες η Αίγινα!».

«Δεν είναι δυνατόν!», φώναξε ο γιατρός. «Μόνη της ήταν;».

«Από όσο κατάλαβα μόνη».»

“Δεν είναι δυνατόν», επανέλαβε, «Θα έπρεπε να το έχω μάθει απ τον μπάρμπα Νίκο!». 

 «Ξεχνάς πως λείπουμε απ το ξενοδοχείο κοντά τρεις ώρες», επεσήμανε ο γιος του.»Πως να μας ειδοποιούσε;».

Ο Μάνος παραδέχθηκε πως είχε δίκιο. «Θα τηλεφωνήσω στο ξενοδοχείο αν μου άφησε μήνυμα, αλλιώς φοβάμαι πως πρέπει να κατέβω στη Σουβάλα!».

«Άντε πάλι!», αγανάκτησε ο μικρός. «Τελικά δεν μας κάθονται αυτές οι διακοπές!».

Έτρεξε στο τηλέφωνο του καφενείου και γύρισε αναστατωμένος. «Τίποτα!» είπε. «Κανείς δεν τηλεφώνησε».

«Οπότε;», ρώτησε ο γιος του.

«Οπότε, θα πρέπει να πάω να δω. Δεν είσαι υποχρεωμένος να έρθεις, θα σου κάνει παρέα ο Αντώνης μέχρι να γυρίσω».

«Θα έρθω μαζί σου.», του απάντησε καθώς άρχισε να του προκαλεί το ενδιαφέρον η ιστορία. «Άλλωστε δεν έχω και κάτι καλύτερο να κάνω!».

«Θα έρθω μαζί σας», προσφέρθηκε ο Αντώνης. «Με ιντριγκάρουν τα μυστήρια ξέρεις!».

Ξεκίνησαν με το Φίατ του Μάνου και σε είκοσι λεπτά έφτασαν στο σπίτι. Ο Γιατρός πλησίασε και άνοιξε την πόρτα που ήταν όπως πάντα ξεκλείδωτη. Καμιά ένδειξη παρουσίας δεν αντιλήφτηκαν. Άναψε το φακό που είχε μαζί του και περιεργάστηκε το χώρο. Όλα έμοιαζαν όπως τα είχε αφήσει το μεσημέρι. Έπρεπε να κατέβει στο υπόγειο να δει αν ήταν η μικρή. «Κατεβαίνω κάτω», τους είπε, «μήπως είναι εκεί. Εσείς μείνετε εδώ μήπως εν τω μεταξύ εμφανιστεί». 

Το υπόγειο ήταν κι αυτό άδειο και ανέβηκε απογοητευμένος. Μόνο ο μπάρμπα Νίκος θα είχε τις απαντήσεις, αλλά δεν ήξερε που να τον βρει.

«Τι την ανάγκασε να φύγει έτσι ξαφνικά;», αναρωτήθηκε. «Μόνο με μας συναναστράφηκε απ το πρωί, κανείς άλλος δεν ήρθε σε επαφή μαζί της!».

«Τότε εμείς την τρομάξαμε», απάντησε ο γιος του. «Για ποιο λόγο όμως;».

Ο Μάνος δεν απάντησε, γιατί δεν είχε απαντήσεις. Η μόνη σκέψη που έκανε ήταν μήπως η Αρχοντούλα άρχισε να θυμάται την προηγούμενη ζωή της. Έμοιαζε αρκετά με τον πατέρα του και ίσως αυτό της ξύπνησε μνήμες. 

Ανέλυσε το σκεπτικό του στους δυο τους και ο Αντώνης έδειχνε να συμφωνεί.

«Είναι μια αρκετά λογική εξήγηση», διαπίστωσε κι αυτός. «Κάπου στο μυαλό της ίσως μπέρδεψε τους ρόλους και τον πατέρα σου τον είδε σαν τον άνθρωπο που την κτύπησε τότε».

«Τι είναι αυτό;», αναρωτήθηκε ο γιος του Μάνου και έδειξε ένα μικρό αντικείμενο στο πάτωμα, εκεί που έπεφτε το φως του φακού.

Ο Αντώνης έσκυψε και το έφερε κοντά «Σαν καρφίτσα μοιάζει», διαπίστωσε. «Από αυτές που φορούσαν τα παλιά χρόνια για να διακοσμούν τα ρούχα τους. Κάποιες ακόμα φορούν».

Η καρφίτσα απεικόνιζε μια πεταλούδα από χρυσό προφανώς και στολισμένη με πολύχρωμες πέτρες, μάλλον πολύτιμες. Στην πίσω πλευρά με πολύ δυσκολία διέκρινε μια ημερομηνία. 16/1/1933.

Την έδειξε και στους άλλους που συμφώνησαν πως αυτό έγραφε.

 «Κάτι σημαντικό θα συνέβη εκείνη την ημέρα για να υπάρχει αυτό το ενθύμιο», είπε ο Μάνος. 

«Και βάσει της αξίας του κοσμήματος θα έλεγα πως η Αρχοντούλα κατάγεται από εύπορη οικογένεια!».

«Εκτός αν το έκλεψε ή το βρήκε στο δρόμο.», αντέδρασε ο μικρός

«Το δεύτερο είναι μια πιθανότητα», ομολόγησε ο πατέρας του. «Το να το έχει κλέψει δεν το πιστεύω! Δεν δείχνει τέτοιος άνθρωπος!».

«Μόλις λίγες ώρες την ξέρουμε», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Τίποτα δεν αποκλείεται!».

 «Όπως και να έχει μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε», παρενέβη ο Αντώνης. «Μόνο η ίδια θα μπορούσε να μας διαφωτίσει, κι αυτή είναι εξαφανισμένη!».

Αφού έριξαν άλλη μια ματιά στο χώρο και δεν είδαν κάτι άλλο, αποφάσισαν να φύγουν. Στο δρόμο της επιστροφής κανείς δεν μιλούσε. Όλοι έκαναν τις δικές τους σκέψεις σχετικά με τι μπορούσε να συμβαίνει. Τις περισσότερες απορίες τις είχε ο Μάνος. Ήταν ο μόνος που ήξερε για την ύπαρξη της άρρωστης και η εξαφάνιση της ήταν ακόμα πιο παράξενη από αυτή της Αρχοντούλας. Αφού δεν ήταν μαζί που μπορεί να είναι; Ο μπάρμπα Νίκος μάλλον θα είχε τις απαντήσεις και το πρωί θα έπρεπε να τον αναζητήσει για να του τις δώσει.

«Θα τα πούμε αύριο», αποχαιρέτισε τον Αντώνη.

«Θα φύγω νωρίς για το Βαθύ, έχω ραντεβού με τον εργολάβο στις οκτώ».

«Θα μείνεις μετά;». 

«Όχι δυστυχώς, η δική μου άδεια ξεκινάει τον Σεπτέμβρη»

«Καλό ταξίδι τότε», του ευχήθηκε. «Θα τα ξαναπούμε στην Αθήνα τότε».

«Σίγουρα, εκτός κι αν υπάρξουν εξελίξεις οπότε θα τηλεφωνηθούμε!».

Δώσανε τα χέρια και πήγανε στα ξενοδοχεία τους.

Το πρωί ο Μάνος με το γιό του κατέβηκαν στο λιμάνι να παραλάβουν την αδελφή και τα ανίψια του.

Με ήσυχη τη συνείδηση αφού το παιδί θα έκανε επιτέλους παρέα με τους δικούς του ανθρώπους, ξαναγύρισε στη Σουβάλα αποφασισμένος να συναντήσει το μπάρμπα Νίκο. Αν και πίστευε πως θα δυσκολευτεί τελικά τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ ευνοϊκά. Τον βρήκε να πουλά την πραμάτεια του μπροστά στην ταβέρνα του Κουμπούρα. 

«Καλή σου μέρα Νικόλα», τον χαιρέτησε. «Έχεις λίγο χρόνο να μιλήσουμε

Είχε δεν είχε αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Η απόφαση του ήταν να μην πει τίποτα σε σχέση με την Αρχοντούλα. Θα προσποιούταν τον ανίδεο και όπου βγει. Του είπε ότι της έφτιαξε σούπα και μόλις έφαγε, την άφησε και γύρισε σπίτι. Από εκεί και πέρα δεν ήξερε τίποτα, και περί της εξαφάνισης από τον ίδιο το άκουγε.

«Που είναι η κόρη της;» τον ρώτησε επιτακτικά. «Μη μου πεις πάλι τις ίδιες μαλακίες γιατί θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα! 

 «Δεν έχω ιδέα», απάντησε με τα μάτια κατεβασμένα. «Ελπίζω μόνο να είναι καλά». 

Ο Μάνος αποφάσισε να τον πιέσει περισσότερο. Ήξερε πως του έλεγε ψέματα αλλά έπρεπε να μάθει το λόγο.

«Πολύ καλά! Τότε πρέπει να πάω στην αστυνομία να δηλώσω την εξαφάνιση».

«Όχι να σε χαρώ!», φώναξε τρομοκρατημένος. «Είναι μια χαρά, στο ορκίζομαι στη ζωή των παιδιών μου! Είναι στα καλύτερα χέρια, πίστεψε με!».

Κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να του πει περισσότερα. Ήταν πιστός στην Αρχοντούλα και τίποτα δεν θα τον έκανε να προδώσει τα μυστικά της. «Τουλάχιστον πες μου είναι εδώ στην Αίγινα η μικρή;».

Ο μπάρμπα Νίκος έγνεψε καταφατικά και ο Μάνος δεν επέμενε. Ήταν σίγουρος πως του έλεγε την αλήθεια αν και θα ήθελε να το διαπιστώσει και ο ίδιος. Ήξερε όμως πως δεν υπήρχε περίπτωση να μάθει κάτι παραπάνω.

«Γιατί έφυγε η Αρχοντούλα έτσι ξαφνικά;», τον ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

«Αυτό θα ήθελα να το μάθω κι εγώ!», του απάντησε φανερά απορημένος. «Με το που έφυγες απ το σπίτι, σα να την τσίμπησε μύγα, άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της και αφού μου εμπιστεύτηκε τη μικρή, έφυγε. Όσες προσπάθειες κι αν έκανα να την μεταπείσω δεν είχαν αποτέλεσμα.». 

Φάνηκε σαν να μην έχει να πει κάτι άλλο, όμως μετά από λίγες στιγμές σιωπής ξανάρχισε να μιλάει λες και κάτι ήθελε να βγάλει από μέσα του.

«Δεν ξέρω αν έχει σχέση γιατρέ, αλλά τελευταία έβλεπε πολλούς εφιάλτες. Πάντα έβλεπε κακά όνειρα, αλλά τον τελευταίο καιρό είχαν πυκνώσει. Μάλιστα αυτό που είδε πριν λίγες μέρες μου το έλεγε και το ξανάλεγε συνέχεια, σαν να περίμενε από μένα να το ερμηνεύσω. Σταμάτησε πάλι για λίγο έστριψε τσιγάρο το άναψε και συνέχισε. «Όμως που να ξέρω ο ταλαίπωρος από όνειρα; Και μάλιστα όνειρα που δεν έχουν λογική; Άκου εσύ το όνειρο μήπως σαν μορφωμένος που είσαι καταλάβεις κάτι παραπάνω. Βρισκόταν λέει σε μια εκκλησία που δεν ήξερε ποια είναι. Μια βάφτιση γινόταν και αυτή κρατούσε ένα αγοράκι γυμνό στα χέρια της. Τώρα νονά του ήταν δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει. Ξαφνικά μια άγνωστη γυναίκα της το άρπαξε και το πέταξε με ορμή μέσα στην κολυμπήθρα. Το καημένο έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατήσει το κεφαλάκι του έξω απ το νερό και κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν έκανε κάτι να το βοηθήσει Μόνο εκείνη έτρεξε να το σώσει, αλλά ένα δυνατό χαστούκι την έκανε να παραπατήσει και ταυτόχρονα ξύπνησε!». 

Ο Μάνος απόμεινε συλλογισμένος με αυτά που άκουσε. Ψυχολόγος ή ψυχίατρος δεν ήταν για να βγάλει κάποιο συμπέρασμα, όμως κάτι του φαινόταν παράδοξο. Αν το όνειρο είχε να κάνει με ανάμνηση θα πρέπει το μωρό να ήταν κορίτσι. Το δικό της κορίτσι. Κι αν δεν ήταν ανάμνηση, τι μπορεί να ήταν; 

«Άλλα όνειρα σου περιέγραψε;», ρώτησε το Νικόλα.

«Πολλά!, αλλά κανένα τόσο παραστατικά και επίμονα! Άλλες φορές έβλεπε δωμάτια νοσοκομείου, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει ποιος βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου, άλλες ένα πανέμορφο κήπο με σιντριβάνια και πολλά φυτά, κι άλλες ένα όμορφο παλληκάρι που μόλις το πλησίαζε εξαφανιζόταν. Πάντα όπως μου είπε ξυπνούσε με ένα κενό μέσα της. Την τρόμαζαν τα όνειρα, όμως όχι όλα. Μερικά έκλεινε τα μάτια επίτηδες, μήπως τα ξαναδεί!». 

 «Προφανώς κάτι είχε αρχίσει να θυμάται», αποφάνθηκε ο Μάνος χωρίς να είναι και απόλυτα σίγουρος. «Όμως αυτό το όνειρο με τη βάφτιση με μπερδεύει! Αυτό λογικά δεν μπορεί να είναι ανάμνηση!».

«Αυτό είπα και εγώ.», απάντησε ο Νικόλας. «Ποτέ δεν ανέφερε κάποιο αγόρι που να είχε σχέση μαζί του. Αλλά τι να πούμε, μυαλό είναι αυτό και φτιάχνει ότι εικόνες θέλει!». 

«Κάτι τελευταίο και θα φύγω», είπε ο Μάνος καθώς δυο παραθερίστριες πλησίαζαν για να ψωνίσουν. «Ειλικρινά θα μου απαντήσεις. Ξέρεις που μπορεί να πήγε;».

«Όχι μα τον Άγιο Νεκτάριο γιατρέ! Αν ήξερα θα τα παρατούσα όλα και θα έτρεχα να τη βρω και να τη φέρω πίσω! 

Η απόγνωση στο βλέμμα του έδειχνε πως λέει την αλήθεια και έτσι ο Μάνος βρέθηκε πάλι σε αδιέξοδο. Τον χαιρέτησε θερμά και μπήκε στο αυτοκίνητο. «Αν μάθεις κάτι τηλεφώνησε μου», του φώναξε. «Τρεις μέρες ακόμα θα είμαι εδώ».



Αυτό που έκανε εντύπωση στην Αρχοντούλα με το που πάτησε το πόδι στον Πειραιά, ήταν τα πολλά αυτοκίνητα. Με δυσκολία πέρασε απέναντι με τους οδηγούς να κορνάρουν δαιμονισμένα καθώς ιδέα δεν είχε από φανάρια και κινδύνεψε να την κτυπήσουν.

«Και τώρα τι κάνουμε;», αναρωτήθηκε. Απάντηση δεν είχε και έτσι περιπλανήθηκε άσκοπα φτάνοντας μέχρι τον Άγιο Νικόλα. Κατάκοπη έκατσε στα σκαλοπάτια και έκλεισε για λίγο τα μάτια. Διψούσε φοβερά και δεν ήξερε που να βρει δυο σταγόνες νερό να βρέξει τα χείλη της. Σηκώθηκε με κόπο και ξαναπήρε το δρόμο προς το λιμάνι. Φοβόταν μη χαθεί και γι αυτό προτίμησε τη γνωστή διαδρομή.

«Που μπορώ να βρω λίγο νερό;», ρώτησε με ξερό το στόμα από τη δίψα ένα καλοντυμένο κύριο.

Εκείνος την κοίταξε με περιέργεια και απομακρύνθηκε βιαστικά χωρίς να της δώσει απάντηση. Για καλή της τύχη ένα αγοράκι γύρω στα δέκα με κοντοπαντέλονο της έδωσε τη λύση. «Λίγο πιο κάτω είναι ένα καφενείο. Μπες και θα σου δώσουν».

Δεν πρόλαβε να το ευχαριστήσει γιατί έτρεξε να συναντήσει τους φίλους του που ήρθαν να παίξουν.

Μπήκε διστακτικά στο καφενείο που της υπέδειξε το παιδί. Όλα τα μάτια των θαμώνων έπεσαν επάνω της. Δεν ήταν και πολύ συνηθισμένο να μπαίνουν γυναίκες εδώ, μια κακόφημη ούτως ή άλλως περιοχή. Ο καφετζής της έδωσε να πιεί και μετά την έδιωξε με άσχημο τρόπο. «Άντε δρόμο τώρα ! Δεν είναι μέρος για γυναίκες εδώ!».

Τον ευχαρίστησε και βιάστηκε να φύγει. «Αφιλόξενοι άνθρωποι», συλλογίστηκε. «Να δω που θα καταλήξω!».

Σιγά σιγά η απόφαση να αφήσει το σπίτι της άρχισε να μην της φαίνεται καλή ιδέα. Χωρίς λεφτά, χωρίς να γνωρίζει κανέναν στην Αθήνα, πως θα επιβίωνε; «Έπρεπε να ακούσω το Νικόλα!», σκέφτηκε θλιμμένη. «Και όλα αυτά για μια παράξενη ιδέα πως με κυνηγάει ένα παρελθόν που δεν γνωρίζω. Τέλος πάντων τώρα είναι αργά για να κάνω πίσω. Και να ήθελα ότι χρήματα είχα τα έδωσα για το εισιτήριο στο πλοίο!». 

Εξουθενωμένη από την κούραση και τη ζέστη κάθισε σε ένα παγκάκι κοντά στα εκδοτήρια εισιτηρίων, χαζεύοντας τους τουρίστες που περίμεναν να φύγουν για τα νησιά. Ένας ρακένδυτος άντρας πλησίασε και έκατσε κοντά της. Φορούσε ένα παντελόνι που μάλλον κάποτε θα ήταν μαύρο, όμως τώρα στρώματα βρωμιάς του έδιναν περίεργα χρώματα. Σκισμένο σχεδόν παντού, με δυσκολία κάλυπτε ένα μέρος απ τα πόδια του. Από πάνω ήταν γυμνός με τα ίδια στρώματα βρώμας να σκεπάζουν τη γύμνια του. Στα πόδια του δυο αταίριαστα παπούτσια σε σχετικά καλή κατάσταση, που τα φορούσε χωρίς κάλτσες. Η ηλικία του απροσδιόριστη. Τα μεγάλα γένια και τα μακριά αχτένιστα και βρώμικα μαλλιά σίγουρα τον έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερος απ ότι πραγματικά ήταν. 

«Καινούργια;», απεύθυνε το λόγο στην Αρχοντούλα.

Εκείνη  για ένα ανεξήγητο λόγο τον συμπάθησε. Ίσως επειδή στα ίδια θα έφτανε κι αυτή.

«Καινούργια, μόλις ήρθα».

«Δεν είναι και τόσο άσχημα το καλοκαίρι», είπε ο άγνωστος. «Το χειμώνα αλλάζουν λίγο τα πράγματα αλλά γρήγορα συνηθίζεις! Που λες να απαγκιάσεις; Θα σου έλεγα να έρθεις κοντά μου, όμως το παγκάκι μου δεν μας χωράει και τους δυό!», ειρωνεύτηκε με ένα χαμόγελο που περιέργως φανέρωνε μια πλήρη οδοντοστοιχία.

Η Αρχοντούλα δεν είχε τη διάθεση να ανταποδώσει το χαμόγελο. Η τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, μάλλον για κλάματα ήταν. «Κάπου θα βρω», απάντησε τελικά, «Άλλωστε για λίγες μέρες θα είναι».

Ο άγνωστος χαμογέλασε και πάλι, πικρά αυτή τη φορά. «Όλοι έτσι λέμε στην αρχή. Μετά σε παίρνει από κάτω η συνήθεια και μένεις!».

«Πως σε λένε;», τον ρώτησε για να αλλάξει κουβέντα.

«Θύμιο με φωνάζανε παλιά, όμως τώρα όλοι με ξέρουν σαν Ήφαιστο. Μη ρωτήσεις γιατί, ένας θεοπάλαβος γέρος μου το κόλλησε κι από τότε έμεινε!».

«Οικογένεια δεν έχεις;»,

Ο άστεγος προσπάθησε να χαμογελάσει και πάλι αλλά αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε.

«Είχα κάποτε και οικογένεια και δουλειά. Καλή μάλιστα! Ήμουνα επιστάτης στα χτήματα ενός λεφτά. Όχι πως είχε ανάγκη από τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα που έβγαζε. Για να τρώνε πιο υγιεινά έλεγε. Ζούσαμε με τη γυναίκα μου σε ένα μικρό σπιτάκι, αποθήκη πες καλύτερα, όμως δεν είχαμε παράπονο. Και καλά τρώγαμε και καλά πληρωνόμουνα. Την κόρη μου την είχε υπηρέτρια στο σπίτι του, και έτσι μια χαρά βολευόμαστε. Μέχρι που έγινε το κακό», κατέληξε και τα μάτια του σκοτείνιασαν..

.Σταμάτησε για λίγο και ζήτησε τσιγάρο από ένα ναύτη του λιμενικού, και εκείνος που τον ήξερε προφανώς του πέταξε ολόκληρο το πακέτο. Ο άστεγος τον χαιρέτησε στρατιωτικά  άναψε ένα και αφού τράβηξε δυο τρεις βαθιές ρουφηξιές συνέχισε.. «Ένα πρωί που σηκώθηκα για δουλειά, βρήκα τη γυναίκα μου νεκρή στην καρέκλα της κουζίνας. Ανακοπή είπαν. Και ήταν μόλις σαράντα δύο χρονών! Από τότε το έριξα στο ποτό. Κουβάδες κατέβαζα, ώσπου το αφεντικό με έδιωξε. Ευτυχώς κράτησε την κόρη μου στη δούλεψη του. Τα υπόλοιπα τα βλέπεις μπροστά σου!», τελείωσε τα λόγια του, δείχνοντας με το χέρι τα χάλια του.

«Γιατί δε σταμάτησες αυτό τον κατήφορο; Δε σκέφτηκες πως πληγώνεις το παιδί σου με αυτό τον τρόπο;».

«Σταμάτησα!», απολογήθηκε. «Στο χρόνο επάνω το έκοψα μαχαίρι! Μόνος χωρίς καμιά βοήθεια. 

Ήταν αργά όμως. Ποτέ δε με συγχώρησαν ούτε το αφεντικό, ούτε η κόρη μου. Μου απαγόρεψαν να πηγαίνω σπίτι να βλέπω την κόρη μου, γιατί λέει ήμουν κακή επιρροή. Ευτυχώς το κορίτσι μου όποτε ξεκλέβει χρόνο κατεβαίνει στον Πειραιά, αραιά και που, δυο τρεις φορές το χρόνο. Κάτι είναι κι αυτό!».

«Είμαι σίγουρη πως αν της ανοίξεις την καρδιά σου θα καταλάβει και θα σε συγχωρήσει. Έκανες ποτέ μια τέτοια προσπάθεια;».

«Όχι», ομολόγησε. «Κατέστρεψα τη ζωή μου, γιατί να καταστρέψω και τη δική της; Καλά είναι εκεί. Την προσέχουν και την αγαπάνε. Μαζί μου τι θα κέρδιζε;»

Η Αρχοντούλα αναγνώρισε πως είχε τα δίκια του κι αυτός. Η κατάσταση του μόνο τρόμο μπορούσε να προκαλέσει, όχι εμπιστοσύνη.

«Και πως τη βγάζεις τόσο καιρό στο δρόμο;», τον ρώτησε τελικά, με σκοπό να πάρει απαντήσεις και για τη δική της πορεία.

‘Όπως είδες και προηγουμένως όλο και κάποιος βοηθάει. Άλλος τσιγάρα, άλλος κανένα παλιόρουχο, κι από φαγητό υπάρχει η Αγία Τριάδα. Δυο καλοί παπάδες και ο νεωκόρος κι αυτός καλό παλληκάρι, όλο και μας δίνουν ένα πιάτο φαί. Είμαστε καμιά δεκαριά εδώ γύρω ξέρεις!» 

Και με αυτά τα λόγια σηκώθηκε. «Ώρα να πηγαίνω.», της είπε. «Μην πάει κανένας άλλος και μου πάρει το κρεβάτι! Αλήθεια που λες να τη βγάλεις απόψε;».

Ανασήκωσε τους ώμους αναποφάσιστη. Αλήθεια που θα πήγαινε;

«Εκεί στο πλάι το Αη Σπυρίδωνα είναι καλό μέρος. Δεν πάει κανείς άλλος γιατί τους ενοχλούν οι καμπάνες που χτυπάνε πρωί πρωί. Μόνο το νου σου στα κοπρόσκυλα! Είσαι καινούργια και θα έχεις τις επισκέψεις τους. Συνήθως είναι ήρεμα, αλλά πρόσεχε για καλό και για κακό!»

Όταν έφυγε ο Ήφαιστος, σηκώθηκε κι η Αρχοντούλα. Ήταν μέρα ακόμη και δεν μπορούσε να πάει εκεί που της υπέδειξε για ύπνο γιατί κόσμος ανεβοκατέβαινε τα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Έτσι ξεκίνησε πάλι το άσκοπο περπάτημα γύρω απ το λιμάνι. Ένας νεαρός τουρίστας περιμένοντας το πλοίο του καθόταν στο πεζούλι με ένα σάντουιτς στο χέρι, που δεν έδειχνε μεγάλη όρεξη να το φάει. Μετά τη δεύτερη μπουκιά το παράτησε στο πλάι και προτίμησε να πιεί τη μπύρα του. Τότε συνειδητοποίησε η Αρχοντούλα πως είχε να φάει από χθες το βράδυ! Όσα της επεφύλαξε η ημέρα την έκαναν να ξεχάσει την πείνα της, που στη θέα όμως του μισοφαγωμένου σάντουιτς επανήλθε βασανιστική.

Το κοιτούσε με λαχτάρα και ο τουρίστας το πρόσεξε. Με περισσή ευγένεια της το πρόσφερε και εκείνη έσκυψε σαν υπόκλιση από ευγνωμοσύνη. Απομακρύνθηκε βιαστικά και το δάγκωσε με βουλιμία. Αυτό το ταπεινό σάντουιτς της φάνηκε σαν το καλύτερο γεύμα που έφαγε ποτέ!

Περιπλανήθηκε για λίγο ακόμα και όταν σουρούπωσε γύρισε στον Άγιο Σπυρίδωνα και αφού βρήκε μια απόμερη γωνιά ξάπλωσε να κοιμηθεί. Σε λίγο ένας ήρεμος ύπνος ήλθε να βάλει τέλος σε μια κουραστική και απρόβλεπτη ημέρα. 

Το ξημέρωμα τη βρήκε ακόμα ξαπλωμένη αλλά ξύπνια. Τίποτα δεν τάραξε το γαλήνιο ύπνο της μέχρι λίγο πριν χαράξει, όταν η θαλάσσια αύρα της έφερε ρίγος. Κατά τα άλλα είχε ένα συνεχόμενο ήρεμο ύπνο που τις έλειπε χρόνια εξ αιτίας των κραυγών της μικρής.

Ούτε τα αδέσποτα εμφανίστηκαν, παρ όλους τους φόβους του Ήφαιστου. Σηκώθηκε και μάζεψε τα πράγματα της. Όπου νάναι θα άρχιζε η Λειτουργία και δεν ήθελε να τη δουν εκεί.

Τράβηξε προς την Αγία Τριάδα. Σίγουρα εκεί κάποιος θα της έδινε λίγο νερό κι αν ήταν τυχερή ίσως έπινε και καφέ. Ανέβηκε τα σκαλιά και περίμενε απ έξω. Δίσταζε να μπει γιατί δεν έβρισκε σωστό να μην ανάψει ένα κερί. Και δυστυχώς ούτε γι αυτό είχε χρήματα. Μάλλον αυτή την ημέρα δεν θα λειτουργούσε ο ναός, γιατί καμία κίνηση δεν φαινόταν που να το μαρτυρεί. ¨Έριξε το βλέμμα της στο δωμάτιο των ιερέων. Η πόρτα ήταν κλειστή, όμως υπήρχε φως μέσα. Υπερνικώντας τους δισταγμούς της, κτύπησε δειλά την πόρτα. Της άνοιξε ένας σαραντάρης περίπου άντρας, με χοντρά μυωπικά γυαλιά. Απέπνεε ένα αέρα ευγένειας και καλοσύνης, που την ενθάρρυνε να τον παρακαλέσει για ένα ποτήρι νερό.

«Περάστε παρακαλώ!», της είπε ευγενικά, παραμερίζοντας ταυτόχρονα για να της δώσει χώρο. «Καθίστε και σας φέρνω αμέσως! Υποψιάζομαι πως και ένας καφές θα ήταν χρήσιμος, έτσι δεν είναι;. Μάλιστα αν τον πίνετε με λίγη ζάχαρη όπως εγώ, δεν θα χρειαστεί να περιμένετε. Μόλις κατέβασα το μπρίκι απ τη φωτιά!»..

Η Αρχοντούλα δεν έβρισκε λόγια να τον ευχαριστήσει. Καλά της είχε πει ο Ήφαιστος πως ήταν ξεχωριστός άνθρωπος.

«Ευχαριστώ!», κατάφερε να ψελλίσει, καταπίνοντας ένα λυγμό. «Ο Θεός να σας έχει καλά!».

Οι ερωτήσεις πολλές, όμως ο νεωκόρος με διακριτικότητα δεν τις έκανε. Περίμενε εκείνη, αν το ήθελε να του ανοίξει την καρδιά της.

Και η Αρχοντούλα δεν τον διέψευσε. Βρήκε την ευκαιρία να εξομολογηθεί την τραγική της ζωή, πράγμα που δεν είχε κάνει μέχρι τώρα, παρά μόνο στον Μπάρμπα Νίκο. Ακόμα κι αυτού όμως είχε κρύψει πράγματα, όπως για παράδειγμα κάποιες εικόνες που της ερχόντουσαν κατά καιρούς και δεν μπορούσε να τις εξηγήσει. Ο φόβος μήπως το μυαλό της, πέρα από την αμνησία, άρχισε να σαλεύει την απέτρεπε μέχρι τώρα. Όμως η εμπιστοσύνη και η καλή διάθεση που της έδειχνε αυτός ο άγνωστος ξεκλείδωσε την ψυχή της. 

Πόση ώρα κράτησε αυτή η εξομολόγηση, κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Απορροφημένη εκείνη στην εξιστόρηση, απορροφημένος κι ο νεωκόρος από τα όσα άκουγε, έμειναν αρκετό χρόνο καθισμένοι απέναντι ο ένας στον άλλο, ώσπου αν και η Αρχοντούλα σταμάτησε την αφήγηση, κανείς τους δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ούτε καν για να κλείσει το φως, παρόλο που ο ήλιος πλημύριζε το μικρό δωμάτιο.

Κι αν δεν εμφανιζόταν ο εφημέριος του ναού, ίσως κάθονταν για πολύ ώρα αμίλητοι στην ίδια στάση.

Ο νεωκόρος, σηκώθηκε και του φίλησε το χέρι. Πήγε να κάνει το ίδιο και η Αρχοντούλα, αλλά ο ιερέας την ακούμπησε απαλά στον ώμο, για να την αναγκάσει να μη σηκωθεί απ την καρέκλα.

«Άθελα μου άκουσα μερικά από αυτά που έλεγες στο νεωκόρο>», της είπε. «Φαίνεσαι βασανισμένη ψυχή. Εδώ θα βρεις τη βοήθεια που χρειάζεσαι. Δυστυχώς οι δυνατότητες μας για φιλοξενία είναι πολύ περιορισμένες! Μόνο για λίγο διάστημα αν το θες, μπορείς να μείνεις στο κελί που φυλάμε τα εκκλησιαστικά σκεύη. Θα βάλουμε ένα μικρό ράντζο, αλλά άλλες ανέσεις δεν θα έχει. Μόνο την τουαλέτα του ναού θα μπορείς να χρησιμοποιείς. Ελπίζω για λίγες μέρες να λύσουμε το πρόβλημα. Μετά έχει ο Θεός!».

Έτσι η Αρχοντούλα βρήκε για λίγες μέρες κάπου να ακουμπήσει. Ήξερε πως αυτό δεν θα κρατούσε πολύ, και ήταν προετοιμασμένη πως θα γύριζε πάλι στο δρόμο σε λίγο.

Οι μέρες περνούσαν και τίποτα δεν άλλαζε. Η Αρχοντούλα βοηθούσε το νεωκόρο στην καθαριότητα, όχι από υποχρέωση, αλλά γιατί αισθανόταν την ανάγκη να ανταποδώσει το καλό που της έκανε.

Δυο μέρες πριν το γεννέσιο της Θεοτόκου, έγινε κάτι που θα άλλαζε τη ζωή της.

Εκείνο το πρωινό σκούπιζε το προαύλιο του ναού, όταν εμφανίστηκε ένας νεαρός ιερέας, φανερά αναστατωμένος. Χωρίς να της δώσει σημασία μπήκε στην εκκλησία. Η Αρχοντούλα τον ακολούθησε από περιέργεια. Ο ιερέας άναψε το κερί του, και έψαξε το νεωκόρο. Εντύπωση της έκανε πως δεν προσκύνησε τις εικόνες.

«Γιώργο», τον άκουσε να καλεί το νεωκόρο, και εκείνος βγήκε από το ιερό και τον πλησίασε. Την κουβέντα τους δεν μπόρεσε να την ακούσει, όμως είδε την ίδια αναστάτωση και στα μάτια του Γιώργου.

Πλησίασε όσο μπορούσε φροντίζοντας να μένει μακριά από το οπτικό τους πεδίο.

«Ναι σου λέω!», άκουσε τη φωνή του παπά. Τον βρήκαν τα χαράματα οι λιμενικοί πεθαμένο μέσα στη θάλασσα!».

«Κρίμα τον άνθρωπο παπά μου!», ακούστηκε ο νεωκόρος. «Καλό παλληκάρι, ποτέ δεν πείραξε άνθρωπο! Τι λένε από τι πέθανε;».

«Τώρα τον πηγαίνουν για νεκροψία. Πάντως μάλλον για αυτοκτονία μιλάνε».

«Α ρε φουκαρά Ήφαιστε. Δεν σου άξιζε τέτοιο τέλος!», αναστέναξε ο Γιώργος.

Στο άκουσμα του ονόματος του νεκρού, μια πνιχτή κραυγή βγήκε από το στόμα της Αρχοντούλας, ικανή όμως για να ακουστεί από τους άλλους.

Γύρισαν ξαφνιασμένοι προς το μέρος της και την κοίταξαν με απορία.

«Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με καλοδέχθηκε όταν ήρθα στον Πειραιά!», απολογήθηκε. «Και όχι, δεν πιστεύω πως αυτοκτόνησε. Εγώ γνώρισα έναν άνθρωπο κουρασμένο ίσως αλλά όχι απογοητευμένο!».

« Η Αρχοντούλα.», τη σύστησε ο Γιώργος στον ιερέα. « Άλλη μια δυστυχισμένη ύπαρξη!», πρόσθεσε με χαμηλότερη φωνή.

Έσκυψε να του φιλήσει το χέρι όμως εκείνος το τράβηξε αμέσως. 

«Για τους περισσότερους δεν είμαι καν ιερέας!», της είπε με ένα πικρό χαμόγελο. «Είμαι παλαιοημερολογίτης ξέρετε!».

Η Αρχοντούλα ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να μάθει τι πάει να πει αυτό. Εκείνη έβλεπε ένα ρασοφόρο που του όφειλε σεβασμό. 

«Όλοι οι παπάδες το Θεό υπηρετούνε, εγώ αυτό ξέρω!», του απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια. Όμορφα γαλάζια μάτια, με πολύ θλίψη μέσα τους, όπως μπόρεσε να διακρίνει.

Ο ιερέας της έπιασε το χέρι με τρυφερότητα. Τα βασανισμένα χαρακτηριστικά της, του θύμιζαν έντονα τη μητέρα του στα τελευταία της, όταν ο καρκίνος την είχε πια καταβάλει. Την αγαπούσε πολύ τη μητέρα του, σε αντίθεση με τον πατέρα που απλά τον ανέχονταν. Του φόρτωνε πολλές από τις αδυναμίες που βάραιναν την ψυχή του. Αυταρχικός, κακότροπος και κακοποιητικός και προς εκείνη και προς τον ίδιο και την αδελφή του. Στη ζωή του τα κατάφερε αρκετά καλά. Έστησε μια βιοτεχνία κονσερβοποίησης ντομάτας, που στην πορεία εξελίχθηκε σε βιομηχανία, η οποία μετά τον αιφνίδιο θάνατο του από εγκεφαλικό, πέρασε στη γυναίκα και τα παιδιά.

Ο ίδιος δεν είχε καμία διάθεση να ασχοληθεί, γιατί είχε λάβει την κλήση από το Θεό, να μονάσει. Έτσι ακολούθησε το δρόμο του, αρκούμενος στο καθόλου ευκαταφρόνητο μηνιαίο επίδομα που του χορηγούσαν η μητέρα και η αδελφή του. 

Ο νεωκόρος σαν να το σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή έκανε την πρόταση. «Μια γυναίκα θα σου χρειάζεται φαντάζομαι παπά Διονύση. Η Αρχοντούλα και άξια είναι και όσο την έχω γνωρίσει τίμια και εμπιστοσύνης άνθρωπος. Στο καμαράκι της εκκλησίας σου δε θα μπορούσε να μείνει;».

« Μα αν το θέλει και η ίδια, όχι στο καμαράκι, στο σπίτι μου μπορεί να έλθει! Μήπως φάω και κανένα μαγειρεμένο φαγητό! Η ηλικία της δεν θα επιτρέψει περίεργα σχόλια και υπαινιγμούς!».

Με δάκρυα ανακούφισης και ευγνωμοσύνης υποδέχθηκε την πρόταση η Αρχοντούλα. «Όχι μόνο το χέρι, τα πόδια θα πρέπει να σου φιλήσω παιδί μου. Αλήθεια είναι αμαρτία να σε λέω παιδί μου, παπά άνθρωπο;»

«Όχι αδελφή μου!», της απάντησε χαμογελώντας πλατιά. «Θα μπορούσες άλλωστε να είσαι μάνα μου.».

Ο νεωκόρος ανακουφισμένος με την εξέλιξη έφυγε για να φέρει τα πράγματα της.

«Τι λες Αρχοντούλα, να πάρουμε ταξί ή θα πάμε με τα πόδια; Είναι κάνα δυο χιλιόμετρα το σπίτι. Δραπετσώνα μεριά». 

«Με τα πόδια» αποκρίθηκε. «Κρατάνε τα πόδια μου και μια βόλτα είναι ότι πρέπει.». 

________

Η μέρα που ξημέρωσε προβλεπόταν πολύ δύσκολη για τον Αντώνη. Δύο νεκροτομές το πρωί και άλλες τόσες ιατροδικαστικές εκθέσεις που έπρεπε να συντάξει. Η μία ειδικά παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον καθώς από το πόρισμα του εξαρτιόταν αν πρόκειται για δολοφονία ή για θάνατο από παθολογικά αίτια. Ένας φουκαράς άστεγος βρέθηκε νεκρός μέσα στη θάλασσα μπροστά στον σταθμό του ηλεκτρικού. Οι πρώτες ενδείξεις που είχαν οι αστυνομικοί έδειχναν αυτοκτονία, αλλά η τελική απόφαση θα ήταν δική του.

Η Δανάη δεν είχε γυρίσει ακόμα από τη βάρδια της και έτσι της άφησε σημείωμα με το απαραίτητο σ΄αγαπώ όπως κάθε φορά που χρειαζόταν αυτού του είδους η επικοινωνία.

Η πρώτη νεκροτομή δεν κράτησε πολύ. Μια απλή διεκπεραίωση αιφνίδιου θανάτου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, μιας ηλικιωμένης που ζούσε μόνη και την βρήκε νεκρή η γυναίκα που πήγαινε κάθε πρωί να καθαρίσει και να της μαγειρέψει

Μέχρι να πάρουν το πτώμα οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών, βγήκε για ένα τσιγάρο. Στο πεζούλι διέκρινε καθισμένους δυο άντρες που η εμφάνιση τους πρόδιδε πως ήταν φίλοι του νεκρού που θα εξέταζε σε λίγο. Προφανώς άστεγοι με εμφανή τα σημάδια στα ρούχα και τα πρόσωπα τους.

Τους πλησίασε αν και δεν το συνήθιζε να έχει επαφές με γνωστούς των νεκρών που νεκροτομούσε, από το φόβο μήπως επηρεαστεί η δουλειά του από τις γνώμες τους 

Άνοιξε το πακέτο και τους πρόσφερε τσιγάρο που το δέχτηκαν με ανακούφιση. 

«Για το νεκρό άστεγο ήρθατε;», τους ρώτησε αν και ήταν σίγουρος για την απάντηση.

Οι δυο άντρες κούνησαν ταυτόχρονα καταφατικά τα κεφάλια τους.

«Το καλύτερο παιδί ήταν ο συχωρεμένος!», έδωσε την απάντηση αυτός που έδειχνε μεγαλύτερος. «Μπορούσε να σου δώσει το φαγητό του, ακόμα κι αν είχε μέρες να φάει!».

Ο Αντώνης τους άφησε και τα υπόλοιπα τσιγάρα. Κακώς άνοιξε κουβέντα μαζί τους. Τώρα θα ένοιωθε ένα συναισθηματικό δέσιμο με το νεκρό, πράγμα ανεπίτρεπτο για την επαγγελματική του επάρκεια. Ευτυχώς αυτές οι φορτίσεις ποτέ δεν τον επηρέασαν περισσότερο από λίγα λεπτά. Η επαφή με τον θάνατο, σχεδόν σε καθημερινή βάση, τον είχε κάνει αρκετά κυνικό, απαραίτητη προϋπόθεση για να αντέξεις αυτή τη δουλειά! 

Όταν ξαναμπήκε στο νεκροτομείο όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η διαδικασία. Το πτώμα ξαπλωμένο στο φορείο και οι βοηθοί του έτοιμοι κι αυτοί περίμεναν την εντολή για να αρχίσουν. Με ένα νεύμα τους έδειξε να περιμένουν. Ξεσκέπασε τον νεκρό και κοίταξε προσεκτικά το σώμα του. Γεροδεμένος σχετικά με την ηλικία που θα έπρεπε να είναι. Το πρόσωπο του έδειχνε σημάδια αγωνίας κι αυτό ήταν μια πρώτη ένδειξη για τον έμπειρο ιατροδικαστή. Ποτέ βέβαια δεν μένεις στην πρώτη εικόνα κι αυτό το ήξερε καλά από την πείρα του.

Στους καρπούς των χεριών του διέκρινε σημάδια πίεσης, πράγμα που υποδήλωνε πως κάποιος τον κρατούσε σφικτά για να τον ακινητοποιήσει. Άλλα εξωτερικά σημάδια δεν είδε με την πρώτη ματιά. Επικεντρώθηκε στο πρόσωπο. Δύσκολη υπόθεση καθώς τα πυκνά γένια εμπόδιζαν την εξέταση. Κοιτώντας πολύ προσεκτικά πρόσεξε κάποιες αμυχές γύρω από το στόμα. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πως του το έκλεισαν για να μη μπορεί να φωνάξει. Ανασήκωσε τα γένια και τότε είδε την προφανή αιτία θανάτου. εκδορές κάθετα φερόμενες προς τον επιμήκη άξονα του λαιμού, αυτό υποδήλωνε σφίξιμο με βρόχο. Σχοινί εν προκειμένω αφού υπήρχαν εμφανή σημάδια γδαρσίματος.

Η νεκροτομή που ακολούθησε επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις. Βρέθηκαν αιμορραγικές διηθήσεις στον υποδόριο ιστό και τους μύες, καθώς και κατάγματα των χόνδρων του λάρυγγα και του υοειδούς οστού, έκδηλη συμφόρηση των σπλάγχνων (πνεύμονες, ήπαρ, νεφροί), στικτές αιμορραγικές κηλίδες σε υπεζωκότα, και περικάρδιο.

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο περί στραγγαλισμού με βρόχο. Ο άτυχος άνδρας ήταν νεκρός πριν τον πετάξουν στη θάλασσα. Οι δράστες ήταν πιθανόν τρεις(ο ένας του κρατούσε τα χέρια , ο δεύτερος του έκλεινε το στόμα και ο τρίτος έσφιγγε το βρόχο). Κι όλα αυτά για ένα μπατίρη άστεγο! Σίγουρα η ασφάλεια δεν θα είχε εύκολη δουλειά, αλλά αυτό δεν ήταν δικό του πρόβλημα. 

Αργά το απόγευμα τελείωσε με τις εκθέσεις τις οποίες παρέδωσε και ετοιμάστηκε να φύγει. Χρειαζόταν λίγη χαλάρωση, και τι καλύτερο από ένα καλό φαγητό και ένα ποτήρι δροσερό κρασί. Τηλεφώνησε στη Δανάη και με ανακούφιση την άκουσε να συμφωνεί. Έδωσαν ραντεβού στο Μικρολίμανο για φρέσκο ψαράκι.

Αν και η κανονική διαδρομή δεν περιελάμβανε το κέντρο του Πειραιά, αποφάσισε να ακολουθήσει αυτό τον δρόμο. Για κάποιο λόγο ήθελε να δει το σημείο που έγινε η δολοφονία, καθώς την αυτοψία την είχε κάνει άλλος ιατροδικαστής. Παρκάρισε στο λιμάνι και κατέβηκε. Κάθισε στο παγκάκι, που πιθανόν θα ήταν το ίδιο που κοιμόταν ο άστεγος. Άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να ανασυνθέσει στο μυαλό του τη σκηνή του φόνου. Γιατί το έκανε αυτό; Πάντα όταν τελείωνε μια νεκροτομή, την ξεχνούσε αμέσως. Αυτή ήταν η άμυνα του στη φρίκη. Άραγε τι το διαφορετικό τον έσπρωχνε σε μια τέτοια διαδικασία; «Από εκείνη τη νύχτα που είδα τον καταραμένο εφιάλτη, όλα μου φαίνονται περίεργα», αναλογίστηκε, αν και δεν έβλεπε καμία σύνδεση με τη συγκεκριμένη περίπτωση. 

Πέρασε αρκετή ώρα με τη σκέψη στο τραγικό συμβάν και λίγο ακόμα θα ξεχνούσε το ραντεβού με τη Δανάη! Κοίταξε το ρολόι και έφυγε βιαστικά. Ήδη θα έπρεπε να τον περιμένει κανένα μισάωρο!

Την βρήκε καθισμένη στη γραφική ψαροταβέρνα που συνήθιζαν να τρώνε και έφτιαχνε δικαιολογίες μέσα του για να αντιμετωπίσει αν όχι την οργή, τουλάχιστον τη δυσφορία της. Ευτυχώς για εκείνον ήταν κι αυτή βυθισμένη στις δικές της σκέψεις και έτσι η αργοπορία του πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.

Έσκυψε και τη φίλησε στο λαιμό. Εκείνη του χάιδεψε το μάγουλο και τράβηξε την καρέκλα να καθίσει δίπλα της.

Ο σερβιτόρος πλησίασε με ευγένεια να πάρει παραγγελία. Τους γνώριζε καιρό και ήταν ενθουσιασμένος για τα μεγάλα φιλοδωρήματα που του έδιναν. Παράγγειλαν καλαμαράκια, σαλάτα, και δυο τσιπούρες στα κάρβουνα. «Μπύρα ή κρασί;», τους ρώτησε ο σερβιτόρος.

«Ένα μπουκάλι καλό Σαββατιανό!», έδωσε εντολή ο Αντώνης και ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε προς την κουζίνα.

«Λοιπόν πως ήταν η ημέρα σου;», ρώτησε η Δανάη.

«Αν σου πω ήσυχη θα το πιστέψεις;», αστειεύτηκε. «Δυο νεκροψίες, ένας φόνος. Κατά τα άλλα καλά!».

«Α,» αναφώνησε η Δανάη. «Ώστε εσύ νεκροτόμησες τον Ήφαιστο!».

Στην εύλογη απορία που διέκρινε στο βλέμμα του, του εξήγησε πως αυτό ήταν το παρατσούκλι του νεκρού. Το πραγματικό του όνομα δεν το είχαν μάθει ακόμα, αφού κανένα έγγραφο δεν βρέθηκε που να το αναφέρει.

«Υπάρχει καμία εξέλιξη;», ρώτησε ο Αντώνης φέρνοντας ένα καλαμαράκι στο στόμα του.

«Το έχει αναλάβει το λιμενικό. Είναι δική τους αρμοδιότητα ο χώρος. Πάντως ανεπίσημα μπλεκόμαστε και εμείς!. Κάποιες πληροφορίες υπάρχουν σχετικά με ένα κόσμημα που προσπάθησαν να πουλήσουν σε ενεχυροδανειστήριο, όμως είναι νωρίς ακόμα για αποτελέσματα. Υπάρχουν δεκάδες τέτοιοι στην Αθήνα.».

Υπό κανονικές συνθήκες ο Αντώνης θα προτιμούσε μια πιο ανάλαφρη συζήτηση, όμως τώρα περίμενε με ενδιαφέρον τη συνέχεια.

«Ένα κόσμημα; Και που το βρήκε ο άστεγος;».

«Μακάρι να ξέραμε. Ίσως μας έβαζε σε ένα δρόμο!».

«Οπότε απλά περιμένετε τις εξελίξεις!», επεσήμανε ο Αντώνης.

«Πράγμα που δεν μπορεί να κάνει η τσιπούρα!», χαμογέλασε η Δανάη. «Δεν τρώγεται παγωμένη ξέρεις!».


________


Το σπίτι του παπά Διονύση δεν ήταν κανένα παλάτι. Μια κρεβατοκάμαρα, ευρύχωρη κουζίνα, ένα μικρό καθιστικό, που χρησίμευε και σαν γραφείο, και ένα ακόμα μικρό δωμάτιο που ήταν σχεδόν άδειο. Μόνο ένας καναπές και ένα μικρό κομοδίνο υπήρχαν εκεί. Σε αυτό το δωματιάκι θα έμενε η Αρχοντούλα. Ο ιερέας υποσχέθηκε πως θα της αγόραζε και μια υφασμάτινη ντουλάπα για να τακτοποιήσει τα λιγοστά της υπάρχοντα.

Έκανε ένα ντους με την πολυτέλεια θερμοσίφωνα, που ποτέ πριν δεν είχε την ευκαιρία να κάνει, και η αίσθηση του χλιαρού νερού της έφτιαξε τη διάθεση. Μια διάθεση που παρουσίαζε σκαμπανεβάσματα τις τελευταίες ώρες. Σκεφτόταν τη μικρή και σε τι κατάσταση θα την έβρισκε αν κάποτε επέστρεφε στην Αίγινα. Είχε εμπιστοσύνη στις μοναχές, όχι όμως και στη μικρή. Γινόταν απρόβλεπτη όταν έβγαινε από την καθημερινότητα της και αυτή η μετακόμιση ήταν πολύ μεγάλη αλλαγή για τον άρρωστο ψυχισμό της. Να μπορούσε να επικοινωνήσει με το Μπάρμπα Νίκο, θα την καθησύχαζε λίγο. Πως όμως να το καταφέρει που δεν υπήρχε τηλέφωνο στο σπίτι του, και άλλο τρόπο δεν μπορούσε να σκεφτεί;

Βγήκε από το μπάνιο και αφού φόρεσε καθαρά εσώρουχα αποφάσισε να μη φορέσει επιτέλους, το ίδιο χιλιοφορεμένο μαύρο της φόρεμα. Καινούργια ζωή μπροστά της, καινούργια ρούχα, έστω και παλιά!

Διάλεξε μια γκρι μακριά φούστα και ένα σκούρο μπλε πουκάμισο που με ανακούφιση ανακάλυψε πως της ερχόντουσαν γάντι παρ ότι είχε χρόνια να τα φορέσει.

Τετάρτη σήμερα και ο παπάς νήστευε, οπότε θα μαγείρευε μόνο για εκείνη. Εκείνος θα έτρωγε μόνο φρούτα όπως της είπε. Το σκέφτηκε για λίγο και αποφάσισε κι αυτή να ακολουθήσει το παράδειγμα του. Άλλωστε δεν πολυπεινούσε και αφού έγινε μέλος της οικογένειας ιερέα, έστω και με παράξενο τρόπο, καλό θα ήταν να ακολουθεί τις συνήθειες του. Οπότε ήταν ευκαιρία να τακτοποιήσει τα πράγματα της. Άδειασε την τσάντα της στον καναπέ και άρχισε να ξεδιαλέγει τα χρήσιμα από τα άχρηστα, που ήταν και τα περισσότερα! Μέχρι και μισοφαγωμένο παστέλι βρήκε μέσα, άγνωστο από πότε. Ξανακοίταξε τα περιεχόμενα της τσάντας και με τρόμο διαπίστωσε πως έλειπαν τα δυο πιο πολύτιμα πράγματα που είχε. Η καρφίτσα και το μενταγιόν της. Μπορεί να μην είχαν άλλη αξία ή τουλάχιστον αυτό δεν την απασχόλησε ποτέ, ήταν όμως ο μόνος σύνδεσμος με τη ζωή που δεν θυμόταν! 

Έψαξε στις τσέπες του φορέματος μήπως είχαν παραπέσει εκεί και τότε σιγουρεύτηκε πως τα είχε χάσει οριστικά! Η πρώτη της σκέψη ήταν πως τα πήρα ο νεωκόρος. Σίγουρα είχε τις ευκαιρίες να το κάνει και αρκετούς λόγους να το επιχειρήσει. Δεν έπαιρνε και κανένα τρελό μισθό και οπωσδήποτε ήταν μια πρόκληση που μπορεί να υπέκυπτε. Από την άλλη, το λίγο που τον γνώρισε δεν της έδωσε τέτοια εντύπωση. Να τον ρωτούσε δεν το βρήκε καλή ιδέα. Αν τα είχε πάρει δεν θα το παραδεχόταν, κι αν δεν ήταν αυτός ο κλέφτης θα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. 

Για πρώτη φορά από τότε που θυμόταν τον εαυτό της έκλαψε. Με ένα βουβό κλάμα περισσότερο σαν παράπονο παρά σαν θλίψη για την απώλεια. Αν και καλές στιγμές δεν θυμόταν από τα χρόνια της στην Αίγινα, ποτέ δεν επέτρεψε στον εαυτό της να ξεσπάσει σε θρήνο. Ήταν η πρώτη φορά που της συνέβαινε κι αυτό για δυο αντικείμενα που σε καμία περίπτωση δεν είχε θεωρήσει σημαντικά, πέρα από τη σύνδεση τους με το παρελθόν.

«Ο παπάς τα πήρε!», της ψιθύρισε ο πειρασμός στο μυαλό. «Πίσω μου σ΄έχω Σατανά!», σταυροκοπήθηκε με φόβο Θεού. «Αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο!».

Κι όμως αν και το απέρριψε η καρδιά της  ο νους της συνέχισε να το επεξεργάζεται. 

Έπρεπε να σβήσουν οι υποψίες για να ηρεμήσει. Και ο μόνος τρόπος ήταν να ψάξει το σπίτι, «Αν δεν τα έχει μαζί του!», άκουσε στο κεφάλι της την ίδια σατανική φωνή.

Χωρίς να χρονοτριβήσει άρχισε να ψάχνει σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος που θα μπορούσαν να κρυφτούν τα κοσμήματα. Στη μικρή βιβλιοθήκη κοίταξε ένα ένα τα βιβλία, εκκλησιαστικά όλα, χωρίς αποτέλεσμα. 

Συνέχισε στην κρεβατοκάμαρα, όπου έκανε φύλο και φτερό τη ντουλάπα του παπά, αλλά πέρα από τα ρούχα του και τρία ράσα, δεν βρήκε τίποτα άλλο. Μόνο στο τελευταίο συρτάρι υπήρχε ένα βαλιτσάκι. Με χέρια που τρέμανε, γιατί φοβόταν πως μέσα θα έβρισκε τα κοσμήματα, το άνοιξε. Πάλι τίποτα δεν βρήκε, εκτός από δυο άμφια. Γρήγορα γρήγορα τακτοποίησε την αναστάτωση που είχε προκαλέσει και αφού έριξε μια τελευταία εξερευνητική ματιά βγήκε.

«Άδικα τον υποψιάστηκα το χριστιανό!», ομολόγησε. «Θέ μου συχώραμε!».

Ξαναπήγε στο καθιστικό να συμμαζέψει και εκεί. Δεν ήξερε τι ώρα θα γύριζε ο παπάς και έπρεπε να τα βρει όλα όπως τα άφησε.

Αφού τελείωσε και το αποτέλεσμα της φάνηκε ικανοποιητικό, κάθισε στην καρέκλα να πάρει μιαν ανάσα. Το βλέμμα της εξερεύνησε το χώρο. Εικόνες στον τοίχο, οι περισσότερες της Παναγίας, αλλά και άλλων αγίων. Φτηνές, χάρτινες οι πιο πολλές. Μόνο δυο φαινόταν παλιές και κάποιας αξίας ίσως. Η Γλυκοφιλούσα και ο Άγιος Αθανάσιος. Προφανώς οικογενειακά κειμήλια. Υπήρχαν και μερικές φωτογραφίες. Ένα μωρό στην αγκαλιά της μητέρας του, που η Αρχοντούλα υπέθεσε πως ήταν ο ίδιος ο παπάς, και ένα ζευγάρι νεόνυμφων, μάλλον οι γονείς του, ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες. Οι άλλες μάλλον από τη ζωή του στο μοναστήρι πριν χειροτονηθεί ιερομόναχος. 

Πλησίασε τον τοίχο να δει πιο καλά. Μια ταραχή κυρίευσε την ψυχή της όταν είδε πιο καθαρά τη μορφή της γυναίκας με το μωρό. Την ήξερε! Τη είχε δει πολλές φορές στα όνειρα της. Άραγε την είχε δει και στην πραγματικότητα κάποτε, τις εποχές που δεν είχε μνήμες; Ο άντρας στη φωτογραφία του γάμου δεν της θύμισε κάτι.

Αναστατωμένη πήγε στην κουζίνα να πιει λίγο νερό. Έτρεμε ολόκληρη από ένα φόβο που ήταν πολύ ισχυρότερος από εκείνο που την ανάγκασε να φύγει από την Αίγινα.

Το παρελθόν την κυνηγούσε! Αυτό της έγινε πια φανερό. Και δεν ήξερε τον τρόπο να του ξεφύγει. Ούτε κι αν έπρεπε να το κάνει. Μπορεί να χρειαζόταν να το αντιμετωπίσει και γι αυτό καλύτερα να το μάθει πρώτα. Το πώς δεν το ήξερε, αλλά οι εξελίξεις του τελευταίου καιρού της έδειχναν πως ίσως δεν αργούσε η μέρα να συγκρουστεί μαζί του! 

Ο παπά Διονύσης επέστρεψε αργά το απόγευμα. Παρακάλεσε την Αρχοντούλα να πάει για λίγο στο δωμάτιο της ώστε να μπορέσει να κάνει ένα ντους και να αλλάξει. Όταν τελείωσε τη φώναξε να βγει. Τον κοίταξε με περιέργεια. Παράλογα βέβαια, είχε την εντύπωση πως οι ιερείς μόνο ράσα φορούσαν. Η εικόνα του παπά με βερμούδα και μακό μπλουζάκι την ξένισε. Σαν να απομυθοποίησε με ένα τρόπο την ιεροσύνη του. Κατάλαβε εκείνος την αμηχανία της και χαμογέλασε.

«Και οι παπάδες άνθρωποι είναι Αρχοντούλα! Έχουν τις ίδιες ανάγκες με όλους τους άλλους!».

Ναι το καταλάβαινε η Αρχοντούλα, όμως η εικόνα του εξακολουθούσε να την ενοχλεί. Μπήκε στη κουζίνα και του έφερε την πιατέλα με τα φρούτα.

«Έχω φέρει κιμά. Τον έχω στο ψυγείο. Ξέρεις να φτιάχνεις κεφτεδάκια;», την ρώτησε.

«Κεφτεδάκια ξέρω», του απάντησε. «Αυτή την αναθεματισμένη κουζίνα δεν ξέρω να κουμαντάρω». 

«Θα σου δείξω εγώ!», απάντησε ο παπάς, σκασμένος στα γέλια. «Δεν είναι δα και επιστήμη!». Και ύστερα συνέχισε σε πιο σοβαρό τόνο. «Αύριο έχουμε λειτουργία στο ναό. Θα ήθελα να έρθεις μαζί μου, να βοηθήσεις Κάτι θα έμαθες στη Αγία Τριάδα».

Και βέβαια είχε μάθει αρκετά. Να ανάβει τα καντήλια, να σβήνει τα κεριά στο μανουάλι, να καθαρίζει. «Μείνε ήσυχος παπά μου. Δεν είναι δα και επιστήμη!», ειρωνεύτηκε.

Γέλασε με το αστείο ο παπά Διονύσης και αφού έφαγε ζήτησε να του φτιάξει ένα καφέ. ‘Όταν τον έφερε την έστειλε να ξεκουραστεί και εκείνος κάθισε στο γραφείο και άνοιξε το τετράδιο που έγραφε τις σκέψεις του. Άλλες φορές του έβγαιναν σαν ποιήματα και άλλες σαν μικρά κείμενα. Λίγες σελίδες απέμεναν για να γεμίσει. Δεν ήξερε τι θα τα κάνει πέρα από την προσωπική του χρήση. Θα ενδιέφεραν άραγε και άλλους αν τα διάβαζαν; Δεν ήταν όλα θρησκευτικού περιεχομένου, το αντίθετο τα περισσότερα ήταν σκόρπιες ιδέες και αναμνήσεις.

Αυτή τη φορά έγραψε μόνο «Θέλω, αλλά μπορώ;». Όποιος το διάβαζε δεν θα είχε και πολλά να καταλάβει. Για τον ίδιο όμως ήταν ερώτηση ζωής Την ερχόμενη Τετάρτη θα συνεδρίαζε η ιερά σύνοδος της παράταξής τους για να εκλέξει νέο Μητροπολίτη Πειραιώς και νήσων, στη θέση του μακαριστού Γαβριήλ που κοιμήθηκε τον περασμένο μήνα. Οι πληροφορίες τον ήθελαν ως τον επικρατέστερο υποψήφιο.

Αυτό το νόημα είχε η φράση. Τα τυπικά προσόντα σίγουρα τα είχε. Πτυχιούχος θεολογίας και με πολύ καλή γνώση Αγγλικών και Γαλλικών. Τα ουσιαστικά όμως; 

Ευφράδεια λόγου είχε. Το εκκλησίασμα κρεμόταν απ τα χείλη του, αλλά αυτά ήταν λόγια. Τις περισσότερες φορές απλά φλυαρούσε, χρησιμοποιώντας βαρύγδουπες εκφράσεις για να εντυπωσιάσει.

Και ύστερα υπήρχαν και τα προσωπικά του πάθη. Τα πολεμούσε με σθένος, αλλά ήταν αυτό αρκετό; Ο πνευματικός του τού έλεγε πως είναι, αυτός όμως είχε τις αμφιβολίες του. Αν αποκτούσε εξουσία ως δεσπότης, μήπως υπέκυπτε σ΄αυτά; 

Άφησε αυτούς τους προβληματισμούς που δεν οδηγούσαν πουθενά και αφού προσευχήθηκε θερμά ξάπλωσε να κοιμηθεί. Σε λίγο απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο σπίτι. Μόνο το ελαφρύ ροχαλητό της Αρχοντούλας έσπαζε τη μονοτονία!


Η σειρήνα ενός περιπολικού ξύπνησε την Αρχοντούλα. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο και η ώρα ήταν μόλις δυο και δέκα. Έκανε κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να κοιμηθεί και πάλι, όμως μάταια. Σηκώθηκε και έφτιαξε καφέ. Μέχρι τις πεντέμισι που της είπε ο παπάς πως θα φύγουν είχε ακόμα αρκετή νύχτα. Μπήκε στο καθιστικό με όση περισσότερη προσοχή μπορούσε και κάθισε στο γραφείο. Με το φως του καντηλιού είδε το ανοικτό τετράδιο. Λίγο η περιέργεια, λίγο η βαρεμάρα την έκαναν να του ρίξει μια ματιά. Έφερε πιο κοντά το καντήλι και άρχισε το διάβασμα. Λίγα πράγματα βρήκε ενδιαφέροντα. Πολύ γραμματιζούμενα της φάνηκαν τα περισσότερα. Μόνο δυο τρεις αναφορές στην οικογένεια του της τράβηξαν την προσοχή. Ειδικά αυτή που αφορούσε τη μητέρα του της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: «Καλό Παράδεισο μητέρα! Το έγκλημα σου το εξομολογήθηκες και θέλω να πιστεύω πως ο Κύριος σε συγχώρεσε! Άλλωστε από ένα σημείο και μετά, προσπάθησες να το αποτρέψεις. Μόνο να μπορούσα να βρω αυτή τη γυναίκα να της ζητήσω να σε συγχωρήσει και εκείνη. Θα ήταν το καλύτερο μνημόσυνο!».

Η Αρχοντούλα αποσβολωμένη το διάβασε και το ξαναδιάβασε. Ποιο έγκλημα να είχε άραγε διαπράξει εκείνη η γυναίκα, που βασάνιζε την ψυχή του παπά; Και τι κακό έκανε στη γυναίκα που αναφέρεται στο κείμενο; Και κυρίως γιατί εμφανιζόταν συχνά στα όνειρα της, αν βέβαια ήταν αυτή και δεν έκανε λάθος; 

Αισθάνθηκε την ανάγκη για καθαρό αέρα. Με αργά βήματα βγήκε στη βεράντα. Ένας δυνατός πονοκέφαλος άρχισε να τη βασανίζει. Είχε καιρό, δεκαετίες ίσως να αισθανθεί κάτι τέτοιο. Παλιά βέβαια είχε πολλές τέτοιες εμπειρίες, όμως τα τελευταία χρόνια δεν έκαναν την εμφάνιση τους. Κάθισε εξουθενωμένη στην πλαστική καρέκλα και έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι, λες και αυτό θα ανακούφιζε τον πονοκέφαλο.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο τρεις μεθυσμένοι νεαροί τραγουδούσαν παράφωνα το «Άπονη ζωή», περπατώντας ταυτόχρονα τρεκλίζοντας. Αυτό δυνάμωνε την ημικρανία της τόσο που νόμιζε πως θα εκραγεί το μυαλό της. «Βοήθεια», προσπάθησε να φωνάξει με την ελπίδα να την ακούσει ο παπάς, όμως μόλις ένας ψίθυρος βγήκε από το στόμα της. Ξαφνικά μια μυρωδιά πλημύρισε τα ρουθούνια της Μια μυρωδιά όχι δυσάρεστη το αντίθετο γλυκιά και μάλλον γνώριμη. Σαν φάρμακο επέδρασε πάνω της και ο πονοκέφαλος άρχισε να υποχωρεί ενώ μια χαλάρωση ένοιωσε στα μέλη της. 

Οι φωνές των μεθυσμένων ξεμάκραιναν και ο ύπνος ήρθε και τη βύθισε στην αγκαλιά του.

Ο παπά Διονύσης ξύπνησε στις πέντε και ανησύχησε που δεν βρήκε την Αρχοντούλα, ούτε στο δωμάτιο της, ούτε πουθενά αλλού. Μόνο όταν είδε την μπαλκονόπορτα ανοικτή κατάλαβε πως είχε βγει στο μπαλκόνι. Την είδε να κοιμάται και ταλαντεύτηκε αν έπρεπε να την ξυπνήσει ή όχι. Την ακούμπησε μαλακά στον ώμο και εκείνη τινάχτηκε τρομαγμένη.

«Δεν είχα σκοπό να τρομάξω καλή μου!», της είπε τρυφερά. «Ήθελα μόνο να σιγουρευτώ πως είσαι καλά!»

«Δεν με τρόμαξες εσύ παπά μου, αλλά αυτός ο καταραμένος εφιάλτης», του απάντησε ενώ τα χέρια της έτρεμαν.

«Θέλεις να το μοιραστείς μαζί μου», τη ρώτησε και η Αρχοντούλα άρχισε να του διηγείται την εμπειρία της με τον πονοκέφαλο και την περίεργη μυρωδιά που τη βύθισε στον βαθύ ύπνο. Όταν έφτασε στο όνειρο που έπρεπε να περιγράψει σταμάτησε να μιλάει. Φοβόταν να αναπαραστήσει τις τρομερές σκηνές που περιείχε.

«Ήμουνα λέει στη αυλή μιας υπέροχης μονοκατοικίας», ξανάρχισε τελικά αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Φορούσα ένα κόκκινο φόρεμα που πραγματικά το έχω, και δίπλα μου ήταν ένα παιδικό καροτσάκι. Δεν είδα αν υπήρχε μωρό μέσα, ούτε ακούστηκε κάποιο κλάμα. Εκείνη τη στιγμή, μια άγνωστη μου γυναίκα με πλησίασε και με άγριο τόνο μου φώναξε: Αυτή είναι η τελευταία μέρα της ζωής σου!

Τρομαγμένη προσπάθησα να τρέξω προς το σπίτι τραβώντας μαζί μου και το καρότσι. Όμως ένας άντρας που εμφανίστηκε από το πουθενά, μου άρπαξε το καροτσάκι από τα χέρια και με ένα πανί μου έκλεισε στόμα και μύτη. Μύρισα την ίδια μυρωδιά με αυτήν πριν με πάρει ο ύπνος, και από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Μάλλον τότε με ξύπνησες»

Αυτό ήταν το όνειρο που του περιέγραψε, παραλείποντας να του πει πως η άγνωστη γυναίκα ήταν η μητέρα του!

Ο παπάς την άκουσε σκεφτικός και για λίγο δεν είπε λέξη. Όλα αυτά του έδειχναν πως κάτι περίεργο συνέβαινε στον εσωτερικό της κόσμο. Δεν έμοιαζε με διαβολική επιρροή, αν και αυτό άλλος εμπειρότερος πνευματικός θα έπρεπε να το διαγνώσει.

«Μείνε να κοιμηθείς», της είπε εν τέλει. «Χρειάζεσαι ξεκούραση, δεν πέρασες και λίγα τον τελευταίο καιρό!».

«Θα έρθω μαζί σου!», του απάντησε αποφασιστικά. «Αισθάνομαι ήδη πολύ καλύτερα. Άντε να ξεκινάμε μην αργήσουμε!». 

Στη μικρή απόσταση που χώριζε το σπίτι από το ναό, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Κανείς από τους δυο δεν είχε τη διάθεση να συνεχίσει την επίπονη διαδικασία ψυχανάλυσης. Αν και η Αρχοντούλα θα ήθελε να κάνει μια συζήτηση με τον παπά θεώρησε πως είναι καλύτερα αυτό να γίνει όταν και η ίδια θα ήταν πιο ήρεμη, και ο ιερέας δεν θα είχε μπροστά του μια Θεία Λειτουργία.

Τρεις ώρες αργότερα μετά το πέρας της ακολουθίας έγινε κάτι που συντάραξε όσους ακόμα βρίσκονταν στην εκκλησία. Ένας γέρος, αρκετά πάνω από τα ογδόντα, καλοντυμένος με ένα λινό γκρι κοστούμι, και μπλε πουκάμισο, μπήκε στο ναό και άρχισε να ουρλιάζει βρίζοντας τα θεία. Δυο γεροδεμένοι επίτροποι προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, όμως αυτός με μια υπερφυσική δύναμη, που με τίποτα δε δικαιολογούσε η ηλικία του, τους ξέφυγε και άρχισε να πετάει κάτω τις εικόνες από τα εικονοστάσια, εξακολουθώντας να βρίζει χυδαία.. 

Στη θέα του παπά Διονύση, που βγήκε από το ιερό να δει τι συμβαίνει, αγρίεψε ακόμα περισσότερο.

«Πόσα παιδάκια έχεις καταστρέψει τραγόπαπα!», του φώναξε πλησιάζοντας τον απειλητικά. «Θέλεις να γίνεις και δεσπότης τρομάρα σου!».

Ο παπάς σαστισμένος οπισθοχώρησε για να αποφύγει την επίθεση, και η Αρχοντούλα έτρεξε κοντά του να τον προστατέψει.

«Και εσύ καριόλα, μη νομίζεις πως θα ξεφύγεις από την κόλαση σου!», την απείλησε. «Θα ψοφήσεις χωρίς ποτέ να μάθεις την αλήθεια! Αν και καλύτερα να μην τη μάθεις ποτέ!». 

Επιτέλους με τη συνδρομή τριών περαστικών κατάφεραν οι επίτροποι να τον ακινητοποιήσουν και να τον βγάλουν έξω. Με το που βγήκε από το ναό έδειξε να συνέρχεται και να ηρεμεί. Το καταϊδρωμένο του πρόσωπο μαρτυρούσε την ένταση που προηγήθηκε. Κάθισε ,σχεδόν ξάπλωσε, στο παγκάκι και ζήτησε νερό. Κάποιος έτρεξε να φέρει και αφού το ήπιε μονορούφι, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του μια φωτογραφία και την έδειξε στους παρευρισκόμενους.

Απεικόνιζε ένα παιδί στην εφηβεία, περίπου δεκαπεντάχρονο. Εντύπωση προκαλούσε η ομορφιά του. Με χαρακτηριστικά τα μεγάλα μάτια και τις γυριστές βλεφαρίδες, καθώς και τα μακριά μαλλιά, θύμιζε πιο πολύ κορίτσι.

«Αυτός είναι ο εγγονός μου», τους αποκάλυψε. «Ή να πω καλύτερα ήταν; Γιατί τώρα πια μας απαρνήθηκε όλους, και γονείς και παππούδες, όλους! Από τότε που έμπλεξε με τον τραγόπαπα το χάσαμε το παιδί! Το έκλεισε σε μοναστήρι, που ποτέ δε μάθαμε ποιο, και το έκανε καλόγερο. Αφού πρώτα έκανε ότι έκανε πάνω του!».

Η ταραχή του έδειχνε να επιστρέφει και οι άντρες ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ένα καινούργιο του ξέσπασμα. Όμως τελικά δεν χρειάστηκε να επέμβουν. Ο γέρος σηκώθηκε και έκανε να φύγει. 

«Το κατέστρεψε το παλληκάρι μας!», είπε γυρίζοντας τα βουρκωμένα του μάτια προς τη εκκλησία. Όμως ήρθε η ώρα να πληρώσει! Αυτός που με οδηγεί, είναι πιο δυνατός απ τις μαγείες του. Κι αυτή θα πληρώσει! Για να μάθει να μη σκαλίζει τις δουλειές του Αφέντη!».

Και με αυτά τα παράξενα λόγια έφυγε χωρίς κανείς να σκεφτεί καν να τον σταματήσει, καθώς ήταν παγωμένοι απ τον φόβο! 

«Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και τι είναι αυτά που λέει», ρώτησε η Αρχοντούλα τον παπά που είχε βγει κι αυτός και στηριζόταν στην κολώνα φανερά σοκαρισμένος.

«Λόγια δαιμόνων, μην τους δίνεις σημασία!».

Δηλαδή, είναι όλα ψέματα;».

Ο παπά Διονύσης ξεροκατάπιε αγχωμένος.

«Υπάρχουν κάποια ψήγματα αλήθειας», αναγκάστηκε να ομολογήσει. «Ο εγγονός του από μικρό παιδί είχε την τάση να μονάσει. Δεν το έσπρωξα εγώ σ΄αυτό το δρόμο. Το βοήθησα απλά να εκπληρώσει τον προορισμό του.».

«Κι αυτά που σε κατηγόρησε ότι του έκανες; Ψέματα κι αυτά;».

Έβαλε το χέρι στο στήθος του και χάιδεψε το Σταυρό του. Πώς να εξηγούσε την έλξη που είχε νιώσει όταν πρωτοαντίκρισε το όμορφο αγόρι; Πώς να πει με λόγια όσα αισθάνθηκε όταν το είδε να κάνει γυμνό μπάνιο στη λίμνη δίπλα στο μοναστήρι; 

Πώς να περιγράψει τις νύχτες που ξαγρυπνούσε με ανήθικες εικόνες να τον βασανίζουν; Κι όμως τελικά πάλεψε τον πειρασμό και δεν ενέδωσε. Προσευχήθηκε, έκλαψε, εξομολογήθηκε και πίστευε πως ξεπέρασε το πάθος του. Μπορεί κάποιες μέρες να επανέρχονταν οι άνομες σκέψεις, όμως τις πολεμούσε με σθένος. 

«Ψέματα!», ψέλλισε με σβησμένη φωνή, προσθέτοντας ένα ακόμα κρίμα στην ψυχή του. 

«Και με μένα γιατί τα έβαλε;», ξαναρώτησε η Αρχοντούλα. «Πρώτη φορά το είδα και πρώτη φορά με είδε!».

«Γνωρίζουν τα πάντα οι δαίμονες», της απάντησε. «Ή μάλλον όσα τους επιτρέπει ο Θεός και η δική μας συμπεριφορά να γνωρίζουν». 

«Δηλαδή για να καταλάβω, οι δαίμονες ξέρουν πράγματα που εγώ ούτε καν θυμάμαι;», είπε απορημένη.

 «Φοβάμαι πως ναι! Μπορεί να είναι κρυμμένα στο μυαλό σου, όμως κάποτε τα έζησες. Κι αυτοί είναι πάντα εκεί και τα καταγράφουν. 

Η Αρχοντούλα απέμεινε ζαρωμένη κρατώντας το χέρι του παπά Τα λόγια του την είχαν τρομοκρατήσει. Όσο κι αν δεν την έπεισε απόλυτα για την ιστορία με τον νεαρό καλόγερο, στα υπόλοιπα είχε δίκιο. Ποιος ξέρει τι άσχημα είχε κάνει στο παρελθόν ώστε να σβήσουν απ το μυαλό της! Από την άλλη όμως, γιατί κανείς δεν την αναζήτησε όλα αυτά τα χρόνια; Δικούς της ανθρώπους δεν είχε να νοιαστούν; Ή μήπως αυτούς έβλαψε και τη διέγραψαν απ τη ζωή τους;

«Πρέπει οπωσδήποτε να μάθω τι έχει συμβεί στην προηγούμενη ζωή μου!», είπε μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό της. «Κάποιος τρόπος θα υπάρχει να ξεκλειδώσω τις μνήμες μου!».

«Το ότι έφυγες από την βολή σου προαισθανόμενη κίνδυνο, είναι καλό σημάδι πως κάτι επανέρχεται στη μνήμη σου. Ίσως αν επισκεπτόσουν ένα ειδικό τα πράγματα να ξεκαθάριζαν πιο γρήγορα», την παρότρυνε.

Ούτε να το σκεφτεί δεν θέλησε η Αρχοντούλα. Μόνη έπρεπε να βρει το δρόμο. Κανείς άλλος δεν είχε δικαίωμα να μάθει. Αν κάποιο μεγάλο μυστικό υπήρχε πραγματικά, ποιος της εγγυόταν πως ο ειδικός δεν θα το αποκάλυπτε κάνοντας της ζημιά;

«Θα θυμηθώ!», του είπε με σταθερή φωνή. «Πρέπει να θυμηθώ!».

________


                                                           ΘΗΒΑ 1926


Η κηδεία του Γιώργη του Ροδά δεν έμοιαζε με τις άλλες. Ούτε κλάματα, ούτε μοιρολογίστρες δεν συνόδευαν τη σορό του στην τελευταία του κατοικία. Κι ο ιερέας περισσότερο από θρησκευτικό καθήκον τελούσε την ακολουθία. Δεν ήταν αγαπητός ο μακαρίτης στο χωριό. Οξύθυμος και κακότροπος μόνο με καυγάδες ασχολούταν.

Με την οικογένεια του ήταν ακόμα χειρότερος. Ξυλοδαρμοί και βρισιές ήταν στην καθημερινή διάταξη. Κυρίως στη γυναίκα του έβγαζε όλη του τη μανία. Στην Αρχοντούλα, την κόρη του, κάπως καλύτερα φερόταν. Αν μπορείς να πεις καλύτερα το ότι την βίαζε από τα δεκατρία της! Στην αρχή την απειλούσε να μη μιλήσει γιατί θα τη σκοτώσει. Με το πέρασμα των χρόνων ζούσαν σαν ζευγάρι Η Αρχοντούλα τον σιχαινόταν, όμως και τον φοβόταν ταυτόχρονα. Σήμερα ίσως ήταν η ομορφότερη μέρα της ζωής της! Μαζί με το κάθαρμα που της έλαχε για πατέρας, θα θαβόταν και η ντροπή για όλα αυτά που πέρασε. Στα εικοσιένα της θα ξανάρχιζε τη ζωή της απ την αρχή με την ελπίδα πως οι πληγές της ψυχής της γρήγορα θα επουλωθούν. 

Όλα αυτά τα χρόνια μίσησε και τον πατέρα της αλλά και όλους τους άντρες. Γιατί αν αυτός που την έφερε στον κόσμο της φέρθηκε έτσι, σκέψου οι υπόλοιποι! Στο σεξ δεν έβρισκε καμία ευχαρίστηση. Και πως θα μπορούσε άλλωστε; Αυτή η πράξη δεν ήταν αποτέλεσμα αγάπης ή έστω έλξης, αλλά βίας και ταπείνωσης! 

Οι άλλες κοπέλες του χωριού παραξενεύονταν με τη συμπεριφορά της. Όμορφη ήταν, ίσως η πιο όμορφη από όλες τους και τα αγόρια σχεδόν όλα ερωτευμένα μαζί της. Εκείνη όμως ψυχρή και απόμακρη, άλλαζε τη συζήτηση όταν περιστρεφόταν γύρω από τα ερωτικά τους.

Είχαν δίκιο να αισθάνονται περίεργα με τη στάση της, γιατί δεν ήξεραν. Κανείς δεν ήξερε! Κανείς δεν έπρεπε να ξέρει. Αυτό το Σταυρό μόνη της τον κουβαλούσε μέχρι το Γολγοθά. Τώρα όμως ερχόταν η Ανάσταση αρκεί να άφηνε πίσω τις κακές αναμνήσεις και να έστηνε τη νέα πραγματικότητα της

Τις πρώτες μέρες μετά το θάνατο του πατέρα, αυτό της φαινόταν εύκολο. Στην πορεία αποδείχτηκε πως δεν ήταν! Προσπάθησε να ανοιχτεί στον έρωτα, στα παιχνίδια του φλερτ, στη μαγεία της σωματικής και ψυχικής επαφής. Τίποτα δεν κατάφερε, μόνο αηδία της προκαλούσε η προσπάθεια.

Εξ άλλου τα πράγματα στο σπίτι είχαν δυσκολέψει πολύ. Η σύνταξη που πήρε η μάνα, ίσα που έφτανε για το νοίκι, και εκείνη φιλάσθενη δεν μπορούσε να προσφέρει στα έξοδα. Άρα το βάρος έπεφτε στην ίδια. Αυτή έπρεπε να γίνει ο άντρας του σπιτιού. Μια δουλειά οποιαδήποτε θα έφερνε κάποια ανακούφιση. Δε της έλειπαν τα προσόντα. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο, που λίγοι κατάφερναν, και αρκετές γνώσεις αγγλικών θεωρούνταν αρκετά για μια αξιοπρεπή εργασία. Το μόνο εμπόδιο η κακή εικόνα που είχε δημιουργήσει ο μακαρίτης που της έκλεινε τις πόρτες.

Έψαξε παντού, ακόμα και σε δουλειές που δύσκολα θα πήγαιναν γυναίκες. Σε χωράφια, σε σπίτια σαν παραδουλεύτρα, τίποτα. Όλοι της έλεγαν πως δε έχουν ανάγκη από εργάτες, ακόμα κι αν καίγονταν για χέρια που θα βοηθούσαν στις γεωργικές εργασίες. 

Απογοητευμένη στράφηκε στην εκκλησία. Ο εφημέριος έδειξε μεν κατανόηση, όμως τα οικονομικά της ενορίας δεν του επέτρεπαν να προσλάβει υπάλληλο. Αρκέστηκε να της προσφέρει μια μικρή βοήθεια, που η αξιοπρέπεια της δεν της επέτρεψε να τη δεχτεί. 

Η τελευταία προσπάθεια ευτυχώς στέφθηκε με επιτυχία. Ο κοινοτάρχης, ένας καλός οικογενειάρχης και άνθρωπος, δέχτηκε να βοηθήσει. Η συνταξιοδότηση της γραμματέας του τον επόμενο μήνα, του έδινε αυτή τη δυνατότητα, και τα προσόντα της Αρχοντούλας ήταν παραπάνω από επαρκή γι αυτή τη θέση. 

Ενθουσιασμένη από την εξέλιξη, έτρεξε να πει τα χαρμόσυνα νέα στη μητέρα της. Επιτέλους από εδώ και πέρα όλα θα πήγαιναν καλύτερα!


Το πρώτο σκίρτημα του έρωτα το αισθάνθηκε αρκετούς μήνες αργότερα. Ένας νεαρός φαντάρος που υπηρετούσε στην περιοχή, έδειξε το ενδιαφέρον του, και εκείνη για πρώτη φορά δεν ένιωσε άσχημα με την πολιορκία του. Ίσως είχε έρθει η ώρα να ξεπεράσει το παρελθόν και να ζήσει τον έρωτα, αγνά όπως τον είχε ονειρευτεί στα παιδικά της χρόνια. Όμως ο νεαρός δεν ήταν από τα μέρη τους. Κάπου από την Πελοπόννησο ήταν η καταγωγή του και αυτό θα δυσκόλευε μια σοβαρή σχέση, όταν απολυόταν. Παρ όλα αυτά αποφάσισε να προχωρήσει μαζί του με όποιο τίμημα.

Τα άσχημα συναισθήματα επανήλθαν όταν βρέθηκε γυμνή στην αγκαλιά του. Η ναυτία κάθε φορά που τη φιλούσε και τη χάιδευε, δεν της επέτρεπε να χαρεί τις στιγμές. Αν και τον ήθελε πολύ, ο παλιός της εαυτός έστεκε εμπόδιο. Έκανε υπομονή μέχρι την κορύφωση της πράξης υποκρινόμενη ηδονή, που επουδενί υπήρχε. Μόνο όταν ντύθηκαν ένιωσε ανακουφισμένη. Δυστυχώς άλλη ευκαιρία δεν θα του έδινε.

Μάλλον έπρεπε να το πάρει απόφαση πως δεν θα ήταν ποτέ πια κανονική. 

Και έτσι τα χρόνια περούσαν χωρίς τίποτα συνταρακτικό να συμβαίνει στη ζωή της. Ακόμα και η δουλειά, της φαινόταν πια βαρετή. Τις περισσότερες ώρες καθόταν άπραγη και μόνο που και που κάποιος έμπαινε και ζητούσε ένα πιστοποιητικό ή άλλη εκδούλευση. Παρέες δεν έκανε με τις άλλες κοπέλες, όσες δηλαδή είχαν μείνει ανύπαντρες, γιατί δεν έβρισκε κανένα κοινό με τα ενδιαφέροντα τους.

Έκανε σκέψεις να φύγει, να κατέβει στην Αθήνα, αναζητώντας καλύτερη τύχη, όμως η μητέρα της την είχε ανάγκη, καθώς μέρα με τη μέρα βάραινε και δεν μπορούσε πια να ανταπεξέλθει ούτε στις καθημερινές δραστηριότητες. Λίγα τα χρόνια που της απέμεναν, όπως αποφάνθηκε ο γιατρός αν και δεν έβρισκε κάποια σοβαρή πάθηση. 

Μάλλον είχε παραιτηθεί και επιζητούσε το θάνατο για κάποιο λόγο που ούτε ο γιατρός, ούτε η Αρχοντούλα μπορούσαν να καταλάβουν. 

Πλησίαζαν Χριστούγεννα και όλοι είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες για τη γιορτή. Όσοι έτρεφαν γουρούνια έσφαξαν το πιο καλοθρεμμένο και με τις παραδοσιακές μεθόδους έκαναν παστό, λουκάνικα, τσιγαρίδες και ότι άλλο για να βγάλουν το χειμώνα. Οι μάντρες των σπιτιών ασβεστώθηκαν, τα καλά κιλίμια στρώθηκαν στις σάλες και οι νοικοκυρές γύριζαν τα ρούχα των παιδιών το μέσα έξω, για να έχουν την ψευδαίσθηση του καινούργιου. 

Η Αρχοντούλα τίποτα από αυτά δεν έκανε. Ούτε γουρούνι είχαν, ούτε δεύτερα κιλίμια. Μόνο ένα τσαπατσούλικο ασβέστωμα έκανε ίσα να μην τη λένε ανεπρόκοπη. 

Ότι θα χρειαζόταν για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, θα το αγόραζε την παραμονή. Όχι τίποτα σπουδαία πράγματα, λίγο κρέας, λίγο τυρί και κανένα ζυμαρικό. Δυο ψυχές ήταν κι αυτές λαβωμένες, που χώρος για χαρές και πανηγύρια!

Πολύ θα ήθελε να συμμεριστεί τη χαρά της γειτόνισσας. που σήμερα θα αρραβώνιαζε την κόρη της τη Λενιώ, παλιά της συμμαθήτρια και κατά κάποιο τρόπο φίλη της. Από τις λίγες που διατηρούσε ακόμα μια επαφή. Θα ήθελε λοιπόν να έχει τη διάθεση να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της και να παρευρεθεί στον αρραβώνα, όμως δεν την είχε.

Κάθε μια κοπέλα του χωριού που έβρισκε το δρόμο της γινόταν αγκάθι στην καρδιά της. Για εκείνη ποτέ δεν θα ερχόταν αυτή η ώρα, και το είχε πάρει απόφαση. Δυο μόνο στην ηλικία της έμεναν ανύπαντρες, η μεγάλη κόρη του παπά και η Μαρουσώ.

Για την πρώτη εμπόδιο ήταν ο παπάς, που την προόριζε για παπαδιά και προς το παρόν δεν υπήρχε κάποιος υποψήφιος για ιερέας. Η δεύτερη ήταν η ίδια το εμπόδιο!

Άσχημη, με έντονη τριχόπτωση και κυρίως πάμφτωχη. Καθόλου δελεαστικά προσόντα για γάμο. 

«Άντε Αρχοντούλα αρκετά», την παρότρυνε ο κοινοτάρχης. «Κοντεύει τέσσερις και έχεις να ετοιμαστείς για τον αρραβώνα.

Ντράπηκε να του πει πως δεν θα πάει, από την άλλη όμως θα το έβλεπε μόνος του αφού ήταν κι ο ίδιος καλεσμένος.

Μάζεψε τους φακέλους, τους έκλεισε στο ντουλάπι και κίνησε να φύγει. «Θα τα πούμε το βράδυ», του είπε καθώς με βαριά καρδιά αποφάσισε τελικά να πάει.

Και αυτή η απόφαση αποδείχθηκε η καλύτερη που πήρε ποτέ!

Υπεύθυνος για αυτό ήταν ο αδελφός του μέλλοντα γαμπρού, που μαγνήτισε όλα τα βλέμματα με το που έκανε την εμφάνιση. Ψηλός, γεροδεμένος αλλά με ευγενικά χαρακτηριστικά. Πανέμορφα καστανά μάτια με σμικτά φρύδια, λαμπερά μαλλιά χωρισμένα στη μέση και με ένα λεπτό μουστάκι που τόνιζε τα καλοσχηματισμένα του χείλη. 

Κομψός μέσα στο κατάλευκο κοστούμι και το ίδιου χρώματος πουκάμισο, με την ασημί γραβάτα να σπάει τη μονοτονία, έμοιαζε αρχαίος θεός. Δικαιολογημένα όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας τον κοίταζαν μαγεμένες. Όπως και οι άντρες αλλά αυτοί με ζήλια και καχυποψία. 

Χωρίς να δείχνει την παραμικρή συστολή από το άγνωστο περιβάλλον χαμογελούσε πλατιά σε όποιον χαιρετούσε φανερώνοντας τα κατάλευκα δόντια του.

Η Αρχοντούλα ένιωσε ένα τσίμπημα την καρδιά όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους. Άραγε αυτό ήταν έρωτας; Δεν είχε την απάντηση γιατί της ήταν πρωτόγνωρη αυτή η ταραχή. Προσπάθησε απλά να χαμογελάσει χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια από πάνω του.

 «Εσείς θα πρέπει να είσαστε η ωραία του χωριού!», της είπε φιλώντας της το χέρι. «Μαζί με τη νύφη μου βέβαια!», βιάστηκε να συμπληρώσει βλέποντας τη Λενιώ να κατσουφιάζει.

Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν παραδοσιακούς σκοπούς και τα ζευγάρια σηκώθηκαν να χορέψουν, με πρώτους τους μελλόνυμφους. Η Αρχοντούλα ήλπιζε πως θα την καλούσε ο νεαρός να χορέψουν, όμως προς το παρόν αυτός δεν έκανε κάποια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση. Καθισμένος στην πολυθρόνα απλά παρακολουθούσε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους άλλους να χορεύουν. Το πιάτο του παρέμενε γεμάτο. Ζήτημα αν έφαγε δυο τρεις μπουκιές. Το κοκκινέλι όμως το τιμούσε δεόντως! 

Ούτε μια ματιά δεν έριξε προς το μέρος της Αρχοντούλας όλη αυτή την ώρα κι αυτό την έκανε να βράζει μέσα της. Αν του ήταν αδιάφορη, γιατί της έκανε τη φιλοφρόνηση;

«Δεν βλέπω να διασκεδάζετε ιδιαίτερα!», του είπε  ξεπερνώντας τη συστολή της πλησιάζοντας τον.

«Ναι έχετε δίκιο! Λείπω χρόνια στη Γαλλία και αυτά τα ακούσματα μου φαίνονται ξένα!», απάντησε χαρίζοντας της το υπέροχο χαμόγελο του. «Πάντως για εσάς θα έκανα μια προσπάθεια, αν και είμαι σίγουρος πως θα σας κάνω ρεζίλι με την αγαρμποσύνη μου!».

Του χαμογέλασε και τον τράβηξε απ το χέρι. 

«Δεν είναι και τόσο δύσκολο, αρκεί να ακολουθείτε τα βήματα μου.».

Τελικά είτε αποδείχθηκε καλός μαθητής, είτε έλεγε ψέματα πως δεν ξέρει αυτούς τους χορούς.

«Μα εσείς είστε γεννημένος χορευτής!», τον κολάκεψε. «Μάλλον με κοροϊδέψατε πριν!».

«Μαθαίνω γρήγορα!», απάντησε με μια χροιά ειρωνείας στη φωνή του. «Ειδικά όταν έχω μια τόσο όμορφη δασκάλα!».

«Είναι η δεύτερη φορά που μου κάνετε το ίδιο κομπλιμέντο και θα το πάρω επάνω μου!», τον μάλωσε τρυφερά.

«Δεν λέω ποτέ κάτι που δεν πιστεύω!», της απάντησε με στόμφο. «Και μάλλον θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τον πληθυντικό, δεν νομίζεις;».

«Σύμφωνοι, αφού μάθω πρώτα το όνομα σου!».

«Ζανό με φωνάζουν στη Γαλλία. Στη Θήβα είμαι Γιάννης!».

«Οπότε μιας και δεν είμαστε στη Γαλλία, το Γιάννης είναι μια χαρά!», του απάντησε και σκάσανε κι οι δυο στα γέλια.

Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε όμορφα. Η καρδιά της Αρχοντούλας κτυπούσε δυνατά κάθε φορά που ο Γιάννης την άγγιζε δήθεν τυχαία. Πρωτόγνωρη αίσθηση που δεν είχε φανταστεί ποτέ πως θα νιώσει, αν και εξακολουθούσε να φοβάται τι θα γίνει όταν τα πράγματα προχωρήσουν. Γιατί τώρα ήταν βέβαιη πως θα προχωρήσουν. 

‘Όταν της πρότεινε να τη συνοδέψει μέχρι το σπίτι της, όταν ξημέρωσε σχεδόν, πέταξε από τη χαρά της. Πιασμένοι χέρι χέρι περπάτησαν τα εκατό περίπου μέτρα που χώριζαν τα δυο σπίτια.

 «Θα σε δω αύριο;», τον ρώτησε με αγωνία. «Θα με βλέπεις κάθε μέρα από δω και πέρα!», της απάντησε. «Αν το θέλεις βέβαια!», συμπλήρωσε αγκαλιάζοντας την από τη μέση.

Η Αρχοντούλα μισόκλεισε τα μάτια χωρίς να μιλήσει. Αυτό έμοιαζε με πρόκληση και ο Γιάννης δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα χείλη και όταν δεν είδε αντίδραση προχώρησε σε παθιασμένο φιλί. 

Αυτή τη νύχτα κανείς από τους δύο δεν κοιμήθηκε. Ο έρωτας είναι το μεγαλύτερο διεγερτικό, και πήραν αρκετή δόση το βράδυ!

Οι επόμενες ημέρες τους έφεραν ακόμα πιο κοντά. Όμως δεν είχαν ολοκληρώσει τη σχέση τους. Κανείς από τους δύο δεν βιαζόταν, καθένας για τους δικούς του λόγους. Η Αρχοντούλα λόγω της φοβίας μήπως κάτι πάει πάλι στραβά, και ο Γιάννης γιατί δεν είχε ακόμα ξεμπλέξει με τη Γαλλιδούλα χορεύτρια που νταραβεριζόταν δυο χρόνια. Αν και ήταν σχεδόν τελειωμένη υπόθεση αφού θα έμενε πια στην Ελλάδα, εξακολουθούσε να τρέφει τρυφερά αισθήματα για εκείνη. Δυο χρόνια ήταν ο άνθρωπος του, το αποκούμπι του. Μπορεί να μην ήταν ο μεγάλος έρωτας, αλλά πέρασαν όμορφα μαζί. Της είχε στείλει ένα γράμμα που της εξηγούσε την κατάσταση και περίμενε την απάντηση που θα τον έβγαζε από το αδιέξοδο.


Για την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1934, η κοινότητα αποφάσισε να κάνει ένα βραδινό γλέντι στην αίθουσα εκδηλώσεων του δημοτικού σχολείου. Όχι τίποτα εξεζητημένο, δυο τρεις μουσικοί, λίγοι δίσκοι στο γραμμόφωνο και άφθονο κρασί.. Τα φαγητά θα τα ετοίμαζαν οι ίδιοι οι καλεσμένοι και θα μοιραζόντουσαν σε όλους.

Ο Γιάννης είχε κατέβει στην Αθήνα δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα για δουλειές όπως είπε, χωρίς παραπάνω διευκρινήσεις. Αυτές οι δουλειές για την Αρχοντούλα ήταν ένα σκοτεινό σημείο που έπρεπε να ξεκαθαρίσει. Της είχε υποσχεθεί πως θα γύριζε αν όχι την προπαραμονή, την παραμονή σίγουρα.

Πάντως η παραμονή έφτασε, η ώρα πλησίαζε πέντε το απόγευμα και το τελευταίο λεωφορείο απ την Αθήνα είχε ήδη φτάσει, χωρίς το Γιάννη μέσα. Η Αρχοντούλα γύρισε σπίτι με την καρδιά ραγισμένη. Την είχε γελάσει! Δεν είχε σκοπό να αφήσει τη Αθήνα για να περάσει τη βραδιά του στη μίζερη επαρχία. Κι αυτή είχε στηρίξει τόσα σ΄αυτή τη νύχτα! 

Έβαλε φαγητό στη μητέρα της και βγήκε στην αυλή να φέρει ξύλα για το τζάκι. Δίπλα του θα περνούσε κι αυτή την Πρωτοχρονιά, όπως ακριβώς και τις προηγούμενες. Κρίμα που πίστεψε πως αυτή θα ήταν διαφορετική!

Η κόρνα ενός αυτοκινήτου την ξάφνιασε. Αυτοκίνητο στο χωριό δεν είχε κανείς και εξαιρετικά σπάνια κάποιο εμφανιζόταν κι αυτό περαστικό.

Αν όμως ξαφνιάστηκε με την κόρνα, το σοκ που έπαθε μόλις είδε τον οδηγό δεν περιγράφεται! Ο Γιάννης αυτοπροσώπως! Ντυμένος με σπορ ρούχα, κασκέτο και κασκόλ στο λαιμό, της χαμογελούσε μέσα από το τζάμι.

Έτρεξε προς το μέρος του και εκείνος κατέβηκε και την αγκάλιασε.

«Πίστεψες πως δεν θα έρθω, έτσι δεν είναι;», τη ρώτησε δήθεν με παράπονο.

«Δεν είχα δίκιο να το πιστεύω», του απάντησε με ερώτηση, «Πως μπορούσα να φανταστώ ότι θα ερχόσουν με αυτοκίνητο! Ελπίζω να μην το έκλεψες!», κατέληξε καχύποπτα.

Σκασμένος στα γέλια την καθησύχασε. «Φαίνομαι για τέτοιος άνθρωπος γλυκιά μου: Είναι του Διπλωματικού σώματος. Υπηρεσιακό!».

«Και…», ξεκίνησε να ρωτήσει η Αρχοντούλα, αλλά ο Γιάννης την πρόλαβε. «Αυτή είναι η δουλειά μου. Ανήκω στο σώμα και στη Γαλλία ήταν η πρώτη μου αποστολή Διοικητικός υπάλληλος στην πρεσβεία μας. Τώρα πήρα προαγωγή και με ετοιμάζουν για πρόξενο. Μένει μόνο να μάθω το που!».

Κεραυνός να κτυπούσε την Αρχοντούλα, λιγότερο θα την επηρέαζε. Η χαρά που πήρε με τον ερχομό του, μεταβλήθηκα σε απόγνωση με τα λόγια του. Δηλαδή σε λίγες μέρες θα έφευγε και δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ! Για άλλη μια φορά ο Γιάννης καθησύχασε τους φόβους της.

«Εννοείται πως μαζί θα πάμε, όπου πάμε! Αφού θα παντρευτούμε, έτσι δεν είναι;».

Τέτοια πρόταση γάμου μάλλον δεν την περίμενε. Τελικά όλο εκπλήξεις της επεφύλασσε αυτή η ημέρα!

«Και η μάνα;», ρώτησε με αγωνία.

«Μαζί μας βέβαια! Θέλει και ρώτημα!».

«Πάμε να της πεις μια καλησπέρα», τον παρότρυνε. «Της κάνει καλό όταν σε βλέπει.».

Οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη εκείνη τη νύχτα. Είχε φροντίσει ο Γιάννης γι αυτό. Δίσκους ευρωπαϊκούς με βαλς, ταγκό και φοξ ανγλέ είχε φέρει, κονσέρβες γαλλικές με πατέ, μέχρι και τρεις σαμπάνιες απ τις πιο ακριβές! Άσχετα αν οι τελευταίες μάλλον δεν ενθουσίασαν τους προσκεκλημένους εκτός από τον δάσκαλο και τον ενωμοτάρχη που τις τίμησαν δεόντως! 

Το γλέντι κράτησε ως τις τέσσερις τα ξημερώματα. Ο Γιάννης έκλεψε τις εντυπώσεις χορεύοντας με την Αρχοντούλα σχεδόν ασταμάτητα βαλς και ταγκό. Αριστοτεχνικές φιγούρες που η Αρχοντούλα ακολουθούσε με δυσκολία, έκαναν τους καλεσμένους να χειροκροτούν αφήνοντας επιφωνήματα επιδοκιμασίας. «Πως φαίνεται ο κοσμοπολίτης άνθρωπος!», τον φιλοφρόνησε ο πρόεδρος την ώρα που τους αποχαιρετούσε.

«Και τώρα;», ρώτησε ο Γιάννης που βρισκόταν σε κατάσταση αν όχι μέθης, τουλάχιστον ευθυμίας.

«Τώρα θα πρέπει να ανταλλάξουμε δώρα! Έτσι δεν επιβάλει το έθιμο;», απάντησε με ένα πονηρό χαμόγελο.

Η ζαλάδα απ το κρασί δεν επέτρεψε στο Γιάννη να πιάσει με την πρώτη το υπονοούμενο. Έτσι την πρωτοβουλία ανέλαβε η Αρχοντούλα. Τραβώντας τον απ το χέρι τον οδήγησε μέχρι το κοινοτικό γραφείο. Εκεί επιτέλους έσμιξαν για πρώτη φορά. Και δεύτερη, και τρίτη!. Ίσως αν δεν άκουγαν τις καμπάνες που καλούσαν τους πιστούς στην Πρωτοχρονιάτικη λειτουργία να συνέχιζαν μέχρι να εξαντληθούν εντελώς! 

Ανοιχτόμυαλος και με προοδευτικές ιδέες ο Γιάννης δεν παραξενεύτηκε που δεν τη βρήκε παρθένα. Όμως η περιέργεια τον έκανε να ρωτήσει το ποιος ήταν ο τυχερός που πρωτογεύτηκε τα κάλλη της.

«Είναι μια θλιβερή ιστορία που έχω κρύψει στα βάθη του μυαλού μου!», του απάντησε με ειλικρίνεια. «Αυτό που μπορώ μόνο να σε διαβεβαιώσω είναι πως δεν ήταν αποτέλεσμα αγάπης»

Δεν επέμενε ο Γιάννης. Ήταν σίγουρος πως θα έπαιρνε τις απαντήσεις, όταν εκείνη θα αισθανόταν έτοιμη για εξομολογήσεις.

Τις πέντε μέρες που έμεινε ο Γιάννης στη Θήβα, έκαναν ασταμάτητα έρωτα. Στους αγρούς, στο σπίτι όταν έλειπε η μάνα, ακόμα και στο σταύλο του Κοσμά, με θεατή το μουλάρι του! Δεν χόρταιναν να εξερευνούν ο ένας το κορμί του άλλου και να οδηγούνται σε πελάγη ηδονής. Όμως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και όσο κι αν ο Γιάννης θα έλειπε για λίγες μόνο μέρες ο χωρισμός ήταν δύσκολος. Πολύ δύσκολος! Αν δεν υπήρχε το πρόβλημα της μάνας η Αρχοντούλα θα πήγαινε μαζί του χωρίς δεύτερη σκέψη. Και αυτό της έσωσε τη ζωή! Ή μήπως της την κατάστρεψε;

Ανήμερα τα Φώτα της ήρθε το κακό μαντάτο, την ώρα που ο παπάς αγίαζε τα ύδατα. Κομιστής της μαύρης είδησης ο ενωμοτάρχης. Ο Γιάννης ήταν νεκρός! Δέκα χιλιόμετρα έξω από τη Θήβα μια αγελάδα βρέθηκε στο δρόμο του. Στην προσπάθεια να την αποφύγει το αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε στο γκρεμό. Δεν ήταν μεγάλος ο γκρεμός, έξι εφτά μέτρα μόνο , αλλά αυτό δεν έσωσε τον άτυχο οδηγό.

Στο άκουσμα του τραγικού συμβάντος η Αρχοντούλα έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή και σωριάστηκε λιπόθυμη. Είδαν κι έπαθαν να τη συνεφέρουν οι παραβρισκόμενοι, και όταν τα κατάφεραν ήρθαν αντιμέτωποι με την επιθετικότητα της. Όλοι και όλα της έφταιγαν, ακόμα κι ο Θεός που δεν απέτρεψε αυτή την τραγωδία. 

Αλαφιασμένη ξέφυγε από τα χέρια της και έτρεξε ουρλιάζοντας προς το λόφο. Πίσω της έτρεξαν πέντε έξι άνδρες και δυο χωροφύλακες. Ίσα που την πρόλαβαν να μη βουτήξει στο κενό!.Ο ενωμοτάρχης θεώρησε σωστό να την βάλει στο κρατητήριο ώστε να μπορούν να ελέγξουν τις αντιδράσεις της, ώσπου να ηρεμήσει κάπως.

Έτσι και έγινε. Δύο μέρες την κράτησαν εκεί ανεχόμενοι τις υστερικές κραυγές της. Την επομένη του Αη Γιάννη έδειξε να συνέρχεται κάπως. Σταμάτησε να φωνάζει και να μαδάει τα μαλλιά της και έπεσε σε μια κατάσταση σχεδόν απάθειας. Οι χωροφύλακες το θεώρησαν καλό σημάδι και συνοδεία την επέστρεψαν σπίτι.

Η κατάσταση της Αρχοντούλας σαν να ξύπνησε τη μητέρα της. Τη μόνιμα τον τελευταίο καιρό αδιαφορία της για τα καθημερινά αντικατέστησε το πραγματικό ενδιαφέρον για την κόρη της. Μετά από χρόνια πήρε τη ζωή της στα χέρια της. Ή τουλάχιστον το προσπάθησε. Της έφτιαχνε φαγητό, που τελικά πήγαινε στα σκουπίδια, της μιλούσε, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει, την αγκάλιαζε όπως τότε που ήταν μωρό. Ανταπόκριση όμως δεν έπαιρνε. Η Αρχοντούλα είχε πεθάνει εκείνα τα Θεοφάνεια, και τίποτα δεν φαινόταν να την φέρνει πίσω στους ζωντανούς.

Όμως τελικά τίποτα δεν είναι οριστικό. Η καθυστέρηση στην περίοδο της την ξανάφερε πίσω στην πραγματικότητα. Περίμενε κάποιες μέρες να σιγουρευτεί και το ανακοίνωσε στη μητέρα της. Δεν ήταν το καλύτερο που μπορούσε να ακούσει η ταλαίπωρη! Στη μικρή συντηρητική κοινωνία που ζούσαν, μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου, ισοδυναμούσε με διαπόμπευση!

«Τι θα κάνουμε Θεέ μου!», κλαψούρισε. «Τέτοιο σκάνδαλο δεν θα το καταπιεί εύκολα το χωριό!»

«Στο διάολο το κωλοχώρι!», αντέδρασε οργισμένη η Αρχοντούλα. «Το παιδί είναι του Γιάννη και το μόνο που μου απόμεινε από εκείνον! Μη σου μπουν τίποτα ιδέες!»

Υποχώρησε ντροπιασμένη η μάνα κατακρίνοντας τον εαυτό της και μόνο που σκέφτηκε να μην κρατήσουν το μωρό. Δεν έπαψε όμως να ανησυχεί για ότι επρόκειτο να υποστούν εξ αιτίας αυτής της γέννας. 

Ξαφνικά μια σκέψη που της φάνηκε σωτήρια πέρασε απ το μυαλό της. Ο Κοσμάς, χρόνια χήρος και καλόβλεπε την κόρη της. Μεγάλος ξεμεγάλος ήταν μια λύση. Αρκεί να δεχόταν το εξώγαμο.

Η πρώτη αντίδραση της Αρχοντούλας ήταν να γελάσει. Ένα γέλιο πικρό που φανέρωνε την αηδία της στην ιδέα. Η επιμονή όμως της μητέρας άρχισε να κάμπτει την πρώτη της άρνηση. Στο κάτω κάτω η περιουσία του Κοσμά δεν ήταν ευκαταφρόνητη, και η γέννηση του παιδιού θα σήμαινε έξοδα που δεν θα μπορούσαν εύκολα να ανταπεξέλθουν. Μόνο που θα έπρεπε να κάνει έρωτα μαζί του! Πως αλλιώς θα δικαιολογούσε την εγκυμοσύνη; Έφερε στο μυαλό της την εικόνα και της ήρθε εμετός. Αδύνατον να πάει μαζί του! Ίσως να του έλεγαν την αλήθεια και ας έπαιρνε εκείνος την απόφαση.

Κάθετα αντίθετη η μητέρα διαφώνησε με αυτό. Αν δεν συμφωνούσε ο Κοσμάς, θα το έλεγε σε όλο το χωριό. Έκανε μια ακόμη προσπάθεια να την μεταπείσει, μάταιη όμως, η Αρχοντούλα ήταν ανένδοτη.

«Και τότε τι θα γίνει;», τη ρώτησε άγρια.

«Θα φύγουμε. Θα κατέβουμε στην Αθήνα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων! Εκεί κανείς δεν θα ασχολείται μαζί μας!».

«Και πως θα ζήσουμε κόρη μου; Με τι λεφτά;», αντέτεινε λογικά η μάνα.

«Έχω λίγες οικονομίες από τη δουλειά, θα πουλήσουμε και τα λίγα χρυσαφικά μας, θα μας βγάλουν μέχρι να βρω δουλειά», της απάντησε αποφασιστικά.

Και έτσι έγινε. Δυο βδομάδες μετά ξεκινούσαν για την πρωτεύουσα ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον  


Ευτυχώς όλα πήγαν καλά από την αρχή της άφιξης τους. Ψάχνοντας για ένα μικρό σπίτι να νοικιάσουν κτύπησαν αρκετές πόρτες. Σε μια από αυτές βρήκαν αυτό που έψαχναν. Και πολύ περισσότερα! Η εύπορη οικογένεια που κατοικούσε στο διώροφο αρχοντικό έψαχνε υπηρέτριες και μαγείρισσα. Τις προσέλαβαν αμέσως και έτσι απέφυγαν και το έξοδο του ενοικίου και του φαγητού ακόμα. Η ζωή μάλλον άρχιζε να τους δείχνει το καλό της πρόσωπο!

Σε οκτώ μήνες, στις αρχές Οκτώβρη του 1934 ερχόταν στον κόσμο το κοριτσάκι της Αρχοντούλας. Όμορφο σαν τους γονείς του, όμως το σκυθρωπό πρόσωπο της μαμής προοιώνιζε κακές ειδήσεις. «Να το πάτε να το δει γιατρός», τις συμβούλεψε. «Έκανε αρκετή ώρα μέχρι να κλάψει. Μπορεί να μην συμβαίνει τίποτα, αλλά καλό είναι να είμαστε σίγουροι».

Δυστυχώς οι υποψίες της μαμής επιβεβαιώθηκαν και από το γιατρό. Μη αναστρέψιμη βλάβη στον εγκέφαλο του μωρού, προκάλεσε η έλλειψη οξυγόνου τα πρώτα λεπτά της ζωής του. 

Με κλάματα και οδυρμούς υποδέχθηκαν οι δυο γυναίκες τα μαύρα νέα. Η κατάρα που βάραινε τις ζωές τους, κτύπησε τώρα και το μικρό αγγελούδι. Ευτυχώς τα αφεντικά αγάπησαν το άτυχο πλάσμα και το ανέλαβαν υπό την προστασία τους, αποτρέποντας κάθε κακή σκέψη που θα μπορούσε να περάσει από τα μυαλά τους.

Στο χρόνο επάνω καινούργια βάσανα τους περίμεναν. Πηγαίνοντας η Αρχοντούλα στο μπακάλικο για τα ψώνια της ημέρας έκανε την αποκοτιά να βάλει κάτω από τη μπλούζα της ένα μπουκαλάκι με άρωμα. Για κακή της τύχη ο μικρός του μαγαζιού την είδε και έβαλε τις φωνές. Σε λίγη ώρα δυο χωροφύλακες την οδηγούσαν στο σταθμό της χωροφυλακής για τα περαιτέρω. Εξακρίβωση στοιχείων, αποτυπώματα, όλα αυτά που προβλέπονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο μπακάλης επέμενε στη μήνυση και οι χωροφύλακες ετοίμασαν την αναφορά για το δικαστήριο. Με την παρέμβαση της γυναίκας του αφεντικού απέφυγε τα χειρότερα. Έπεισε το μπακάλη να αποσύρει τη μήνυση με μια καλή αποζημίωση και η Αρχοντούλα τη γλύτωσε με μια αυστηρή επίπληξη και την προειδοποίηση πως αν επαναληφθεί κάτι τέτοιο δεν την σώζει ούτε ο Πάπας, όπως χαρακτηριστικά της είπε ο αξιωματικός υπηρεσίας.

Το περιστατικό ξεχάστηκε γρήγορα γιατί η Αρχοντούλα δεν είχε δείξει παρόμοια συμπεριφορά στο σπίτι, και όλοι το απέδωσαν σε μια κακιά στιγμή. Εκείνη έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να δικαιώσει την εμπιστοσύνη τους. Υπόδειγμα υπηρέτριας και όχι μόνο. Πρόσεχε τα παιδιά και τα βοηθούσε στα μαθήματα τους, ακόμη φρόντιζε και τον κήπο που έγινε το καύχημα της περιοχής. Όσο για προσωπική ζωή, αυτή ήταν ανύπαρκτη. Μετά το θάνατο του Γιάννη το όποιο ενδιαφέρον της για τους άντρες έπαψε να υπάρχει. Και η γέννηση του άρρωστου παιδιού επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Υπήρχαν μέρες που καταριόταν την ώρα που δεν άκουσε τη μάνα της να ρίξει το παιδί. Κι άλλες πάλι που έβλεπε στα μάτια του που την κοιτούσαν τον ίδιο τον τόσο άδικα χαμένο της έρωτα. Πόσο θα ήθελε να μπορέσει κάποτε να της μιλήσει, να της γελάσει, να την πει μαμά! Όμως τίποτα από αυτά δεν θα συνέβαινε ποτέ. Θα έμενε για πάντα σαν ένα σκυλάκι του καναπέ. Ή μάλλον πολύ χειρότερα το ταΐζεις τρώει. Δεν το προσέχεις, ούτε που το καταλαβαίνει. 

Και η μάνα άρχισε πάλι τα ίδια. Με το ζόρι μαγείρευε και ύστερα όλη την υπόλοιπη μέρα καθόταν στην πολυθρόνα άπραγη. Πολλές φορές δεν ήξερες αν ζει ή πέθανε. Η συζήτηση μαζί της είχε γίνει πια πολύ δύσκολη. Μονολεκτικές απαντήσεις κι αυτές όταν διατηρούσε κάποια επαφή με το περιβάλλον. Για καλή τους τύχη τα αφεντικά ήταν καλοί άνθρωποι και δεν τους πέταξαν με τις κλωτσιές από το σπίτι, γιατί στην ουσία χάρη τους έκαναν. Όσο κι αν η Αρχοντούλα προσπαθούσε να καλύψει τις ελλείψεις της μάνας, το σπίτι ήταν τεράστιο και οι ανάγκες για τέσσερα άτομα που έπρεπε να εξυπηρετήσει ήταν πολύ μεγάλες. Χώρια που είχε και την κόρη της να νταντεύει. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα Χριστούγεννα θα έδιναν δεξίωση στο σπίτι με είκοσι καλεσμένους. Βέβαια θα έπαιρναν κι άλλο βοηθητικό προσωπικό εκείνες τις ημέρες, αλλά και πάλι τα περισσότερα από τα χέρια της θα περνούσαν.

Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων ένας πανικός επικρατούσε σε όλους τους χώρους του σπιτιού. Κυρίως η κουζίνα θύμιζε πολύβουο μελίσσι. Τρεις γυναίκες καθάριζαν λαχανικά και πατάτες, άλλες δυο ετοίμαζαν τα αρνιά και τα γουρούνια για το φούρνο και η μάνα σε μια από τις σπάνιες εκλάμψεις της τύλιγε ντολμαδάκια. Η Αρχοντούλα επέβλεπε τα πάντα και παράλληλα ετοίμαζε τις σαλάτες και τα ορεκτικά. 

Στις επτά το βράδυ όλα ήταν υπό έλεγχο. Αφού σιγουρεύτηκε πως τα πάντα ήταν εντάξει ανέβηκε στο δωμάτιο της για ένα μπάνιο. Η κόρη της ξαπλωμένη στην κούνια κοιτούσε το ταβάνι, πράγμα που άλλωστε έκανε τις περισσότερες ώρες της ημέρας.

Αφού τελείωσε το μπάνιο, στέγνωσε τα μαλλιά και τα κτένισε κάνοντας ένα όμορφο κότσο που στερέωσε με ένα ασημένιο κτενάκι. Αυτό ταίριαζε πολύ με το σατέν μαύρο φόρεμα με πούλιες που ήταν το δώρο των αφεντικών για την ημέρα.

Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και το αποτέλεσμα την ικανοποίησε απόλυτα. Θα μπορούσε να σταθεί άξια ανάμεσα στους εκλεκτούς καλεσμένους. Δύο βουλευτές και τρεις πρέσβεις με τις συζύγους τους και κάποιοι άλλοι επώνυμοι που δεν έμαθε ποιοι.

Στις εννέα έφτασαν οι πρώτοι καλεσμένοι και η Αρχοντούλα τους υποδέχθηκε με μια βαθιά υπόκλιση και αφού πήρε τα παλτά τους τούς οδήγησε στο σαλόνι, όπου το τεράστιο τζάκι ανέδιδε μια γλυκιά θαλπωρή.

Σε λίγο ο χώρος ήταν γεμάτος από καλοντυμένους αστούς που απολάμβαναν το ποτό τους συζητώντας χαμηλόφωνα. Τελευταίοι έφτασαν ένα ζευγάρι μεσήλικες που δεν έδειχναν να ταιριάζουν με τους υπόλοιπους. Τα ρούχα τους δεν είχαν τίποτα από την πολυτέλεια των άλλων αν και ήταν προσεκτικά διαλεγμένα. Η οικοδέσποινα τους υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, και ήταν οι μόνοι που αγκάλιασε θερμά.

«Ξαδέλφη!», καλωσόρισε τη νεοφερμένη. «Μόνη σου ήρθες; Τα παιδιά;».

«Τα παιδιά έχουν τις δικές τους παρέες!», της απάντησε χαμογελώντας. «Τι δουλειά έχουν με μας τους γέρους!».

Ξαδέλφη, σκέφτηκε η Αρχοντούλα. Έτσι εξηγείται η οικειότητα.

Κοίταξε προς το μέρος της μητέρας της που καθόταν παράμερα σαν φτωχός συγγενής και την είδε παραξενεμένη να κοιτάζει επίμονα την ξαδέλφη. Κι αυτό δεν ήταν βλέμμα περιέργειας αλλά μάλλον τρόμου! Τον ίδιο που αντίκρισε και στα μάτια της γυναίκας όταν διασταυρώθηκαν οι ματιές τους με τη μάνα. Η ξαδέλφη την πλησίασε διστακτικά για να βεβαιωθεί πως ήταν αυτή που υποψιαζόταν. «Αργυρώ!», της είπε με έκπληξη. «Εσύ είσαι;».

Η μητέρα στριφογύρισε στην καρέκλα της σαν παγιδευμένο αγρίμι. Μόνο αυτή τη συνάντηση δεν έβαζε στο μυαλό της. Όλα θα κατέρρεαν αν άρχιζαν οι αποκαλύψεις. Σηκώθηκε αργά και έσκυψε στο αυτί της γυναίκας. «Εγώ είμαι.», της είπε» κι εκείνη είναι η κόρη μου. Προς Θεού μην καταλάβει τίποτα!».

Πανέξυπνη η ξαδέλφη τα μπάλωσε αμέσως. Με τη μητέρα σου δουλεύαμε μαζί στο εργοστάσιο λίγα χρόνια πριν γεννηθείς!», στράφηκε προς την Αρχοντούλα «Μικρός που είναι ο κόσμος! Αν ποτέ χρειαστείς κάτι παιδί μου έλα να με βρεις, θα χαρώ να βοηθήσω!». Η Αρχοντούλα κοίταξε τη μάνα της που είχε πανιάσει. «Ευχαριστώ απάντησε τελικά. «Προς το παρόν εδώ είμαστε μια χαρά. Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή.!».

Αργά τα ξημερώματα άρχισαν να φεύγουν οι καλεσμένοι και άρχιζε το μαρτύριο του συμμαζέματος. Τους πήρε πάνω από πέντε ώρες να φέρουν το σπίτι σε κάποιο λογαριασμό και αφού έφυγαν και οι υπηρέτες, έπεσαν εξουθενωμένες για ύπνο.

Μόνο μια ερώτηση πρόλαβε να κάνει η Αρχοντούλα στην Αργυρώ. Γιατί τρόμαξε τόσο από την εμφάνιση της ξαδέλφης. Αντί για ξεκάθαρη απάντηση πήρε ένα γρίφο. «Θα μάθεις όταν πεθάνω!», και κλείνοντας τα μάτια σταμάτησε εκεί την κουβέντα, παρά τις προσπάθειες της Αρχοντούλας να ψαρέψει κάτι περισσότερο.

Ούτε τις επόμενες ημέρες κατάφερε κάτι, καθώς η Αργυρώ έδειχνε σημάδια επιδείνωσης. Ο γιατρός που κάλεσαν συνέστησε άμεσα τη μεταφορά της στο νοσοκομείο. Στο ασθενοφόρο έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό, και τρεις ώρες μετά, ένα δεύτερο στο νοσοκομείο, έκοψε το νήμα της ζωής της.

Η Αρχοντούλα την πένθησε σαράντα μέρες και ύστερα πήρε την απόφαση να φύγει από το αρχοντικό. Είχε ήδη φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα και θα αναζητούσε καλύτερη τύχη, για μια πιο υποφερτή ζωή. Για ευτυχισμένη ζωή, ούτε που το σκεφτόταν. Δεν ήταν γεννημένη για κάτι τέτοιο.

Τα αφεντικά της προσπάθησαν να την μεταπείσουν με κάθε τρόπο. Είχαν αγαπήσει και την ίδια και την κορούλα της, και άλλωστε ήταν τόσο ευχαριστημένες από τη δουλειά της. Όμως η απόφαση της ήταν αμετάκλητη. Θα έπεφτε στα βαθιά και όπου ήθελε ας βγει! Πρώτα όμως έπρεπε να επισκεφτεί την ξαδέλφη της αφεντικίνας. Επιτέλους ήλθε η ώρα να μάθει τα μυστικά που κρύβει αυτή η γυναίκα, και τώρα δεν υπήρχε το εμπόδιο της μητέρας. 


___________


     ΑΘΗΝΑ1975

Το τηλεφώνημα του πατέρα δεν άφηνε πολλά περιθώρια στον Αντώνη. Η κατάσταση της μητέρας δεν ήταν και πολύ καλή. Ο γιατρός υποψιαζόταν νεφρική ανεπάρκεια και ζήτησε να εξεταστεί από νεφρολόγο. Ξεκίνησε με ένα βάρος στην ψυχή. Την αγαπούσε τη μάνα του. Ίσως με τον πατέρα να είχε ένα πιο εγκεφαλικό δεσμό, όμως εκείνη  ήταν το συναισθηματικό του δέσιμο, παρόλο που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα εκδηλωτική μαζί του. Ο Αντώνης το απέδιδε στις δυο αποβολές που έκανε μετά τη δική του γέννηση. 

Έφτασε στο πατρικό της Βερανζέρου και κοίταξε με νοσταλγία την αυλή που πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από τότε πολλά άλλαξαν βέβαια, καθώς τώρα το φρόντιζε κηπουρός και όλα έδειχναν πιο ζωντανά. Ακόμα και η γέρικη μουριά φαινόταν να ξανάνιωσε. 

Μπήκε στο σπίτι σκουπίζοντας τα πόδια στο χαλάκι της εισόδου. Οι γονείς του σχολαστικοί με την καθαριότητα δεν ανέχονταν ούτε κόκκο σκόνης, πόσο μάλλον χώματα και λάσπες. Η μητέρα καθόταν στην άνετη πολυθρόνα του σαλονιού και έπλεκε. Πάντα τη θυμόταν να πλέκει ο Αντώνης και απορούσε που διάολο πήγαιναν όλα αυτά τα πλεκτά. Έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο και εκείνη ανταπέδωσε τον ασπασμό.

«Πρέπει να μάθεις ότι πεθαίνω για να έρθεις να με δεις!», του παραπονέθηκε.

«Έλα ρε μάνα!», της απάντησε αγκαλιάζοντας την «Πως σου αρέσει να υπερβάλλεις!».

Ο πατέρας βημάτιζε νευρικός με το τσιγάρο στο χέρι. Έδειχνε αρκετά καταβεβλημένος από την τελευταία φορά που τον είδε ο Αντώνης. Η υγεία της μάνας τον είχε επηρεάσει και αυτό φαινόταν ξεκάθαρα.

«Θα πιείς καφέ ή προτιμάς ένα χυμό», τον ρώτησε 

«Μια μπύρα θα ήταν πολύ καλύτερη!», του απάντησε. «Μισή-μισή!».

Ο πατέρας φώναξε την υπηρέτρια να δώσει την παραγγελία.

«Μυρτώ! Έλα κορίτσι μου σε παρακαλώ!».

Ο αιώνια ευγενικός κύριος Δημήτρης, σκέφτηκε ο Αντώνης. Πάντα με τον καλύτερο τρόπο μιλούσε ακόμα και σε πολλούς που δεν το άξιζαν!

Η Μυρτώ μπήκε και μόλις είδε τον Αντώνη, χαμογέλασε. «Τι κάνετε κύριε;», τον ρώτησε «Καιρό έχουμε να σας δούμε».

  Τα μαύρα ρούχα που φορούσε έκαναν εντύπωση στον Αντώνη. Σχεδόν καλοκαίρι ακόμα και πάντως δεν ήταν το αγαπημένο της χρώμα από όσο θυμόταν.

«Έχασε τον πατέρα της πρόσφατα», του εξήγησε ο πατέρας, αφού η Μυρτώ πήγε στην κουζίνα να φέρει την μπύρα..

«Πέθανε ο Θύμιος;», έκανε έκπληκτος ο Αντώνης.

«Στην πραγματικότητα είχε πεθάνει καιρό», απάντησε με θλίψη. «Τώρα απλά ήρθε και ο βιολογικός θάνατος. Τον έπνιξαν σαν το σκυλί στο λιμάνι στον Πειραιά. Εκεί έμενε από τότε που τον έδιωξα.».

 Ο Αντώνης τινάχτηκε σαν να τον κτύπησε το ρεύμα. Ώστε ο Θύμιος ήταν ο Ήφαιστος; Δεν γνώριζε καν πως δεν δούλευε πια για τον πατέρα του. Αν δεν είχε τα μαλλιά και τα μούσια, θα τον είχε αναγνωρίσει σίγουρα, και τουλάχιστον θα έλεγαν το όνομα του στην κηδεία και όχι απλά «τον δούλο Σου».

«Την Κυριακή είναι το μνημόσυνο του», συνέχισε ο πατέρας πίνοντας μια γουλιά από τη μπύρα. «Σε μια εκκλησία στη Δραπετσώνα. Ένας παλαιοημερολογίτης παπάς το έχει αναλάβει, ο ίδιος που τον κήδεψε». 

«Εγώ έκανα τη νεκροτομή!», είπε λυπημένος. «Όμως ήταν αδύνατο να τον αναγνωρίσω έτσι που είχε αλλάξει!».

Ο πατέρας ήταν φανερό πως δεν ήθελε να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση. Ίσως οι τύψεις πως δεν προστάτεψε τον Θύμιο όταν είχε ανάγκη από βοήθεια, ίσως η υγεία της γυναίκας του, τον έκαναν να αισθάνεται άβολα, και ο Αντώνης το κατάλαβε και σταμάτησε τις αναφορές στο θέμα. Από εκεί και πέρα, η κουβέντα περιστράφηκε γύρω απ΄την μητέρα και το πώς έπρεπε να χειριστούν την κατάσταση από εδώ και πέρα. Ο Αντώνης θεώρησε πως το καλύτερο θα ήταν να γίνει εισαγωγή στο νοσοκομείο για να έχει την περίθαλψη που χρειαζόταν. Θα το κανόνιζε με τον Μάνο να μπει το συντομότερο δυνατό.   

Προτίμησε να τον δει από κοντά και έτσι κατευθύνθηκε προς τον Ευαγγελισμό. Είχαν καιρό να βρεθούν και αυτό ήταν καλύτερο από ένα τυπικό τηλεφώνημα. Για κακή του τύχη το νοσοκομείο εφημέρευε και όλοι οι χώροι ήταν γεμάτοι ασθενείς που περίμεναν να εξεταστούν. Αν και φοβόταν πως ο Μάνος θα ήταν πολύ απασχολημένος ανέβηκε στη Παθολογική μήπως τελικά τον πετύχει σε κάποιο διάλειμμα. Στο γραφείο των γιατρών δεν ήταν κανείς και γι αυτό απευθύνθηκε στην προϊσταμένη για πληροφορίες. Εκείνη τον ενημέρωσε πως ο Μάνος ήταν στην εντατική για έναν εμφραγματία που έφεραν πριν από λίγο.

Απόμεινε διστακτικός στο αν έπρεπε να φύγει ή να περιμένει λίγο. Τελικά κατέληξε στο δεύτερο. Κάθισε στο σαλονάκι του ορόφου και έπιασε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό που ήταν παρατημένο στο τραπεζάκι. Δεν θα είχα περάσει δέκα λεπτά όταν είδε το Μάνο να πλησιάζει το γραφείο. Έτρεξε και τον πρόλαβε πριν φύγει πάλι.

«Αυτό είναι από τα άγραφα!», έκανε έκπληκτος ο γιατρός. «Μόλις ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω!».

«Για κάποιο συγκεκριμένο λόγο ή εθιμοτυπικά;», τον ρώτησε.

«Φέρανε τον μπάρμπα Νίκο με βαρύ έμφραγμα! Υπέθεσα πως θα σε ενδιέφερε!».

«Ασφαλώς και με ενδιαφέρει! Πως είναι;».

«Προς το παρόν τον σταθεροποιήσαμε αλλά φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρει!». 

«Μπόρεσε να σου μιλήσει;».

«Αμφιβάλω αν με αναγνώρισε καν! Ήρθε σε πολύ άσχημη κατάσταση και τώρα είναι σε καταστολή.».

«Ήρθε κανείς μαζί του;».

«Η κόρη του. Η καημένη μοιάζει χαμένη. Πρώτη φορά κατεβαίνει στην Αθήνα και ήρθε για τον λάθος λόγο.».

Ο Αντώνης εξήγησε βιαστικά το λόγο της επίσκεψης του και πήρε τη διαβεβαίωση ότι θα έκαναν εισαγωγή τη μητέρα του στην επόμενη εφημερία.

«Μόνο να μου το ξαναθυμίσεις», του υπενθύμισε. «Με τόσα στο κεφάλι μου υπάρχει φόβος να το ξεχάσω!». 

Αποχαιρετίστηκαν με μια θερμή χειραψία και ο Αντώνης πήγε προς το ασανσέρ, ενώ ο Μάνος έφυγε για κάποιο δωμάτιο που η προϊσταμένη τον ειδοποίησε για πρόβλημα με μια ασθενή.

Ξαφνικά ο Αντώνης θυμήθηκε την καρφίτσα που βρήκαν στο σπίτι της Αρχοντούλας. Από τότε την είχε ο ίδιος και αυτό δεν το θεωρούσε σωστό, για ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας που δεν του ανήκε. Έκανε να γυρίσει πίσω να το συζητήσει με τον Μάνο, όμως εκείνη τη στιγμή το ασανσέρ σταμάτησε στον όροφο. «Δε βαριέσαι», σκέφτηκε. «Σε δυο τρεις μέρες θα τον ξαναδώ και θα τα πούμε». 

Κατέβηκε στο μπαρ και αισθάνθηκε την ανάγκη για ένα κρύο καφέ. Η αίθουσα ήταν γεμάτη και αφού πήρε τον καφέ βγήκε έξω. Δεν είχε προλάβει να πιεί δυο γουλιές όταν μια κοπέλα έπεσε αφηρημένη επάνω του. Ο καφές του έπεσε στο πάτωμα πιτσιλίζοντας το παντελόνι του με καφέ κηλίδες. Ήταν έτοιμος να την κατσαδιάσει, όταν κοιτώντας την είδε την απέραντη θλίψη στα βουρκωμένα μάτια της.

«Συγγνώμη!», ψέλλισε εκείνη με ντροπή. «Σας έκανα χάλια!».

Ο Αντώνης έβρισε μέσα του τον εαυτό του που σκέφτηκε να τη μαλώσει. Η κοπέλα έδειχνε να μην ξέρει που πατά και που βρίσκεται.

«Δεν πειράζει παιδί μου!», την παρηγόρησε. «Έτσι κι αλλιώς θα το πήγαινα καθαριστήριο!». 

«Ξέρετε», συνέχισε με σβησμένη φωνή, «Έφεραν τον πατέρα μου το πρωί από την Αίγινα με έμφραγμα και οι γιατροί δεν μου τα λένε και πολύ καλά. Μου τα μασάνε! Γι αυτό είμαι έτσι αναστατωμένη!».

«Είσαι η κόρη του Μπάρμπα Νίκου;», τη ρώτησε ο Αντώνης έκπληκτος.

«Μάλιστα.», του απάντησε εκείνη. «Γνωρίζετε τον πατέρα μου;».

«Είναι μεγάλη ιστορία κοπέλα μου. Ναι τον γνωρίζω και τον συμπαθώ πολύ. Μη φοβάσαι είναι σε πολύ καλά χέρια εδώ!» Σταμάτησε και της έδωσε ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα μάτια της. «Λοιπόν», συνέχισε. «Μιας και είσαι κόρη του φίλου μου θα χαρώ να σε φιλοξενήσω μέχρι να γίνει καλά ο μπαμπάς. Άλλωστε το επισκεπτήριο στην εντατική επιτρέπεται μόνο μισή ώρα και δεν υπάρχει λόγος να ξεροσταλιάζεις περιμένοντας άδικα. Ότι συμβεί θα μας ειδοποιήσουν Ο διευθυντής της κλινικής είναι κουμπάρος μου και έχει το τηλέφωνό μου».

«Ειλικρινά δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω!», του είπε πνίγοντας ένα λυγμό. «Όμως δεν μπορώ να φύγω από εδώ. Πριν καμιά ώρα έγινε ένα περιστατικό που με αναστάτωσε. Ένας μεσήλικας κύριος ήρθε στον προθάλαμο της εντατικής και ρωτούσε περίεργα πράγματα σχετικά με τον πατέρα μου.».

«Όπως;», ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Αντώνης.

«Αν ήρθε μόνος στο νοσοκομείο ή αν τον συνόδευε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Εντελώς άσχετη ερώτηση όμως επέμενε στην άρνηση της νοσοκόμας να του απαντήσει, αφού δεν ήταν συγγενής. Φοβάμαι πως σίγουρα δεν είχε έρθει για καλό!».

Ο Αντώνης απέμεινε για λίγο σιωπηλός δουλεύοντας στο μυαλό του την παράξενη πληροφορία. Ποιος και γιατί ενδιαφερόταν στην Αθήνα για έναν αγρότη από την Αίγινα, που ζήτημα αν είχε έρθει δυο τρεις φορές στην πρωτεύουσα; Και γιατί τον συνέδεε με την ηλικιωμένη γυναίκα. Πως γνώριζε την ύπαρξη της;

«Σίγουρα δεν τον έχεις ξαναδεί αυτό τον τύπο;», τη ρώτησε σχεδόν βέβαιος για την απάντηση.

«‘Όχι ποτέ!», τον διαβεβαίωσε. «Άλλωστε  έχει τόσο χαρακτηριστική φυσιογνωμία που δύσκολα ξεχνιέται. Το πάνω χείλος του έχει μια ουλή και το δεξί του μάτι μάλλον ψεύτικο. Εμένα πάντως μου ενέπνευσε φόβο!».

Ανάτρεξε στις μνήμες του μήπως θυμηθεί κάποιον να ταιριάζει στην περιγραφή, αλλά δεν βρήκε κανένα. Αν οι φόβοι της μικρής είχαν βάση, τότε κινδύνευε ο Μπάρμπα Νίκος περισσότερο ίσως κι απ το έμφραγμα! Αν όμως δεν ενδιαφερόταν τόσο για το γέρο όσο για την ηλικιωμένη γυναίκα τότε τα πράγματα γίνονταν πιο περίπλοκα. Η Αρχοντούλα θα ήταν αυτή που κινδυνεύει!

«Εσύ έχεις στο μυαλό για ποια γυναίκα ρωτούσε;», απευθύνθηκε στο κορίτσι.

«Η μόνη γυναίκα που είχε κάποια σχέση ο πατέρας μου ήταν η Αρχοντούλα. Μια δυστυχισμένη ύπαρξη που τη φρόντιζε όσο μπορούσε. Αν και έχει κανένα μήνα που έφυγε από την Αίγινα. Γιατί να ρωτάει γι αυτήν ο άγνωστος;». 

Έλα ντε!, σκέφτηκε ο Αντώνης χαϊδεύοντας την καρφίτσα που είχε στην τσέπη του. Άραγε μήπως σε αυτή την καρφίτσα κρυβόταν η απάντηση ή έκανε πάλι παράλογους συνειρμούς;

«Να πας επάνω να βρεις τον διευθυντή τον Μάνο Στεργίου. Πες του πως σε στέλνω εγώ και ανέπτυξε του τους φόβους σου. Είμαι σίγουρος πως θα φροντίσει να είναι ασφαλής ο πατέρας σου! Και βέβαια η πρόταση μου για φιλοξενία ισχύει πάντα. Όποτε αισθανθείς την ανάγκη, μη διστάσεις!».

Τον ευχαρίστησε σφίγγοντας το χέρι του με θέρμη, και έτρεξε να κάνει αυτό που της υπέδειξε.

Ο Αντώνης παρέμεινε λίγο στους χώρους του νοσοκομείου μήπως συναντήσει τον παράξενο τύπο, χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.

«Ωραίο ρεπό και σήμερα!», ειρωνεύτηκε μονολογώντας. «Τουλάχιστον έμεινε το βράδυ για λίγη εκτόνωση».


Η συζήτηση με τη Δανάη στην γνωστή πιτσαρία του κέντρου επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην περίπτωση  του Μπάρμπα Νίκου και του άγνωστου άντρα.

Δεν ήταν στις αγαπημένες του γεύσεις η πίτσα, αλλά η Δανάη ξετρελαινόταν με αυτές, οπότε τις έκανε το χατίρι.

«Δηλαδή μου λες να ζητήσουμε φρουρά για το γέρο;», τον ρώτησε μπουκωμένη με ένα τεράστιο κομμάτι πίτσας. «Πρώτον η περιοχή είναι στη δικαιοδοσία της Χωροφυλακής, και μην περιμένεις από τους μπασκίνες να δράσουν, και δεύτερον είναι εντελώς παράλογο να φρουρούν ένα ανήμπορο γέρο επειδή κάποιος ρώτησε γι αυτόν! Το καταλαβαίνεις φαντάζομαι!».

«Και τι προτείνεις λοιπόν;», ρώτησε ανακατεύοντας ανόρεχτα τη σαλάτα του. «Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια;».

«Μάλλον το αντικείμενο του ενδιαφέροντος του άγνωστου πρέπει να είναι η γριά.», απάντησε παίρνοντας με το χέρι ένα δεύτερο κομμάτι. «Αυτήν πρέπει να βρεις γιατί αυτή κινδυνεύει, αν βέβαια έχουν λογική όλα τα παράλογα που σκέφτεσαι!».

«Σε ολόκληρη την Αθήνα και τον Πειραιά;», διαμαρτυρήθηκε. «Ούτε η Ιντερπόλ να ήμουνα!».

«Τότε βασίσου στην καλή σου τύχη! Που ξέρεις, μπορεί να σου χαμογελάσει!». 

Η ειρωνεία της άρχισε να γίνεται εμφανής και ο Αντώνης προτίμησε να μη δώσει συνέχεια. Αυτοί οι μπάτσοι που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα του έσπαγαν τα νεύρα, πριν ακόμα μπλέξει με μια απ αυτούς! Πόσο μάλλον τώρα που ήταν αναγκασμένος να δέχεται στωικά την παντογνωσία της συντρόφου του!

«Θα έρθεις αύριο μαζί μου στο μνημόσυνο;», τη ρώτησε προσπαθώντας να αλλάξει την κουβέντα.

«Αν και δεν τον ήξερα το μακαρίτη, λέω να σου κάνω παρέα, γιατί όλο παραπονιέσαι πως σε παραμελώ!».

Τελείωσαν το δείπνο τους και έφυγαν για κάποιο μπαράκι να συνεχίσουν τη βραδιά τους. Ο Αντώνης πρότεινε τον Πειραιά και το μαγαζί του γιού ενός συναδέλφου, που είχε πολύ καλή φήμη. Χαλαρή μουσική από πιανίστα και μια τραγουδίστρια που όσοι την είχαν ακούσει έλεγαν πως είναι πολύ καλή. Ευκαιρία να βρει και την εκκλησία για να μην ψάχνει το πρωί.

Και ευτυχώς που το έκανε γιατί λίγο το ξενύχτι λίγο το ποτό ξύπνησαν γύρω στις οκτώμισι. Με το ζόρι και τρέχοντας σαν τρελοί έφτασαν στην εκκλησία μόλις τελείωνε η Λειτουργία. Αρκετός κόσμος που την είχε παρακολουθήσει παρέμενε και στο μνημόσυνο. Ανάμεσα τους φυσικά η Μυρτώ και λίγοι άστεγοι που ήρθαν να τιμήσουν το φίλο τους. Εντύπωση έκανε του Αντώνη πως δεν παρευρισκόταν ο πατέρας του. Προφανώς, σκέφτηκε, δεν ήθελε να αφήσει μόνη τη μάνα.

Η εκκλησία σχετικά μικρή, όμως αγιογραφημένη με τέχνη που μαρτυρούσε έμπειρο και με ταλέντο αγιογράφο.

Όταν ο παπά Διονύσης βγήκε στη Ωραία Πύλη για να ξεκινήσει την ακολουθία, ο Αντώνης τσιμπήθηκε για να δει αν είναι ξύπνιος! Ο Παπάς του ονείρου του που μάταια έψαχνε τόσον καιρό, στεκόταν εκεί μπροστά του στα τρία μέτρα. Τελικά η ζωή παίζει τα πιο περίεργα παιχνίδια, συλλογίστηκε, και έσκυψε στο αυτί της Δανάης.

«Το πιστεύεις ή όχι αυτός είναι ο παπάς που ψάχνω!».

Η Δανάη του πίεσε το μπράτσο καθώς τα βλέμματα έπεφταν επάνω τους. 

«Το συζητάμε στο τέλος», του απάντησε επιτιμητικά. «Όλοι μας κοιτάζουν παράξενα!».

Κι όμως αυτή δεν ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη της ημέρας! Γυρίζοντας το βλέμμα στο εκκλησίασμα, πρόσεξε μια γριά που έσβηνε τα κεριά στο μανουάλι. Φορούσε τσεμπέρι και είχε γυρισμένη την πλάτη, όμως ήταν σχεδόν σίγουρος πως δεν του ήταν άγνωστη. Και όταν γύρισε προς το μέρος του μια ανατριχίλα διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πως είναι η Αρχοντούλα, γιατί μόλις μια φορά την είχε δει κι αυτήν από μακριά. Όμως η φυσιογνωμία της του γεννούσε κάτι οικείο. Μια συμπάθεια που ξεπερνούσε τον οίκτο και τον ωθούσε να τρέξει να την αγκαλιάσει!

«Σύνελθε Αντώνη!», παρότρυνε τον εαυτό του. «Ακόμα και να είναι η Αρχοντούλα τίποτα δεν δικαιολογεί τα αισθήματα που μου δημιούργησε η παρουσία της.

Με ένα νόημα έδειξε στη Δανάη πως βγαίνει έξω να πάρει αέρα και την απέτρεψε στη βούληση της να τον ακολουθήσει. 

Άναψε τσιγάρο και κάθισε στο πεζούλι περιμένοντας να τελειώσει το μνημόσυνο. Απορροφημένος στις σκέψεις του άργησε να προσέξει το καλοντυμένο ζευγάρι που εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο ναό. Δεν έμοιαζαν με ανθρώπους της εκκλησίας, μάλλον κάτι παραβατικό του έβγαζε η εικόνα τους. Αν και κομψά και ακριβά ντυμένοι, έδειχναν να μην είναι η συνηθισμένη τους αμφίεση. Αυτοί οι δυο τον απασχόλησαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα, γιατί εκείνη την ώρα η γριά κατέβαινε τις σκάλες πηγαίνοντας προς την αίθουσα που θα δινόταν ο καφές.

Αποφάσισε να το ρισκάρει. «Αρχοντούλα!», της φώναξε με την ελπίδα να ακούσει στο όνομα. Τελικά είχε κάνει λάθος; Η γριά μπορεί να ταλαντεύτηκε λίγο όμως δεν γύρισε ούτε σταμάτησε. Μπήκε στην αίθουσα και ο Αντώνης την ακολούθησε με σκοπό να της ζητήσει συγγνώμη για την παρεξήγηση. Την είδε να ανοίγει το μοναδικό παράθυρο για να αεριστεί ο χώρος.

«Συγγνώμη σας πέρασα για κάποια γνωστή μου», απολογήθηκε.

Εκείνη δεν απάντησε μόνο κούνησε το κεφάλι με συγκατάβαση και βγήκε. Αυτή τη φορά δεν πήγε από πίσω της. Δεν έβρισκε το λόγο να επιμένει στο λάθος του. Τουλάχιστον έμενε ο παπάς και γι αυτόν ήταν απόλυτα σίγουρος!

Βγήκε πάλι στο προαύλιο και ήταν η ώρα καθώς άρχισαν να κατεβαίνουν οι πιστοί για τον καφέ της παρηγοριάς.

«Είσαι καλά παιδί μου;», τον ρώτησε με απορία η Δανάη. «Τι σε έπιασε και έφυγες σαν κυνηγημένος;».

«Με πείραξε το λιβάνι», δικαιολογήθηκε χωρίς να γίνει πειστικός.

«Θα κάτσουμε στον καφέ;», ξαναρώτησε η Δανάη ελπίζοντας σε αρνητική απάντηση.

«Ναι». Είπε αποφασιστικά. «Θέλω να κάνω μια κουβέντα με τον παπά».

«Ωχ Παναγία μου!», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Να δω τι άλλο θα ανεχτώ με σένα που έμπλεξα!».

Ο Αντώνης ήξερε πως δεν εννοούσε αυτά που έλεγε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε του κεφαλιού του και πάντα του συγχωρούσε τις παραξενιές του.  

«Αρχοντούλα!», ακούστηκε δυνατά η φωνή του παπά Διονύση. «Που είσαι ευλογημένη; Περιμένει ο κόσμος τους καφέδες!».

Ο Αντώνης πετάχτηκε ταραγμένος. Ώστε δεν είχε κάνει λάθος! Για κάποιο λόγο η Αρχοντούλα δεν ήθελε να επιβεβαιώσει την ταυτότητα της. Περίμενε να απαντήσει στις εκκλήσεις του παπά, όμως εκείνη ήταν άφαντη! Τελικά τους καφέδες τους ανέλαβαν δυο άλλες κυρίες με τον παπά να αναρωτιέται τι στο καλό συμβαίνει.

Πήραν τις θέσεις τους κοντά στη Μυρτώ, άλλωστε ο Αντώνης θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να θεωρηθεί συγγενής. Δεν έβρισκε όμως το λόγο γιατί το περίεργο ζευγάρι ήρθε κι αυτό στο τραπέζι. Εκτός αν ήταν κι αυτοί συγγενείς και δεν έτυχε να τους γνωρίσει.   

Τώρα που είχε την ευκαιρία να τους δει από κοντά, η εμφάνιση του άντρα τον ξένισε. Εκτός από τα μαύρα γυαλιά ηλίου που εξακολουθούσε να φοράει και μέσα στην αίθουσα , εντύπωση του έκανε το παχύ μουστάκι. Του φάνηκε εντελώς αταίριαστο με το όλο του στυλ. Θα έπαιρνε όρκο πως είναι ψεύτικο, αλλά για να το διαπιστώσει σίγουρα θα έπρεπε να το τραβήξει, πράγμα που δεν είχε ασφαλώς σκοπό να κάνει. Η Μυρτώ δεν έδειχνε άνετα μαζί τους. Όποιοι κι αν ήταν μάλλον δεν θα είχαν τις καλύτερες σχέσεις μαζί της.

«Μυρτούλα, να ζήσεις να τον θυμάσαι!», ευχήθηκε στο κορίτσι πίνοντας μια γουλιά από το κονιάκ του. Η αντίδραση του άντρα απέναντι του αύξησε τις υποψίες του για το ποιόν του. Ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του κάνοντας το ακόμα πιο αποκρουστικό. Η Μυρτώ τον ευχαρίστησε ευγενικά, χωρίς ούτε μια στιγμή να γυρίσει προς το μέρος του ζευγαριού.

«Συγγενείς;», ρώτησε ο Αντώνης στρεφόμενος προς το ζευγάρι.

«Φίλοι», απάντησε ο άντρας μονολεκτικά δίχως να δείχνει διάθεση για παραπάνω λεπτομέρειες.

«Οικογενειακοί», έσπευσε να συμπληρώσει η γυναίκα αντιλαμβανόμενη πως η απάντηση του άντρα δεν ικανοποίησε τον Αντώνη.

«Ο κύριος Αντώνης είναι ο γιος των αφεντικών μου, και η Δανάη η σύντροφός του», έκανε τις συστάσεις η Μυρτώ και η ταραχή στο ζευγάρι δεν διέφυγε της προσοχής του Αντώνη.

Η Δανάη που μέχρι εκείνη την ώρα παρέμενε αμίλητη σαν να ξύπνησε μέσα της το αστυνομικό δαιμόνιο.

«Οικογενειακοί φίλοι λοιπόν!», είπε με σοβαρό ύφος. «Μα τότε δεν θα έπρεπε να σας γνωρίζει ο άντρας μου; Ο μακαρίτης και η συχωρεμένη η γυναίκα του ήταν στη δούλεψη των γονιών του πολλά χρόνια! Το ίδιο και η Μυρτώ που ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Περίεργο!», διαπίστωσε καταλήγοντας.

Σε φανερά άβολη θέση οι δυο τους σαν να έψαχναν τρόπους νε ξεφύγουν από την πίεση.

«Δεν είχαμε πολλές σχέσεις είναι η αλήθεια.», δικαιολογήθηκε η γυναίκα. «Χωρίς να είμαστε εμείς υπεύθυνοι γι αυτό!».

«Μα τότε δεν είσαστε φίλοι!», επανήλθε δριμύτερη η Δανάη. «Μάλλον γνωστοί θα έλεγα».

Η γυναίκα αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα, ενώ ο άντρας έδειχνε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα 

«Τι λες πηγαίνουμε;», είπε στη γυναίκα που συμφώνησε αμέσως και σηκώθηκε. Με μια τυπική χειραψία χαιρέτησαν τη Μυρτώ, ενώ δεν είχαν τη στοιχειώδη ευγένεια να κάνουν το ίδιο και στον Αντώνη και τη Δανάη.

«Και εμείς χαρήκαμε για τη γνωριμία!», τους ειρωνεύτηκε ο Αντώνης. «Αν και δεν μάθαμε ούτε τα ονόματα σας!»

Το ζευγάρι έφυγε βιαστικά χωρίς να δώσει καμία απάντηση.

«Πολύ παράξενοι άνθρωποι!», είπε ο Αντώνης κοιτώντας τη Μυρτώ στα μάτια. «Αλήθεια από πού τους ξέρεις;»

«Μα δεν τους ξέρω!», αντέδρασε η κοπέλα. «Για την ακρίβεια μόνο τον άντρα έχω δει κάμποσες φορές στο σπίτι να συνομιλεί με τη μητέρα σας. Τη γυναίκα πρώτη φορά την είδα σήμερα!».

«Και τότε πως βρέθηκαν εδώ σήμερα;», ρώτησε με τη σειρά της η Δανάη. «Ποιος τους είπε για το μνημόσυνο και που θα γίνει;».

Η Μυρτώ φάνηκε να διστάζει αν έπρεπε να μιλήσει ή να το παίξει ανήξερη. Αγαπούσε τον Αντώνη σαν το μεγάλο αδελφό που δεν είχε και το να του κρύβει πράγματα την ενοχλούσε. 

«Άθελα μου την περασμένη βδομάδα έπεσα πάνω σε μια συζήτηση της μητέρας σας με αυτόν.» άρχισε την εξομολόγηση της. «Δεν ήμουν πολύ κοντά και έτσι σκόρπιες λέξεις μπόρεσα να ακούσω. Κάτι για μια γυναίκα που ζει στην Αίγινα και ένα γέρο που είχε σχέση μαζί της. Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί θα ενδιέφερε την κυρία μια τέτοια πληροφορία, αλλά δεν μου έπεφτε και λόγος. Όσο για το πώς έμαθαν για το μνημόσυνο, το πιθανότερο η μητέρα σας να τον ενημέρωσε. Δεν πάει κάπου αλλού το μυαλό μου!».

Ο Αντώνης δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Τι είδους σχέση μπορεί να έχει η μάνα του με αυτό το απόβρασμα; Και γιατί μια άγνωστη γυναίκα, που υπέθετε πως είναι η Αρχοντούλα την ενδιέφερε τόσο πολύ; Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο τύπος που ζητούσε πληροφορίες στο νοσοκομείο ήταν ο ίδιος με αυτόν που συναναστρεφόταν η μητέρα του. Έμενε να μάθει το λόγο που η Αρχοντούλα έφερε τέτοια αναστάτωση στη ζωή της μάνας του, και αυτό του φαινόταν πολύ δύσκολο να το εξακριβώσει.

«Τελικά δεν είχες και πολύ άδικο!», τον έβγαλε από τις σκέψεις του η Δανάη. «Κάποιος ή κάποιοι έχουν βάλει στόχο τη γριά! «Μάλλον γι αυτό εξαφανίστηκε, ίσως κατάλαβε πως κινδυνεύει!».

«Ναι αλλά γιατί και από ποιους;», ρώτησε εύλογα ο Αντώνης. «Ποια απειλή μπορεί να αντιπροσωπεύει η ταλαίπωρη γριούλα για αυτόν αλλά κυρίως για τη μάνα μου;».

«Σ΄αυτό δεν έχω απάντηση», ομολόγησε. «Όμως αν την ρωτούσες ίσως έπαιρνες τις απαντήσεις που θέλεις! Όμως υπάρχει και κάτι άλλο που χρειάζεται εξήγηση.  Αν ήξεραν πως θα βρουν εδώ την Αρχοντούλα, γιατί την έψαχναν χθες στο νοσοκομείο; ».    

Αυτή ήταν μια πολύ σωστή επισήμανση και το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί ο Αντώνης είναι πως και κάποιος άλλος γνωρίζει  την παρουσία της εδώ και ενημέρωσε και τη μητέρα και το ζευγάρι. Τόσο ενδιαφέρον από μόνο του γινόταν πολύ ύποπτο και δύσκολα θα μπορούσαν να λύσουν τον γρίφο.

Η Μυρτώ που άκουγε τη συνομιλία αποφάσισε να βοηθήσει στη λύση του μυστηρίου.

«Εγώ ανάφερα στην κυρία πως μια γηραιά γυναίκα βοηθά τον ιερέα στην εκκλησία. Προχθές που ήρθα να φέρω τα απαραίτητα για το μνημόσυνο την είδα και μου έκανε εντύπωση πως έμοιαζε της κυρίας αρκετά. Έτσι σαν αξιοπερίεργο της το είπα δεν φαντάστηκα πως θα δοθεί συνέχεια!».

Την ομοιότητα την είχε παρατηρήσει και ο Αντώνης, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Πολλοί άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους χωρίς να σημαίνει κάτι περίεργο. Εξάλλου η Αρχοντούλα είχε μαυρισμένο δέρμα και μακριά μαλλιά. Τα χείλη της ήταν αφυδατωμένα και τα μάγουλα της ρουφηγμένα από την έλλειψη δοντιών. Τα μάτια της βέβαια είχαν τα ίδια χρώματα με της μητέρας, αλλά εκεί σταματούσαν οι ομοιότητες. Η Αθανασία, η μητέρα του, είχε κοντοκουρεμένα τα μαλλιά, έντονα χείλη και λαμπερό χαμόγελο που της το χάριζε η άψογη  οδοντοστοιχία της.

Όχι δεν μπορεί να ήταν η ομοιότητα ο λόγος που την έψαχναν. Κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό πρέπει να τους ανάγκαζε γι αυτό.

Ο παπά Διονύσης πλησίασε στο τραπέζι να συλλυπηθεί και η Μυρτώ του ζήτησε να καθίσει λίγο κοντά τους. Αφού έκανε τις συστάσεις έπλεξε το εγκώμιο του ιερέα.

«Ξέρετε ο παπά Διονύσης είναι πολύ αξιόλογος και μορφωμένος ιερέας! Προορίζεται για μητροπολίτης Πειραιά. Θα ήταν ήδη αν δεν είχε αναβληθεί η ιερά σύνοδος λόγω ασθένειας του Αρχιεπισκόπου! Την επόμενη βδομάδα, Πέμπτη νομίζω, συγκαλείται και πάλι για την ψηφοφορία.».

«Τα παραλές κόρη μου!», αντέδρασε ο παπάς. «Υπάρχουν πολλοί και καλύτεροι από εμένα. Τώρα αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, ας είναι ευλογημένο!». 

«Δεσπότης λοιπόν!», είπε ο Αντώνης. «Μεγάλο βάρος και ευθύνη για το νεαρό της ηλικίας σας!».

«Μπήκα στα τριάντα τρία πια. Στα χρόνια του Χριστού μας! Αλλά πιστέψτε με δεν είναι η ηλικία το πρόβλημα. Είναι που δεν ξέρω αν μπορώ να ανταπεξέλθω στην αποστολή μου! Όμως ελπίζω να λειτουργήσει και στην αναξιότητα μου η ευχή της χειροτονίας: «Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος η τα ασθενή θεραπεύουσα!».

Τα εκκλησιαστικά δεν ήταν το δυνατό χαρτί του Αντώνη και έτσι έστρεψε αλλού τη συζήτηση.

«Αν δεν κάνω λάθος σας έχω ξανασυναντήσει πριν καιρό. Κάνατε τρισάγιο σε έναν οικογενειακό τάφο στο πρώτο νεκροταφείο.».

 «Στους τάφους των γονιών μου», επιβεβαίωσε ο παπάς. «Πηγαίνω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία».

«Επίσης», συνέχισε ο Αντώνης, «κοιτώντας τις φωτογραφίες η μητέρα σας μου φάνηκε γνωστή. Σαν να την είχα συναντήσει σε πολύ νεαρότερη ηλικία βέβαια», 

Ο παπάς έδειχνε συλλογισμένος. Και μόνο η αναφορά στο παρελθόν της μητέρας του μπορούσε να ανάψει μεγάλες φωτιές. Το έγκλημα της ήταν βαρύ, ίσως όχι όσο του πατέρα του, πάντως ασυγχώρητο σίγουρα. Επιχείρησαν να σκοτώσουν μιαν ανήμπορη γυναίκα μόνο και μόνο για τα λεφτά. Και θα τα κατάφερναν αν ακολουθούσαν πιστά τις οδηγίες που πήραν από τον εντολέα τους, που με κανένα τρόπο δεν ήθελε να του αποκαλύψει η μητέρα του, ακόμα και λίγο πριν ξεψυχήσει. Ήταν το μόνο μυστικό που πήρε μαζί της στον τάφο. Όπως του εξομολογήθηκε η μάνα ο πατέρας κτύπησε βάναυσα με ένα σίδερο στο κεφάλι  την άτυχη γυναίκα και νομίζοντας πως πέθανε παρέλειψε να βάλει φωτιά στο πτώμα για να εξαφανίσει κάθε ίχνος.  Η ίδια με το πρόσχημα πως ήθελε να σιγουρευτεί για το αποτέλεσμα, ξαναγύρισε στη γυναίκα με το μωρό και με ανακούφιση είδε πως ζούσε ακόμα. Φυσικά δεν είπε τίποτα στον άντρα της. Τον βεβαίωσε πως ήταν νεκρή και έφυγαν γρήγορα από εκεί.        

«Δε νομίζω να έχετε συναντηθεί.», απάντησε τελικά στον Αντώνη. «Ίσως την έχετε δει σε φωτογραφίες σε εφημερίδες. Ο πατέρας μου ήταν γνωστός βιομήχανος και στη συνέχεια η επιχείρηση πέρασε στη μητέρα και σε εμάς. Κυρίως στην αδελφή μου, γιατί εγώ έχω παραιτηθεί από καιρό από την περιουσία».

Ο Αντώνης δεν θέλησε να πιέσει περισσότερο τον ήδη αγχωμένο παπά. Όλα πάνω του έδειχναν πως έψαχνε σανίδα σωτηρίας σε μισές αλήθειες, αν όχι ψέματα! Ήταν σίγουρος πως τη μητέρα του την είχε δει πολλές φορές στο σπίτι του, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να το αποδείξει.

«Ναι μάλλον έχετε δίκιο», του απάντησε υποκριτικά. «Άλλωστε από που κι ως που να έχω γνωρίσει πραγματικά τη μητέρα σας!»

Ο παπάς σηκώθηκε και αγκάλιασε τη Μυρτώ. «Να ζήσεις να τον θυμάσαι κόρη μου. Ήταν καλός άνθρωπος παρ όλα τα ελαττώματα του.». Χαιρέτησε με μια ευγενική χειραψία τη Δανάη και άπλωσε το χέρι προς τον Αντώνη. Εκείνος δεν του έδωσε το δικό του. «Μπορούμε να τα πούμε λίγο έξω», του είπε χαμηλόφωνα στο αυτί. Αν και απόρησε ο παπάς τον ακολούθησε.  

«Την ξέρεις καιρό την Αρχοντούλα;», τον ρώτησε όταν κάθισαν στο παγκάκι του προαύλιου.

«Λίγο πάνω από μήνα», του απάντησε χωρίς να καταλαβαίνει το νόημα της ερώτησης.

«Και ασφαλώς θα σου έχει πει την ιστορία της, όση τέλος πάντων θυμάται.».

«Ναι, μου τα είπε όλα από την πρώτη στιγμή. Όπως επίσης πως φοβάται πως το παρελθόν της ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, κι αυτό την τρομάζει».

«Και νομίζω πως έχει δίκιο!», επιβεβαίωσε ο Αντώνης. «Κάποιος ή κάποιοι την ψάχνουν και είμαι σίγουρος όχι για καλό! Εγώ απ τη μεριά μου θα κάνω ότι μπορώ για να την προστατέψω, όμως το μεγάλο βάρος πέφτει σε σας. Πρέπει να την προσέχετε όσο μπορείτε περισσότερο. Κυρίως κρατήστε την μακριά από το ζευγάρι που καθόταν στο τραπέζι μαζί μας! Ελπίζω να τους παρατηρήσατε και να θυμάστε τα πρόσωπα τους.».

Ο παπά Διονύσης έγνεψε καταφατικά με την ανησυχία αποτυπωμένη στο πρόσωπο του.

«Λέτε να είναι σοβαρά τα πράγματα;», ρώτησε με αγωνία.

«Φοβάμαι πως ναι. Έχω το τηλέφωνο της εκκλησίας, πάρτε και την κάρτα μου να είμαστε σε επικοινωνία».  

Αποχαιρετίστηκαν και ο Αντώνης με τη Δανάη και τη Μυρτώ έφυγαν, ενώ ο παπάς πήγε να συμμαζέψει λίγο την αίθουσα και να γυρίσει κι αυτός σπίτι. Αν και δεν συμμεριζόταν απόλυτα τους φόβους του Αντώνη, αναγνώριζε πως κάτι ύποπτο συνέβαινε. 

Η Αρχοντούλα δεν ήταν κανένα σπουδαίο πρόσωπο για να ενδιαφέρονται αυτοί οι τύποι. Μέχρι πριν λίγο καιρό ζούσε σε ένα χαμόσπιτο και τελευταία άστεγη στον Πειραιά. Άρα κάτι σκοτεινό πολύ πίσω πρέπει να στοιχειώνει το παρόν της.

Τελείωσε βιαστικά με τις δουλειές, αφού είχε και τη βοήθεια των γυναικών, και έφυγε. Βρήκε την Αρχοντούλα στο κρεβάτι να τρέμει. Ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο της και διαπίστωσε πως έχει πυρετό και μάλιστα αρκετά υψηλό. «Πάω να φέρω το θερμόμετρο και ένα παυσίπονο», της είπε γλυκά. «Καίγεσαι στον πυρετό καλή μου!».

«Θυμήθηκα  κάτι!», του είπε αντί για άλλη απάντηση. « Μια νοσοκόμα να με τραβάει με το ζόρι και να μπαίνουμε σε ένα μαύρο αυτοκίνητο. Εγώ κρατούσα το μωρό στην αγκαλιά που έκλαιγε ασταμάτητα. Κατεβήκαμε στον Πειραιά  μπήκαμε σε ένα καΐκι και πήγαμε στην Αίγινα. Εκεί την έχασα.

Εξαφανίστηκε και μας άφησε εκεί μόνες. Αυτά θυμήθηκα ή μήπως τα φαντάστηκα από τον πυρετό;».  

Ούτε ο παπάς ήταν σίγουρος για κάποιο από τα δύο. Αν δεν είχε μεσολαβήσει η συνομιλία με τον Αντώνη, θα πίστευε στο δεύτερο. Τώρα όμως ταλαντευόταν.

«Θα πιεις το παυσίπονο να σου πέσει ο πυρετός και τότε θα ξεκαθαρίσει μέσα σου η αλήθεια!», της είπε και πήγε στην κουζίνα.

Δεν ήταν το μόνο που θυμήθηκε η Αρχοντούλα. Άσχετα αν δεν είπε τα υπόλοιπα του παπά γιατί δεν εμπιστευόταν πια κανένα. Ίσως γινόταν υπερβολική αλλά καλύτερα φύλαγε τα ρούχα σου! Μια ακόμα ανάμνηση που της ήρθε ήταν ο γάμος της. Έβλεπε καθαρά τα πρόσωπα των καλεσμένων όταν της εύχονταν «να ζήσετε». Όμως τα πρόσωπα του άντρα της και των κουμπάρων της φαίνονταν θολά. Μετά βίας διέκρινε αμυδρά τα χαρακτηριστικά τους. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ο γαμπρός ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι πιο ψηλός και σχετικά εύσωμος. Όχι παχύς αλλά με λίγα περισσότερα κιλά. Κι άλλες μπερδεμένες εικόνες ήρθαν στο μυαλό της, όμως όχι ξεκάθαρες μνήμες. 

Ήπιε το παυσίπονο που έφερε ο παπάς και το γάλα που της ετοίμασε. Αν και τα ρίγη την ταλαιπωρούσαν περιέργως ένιωθε μιαν ανεξήγητη ευφορία. Ίσως επιτέλους σιγά-σιγά άνοιγε η κουρτίνα που κάλυπτε τα χαμένα της χρόνια και αποκαλυπτόταν η αλήθεια, η οποία όποια κι αν ήταν, είναι καλύτερη απ το σκοτάδι που τα κάλυπτε. 

Εν τω μεταξύ στο δρόμο για το πατρικό ο Αντώνης θυμήθηκε την καρφίτσα. Ήταν ευκαιρία να τη δώσει στην Αρχοντούλα, να φύγει από πάνω του το βάρος της φύλαξης της. Αυτή η ευθύνη του ανατέθηκε χωρίς να το επιδιώξει και ποτέ δεν κατάλαβε γιατί πέρασε στα χέρια του, ενώ την βρήκαν ο Μάνος με τον γιο του.

«Κισμέτ!», κατέληξε αυτός ο κατά τα άλλα ορθολογιστής επιστήμονας, που μετά τα τελευταία γεγονότα, μόνο τέτοιος δεν αισθανόταν!

«Πάμε κάπου να τσιμπήσουμε;», ρώτησε τα κορίτσια. «Ούτως ή άλλως τα φαγητά της μάνας μου δεν τρώγονται!» 

________


ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΦΛΕΒΑΡΗΣ 1936

Το τσουχτερό κρύο σε συνδυασμό με το χιονόνερο που έπεφτε από νωρίς το πρωί, έκανε την Αρχοντούλα να τυλιχτεί πιο σφικτά με το παλτό της. Το μωρό σκεπασμένο με τις κουβέρτες του έδειχνε ήρεμο και κοιμόταν στο καρότσι του. Με τη διεύθυνση της ξαδέλφης της αφεντικίνας στο χέρι, έψαχνε το σπίτι της. Κάπου εδώ γύρω της είπε ένας περαστικός που ρώτησε. «Καλλιόπη Εφραίμογλου, Κάνιγγος 36, Καστέλλα», έγραφε το σημείωμα  και με δυο ακόμα ερωτήσεις έφτασε έξω από την πόρτα του διώροφου. Κτύπησε το κουδούνι και περίμενε να της ανοίξουν. Αντί γι αυτό εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου η Καλλιόπη φορώντας μια χοντρή ρόμπα και γάντια στα χέρια.

«Αρχοντούλα! Τι έκπληξη!» φώναξε στη θέα του απρόσμενου επισκέπτη. «Σου ανοίγω ανέβα κόρη μου!».

Το σπίτι αν και απ έξω έδειχνε παλιό και ταλαιπωρημένο στο εσωτερικό του ήταν υπέροχο. Στη μεγάλη σάλα ένα κομψό τζάκι με τα ξύλα να τριζοβολούν και ακριβά χαλιά στο πάτωμα. Πίνακες στον τοίχο που η Αρχοντούλα αν και δεν είχε ιδέα από τέχνη, κατάλαβε πως θα άξιζαν μια περιουσία. Κεντητά πετσετάκια εξαιρετικής τέχνης σκέπαζαν το τραπέζι και τον μπουφέ που φιλοξενούσε κρυστάλλινα ποτήρια και ασημένια σερβίτσια. Όλα μαρτυρούσαν πλούτο αλλά και γούστο. Το γούστο είναι έμφυτο, όμως ο πλούτος δεν έρχεται έτσι απλά, σκέφτηκε η Αρχοντούλα κοιτώντας έκθαμβη τριγύρω.

«Κάθισε κορίτσι μου!», την παρότρυνε η Καλλιόπη δείχνοντας της την κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα. «Πάω να σας ετοιμάσω κάτι να βάλετε στο στόμα σας. Σίγουρα θα είστε θεονήστικες!».

«Έναν καφέ μόνο αν είναι εύκολο παρακαλώ», ζήτησε ευγενικά. «Η μικρή έχει πιεί το γάλα της και είναι μια χαρά!».  

«Καλά- καλά», αποκρίθηκε η νοικοκυρά και έφυγε προς την κουζίνα.

Η Αρχοντούλα περιεργάστηκε τις φωτογραφίες πάνω στο τζάκι. Μια από το γάμο της Καλλιόπης, και οι υπόλοιπες των παιδιών σε διαφορετικές ηλικίες. Δυο αγόρια χωρίς μεγάλη διαφορά στα χρόνια, δυο με τρία περίπου. Όμορφα παιδιά που τώρα θα ήταν όμορφοι άντρες βάσει των χρονολογιών που διάβασε στις φωτογραφίες. Ο μεγαλύτερος είχε τη δική της ηλικία. Τον περνούσε μόνο τέσσερις μήνες. Μάλλον εργένηδες και οι δυο, αλλιώς θα υπήρχαν φωτογραφίες από τους γάμους τους.

Η Καλλιόπη γύρισε κρατώντας ένα δίσκο και τον ακούμπησε στο τραπέζι. Αχνιστός καφές και κουλουράκια διάφορα, που έσπαγαν τη μύτη με τις μυρωδιές τους.

«Λοιπόν; Ρώτησε αφού έσπρωξε τον καφέ και τα κουλουράκια προς τη μεριά της Αρχοντούλας. «Έμαθα για το θάνατο της μητέρας σου και λυπήθηκα πολύ! Δυστυχώς το έμαθα μετά την κηδεία και έτσι δεν μπόρεσα να έρθω», συνέχισε βάζοντας ένα τσιγάρο στη μακριά της πίπα που το άναψε με ένα αναπτήρα βενζίνης. Πρόσφερε και στην Αρχοντούλα τσιγάρο. «Καπνίζεις έτσι δεν είναι;». Κούνησε εκείνη αρνητικά το κεφάλι και αρκέστηκε σε ένα κουλουράκι που βούτηξε στον καφέ και το δάγκωσε με ευχαρίστηση.

«Η συχωρεμένη η μάνα μου είπε πως υπάρχει κάποιο μυστικό που κρύβετε εσείς και εκείνη. Δεν θέλησε να μου αποκαλύψει τίποτα σχετικά με αυτό. Το άφησε να μου το πείτε εσείς μετά το θάνατο της».

Η Καλλιόπη φάνηκε προετοιμασμένη γι αυτή την εξέλιξη. Από εκείνη την συνάντηση με την Αργυρώ κατάλαβε πως η αλήθεια θα έβγαινε στο φως αργά ή γρήγορα. Έβαλε καινούργιο τσιγάρο στην πίπα, το άναψε και έβαλε κονιάκ σε ένα ποτήρι φούσκα. Με ένα νεύμα ρώτησε την Αρχοντούλα αν θέλει κι εκείνη, πράγμα που το αρνήθηκε.

«Είναι μια πονεμένη ιστορία που πάει τριάντα ένα χρόνια πίσω» άρχισε τελικά. «Όσο και η ηλικία σου. Θέλω να είσαι έτοιμη να ακούσεις δυσάρεστες ειδήσεις!». Σταμάτησε για λίγο ήπιε μονορούφι το κονιάκ και αφού ξαναγέμισε το ποτήρι συνέχισε. «Η Αργυρώ δεν είναι η πραγματική σου μητέρα! Άλλη γυναίκα σε γέννησε, αλλά ήταν πάμφτωχη και είχε άλλα πέντε παιδιά να θρέψει. Έτσι αποφάσισε να σε δώσει σε άλλη οικογένεια για να έχεις μια καλύτερη τύχη. Γνώριζα την Αργυρώ που δεν έκανε παιδιά και της πρότεινα να σε πάρει αυτή. Το δέχτηκε με ανακούφιση γιατί η ατεκνία εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη ντροπή. Εγώ ήμουν η μαμή και κανόνισα τα χαρτιά να βγουν πως γεννήθηκες νεκρή, με τη συνέργεια ενός παραδόπιστου γιατρού που υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου για μερικές λίρες και που πλήρωσαν οι θετοί γονείς σου.»

Η Αρχοντούλα σίγουρα δεν φανταζόταν μια τέτοια εξέλιξη. Παρ όλα αυτά η αντίδραση της ήταν αρκετά ψύχραιμη. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και περίμενε τη συνέχεια. Μια συνέχεια που η Καλλιόπη δεν έδειχνε διατεθειμένη να δώσει. 

«Και τελικά, με ποιο αντάλλαγμα με αγόρασαν», ρώτησε με πίκρα, αφού δεν διέκρινε προθυμία απ τη μεριά της.

«Όχι σπουδαία πράγματα», αποκρίθηκε εκείνη. «Καμιά δεκαριά λίρες ακόμα και μερικά κοσμήματα μικρής αξίας. Δεν είχαν και περισσότερα, άλλωστε το βασικό ήταν να μην προστεθεί ένα ακόμα στόμα στην οικογένεια που σε έφερε στον κόσμο.».

«Βάρος λοιπόν!», διαπίστωσε με θλίψη. «Βάρος από τη μέρα που γεννήθηκα! Και εσύ τους βοήθησες στην αγοροπωλησία, σαν να ήμουν ένα κομμάτι κρέας στο χασάπικο! Αλήθεια τύψεις δεν έχεις;».

«Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα καλή μου! Πρέπει να μπεις στο πνεύμα της εποχής για να καταλάβεις.», απολογήθηκε. «Τα παιδιά τότε δεν ήταν ευλογία. Αναγκαίο κακό ήταν λόγω έλλειψης προφύλαξης και ανάγκης για εργατικά χέρια. Τα κορίτσια ήταν ανεπιθύμητα λόγω της αδυναμίας να βοηθήσουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό! Δύσκολες εποχές ψυχή μου! Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει!».

«Εγώ!», φώναξε από τα βάθη της ψυχής της η Αρχοντούλα. «Με ρώτησε εμένα κανείς αν ήθελα να ζήσω σαν ένα μπάσταρδο που το ξεπούλησαν για μερικές κωλολίρες; Πάντως αν κρίνω από τη χλιδή εδώ μέσα, δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που έκανες αυτό το έγκλημα! Με το αζημίωτο φυσικά!».

Η Καλλιόπη την κοίταξε στα μάτια. Δικαιολογούσε απόλυτα την οργή της, όχι όμως και τις άδικες κατηγορίες. 

«Κάνεις λάθος Αρχοντούλα! Ότι βλέπεις ακριβό εδώ δεν είναι προϊόν εγκλήματος. Ο πρώτος μου άντρας, Θεός σχωρέστον, ήταν πολύ εύπορος γαιοκτήμονας. Τον έχασα είκοσι πέντε χρονών μόλις τέσσερα χρόνια μετά το γάμο μας. Μου άφησε μεγάλη περιουσία, αλλά δεν την χειρίστηκα σωστά και έχασα τα περισσότερα. Πάλι βέβαια έμειναν αρκετά για μια άνετη ζωή. Κι ύστερα παντρεύτηκα το σημερινό μου άντρα. Καπετάνιος, σωστός θαλασσόλυκος και οι μισθοί του, όπως καταλαβαίνεις, αρκετά υψηλοί. Χώρια και αυτά που έβγαζα εγώ από τη δουλειά μου. Την τίμια εννοώ, μη σου μπαίνουν ιδέες. Τριάντα χρόνια ξεγεννούσα και ποτέ δεν έχασα παιδί! Μόνο τρεις γυναίκες έστειλα σε κλινική, γιατί είχαν δύσκολες γέννες. Μην με κατηγορείς αβάσιμα λοιπόν. Μόνο για τη δική σου περίπτωση οφείλω μια μεγάλη συγγνώμη, αν και ξέρω πως δεν φτάνει!». 

«Ποιοι είναι οι πραγματικοί μου γονείς;», ρώτησε η Αρχοντούλα, που δεν πείστηκε και τόσο από τα λόγια της.

«Έμαθα πως μετακόμισαν πριν πολλά χρόνια στα Γιάννινα, αλλά κάποιος μου είπε πως έφυγαν κι από εκεί. Πίστεψε με δεν έχω ιδέα που μπορείς να βρεις τους γονείς και τα αδέλφια σου. Από τότε που γεννήθηκες δεν είχα καμέα επαφή.».  

«Αυτά είναι όσα ξέρεις ή μου κρύβεις και κάτι άλλο;».

Μια σκιά πέρασε από τα μάτια της Καλλιόπης και δεν διέφυγε της προσοχής της Αρχοντούλας. Σαν να υπήρχε και κάτι άλλο που κρατούσε μυστικό. Αλήθεια τι χειρότερο από αυτά που της είπε, την εμπόδιζε να ανοίξει την καρδιά της;

Η είσοδος του μικρού γιου της Καλλιόπης, την έβγαλε από τη δύσκολη θέση να απαντήσει. Ο νεαρός φορώντας μάλλινες μπλε πυτζάμες και παντόφλες στο ίδιο χρώμα, διέταξε τη μάνα να του κάνει καφέ. Κάθισε απέναντι από την Αρχοντούλα και με αυθάδεια κάρφωσε τα μάτια στο μπούστο της. Δεν θεώρησε καλό να την καλημερίσει, μόνο άπλωσε το χέρι και άρπαξε την πιατέλα με τα κουλουράκια και την έφερε μπροστά του. 

«Και ποια είσαι εσύ κούκλα;;», ρώτησε προκλητικά χωρίς να παίρνει το βλέμμα από το στήθος της.

«Η Αρχοντούλα», πρόλαβε και απάντησε η Καλλιόπη. «Οι γονείς της ήταν οικογενειακοί μας φίλοι».

«Μάλιστα!», απάντησε αυτός ανάβοντας ένα τσιγάρο που έστριψε με επιμέλεια. Η μυρωδιά του καπνού έφερε αηδία στην Αρχοντούλα, όσο και η συμπεριφορά του. Δεν ήταν η μυρωδιά συνηθισμένου τσιγάρου αυτή. Δεν την αναγνώριζε αλλά κατάλαβε πως και κάτι άλλο περιείχε εκτός από καπνό. «Ωραίες φιλενάδες έχεις ρε μάνα!», χασκογέλασε. «Και γιατί μας την έκρυβες τόσο καιρό;».

«Σε παρακαλώ Αντρέα!», προσπάθησε να τον συνετίσει η Καλλιόπη, όμως η Αρχοντούλα τη διέκοψε και πήρε αυτή το λόγο.

«Άκου να δεις παλληκάρι μου! Θα μπορούσες να είσαι πιο ευγενικός με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις! Μια τυπική επίσκεψη ήρθα να κάνω στη μητέρα σου, μόλις έφτασα στην Αθήνα. Αν ήξερα πως θα συναντήσω ένα αγενές κακομαθημένο πλάσμα, θα το είχα αποφύγει!».  

Ο Αντρέας εξακολούθησε να χαμογελάει αναίσχυντα. Τα όμορφα πράσινα μάτια του είχαν θολώσει από το κάπνισμα της μαύρης. Δεν είπε τίποτα άλλο, σηκώθηκε και αφού έριξε μια αδιάφορη ματιά στο μωρό που κοιμόταν ξαναπήγε στο δωμάτιο του.

«Δεν είναι κακός», προσπάθησε να τον δικαιολογήσει η Καλλιόπη. «Μόνο πολύ επιπόλαιος και με άσχημες παρέες. Από τότε που απολύθηκε απ το στρατό, κάνει δουλειές του ποδαριού. Ούτε κουβέντα να βρει μια αξιοπρεπή εργασία. Του αρέσουν τα εύκολα λεφτά. Να τώρα τελευταία κάνει τον σερβιτόρο σε ένα καμπαρέ της κακιάς ώρας. Όλα τα αποβράσματα εκεί μαζεύονται. Τέλος πάντων αρκετά ασχοληθήκαμε με δαύτον. Εσύ τι έχεις σκοπό να κάνεις από εδώ και πέρα;».  

Η Αρχοντούλα σηκώθηκε να βάλει την πιπίλα στο μωρό που ξύπνησε και άρχισε να κλαίει. Ύστερα στράφηκε στην Καλλιόπη και την κοίταξε με πονεμένο βλέμμα. 

«Τι σκοπό έχω; Μακάρι να ήξερα! Ξένη σε ξένο τόπο, και με ένα παιδί άρρωστο έχω πολλές επιλογές; Αν εύρισκα τους δικούς μου, ίσως μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Αλλά αυτό μου το ξεκόψατε, έτσι δεν είναι1».

«Δυστυχώς παιδί μου, αυτή είναι η αλήθεια. Ωστόσο μπορώ να σε βοηθήσω, τουλάχιστον μέχρι να ορθοποδήσεις. Το ισόγειο από τότε που έφυγε ο νοικάρης μας, είναι άδειο. Πέρα από μερικά έπιπλα που άφησε πίσω του, μπορώ να σου βρω και μερικά άλλα απαραίτητα. Τι λες ; Θα δεχτείς την έμπρακτη συγγνώμη μου!».  

Η Αρχοντούλα δεν το σκέφτηκε πολύ, άλλωστε οι επιλογές που είχε ήταν λίγες. Τουλάχιστον θα εξασφάλιζε στέγη για ένα διάστημα για την ίδια και το μωρό. Το μόνο εμπόδιο ήταν ο Αντρέας. Τον φοβόταν και δεν θα ήθελε μπλεξίματα μαζί του.

Η Καλλιόπη σαν να μάντεψε το δισταγμό της την καθησύχασε.

«Το κλειδί του σπιτιού μόνο εσύ θα το έχεις. Κανείς δεν θα μπει μέσα αν δεν το θελήσεις!».

«Εντάξει τότε», απάντησε. «Μόνο να έβρισκα και μια γυναίκα να κρατάει το παιδί, μήπως βρω καμία δουλειά».

«Ούτε αυτό χρειάζεται!», χαμογέλασε η Καλλιόπη. «Εδώ θα δουλέψεις να με βοηθάς στο συγύρισμα και το φαγητό. Περάσανε τα χρόνια και ζορίζομαι να τα φέρω βόλτα! Και να δεις πως θα έρθουνε καλύτερες μέρες, να το θυμάσαι!».

Σαν υπόσχεση έμοιαζε η τελευταία φράση και η Αρχοντούλα την ευχαρίστησε και άρχισε να ονειρεύεται ένα λαμπρό μέλλον.

Οι πρώτες μέρες όμως δεν προμήνυαν αυτό το μέλλον. Ο Αντρέας εξακολουθούσε να της φέρεται σαν πόρνη και δεν έχανε ευκαιρία να την προσβάλει και να της ρίχνεται. Ώσπου μια μέρα που η μάνα του είχε βγει για τα ψώνια τη στρίμωξε στο δωμάτιο του και τη βίασε. 

Έτσι θα φαινόταν σε έναν αντικειμενικό παρατηρητή, αλλά για την Αρχοντούλα δεν ήταν έτσι ακριβώς. Ο Αντρέας δεν της ήταν αδιάφορος και η αλήθεια ήταν πως κι αυτή τον προκαλούσε με τη στάση της. Πότε δήθεν τυχαία άφηνε το κουμπί στο φόρεμα ξεκούμπωτο, ενώ δεν φορούσε σουτιέν, πότε έβγαινε από το μπάνιο γυμνή, καλύπτοντας με μια μικρή πετσέτα τα άκρως απαραίτητα. Και ένα βράδυ που όλοι κοιμόντουσαν άνοιξε την πόρτα του δωματίου του και τον χάιδεψε απαλά. Δεν ήταν σίγουρη ότι ξύπνησε, όμως το ότι ερεθίστηκε ήταν φανερό από το φούσκωμα του μορίου του.

Στην ουσία λοιπόν προκάλεσε αν όχι επεδίωξε αυτή την εξέλιξη και η αντίδραση της δεν ήταν αυτή που θα ανέμενε κανείς σε ένα βιασμό. Το αντίθετο! Έδειχνε να το απολαμβάνει με ένα πρωτόγονο ζωώδες  μένος. Χωρίς αναστολές δέχτηκε τον καταιγισμό ηδονής που την πλημύρισε αφήνοντας κραυγές που μόνο φόβο δεν μαρτυρούσαν. 

Κι αν θα μπορούσε έστω και υποθετικά να θεωρηθεί βιασμός η πρώτη φορά, η δεύτερη είχε αυτήν να παίρνει τις πρωτοβουλίες! Με τεχνικές που δεν είχε ποτέ διδαχθεί, αλλά και εφαρμόσει, έφερε στα πρόθυρα της τρέλας τον Αντρέα με τις τόσες εμπειρίες! Το τέλος τους βρήκε αγκαλιασμένους σφικτά με τον Αντρέα από θηρίο να γίνεται αρνάκι και την ίδια σκλάβα του ερωτικού της παροξυσμού.

Κανένα συναίσθημα δεν υπήρχε, τουλάχιστον από την μεριά της. Μόνο μια ατέλειωτη δίψα για το κορμί του. 

 Όλο αυτό το διάστημα που έκαναν έρωτα δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα. Μόνο μόλις σηκώθηκε να ντυθεί τον άκουσε να της λέει. «Είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί! Μην τολμήσεις να με αφήσεις ποτέ!». Αν και έμοιαζε με απειλή, περισσότερο ήταν παράκληση. Το είδε στα υπέροχα μάτια του που την κοιτούσαν με λατρεία. ΄

Έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη. «Δεν πρόκειται να σε αφήσω τώρα που ένιωσα γυναίκα μαζί σου! Μέχρι τώρα όλες μου οι σχέσεις ήταν τόσο μίζερες. Αγάπησα κάποιον, τον πάτερα του παιδιού, όμως αυτό που έζησα μαζί σου δεν συγκρίνεται με τίποτα!».

Οι ερωτικές τους συναντήσεις γίνονταν όλο και πιο συχνές και με κάθε ευκαιρία. Συνήθως στο ισόγειο αλλά όχι μόνο. Αναμενόμενο επακόλουθο να πέσει στην αντίληψη της Καλλιόπης η σχέση τους. Κανονικά δεν θα την έβλεπε με κακό μάτι αυτή τη σχέση αφού ο γιος της έδειχνε να διορθώνεται. Ακόμα και την ύπαρξη του εξώγαμου μπορούσε να αποδεχτεί, όμως τα σχέδια που είχε βάλει στο μυαλό της δεν χωρούσαν μια τέτοια εξέλιξη. Για να πετύχει τους σκοπούς της έπρεπε η Αρχοντούλα να μείνει αδέσμευτη, γι αυτό έπρεπε να δράσει γρήγορα. Θα της μιλούσε το συντομότερο και ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν να παίξει το παιχνίδι της. Οι φιλοδοξίες της ξεπερνούσαν τη λάντζα και το μαγείρεμα. ¨

Όμως τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζεις. Ο Αντρέας μπορεί να είχε μπει σε καλό δρόμο, αλλά υπήρχε και το παρελθόν του που τον κυνηγούσε. Εκείνο το βράδυ μπήκε ευδιάθετος στο μαγαζί για να πιάσει δουλειά. Γρήγορα όμως του κόπηκε  η διάθεση. Τρείς τύποι με φουσκωτά μπράτσα τον άρπαξαν με το που κατέβηκε τις σκάλες και τον έσπασαν στο ξύλο. Προμηθευτές μαύρης που τους χρωστούσε ένα τεράστιο ποσό ήταν αυτοί που τον άφησαν αιμόφυρτο στα σκαλιά. Τη μεγάλη ζημιά του την έκανε ο «Δράκος», έτσι ήταν γνωστός στην πιάτσα. Με ένα σπασμένο ποτήρι του έσκισε το χείλος και τον τραυμάτισε σοβαρά στο μάτι.

Έμεινε δέκα μέρες στο νοσοκομείο και οι γιατροί έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να σώσουν το μάτι του, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν. Με την επιστροφή στο σπίτι κλείστηκε στο δωμάτιο του και δεν ήθελε να δει κανένα. Εκεί έτρωγε, εκεί καθόταν όλη μέρα μπροστά στο παράθυρο χωρίς να βγάζει τσιμουδιά. Κάθε προσπάθεια τόσο της Καλλιόπης όσο και του αδελφού του που ήρθε βιαστικά από την Πάτρα που ζούσε με την οικογένεια του, έπεφταν στο κενό. Ο Αντρέας έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή και κανείς δεν μπορούσε να τον επαναφέρει. 

Η Αρχοντούλα κάθε φορά που έμπαινε να τον ρωτήσει αν θέλει κάτι, απέφευγε να τον κοιτάζει στο πρόσωπο. Η απαίσια ουλή στο πάνω χείλος αλλά κυρίως το κενό εκεί που υπήρχε το δεξί του μάτι, της έφερναν αναγούλα. Όσο όμως κι αν αποστρεφόταν τα σημάδια του, τόσο ήθελε κολασμένα να κάνει σεξ μαζί του. Τέτοια διάθεση όμως δεν έδειχνε ο Αντρέας. Η κατάθλιψη τον είχε βυθίσει σε σκοτεινούς λαβύρινθους, και δεν έδειχνε τη δύναμη να το παλέψει. 

Εκείνο το πρωινό του Απρίλη ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Τα πρώτα λουλούδια έκαναν την εμφάνιση τους στον κήπο και οι λεμονιές έφερναν στο σπίτι τις γλυκές μυρωδιές τους. Η Αρχοντούλα αφού ακούμπησε τον καφέ στο μικρό τραπεζάκι, ξεπερνώντας την αηδία της, του χάιδεψε το μάγουλο. Εκείνος τραβήχτηκε πίσω.

«Μη με αγγίζεις!», πρόσταξε θυμωμένος. «Με σιχαίνεσαι έτσι δεν είναι;».

«Πως θα μπορούσα;», του είπε υποκριτικά. «Σε θέλω πιο πολύ από ποτέ!». Και με αυτά τα λόγια ξεκούμπωσε το φόρεμα και το πέταξε στο πάτωμα. Εντελώς γυμνή μπροστά του  ένιωθε το κορμί της να καίγεται. Ο Αντρέας δεν έκανε καμία κίνηση, απλά την κοιτούσε ανέκφραστος. Σε κατάσταση παροξυσμού η Αρχοντούλα τον άρπαξε και τον σήκωσε από την πολυθρόνα. Σφίχτηκε επάνω του και με μια βίαιη κίνηση του κατέβασε το παντελόνι της πυτζάμας. Με τα δυο της χέρια προσπάθησε μάταια να του ζωντανέψει τον ανδρισμό. Ούτε με τα χείλη κατάφερε κάτι παραπάνω. 

«Συγγνώμη!», ψέλλισε ο Αντρέας με απόγνωση. «Δεν είμαι έτοιμος ακόμα. Ελπίζω να συνέλθω σε λίγο καιρό και τότε θα γίνουν όλα όπως πρώτα!».

Κανείς από τους δυο δεν το πολυπίστευε αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία λένε.  

Ξαναμμένη η Αρχοντούλα φόρεσε όπως- όπως το φόρεμα και έφυγε τρέχοντας. Ένα δροσερό ντους ίσως κάλμαρε τις ορμές της. Άφησε το κρύο νερό να ποτίσει κάθε κύτταρο της ώσπου αισθάνθηκε ρίγη και βγήκε τουρτουρίζοντας. Με την πλάτη προς την πόρτα δεν αντιλήφθηκε τον Βασίλη τον αδελφό του Αντρέα που απολάμβανε τα κάλλη της ερεθισμένος. Ξαφνιασμένη ένιωσε το ένα χέρι του να της χαϊδεύει τα οπίσθια, ενώ το άλλο της έκλεινε το στόμα. Άσκοπη κίνηση γιατί δεν είχε σκοπό να φωνάξει. Την έσπρωξε στο νιπτήρα και μπήκε μέσα της με βία. Δάγκωσε τα χείλια της για να μην ουρλιάξει απ την ηδονή. Μόλις δυο λεπτά κράτησε η πράξη. Δεν ήταν όπως με τον Αντρέα, αλλά δεν ήταν καθόλου άσχημα! Όλη η αποστροφή που της δημιουργούσε η ερωτική  πράξη παλιά είχε εξαφανιστεί πια και τη θέση της είχε πάρει  η επιθυμία για αχαλίνωτο σεξ. Με όποιον να είναι αρκεί να την ικανοποιεί! 

Ο Βασίλης μετανοιωμένος για την πράξη του άρχισε να σκέφτεται τις συνέπειες. Αν μαθευόταν το τι έγινε πέρα από την οργή της μάνας και το κόψιμο του επιδόματος που έπαιρνε κάθε μήνα, θα αντιμετώπιζε και τη γυναίκα του που υπεραγαπούσε.

«Δεν το ήθελα!», απολογήθηκε. «Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, συγγνώμη!».

Η Αρχοντούλα σκέφτηκε πως έπρεπε να κρατήσει τα προσχήματα. Ούτε κι αυτήν συνέφερε να μαθευτεί το συμβάν, εκτός αν το παρουσίαζε ως βιασμό. Από την άλλη αν δεν αντιδρούσε θα την περνούσαν για πουτάνα, πράγμα βέβαια που δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα έστω και αν δεν το έκανε για τα λεφτά.

«Δεν θα μιλήσω σε κανένα για ότι έγινε, μόνο και μόνο γιατί σέβομαι τη μητέρα σου!», του είπε αυστηρά. «Μόνο να φύγεις από το σπίτι το συντομότερο. Και απόψε αν είναι δυνατό!».

Έφυγε το άλλο πρωί με την Καλλιόπη να αναρωτιέται για το ξαφνικό της αναχώρησης του. 

Υποτίθεται θα έμενε μέχρι το τέλος της εβδομάδας για να συμπαρασταθεί στον αδελφό του που θα έκανε επέμβαση για να βάλει ψεύτικο μάτι. Οι εξηγήσεις που της έδωσε της φάνηκαν αστείες, αλλά όσο και να τον πίεσε επέμενε σε αυτές. Ρώτησε την Αρχοντούλα αν κάτι υπέπεσε στην αντίληψη της σχετικά και εισέπραξε αρνητική απάντηση.

Όλα πήγαν καλά με το χειρουργείο και έτσι ο Αντρέας επέστρεψε σπίτι, με αισθητά καλύτερη εμφάνιση. Σίγουρα δεν ήταν όπως πριν το συμβάν πάντως δεν έδειχνε τόσο τρομακτικός. Αυτό έκανε καλό και στην ψυχολογία του που μέρα με τη μέρα ήταν πιο ανεβασμένη. Ανεβασμένη επίσης και η ερωτική του διάθεση που δεν έχανε ευκαιρία να την ικανοποιεί κάνοντας την Αρχοντούλα ευτυχισμένη. Λίγες μέρες όμως κράτησε αυτή η ευτυχία! Με τρόμο η Αρχοντούλα διαπίστωσε καθυστέρηση στην περίοδο της. Είχε σταθερό κύκλο και αυτό κτύπησε καμπανάκι κινδύνου. Εκτός από αυτή καθαυτή την εγκυμοσύνη, έμπαινε και το θέμα της πατρότητας. Ο Αντρέας ή ο Βασίλης ήταν ο υπεύθυνος; Αποφάσισε να το συζητήσει με την Καλλιόπη που ούτως ή άλλως θα το μάθαινε σε λίγο.

Βρήκε την ευκαιρία όταν ο Αντρέας βγήκε για μια βόλτα και την πλησίασε στην αυλή που πότιζε τα λουλούδια.

«Πρέπει να μιλήσουμε», της είπε και ο τρόπος της φανέρωνε τη σοβαρότητα αυτών που είχε να πει. Η Καλλιόπη άφησε το ποτιστήρι και κάθισε κοντά της στον καναπέ της βεράντας. 

«Με τρομάζεις! Το ύφος σου δείχνει πως κάτι κακό συμβαίνει!»

«Είμαι έγκυος!, της δήλωσε κοφτά. «Φαντάζομαι ξέρεις για τη σχέση μου με το γιο σου, οπότε καταλαβαίνεις πως έγινε».

Η Καλλιόπη προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Αυτά δεν ήταν καλά νέα και ανέτρεπαν τα σχέδια της.

«Αυτός το ξέρει;», ρώτησε μετά από αρκετά λεπτά. 

«Όχι, άλλωστε ακόμα δεν έχω πάει στο γιατρό για να σιγουρευτώ.»

«Μόνο που τώρα το έμαθε!», ακούστηκε η φωνή του Αντρέα που πάγωσε και τις δυό τους. «Ξέχασα τα γυαλιά μου και μπαίνοντας να τα πάρω σας άκουσα!». 

«Δεν είμαστε ακόμα σίγουρες», κόμπιασε η Καλλιόπη. «Ας τη δει γιατρός και βλέπουμε τι θα κάνουμε!».

«Δηλαδή, σαν τι θα κάνουμε;», ρώτησε υποψιασμένος.

«Θα το συζητήσουμε τότε!», έκοψε την κουβέντα η Καλλιόπη και τραβώντας την Αρχοντούλα από το χέρι μπήκαν στην κουζίνα.

«Τώρα κι όλας θα πας στο γυναικολόγο!», της είπε επιτακτικά. «Αυτή είναι η διεύθυνση και θα σου δώσω και χρήματα για την επίσκεψη.».

Η Αρχοντούλα αναγκάστηκε να υπακούσει αν και περίμενε περισσότερη κατανόηση από την ανοικτόμυαλη  Καλλιόπη.

Μόλις έφυγε, η Καλλιόπη ξαναβγήκε στη βεράντα. Ο Αντρέας βημάτιζε νευρικά καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο.

«Δεν θα μας λύσουν τα προβλήματα τα τσιγάρα», τον συμβούλεψε και συνέχισε σε έντονο ύφος. «Αυτό το παιδί δεν πρέπει να γεννηθεί, κατάλαβες;».

«Και ποιος το αποφασίζει αυτό;», τη ρώτησε εξαγριωμένος. «Είναι δικό μου και μόνο σε εμένα πέφτει ο λόγος!».

«Σε γελάσανε αγόρι μου!», απάντησε ειρωνικά. «Ξεχνάς μάλλον σε τι τραγική κατάσταση βρισκόμαστε! Χρωστάμε τα μαλλιοκέφαλα μας και όπως είδες αυτοί δεν αστειεύονται. Πάνω από δυο χιλιάδες λίρες είναι μόνο τα δικά σου χρωστούμενα και άλλα τόσα περίπου τα δικά μου από τη χασούρα! Και όλα αυτά πρέπει να βρεθούν πριν γυρίσει ο πατέρας σου απ το ταξίδι και καταλάβει τι συμβαίνει!».

«Και τι σχέση έχουν αυτά με την Αρχοντούλα και την εγκυμοσύνη;».

«Η Αρχοντούλα είναι το κλειδί που θα μας δώσει τις λύσεις! Μόνο που πρέπει να είναι ελεύθερη από υποχρεώσεις για να πετύχει το σχέδιο. Γκόμενα μπορείς να την έχεις. Γυναίκα όμως και μάλιστα με παιδί, αποκλείεται!».

Ο Αντρέας με κατεβασμένο κεφάλι αναγνώριζε τα δίκια της μάνας του. Αν και αγαπούσε την Αρχοντούλα και θα ήθελε να ζήσουν μαζί με τα παιδιά τους, οι ανάγκες ήταν επιτακτικές και έπρεπε γρήγορα να βρεθεί διέξοδος. Όσο κι αν δεν καταλάβαινε πώς η Αρχοντούλα θα έφερνε τη λύση, είχε εμπιστοσύνη στην πανουργία της Καλλιόπης.

«Ας είναι.», συμφώνησε έστω και απρόθυμα. «Ποιο είναι λοιπόν το περίφημο σχέδιο;».

Του εξήγησε με όσες λεπτομέρειες μπορούσε να του αποκαλύψει τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν. Πρώτα από όλα θα έμπαινε στην υπηρεσία ενός πάμπλουτου Αθηναίου, θα φρόντιζε η ίδια γι αυτό, και αφού κέρδιζε την εμπιστοσύνη της οικογένειας θα φρόντιζε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τις συνήθειες τους. Κυρίως αυτά που αφορούσαν τη γυναίκα του. Τα υπόλοιπα ήταν δική της δουλειά να τα κανονίσει, κατέληξε.   

Τελικά ο γιατρός επιβεβαίωσε την εγκυμοσύνη και η Καλλιόπη έκλεισε ραντεβού για την έκτρωση. Η Αρχοντούλα το δέχθηκε αδιαμαρτύρητα. Λίγο ο φόβος μήπως κι αυτό βγει άρρωστο, λίγο που δεν ήταν σίγουρη για τον πατέρα, αποφάσισε να δεχτεί να το ρίξει. Ύστερα το σχέδιο της Καλλιόπης, όπως της το εξήγησε, έμοιαζε δελεαστικό. Αν πετύχαινε, (και γιατί όχι;), θα ζούσε από εδώ και πέρα μιαν ονειρεμένη ζωή.  

«Μόνο προσοχή!», τη συμβούλεψε. «Έχουμε να κάνουμε με έξυπνους ανθρώπους και το παραμικρό λάθος θα μας στοιχίσει πολύ ακριβά!».

Δεν χρειαζόταν την προειδοποίηση η Αρχοντούλα. Γνώριζε καλά τους κινδύνους του παράτολμου σχεδίου, όμως εξίσου καλά γνώριζε και τα οφέλη που θα αποκόμιζαν.

«Να μείνεις ήσυχη Καλλιόπη! Όλα θα πάνε καλά!».

Η έκτρωση πήγε καλά χωρίς παρενέργειες, ο Αντρέας έπιασε δουλειά ως κηπουρός στη βίλα του πλούσιου και τα πράγματα οδηγούνταν στο σατανικό δρόμο που είχε χαράξει η Καλλιόπη. 


__________


 ΑΘΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1975


Τα νέα σχετικά με την υγεία του μπάρμπα Νίκου δεν ήταν καθόλου καλά. Ένα δεύτερο έμφραγμα τον έφερε ένα βήμα πριν τον θάνατο. Μέρες ίσως και ώρες του έδινε ο Μάνος και τον μετέφερε με δική του πρωτοβουλία σε δίκλινο δωμάτιο ώστε να είναι μαζί με την κόρη του και να έχει ησυχία. Ενημέρωσε σχετικά και τον Αντώνη που έσπευσε στο νοσοκομείο.

Βρήκε το γέροντα με τη μάσκα οξυγόνου και τους ορούς στο χέρι. Η κόρη του καθόταν δίπλα του και με ένα μαντήλι του έβρεχε το πρόσωπο. Την καλημέρισε και έκατσε στο διπλανό κρεβάτι.

«Πως είναι;», τη ρώτησε αν και η εικόνα ήταν ξεκάθαρη.

«Τελειώνει!», του απάντησε βουρκωμένη. «Από χθες το βράδυ δεν έχει καμία επαφή. Μόνο πριν λίγα λεπτά σαν κάτι προσπάθησε να μου πει, αλλά βυθίστηκε και πάλι».

«Θα σε μαλώσω!», την επέπληξε. «Τόσες μέρες βασανίζεσαι, και ούτε σκέφτηκες να δεχτείς την πρόταση μου για φιλοξενία! Ας είναι, τώρα προέχει ο πατέρας σου. Μην ανησυχείς για τίποτα. Ότι κι αν συμβεί, εγώ θα αναλάβω όλες τις διαδικασίες! Και τα έξοδα!». 

Έσκυψε και του φίλησε το χέρι με ευγνωμοσύνη, μια κίνηση που τον ξάφνιασε αλλά και εδραίωσε την άποψη του για το χαρακτήρα της. Την αγκάλιασε τρυφερά και τη φίλησε στο μέτωπο. Ένα παράξενο συναίσθημα τον κυρίευσε με αυτή την επαφή και φρόντισε να απομακρυνθεί από κοντά της. Δεν ήταν η συμπόνια ή ο οίκτος που θα έπρεπε να αισθάνεται, αλλά κάποιο άλλο σκίρτημα που δεν θα έπρεπε να νιώθει!

«Είσαι καλό παιδί Νεκταρία!», κατάφερε να της πει διατηρώντας ψήγματα ψυχραιμίας. «Ο πατέρας σου θα είναι πολύ περήφανος για σένα!».

Η Νεκταρία τον κοίταξε με λατρεία. Όχι όπως θα κοίταζε τον προστάτη που τη βοηθούσε σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, αλλά με κάτι πιο βαθύ, που υπό άλλες συνθήκες θα το χαρακτήριζες και ερωτικό.

Μια αμήχανη σιωπή σκέπασε για λίγα λεπτά το δωμάτιο, που την έσπασε ένας ήχος από το κρεβάτι του Νικόλα που έμοιαζε με προσπάθεια να μιλήσει. Έσκυψαν και οι δυο τους κοντά στο στόμα του για να καταφέρουν να ακούσουν.

«Δεν θα έρθει η Αρχοντούλα;», ρώτησε με σβησμένη φωνή που ίσα ακούστηκε, και ο Αντώνης αισθάνθηκε τύψεις που δεν την είχε ειδοποιήσει για την ασθένεια του.

 «Θα έρθει Νικόλα! Εγώ ο ίδιος θα πάω τώρα να την φέρω!», του απάντησε και το εννοούσε. Έκανε νόημα στη Νεκταρία πως φεύγει και έτρεξε στο τηλέφωνο. Ευτυχώς ο παπάς ήταν στην εκκλησία και τον ενημέρωσε. Εκείνος τον διαβεβαίωσε πως θα έπαιρναν ταξί και το πολύ σε μια ώρα θα ήταν εκεί.

Στη διαδρομή προς τον Ευαγγελισμό έμειναν αμίλητοι, βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Η Αρχοντούλα με το μυαλό στην κατάσταση του μπάρμπα Νίκου και ο παπά Διονύσης στα γεγονότα της προχθεσινής ημέρας στην ιερά σύνοδο. Εντελώς απρόσμενα μπαίνοντας στην αίθουσα συνεδριάσεων βρέθηκε μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη. Δεξιά του Αρχιεπισκόπου καθόταν ο νεαρός καλόγερος που τον είχε σκανδαλίσει παλιότερα. Το θεώρησε θεϊκό σημάδι και απέσυρε την υποψηφιότητα του για επίσκοπος, ξαφνιάζοντας τους Αρχιερείς που θεωρούσαν σίγουρη την εκλογή του. Από εκείνη την ώρα και μετά στριφογυρνούσε στο μυαλό του η εικόνα του όμορφου καλόγερου. Προσπάθησε με το κομποσκοίνι να διώξει τις πονηρές σκέψεις και άλλοτε τα κατάφερνε, άλλοτε παραδίδονταν στις φαντασιώσεις του. Έκανε σκέψεις ακόμα και να βγάλει τα ράσα. Όχι για δεσπότης μα ούτε και για απλός μοναχός δεν ήταν άξιος. Αν κάτι τον απέτρεπε από το να το κάνει πράξη  ήταν η αγάπη προς το Χριστό και το ποίμνιο του. Ίσως η επίσκεψη στο Άγιο Όρος που είχε προγραμματίσει για τον άλλο μήνα τον βοηθούσε να ξεπεράσει τους δαίμονες του.

Στην είσοδο του νοσοκομείου τους περίμενε ο Αντώνης και τους οδήγησε στο θάλαμο νοσηλείας. Ο Μπάρμπα Νίκος έδειχνε μια καλυτέρευση που όμως δεν ξεγέλασε ούτε τον Αντώνη ούτε το Μάνο. Από την εμπειρία και τις ιατρικές τους γνώσεις ήξεραν καλά πως αρκετοί ασθενείς έχουν αναλαμπές πριν το τέλος. Και αυτό ακριβώς συνέβαινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πάντως όπως και να έχει ήταν μια καλή ευκαιρία να τον αποχαιρετίσουν με τις αισθήσεις του σε εγρήγορση.

Μπήκαν διστακτικά και πλησίασαν το κρεβάτι. ¨Ο παπά Διονύσης τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό του που περιείχε κομμάτι του τιμίου ξύλου και μουρμούρισε μια προσευχή. Η Αρχοντούλα ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο του και τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο. Έκανε τεράστια προσπάθεια να μην καταλάβει την ταραχή και τη θλίψη της Χαμογέλασε με κόπο και του μίλησε με σπασμένη φωνή.

«Πως είσαι γέρο μου; Μια χαρά φαίνεσαι!».

Ο άρρωστος κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της και έβγαλε τη μάσκα.

«Δεν έχω πολύ χρόνο Αρχοντούλα μου», της είπε ξέπνοα. «Τα ξέρω όλα! Μου τα είπε η γερόντισσα Χριστονύμφη στο μοναστήρι. Να πας να τη βρεις και θα σου λυθούν όλες οι απορίες!». Σταμάτησε αποκαμωμένος και η Νεκταρία του έβαλε και πάλι τη μάσκα. Ανώφελη κίνηση. Με δυο ανάσες έσβησε ήρεμα σαν πουλάκι. 

Ο Αντώνης του έκλεισε τα μάτια και ο παπάς διάβασε την ευχή. 

Η Αρχοντούλα κράτησε σφικτά στην αγκαλιά της τη Νεκταρία που πλάνταζε στο κλάμα.

Οι νοσοκόμες πήραν το Νικόλα να τον κατεβάσουν στο νεκροθάλαμο αφού υπέγραψε ο Μάνος το πιστοποιητικό θανάτου. Απέμεναν τα διαδικαστικά που ανέλαβε ο Αντώνης τηλεφωνώντας στο γραφείο κηδειών. Έπρεπε να γίνουν πολλά γιατί η μεταφορά του νεκρού στην Αίγινα δεν ήταν απλή υπόθεση. Απαιτούσε γραφειοκρατία που τη σιχαινόταν, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. 

Δυστυχώς οι υποχρεώσεις δεν του επέτρεπαν να συνοδεύσει τη σορό και αυτό τον στεναχωρούσε ιδιαίτερα. Και είχε πολλούς λόγους να αισθάνεται άσχημα. Και για τον ίδιο το Νικόλα και για τη Νεκταρία που χρειαζόταν στήριξη, αλλά κυρίως για την Αρχοντούλα που θα έπρεπε να επιστρέψει μόνη στην Αίγινα με τον κίνδυνο να καραδοκεί.

«Πάμε να πιούμε ένα καφέ», παρότρυνε τους υπόλοιπους. Μας χρειάζεται σίγουρα και άλλωστε εδώ δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε. Τώρα θα αναλάβουν οι ειδικοί.».

«Ευκαιρία να προσκυνήσω τον τάφο του Αγίου, που το έχω τάμα τόσα χρόνια!», μίλησε πρώτος ο παπάς σπάζοντας τον πάγο που είχε δημιουργηθεί στο τραπεζάκι της καφετέριας, εξαιτίας του θανάτου. «Αύριο πρώτα ο Θεός κατεβαίνουμε στην Αίγινα», συνέχισε απευθυνόμενος στη Αρχοντούλα. « Να δούμε και τι έχει να σου πει η γερόντισσα!».

Αυτό ακριβώς έτρεμε η Αρχοντούλα! Τις αποκαλύψεις που μπορεί να βγαίνανε στο φως! Αν είχε έστω και μια ένδειξη πως θα ήταν για καλό θα ηρεμούσε κάπως. Όμως κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε από τα μέχρι τώρα δεδομένα. Καμία ευχάριστη ανάμνηση δεν είχε τον τελευταίο καιρό από την προηγούμενη ζωή της, κι αυτό ήταν ανησυχητικό σημάδι!

«Να προσέχετε!», τους συμβούλεψε ο Αντώνης. «Δεν ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε, ούτε και γιατί. Αν αυτή η καλόγρια πραγματικά ξέρει, τότε κινδυνεύει κι αυτή! Και μη βασιστείς παπά μόνο στο ζευγάρι που είδαμε στην εκκλησία. Τώρα που έχουμε δει τα πρόσωπα τους, μπορεί να αλλάξουν σχέδια και να στείλουν άλλους. Το ερώτημα είναι τι φοβούνται τόσο σε μια ανήμπορη γυναίκα;»

Κανείς δεν είχε απάντηση σε αυτές τις επισημάνσεις και απέμειναν σιωπηλοί.

«Θα σας κατεβάσω εγώ στον Πειραιά», πρότεινε ο Αντώνης. «Η Νεκταρία θα έρθει μαζί μου μέχρι το πρωί που θα την φέρω στο λιμάνι για να ταξιδέψετε μαζί. Αν είσαστε έτοιμοι μπορούμε να φύγουμε».

Έτσι και έγινε. Τους άφησε στο σπίτι και με τη Νεκταρία συνέχισαν για το δικό του. Η Δανάη δεν είχε έρθει ακόμα και ο Αντώνης της πρότεινε να κάνει ένα μπάνιο για να ξεκουραστεί και να διώξει την ένταση. Απέφυγε να μείνει στο σαλόνι που επικοινωνούσε με το λουτρό και αφού τις έδωσε καθαρές πετσέτες βγήκε στο μπαλκόνι. Γιατί άραγε ένιωθε τέτοια ταραχή όταν βρισκόταν κοντά της; Ήταν ερωτευμένος με τη Δανάη και αυτό δεν άλλαζε. Την ίδια ώρα όμως αισθανόταν ότι αυτή η κοπέλα τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Όχι δεν ήταν ερωτικό πάθος. Δεν είχε καν δει κάτι περισσότερο από το πρόσωπο της. Αγνό, άβαφο, ταλαιπωρημένο, σίγουρα όμορφο, όμως  χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Κι όμως όσο το κοίταζε, τόσο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω του.

Ο ερχομός της Δανάης τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Την αγκάλιασε και τη φίλησε με πάθος. Την είχε προετοιμάσει πως θα φιλοξενούσαν τη Νεκταρία και έτσι δεν χρειάστηκαν πολλές εξηγήσεις. Η Δανάη προσφέρθηκε να της δώσει κάποια εσώρουχα και ότι μαύρο έβρισκε στη ντουλάπα της.

«Τα συλλυπητήρια μου για το πατέρα σου!», της είπε όταν καθαρή και καλοντυμένη μπήκε στο σαλόνι. «Μου έχει πει τόσα ο Αντώνης που είναι σαν να τον γνώρισα. Πείτε τα εσείς, εγώ πάω να ετοιμάσω κάτι για να φάμε!».

Πήγε στην κουζίνα με ένα περίεργο προαίσθημα στην καρδιά. Αυτό το κορίτσι ενώ είχε μια αθωότητα που βρίσκεις μόνο στους ανθρώπους της επαρχίας, ταυτόχρονα είχε κάτι που σε μαγνήτιζε. Κι αν ενέπνεε τέτοια συναισθήματα στην ίδια, τι επίδραση μπορεί να ασκούσε στον Αντώνη που στο κάτω-κάτω ήταν και άντρας; Όχι πως δεν του είχε εμπιστοσύνη, κάθε άλλο! Τόσα χρόνια μαζί του δεν της είχε δώσει το παραμικρό δικαίωμα να αμφισβητήσει την αγάπη και την αφοσίωση του. Εκείνο που την προβλημάτιζε ήταν μάλλον η δική της ανασφάλεια. Τελευταία έπιασε πολλές φορές τον εαυτό της να σκέφτεται το μέλλον με τον Αντώνη. Θα ήθελε να γίνει μια καλή νοικοκυρούλα με δυο τρία κουτσούβελα να νταντεύει; Με τίποτα! Γι αυτό εξάλλου διαρκώς ανέβαλε τον γάμο με διάφορες δικαιολογίες, που μόνο την ίδια έπειθαν! Τον αγαπούσε, ίσως όχι με το ίδιο πάθος της αρχής της σχέσης τους, όμως η έγγαμη ζωή της φαινόταν σκλαβιά. Εξάλλου είχε και την καριέρα της που έπρεπε να κοιτάξει. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο κάποια στιγμή οι κόσμοι τους να έρθουν αντιμέτωποι, κι αυτό μπορεί να τη στεναχωρούσε άλλα δεν ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει στα θέλω της! 

Έφτιαξε στα γρήγορα μια μακαρονάδα με σάλτσα σκόρδου και  έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι. Μια πιατέλα με τυριά και αλλαντικά συμπλήρωνε το γεύμα. 

«Περάστε!», τους προσκάλεσε. «Δεν προλάβαινα για κάτι καλύτερο, ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε!».

«Μα τι λέτε!», διαμαρτυρήθηκε η Νεκταρία. «Όλα είναι υπέροχα και εσείς τόσο λαμπερή! Ειλικρινά δεν βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω!»

Έφαγαν χωρίς ιδιαίτερη όρεξη, όχι γιατί το φαγητό δεν ήταν καλό, αλλά γιατί ο θάνατος του Νικόλα βάραινε τις ψυχές τους. 

Η Νεκταρία αφού τους ευχαρίστησε ακόμα μια φορά, πήγε στο δωμάτιο που της υπέδειξε η Δανάη για να κοιμηθεί. Της έλειπε ο ήσυχος ύπνος μετά από τόσες μέρες αγωνίας.

«Νόστιμη κοπέλα.», είπε η Δανάη σε μια προσπάθεια να δει τις αντιδράσεις του Αντώνη. «Και δείχνει αρκετά μορφωμένη.».

«Μόνο το γυμνάσιο έχει τελειώσει, αλλά όπως μου είπε της αρέσει πολύ το διάβασμα  Ήθελε να σπουδάσει για φιλόλογος αλλά δεν υπήρχαν τα μέσα.».

Η φωνή του ήρεμη και σταθερή δεν φανέρωνε κάτι από ότι υποψιαζόταν. Το ίδιο και η στάση του σώματος του. Αν υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον από μέρους του κατάφερνε να το καλύπτει πειστικά. Ίσως τελικά να υπερέβαλε για τις προθέσεις του. Καθώς δεν είχε διάθεση για ύπνο αποφάσισε να βγει μια βόλτα. Το πρότεινε στον Αντώνη που το αρνήθηκε δηλώνοντας πολύ κουρασμένος. Και πραγματικά όταν γύρισε μετά από λίγα λεπτά γιατί είχε ξεχάσει το πορτοφόλι της, τον βρήκε να κοιμάται μακάρια.   


Όταν έφτασαν στο λιμάνι η νεκροφόρα ήταν ήδη στο φέρυ. Συνάντησαν τον παπά και την Αρχοντούλα και αφού τους αποχαιρέτησε ο Αντώνης μπήκαν κι αυτοί στο πλοίο. Όλοι οι ναύτες και ο καπετάνιος συλλυπήθηκαν την Νεκταρία που την γνώριζαν αφού χρόνια έκαναν αυτό το δρομολόγιο.

Λίγος κόσμος και ακόμα λιγότερα αυτοκίνητα, τα περισσότερα μεταφοράς εμπορευμάτων, υπήρχαν, αν και το καράβι ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Πέντε έξι γυναίκες, προσκυνητές του Αγίου όπως έδειχνε η εικόνα τους, ένας φαντάρος, και δυο ζευγάρια ήταν μόνο στο σαλόνι. Υπήρχαν και μερικοί ακόμα στα εξωτερικά καθίσματα, ανάμεσα τους δυο ιερείς με τις παπαδιές τους και μια παρέα τεσσάρων νεαρών ατημέλητα ντυμένων.

Στην προκυμαία της Σουβάλας αρκετός κόσμος είχε συγκεντρωθεί για να υποδεχθεί τον προσφιλή νεκρό, ενώ ο πένθιμος ήχος της καμπάνας του Αποστόλου Κρίσπου, ανήγγειλε την άφιξη της σορού.

Με τη συνοδεία αυτοκινήτων έφτασε η νεκρική πομπή στην εκκλησία, όπου είχε συγκεντρωθεί όλο το χωριό. Το ταξί που μετέφερε τον παπά και τις δυο γυναίκες σταμάτησε πίσω από τη νεκροφόρα, Όταν κατέβηκαν όλα τα μάτια έπεσαν στην Αρχοντούλα. Η αλλαγή στην εμφάνιση της ήταν τόσο εμφανής ώστε πολλοί έλεγαν πως είναι κάποια που της μοιάζει. Με το κομψό σκούρο γκρι ταγέρ, το μαύρο πουκάμισο, και τα μαλλιά πιασμένα σε ένα όμορφο κότσο έδειχνε άλλος άνθρωπος. Χώρια που δεν φορούσε τσεμπέρι που παλιά δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Λίγοι τόλμησαν να την πλησιάσουν και αυτό πιο πολύ από περιέργεια.

Μπήκαν στο ναό και ο εφημέριος πρότεινε στον παπά Διονύση να κάνουν μαζί την κηδεία. Αφού δόθηκαν οι αμοιβαίες εξηγήσεις, ο εφημέριος ξεκίνησε μόνος.

Χρόνια είχαν οι ντόπιοι να δουν τόσο πολυτελή κηδεία και απορούσαν πως βρέθηκαν τα χρήματα για κάτι τέτοιο. Όλες οι υποψίες έπεσαν στην Αρχοντούλα που ήταν η μόνη που έδειχνε πως η αλλαγή στην εμφάνιση είχε και οικονομικό υπόβαθρο. Ευτυχώς η Νεκταρία ενημέρωσε τους πιο κοντινούς της ανθρώπους για την παρέμβαση του Αντώνη και έπαψαν τα κακεντρεχή σχόλια.

Η ταφή έγινε στο νεκροταφείο στο Βαθύ με τους οικείους του νεκρού να κρατούν μια αξιοπρεπή στάση, χωρίς υστερίες και κραυγές, αλλά με ένα βουβό πόνο που άρμοζε στον Νικόλα. Μετά τον καφέ που δόθηκε στο καφενείο του Κανάκη, (μέχρι κι αυτό είχε φροντίσει ο Αντώνης), ο παπάς με την Αρχοντούλα έφυγαν με ταξί για την Αίγινα, παρά τις εκκλήσεις της Νεκταρίας να τους φιλοξενήσει.

Το επόμενο πρωί μετά από ένα καλό ύπνο πήραν το λεωφορείο για το μοναστήρι. Η αγωνία της Αρχοντούλας είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Ήρθε η ώρα να μάθει όλη την αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή. Σπάνια προσευχόταν όμως τώρα αισθάνθηκε την ανάγκη να το κάνει. Δεν ζήτησε από το Θεό να μάθει καλά νέα, αυτό το απέκλειε, τουλάχιστον να μην είναι τόσο τραγικά όσο προαισθανόταν. Πρώτα όμως έπρεπε να βρει τη μικρή. Της είχε λείψει όλους αυτούς τους μήνες. 

Ο παπάς από την άλλη παρατηρούσε την παρέα των νεαρών που είχαν δει στο πλοίο. Δεν φαίνονταν για παιδιά της πίστης και αυτό τον παραξένευε. Βέβαια το λεωφορείο εκτός του μοναστηριού είχε προορισμό και την Αγία Μαρίνα, οπότε θα μπορούσαν εκεί να κατευθύνονται.

Με έκπληξη όμως διαπίστωσε πως κατέβηκαν κι αυτοί στο μοναστήρι. Τελικά, σκέφτηκε, ο Θεός έχει πάντα τον τρόπο να προσελκύει κοντά Του τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Η συνέχεια όμως δεν έδειχνε να επιβεβαιώνει τη σκέψη του. Οι νεαροί με ασέβεια περιφέρονταν στους χώρους χωρίς καν να μπουν στον κόπο να προσκυνήσουν τον τάφο του Αγίου, ούτε έστω να μπουν στην εκκλησία να ανάψουν ένα κερί. 

Αφού ο παπάς έκανε παράκληση στον Άγιο μπροστά στην τίμια κάρα του, βγήκαν από την εκκλησία για να προσκυνήσουν και τον τάφο. Οι νεαροί δεν φαινόντουσαν πουθενά και υπέθεσε πως βαρέθηκαν και έφυγαν.

Στην έξοδο από το χώρο του τάφου δίπλα στον πλάτανο που είχε φυτέψει ο Άγιος, τους περίμενε μια νεαρή καλόγρια. Έσκυψε με σεβασμό και φίλησε το χέρι του παπά, που δεν πρόλαβε να το τραβήξει.

«Περάστε στο αρχονταρίκι να πάρετε ένα καφέ», τους πρότεινε. «Η ηγουμένη θα χαρεί να σας δει!».

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και η Αρχοντούλα με μια κίνηση των ώμων έδειξε πως δεν έχει πρόβλημα. Ακολούθησαν τη μοναχή και μπήκαν στο αρχονταρίκι. Η ηγουμένη, μια σεβάσμια γερόντισσα γύρω στα εξήντα, σηκώθηκε να τους υποδεχθεί. Με έκπληξη που προσπάθησε να την κρύψει, η Αρχοντούλα είδε στον καναπέ να κάθεται η μικρή! Η ηγουμένη αντιλήφθηκε το βλέμμα της και έσπευσε να εξηγήσει.

«Η Αγνή μας! Δεν είναι το πραγματικό της όνομα, γιατί δεν το ξέρουμε. Έτσι την ονομάσαμε επειδή είναι αγνή και άδολη σα μωρό. Και φαίνεται πως σας συμπάθησε γιατί συνήθως αντιδρά λίγο άσχημα με τους ξένους».   

Κάθισε δίπλα της η Αρχοντούλα και της χάιδεψε το πρόσωπο, ενώ δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια της. Τα σκούπισε βιαστικά και κοίταξε τη μικρή κατάματα, σαν να τη ρωτούσε «Με θυμάσαι;». Η αντίδραση της μικρής έκανε τη καρδιά της να σπαράξει. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της και κραυγές χαράς βγήκαν από το στόμα της.

Αφού ήπιαν τον καφέ και έφαγαν τα κεράσματα ήρθε η δύσκολη ώρα. Ζήτησαν να συναντήσουν την αδελφή Χριστονύμφη, που είχαν να της δώσουν χαιρετίσματα από κάποιους γνωστούς της.

Η ηγουμένη χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Μεγάλη πέραση έχει σήμερα η ευλογημένη!», είπε. «Πριν λίγη ώρα τέσσερα παλληκάρια την έψαχναν κι αυτά! Βέβαια δεν είναι περίεργο αυτό. Η Χριστονύμφη είναι από τις χαρισματικές μοναχές μας!».

«Μακαρία!», φώναξε η ηγουμένη τη νεαρή μοναχή. «Οδήγησε παιδί μου τον πατέρα και την κυρία στη Χριστονύμφη!».

Σηκώθηκαν και αφού ευχαρίστησαν θερμά ξεκίνησαν για το κελί της Χριστονύμφης. Πίσω τους ακούστηκαν οι θλιμμένες κραυγές της Αγνής και η Αρχοντούλα επιτάχυνε το βήμα της για να πάψει να τις ακούει. Δεν ήθελε να φύγει έτσι χωρίς να την αποχαιρετήσει, ήξερε όμως πως αυτό θα έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Μακάρι να ξεκαθάριζε η κατάσταση και τότε θα τη έπαιρνε και πάλι μαζί της.

Βρήκαν τη Χριστονύμφη έξω από το κελί της καθισμένη σε ένα ξύλινο παγκάκι. Δίπλα της ένας από τους νεαρούς, ενώ οι άλλοι τρεις στέκονταν όρθιοι στο πλάι. Έκανε νόημα να πλησιάσουν αφού την ενημέρωσε η μοναχή για την επιθυμία να της μιλήσουν. 

«Ζητήσατε να με δείτε», τους απεύθυνε  το λόγο. «Σε δυο λεπτά μπορούμε να μιλήσουμε. Ο εγγονός μου», έδειξε το νεαρό δίπλα της, «και οι φίλοι του ήρθαν να με επισκεφτούν, τώρα όμως θα φύγουν για την Αγία Μαρίνα. Ήρθαν στην Αίγινα για ολιγοήμερες διακοπές.».

Η φωνή της ήταν σιγανή και ήρεμη, όμως δεν συμβάδιζε με την ταραχή που ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπο της. Σηκώθηκε αργά και αγκάλιασε τον εγγονό της που έσκυψε να της φιλήσει το χέρι. Οι άλλοι δεν μπήκαν σε αυτή τη διαδικασία. Έδωσε σε όλους από ένα κομποσκοίνι και μια φωτογραφία του Αγίου, και τους ξεπροβόδισε μέχρι τη σκάλα. Ύστερα γύρισε προς τον Παπά και την Αρχοντούλα

«Την ευχή σας πάτερ!» είπε κάνοντας μια υπόκλιση, χωρίς όμως να του φιλήσει το χέρι.

«Του Κυρίου!», της απάντησε κοιτάζοντας τα χέρια της που έτρεμαν ελαφρά.

«Περάστε μέσα», τους παρότρυνε. «Αυτή την ώρα ο ήλιος είναι όλος στο μπαλκόνι και είναι ενοχλητικός».

Το εσωτερικό του κελιού ήταν όπως θα το περίμενε κανείς. Ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα μικρό τραπεζάκι και δυο καρέκλες. Στους τοίχους κρεμασμένες εικόνες κάλυπταν όλο σχεδόν τον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι. Πάνω από το τραπέζι τρία ράφια φιλοξενούσαν δεκάδες εκκλησιαστικά βιβλία. Ένα παράθυρο στη δυτική πλευρά έφερνε άπλετο φως στο κελί. Τους έφερε λουκούμια,  δροσερό νερό και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. 

«Λοιπόν», ξεκίνησε. «Ποιος καλός άνεμος σας έφερε εδώ;».

«Δεν είναι άνεμος αλλά άνθρωπος!», πρόλαβε πρώτη η Αρχοντούλα. «Πάντως καλός σίγουρα! Ο συχωρεμένος ο Μπάρμπα Νικόλας μας έστειλε, έχετε να μου πείτε πολλά για το παρελθόν μου  μού μήνυσε λίγο πριν κλείσει τα μάτια του!».  

«Κοιμήθηκε ο Νικολής;», έκανε έκπληκτη. «Από σας το μαθαίνω! Ο Θεός να τον συγχωρέσει! Αλλά τι μπορώ να ξέρω εγώ για το παρελθόν σου καλή μου; Από πού κι ως που; Άλλωστε ο συχωρεμένος τελευταία δεν είχε καλά τα μυαλά του, άλλα του έλεγες, άλλα καταλάβαινε!».

Η Αρχοντούλα κάρφωσε τα μάτια πάνω της. Σαν αστραπή ήρθε στο νου της η νοσοκόμα του ονείρου της. Ναι αυτή ήταν κι όσο την κοιτούσε τόσο σιγουρευόταν. Σηκώθηκε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.

«Κοίταξε με καλά!, πρόσταξε. «Πριν σαράντα περίπου χρόνια εσύ δε με έφερες στο νησί μαζί με την κόρη μου;».

Η μοναχή έσκυψε το κεφάλι. Ήταν ανώφελο να υποκρίνεται την ανήξερη.

«Ίσως», είπε τελικά. «Πάνε πολλά χρόνια και δεν σε αναγνώρισα, όμως δεν υπάρχει τίποτα περίεργο σε αυτό. Περιφερόσουν σα χαμένη στους δρόμους και σε πήρα κοντά μου να σε προστατέψω. Έπρεπε όμως να έρθω στην Αίγινα για κάποια δουλειά και σε έφερα μαζί μου. Μόλις βγήκαμε από το πλοίο σε έχασα. Έψαξα παντού να σε βρω αλλά μάταια. Έτσι την επομένη γύρισα στον Πειραιά με την ελπίδα να είσαι καλά. Αυτά είναι όσα ξέρω και τίποτα περισσότερο!».

Ο παπά Διονύσης ξερόβηξε με νόημα. Αυτή η ιστορία δεν τον έπειθε κι ο Νικόλας τα είχε τετρακόσια, τουλάχιστον ο ίδιος δεν άκουσε το αντίθετο από κανέναν. Δεν θα τους έστελνε μόνο και μόνο για να ακούσουν αυτό το δακρύβρεκτο μελόδραμα. Εξάλλου ήταν ξεκάθαρος πως η Χριστονύμφη τα ήξερε όλα και όλα σημαίνει τα πάντα σχετικά με το παρελθόν. Ίσως τελικά η επίσκεψη των νεαρών να μην ήταν και τόσο αθώα όσο φαινόταν!

Τις ίδιες πάνω κάτω σκέψεις έκανε κι η Αρχοντούλα. Αν και απογοητευμένη με την εξέλιξη της κουβέντας, συνέχισε να επιμένει.

«Μάλιστα! Μας βρήκατε στο δρόμο και από την καλή σας την καρδιά μπήκατε σε κόπους και έξοδα, για να μας χάσετε από τα μάτια σας μέσα σε μια στιγμή! Και ύστερα είχα επάνω μου στοιχεία με το όνομα μου. Δεν θα ήταν πιο λογικό να απευθυνθείτε στις αρχές αντί να με τραβολογάτε μαζί σας;».

Η Χριστονύμφη έδειχνε να καταρρέει. Το τρέμουλο στα χέρια της έγινε πιο έντονο ενώ τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσει ότι μπορούσε.

«Μη με πιέζεις σε παρακαλώ! Ότι μπορούσα να σου πω το είπα. Τα υπόλοιπα καλό είναι να τα μάθεις από αλλού. Έχεις παιδί και με καταλαβαίνεις!».

Τα τελευταία της λόγια έμοιαζαν άσχετα όχι όμως για τον παπά Διονύση. Διέκρινε τον φόβο για τα παιδιά της και ίσως τον εγγονό της. Κάποιοι προφανώς την απειλούσαν χρησιμοποιώντας τους για να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Ως εκ τούτου κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να μάθουν κάτι περισσότερο από αυτήν.

«Τουλάχιστον μπορείτε να μας οδηγήσετε που να ψάξουμε για πληροφορίες;», την ρώτησε βέβαιος για την απάντηση.

Η Χριστονύμφη δίστασε για λίγο. Σαν οι τύψεις να την βασάνιζαν που έκρυβε την αλήθεια. Ήξερε πως υπέκυπτε σε θανάσιμο αμάρτημα που θα προστίθοταν σε όσα είχε ήδη διαπράξει. Αλλά ο τρόμος μήπως οι δικοί της άνθρωποι πάθουν κακό εξ αιτίας της φρέναρε τη διάθεση της για ομολογία.

«Ένα μόνο στοιχείο μπορώ να σας πω και παρακαλώ να μην επιμένετε άλλο». Είπε τελικά κοιτάζοντας γύρω της σαν παγιδευμένο αγρίμι. «Αναζητήστε τη μαμή που ξεγέννησε την μάνα της Αρχοντούλας. Ζει, αν και υπέργηρη, και βρίσκεται κάπου στον Πειραιά. Καλλιόπη τη λένε».

«Καλλιόπη τι;», ρώτησε ο παπάς.

«Καλλιόπη σκέτο!», του απάντησε αποφασιστικά.

Η Αρχοντούλα της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση.

«Ο Θεός να σε συγχωρέσει για τα ψέματα σου!», της φώναξε. «Αν και πολύ αμφιβάλω πως θα το κάνει!».

Βγήκε βιαστικά από το κελί με τον παπά να ακολουθεί γυρίζοντας για λίγο τα μάτια προς την μοναχή, που την είδε να κρατάει το κεφάλι με τα δυο χέρια και να έχει ξεσπάσει σε λυγμούς.

«Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε η Αρχοντούλα. «Είχα μιαν ελπίδα πως σήμερα θα ξεκαθάριζαν όλα, όμως είμαι και πάλι στο μηδέν».

«Έχουμε ένα όνομα», απάντησε ο παπάς χωρίς να δείχνει σίγουρος πως αυτό θα βοηθούσε. «Και επίσης τις αναλαμπές που έχεις τελευταία! Ίσως αυτές μας δείξουν το δρόμο». 

Το πλοίο για τον Πειραιά ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Τρία γκρουπ προσκυνητών από τη Ρουμανία μαζί με τους ντόπιους εκδρομείς έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Αλλά και τα εξωτερικά καθίσματα ήταν όλα πιασμένα και έτσι θα ταξίδευαν όρθιοι. Αν και μια ευγενική κυρία παραχώρησε τη θέση της στον παπά, εκείνος το αρνήθηκε.

Με την άκρη του ματιού είδε ακουμπισμένο στην κουπαστή τον εγγονό της Χριστονύμφης. Ήταν μόνος χωρίς την παρέα του. Τον πλησίασε, δήθεν κοιτώντας τα απόνερα που άφηνε πίσω του το φέρυ.

Ο νεαρός τον κοίταξε καχύποπτα.

«Τι τρέχει παπά και με έχεις πάρει από πίσω; Αν μου την πέφτεις λάθος πόρτα χτύπησες!».

«Δείχνω για τέτοιος άνθρωπος;», Ρώτησε ήρεμα. 

«Έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Αν δεν μου την πέφτεις κάτι άλλο θέλεις. Έτσι δεν είναι;».

«Μίλησα με τη γιαγιά σου στο μοναστήρι και έδειξε κάτι να φοβάται. Ξέρεις τίποτα;».

«Η γριά είναι μια θεοφοβούμενη φαντασιόπληκτη. Εγώ απλά της είπα πως η σιωπή είναι χρυσός. Αν ανακατεύεις το παρελθόν μπορεί να βγουν σκελετοί απ το ντουλάπι. Με εννοείς;».

Η ξεκάθαρη απειλή που αφορούσε και το ίδιο τον τρόμαξε. Ο πιτσιρικάς σίγουρα φοβόταν κι αυτός το ίδιο, μπορεί και περισσότερο, αυτό γινόταν ξεκάθαρο. Αν μπορούσε να μάθει ποιους ή τι φοβόταν θα έφτανε στην αρχή του νήματος. Αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα.

«Αυτό το παρελθόν, έχει να κάνει με τη γυναίκα που είναι μαζί μου;».

«Σταμάτα να το ψάχνεις παπά! Δεν ξέρεις που έχεις μπλέξει! Ειλικρινά αν θέλεις το καλό σου και της γριάς, εξαφανιστείτε από προσώπου γης! Αργά ή γρήγορα θα έρθετε αντιμέτωποι μαζί τους και τότε…»

Σταμάτησε απότομα καθώς κατάλαβε πως ήδη είχε πει πολλά.

Γύρισε να φύγει προς το εσωτερικό του πλοίου.

«Πίστεψε με!», τελείωσε τη συζήτηση. «Πάρε στα σοβαρά της προειδοποιήσεις μου. Είμαι άσχημα μπλεγμένος, αλλά κακός δεν είμαι! Γι αυτό σου είπα πράγματα που δεν έπρεπε. Εύχομαι να μη το μετανιώσω!».

Ο παπά Διονύσης απόμεινε σκεφτικός με την εξέλιξη. Ότι του είπε ο νεαρός δεν ήταν καινούργιο. Υποψιαζόταν κι αυτός πως υπάρχει πολύ σκοτάδι στη ζωή της Αρχοντούλας και δεν του έκαναν καμία έκπληξη τα λόγια του. Μάλλον θα έπρεπε να απευθυνθούν στις αρχές μήπως εκείνοι φέρουν αποτέλεσμα. Εξ άλλου όπως όλα δείχνουν, χρειάζονται την προστασία τους.

Το φέρυ έφτασε στο λιμάνι και ο παπάς μπήκε στο σαλόνι να ξυπνήσει την Αρχοντούλα, που είχε αποκοιμηθεί κατάχαμα σε μια γωνιά δίπλα στο μικρό μπαρ. 

Έφτασαν σπίτι και η πρώτη δουλειά του παπά ήταν να ενημερώσει τον Αντώνη για τα νέα δεδομένα. Η Αρχοντούλα ξάπλωσε στο κρεβάτι με το που μπήκαν μέσα, φανερά εξαντλημένη από την ένταση των ημερών. Ο Αντώνης συμμερίστηκε τις ανησυχίες του παπά, άλλωστε τις είχε προβλέψει. Θα έκανε του είπε μια κουβέντα με τη Δανάη για να καταστρώσουν σχέδιο δράσης. Πάντως του συνέστησε να είναι πολύ προσεκτικός και να αποφεύγουν τις πολλές συναναστροφές, όσο αυτό είναι δυνατό.

_________


ΑΘΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1936


Η εξαφάνιση της Αθανασίας σήμανε συναγερμό στο σπιτικό του Αφεντούλη. 

Η υπηρέτρια δήλωσε πως λίγο πριν τις δέκα το πρωί η κυρία βγήκε με το μωρό για μια βόλτα στα μαγαζιά. Τίποτα περίεργο δεν έπεσε στην αντίληψη της, ούτε πήρε το μάτι της κάποια ύποπτη κίνηση, μέχρι που άκουσε το κλάμα του μωρού και το θόρυβο ενός αυτοκινήτου που απομακρύνονταν. 

Οι χωροφύλακες έκαναν φύλο και φτερό όλο το σπίτι και τον κήπο χωρίς να βρουν κανένα ίχνος. 

Πέντε ώρες αργότερα μια πέτρα έσπασε το τζάμι της εισόδου. Πάνω της τυλιγμένο με σπόγγο ήταν ένα σημείωμα γραμμένο με μολύβι. Ήταν εμφανής η προσπάθεια αυτού που το έγραψε να αλλοιώσει το γραφικό του χαρακτήρα. Προφανώς έγραφε με το χέρι που δεν χρησιμοποιούσε κανονικά. Δεν ανέφερε πολλές λεπτομέρειες, μόνο πως ζητούσε δέκα χιλιάδες λίρες για να επιστρέψει σώα την Αθανασία, και κυρίως χωρίς την ανάμειξη της χωροφυλακής. 

Το πρόβλημα για τον Θεόδωρο Αφεντούλη δεν ήταν οι δέκα χιλιάδες λίρες. Σίγουρα σεβαστό ποσό αλλά υπήρχε. Η αγωνία του ήταν μήπως αφού πάρουν τα λεφτά κάνουν κακό στη γυναίκα του. Απέκρυψε το μήνυμα των απαγωγέων από τις αρχές και περίμενε την ειδοποίηση για το μέρος που θα γινόταν η ανταλλαγή. Δυστυχώς οι απαγωγείς δεν έδειχναν να βιάζονται. Πέρασε μια βδομάδα και ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ώσπου την Κυριακή το βράδυ ήρθε επιτέλους το πολυπόθητο μήνυμα με τον ίδιο τρόπο όπως την πρώτη φορά. Τις λίρες θα της έβαζε σε ένα μικρό βαλιτσάκι και θα το άφηνε στο πρώτο νεκροταφείο, σε τάφο που του υπεδείκνυαν. Τη γυναίκα του θα την έβρισκε στα σκαλιά της Μητρόπολης Αθηνών, δυο ώρες μετά. 

Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Καμία διαβεβαίωση πως θα κρατούσαν το λόγο τους δεν είχε και οι λόγοι να αθετήσουν τη συμφωνία πολλοί. Κατ αρχάς θα μπορούσε να τους αναγνωρίσει, έστω κι αν είχαν πάρει όλες τις προφυλάξεις και δεύτερο μπορεί να ζητούσαν πολλά περισσότερα κρατώντας την ακόμα. Παρ όλα αυτά αποφάσισε να προχωρήσει.

Άφησε το βαλιτσάκι στον τάφο αφού έριξε μια ματιά τριγύρω μήπως εντοπίσει κάποια κίνηση, πράγμα που δεν συνέβη. Σίγουρα είχαν οργανώσει το σχέδιο τους με μεγάλη προσοχή και έπαιρναν μέτρα ασφαλείας. Με την ψυχή στο στόμα οδήγησε μέχρι τη Μητρόπολη και  περίμενε να εμφανιστεί η Αθανασία. Πέρασαν οι δυο ώρες και άρχισε να απελπίζεται. Μαύρες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό του, πως δεν θα την ξανάβλεπε ζωντανή. Και τότε την είδε! Σέρνοντας τα πόδια της κάθισε στο πλατύσκαλο. Φαινόταν ταλαιπωρημένη. Τα άλλοτε μακριά μαλλιά της τα είχαν κόψει άγαρμπα με ψαλίδι ενώ μώλωπες είχε στο πρόσωπο και τα χέρια. Έτρεξε και την αγκάλιασε με λαχτάρα και εκείνη γαντζώθηκε επάνω του τρέμοντας. 

«Όλα τελείωσαν τώρα αγάπη μου!», προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Δόξα τω Θεώ δεν σου έκαναν καμιά μεγάλη ζημιά! Λίγη προσοχή χρειάζεται μόνο το μάτι σου από το κτύπημα. Μάλλον θα πρέπει νε το δει γιατρός».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Καλά είμαι!», ψιθύρισε. «Θέλω να γυρίσουμε σπίτι να πάρω αγκαλιά τον Αντωνάκη μου! Να ήξερες πόσο μου έλειψε!».

Την πήρε κρατώντας την από τη μέση και την έβαλε προσεκτικά στο αυτοκίνητο. Ότι κι αν έλεγε εκείνη θα φώναζε τον γιατρό να δει αν όλα πάνε καλά.

Η επιστροφή στο σπίτι έγινε αφορμή να ξανάρθει η χαρά που αμαυρώθηκε τις τελευταίες ημέρες. Αν και ο μικρός Αντώνης φάνηκε στην αρχή διστακτικός να πλησιάσει τη μητέρα του, μόλις τον πήρε αγκαλιά έβγαλε επιφωνήματα χαράς και το γέλιο του γέμισε τη μεγάλη σάλα!  

Μετά από ένα ζεστό μπάνιο η Αθανασία καθαρή και αναζωογονημένη, φόρεσε μια ροζ ρόμπα και πήγε στην κουζίνα. 

«Έχω λαχτάρα για ένα καφέ από τα χεράκια σου!», είπε στην υπηρέτρια που πήγε αμέσως να εκτελέσει την παραγγελία της.

«Λίγο πικρό τον έκανες μου φαίνεται!», τη μάλωσε. 

«Μα έτσι τον πίνετε πάντα κυρία!», παραξενεύτηκε εκείνη.

«Ναι παιδί μου, δίκιο έχεις! Το στόμα μου είναι πικρό από την κακοπέραση και όλα μου φαίνονται περίεργα!».

Ο γιατρός που ήρθε μια ώρα αργότερα, αφού την εξέτασε δεν είδε κάτι να τον ανησυχεί. Συνέστησε μολυβόνερο για τις μελανιές, καλό φαγητό και ξεκούραση. Σωματικά, είπε του Θεόδωρου, δεν είχε πρόβλημα, ψυχολογικά όμως θα αντιμετώπιζε αρκετές δυσκολίες τον πρώτο καιρό. 

Έτσι και έγινε. Κάποιες ιδιοτροπίες της τις αντιμετώπιζαν με κατανόηση, όπως και τις στιγμές που έδειχνε να μην θυμάται ορισμένα πράγματα. Σιγά- σιγά άρχισε να καλυτερεύει η κατάσταση και όλα να γίνονται όπως και πριν. Όλα εκτός από την ερωτική ζωή του ζεύγους που περνούσε περίοδο ύφεσης. Η άλλοτε πρόθυμη σύζυγος τώρα έδειχνε να αποφεύγει την επαφή με διάφορες δικαιολογίες. Ένα μήνα μετά την επάνοδο της μόλις μια φορά έκαναν έρωτα κι αυτό μάλλον σαν αγγαρεία απ τη μεριά της. Ο Θεόδωρος έκανε υπομονή με την ελπίδα πως αυτή η κατάσταση θα είναι προσωρινή, μέχρι να κλείσουν οι πληγές της από τα όσα πέρασε της μέρες της ομηρείας της.

Πραγματικά το μαγικό ραβδί του έρωτα μεταμόρφωσε την Αθανασία που επανήλθε στα συζυγικά της καθήκοντα πιο δυναμική και από πριν, προς μεγάλη ικανοποίηση του Θεόδωρου!  


________


ΑΘΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1975


Οι πληροφορίες που έφτασαν στην Αστυνομία ήταν συγκεκριμένες και από πολύ αξιόπιστη πηγή που συνεργάζονταν χρόνια. Σε γνωστό ενεχυροδανειστήριο της Αιόλου δυο νεαροί άφησαν ένα μενταγιόν για πενήντα λίρες. Από την περιγραφή έμοιαζε να είναι αυτό που οι άγνωστοί πήραν από τον Ήφαιστο, αφού πρώτα τον σκότωσαν.  Όταν το έφεραν οι αστυνομικοί που στάλθηκαν γι αυτή τη δουλειά, μαζί με τον σαράφη, ανέλαβε το τμήμα ανθρωποκτονιών να βρει τον πραγματικό του κάτοχο, γιατί κανείς δεν πίστευε πως ήταν ιδιοκτησία του Ήφαιστου. Η προσοχή τους επικεντρώθηκε στα αρχικά και την ημερομηνία που αναγράφονταν στην πίσω πλευρά του μενταγιόν. «Θ.Α  17/5/1935».

Οι επίμονες ανακρίσεις των αστυνομικών δεν απέδωσαν σπουδαία πράγματα. Ο σαράφης πέρα από την περιγραφή των νεαρών που του πήγαν το μενταγιόν, δεν είχε κάτι άλλο να προσφέρει στην έρευνα και έτσι τον άφησαν ελεύθερο με την εντολή να τους ενημερώσει αν κάτι περισσότερο μάθαινε.

Όταν η Δανάη πήρε στα χέρια της το μενταγιόν, το πρώτο που της έκανε εντύπωση ήταν η ημερομηνία. Απεικόνιζε την ημέρα γέννησης του Αντώνη κι αυτό αποτελούσε μια πολύ περίεργη σύμπτωση. Ακόμα και τα αρχικά αντιπροσώπευαν τα ονόματα των γονιών του. «Θ.Α.», Θεόδωρος- Αθανασία! Βέβαια ήταν μάλλον απίθανο να ίσχυε κάτι τέτοιο, καθώς τίποτα δεν μπορούσε να συνδέσει το μενταγιόν με τον Αντώνη και τους γονείς του. Το θέμα ήταν πως βρέθηκε στα χέρια του Ήφαιστου γιατί ήταν ολοφάνερο πως αυτό ήταν η αιτία της δολοφονίας του.

Το βράδυ είπε τις σκέψεις της στον Αντώνη που έδειξε να προβληματίζεται σοβαρά. Μήπως το μενταγιόν ανήκε στην Αρχοντούλα και με κάποιο τρόπο πέρασε στα χέρια του Ήφαιστου; Έβγαλε από την τσέπη την καρφίτσα και την έδειξε στη Δανάη, που αφού την εξέτασε προσεκτικά την άφησε στο τραπεζάκι.

«Βρίσκεις πως υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των δύο κοσμημάτων;», τον ρώτησε με απορία. 

«Αυτή την καρφίτσα  την βρήκαμε με το Μάνο στο σπίτι που έμενε η Αρχοντούλα. Η ημερομηνία που αναγράφεται είναι η ίδια με τη μέρα που παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Τότε δεν έδωσα σημασία, το θεώρησα απλή σύμπτωση. Τώρα όμως με το μενταγιόν τα πράγματα γίνονται πολύ περίεργα! Δεύτερη σύμπτωση, παύει να είναι σύμπτωση!». 

«Θα συμφωνούσα μαζί σου, αν το μενταγιόν ανήκε κι αυτό στην Αρχοντούλα. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από πουθενά».

«Ίσως η Αρχοντούλα θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει. Το θέμα είναι πώς να δει το μενταγιόν!».

«Ναι αυτό είναι δύσκολο», παραδέχτηκε η Δανάη. «Μπορεί όμως να της δείξεις την καρφίτσα και να τη ρωτήσεις αν είχε και άλλα κοσμήματα στο σπίτι της!».

Ήταν μια καλή λύση αυτή και ο Αντώνης αποφάσισε να την κάνει πράξη και μάλιστα αμέσως.

«Κατεβαίνω στον Πειραιά να τη βρω», είπε στην  έκπληκτη Δανάη. «Θέλεις να πάμε μαζί;».

Του αρνήθηκε χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση. Την είχαν κουράσει οι εμμονές του με αυτή τη γυναίκα. Ίσως  όμως να μην την είχε κουράσει η εμμονή μόνο, αλλά και αυτή η ίδια η σχέση τους! Ο έρωτας τον τελευταίο καιρό είχε πάρει τη μορφή αγάπης, νιαξίματος, στοργής, πάντως έρωτας δεν ήταν. Μήπως θα ήταν καλύτερα να μπει ένα τέλος πριν βαλτώσουν στη ρουτίνα μιας αδιέξοδης συμβίωσης;

Κι ο Αντώνης όμως περίπου τα ίδια σκεφτόταν στο δρόμο για τον Πειραιά. Η ερωτική τους ζωή πήγαινε απ το κακό στο χειρότερο, χωρίς εξάρσεις και ένταση όπως πριν λίγο καιρό. Την αγαπούσε ακόμα αλλά με διαφορετικό τρόπο. Σαν συνήθεια πες, σαν κάτι που άμα μας λείψει θα στεναχωρηθούμε αλλά δεν θα πέσουμε και του θανατά! Μάλλον έπρεπε να συζητήσουν σοβαρά το μέλλον της σχέσης τους και αυτό να γίνει το ταχύτερο δυνατό.


Ο παπά Διονύσης ξαφνιάστηκε με την παρουσία του Αντώνη τέτοια προχωρημένη ώρα και αφού κάθισαν στο γραφείο, τον ρώτησε το σκοπό της ξαφνικής επίσκεψης.

Μπήκε και η Αρχοντούλα που ξύπνησε με τον ήχο του κουδουνιού και κάθισε κι αυτή κοντά τους.

Ο Αντώνης χωρίς να χάσει χρόνο έβγαλε την καρφίτσα και την ακούμπησε στο τραπέζι. 

«Σου θυμίζει κάτι;», ρώτησε απευθυνόμενος στην Αρχοντούλα.

Εκείνη την πήρε στα χέρια και τα μάτια της έλαμψαν.

«Που την βρήκες;», απόρησε 

«Ο γιατρός τη βρήκε σπίτι σου την ημέρα που έφυγες απ το νησί. Είναι δική σου έτσι δεν είναι.».

«Την έχω από τότε που θυμάμαι, οπότε ναι μάλλον είναι δική μου! Είχα και ένα μενταγιόν που το έχω χάσει κι αυτό.».

«Ένα μενταγιόν που έχει μια ημερομηνία στην πίσω πλευρά;»

«Ναι! «17/5/1935. Δεν ξέρω σε τι αναφέρεται πάντως». 

«Βρέθηκε σε ένα ενεχυροδανειστήριο στην Αθήνα. Το πήγαν εκεί οι δολοφόνοι του Ήφαιστου. Πως βρέθηκε αλήθεια στα χέρια του;».

«Ίσως μου έπεσε όταν έβγαλα σπίρτα για να ανάψει το τσιγάρο του.»

« Ή απλά το είδε και στο έκλεψε κάποια στιγμή που δεν πρόσεχες!», παρενέβη ο παπάς. « Όπως και να έχει αυτή την κίνηση την πλήρωσε με τη ζωή του!». 

Ο Αντώνης απέμεινε για λίγο σκεφτικός σε σχέση με το τι δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει από εδώ και πέρα. Αυτά τα κοσμήματα με τις σημαδιακές ημερομηνίες δεν μπορεί να βρέθηκαν τυχαία στην κατοχή της Αρχοντούλας, όμως από τη στιγμή που δεν θυμόταν την προέλευση τους ο γρίφος παρέμενε. Ξαφνικά μια περίεργη ιδέα του καρφώθηκε στο κεφάλι.

«Μπορώ να κρατήσω την καρφίτσα για λίγες μέρες;», τη ρώτησε.

«Και βέβαια! Έτσι κι αλλιώς για χαμένη την είχα. Θα σε βοηθήσει σε κάτι;».

«Δεν ξέρω!», ομολόγησε. «Είναι απλά μια σκέψη που μπορεί να είναι και εντελώς αβάσιμη».

Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα όταν τους καληνύχτισε και αφού τους συνέστησε για ακόμα μια φορά να προσέχουν, έφυγε για το σπίτι. Δεν είχε όρεξη για ύπνο και έτσι μετάνιωσε και κατευθύνθηκε στο μπαράκι στον Κορυδαλλό, που το είχε ένας παλιός του φίλος και το επισκεπτόταν συχνά. Ευχήθηκε να βρει κανένα γνωστό να ανταλλάξουν δυο κουβέντες και το σύμπαν συνωμότησε γι αυτό! Καθισμένος στη μπάρα καθόταν ο Μάνος που πολλές φορές του έκανε παρέα εκεί, αλλά ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθαν μαζί.

 Χαιρετήθηκαν με θέρμη και τον τράβηξε να καθίσουν σε ένα απόμερο τραπεζάκι αφού παράγγειλε ένα μπουκάλι ουίσκι. Με ευγενικό τρόπο έδιωξε την κοπέλα που προσφέρθηκε να τους κάνει παρέα. Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ευπρόσδεκτη, όχι όμως σήμερα. Είχαν πολλά να συζητήσουν με τον γιατρό και δεν χωρούσε τρίτος, έστω κι αν ήταν η πανέμορφη γκαρσόνα! 

Είπαν πολλά και διάφορα και το μπουκάλι κόντευε στη μέση. Γερά ποτήρια και οι δυο δύσκολα τους έπιανε το ποτό. Αφού εξάντλησαν τα θέματα της καθημερινότητας, πέρασε η κουβέντα στην υπόθεση της Αρχοντούλας. Ο Αντώνης του αφηγήθηκε με λεπτομέρειες όσα του διηγήθηκε ο παπάς για την επίσκεψη στο μοναστήρι και την περίεργη στάση της μοναχής Χριστονύμφης. Στο άκουσμα του ονόματος, ο Μάνος τινάχτηκε σα να τον τσίμπησε φίδι.

«Χριστονύμφη είπες;», τον ρώτησε με αγωνία. «Μια καλόγρια πάνω απ τα εξήντα;»

«Πάνω κάτω τόσο», του απάντησε έκπληκτος. «Την γνωρίζεις;».

«Η πεθερά μου είναι! Πάνε καμιά δεκαριά χρόνια που αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια και πήγε στην Αίγινα να μονάσει!»

Ο Αντώνης έπεσε από τα σύννεφα. Τέτοια ανατροπή δεν μπορούσε να τη φανταστεί ούτε κατά διάνοια! Μα υπήρχε και ο εγγονός που λογικά θα έπρεπε να είναι ο γιος του Μάνου, καθώς από όσο γνώριζε δεν υπήρχε άλλος στην οικογένεια.

«Δεν υπάρχει άλλο εγγόνι εκτός από το γιο σου έτσι δεν είναι;»

«Όχι, δεν υπάρχει, γιατί ρωτάς;».

«Γιατί τους συνέστησε ένα νεαρό για εγγονό της! Και αφού δεν ήταν ο μικρός, ποιος διάολος ήταν και γιατί τον παρουσίασε για τέτοιο;».

«Στάσου Αντώνη γιατί θα τρελαθούμε! Παρουσίασε ένα άγνωστο για εγγονό της στον παπά; Για ποιο λόγο;».

«Μακάρι να ήξερα! Όπως και γιατί τους αράδιασε ένα κάρο ψέματα και δικαιολογίες.» και συνέχισε να περιγράφει τη συνομιλία που είχε η μοναχή με την Αρχοντούλα και την ομολογία της πως εκείνη την μετέφερε στην Αίγινα πριν από χρόνια.

«Ναι πράγματι, η πεθερά μου δούλευε στην κλινική του πατέρα μου ως νοσοκόμα εκείνο τον καιρό. Γιατί όμως να την πάρει από εκεί κρυφά και να την εξαφανίσει; Μάλλον πρέπει να κάνω ένα ταξίδι στην Αίγινα, να τη βρω και να εξηγηθούμε! Αυτό το Σάββατο μάλιστα που έχω ρεπό». 

Κάθισαν ακόμα λίγο χωρίς να μιλάνε. Μόνο όταν άδειασε το μπουκάλι αποφάσισαν να φύγουν.


Η Δανάη δεν ήταν στο σπίτι όταν γύρισε ο Αντώνης στις τέσσερις τα ξημερώματα. Περίεργο γιατί δεν του είχε πει πως έχει υπηρεσία. Τηλεφώνησε στο τμήμα και του είπαν πως δεν βρισκόταν εκεί, αφού η βάρδια της ξεκινούσε στις οκτώ το πρωί. Ήταν η πρώτη φορά που έλλειπε χωρίς να τον ειδοποιήσει κι αυτό τον θορύβησε. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στους γονείς της αλλά δεν του φάνηκε καλή ιδέα. Το πιθανότερο θα τους ανησυχούσε άδικα μέσα στη νύχτα.

Πέρασε ακόμα μια ώρα αγωνίας και αναμονής, ώσπου άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα. Δεν θα έκανε σκηνή που δεν ήταν άλλωστε του χαρακτήρα του, όμως κάποιες εξηγήσεις θα της ζητούσε οπωσδήποτε. Η Δανάη τον έβγαλε από τον κόπο των ερωτήσεων.

«Βγήκα με συναδέλφους από την υπηρεσία», του είπε «Δεν πιστεύω να έχεις πρόβλημα;».

Είχε αλλά δεν της το έδειξε. Αν αυτό το περιστατικό γινόταν λίγους μήνες πριν θα ζητούσε να μάθει περισσότερα. Με ποιους βγήκε, που πήγαν όλα αυτά που θα ρωτούσε ένας λογικός άνθρωπος μετά από ένα τέτοιο γεγονός. Τώρα όμως δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτα από αυτά. Σαν να μην τον ενδιέφερε καν. Η σχέση τους έδειχνε να οδεύει προς το τέλος της, έτσι ξαφνικά όπως άρχισε, και χωρίς κανένα εμφανή λόγο. Άραγε, αναρωτήθηκε, είναι νομοτέλεια όλα να τελειώνουν κάποτε; Ακόμα και οι πιο δυνατοί έρωτες; Τέτοιες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση γι αυτό προτίμησε να πάει να ξαπλώσει. Στις δέκα έπρεπε να είναι στο νεκροτομείο και είχε μόλις τρεις ώρες να ξεκουραστεί και να ξεμεθύσει!

Αντίθετα η Δανάη μπήκε για ένα ζεστό ντους. Η νύχτα που πέρασε ήταν από τις ομορφότερες που έχει ζήσει! Ο καινούργιος υποδιοικητής εκτός από ικανότατος αξιωματικός ήταν και κούκλος! Το φωτεινό του χαμόγελο, τα αρρενωπά αλλά ταυτόχρονα όμορφα χαρακτηριστικά, τον έκαναν ακαταμάχητο Ακόμα και οι λίγες γκρίζες τρίχες του προσέδιδαν επιπλέον γοητεία. Και το κυριότερο; Εργένης, τι άλλο να ζητήσει μια γυναίκα; Και ήρθε και πάνω στην ώρα. Ο ιδανικός αντικαταστάτης του Αντώνη! Αρκεί βέβαια το ενδιαφέρον που της έδειξε να μην ήταν κάτι περιστασιακό, Αυτό θα ξεκαθάριζε γρήγορα, γιατί της πρότεινε να βγουν και απόψε. Το μόνο εμπόδιο οι κανονισμοί που απαγόρευαν τις σχέσεις ανάμεσα σε συναδέλφους που υπηρετούν μαζί. Αλλά ποιος υπολογίζει κανονισμούς όταν ο έρωτας του κτυπάει την πόρτα; Α και ο Αντώνης ήταν ένα μικρό εμπόδιο. Θα το ξεπερνούσε με ένα ψέμα ή μισή αλήθεια; δεν το είχε αποφασίσει ακόμα.

______


Η πόλη της Αίγινας λουσμένη από ένα σχεδόν καλοκαιριάτικο ήλιο έλαμπε το πρωινό του Σαββάτου. Ο Μάνος μπήκε στον πειρασμό να πιεί ένα καφέ στο Αιάκειο που θα το συνόδευε με ένα κρουασάν βουτύρου. Από τα καλύτερα που είχε δοκιμάσει στη ζωή του. Αρκετοί παραθεριστές υπήρχαν ακόμα στο νησί αν και προχωρημένος Οκτώβρης. Αρκετοί από αυτούς είχαν τα εξοχικά τους εδώ και έρχονταν συχνά τα Σαββατοκύριακα. Ένα-ένα τα καΐκια άραζαν στην προκυμαία ξεφορτώνοντας τις κασέλες με την ψαριά τους. 

Αφού απόλαυσε το κρουασάν και ήπιε με αργές γουλιές τον καφέ του, έριξε μια ματιά στο ρολόι. Δέκα και μισή, ήθελε και κανένα δεκάλεπτο να φτάσει στο μοναστήρι, οπότε έπρεπε να ξεκινήσει αν ήθελε να προλάβει το απογευματινό φέρυ για Πειραιά.

Αρκετός κόσμος υπήρχε ήδη στη Μονή και κυρίως στον τάφο του Αγίου που είχε σχηματιστεί ουρά. Αν και ήθελε να προσκυνήσει ο χρόνος δεν του το επέτρεπε. «Ίσως μόλις τελειώσω με την πεθερά μου προλάβω να το κάνω», σκέφτηκε.

Ανέβηκε τα σκαλοπάτια για το κελί της Χριστονύμφης και κτύπησε την πόρτα. Καμία απάντηση. Ξαναχτύπησε και περίμενε λίγο. Τίποτα! Η μοναχή του διπλανού κελιού βγήκε ακούγοντας τα κτυπήματα.

«Την αδελφή Χριστονύμφη ζητάτε;», τον ρώτησε. «Την έχω χάσει από χθες το απόγευμα. Ούτε στον Εσπερινό ήλθε, ούτε το πρωί στη Λειτουργία. Παράξενο γιατί είναι πολύ φιλακόλουθη!».

«Τι εννοείτε την χάσατε; Μήπως είναι μέσα και έπαθε κάτι;».

«Ήρθε προηγουμένως η ηγουμένη και κοιτάξαμε. Δεν είναι μέσα!».

Την ευχαρίστησε και κατέβηκε προς τον ναό. Μπροστά στην είσοδο του δυο χωροφύλακες μιλούσαν με τρεις μοναχές. Ο Μάνος αναγνώρισε την ηγουμένη και μια ακόμα ηλικιωμένη. Πλησίασε διακριτικά για να καταφέρει να ακούσει το περιεχόμενο της συνομιλίας τους. Όταν κατάλαβε πως συζητούν για την εξαφάνιση, αποφάσισε να παρέμβει.

 «Κανένα νέο για την αδελφή;», ρώτησε τον χωροφύλακα που έδειχνε μεγαλύτερος. «Είναι η πεθερά μου ξέρετε!»

«Τίποτα ακόμα», απάντησε. «Το μόνο που ξέρουμε είναι πως χθες το μεσημέρι δέχθηκε ένα τηλεφώνημα στο Ηγουμενείο και από εκείνη την ώρα έδειχνε πολύ ταραγμένη. Η τελευταία που την είδε είναι η δόκιμη μοναχή που είναι μαζί μας. Κρατούσε μια τσάντα από κατάστημα του νησιού και πήγαινε προς την είσοδο του Μοναστηριού. Δεν θεώρησε σκόπιμο να την ακολουθήσει. Εξ άλλου δεν είχε λόγο να το κάνει.».

Ο Μάνος αδυνατούσε να πιστέψει ότι συνέβαινε. Γιατί να εξαφανιστεί έτσι ξαφνικά λίγο πριν την επισκεφτεί.; Υπήρχε άραγε σύνδεση ή ήταν άλλος ο λόγος; Την πρόθεση του να έρθει το μοναστήρι την ήξερε μόνο η γυναίκα του. Ίσως από εκείνη να ήταν το τηλεφώνημα που τάραξε την πεθερά του. Αφού επικοινώνησε με τη γυναίκα του, από το τηλέφωνο της Μονής, επιβεβαίωσε πως εκείνη τηλεφώνησε στη μάνα της. Δεν της είπε τίποτα για την εξαφάνιση, θα περίμενε τις έρευνες και τότε θα της μιλούσε. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει και έφυγε για την Αίγινα.


Στη πόλη οι χωροφύλακες ρώτησαν όλους τους ταξιτζήδες αν πήραν κάποια καλόγρια χθες το απόγευμα από το μοναστήρι. Από όλους πήραν αρνητική απάντηση. Οπότε αφού λεωφορείο δεν έκανε δρομολόγιο μετά τις τρεις οι επιλογές ήταν δυο. Ή σταμάτησε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο να την κατεβάσει είτε έφυγε με τα πόδια. Το δεύτερο δύσκολο γιατί όλο και κάποιος θα την είχε δει και θα του είχε κάνει εντύπωση, κυρίως μετά την εξαφάνιση.

 Περιμένοντας το πλοίο ο Μάνος έπιασε κουβέντα με το αγόρι που έκοβε τα εισιτήρια. Δεν είχε δει καμιά καλόγρια να επιβιβάζεται σε πλοίο εκτός από τρεις μοναχές με ένα ιερέα από την Ξάνθη. Η περιγραφή που του έκανε ο Αντώνης, σε περίπτωση που είχε βγάλει το ράσο, δεν βοήθησε ιδιαίτερα. Αρκετές γυναίκες ταίριαζαν με τα χαρακτηριστικά αυτά. Έψαξε το πορτοφόλι του μήπως είχε κάποια φωτογραφία της. Η μόνη που βρήκε ήταν από το γάμο του. Αρκετά παλιά ίσως όμως θύμιζε κάτι στο νεαρό. Την κοίταξε προσεκτικά κι έδειξε να σκέφτεται.

«Λοιπόν; τον ρώτησε με αγωνία ο Μάνος. 

«Όχι δεν την είδα ούτε χθες ούτε σήμερα. Είμαι σίγουρος όμως πως τελευταία την είδα στο Μεσαγρό. Την αναγνωρίζω έστω κι αν φορούσε καλογερίστικα. Μπήκε μαζί με έναν ηλικιωμένο σε ένα σπίτι που μένει μια χήρα. Δεν είναι Αιγινίτισα νομίζω  Πατρινή πως είναι.».

Τα νέα δεδομένα ανάγκασαν τον Αντώνη να αλλάξει τα πλάνα του. Έπρεπε να μείνει ακόμα μια μέρα τουλάχιστον μήπως τελικά την εντοπίσει εκεί. Αφού ενημέρωσε τηλεφωνικά τη γυναίκα του ξεκίνησε για το Μεσαγρό και το σπίτι που του υπέδειξε το αγόρι. 

Στάθηκε διστακτικός έξω από την πόρτα της αυλής και περιεργάστηκε το χώρο. Τρεις φιστικιές και μια λεμονιά πνιγμένες στα αγριόχορτα πάλευαν να επιζήσουν χωρίς φροντίδα όπως μαρτυρούσε η κατάσταση τους. Άνοιξε την πόρτα που έτριξε παραπονεμένα και προσπαθώντας να αποφύγει τα χώματα που υπήρχαν παντού στο στενό τσιμεντένιο διάδρομο πλησίασε το ανοικτό παράθυρο και έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του σπιτιού. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο σχετικά μεγάλο και μια χαμηλή πόρτα που πιθανόν οδηγούσε στην κουζίνα ήταν ότι μπόρεσε να δει. Καθισμένη με την πλάτη προς το παράθυρο μια γυναίκα καθάριζε χόρτα. Έμοιαζε γύρω στα πενήντα και το όλο της παρουσιαστικό έδειχνε άνθρωπο με ευγενική καταγωγή.

Κτύπησε την πόρτα και περίμενε να του ανοίξει. Πέρασαν λίγα λεπτά μέχρι να γίνει αυτό αλλά όταν την είδε μπροστά του κατάλαβε το λόγο της αργοπορίας. Η γυναίκα είχε σοβαρό κινητικό πρόβλημα και μόνο με τη βοήθεια του μπαστουνιού κατάφερνε να κάνει μερικά βήματα. Ο Μάνος ζήτησε συγγνώμη που την ταλαιπώρησε και εκείνη τον ρώτησε το λόγο της επίσκεψης του, δίχως να τον καλέσει να περάσει μέσα.

«Πρόκειται για την πεθερά μου, την μοναχή Χριστονύμφη.», της είπε. «Έμαθα ότι σας επισκέφθηκε πρόσφατα.».

Έδειξε μια μικρή ταραχή αλλά του απάντησε με σταθερή φωνή.

«Ναι είναι αλήθεια. Με επισκέπτεται  συχνά και με βοηθάει με τις δουλειές του σπιτιού. Βλέπετε δεν είμαι ικανή για πολλά πράγματα! Ας την έχει ο Θεός καλά.».

«Την έχουμε χάσει από χθες το απόγευμα. Μήπως ξέρετε τίποτα σχετικό;».

«Τι πάει να πει την χάσατε;», έκανε έκπληκτη. «Πριν καμιά ώρα μιλήσαμε στο τηλέφωνο και με ρώτησε αν χρειάζομαι κάτι.».

«Και δεν σας είπε που βρίσκεται;».

«Όχι γιατί να μου πει κάτι τέτοιο. Υποτίθεται στο μοναστήρι θα ήταν!».

Ξαφνικά ο Μάνος θυμήθηκε τον ηλικιωμένο που τους είδε μαζί το αγόρι.

«Την τελευταία φορά ήρθαν σπίτι σας με έναν κύριο. Γνωρίζετε ποιος είναι;».

«Ο κουνιάδος μου. Είχε έρθει να με δει και συναντήθηκαν στο δρόμο. Την γνωρίζει από χρόνια, πριν καλογερέψει».   

«Που μπορώ να τον βρω; Ίσως ξέρει που μπορεί να πήγε η Χριστονύμφη!».

«Αν και δεν νομίζω πως θα ξέρει, θα σας πω. Μένει στην Καστέλα στην οδό Κάνιγγος». Δυστυχώς δεν έχω το τηλέφωνο του. Πάντα αυτός παίρνει να ρωτήσει τι κάνω. Και τώρα αν δεν θέλετε κάτι άλλο σας παρακαλώ να φύγετε. Πρέπει να ξαπλώσω. Η μέση μου με πεθαίνει!».

Σεβάστηκε την επιθυμία της και αφού την ευχαρίστησε μπήκε στο αυτοκίνητο αλλά δεν ξεκίνησε αμέσως. Άναψε ένα τσιγάρο και προσπάθησε να ταξινομήσει τις σκέψεις του. Το σίγουρο ήταν πως η πεθερά του φοβόταν μια συνάντηση μαζί του. Αυτό που δεν ήταν ξεκάθαρο είναι από πού πηγάζει αυτός ο φόβος. Εντάξει έκανε μια αποτρόπαιη πράξη στα νιάτα της όμως πέρασαν τόσα χρόνια και εξάλλου την είχε ήδη εξομολογηθεί στον παπά Διονύση. Εκτός αν γνώριζε περισσότερα και που ήθελε να κρύψει, όπως για παράδειγμα να ήξερε ποιος κτύπησε την Αρχοντούλα, ή ακόμα χειρότερα να ήταν η ίδια που το έκανε μαζί με τον συνεργό της, που δεν αποκλείεται να ήταν ο άντρας που ήρθαν μαζί στο Μεσαγρό. Αυτή η σκέψη δεν του φάνηκε πολύ λογική. Αν την κτύπησαν με σκοπό όπως όλα δείχνουν να τη σκοτώσουν, τότε γιατί την φυγάδευσε διακινδυνεύοντας να κατηγορηθεί για απόπειρα φόνου;

Έβαλε μπρος και ξεκίνησε για την Αίγινα. Αν βιαζόταν υπήρχε περίπτωση να προλάβει το τελευταίο δρομολόγιο για Πειραιά. Ούτως ή άλλως η παραμονή του εδώ δεν μπορούσε να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. 

______


Η Αρχοντούλα τις τελευταίες ημέρες δεν αισθανόταν στα καλύτερα της. Τρομεροί πονοκέφαλοι την βασάνιζαν και δεν περνούσαν ούτε και με τα πιο ισχυρά παυσίπονα. Προσπάθησε να το κρύψει από τον παπά όμως την πρόδιδε η χλομάδα του προσώπου και οι μορφασμοί πόνου όταν ο πόνος γινόταν αφόρητος. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του παπά Διονύση να τη δει γιατρός εκείνη το αρνιόταν πεισματικά. Κι αυτό γιατί σχεδόν πάντα οι πόνοι συνοδεύονταν από αναμνήσεις. Όχι ιδιαίτερα σημαντικών όμως θεωρούσε πως ήταν προάγγελοι αποκαλύψεων.

Μαγείρεψε με δυσκολία αγκινάρες με αρακά και έπεσε να ξαπλώσει. Ο παπάς είχε αγρυπνία στην εκκλησία και θα ερχόταν ξημερώματα. Δεν της ζήτησε να τον ακολουθήσει συμμεριζόμενος την κατάσταση της. 

Ούτε τα ρούχα της δεν είχε τη δύναμη να βγάλει και έπεσε με αυτά στο κρεβάτι. Ο πόνος είχε δώσει τη θέση του σε ένα τρομερό βουητό, λες και χιλιάδες μέλισσες είχαν φωλιάσει στο κεφάλι της. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια όμως αυτή η κίνηση έκανε τα πράγματα χειρότερα. Εικόνες αλλοπρόσαλλες ξεπρόβαλαν από το υποσυνείδητο της φέρνοντας την σε κατάσταση υστερίας Παράξενες φιγούρες που άλλαζαν συνεχώς μορφές, τόποι που άλλοι της δημιουργούσαν φόβο και άλλοι μια ανεξήγητη νοσταλγία. Και φωνές, κραυγές πες καλύτερα. Όχι σαν της μικρής, πολύ περισσότερο τρομακτικές. Και τότε ένας άντρας που δεν διέκρινε το πρόσωπο του φώναξε δυνατά κάτι σαν προσταγή και τα οράματα διαλύθηκαν. Ύστερα Άκουσε θόρυβο σαν κάποιος  να προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα. Πετάχτηκε τρομαγμένη και συνειδητοποίησε πως αυτοί οι ήχοι δεν ήταν μέρος των οραμάτων της. Είδε από τη χαραμάδα το φως ενός φακού και κατάλαβε πως κάποιοι μπήκαν στο σπίτι, όχι ασφαλώς με καλό σκοπό. Αν και αισθανόταν χάλια κατάφερε να χωθεί στην κουζίνα και ανοίγοντας την πόρτα που έβγαζε στο δρόμο άρχισε να τρέχει. Ούτε η ίδια ήξερε που βρήκε τη δύναμη να το κάνει. Λαχανιασμένη και κατάκοπη έφτασε στην εκκλησία. Εδώ θα ήταν σχετικά ασφαλής, γιατί μέσα υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που συμμετείχαν στην αγρυπνία.

Κάθισε αποκαμωμένη σε μια καρέκλα τρέμοντας ολόκληρη. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε φοβηθεί περισσότερο! Ήταν σίγουρη πως ο άγνωστος ή οι άγνωστοι δεν ήταν απλοί διαρρήκτες. Οι προειδοποιήσεις του Αντώνη τελικά φαίνεται πως είχαν βάση, Κάποιοι την θέλουν νεκρή χωρίς να μπορεί να καταλάβει το γιατί.

Ο παπά Διονύσης μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της ξαφνιάστηκε. Για μια στιγμή μπέρδεψε τα λόγια της ευχής και χρειάστηκε να τον διορθώσει ο ψάλτης. Η όψη της φανέρωνε την ταραχή της ψυχής της και εκείνος ανήμπορος να βοηθήσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος της αγρυπνίας. Αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν αυτό που ήξερε καλύτερα, να προσευχηθεί!

Μετά από δυο περίπου ώρες τελείωσε η Λειτουργία και αφού μοίρασε το αντίδωρο και έκανε κατάλυση, βγήκε από το ιερό. Στην εκκλησία μόνο οι δυο τους και ο ψάλτης είχαν απομείνει κι αυτός όμως ετοιμαζόταν να φύγει. 

«Τι συμβαίνει Αρχοντούλα;», τη ρώτησε αφού κάθισε δίπλα της. «Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα!».

Του εξήγησε με όλες τις λεπτομέρειες ότι συνέβη και ο παπάς χλόμιασε. Αφού έφτασαν στο σημείο να εισβάλουν στο σπίτι, τότε ήταν αποφασισμένοι για όλα!

«Νομίζω πως πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία! Τα πράγματα ξεφεύγουν και εμείς είμαστε ανήμποροι να τους αντιμετωπίσουμε.

«Και πιστεύεις παπά μου πως μπορούν να μας προστατέψουν; Τι θα κάνουν; Θα βάλουν μήπως φρουρά όλο το εικοσιτετράωρο για να μας φυλάνε;».

«Τότε τι προτείνεις να κάνουμε;», ρώτησε κουρασμένα ο παπάς.

«Να μείνουμε εδώ για λίγες μέρες ή μάλλον νύκτες. Απέναντι είναι γραφεία κομμάτων και υπάρχει φύλαξη μέρα νύχτα. Δεν θα τολμήσουν να πλησιάσουν εδώ.».

Δεν του φάνηκε άσχημη ιδέα και παρόλο που θα έχαναν τις ανέσεις τους, τουλάχιστον θα έσωζαν τις ζωές τους.

Έφτιαξαν καφέ και με μερικά κουλουράκια ξεγέλασαν την πείνα τους. Όταν ξημέρωσε για καλά γύρισαν σπίτι. Με το φως της ημέρας και την κίνηση στους δρόμους κινδύνευαν λιγότερο και αυτό θα έκαναν και τις υπόλοιπες μέρες. Μόνο όταν σουρούπωνε θα επέστρεφαν στην εκκλησία. Ο παπάς τηλεφώνησε στον Αντώνη για να τον ενημερώσει σχετικά με τα χθεσινοβραδινά συμβάντα. Εκείνος επιδοκίμασε την απόφαση τους να μην μένουν τα βράδια στο σπίτι, ωστόσο επεσήμανε πως αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό. Χρειάζονταν επαγγελματική προστασία και θα φρόντιζε να πείσει τη Δανάη να την ζητήσει από την υπηρεσία

Μάζεψαν όσα  πράγματα μπορούσαν να κάνουν κάπως πιο άνετη τη διαβίωση τους στην αίθουσα του ναού και τα μετέφεραν εκεί. Ο παπάς θα αγόραζε δυο ράντζα για να κοιμούνται και πλαστικά πιάτα και ποτήρια για να μην χρειάζονται πλύσιμο.

«Ξέρεις παπά», είπε η Αρχοντούλα όταν κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν από την κούραση της μεταφοράς. «Νομίζω πως θυμήθηκα κάτι σημαντικό! Πιστεύω πως έχω κι άλλο παιδί! Ένα αγοράκι που ήρθε το βράδυ στον ύπνο μου, όταν για λίγο έκλεισα τα μάτια στην καρέκλα. Με φώναξε μαμά και έπεσε στην αγκαλιά μου. Θεέ μου! Τι όμορφο που ήταν! Μόνο που δεν έμοιαζε και τόσο της μικρής. Άλλο χρώμα μάτια, άλλο χρώμα μαλλιά, καστανά και τα δυο, σε αντίθεση με τα κατάμαυρα της μικρής. Άκουσα και μια αντρική φωνή να με φωνάζει, όχι με το όνομα μου. «Γυναίκα γύρισα», είπε και τον άκουσα να ανεβαίνει τις σκάλες, γιατί το σπίτι του ονείρου μου ήταν δίπατο. Δυστυχώς το δικό του πρόσωπο δεν πρόλαβα να το δω, γιατί εκείνη τη στιγμή ξύπνησα».

«Δεν ξέρω Αρχοντούλα αν ήταν τελικά ανάμνηση ή απλό όνειρο», απάντησε σκεφτικός ο παπάς. «Αν υπήρχε άλλο παιδί γιατί να μην το έχεις κι αυτό μαζί σου όπως την κόρη σου; Υπήρχε λόγος αυτοί που προσπάθησαν να σε σκοτώσουν να κράτησαν ένα παιδί που θα μπορούσε να τους ενοχοποιήσει;».

Παρ όλο που η τοποθέτηση αυτή ήταν λογική, η Αρχοντούλα δεν υποχώρησε.

«Δεν ξέρω γιατί και πως! Αυτό που ξέρω είναι πως δεν είναι μόνο το όνειρο που με κάνει να το πιστεύω! Μου το λέει και η καρδιά μου που πάντα είχε ένα κενό απουσίας. Τώρα αν το παιδί μου έλειπε ή ο άντρας μου, αυτό δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα.». 

Τη συζήτηση διέκοψε μια μαυροφορεμένη γυναίκα που ζήτησε να εξομολογηθεί.

Ο παπάς μπήκε μαζί της στην εκκλησία και ετοιμάστηκε για το μυστήριο και η Αρχοντούλα βγήκε στο προαύλιο για να σκουπίσει. Κοιτάζοντας αφηρημένα το δρόμο είδε τον αστυφύλακα που φρουρούσε τα γραφεία απέναντι, να συνομιλεί σε έντονο ύφος με έναν άντρα. Μόνο την πλάτη του έβλεπε αλλά ήταν σίγουρη πως τον είχε ξαναδεί. Η έντονη λογομαχία τους κατέληξε σε προσαγωγή του άντρα στο τμήμα από τους άντρες ενός περιπολικού που κατέφθασε μετά την κλήση του φρουρού. Τότε είδε το πρόσωπο του άντρα. Ήταν ο σημαδεμένος που είχε έρθει με μια γυναίκα στο μνημόσυνο του Ήφαιστου! 

Ενημέρωσε τον παπά μόλις τελείωσε την εξομολόγηση και αυτός με τη σειρά του προσπάθησε να μιλήσει στον Αντώνη. Το σήκωσε η Δανάη που μάλλον το κουδούνισμα του τηλεφώνου την ξύπνησε, γιατί η φωνή της ακούστηκε βραχνή και σιγανή. Ο Αντώνης δεν είχε γυρίσει ακόμα απ τη δουλειά και έτσι ο παπάς αφού ζήτησε συγγνώμη για την ενόχληση έκλεισε το τηλέφωνο.

«Πάω να ρωτήσω τον αστυφύλακα να δω τι έγινε.», είπε στην Αρχοντούλα που δεν έδειξε να συμφωνεί.

«Με τι δικαιολογία θα τον ρωτήσεις παπά; Σκέφτηκες καμία;».

«Θα πω πως έρχεται τακτικά στις ακολουθίες και μου έκανε εντύπωση η σύλληψη του.».

Έτσι κι έγινε. Η συνομιλία με τον φρουρό ήταν σύντομη και γύρισε πίσω στην εκκλησία.

«Του φάνηκε περίεργη η στάση του», ενημέρωσε την Αρχοντούλα. «Περιφερόταν αρκετή ώρα στην περιοχή και οι κινήσεις του τού φάνηκαν ύποπτες. Όταν ζήτησε εξηγήσεις του επιτέθηκε φραστικά και γι αυτό ειδοποίησε για ενισχύσεις. Τελικά μου είπε δεν ήταν σύλληψη αλλά προσαγωγή για συστάσεις».

«Εμάς παρακολουθούσε, αυτό δεν πιστεύεις», τον ρώτησε.

«Είναι φως φανάρι! Πάντως δεν νομίζω πως θα επιχειρούσε κάτι εδώ. Μάλλον κατέγραφε τις κινήσεις και τις συνήθειες μας».

Αφού δείπνησαν με το μπριάμ που έφτιαξε η Αρχοντούλα το μεσημέρι, ο παπάς έστησε τα ράντζα και στρώσανε τα σεντόνια. Ο παπάς διπλοκλείδωσε και έβαλε και ένα λουκέτο για περισσότερη σιγουριά. Το παράθυρο ήταν ασφαλές γιατί είχε απ έξω σιδερένια κάγκελα. Η Αρχοντούλα ξάπλωσε αμέσως ενώ ο παπάς προτίμησε να διαβάσει λίγο, πράγμα που τον τελευταίο καιρό με τα συμβάντα είχε παραμελήσει.

Ο ήχος του τηλεφώνου ακούστηκε δυνατός μέσα στην ησυχία της νύχτας. Στην άλλη άκρη ο Αντώνης που μόλις είχε επιστρέψει σπίτι και ενημερώθηκε για την κλήση του παπά Διονύση. Φανερά ταραγμένος τους συνέστησε να φύγουν και από την εκκλησία. «Είναι αδίστακτοι τελικά!», προειδοποίησε. Πρωί-πρωί να τα μαζέψετε και να έρθετε σπίτι μου! Θα βολευτούμε όπως-όπως για λίγο μέχρι να δούμε τι θα γίνει!».

Ο παπάς τον ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον και την ευγενική του πρόσκληση, αλλά δεν είχε σκοπό να αφήσει το ποίμνιο του και να τρέξει να κρυφτεί. 

Μόλις έκλεισαν το τηλέφωνο ο Αντώνης ενημέρωσε τη Δανάη για τις καινούργιες εξελίξεις, που δεν έδειξαν να την εκπλήσσουν. 

«Τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα στην υπηρεσία!», του είπε χαμογελώντας. «Ο τύπος δεν είναι άγνωστος στις αρχές. Έχει παλιά μπλεξίματα με μαϊμού εταιρίες που έφαγαν λεφτά από πολλούς αφελείς. Δεν δικάστηκε ποτέ, γιατί είχε δόντι μεγαλοστέλεχος της χούντας. Εκκρεμούν όμως αγωγές από εξαπατημένους πολίτες, αν και μάλλον δεν μπορούν να τον αγγίξουν εύκολα. Οι εταιρίες αυτές είχαν άλλο αφεντικό, κι αυτός ήταν απλός υπάλληλος υποτίθεται. Μόνο που η γυναίκα φάντασμα έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης, παρ όλες τις έρευνες αστυνομίας και χωροφυλακής.».

 «Δεν έχει όνομα αυτή η γυναίκα;», ρώτησε ο Αντώνης.

«Δεν το έψαξα γιατί δεν είναι υπόθεση που χειρίζεται το τμήμα μας. Αλλά μπορώ να μάθω αν σε ενδιαφέρει».

«Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα! Δεν ξέρω γιατί αλλά μου καρφώθηκε πως μπορεί να υπάρχει σχέση με το κυνηγητό του παπά και της Αρχοντούλας!».

«Αστυνομικός έπρεπε να γίνεις!», τον ειρωνεύτηκε «Πως συνδέεις μια γριά που ζούσε χρόνια στην Αίγινα και ένα παλαιοημερολογίτη παπά με αυτή την υπόθεση, είμαι να απορήσω!». 

Ο Αντώνης χαμογέλασε κι αυτός. Αλήθεια πως θα μπορούσαν να έχουν κάποια σχέση οι δυο τους με τις ιστορίες του σημαδεμένου και της άφαντης αφεντικίνας του;

Άλλη ένδειξη δεν είχε πέρα από τη διαίσθηση του, γι αυτό προτίμησε να μη δώσει συνέχεια.  

Η προσπάθεια του Αντώνη να την προσεγγίσει ερωτικά έπεσε για μια ακόμα φορά στο κενό. Είχαν πάνω από μήνα να συνευρεθούν και η κατάσταση δεν έδειχνε πως μπορούσε να αλλάξει. Συγκατοικούσαν μόνο από συνήθεια, γιατί κανείς δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να διακόψει την άσκοπη συγκατοίκηση. Η Δανάη είχε προχωρήσει τη σχέση της με τον υπαστυνόμο πολύ πιο πάνω από το φλερτ. Του δόθηκε μόλις στο τρίτο ραντεβού, πράγμα που έκανε για πρώτη φορά στη ζωή της. Αισθανόταν τύψεις που απατούσε τον Αντώνη, αλλά ο κεραυνοβόλος έρωτας δεν της άφηνε περιθώρια για ενοχές. Από τη μεριά του ο Αντώνης αν και δεν ήξερε αυτή τη σχέση, υποψιαζόταν τρίτο πρόσωπο. Δεν πέφτουν έτσι ξαφνικά οι διακόπτες χωρίς κάτι να βραχυκυκλώσει. Και όσο απομακρυνόταν από τη Δανάη, τόσο πιο κοντά ερχόταν με τη Νεκταρία. Είχε να τη δει από τον θάνατο του Νικόλα, όμως η εικόνα της ερχόταν συνέχεια στο μυαλό του. Ευτυχώς σε λίγες ημέρες που ήταν το μνημόσυνο για τα σαράντα θα την έβλεπε  πάλι και ίσως κάτι να γινόταν μεταξύ τους. 

Άφησε τη Δανάη να κοιμάται και βγήκε για μια βόλτα. Προτίμησε να μην πάρει το αυτοκίνητο αλλά να περπατήσει. Η νύχτα ήταν ξάστερη και γλυκιά με ένα ελαφρό αεράκι να χαϊδεύει απαλά τις φυλλωσιές των δέντρων. Ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στο δρόμο και μόνο κάποια λίγα αυτοκίνητα έσπαζαν την ησυχία. Θα είχε διανύσει κοντά στα τρία χιλιόμετρα όταν μια μηχανή μεγάλου κυβισμού σταμάτησε λίγα μέτρα μπροστά του. Το κράνος που φορούσε ο αναβάτης δεν του επέτρεψε να δει τα χαρακτηριστικά του. Γύρω επικρατούσε ερημιά και ένας φόβος τρύπωσε στην καρδιά του. Αν και καλογυμνασμένος και με βασικές γνώσεις αυτοάμυνας δεν έπαυε να είναι εύκολος στόχος κυρίως αν ο άλλος ήταν οπλισμένος. 

Για καλή του τύχη ο άγνωστος δεν έδειξε απειλητικές διαθέσεις. Κατέβηκε από τη μηχανή και αφού ακούμπησε το κράνος στη σέλα άναψε τσιγάρο. Δεν θα ήταν πάνω από είκοσι χρονών και το ντύσιμο του έδειχνε πλουσιόπαιδο. Προσπέρασε με όλες του τις αισθήσεις σε ετοιμότητα για το ενδεχόμενο να μην είχε υπολογίσει σωστά τις προθέσεις του νεαρού. Μετά από μερικά βήματα χαλάρωσε αισθανόμενος πιο ασφαλής και αυτό ήταν το λάθος του! Ο άγνωστος νεαρός τον αιφνιδίασε κτυπώντας τον στο πίσω μέρος του κεφαλιού με ένα γαλλικό κλειδί κάνοντας τον να πέσει στο έδαφος ζαλισμένος. Ο νεαρός με μια αστραπιαία κίνηση έβγαλε ένα μαχαίρι από την τσέπη του μπουφάν του και το κόλλησε στο λαιμό του Αντώνη. Με το άλλο χέρι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Το περίεργο ήταν πως αδιαφόρησε για τα αρκετά χρήματα που είχε στο πορτοφόλι του και συνέχισε να ψάχνει. Με όσο κουράγιο του είχε απομείνει ο Αντώνης κατάφερε να αρθρώσει δυο λόγια.

«Ότι πολύτιμο έχω είναι τα λεφτά στο πορτοφόλι. Δεν υπάρχει κάτι άλλο αξίας πάνω μου!».

Ο άγνωστος χωρίς να βγάλει τσιμουδιά συνέχισε το ψάξιμο μέχρι που στην εσωτερική τσέπη του σακακιού βρήκε την καρφίτσα. Την έχωσε βιαστικά στο παντελόνι του και με γρήγορες κινήσεις ανέβηκε στη μηχανή και χάθηκε στα στενά. 

Με πολύ κόπο ο Αντώνης κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Τα λίγα βήματα μέχρι το παγκάκι του φάνηκαν σαν να είχε τρέξει μαραθώνιο. Φοβερός πονοκέφαλος και ανυπόφορη ζαλάδα τον βασάνιζαν ενώ ψηλάφισε και ένα τεράστιο καρούμπαλο στο μέρος που κτυπήθηκε. Κανονικά θα έπρεπε να τρέξει σε εφημερεύον νοσοκομείο για εξετάσεις. Σαν γιατρός καταλάβαινε τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν από κτυπήματα σαν κι αυτό. Όμως η απροσδόκητη επίθεση και η αρπαγή της καρφίτσας τον ανάγκασαν να προσπαθήσει να σκεφτεί τον σκοπό και την αιτία αυτής της επίθεσης. Δεν ήταν και τόσο εύκολο με τόση ζαλάδα να ταξινομήσει τις σκέψεις του, αλλά κάποια πράγματα ήταν πολύ εύκολο να τα αξιολογήσει, έστω και σε αυτή την κατάσταση. 

Πέντε άτομα γνώριζαν για την ύπαρξη της καρφίτσας: Η Αρχοντούλα, ο παπάς, ο Μάνος, ο γιος του και η Δανάη. Εκτός του μικρού κανείς άλλος δεν είχε λόγο να διαδώσει την ύπαρξη της καρφίτσας. Όχι ότι ο γιος του Μάνου είχε λόγους να το κάνει, όμως ο ενθουσιασμός και η αφέλεια της ηλικίας, θα μπορούσαν να είναι αιτία ώστε να γίνει φλύαρος στον κύκλο του. Άλλωστε ο άγνωστος που του επιτέθηκε είχε πάνω κάτω την ηλικία του. Όμως για κανέναν δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, μόνο ο παπάς και η Αρχοντούλα μπορούσαν να βγουν από το κάδρο, γιατί είχαν ήδη πολλούς κινδύνους να αντιμετωπίσουν ώστε να προσθέσουν κι άλλον ένα. Απέμεναν ο Μάνος και η Δανάη, αν δεν ήταν ο μικρός ο υπεύθυνος. Άλλοτε θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά και για τους δύο, τώρα όμως οι εξελίξεις τον έκαναν αρκετά επιφυλακτικό. Τελικά αποφάσισε να μην πει σε κανένα για το συμβάν ώσπου να ξεκαθαρίσει μόνος του την κατάσταση. 

Δεν είχε κουράγιο να περπατήσει μέχρι το σπίτι και έτσι πήρε ταξί. Με το που μπήκε έβγαλε πάγο από τη κατάψυξη και το έβαλε στο κτυπημένο του κεφάλι. Πήρε και δυο ισχυρά παυσίπονα για να αντιμετωπίσει τον πονοκέφαλο και ξάπλωσε στον καναπέ.

Αδύνατον να κοιμηθεί καθώς μόλις έκλεινε τα μάτια όλα γύριζαν σαν να βρισκόταν στη μπαλαρίνα του λούνα Παρκ. Για να αποφύγει αυτό το βάσανο σηκώθηκε και έφτιαξε ένα διπλό ελληνικό καφέ. Με τις πρώτες γουλιές και το κάπνισμα του τσιγάρου, ένιωσε κάπως καλύτερα, προφανώς και κάτω από την επίδραση των παυσίπονων. Του χρειαζόταν όμως λίγος ύπνος, γιατί το πρωί είχε μια νεκροτομή δύσκολη όπως τον ενημέρωσαν το βράδυ. Δεν τα κατάφερε τελικά και έτσι άυπνος ξεκίνησε για το νεκροτομείο.

Το περιστατικό αφορούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα σχεδόν ολοκληρωτικά καμένη, που βρέθηκε στα λατομεία του Καραμπίνη στο Σχιστό Κορυδαλλού. Στο χώρο δεν βρέθηκε τίποτα που να υποδηλώνει την ταυτότητα της και αυτός ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Ο θάνατος της γυναίκας υπολόγισε πως επήλθε από δεκαοκτώ έως είκοσι ώρες πριν και δεν οφειλόταν στα εγκαύματα που έγιναν μεταθανάτια. Η αιτία θανάτου ήταν κτύπημα με αμβλύ όργανο, προφανώς μαχαίρι, στην καρδιά. Από το βάθος του τραύματος προέκυπτε πως αυτό πρέπει να είχε μήκος πάνω από δεκαπέντε εκατοστά. Έψαξε σχολαστικά το σώμα  στα σημεία που δεν είχε καεί για κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι αναγνώρισης αλλά δεν βρήκε κάτι. Μόνο η οδοντοστοιχία ίσως βοηθούσε, αν βέβαια επισκεπτόταν οδοντίατρο και εκείνος κρατούσε ως όφειλε αρχεία.

Έδωσε εντολή στους βοηθούς να ράψουν τις τομές και ετοιμάστηκε να πάει για απολύμανση, όταν πρόσεξε κάτω από ένα νύχι του δεξιού χεριού του πτώματος ένα μαύρο σημάδι. Με ένα τσιμπιδάκι το τράβηξε και αναγνώρισε κομμάτι μαύρου υφάσματος. Μπορεί να μη σήμαινε και τίποτα, μπορεί όμως και να αποκάλυπτε πολλά. Η Χριστονύμφη ήταν ακόμα αγνοούμενη και το ύφασμα θεωρητικά θα μπορούσε να είναι από το ράσο της, παρ όλο που στο σημείο που τη βρήκαν δεν υπήρχε ίχνος από τα ρούχα της. Προφανώς την πέταξαν γυμνή και της έβαλαν φωτιά για να δυσκολέψουν την αναγνώριση.


Αμφιταλαντεύτηκε αν έπρεπε να ενημερώσει τον Μάνο για το εύρημα του και τελικά αποφάσισε να το κάνει. Ίσως εκείνος ή η γυναίκα του μπορούσαν νε την αναγνωρίσουν παρ όλες τις δυσκολίες. Ενημέρωσε και την Αστυνομία για το ενδεχόμενο να ήταν η χαμένη μοναχή, ώστε να τους καλέσουν για αναγνώριση.

Η σύζυγος του Μάνου ήταν σχεδόν σίγουρη πως η νεκρή ήταν η μητέρα της. Αυτό όμως βασιζόταν στη διαίσθηση της και όχι σε κάποιο αντικειμενικό στοιχείο. Ο Μάνος απ την άλλη χωρίς να απορρίπτει τη γνώμη της γυναίκας του διατηρούσε τις επιφυλάξεις του. «Μα το Θεό!» αναφώνησε ξαφνικά. «Πως μου ξέφυγε κάτι τέτοιο;».

Ο Αντώνης τον κοίταξε ξαφνιασμένος.

«Δυο χρόνια πριν μονάσει  η πεθερά μου είχε κάνει αφαίρεση χολής  Παρατήρησες κάτι τέτοιο;»

Ασφαλώς και δεν του είχε ξεφύγει του Αντώνη ένα τόσο εύκολο εύρημα. Δεν του είχε δώσει όμως ιδιαίτερη σημασία γιατί δεν αποτελούσε σημάδι αναγνώρισης πριν το αναφέρει ο Μάνος. 

Έτσι και τυπικά η νεκρή αναγνωρίστηκε ως η χαμένη μοναχή Χριστονύμφη, αν και ουσιαστικά η υπόθεση θα έκλεινε με την κατάθεση του οδοντίατρου που και οι δύο επιβεβαίωσαν πως επισκεπτόταν και μάλιστα συχνά.

Ο Αντώνης επέστρεψε σπίτι αργά το απόγευμα κομμάτια. Μπορεί ο πονοκέφαλος να είχε κάπως υποχωρήσει όμως η αϋπνία και η κούραση της μέρας τον είχαν καταβάλει. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα ζεστό ντους και ένα καλό ύπνο. 

Τίποτα απ τα δύο δεν έκανε τελικά. Ο λόγος το σημείωμα πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Με λίγες φράσεις η Δανάη τον ενημέρωνε για την απόφαση της να χωρίσουν. Τις επόμενες ημέρες θα μάζευε τα πράγματα της από το σπίτι, κατέληγε. Δεν του ήρθε ουρανοκατέβατη αυτή η είδηση. Αργά ή γρήγορα αυτό θα συνέβαινε. Ούτε και τον στεναχώρησε ιδιαίτερα, μάλλον το αντίθετο σαν να ανακουφίστηκε που δεν πήρε αυτός πρώτος την πρωτοβουλία. 

Γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι και παγάκια και έβαλε στο πικάπ την Συμφωνία Αρ. 4 του Μπραμς. Από τα αγαπημένα του κλασικά έργα, που πάντα τον βοηθούσε να χαλαρώσει. Με το θεϊκό ήχο, την επήρεια του ποτού αλλά και την κούραση δεν άργησε να έρθει ο πολυπόθητος ύπνος. Μόλις που πρόλαβε να ξαπλώσει στον καναπέ έτσι όπως ήταν με τα ρούχα.

________

Η παρουσίαση του νέου βιβλίου του δημοσιογράφου Σίμου Πανδή, αποτελούσε το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Συγγραφέας ήδη τριών πετυχημένων μυθιστορημάτων, αυτή τη φορά επέλεξε ένα ιστορικό βιβλίο με αναφορά στην κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Όσοι το είχαν διαβάσει έλεγαν πως περιέχει συνταρακτικές αποκαλύψεις για πρόσωπα που διαδραμάτισαν αρνητικό ρόλο στη νεότερη ιστορία της Χώρας. Άνθρωποι υπεράνω υποψίας αλλά και πολλοί άλλοι που υπήρξαν συνεργάτες των κατακτητών παρέλαυναν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Το σίγουρο ήταν πως με την κυκλοφορία του πολλοί θα έχαναν τον ύπνο τους.

Η αίθουσα του Χίλτον όπου θα γινόταν η παρουσίαση ήταν γεμάτη από γνωστά πρόσωπα της Αθηναϊκής κοινωνίας αλλά και απλούς βιβλιόφιλους. Ανάμεσα τους ο Αντώνης και ο Μάνος, προσωπικοί φίλοι του συγγραφέα. Τον πρόλογο της παρουσίασης έκανε ένα παλαιό στέλεχος του ΕΑΜ, γνωστός ως καπετάν Μίνως.

Αναφέρθηκε ονομαστικά σε αρκετούς δοσίλογους που μετά το τέλος του πολέμου έφτασαν σε υψηλά αξιώματα στην κρατική μηχανή. Δεν ήταν κάτι άγνωστο αυτό στους περισσότερους, όμως ήταν η πρώτη φορά που αποκαλύπτονταν οι ταυτότητες τους. 

«Στο εξαίρετο πόνημα του Σίμου θα μάθετε ονόματα και καταστάσεις που ούτε καν φαντάζεστε. Πρόσωπα που αν η Ελληνική δικαιοσύνη λειτουργούσε σωστά, σήμερα το λιγότερο θα σάπιζαν στις φυλακές, αν δεν είχαν πληρώσει με τη ζωή τους τα εγκλήματα τους», κατέληξε καταχειροκροτούμενος.   

Αφού πήραν από ένα αντίτυπο υπογεγραμμένο από τον συγγραφέα, ο Αντώνης με τον Μάνο έφυγαν για ένα ποτό. Αυτή τη φορά δεν έδιωξαν τη σερβιτόρα. Η παρέα της ήταν ευπρόσδεκτη μιας και τουλάχιστον ο Αντώνης δεν είχε κάποια δέσμευση!

Σαχλαμάρισαν λίγη ώρα μεταξύ τους και αφού την κέρασαν δυο ποτά η κοπέλα έφυγε για άλλη παρέα.

«Δεν είναι άσχημη», παρατήρησε ο Μάνος. «Και μάλλον δεν της είσαι αδιάφορος!».

«Καλή για μερικές κουβέντες, όχι όμως για σχέση! Και εγώ είμαι των σχέσεων όπως ξέρεις!», του απάντησε και γέλασαν δυνατά.

Ο Αντώνης άνοιξε το βιβλίο να ρίξει μια ματιά. Το λιγοστό φως του μαγαζιού δεν βοηθούσε και πολύ, όμως η όραση του ήταν πολύ ανεπτυγμένη και η πρεσβυωπία δεν τον είχε επισκεφτεί ακόμα. Η περιέργεια τον οδήγησε να διαβάσει στο τέλος τον ονομαστικό κατάλογο που παρέθετε ο συγγραφέας με τους συνεργάτες των Ναζί. Προσπέρασε αρκετά που του ήταν ήδη γνωστά και άλλα που πρώτη φορά έβλεπε. Σε ένα όνομα όμως σταμάτησε σαν να μην πίστευε στα μάτια του! «Αρχοντία Ροδά, επίσημη ερωμένη Γερμανών αξιωματικών και καταδότης δεκάδων πατριωτών(σελ.214-215).».

«Ρίξε μια ματιά, να σου φύγει το κεφάλι!», είπε του Μάνου στρέφοντας το βιβλίο προς το μέρος του.

«Και έχεις την απαίτηση να δω αυτά τα γραμματάκια στο μισοσκόταδο;», τον αποπήρε. «Είμαι και κάποιας ηλικίας!».

Του εξήγησε τι έγραφε και ο Μάνος έμεινε άγαλμα! 

«Δηλαδή η Αρχοντούλα που όλοι μας συμπαθήσαμε μπορεί να είναι ένα κάθαρμα που έστειλε στον άλλο κόσμο τόσους ανθρώπους;».

«Το γράφει ξεκάθαρα ο Σίμος και ασφαλώς θα παραθέτει και τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του. Εκτός αν υπάρχουν πολλές Αρχοντούλες Ροδά!».

«Μα ήταν στην Αίγινα πριν τον πόλεμο ακόμα! Με τα ίδια μου τα μάτια είδα την απόπειρα δολοφονίας της. Πως μπορεί να βρίσκεται σε δυο μέρη ταυτόχρονα. Εξάλλου μην ξεχνάς και την αμνησία της!».

«Πολύ βολική αυτή η αμνησία ,αν πραγματικά έχει κάνει όσα της καταμαρτυρούν!».

«Πιστεύεις πως υποκρίνεται Αντώνη; Άλλωστε μην ξεχνάς και την κόρη της. Που την άφηνε για να κάνει όσα λέγονται; Εκτός αν υπονοείς πως ήταν και ο Μπάρμπα Νικόλας στο κόλπο!».

Όχι αυτό δεν περνούσε απ το μυαλό του Αντώνη. Για πολλούς λόγους και ένας απ αυτούς η Νεκταρία. Το καθαρό βλέμμα του συχωρεμένου και η απλότητα του χαρακτήρα του ήταν άλλοι αρκετά πειστικοί λόγοι να μην τον υποψιάζεται.

«Μακάρι να ήξερα τι πρέπει να πιστέψω!», ομολόγησε. «Το σίγουρο είναι πως μια Αρχοντία Ροδά έκανε αυτά τα ακατανόμαστα. Δεν είναι τυχαίος ο Πανδής και δεν θα έγραφε κάτι χωρίς αποδείξεις!».

«Οπότε αυτοί που την κυνηγούν θα μπορούσαν να είναι κάποιοι που έκανε κακό είτε στους ίδιους είτε σε συγγενείς τους;»

«Αρκετά πιθανό, αν και φοβάμαι πως υπάρχουν κι άλλα στο παρελθόν της που μπορεί να μη μάθουμε ποτέ!». 

«Μου φαίνεται πως πρέπει να κάνουμε μια κουβεντούλα με την κυρία», πρότεινε ο Μάνος. «Και αύριο αν γίνεται, εγώ πάντως έχω ρεπό και είμαι διαθέσιμος.».

«Έτσι θα γίνει. Θα δηλώσω ασθένεια και πάμε μαζί. Μόνο που χρειάζονται λεπτοί χειρισμοί, σε περίπτωση που πραγματικά έχει αμνησία».

«Αδυνατώ ρε φίλε να πιστέψω πως υπάρχουν τέτοια καθάρματα! Την ώρα που χιλιάδες έδιναν τον αγώνα τους από το δικό τους μετερίζι για να ανακουφίσουν τους συνανθρώπους τους από τις συνέπειες του πολέμου και της πείνας, αυτοί πλούτιζαν με τη μαύρη αγορά και την πορνεία!».

«Έχεις απόλυτο δίκιο Μάνο. Οι γονείς σου ας πούμε πόσο κόσμο έσωσαν στην κλινική τους. Αλλά και η μάνα μου, εθελόντρια στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού, πόσα δεν πρόσφερε στους πεινασμένους συμπολίτες μας! Άσχετα αν εμένα μου έλειπε τότε η παρουσία της. Εκ των υστέρων μεγαλώνοντας κατάλαβα πόσο σπουδαίο ήταν αυτό που έκανε!».

«Μήπως ο πατέρας σου λίγα πρόσφερε Αντώνη! Αν και μπορούσε με τη λήξη του πολέμου να μείνει σπίτι με την οικογένεια του, προτίμησε να πάει στην Αίγυπτο να πολεμήσει κι εκεί τους Γερμανούς! Δεν το λες και λίγο!».

Ο Αντώνης γέμισε πάλι τα ποτήρια τους και άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα με τις αναφορές στο πρόσωπο της Αρχοντίας Ροδά. Όσο διάβαζε τόσο η οργή φούντωνα μέσα του. Εκτός από τις αποδείξεις για την συνεργασία της με τους Ναζί, η συνέχεια ήταν εξ ίσου προκλητική. 

Ποιος ξέρει με τι διασυνδέσεις κατάφερε να πάρει ένα πολύ μεγάλο ποσό από το σχέδιο Μάρσαλ για μια εταιρία εισαγωγών που μόλις πριν λίγους μήνες είχε στήσει. Τα χρήματα αυτά ποτέ δεν πήγαν στο σκοπό για τον οποίο εκταμιεύτηκαν αλλά σε σύσταση άλλων εταιριών Με δεδομένη τη φτώχεια της μετακατοχικής Ελλάδας υποσχόταν χαμηλότοκα δάνεια σε ιδιώτες και επιχειρήσεις. Αφού εισέπραξε αρκετές προκαταβολές, απαραίτητη προϋπόθεση για να βγει το δάνειο, η εταιρία έκλεισε και η Ροδά εξαφανίστηκε από προσώπου γης! Οι άμεσοι συνεργάτες της ανακρίθηκαν σκληρά όμως κανένα αποτέλεσμα δεν προέκυψε. Η Αρχοντία Ροδά αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα άλυτο μυστήριο, κατέληγε η αναφορά του Πανδή.

«Γίνεται όλο και χειρότερο!», είπε του Μάνου κλείνοντας το βιβλίο και του εξιστόρησε τα νέα που διάβασε.

«Δεν ξέρω τι να πω ρε Αντώνη! Κι όλα αυτά τα έκανε η Αρχοντούλα που ξέρουμε; Δεν το χωράει το μυαλό μου!»

«Μακάρι αύριο να ξεκαθαρίσει η κατάσταση», απάντησε ο Αντώνης και σηκώθηκε πρώτος ακολουθούμενος από το Μάνο. 

 «Ες Αύριον λοιπόν τα σπουδαία!», χαιρέτησε ο Μάνος μπαίνοντας στο αυτοκίνητο και ο Αντώνης με μια κίνηση του χεριού έδειξε να συμφωνεί.


Το πρωί την ώρα που είχαν συμφωνήσει συναντήθηκαν έξω από το σπίτι του Αντώνη και με το αυτοκίνητο έφτασαν σε λίγα λεπτά στην εκκλησία. Ο παπάς που μόλις είχε τελειώσει τον Όρθρο τους υποδέχθηκε θερμά αν και ξαφνιασμένος με την ξαφνική επίσκεψη τους.

«Περάστε στην αίθουσα για καφεδάκι.», τους παρότρυνε. «Μόνο που μπορεί να μην τους πετύχω όπως η Αρχοντούλα! Έχει πάει για ψώνια και δεν έχει έρθει ακόμα.».

Πέρασαν μέσα στην αίθουσα που θύμιζε στρατώνα με τα κρεβάτια εκστρατείας και τις βαλίτσες με τα ρούχα. Κάθισαν στον πάγκο όση ώρα ο παπάς πάλευε με τους καφέδες. Τελικά αυτά που τους έφερε λίγο θύμιζαν ελληνικό καφέ! Χωρίς καϊμάκι και οι μισοί χυμένοι στα πιατάκια τους.

«Μάρτυς μου ο Θεός, προσπάθησα όσο μπορούσα!», απολογήθηκε. «Φαίνεται όμως πως δεν είμαι και τόσο καλός σε αυτά!».

‘Ήπιαν από μια γουλιά, πιο πολύ για να μην τον στεναχωρήσουν, για δεύτερη ούτε λόγος, αν και τον είχαν ανάγκη τον καφέ μετά το χθεσινό ξενύχτι. Ευτυχώς εκείνη  την ώρα μπήκε η Αρχοντούλα κρατώντας δυο σακούλες με τα ψώνια. Τους χαιρέτησε έκπληκτη κι αυτή για την παρουσία τους, και αφού ακούμπησε τις τσάντες στον πάγκο έβαλε για καινούργιους καφέδες. Αυτή τη φορά ήρθαν όπως πρέπει και οι δυο άντρες τους απόλαυσαν ανακουφισμένοι.

«Υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος που μας κάνατε την τιμή σήμερα ή πρόκειται για εθιμοτυπική επίσκεψη;», ρώτησε ο παπάς πίνοντας μια γερή γουλιά του καφέ του.

Κανείς δεν βιαζόταν να ξεκινήσει την κουβέντα. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να διαλύσεις ψευδαισθήσεις που δημιούργησαν φιλίες και συμπάθεια. Γιατί όσο κοιτούσαν την Αρχοντούλα ο Μάνος κι ο Αντώνης, τόσο δεν έβρισκαν τα λόγια να κάνουν την αρχή. Αμφιβολίες τρύπωσαν στις χαραμάδες του μυαλού τους. Τα βασανισμένα χαρακτηριστικά, η Ιώβεια υπομονή που αντιμετώπιζε τη μίζερη ζωή της, ο πόνος που ξεχείλιζε από τα μάτια της, δεν θύμιζαν σε τίποτα το τέρας που περιέγραφε ο Πανδής στο βιβλίο του. 

«Αρχοντούλα», ξεκίνησε κομπιάζοντας ο Μάνος. «Έχεις φύγει ποτέ από την Αίγινα; Εννοώ πριν την τελευταία όταν έφυγες σαν κυνηγημένη.».

Η Αρχοντούλα έβγαλε το τσεμπέρι που ένιωθε να τη σφίγγει. Σήκωσε τα μάτια και τα κάρφωσε πάνω του.

«Ούτε στιγμή δεν έφυγα από το σπίτι μου στη Σουβάλα! Ακόμα και στην Αίγινα είναι ζήτημα αν κατέβηκα δυο τρεις φορές.». Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και γύρισε το βλέμμα στον παπά. «Αυτός ο άνθρωπος ήταν η αιτία που παράτησα το σπίτι και την κόρη μου παπά!, Με τρόμαξε η παρουσία του και από ότι βλέπω δεν είχα άδικο!».

 «Αρχοντούλα τι λες; Σύνελθε!», προσπάθησε να υπερασπιστεί το φίλο του ο Αντώνης. «Ο Μάνος είναι το καλύτερο παιδί και η πρώτη φορά που σε είδε ήταν τότε που λιγοθύμησες στη Αγιά Σωτήρα. Και αφού εσύ δεν έφυγες ποτέ από τη Αίγινα, είναι αδύνατον να συναντηθήκατε ποτέ πριν!».

Η Αρχοντούλα αναγνώρισε πως είχε δίκιο όμως η γνώμη της δεν άλλαξε. Αυτό το πρόσωπο το θυμόταν καλά, αν και είχε συγκεχυμένες εικόνες για το ρόλο που είχε παίξει στο παρελθόν της. Από την άλλη η ηλικία του απέκλειε το ενδεχόμενο να τον έχει πραγματικά γνωρίσει. 

«Αρχοντούλα», της απεύθυνε το λόγο ο Μάνος. «Από την κλινική που σε πήγαν μετά την επίθεση, έχεις καμιά ανάμνηση;».

 «Την κλινική;», ρώτησε. «Λίγα πράγματα, ήμουν πολύ ζαλισμένη και πονούσα φοβερά. Ξέρω θα ακουστεί παράλογο αλλά εσένα  σε θυμάμαι!»

Ο Μάνος έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης.

«Δεν θυμάσαι εμένα Αρχοντούλα! Τον πατέρα μου θυμάσαι που ήταν ο γιατρός σου! Μοιάζουμε πολύ είναι η αλήθεια!».

Στα χείλη της Αρχοντούλας ζωγραφίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο. Κανείς τους πριν δεν την είχε δει να χαμογελάει.

«Έτσι εξηγείται!», συμφώνησε. «Ο γιατρός που με βοήθησε. Και εγώ η τρελή τον θεώρησα απειλή!».

«Τα έχεις ακόμα μπερδεμένα στο μυαλό σου Αρχοντούλα», την καθησύχασε ο παπάς. «Καλούς και κακούς τους έχεις κάνει ένα!».

Η συζήτηση αν και παρουσίαζε ενδιαφέρον, απομακρυνόταν από τον αρχικό σκοπό της επίσκεψης, και ο Αντώνης αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να πέσουν στα βαθιά.

«Λοιπόν», ξεκίνησε αποφασιστικά, ανοίγοντας το βιβλίο.«Αυτά που γράφει εδώ χρειάζονται πειστικές εξηγήσεις. Μπορείς να μας τις δώσεις Αρχοντούλα;».   

«Εγώ τα έκανα όλα αυτά;», ρώτησε απορημένη αφού τα διάβασε. «Πότε να σας χαρώ παιδιά μου; Σας είπα πως ποτέ δεν έφυγα από το σπίτι μου ούτε για μια στιγμή! Οι γείτονες που ζουν ακόμα μπορεί να το επιβεβαιώσουν! Πάντως», συνέχισε με ένα παράπονο, «Δεν περίμενα από σας να πιστέψετε κάτι τέτοιο για μένα!». 

Ο παπά Διονύσης παρενέβη για να σώσει την κατάσταση που είχε βαρύνει πολύ.

«Έχουν τα δίκια τους Αρχοντούλα μου τα παιδιά!. Τα στοιχεία που παραθέτει αυτός ο συγγραφέας είναι αδιάσειστα! Υπάρχουν όλα. Οι μαρτυρίες αγωνιστών που διασώθηκαν την τελευταία στιγμή, οι καταγγελίες ανθρώπων που έχασαν τις περιουσίες τους για ένα τενεκέ λάδι, οι αποδείξεις από το ποσόν του σχεδίου Μάρσαλ! Δεν μπορούμε να τα παραβλέψουμε όλα αυτά. Έτσι δεν είναι;».

«Και συ παπά;», τον ρώτησε απογοητευμένη. «Αν αναφερόντουσαν αυτά στην περίοδο που δεν έχω μνήμες, θα μπορούσα να αμφιβάλω και εγώ. Όμως τον πόλεμο και την κατοχή τα πέρασα όπως οι περισσότεροι, με πείνα και καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Χάρη στη βοήθεια των συνανθρώπων μου κατάφερα να επιζήσω και εγώ και η κόρη μου. Και έρχεσαι να με κατηγορήσεις για εγκλήματα που ούτε να ξεστομίσω μπορώ! Λυπάμαι, δεν μπορώ να σας αποδείξω πως κάνετε λάθος. Μόνο ο Θεός αν θέλει θα φανερώσει την αλήθεια!».

Με τις τελευταίες λέξεις ακούμπησε το κεφάλι στο τραπέζι και ξέσπασε σε ένα γοερό κλάμα.

Άκουσαν και οι τρεις μουδιασμένοι το μονόλογο της. Όλα τα στοιχεία ήταν εναντίον της, όμως η αγανάκτηση της φαινόταν πειστική. 

«Ας σταματήσουμε εδώ», πρότεινε ο Αντώνης. «Αν η Αρχοντούλα δεν έχει κάνει αυτές τις πράξεις, τότε δεν πρέπει να αποκαλυφθεί η ταυτότητα της! Υπάρχουν πολλοί που θα την ήθελαν στη φυλακή ή και νεκρή, για να πάρουν την εκδίκηση τους».

«Αν δεν έχει αποκαλυφθεί ήδη!», απάντησε ο Μάνος. «Όλα αυτά τα περίεργα που συμβαίνουν τελευταία, προς τα εκεί οδηγούν τη σκέψη μου!». 

Η Αρχοντούλα σηκώθηκε φανερά ταραγμένη και βγήκε από την αίθουσα. Με αργά βήματα άφησε τον περίβολο της εκκλησίας και περπάτησε χωρίς σκοπό και προορισμό. Μαύρες σκέψεις τη βασάνιζαν. Κι αν η αμνησία δεν είχε να κάνει μόνο με τη ζωή της πριν το κτύπημα; Αν υπήρχαν αναμνήσεις και από τη μετέπειτα ζωή της που είχαν σβήσει; Τότε η μόνη λύση ήταν να βάλει τέρμα στον άχαρο βίο της! 

Τα βήματα της την έφεραν στο λιμάνι. Κοίταξε τα πλοία του Αργοσαρωνικού και μια λαχτάρα φούντωσε μέσα της. Ναι! Θα ξαναγύριζε στο νησί της, μακριά από τους εφιάλτες που ξύπνησαν με το που πάτησε το πόδι της στον Πειραιά. Μπήκε στο φέρυ που θα ξεκινούσε σε είκοσι λεπτά με την ελπίδα να αφήσει πίσω της όλα τα φαντάσματα που φορτώθηκαν στην ψυχή της. 

«Ανησυχώ για την Αρχοντούλα», είπε ο παπάς. «Έφυγε πολύ ταραγμένη και έχει αργήσει πολύ! Πάντως σπίτι δεν πήγε. Τα κλειδιά της είναι κρεμασμένα δίπλα στο ψυγείο».

«Εύχομαι η ταραχή της να μην οφείλεται σε τύψεις!», παρατήρησε ο Μάνος. «Θέλω πολύ να πιστέψω το αφήγημα της, αλλά η λογική μου λέει πως δεν πρέπει!».

Ο Αντώνης απόμεινε συλλογισμένος. Το σκεπτικό του Μάνου ήταν σωστό. Όλες οι πιθανότητες ήταν εναντίον της Αρχοντούλας. Όσο κι αν προσπαθούσαν να βρουν κάποιο λάθος στις κατηγορίες του βιβλίου, τα δεδομένα ήταν αμείλικτα. Το μόνο που δεν μπορούσε να εξηγηθεί είναι ο τρόπος που τα έκανε όλα αυτά. Ο συνεργός ή οι συνεργοί φαινόταν απαραίτητοι για να καλύπτουν τις συχνές απουσίες της από το νησί, και ο Νικόλας έδειχνε να είναι ο αδιαμφισβήτητος υπ αριθμόν ένα ύποπτος! Κι αυτό γινόταν μαχαιριά στην καρδιά του, γιατί εμπόδιζε την εκκολαπτόμενη σχέση που είχε στο μυαλό του με τη Νεκταρία. Αν είχε δίκιο αυτή η προδοσία θα ύψωνε τείχος ανάμεσα τους, τουλάχιστον από τη δική του μεριά. 

«Μήπως να βγούμε να την ψάξουμε;», πρότεινε ο παπάς. «Φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα!».

Κινήθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις με την ελπίδα κάποιος από τους τρεις να την εντοπίσει. Ότι και να γινόταν θα επέστρεφαν στην εκκλησία σε δυο ώρες.

Όπως ήταν αναμενόμενο η αναζήτηση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η αγωνία τους έφτασε στο κατακόρυφο.

«Μήπως να δηλώσουμε την εξαφάνιση;», ρώτησε διστακτικά ο παπάς.

«Θα είναι ανώφελο παπά», απάντησε ο Αντώνης. «Δεν πρόκειται να κινηθεί καμία διαδικασία, πριν περάσουν σαράντα οκτώ ώρες». 

Παρέμειναν αμίλητοι για αρκετή ώρα, ώσπου κατάλαβαν πως είναι μάταιο να περιμένουν την επιστροφή της. Αποχαιρέτισαν τον παπά που έδειχνε απαρηγόρητος από το συμβάν και τον παρακάλεσαν να τους ειδοποιήσει για οποιαδήποτε εξέλιξη, ότι ώρα και να ήταν.

Στο δρόμο για το σπίτι ο Μάνος ρώτησε τον Αντώνη αν θα πήγαινε στην Αίγινα για το μνημόσυνο του Νικόλα, αφού ξεκαθάρισε πως ο ίδιος είχε εφημερία και δε θα μπορούσε.

«Λέω να πάω. Αν και κάτι έχει κρυώσει μέσα μου σχετικά με τον συχωρεμένο. Μπορεί να πέσαμε τόσο έξω στις εκτιμήσεις μας για τα πρόσωπα τους ρε Μάνο;».

«Δεν τους ξέραμε χρόνια φίλε! Ναι είναι πιθανό να παρασυρθήκαμε σε εύκολους συναισθηματισμούς και να τους είδαμε με καλό μάτι! Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το τι κρύβει η ψυχή  ενός ανθρώπου, όσο αγνός κι αν φαίνεται!».

_______

Το τηλεφώνημα της Αρχοντούλας ανακούφισε κάπως τον παπά. Αν και πολλές λεπτομέρειες δεν του ανέφερε, διευκρίνισε πάντως πως είναι καλά και θα έλειπε για λίγες μέρες μέχρι να ηρεμήσει. Στις επίμονες ερωτήσεις του για το που βρίσκεται αρνήθηκε πεισματικά να απαντήσει. 

Ο παπάς αισθάνθηκε την ανάγκη για ένα ποτό. Δεν συνήθιζε την κατανάλωση αλκοόλ, πέρα από ένα μικρό ποτήρι κρασί, όταν το επέτρεπε η νηστεία. Τώρα όμως ένιωθε πως του χρειαζόταν η τόνωση ενός πιο δυνατού ποτού. Στο ντουλάπι υπήρχε ένα μπουκάλι βότκα που κάποιος εργάτης είχε ξεχάσει εκεί από τότε που έκαναν κάτι μερεμέτια στο ναό. Έβαλε λίγη σε ένα ποτήρι και γέμισε με παγάκια. Το πρώτο κατέβηκε εύκολα και ούτε που είδε κάποια επίδραση επάνω του. Αυτό τον παρέσυρε να βάλει και δεύτερο, που αυτή τη φορά τον έπιασε για τα καλά, αφού δεν ήταν συνηθισμένος. Ελαφρά ζαλισμένος ξάπλωσε και προσπάθησε να κάνει κομποσκοίνι με την Ευχή. Το στόμα του έλεγε το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησον με», όμως η καρδιά του δεν συμμετείχε. Στάλες ιδρώτα κατέβαιναν από το μέτωπο του και έβρεχαν το ράσο του. Σηκώθηκε και το έβγαλε χωρίς να έχει τη δύναμη να το κρεμάσει στην κρεμάστρα. Έτσι απλά το ακούμπησε στην καρέκλα δίπλα και ξανάπεσε βαρύς στο ράντζο. Πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα ξετυλίγονταν σκηνές ερωτικού πάθους Οι παρτενέρ εναλλάσσονταν από πανέμορφα κορίτσια σε γοητευτικά άγουρα αγόρια. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να αποκρούσει αυτή την επίθεση του πονηρού ή των αισθήσεων. Οι άμυνες του είχαν χαλαρώσει από το αλκοόλ, όμως ήταν μόνο μια δικαιολογία για να υποκύψει στη σαγήνη. Ο Θεός μίκρυνε μέσα του μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. 

Σε αυτή την κατάσταση ερωτικού παροξυσμού τον βρήκε το απροσδόκητο. Δυο χέρια τον άρπαξαν από το λαιμό κόβοντας του την ανάσα και μια φωνή βαριά και σκοτεινή σαν την κόλαση, του ψιθύρισε απειλητικά.

«Που είναι η γριά τράγο; Μίλα αν δεν θες να πας να βρεις το Θεό σου!».

Ένας δεύτερος άντρας του έδεσε χέρια και πόδια με μονωτική ταινία και ύστερα έσβησε το τσιγάρο  στο γυμνό μπράτσο του παπά. Ούρλιαξε απ τον πόνο αλλά δεν ακούστηκε πέρα από τους τοίχους της αίθουσας, γιατί  η τεράστια παλάμη του πρώτου αγριάνθρωπου του έκλεινε σφικτά το στόμα. Τον βασάνισαν αρκετή ώρα με τυφλά κτυπήματα στο πρόσωπο και το σώμα, χωρίς να καταφέρουν να του αποσπάσουν τίποτα. Και να ήθελε να μαρτυρήσει που βρίσκεται η Αρχοντούλα, για να γλυτώσει τον πόνο που του προκαλούσαν, δεν είχε ιδέα που μπορεί να είχε πάει.

Αφού κατάλαβαν οι δυο άγνωστοι πως μάλλον τους έλεγε την αλήθεια τον άφησαν αιμόφυρτο και δεμένο και έφυγαν.

Σύρθηκε με φοβερή προσπάθεια ως τη πόρτα. Με τον αγκώνα προσπάθησε να την ανοίξει αλλά οι άγνωστοι την είχαν κλειδώσει απ έξω. Κτύπησε με όση δύναμη μπόρεσε αρκετές φορές την πόρτα και με τα δυο του χέρια. Στην ησυχία της νύχτας είχε την ελπίδα κάποιος περαστικός να τον ακούσει. Ο φρουρός των γραφείων ήταν σε αρκετή απόσταση μακριά του, αλλά οι ανεπτυγμένες του αισθήσεις λόγω της αποστολής του, έπιασαν το θόρυβο και πλησίασε να δει τι συμβαίνει.

«Είναι κανείς μέσα;», φώναξε και αντί απάντησης άκουσε πνιχτά μουγκρητά, Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα αλλά παρ όλη τη δύναμη που έβαλε δεν τα κατάφερε. Ενημέρωσε με τον ασύρματο αστυνομία και πρώτων βοηθειών, που κατέφθασαν σε λίγα λεπτά. Με τη βοήθεια κλειδαρά άνοιξαν και αντίκρισαν τον παπά πεσμένο μέσα στα αίματα. Οι διασώστες τον έβαλαν στο φορείο και ο παπάς πριν μπει στο ασθενοφόρο παρακάλεσε τον αστυφύλακα να ειδοποιήσει τον Μάνο και τον Αντώνη.

«Στην ατζέντα πάνω στο τραπέζι θα βρείτε τα τηλέφωνα τους», του είπε με σβησμένη φωνή.


Οι γιατροί στα επείγοντα του Τζάνειου αφού έδωσαν τις πρώτες βοήθειες τον οδήγησαν σε θάλαμο για περαιτέρω εξετάσεις. Τα περισσότερα κτυπήματα τα είχε στο σώμα και εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν να κρύβουν κάτι σοβαρό, εκτός από αυτό που είχε στην περιοχή της σπλήνας και θα μπορούσε δυνητικά να αποτελεί κίνδυνο. Οι ανησυχίες τους ευτυχώς δεν επιβεβαιώθηκαν καθώς κι αυτό μάλλον επιπόλαιο έδειχνε. Έτσι έδωσαν την άδεια στους αστυνομικούς να του υποβάλουν ερωτήσεις με την παράκληση να μην τον κουράσουν πολύ.

 Από όσα τους είπε μόνο για τη φωνή ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει. Οι κουκούλες που φορούσαν έκρυβαν τα πρόσωπα τους και οι ολόσωμες φόρμες τον σωματότυπο τους. 

«»Έλληνες ή αλλοδαποί;», ρώτησε ο επικεφαλής αρχιφύλακας.

«Έλληνες ξεκάθαρα απάντησε χωρίς δισταγμό. «Μόνο που δε μπορώ να βοηθήσω περισσότερο, ήμουν μισοκοιμισμένος όταν εισέβαλαν!», παραλείποντας να πει ότι ήταν και υπό την επήρεια αλκοόλ.

«Είχατε χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας στο χώρο Κοσμήματα, τιμαλφή;», ξαναρώτησε ο αρχιφύλακας.

«Όχι, μόνο πεντακόσιες δραχμές σε κέρματα από το παγκάρι, που ούτε καν άγγιξαν!».

«Τότε θα πρέπει να πρόκειται για εκδίκηση ή εκφοβισμό», παρατήρησε ο αρχιφύλακας. «Είχατε τελευταία απειλητικά τηλεφωνήματα ή κάτι παρόμοιο;».

Για μια στιγμή ο παπά Διονύσης σκέφτηκε να τα πει όλα. Για την εισβολή στο σπίτι του, για τον περίεργο σημαδεμένο που τους παρακολουθούσε, για το νεαρό στην Αίγινα. Έτσι όμως θα έθετε σε κίνδυνο την Αρχοντούλα που ειδικά μετά τη δημοσιοποίηση του ονόματος της, σίγουρα θα ήταν καταζητούμενη.  

«Τι μπορεί να κάνει ένας απλός παπάς για να προκαλέσει αισθήματα εκδίκησης;», του είπε τελικά δαγκώνοντας τα χείλη για το ψέμα του.

«Μήπως τότε η γριούλα που μένετε μαζί, έχει λόγους να προκαλούν κάτι τέτοιο;», παρενέβη ένας νεαρός αστυφύλακας που έτυχε να μένει στην περιοχή και γνώριζε την ύπαρξη της.

«Ακόμα πιο παράξενο αυτό!», απάντησε ο παπάς με ψυχραιμία. «Μια γριά ανήμπορη σε τι θα μπορεί να τους είχε βλάψει!».

«Μάλιστα!», είπε πάλι ο αρχιφύλακας. «Τότε γιατί μας κρύψατε πως συγκατοικείτε με αυτή την κυρία; Αλήθεια ποιο είναι το όνομα της;». 

Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ δύσκολα και ο παπάς κατάλαβε πως όσα ψέματα κι αν επιστράτευε τελικά η αλήθεια θα έβγαινε στο φως.

«Αρχοντούλα», απάντησε με την ελπίδα να μην την συνδέσουν  με την καταζητούμενη.

Πραγματικά κανείς δεν είχε ακούσει κάτι γι αυτήν Μόνο το σπάνιο όνομα έδειχνε να τους ενδιαφέρει.

«Αρχοντούλα!», μονολόγησε ο αρχιφύλακας. «Σπάνιο για τα μέρη μας. Από κάποιο χωριό κατάγεται σίγουρα. Έτσι δεν είναι πάτερ;».

«Δεν μου έχει πει λεπτομέρειες για τη ζωή της!», συνέχισε τα ψέματα ο παπάς. «Την βρήκα άστεγη και τη λυπήθηκα. Ένα πιάτο φαί και μια στέγη μπορούσα να της προσφέρω και έτσι δεν δίστασα να κάνω το χριστιανικό μου καθήκον!». 

«Μάλιστα!», επανέλαβε ο αρχιφύλακας. «Πέρα λοιπόν από το χριστιανικό καθήκον δεν υπάρχει κάτι άλλο να σας δένει;»

«Μάρτυς μου ο Θεός!», ορκίστηκε ο παπάς βυθιζόμενος όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία.

«Πολύ καλά», κατέληξε ο υπαξιωματικός. «Τελειώσαμε για τη ώρα. Όταν με το καλό αύριο μεθαύριο πάρετε εξιτήριο περάστε από το τμήμα για μερικές ακόμα διευκρινήσεις. Καληνύχτα και περαστικά σας!».

Όταν έμεινε μόνος ο παπάς ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε πάρει πια ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, προδίδοντας τις αξίες, την πίστη του, τον ίδιο το Χριστό. Η επίθεση εναντίον του επέδρασε καταλυτικά στον ήδη εύθραυστο ψυχισμό του. Φοβόταν, έτρεμε για τη ζωή του, αυτός που δίδασκε τους άλλους να μη φοβούνται τον θάνατο. Μέσα του είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις του. Η ιεροσύνη ήταν πια τελειωμένη υπόθεση γι αυτόν. Ακόμα και τη μοναχική του ιδιότητα σκόπευε να απαρνηθεί. Προτεραιότητα έβαζε τη ζωή και τη ασφάλεια του, και κάπου στα βάθη του μυαλού του τις σαρκικές χαρές που είχε στερηθεί από παιδί! 

Ο Αντώνης που έφτασε λίγο πριν τα μεσάνυκτα τον βρήκε καθισμένο στο κρεβάτι. Μετά τις τυπικές ερωτήσεις και αφού διαπίστωσε και από τις νοσοκόμες πως όλα είναι υπό έλεγχο, ξεκίνησε να φύγει.

«Αν είναι δυνατό Αντώνη θα μπορέσεις να φέρεις απ το σπίτι μου ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο; Τα δικά μου ρούχα ήταν μέσα στα αίματα και θεώρησαν καλό να τα πετάξουν..

«Ράσο δεν θέλεις;», το ρώτησε παραξενεμένος.

«Ε, βέβαια και ράσο αν σου είναι εύκολο!», απάντησε υποκριτικά.

«Καλώς. Θα στα φέρω πολύ πρωί πριν πάω στο νεκροτομείο».

Τον ευχαρίστησε και ξάπλωσε. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί, αποκαμωμένος από όσα πέρασε. Ο ύπνος του ήταν ήρεμος και το πρωί οι θεράποντες γιατροί γνωμάτευσαν πως δεν υπήρχε λόγος περαιτέρω νοσηλείας και έτσι το μεσημέρι πήρε εξιτήριο. 

Κατέβηκε με το ασανσέρ στο ισόγειο του νοσοκομείου και έβγαλε το ράσο το οποίο έβαλε στην τσάντα. Ο καιρός ήταν ακόμα καλός και έτσι σε κανένα δεν έκανε εντύπωση  το μαύρο παντελόνι με το άσπρο πουκάμισο μόνο. 

Η πρώτη του δουλειά ήταν να τηλεφωνήσει στον Μητροπολίτη του και να δηλώσει πως θέλει να αποσχηματιστεί. Ο επίσκοπος έκρινε πως κάτι τέτοιο είναι σοβαρή απόφαση που έπρεπε να συζητηθεί από κοντά. Επέμενε δηλώνοντας του πως η απόφαση του ήταν οριστική και αμετάκλητη οπότε κάθε κουβέντα θα ήταν περιττή.

Ο επίσκοπος προσπάθησε να τον συνετίσει όμως η απάντηση του ήταν το κλείσιμο του τηλεφώνου.

Μπήκε στο πρώτο κουρείο που βρήκε μπροστά του και έκοψε μαλλιά και γένια.

Η εικόνα που αντίκρισε στον καθρέφτη τον ικανοποίησε απόλυτα. Επιτέλους έδειχνε την πραγματική του ηλικία και το όμορφο πρόσωπο του. Κανείς δεν θα μπορούσε πια να τον αναγνωρίσει εκτός ίσως από τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους.

Δυο παντελόνια, ένα γκρι ανοικτό και ένα τζίν, δυο φούτερ, και ένα μπουφάν που αγόρασε από μπουτίκ της Σωτήρος, ήταν τα πρώτα βήματα της καινούργιας ζωής που σχεδίαζε.

Η καινούργια του εμφάνιση δεν πέρασε απαρατήρητη από το ωραίο φύλλο! Πολλά μάτια καρφώθηκαν στα δικά του, και εκείνος χαμογέλασε αυτάρεσκα. Περπάτησε προς την Καστέλα με αργό βηματισμό απολαμβάνοντας τη διαδρομή. Είχε σκοπό να βρει την περίφημη Καλλιόπη, τη μαμή της Αρχοντούλας. Ήξερε τις δυσκολίες αλλά ήταν αποφασισμένος να το καταφέρει.


________


Η Αρχοντούλα φτάνοντας στην Αίγινα δεν είχε σκοπό να γυρίσει στο σπίτι της στη Σουβάλα. Για τις πρώτες μέρες θα έμενε σε ξενοδοχείο και ύστερα θα έψαχνε για κάτι πιο μόνιμο. Ευτυχώς ο παπάς ήτα γενναιόδωρος μαζί της και έτσι είχε ένα καλό κομπόδεμα. Βέβαια δεν θα επαρκούσαν επ αόριστο, αλλά είχε σκοπό να δουλέψει για να τα βγάλει πέρα. Ούτε που της περνούσε απ το μυαλό πως θα ήταν δύσκολο για μια γυναίκα της ηλικίας της.

Αφού έκλεισε δωμάτιο στο ξενοδοχείο το πρώτο που έκανε ήταν να αλλάξει την εμφάνιση της. Έκοψε στο κομμωτήριο τα μαλλιά της κοντά και τα έβαψε καστανά. Αυτό της χάρισε αρκετά χρόνια νεότητας! Λίγοι θα πίστευαν πως ήταν εβδομήντα χρονών. Μια τεχνητή οδοντοστοιχία που παρήγγειλε γέμισε το πρόσωπο της και της έδωσε άλλο αέρα. Βρήκε και δουλειά στη ψαραγορά. Βρώμικη, αλλά αρκετά προσοδοφόρα. Με τα έσοδα της βρήκε και ένα δωμάτιο με κουζίνα και άρχισε να πιστεύει πως όλα τα άσχημα τα άφησε πίσω της! Το μόνο που την προβλημάτιζε ήταν η εξαφάνιση του παπά Διονύση. Ο καινούργιος εφημέριος του ναού δεν είχε ιδέα για το που μπορεί να βρίσκεται και στο σπίτι δεν απαντούσε κανείς. Αλλά και ο Αντώνης που του τηλεφώνησε δεν είχε νέα του από τότε που βγήκε απ το νοσοκομείο.

Στις επίμονες ερωτήσεις του τελικά ενέδωσε και του αποκάλυψε ότι ήταν στην Αίγινα, με την παράκληση να μην διαρρεύσει σε κανέναν.  

Στο σύντομο διάστημα στην ψαραγορά η Αρχοντούλα έγινε η πιο δημοφιλής ψαρού. Ακόμα και αν οι άλλοι πάγκοι είχαν καλύτερα ψάρια, πολλοί προτιμούσαν το δικό της. Λίγο τα αστεία της, λίγο ότι έδειχνε ξένη σ΄αυτό το περιβάλλον, συνέβαλαν στο να τη συμπαθήσουν όλοι. Το αφεντικό της έπινε νερό στο όνομα της, το οποίο βέβαια φρόντισε να είναι ψεύτικο. Ισμήνη τους συστήθηκε και έτσι την ήξεραν. 

Όταν έβρισκε ευκαιρία ανέβαινε στο μοναστήρι και συναντούσε τη μικρή η οποία έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Οι κραυγές της δεν ήταν πια τόσο συχνές και η συναναστροφή με τόσους ανθρώπους την εξημέρωσαν κάπως.

Στο μνημόσυνο του Νικόλα δεν πήγε αν και πολύ το επιθυμούσε. Δεν ήθελε να φανερωθεί στους ανθρώπους που τη γνώριζαν, έστω και αν οι αλλαγές στην εμφάνιση της τής έδιναν κάποια κάλυψη. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει πως βρισκόταν εδώ. Η Αρχοντούλα Ροδά έπρεπε να πεθάνει και τη θέση της να πάρει η Ισμήνη. Επώνυμο δεν είχε βρει ακόμα, αλλά δεν ήταν και τόσο απαραίτητο μιας και κανείς δεν της το ζήτησε. 

Ούτε και ο Αντώνης όμως κατάφερε να παρευρεθεί στο μνημόσυνο. Ένα τραγικό δυστύχημα στην Αθηνών-Λαμίας με λεωφορείο του ΚΤΕΛ άφησε πίσω του έντεκα νεκρούς που έπρεπε να νεκροτομηθούν. Τηλεφώνησε στη Νεκταρία και της εξήγησε την κατάσταση, ζητώντας συγγνώμη  Η φωνή της έδειχνε το παράπονο και την απογοήτευση που δεν θα συναντιόντουσαν. Της υποσχέθηκε πως θα πήγαινε με την πρώτη ευκαιρία στο νησί, γιατί είχαν να πουν πολλά όπως της διαμήνυσε.  

Το επόμενο Σάββατο με το πρώτο πλοίο έφτασε στην Αίγινα, χωρίς να ειδοποιήσει τη Νεκταρία. Ήθελε να δει στα όμορφα μάτια της τη χαρά και την έκπληξη. Πάρκαρε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε για μια πρωινή βόλτα. Μικρή η κίνηση στην αγορά αφού ακόμα ήταν νωρίς, αλλά και εξ αιτίας της ψύχρας που από το βράδυ είχε γίνει αισθητή. Δε είχε αποφασίσει τι δώρο να πάρει για τη Νεκταρία και την οικογένεια της, γιατί θα ήταν αγένεια να πάει με άδεια χέρια. Λουλούδια και γλυκά τα έβρισκε πολύ συνηθισμένα και βρισκόταν σε αδιέξοδο. Κάποιο κόσμημα θα ήταν κατάλληλο για τη Νεκταρία. Όχι όμως κάτι εξεζητημένο και ακριβό γιατί δεν θεωρούσε σωστό να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Όσο για τους υπόλοιπους μάλλον κάτι για το σπίτι είχε στο νου του.

Χάζεψε τις βιτρίνες και τελικά κατέληξε σε ένα κομψό ασημένιο σταυρό με ασορτί αλυσίδα, και ένα μικρό μίξερ που σίγουρα θα τους έλειπε. Έβαλε τα δώρα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το ουζερί του Στέλιου. Λάτρευε να βλέπει τους πάγκους των ψαράδων, τις γάτες που παρακαλούσαν για ένα ψαράκι, τη μυρωδιά του ψητού χταποδιού, το χαμόγελο που πάντα είχε για τους πελάτες του ο Στέλιος. Έτσι το επισκεπτόταν κάθε φορά που βρισκόταν στην Αίγινα. 

Κάθισε δίπλα στη μικρή ψησταριά απολαμβάνοντας το ούζο του και τους μεζέδες που παράγγειλε. Όχι σπουδαία πράγματα, λίγο χταποδάκι, τρεις μικρές γαρίδες και μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα, που δεν θα το άλλαζε όμως με το καλύτερο γεύμα σε πανάκριβο εστιατόριο! 

Το δεύτερο ούζο, κέρασμα από το μαγαζί, το συνόδευε μια κουτσομούρα που μόλις είχε βγει απ το τηγάνι. 

Οι φωνές των πωλητών συναγωνίζονταν για το ποιος έχει τα καλύτερα ψάρια. Ανάμεσα τους ξεχώριζε η φωνή της Αρχοντούλας με τη χαρακτηριστική βραχνάδα. Στην αρχή ο Αντώνης δεν αντιλήφτηκε την παρουσία της έτσι καλυμμένη που ήταν με το αδιάβροχο και την κουκούλα. Μόνο τη φωνή αναγνώρισε αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Πλήρωσε βιαστικά και πλησίασε τον πάγκο της. Εκείνη απασχολημένη με άλλο πελάτη δεν τον είδε. Την κοίταξε και δεν πίστευε στα μάτια του με την αλλαγή στην εμφάνιση της. Τέτοια αλλαγή που άρχισε να αμφιβάλει αν πραγματικά ήταν αυτή. Πιο πολύ του θύμιζε τη μητέρα του σε κάπως νεώτερη ηλικία.

«Ισμήνη!», ακούστηκε η φωνή του αφεντικού. «Εξυπηρέτησε το κύριο, θα καθαρίσω εγώ τα ψάρια του κυρ Γιάννη».

Η Αρχοντούλα στράφηκε προς το μέρος του Αντώνη και για μια στιγμή ταράχτηκε. Βρήκε όμως αμέσως την αυτοκυριαρχία της και του χαμογέλασε.

«Τα ασπροσάβριδα είναι ολόφρεσκα!», του πρότεινε. «Όχι πως τα άλλα υστερούν. Και οι γόπες και τα μπαρμπούνια και οι σαργοί μας είναι αστέρια!».

Ο Αντώνης έχασε τα λόγια του. «Κάποιο παιχνίδι μου παίζει η μοίρα, δεν εξηγείται αλλιώς», σκέφτηκε. Αυτή η γυναίκα που τη φώναξαν Ισμήνη, του έφερνε στο νου δυο πρόσωπα. Τη μάνα του και την Αρχοντούλα. Η πρώτη αποκλείεται, μόλις χθες την επισκέφτηκε και η κατάσταση της δεν της επέτρεπε ούτε στο διπλανό δωμάτιο να πάει, πόσο μάλλον να ταξιδέψει και μάλιστα μόνη! Όσο για την Αρχοντούλα, της έμοιαζε πολύ μεν αλλά όρκο δεν έπαιρνε.

«Θα κάνω μια βόλτα και στους άλλους πάγκους και θα ξανάρθω», της είπε μουδιασμένα, κοιτώντας την κατάματα μήπως μπορούσε σ΄αυτά να διαβάσει την αλήθεια. 

«Όπως θέλετε», απάντησε εκείνη. «Πάντως πιο φρέσκα δεν θα βρείτε πουθενά!».  

Με το μυαλό γεμάτο απορίες ο Αντώνης έφτασε στο αυτοκίνητο. Την ώρα που έβαζε το κλειδί ένα χέρι τον ακούμπησε στον ώμο.

«Συγγνώμη Αντώνη για πριν», ακούστηκε η φωνή της Αρχοντούλας. «Δεν ήθελα να δουν ότι γνωριζόμαστε, ούτε να μάθουν ποια πραγματικά είμαι!».

Της έπιασε το χέρι αδιαφορώντας για τη ψαρίλα που απλώθηκε και στο δικό του δέρμα. 

«Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνεις Αρχοντούλα! Αργά ή γρήγορα θα αναγκαστείς να αποκαλυφθείς. Ο ψαράς δεν μπορεί να σε έχει συνέχεια ανασφάλιστη, άσε που και οι χωροφύλακες μπορεί να σου ζητήσουν ταυτότητα οποιαδήποτε στιγμή.».

Αυτή την παράμετρο η Αρχοντούλα αν και την είχε υπολογίσει, την εξόρισε στο βάθος του μυαλού της.

«Προς το παρόν τίποτα δεν έχει συμβεί. Θα μείνω Ισμήνη για λίγο και αργότερα θα φύγω από την αγορά. Το τι θα κάνω δεν το έχω αποφασίσει ακόμα.».

Ο Αντώνης εκείνη τη στιγμή πήρε μια παράτολμη απόφαση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Αρχοντούλα βρισκόταν σε κίνδυνο. Είτε από τους διώκτες της, είτε από τις αρχές όταν μάθαιναν το πραγματικό της όνομα.

«Αύριο το μεσημέρι θα σε περιμένω στον Άγιο Νικόλα. Γύρω στις τρεις και θα φύγουμε μαζί για Πειραιά. Θα μείνεις σπίτι μου, μέχρι να δούμε πως θα ξεμπλέξεις από όλα αυτά!».

Πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά ο Αντώνης δεν δεχόταν κουβέντα.

«Αύριο στις τρεις!», επανέλαβε. «Και μην διανοηθείς να μην έρθεις γιατί δεν θα διστάσω να τα αποκαλύψω όλα!».

Χωρίς να πει τίποτα άλλο μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε για Σουβάλα αφήνοντας την Αρχοντούλα αναστατωμένη με αυτή την εξέλιξη. Μπορεί να τον συμπαθούσε τον Αντώνη, όμως οι τελευταίοι μήνες της είχαν μάθει να μην εμπιστεύεται κανέναν. 

Γύρισε στην ψαραγορά και προφασιζόμενη αδιαθεσία έφυγε για το σπίτι. Πλήρωσε τη σπιτονοικοκυρά για τις μέρες που έμεινε εκεί και αφού μάζεψε τα πράγματα της κατέβηκε πάλι στο λιμάνι, αποφεύγοντας τον παραλιακό δρόμο. Το επόμενο πλοίο θα έφευγε σε μισή ώρα. Έκοψε εισιτήριο και μπήκε γρήγορα να μην την πάρει κανένα μάτι. Διάλεξε μια απόμερη γωνιά στο κατάστρωμα αν και η ψύχρα ήταν έντονη. Σε λίγες ώρες θα βρισκόταν πάλι στο στόμα του λύκου, χωρίς να ξέρει που πρέπει να κρυφτεί για να αποφύγει τους διώκτες της.


Με τη σκέψη του μοιρασμένη ανάμεσα στην Αρχονντούλα και τη Νεκταρία έφτασε ο Αντώνης στους Αγίους. Στην αυλή του σπιτιού η Νεκταρία άπλωνε τη μπουγάδα. Φορούσε μαύρο μπλουζάκι και παντελόνι φόρμας μαύρο κι αυτό. Κόρναρε για να της τραβήξει την προσοχή και εκείνη ξαφνιασμένη έβγαλε μια κραυγή χαράς μόλις τον αναγνώρισε. Έτρεξε προς το μέρος του και τον καλωσόρισε με ένα χειροφίλημα.

«Δεν είμαι ο παπά Διονύσης Νεκταρία!», τη μάλωσε τρυφερά. «Είχα την ελπίδα πως άξιζα άλλου είδους φιλί!».

Κοκκίνισε η Νεκταρία και δεν ήταν μόνο από ντροπή. Αυτός ο άντρας από την πρώτη στιγμή της ξύπνησε συναισθήματα ξεχασμένα από καιρό. Από τότε που δεκαοκτάχρονη έχασε τον πρώτο και μοναδικό ως τώρα έρωτα της ζωής της 

Εικοσάχρονο παλληκάρι ο Στάθης διαμελίστηκε, ψαρεύοντας παράνομα με δυναμίτη στο καΐκι του Πατούσα ανοικτά του Πόρου. Από τότε μια σχέση έκανε ακόμα κι αυτό μόνο για να κάνει τη χάρη στον πατέρα της. Όμορφο παιδί και από καλή οικογένεια, όμως την καρδιά της Νεκταρίας δεν κατάφερε να την κερδίσει. Στο χρόνο επάνω αυτός γνώρισε μια τραγουδίστρια στο πανηγύρι του Αγίου Σώστη και σπιτώθηκε μαζί της. Καρφί δεν της κάηκε της Νεκταρίας! Ίσα- ίσα ξέμπλεξε από μια σχέση που δεν επιδίωξε και χωρίς να στεναχωρήσει τον μπάρμπα Νικόλα.

«Έχετε δίκιο!», απολογήθηκε. «Σίγουρα αξίζετε κάτι περισσότερο από ένα χειροφίλημα!».

«Όπως μια θέση στην καρδιά σου;», τη ρώτησε με προσδοκία.

«Ίσως κι αυτό!», απάντησε χαριτωμένα. «Αν έχει χώρο!».

Την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος, αδιαφορώντας για την περίπτωση να τους έβλεπε κάποιος.

Η Νεκταρία τον πήρε απ το χέρι και τον έμπασε στο σπίτι. Η μητέρα της φούρνιζε μια πίτα με κολοκύθα και τυρί. Σκούπισε βιαστικά τα χέρια στην ποδιά της και τον αγκάλιασε ενθουσιασμένη.

«Καλώς όρισες λεβέντη μου!», είπε με ένα χαμόγελο ανάμικτο με δάκρυ. «Όσα ευχαριστώ και να πω θα είναι λίγα για όσα έκανες για μας!».

«Μην το ξαναπείτε αυτό!», της είπε με επιτιμητικό ύφος. «Το καθήκον μου έκανα απέναντι σε έναν άνθρωπο που συμπάθησα και τίποτα παραπάνω!».

«Έκανες πολλά περισσότερα γιέ μου! Κατάφερες να μας σέβονται στο χωριό, ακόμα κι αυτοί που μας θεωρούν παρακατιανούς!».

Η Νεκταρία πλησίασε και ακούμπησε στο τραπέζι μια πιατέλα με ορεκτικά και ένα μικρό μπουκάλι ούζο. 

«Δεν σε περιμέναμε και μόνο αυτά μπορούμε να σου προσφέρουμε!», απολογήθηκε.

Ο Αντώνης πήρε την πιατέλα και το ούζο και βγήκε στη βεράντα. Η Νεκταρία τον ακολούθησε και κάθισε δίπλα του. Ο Αντώνης ήπιε το πρώτο μονορούφι και άναψε τσιγάρο. 

«Λοιπόν Νεκταρία», άρχισε κοιτώντας την στα μάτια. «Δεν είμαστε παιδιά, εγώ κυρίως. Αυτό που αισθάνομαι για σένα δεν είναι εφηβικός ενθουσιασμός, γιατί κι εγώ δεν είμαι πια έφηβος! Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, η σκέψη μου είναι μαζί σου! Δέξου αυτό το δώρο μου σαν υπόσχεση αιώνιας αγάπης», και με αυτά τα λόγια της φόρεσε το σταυρό στο λαιμό.

Τα μάτια της Νεκταρίας βούρκωσαν και τα λόγια δυσκολεύονταν να βγουν από το στόμα της.

«Ευχαριστώ!», κατάφερε να ψελλίσει μόνο και τον αγκάλιασε με λατρεία.

«Μόλις περάσει το πένθος θα σε ζητήσω επίσημα από τη μητέρα σου! Δεν σε πειράζει που θα φύγεις από το νησί για να ζήσουμε στην Αθήνα!»

«Δεν έχω τίποτα να σου δώσω πέρα από την αγάπη μου! Στα μέρη μας η προίκα είναι απαραίτητη!»

Χαμογέλασε με συγκατάβαση.

«Πιστεύεις πως θα με ενδιέφερε μια τέτοια μικροαστική προκατάληψη;», τη ρώτησε. «Μόνο εσένα θέλω και θα κάνω το παν για να σε κάνω ευτυχισμένη!».

«Πιο πολύ απ ότι είμαι τώρα;», τον ρώτησε ναζιάρικα.

«Πιο πολύ απ΄ότι φαντάζεσαι μωρό μου!». 

Η μητέρα δέχτηκε τα νέα με δάκρυα χαράς. Μετά από τόσους αγώνες, φτώχεια  και τη θλίψη του θανάτου, η ευτυχία χτύπησε την πόρτα της οικογένειας. 

«Μόνο που θα σας τη πάρω στην Αθήνα!», είπε ο Αντώνης. «Εκεί θα της βρω μια καλή δουλειά και θα μπορεί να βοηθάει και εσάς.».

«Εσείς να είστε καλά παιδιά μου!», ευχήθηκε η μητέρα. «Εμείς λίγο πολύ τα βολεύουμε. Οι γιοί μου είναι προκομμένα παλληκάρια και τα καταφέρνουν μια χαρά. Υπάρχει και η σύνταξη του άντρα μου, μικρή βέβαια αλλά μου φτάνει!».

«Αξίζει λοιπόν να το γιορτάσουμε!», πρότεινε ο Αντώνης. «Το βράδυ θα σας πάω στην Αίγινα να διασκεδάσουμε. Δείτε το σαν αρραβώνα αν θέλετε!».

Το άλλο μεσημέρι ο Αντώνης πήγε στο καθορισμένο ραντεβού με την Αρχοντούλα και όπως ήταν αναμενόμενο δεν συναντήθηκαν ποτέ!

Σε μια βδομάδα ή Νεκταρία έφτανε στην Αθήνα και μια καινούργια ζωή άρχιζε με τη ελπίδα να τους χαρίσει ότι είχαν στερηθεί και τους άξιζε!  


_______


Ο παπά Διονύσης, σκέτο Διονύσης τώρα πια, δοκίμασε μέσα σε λίγες ημέρες ότι δεν είχε γευτεί ποτέ. Εφήμερους έρωτες με πόρνες, ξενύχτια σε μπαρ και καμπαρέ, ακόμα και ομοφυλοφιλικό σεξ με πεινασμένους παθητικούς. Δεν ήταν αυτό που φανταζόταν όσο δεν το γνώριζε. Πέρα από μια στιγμιαία ικανοποίηση τίποτα άλλο δεν του άφηναν αυτές οι σχέσεις. Σιγά- σιγά άρχιζε να νοσταλγεί την γαλήνη της αγνότητας που τόσο βίαια πρόδωσε. Ούτε σκέψη όμως να επιστρέψει στην ιεροσύνη. Και να ήθελε τώρα πια ήταν αδύνατο. Υπέπεσε σε θανάσιμα αμαρτήματα που απαγόρευαν κάτι τέτοιο. Άλλοι μπορεί και να το έκαναν, και ήξερε αρκετούς τέτοιους, ο ίδιος όμως διατηρούσε κάποιο φόβο Θεού ώστε να επιχειρήσει να Τον κοροϊδέψει.

Όλο αυτό το διάστημα έμενε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο στη Φίλωνος και ήταν ό μόνος μόνιμος πελάτης. Οι υπόλοιποι της λίγης ώρας ή το πολύ της μιας βραδιάς.

Η αδελφή του παραξενεύτηκε με την απόφαση του να αφήσει την ιεροσύνη, αλλά κατά βάθος ανακουφίστηκε. Η δουλειά την είχε κουράσει και η βοήθεια του αδελφού της θα ήταν πολύτιμη. Δεν πήρε αμέσως καταφατική απάντηση όμως δεν της έκλεισε και την πόρτα. 

Τώρα όμως είχε μια αποστολή να εκτελέσει. Να βρει την περιβόητη μαμή και να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε. Αν και δεν έτρεφε πολλές ελπίδες πως θα τα καταφέρει τελικά ήταν πιο εύκολο απ ότι υπολόγιζε. Με μερικές ερωτήσεις σε κατοίκους της Καστέλας δεν άργησε να εντοπίσει το σπίτι της Καλλιόπης. Σχεδόν όλοι  την ήξεραν μιας και αρκετούς από αυτούς τους είχε φέρει στη ζωή ως μαμή.

Το σπίτι της, αν και παλιό και παραμελημένο, διατηρούσε κάποια σημάδια της αρχοντιάς που πρέπει να είχε κάποτε. Κτύπησε το κουδούνι και περίμενε αρκετά λεπτά πριν ακούσει στο θυροτηλέφωνο μια γυναικεία φωνή να ρωτάει ποιος είναι. 

«Ένας γνωστός της κυρίας Καλλιόπης», απάντησε. «Είχε ξεγεννήσει τη μητέρα μου και μιας και βρέθηκα στην περιοχή σκέφτηκα να της πω μια καλημέρα».

«Ανεβείτε», είπε η φωνή. «Όμως μην περιμένετε και πολλά πράγματα. Η γιαγιά έχει μια μικρή άνοια και δεν ξέρω αν μπορέσετε να συνομιλήσετε πάνω από δυο τρία λεπτά λογικά!».

Δεν έδωσε σημασία στην προειδοποίηση και ανέβηκε αργά τη σκάλα. Στην πόρτα τον περίμενε η γυναίκα που του μιλούσε στο θυροτηλέφωνο. Γύρω στα σαράντα πέντε και μάλλον αλλοδαπή, απ όσο μπόρεσε να καταλάβει. Όμορφα χαρακτηριστικά αν και με μια σκληρότητα στο βλέμμα. Τον πέρασε στο παλιομοδίτικο σαλόνι με τις απαρχαιωμένες ταπετσαρίες, που κατά διαστήματα είχαν ξεκολλήσει και δημιουργούσαν άσχημη εικόνα.

«Η κυρία έρχεται σε λίγο. Παρακαλώ μην την κουράσετε. Κοντεύει τα ενενήντα έξι και οι αντοχές της δεν είναι όπως παλιά!».

Σε λίγα λεπτά μπήκε στο σαλόνι υποβασταζόμενη από τη γυναίκα που την πρόσεχε. Δεν έδειχνε την ηλικία της, με τίποτα δεν την έκανες πάνω από ογδόντα. «Στα νιάτα της πρέπει να ήταν ωραία γυναίκα», σκέφτηκε ο Διονύσης, και ακόμα και τώρα διατηρούσε ψήγματα από την παλιά της ομορφιά. Κάθισε στην άνετη πολυθρόνα που έμοιαζε παράταιρη με την υπόλοιπη παλιομοδίτικη διακόσμηση. 

«Καθίστε παρακαλώ!», πρότεινε στο Διονύση που από ευγένεια στεκόταν όρθιος. 

Βολεύτηκε σε μια γωνιά του καναπέ που βούλιαξε από το βάρος του. Τα χρόνια που είχα περάσει από πάνω του είχαν μειώσει τις αντοχές του.

«Νομίζω δεν έχουμε γνωριστεί», είπε η Καλλιόπη κοιτάζοντας τον με επιμονή.

«Όχι κυρία, πρώτη φορά συναντιόμαστε».

«Άρα κάποιος άλλος λόγος σας φέρνει εδώ. Έτσι δεν είναι;».

  Ο Διονύσης αισθανόταν άβολα με την παρουσία της γυναίκας που υπέθετε πως είναι νοσοκόμα, και γι αυτό δυσκολευόταν να αρχίσει τις ερωτήσεις. Η γριά κατάλαβε την αμηχανία του και ζήτησε από τη γυναίκα να φτιάξει καφέ στον επισκέπτη τους.

«Ο κύριος θα ήθελε ένα καφέ Ρόζα! Νομίζω πως η ώρα το επιβάλει!».

Η Ρόζα αφού ρώτησε την προτίμηση του Διονύση έφυγε για να ετοιμάσει την παραγγελία.

«Πρόκειται για ένα πρόσωπο από το παρελθόν σας!», ξεκίνησε δυναμικά ο Διονύσης. «Έχω πληροφορίες πως εσείς ξεγεννήσατε τη μητέρα της. Αρχοντούλα Ροδά τη λένε, αν σας θυμίζει κάτι το όνομα της».

«Έχουν περάσει από τα χέρια μου δεκάδες ή μάλλον εκατοντάδες παιδιά στα τόσα χρόνια που εξασκούσα το λειτούργημα μου! Μια Αρχοντούλα γιατί θα ήταν κάτι ξεχωριστό ώστε να τη θυμάμαι;».

Κάτω από τα μυωπικά γυαλιά της ο Διονύσης διέκρινε την ταραχή που της προξένησε η αναφορά στην Αρχοντούλα. Σίγουρα θυμόταν όμως έδειχνε αποφασισμένη να κρατήσει το στόμα της κλειστό. 

«Δεν μου συστηθήκατε όμως κύριε, ώστε να ξέρω με ποιόν μιλάω!», προσπάθησε να κερδίσει χρόνο η Καλλιόπη.

«Παράλειψη μου!», απολογήθηκε «Διονύσης Κοντός λέγομαι, της γνωστής οικογένειας με το εργοστάσιο κονσερβοποιίας». 

«Είσαι γιος του Δημήτρη και της Σταυρούλας;», τον ρώτησε με έκπληξη. 

«Ακριβώς!», απάντησε το ίδιο παραξενεμένος.

«Τότε η μητέρα σου θα σου έχει πει περισσότερα γι αυτή τη γυναίκα που ρωτάς! Την γνώριζε πολύ καλά!».

«Η μητέρα μου; Από πού κι ως που;»

«Αν δεν σου είπε εκείνη, κι απ ότι κατάλαβα δεν σου είπε, τότε μην περιμένεις να σου πω εγώ! Κάποια πράγματα καλό είναι να μην τα σκαλίζουμε μετά από τόσα χρόνια!».

Η είσοδος της Ρόζας με τον καφέ διέκοψε την ενδιαφέρουσα συζήτηση.

«Νομίζω», είπε η Ρόζα αφήνοντας στο τραπέζι τον καφέ, «πως η κυρία είναι πολύ κουρασμένη και θα πρέπει μόλις πιείτε τον καφέ σας να φύγετε!».

Ο Διονύσης είδε αμέσως πίσω από τα λόγια της πως είχε κρυφακούσει όλη την κουβέντα τους. Προφανώς φοβόταν μήπως η γριά προχωρήσει σε περαιτέρω αποκαλύψεις και φρόντισε να το αποτρέψει. Άρα και η ίδια είχε γνώση της ιστορίας της Αρχοντούλας, αν και καμία σύνδεση δεν φαινόταν εκ πρώτης όψεως. 

«Αν δεν πειράζει την κυρία, έχω ακόμα δυο τρεις ερωτήσεις και μετά θα φύγω αμέσως», της είπε κοιτάζοντας ίσα στα μάτια την Καλλιόπη, η οποία χαμήλωσε το βλέμμα.

«Πραγματικά νεαρέ μου αισθάνομαι αρκετά κουρασμένη. Ίσως μια άλλη φορά συνεχίσουμε, αλλά όχι τώρα! Άλλωστε είμαι σίγουρη πως ότι πρέπει να μάθετε το ξέρετε ήδη!».

«Μου επιτρέπετε λοιπόν να σας ξαναενοχλήσω;», τη ρώτησε απογοητευμένος από την εξέλιξη της επίσκεψης.

«Αν εξακολουθήσω να ζω ακόμα, γιατί όχι!», του απάντησε με ειρωνεία.    

Την ευχαρίστησε και έφυγε το ίδιο προβληματισμένος όπως ήρθε. Ή μάλλον ακόμα περισσότερο. Οι αναφορές της μαμής στη μητέρα του τού γέννησαν υποψίες μήπως η γυναίκα που είχε κακοποιηθεί από τους γονείς του ήταν η Αρχοντούλα! Όσο και να μην ήθελε να το πιστέψει, φοβόταν πως αυτή ήταν η αλήθεια. Και η ηλικία ταίριαζε, και οι αναμνήσεις της, και τα όνειρα που είχε κατά καιρούς. Το μόνο που παρέμενε ανεξήγητο ήταν το γιατί! 

Μια πρώτη απάντηση πήρε δευτερόλεπτα αφού βγήκε από το σπίτι. Ο σημαδεμένος με τον νεαρό που είχε συναντήσει στο μοναστήρι στην Αίγινα, στέκονταν μπροστά στην είσοδο και οι προθέσεις τους δεν φαινόντουσαν καθόλου φιλικές.

“Να που συναντιόμαστε πάλι παπά!”, του είπε με ένα χαμόγελο που το κόψιμο στο χείλος το έκανε τρομακτικό. “Με ένα κουρεματάκι και δυο τρία ρετάλια από τους πάγκους, δεν αλλάζεις ταυτότητα, ειδικά αν μπαίνεις απερίσκεπτα στη φωλιά του λύκου!”.

Ο Διονύσης σιγουρεύτηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο πως οι υποψίες του είχαν βάση. Αυτό που δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του ήταν η σχέση της μαμής με τον σημαδεμένο. Σα να διάβασε τη σκέψη του ο σημαδεμένος του έλυσε την απορία.

“Μάνα μου είναι ηλίθιε! Και τούτος εδώ είναι ο γιος μου!  Απρόσκλητος ήρθε μετά από λίγες συνευρέσεις με τη Ρόζα. Τον αγαπάω όμως γιατί μου μοιάζει! Τώρα καταλαβαίνεις ότι αυτά που έμαθες δεν αφήνουν περιθώρια να τα διαδόσεις! “

Με αυτά τα λόγια έβγαλε ένα περίστροφο και το κόλλησε στα πλευρά του.

“Μη βγάλεις τσιμουδιά και προχώρα προς το Φιατάκι στη γωνία.”

Υπάκουσε πρόθυμα. Δεν ήταν ώρα για παλικαρισμούς με ένα όπλο να τον σημαδεύει.

Τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα και ο σημαδεμένος κάθισε δίπλα του, ενώ ο γιος του στη θέση του οδηγού. Με κανονική ταχύτητα για να μην γίνουν στόχος, κατευθύνθηκαν προς την Αγία Βαρβάρα.

Ανέβηκαν στον προφήτη Ηλία και σταμάτησαν σε ένα ερειπωμένο σπίτι που φαινόταν από χρόνια ακατοίκητο. Ήταν το τελευταίο σπίτι του οικισμού καθώς το πιο κοντινό απείχε κοντά στα τριακόσια μέτρα. 

Η εικόνα που παρουσίαζε το κτίριο ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς. Μούχλα στους τοίχους, ιστοί αράχνης στα ταβάνια, ακαθαρσίες ποντικών και σκόνη, πολύ σκόνη που σε κάθε τους βήμα ανέβαινε σαν σύννεφο. Μια ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα και ένα τραπέζι σαρακοφαγωμένο ήταν τα μοναδικά έπιπλα εκεί μέσα. Ο σημαδεμένος έσπρωξε τον Διονύση να κάτσει στην πολυθρόνα ενώ ο γιος του στεκόταν στην πόρτα για τσίλιες.

“Την παροιμία η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, δεν έτυχε να την ακούσεις ποτέ παπά;”, τον ρώτησε καρφώνοντας το πραγματικό του μάτι πάνω του. “Στην προκειμένη περίπτωση θα σκοτώσει τον παπά!”, συμπλήρωσε με ένα ανατριχιαστικό γέλιο.

“Δεν είμαι πια καθόλου περίεργος!”, απάντησε ο Διονύσης σοκαρισμένος. “Το περίστροφο μου έδιωξε κάθε επιθυμία να μάθω!”.

“Εγώ πάλι επειδή είμαι καλός άνθρωπος, θα απαντήσω στα ερωτήματα σου! Μόνο που τις απαντήσεις δεν θα μπορέσεις να τις πεις πουθενά. Θα μπουν στον ίδιο λάκκο με σένα! Όχι πολύ μακριά από εδώ!”.

Ο σημαδεμένος γύρισε για μια στιγμή προς την πόρτα να δει το γιο του και ο Διονύσης θεώρησε πως ήταν η μοναδική του ευκαιρία να τα παίξει όλα για όλα. Όρμησε πάνω του κρατώντας του το χέρι με το όπλο ενώ με το άλλο χέρι τον γρονθοκόπησε με δύναμη στο πρόσωπο, Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να καταβάλει τον μεγαλόσωμο άντρα. Με μια αγκωνιά στην κοιλιά του Διονύση τον ανάγκασε να διπλωθεί στα δύο, ελευθερώνοντας το χέρι με το όπλο. Με τη λαβή του περίστροφου του κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στο σαγόνι που τον ξάπλωσε αιμόφυρτο στο πάτωμα. 

“Λοιπόν ζόρικε τέρμα τα παιχνίδια!”, του φώναξε αγριεμένος. “Ξέρω ποιος είσαι και γιατί ψάχνεις το παρελθόν. Οι γονείς σου κέρδισαν πολλά από μια δουλειά που δεν τελείωσαν σωστά! Την Αρχοντούλα έπρεπε να τη βγάλουν από τη μέση οριστικά, η μάνα σου όμως κιότεψε και τα χάλασε όλα. Αυτά τα μάθαμε  αργά για να μπορέσουμε να τα διορθώσουμε. Ευτυχώς για πολλά χρόνια τίποτα δεν φάνηκε να μας απειλεί, μέχρι που εμφανιστήκατε ξαφνικά μπροστά μας! Δεν υπήρχε περίπτωση να σας επιτρέψουμε να διαλύσετε ότι κτίσαμε μεθοδικά τόσα χρόνια! Το καταλαβαίνεις φαντάζομαι”.

Το καταλάβαινε και πολύ καλά μάλιστα! Αν ήξερε που είχε μπλέξει ποτέ δεν θα έκανε την κουταμάρα να ασχοληθεί. Δυστυχώς τώρα πια ήταν πολύ αργά για μεταμέλεια. Οι ώρες του ήταν μετρημένες, και ίσως δεν ήταν καν ώρες! Μόνη του ελπίδα ο μικρός που δεν έδειχνε να συμφωνεί με τις επιλογές του πατέρα του. Δεν ήξερε πως μπορούσε να τον βοηθήσει αυτό αλλά μόνο από αυτό μπορούσε να πιαστεί.

“Αφού αποφάσισες πως πρέπει να πεθάνω, τουλάχιστον πες μου την αλήθεια! Όπως είπες θα θαφτεί μαζί μου στον ίδιο λάκκο!”.

Ο σημαδεμένος έκανε ένα μορφασμό τόσο τρομακτικό που ο Διονύσης έκλεισε τα μάτια μην αντέχοντας την αποκρουστική του όψη. Το μόνο που απέπνεε κάποια ανθρωπιά πάνω του ήταν το γυάλινο μάτι, γιατί το κανονικό έμοιαζε με φωτιά της κόλασης! 

“Και σε τι θα σου χρησιμεύσει η αλήθεια εκεί που θα πας;”, τον ρώτησε εξακολουθώντας το απαίσιο γέλιο του. “Ας είναι”, συνέχισε χαϊδεύοντας τη σκανδάλη του όπλου. “Ήταν ένα σατανικό σχέδιο της μάνας μου, για να βάλουμε στο χέρι μια τεράστια περιουσία. Κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τι ακριβώς συνέβαινε κι αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό που όλοι κρατήσαμε κρυφό μέχρι τώρα.”, 

Σταμάτησε και φώναξε το γιο του να κρατήσει το περίστροφο για να στρίψει τσιγάρο. Ο Διονύσης καθισμένος στο πάτωμα πρόσεξε πως το χέρι του νεαρού έτρεμε ελαφρά, δείγμα φόβου και αναποφασιστικότητας, όπως επίσης ότι απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Με μια απελπισμένη κίνηση τον κλώτσησε με δύναμη στο καλάμι και ο νεαρός ούρλιαξε απ τον πόνο, ενώ το όπλο του έπεσε στο  από τα χέρια. Αστραπιαία το άρπαξε και το έστρεψε στον σημαδεμένο.

“Άλλαξαν οι ρόλοι!”, του φώναξε άγρια. “Τώρα εγώ βάζω τους όρους!”.

“Φρόνιμα!”, είπε αυτός με σβησμένη φωνή. “Δεν θέλεις να βάψεις τα χέρια σου με αίμα!”.

“Είχαμε μείνει στο μυστικό που κρύβατε τόσα χρόνια”, είπε ο Διονύσης αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του. “Τι σχέση έχει η Αρχοντούλα με το σχέδιο της μάνας σου;”.

Ο σημαδεμένος  πέταξε το αποτσίγαρο κάτω και το πάτησε να σβήσει. Σιγά- σιγά ανακτούσε την ψυχραιμία του και το μυαλό του έπαιρνε χιλιάδες στροφές για το πως θα αντιμετωπίσει την κατάσταση.

“Δεν πρόκειται να με σκοτώσεις παπά!”, είπε με αυτοπεποίθηση. “Έτσι δεν θα μάθεις ποτέ την αλήθεια!”

'”Ίσως”, του απάντησε με περιφρόνηση. “ Όμως θα έχω καθαρίσει τον κόσμο από ένα κάθαρμα σαν και σένα! Δεν το λες και λίγο!”.

“Λέω να κάνουμε μια συμφωνία”, πρότεινε ο σημαδεμένος, “Εγώ θα σου τα πω όλα και συ θα μας αφήσεις να ζήσουμε. Άλλωστε δεν έχεις κάτι να κερδίσεις με το θάνατο μας, αντίθετα θα σαπίσεις στη φυλακή!. Τι λες δεν είναι λογικό αυτό που σου προτείνω;”.

Ο Διονύσης απέμεινε συλλογισμένος. Σίγουρα δεν είχε σκοπό να τους σκοτώσει και η πρόταση ήταν  αυτό που χρειαζόταν. Εξ άλλου η δύναμη τώρα ήταν στο δικό του χέρι και δεν είχε να φοβάται τίποτα. Έτσι πίστευε αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Ο  νεαρός που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε βγάλει κουβέντα, αποφάσισε να παρέμβει.

“Αν ανοίξεις το στόμα σου θα καταστραφούμε όλοι!”, είπε απευθυνόμενος στον πατέρα του. “Αυτό θέλεις;”. Και ύστερα γύρισε προς τον Διονύση με παρακλητικό ύφος. “Άφησε μας να φύγουμε. Ότι έγινε ανήκει στο παρελθόν και δεν έχει κανένα νόημα να βγει τώρα στην επιφάνεια. Πίστεψε με αυτή η ιστορία μόνο κακό μπορεί να κάνει σε όσους εμπλέκονται. Και η Αρχοντούλα δεν αποτελεί εξαίρεση! Δεν θα το ήθελες αυτό έτσι δεν είναι;” 

Ο σημαδεμένος εκμεταλλευόμενος την περίσταση έτρεξε προς την πόρτα. Η σφαίρα τον βρήκε ανάμεσα στις ωμοπλάτες και τον ξάπλωσε νεκρό στο πάτωμα.

Ο Διονύσης νόμιζε πως έβλεπε ένα τρομερό εφιάλτη! Ούτε κατάλαβε πως τράβηξε τη σκανδάλη.

Πέταξε το περίστροφο και έπεσε πάνω στο σημαδεμένο με την ελπίδα να τον βρει ζωντανό.

'Όταν κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει κατέρρευσε. Κοίταξε με βουρκωμένα μάτια το νεαρό που είχε μείνει άγαλμα από τον τρόμο.

“Δεν το ήθελα!”, του είπε ανάμεσα στα αναφυλητά του. “Ούτε κατάλαβα πως έγινε!. Σε παρακαλώ ρίξε μου μια στην καρδιά. Δεν αντέχω τις τύψεις!”. 

Για μια στιγμή ο νεαρός έσκυψε να πιάσει το περίστροφο, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Το κλώτσησε όσο πιο μακριά μπορούσε και έτρεξε προς την έξοδο, πηδώντας πάνω από το πτώμα του πατέρα του. Δευτερόλεπτα αργότερα το Φιατάκι έφυγε μαρσάροντας. 

Ο Διονύσης στριφογύριζε χτυπώντας τα χέρια του στους τοίχους αλλόφρων. Ανίκανος να σκεφτεί λογικά, άρπαξε το όπλο και το έστρεψε στο κεφάλι του. Δεν έβρισκε όμως το κουράγιο να τραβήξει τη σκανδάλη. Η θέα του νεκρού του ανακάτευε το στομάχι και κρύος ιδρώτας κατέβαινε στη ραχοκοκαλιά του. Έβαλε το περίστροφο στην τσέπη και βγήκε έξω αποφεύγοντας να κοιτάξει τον σημαδεμένο. Περπάτησε τρεκλίζοντας προς τον Προφήτη Ηλία αλλά δεν τόλμησε να μπει μέσα. Πίστευε πως όλα τα μάτια των Αγίων θα έπεφταν επάνω του και θα τον κατακεραύνωναν. Κάθισε σε ένα παγκάκι της πλατείας και προσπάθησε να ηρεμήσει και να σκεφτεί τις κινήσεις του από εδώ και μπρος. Όχι πως είχε ελπίδες ότι θα τη γλυτώσει, ο νεαρός ήδη θα είχε ενημερώσει για τη δολοφονία του πατέρα του και σε λίγο οι αρχές θα βρισκόντουσαν στα ίχνη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου