ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

ΌΛΑ ΤΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΣΟΥ ΛΕΩ!


ΌΛΑ ΤΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΣΟΥ ΛΕΩ!

Όλα τα θυμάμαι, ακόμα και αυτά που λένε οι επιστήμονες πως αποκλείεται!

Λες και ξέρουν αυτοί καλύτερα από μένα, τι θυμάμαι και τι όχι.

Θυμάμαι τη στιγμή που πρωτοβγήκα στο φως. Όχι του ήλιου, αλλά του γυμνού γλόμπου που έστεκε από πάνω μου και μου έκαψε τα μάτια.

Τότε ήταν που έβαλα τα κλάματα και τις κραυγές απελπισίας που βγήκαν από τα σωθικά μου.

Η μαμή που με ξεγέννησε, νονά μου αργότερα, το θεώρησε καλό σημάδι,

“Αυτός θα γίνει σπουδαίος άνθρωπος!”, φώναξε στην ταλαίπωρη μάνα μου, που λίγο την ενδιέφερε αυτό μετά από τους πόνους που της προξένησε η γέννηση μου.

Και να πεις πως ήταν η πρώτη φορά που το έκανε, πάει στο διάολο!

Τρεις μαντράχαλους και μια κόρη, με το συμπάθειο που λένε και οι Μανιάτες,, ξεφούρνισε πριν από μένα!

Αλλά όπως και να το κάνεις, ήμουν ο τελευταίος και τυχερός!

Που λέει ο λόγος δηλαδή.

Όχι πως έχω παράπονο, φωτιά να πέσει να με κάψει! Όμως ρε πούστη μου, κάτι περισσότερο περίμενα από το σύμπαν!

Δεν λέω απ τον Θεό, γιατί κι Αυτός καλά μου φέρθηκε, τέτοιος που είμαι.

Όμως ρε γαμώτο, εκτός από καλή υγεία και μια καλή οικογένεια, λίγα φράγκα παραπάνω, καθόλου δεν θα με χάλαγαν!

Κι αν δεν φέρνουν την ευτυχία, όπως λένε, τουλάχιστον διώχνουν τη δυστυχία!


Τέλος πάντων, από τις πρώτες μέρες μου στον πλανήτη, δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον. Μαμ κακά και νάνι όλα κι όλα. Και επισκέψεις! Δεκάδες επισκέψεις που μου έσπαγαν τα νεύρα. Θειάδες με γλυκά στα χέρια, γειτόνισσες, που δεν έβαζαν γλώσσα μέσα και φίλοι του πατέρα. Όχι αυτοί οι τελευταίοι δεν ερχόντουσαν για μένα. Ευκαιρία έβρισκαν για να φάνε και να πιούνε τσάμπα, για τα συχαρίκια τάχα μου!

Έτσι κουτσά στραβά πέρασαν οι πρώτοι μήνες, με τα απαίσια εμβόλια κάθε τρεις και λίγο, και με κατακόκκινο τον ποπό από τις πάνες που με έσφιγγαν σαν μέγγενη. 

Και ήρθε η ώρα για το βάπτισμα. Μάρτη μήνα με ψωφόκρυο και εγώ γυμνός να τουρτουρίζω, αλλά κανείς να μην μου δίνει σημασία, εκτός από τη μεγάλη μου αδελφή, που το έπαιζε λίγο “μάνα”, αλλά αυτό δεν με χάλαγε καθόλου. Δυο μανάδες είναι καλύτερες από μία!

Όταν με βούτηξε ο παπά Παναγιώτης στο νερό ξαφνιάστηκα είναι η αλήθεια. Μου μπήκε στο μυαλό πως ήθελε να με πνίξει, γιατί χάλαγα τον κόσμο με τις τσιρίδες μου. Ευτυχώς ο καλός παππούλης δεν είχε τέτοια πρόθεση και έτσι πέρα από μια γερή πούντα που με ταλαιπώρησε μια βδομάδα, τίποτα άλλο τραγικό δεν συνέβη.

Συνέβη όμως αργότερα. Δυο χρονών και με το ζόρι έλεγα κάτι μα και μπα, και έτσι όλοι πίστευαν πως είμαι καθυστερημένο. Αυτή την πεποίθηση την ενίσχυε το ότι μόλις 15 μηνών στάθηκα στα πόδια μου για τα πρώτα αβέβαια βήματα. Τι τάματα στην Τήνο, τι γιατροσόφια, η κατάσταση δεν έλεγε να βελτιωθεί.

Τελικά τη λύση την έδωσε ο τελευταίος παιδίατρος που με πήγαν.

Μετά από εξονυχιστική εξέταση, και αφού δεν έσχισε τα πτυχία του απεφάνθη με στόμφο:

“Ποιος ηλίθιος είπε πως αυτό το παιδί έχει πρόβλημα; Αυτό ε΄ναι φαινόμενο!”>

Και τότε είπα την πρώτη ολοκληρωμένη μου λέξη: “Μαλάκας!”, χωρίς να διευκρινίζω ποιον από όλους τους γιατρούς εννοούσα.

Ευτυχώς ο συγκεκριμένος γιατρός δεν το πήρε προσωπικά. Το πήρε όμως η μάνα μου που την έκανα ρεζίλι στον ξένο άνθρωπο, και με αντάμειψε ανάλογα! Τρεις μέρες έτρεχε η μύτη μου αίμα από την ανάποδη που μου έδωσε!

Τουλάχιστον είχα την ικανοποίηση πως κοτζάμ επιστήμονας αναγνώρισε την αξία μου, άσχετα που δεν κατάλαβα ποτέ, πως διάολο ανακάλυψε τα κρυμμένα μου ταλέντα, που ούτε εγώ ήξερα πως είχα!

Σχολεία για προικισμένα παιδιά δεν υπήρχαν εκείνες τις προϊστορικές εποχές, και έτσι συμβιβαστήκαμε με ένα ιδιωτικό της περιοχής μας, που είχε καλή φήμη. Ένα χρόνο με άντεξε! Φαίνεται ήμουν πάνω από τις προδιαγραφές τους, και έτσι συνέχισα σε δημόσιο. Εκεί την έχασα λίγο τη μπάλα! Ο καλός μας δάσκαλος, είχε την αλάνθαστη παιδαγωγική μέθοδο, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος! Και τι ράβδος! Ειδική κατασκευή από σκληρό πλαστικό, που έκανε τα χέρια μου να μουδιάζουν και τα μάτια μου να τρέχουν σε κάθε επαφή μαζί της. Και ήταν πολλές, γαμώ την τύχη μου!

Ευτυχώς τότε δεν υπήρχε το βάσανο του ολοήμερου σχολείου, και έτσι γρήγορα ξεχνάγαμε την ταλαιπωρία της σχολικής αίθουσας.

Αφήναμε τα βιβλία και τα τετράδια, τα πετάγαμε καλύτερα, και τρέχαμε στην αλάνα. Τα μαθήματα θα μας απασχολούσαν το πρωί. Ότι προλαβαίναμε βέβαια να μάθουμε με την τσίμπλα στο μάτι και με το ραδιόφωνο να παίζει στη διαπασόν, για να μαθαίνουν οι γονείς τα νέα. Εκείνο το “Ισί Ατέν”, μετά τον Εθνικό ύμνο, τότε το άκουγα σαν “ Η θεία Τένα”! Και ποτέ δεν κατάλαβα τι σκατά ήταν αυτή η θεία, που δεν ήταν καν Ελληνίδα!

Τέλος πάντων αυτά είχαν να κάνουν με το αύριο.

Το σήμερα είχε άλλες προτεραιότητες. Ποδόσφαιρο μέχρις τελικής εξοντώσεως ή μέχρι να εμφανιστεί ξαφνικά ο από “μηχανής” δάσκαλος!  Και εμφανιζόταν πάντα στα πιο κρίσιμα σημεία ο αντίχριστος! Θυμάμαι χαρακτηριστικά να έχουμε κερδίσει πέναλτι και ενώ έχω στηθεί να το εκτελέσω, ο αντίπαλος τερματοφύλακες εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο Και χωρίς να φωνάξει ο μαλάκας ένα “Σύρμα¨! Και έτσι ο γυάλινος χάρακας αποτύπωσε στις άτυχες παλάμες μου αιμάτινες διαδρομές, την επόμενη μέρα. Του τη φύλαγα όμως του καριόληΣτο επόμενο πέναλτι που κερδίσαμε δεν έβαλα γκολ. Έστειλα τη λαστιχένια μπάλα ίσα στα μούτρα του! Και όπως ήταν μύωπας και φορούσε γιαλιά, καταλαβαίνετε τι συνέβη!

Έσπασαν τα γυαλιά και γέμισε αίματα ο φουκαράς. Το μετάνιωσα αμέσως, όμως η ζημιά είχε γίνει. Από τότε δεν ξαναχτύπησα πέναλτι!

Το μαρτύριο ήταν όταν τελείωνε το παιχνίδι και η δίψα μας γινόταν βασανιστική. Αυτό το εκμεταλλεύονταν δυο αδέρφια πόντιοι και κουβαλούσαν κοφίνια γεμισμένα με πάγο, αναψυκτικά. Δυο δραχμές το ένα, όσο περίπου το χαρτζιλίκι μας για μια βδομάδα! Με τη γλώσσα έξω σαν τα σκυλιά, καταριόμαστε τους πιο πλούσιους, που είχαν αυτή την πολυτέλεια!

Με τα γόνατα μέσα στα αίματα γυρνούσαμε το βράδυ, για να υποστούμε την κατσάδα της μάνας. Ευτυχώς ο πατέρας δεν ασχολούνταν με τέτοιες μικροαστικές συνήθειες! Αυτός ήταν “Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ΄αγόρι μου”!. Εντάξει το τελευταίο δεν ίσχυε, έτσι το έβαλα γιατί το λέει το τραγούδι! 


Και ύστερα ήρθε ο έρωτας! Όχι δεν ήταν κορίτσι, ο Ντορής ήταν. Ένα πανέμορφο άλογο του αδελφού του νονού μου, που το είχε για να μεταφέρει με το κάρο του εμπορεύματα. 

Μιλάμε για τον πιο κεντρικό δρόμο του Κορυδαλλού, την Ταξιαρχών. 

Το λάτρευα αυτό το ζώο, και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία! Του έδινα κρυφά κανένα φρούτο, γιατί ο αυστηρός θείος το απαγόρευε, και εκείνο χλιμίντριζε ευτυχισμένο. 

Ο θείος είχε και μια αδελφή καλόγρια. Δεν έμενε όμως σε μοναστήρι, αλλά μαζί του στο σπίτι. Είχαν και μια ανιψιά, καλόγρια κι αυτή και έτσι το σπίτι έμοιαζε με εκκλησία, αν εξαιρέσεις βέβαια τον αθυρόστομο θείο!

Αυτή λοιπόν η αδελφή έπασχε από Πάρκινσον. Εγώ τότε δεν είχα και πολλές επιστημονικές γνώσεις και έτσι κατουριόμουνα επάνω μου όταν την  έβλεπα να τρέμει σαν το κοριτσάκι στον Εξορκιστή! 

Πιανόταν η καρδιά μου μπαίνοντας εκεί. Αν δεν υπήρχε ο Ντορής θα μου είχε στρίψει. Παρόλα αυτά η ατμόσφαιρα δεν ήταν άσχημη, όπως την έβλεπα τότε. Καταθλιπτική ναι, όμως είχε μια κατάνυξη, που συναντάς μόνο σε ιερούς χώρους, έστω κι αν η μυρωδιά του λιβανιού μπερδεύονταν με τη μυρωδιά από τις καβαλίνες του Ντορή!

Και ύστερα οι Κυριακές!

Από τα χαράματα στον Άγιο Ταξιάρχη, που μόλις είχε ξεκινήσει η ανοικοδόμηση του. Οι Θείες Λειτουργίες γινόντουσαν στο παλιό εκκλησάκι των Ασωμάτων. Που  είχε υποστεί επεμβάσεις για να μεγαλώσει ο χώρος. Δηλαδή, ένα υποτυπώδες υπόστεγο, ίσα ίσα να χωράει μερικούς προσκυνητές περισσότερους. Εκεί στο μικροσκοπικό Ιερό, καθισμένος σε ένα μικρό σκαμνάκι, περίμενα την ώρα να κάνω την εμφάνιση μου. Ντυμένος με στολή, παπαδάκι, προπορευόμουν πότε του Παπά Παναγιώτη και πότε του Παπά Νικόλα, ανάλογα ποιος είχε βάρδια, γιατί και οι δυο δεν χωρούσαν μέσα! 

Τώρα  την αμαρτία  μου θα την πω! Λίγο με απασχολούσε τι συνέβαινε στην εκκλησία. Εφτά χρονών ήμουν, και ευτυχώς ο Χριστούλης αγαπάει τα παιδιά! Δυστυχώς όμως, δεν είχε την ίδια γνώμη και η νονά μου! 

“Ρεζίλι με έκανες πάλι!” ωρυόταν μετά το τέλος της Λειτουργίας.”Πως θα δω αύριο τον παπά; μου λες;

Δεν της έλεγα. Κοιμόμουν όρθιος και οι μυρωδιές από το ζαχαροπλαστείο “Βηρυτός” στο υπόγειο με ζάλιζαν. Αυτό το καταραμένο γαλακτομπούρεκο όπως έβγαινε ζεστό, με στοιχειώνει ακόμα και σήμερα! Κάποιες λίγες φορές, υποχωρούσε η νονά και μου έπαιρνε ένα. Γωνία, σκέτη κόλαση! Εκτός αν ήταν νηστεία, μια από τις πολλές που ακολουθούσαμε σχολαστικά. Ειδικά αυτή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, σκέτος Γολγοθάς! Σαράντα μέρες αλάδωτα και μόνο σαββατοκύριακο κανένα λαδερό. Και μην φανταστείτε τίποτα αστακομακαρονάδες και τέτοια. Μπάμιες, όσπρια και άφθονη ντοματοσαλάτα.

Και κάπου εκεί ήρθε κι ο έρωτας με τη μορφή της Άδας! Συμμαθήτρια μου στη δευτέρα Δημοτικού.

Πέρασαν πολλά χρόνια να καταλάβω από που διάολο έβγαινε αυτό το Άδα, αν και λίγο με ενδιέφερε τότε. Τότε κοιτούσα μαγεμένος τα γαλάζια μάτια της και το όμορφο προσωπάκι της. Τίποτα πονηρό δεν σκεφτόμουν. Οι ερωτικές ανησυχίες σε αυτή την ηλικία περιορίζονται στον Πλατωνικό έρωτα. Ευτυχώς, γιατί εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως ήμουν αρκετά μπερμπάντης!

Το πρώτο πραγματικό ερωτικό σκίρτημα το ένιωσα μερικούς μήνες αργότερα. Μια γειτονοπούλα, γύρω στα είκοσι, υπέφερε από ένα βαρύ κρυολόγημα και ο γιατρός της έγραψε μια σειρά ενέσεις, τις οποίες ανέλαβε να κάνει η νονά μου, που ως μαμή, το κατείχε το άθλημα.

Το θέαμα που αντίκρισα κοιτώντας κρυφά πίσω από την κουρτίνα μου έφερε ένα ρίγος πρωτόγνωρο. Πρώτη φορά έβλεπα γυμνά γυναικεία οπίσθια και αν και δεν ήξερα τότε γιατί, η εικόνα με αναστάτωσε ευχάριστα. Δυστυχώς κράτησε λίγο, όμως από τότε στοίχειωνε τα βράδια μου. Και τις ημέρες μην σου πω!

Το σπίτι που μέναμε ήταν μονοκατοικία με αυλή. Δηλαδή εγώ με τους νονούς μου έμενα, γιατί οι δικοί μου έμεναν ακριβώς δίπλα σε ένα μικρό σπιτάκι, που είχε και μια πρόχειρη προέκταση,  παράγκα την λέγαμε, γιατί τέτοια ήταν! Τοίχοι από παλιόξυλα και οροφή με τα ίδια υλικά, που έμπαζε από παντού, ιδίως όταν έβρεχε. Πιο καλά να καθόμαστε έξω, λιγότερο μούσκεμα θα γινόμασταν!

Τέλος πάντων. Η αφεντιά μου ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα. Μην φανταστείτε τίποτα πολυτέλειες, πάντως ηλεκτρικό ψυγείο είχαμε. Πράγμα που λίγοι διέθεταν εκείνη την εποχή. 

Ο νονός μου νοικοκύρης από τους λίγους. Συνταξιούχος της Σόκονυ, εταιρία καυσίμων ήταν ετούτη, σχεδόν κάθε μέρα κατέβαινε με το λεωφορείο στον Πειραιά και πάντα γύριζε με το διχτάκι του γεμάτο. Αν δεν ξέρετε τι είναι τι διχτάκι, τότε έχετε πολλά χρόνια μπροστά σας! Αυτό ήταν ότι σήμερα οι πλαστικές σακούλες των σούπερ μάρκετ. Αυτό ακριβώς που λέει η λέξη ήταν. Μια πλεκτή τσάντα που θύμιζε δίχτυ. Σίγουρα πολύ πιο οικολογική από τις πλαστικούρες του σήμερα!

Η νονά με τα προϊόντα που μας κουβάλαγε ο νονός, μαγείρευε την επόμενη. Και ήταν καλή μαγείρισσα η συχωρεμένη. Τα μακαρόνια με το καυτό βούτυρο και το κοκκινιστό τα θυμούνται όλοι όσοι είχαν την τύχη να τα δοκιμάσουν. Εκεί που ήταν όμως για κλάματα ήταν οι σούπες. Αιτία το λάδι που φύλαγε σε κιούπια και με τον καιρό τάγκιζε και μύριζε απαίσια! Και όπως δεν το λυπόταν, η σούπα θύμιζε περισσότερο ορυκτέλαιο.

Στην μεγάλη αυλή μας δέσποζε μια τεράστια μουριά. Πολλά σημάδια που έχω ακόμα, είναι από τις πτώσεις όταν ανέβαινα να κόψω τα μούρα από τα ψηλά κλαδιά. 

Είχε ακόμα και πολλά λουλούδια, και μια κληματαριά, που όμως δεν θυμάμαι να έφαγα ποτέ σταφύλια από δαύτη! Συνήθως προλάβαιναν και τα έτρωγαν οι σφήκες. 

Πολλές νύχτες  η νονά έλειπε για να ξεγεννήσει μια ετοιμόγεννη. Τότε με έπιανε ένας πανικός, γιατί φοβόμουν το σκοτάδι και ο νονός δεν επέτρεπε να αφήσω ένα φως αναμμένο. Μόνο όταν γυρνούσε η νονά χαράματα συνήθως με έπαιρνε ο ύπνος. Και άντε μετά να σηκωθείς για το σχολείο.

Μια άλλη λόξα που είχε η νονά μου ήταν να με δει Δεσπότη! Στην αρχή μου άρεσε η ιδέα. Θαύμαζα τα χρυσοποίκιλτα άμφια και τις υποκλίσεις που του έκαναν παπάδες και λαϊκοί. Όταν όμως έμαθα πως δεν επιτρεπόταν να παντρευτεί, άλλαξα γνώμη. Ακόμα με κυνηγούσε η θέα των οπισθίων και η προοπτική να τα στερηθώ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να απορρίψω τη θέληση της νονάς. Δεν ξέρω αν ήταν σοφή απόφαση, γιατί εκ των υστέρων έμαθα πως αρκετοί δεσποτάδες δεν απαρνήθηκαν την αντρική τους φύση και απολάμβαναν και τις τιμές και τον παχυλό μισθό και τις γυναίκες, ή και τους άντρες ανάλογα τα γούστα τους. 

Τέλος πάντων σιγά σιγά μεγάλωσα, με τις όποιες δυσκολίες έβαζε ο δύστροπος χαρακτήρας μου.

Μαζί μου μεγάλωνε και ο ανδρισμός μου, ξέρετε τώρα μην μπούμε σε λεπτομέρειες!

Αν και πάντα είχα το φόβο πως ήταν μικρότερος από τις προσδοκίες των γυναικών. Ευτυχώς ποτέ καμία δεν το αντιμετώπισε ως πρόβλημα ή τουλάχιστον δεν μου το είπε.

Και έτσι καμάρωνα σαν γύφτικο σκερπάνι, ώσπου βρέθηκα στο ντους με ένα παλικάρι από τη Γκάνα

Απελπίστηκα σε βαθμό κατάθλιψης! Δυο φορές και βάλε το δικό μου μικρομεσαίο!

Δόξα τω Θεώ που ήταν στρέητ και δεν χρειάστηκε να πάθω τα χειρότερα!

Είχα φτάσει πια τα δώδεκα και από το Σεπτέμβρη θα πήγαινα Γυμνάσιο.

Επιτέλους, θα αποχωριζόμουν τα κοντά παντελονάκια με τις ηλίθιες τιράντες! Κοτζάμ άντρας πια διάολε!

Έλα όμως που ούτε εκεί ήταν καλύτερα τα πράγματα.

Μαθημένος αλλιώς, σε πιο ελεύθερες καταστάσεις, τρόμαξα να συνηθίσω τις μεγάλες αλλαγές. 

Να συνηθίσω καινούργιους καθηγητές, κάθε ώρα και άλλον, και ο ένας χειρότερος από τον άλλο.

Μαθηματικός που πήδαγε την Αγγλικού, γεροντοκόρη μουσικού, πάνω από εξήντα χρονών να προσπαθεί να μας βάλει στον κόσμο της, χωρίς βέβαια κανένα αποτέλεσμα.

Το μόνο καλό πως ήταν μικτό, δηλαδή λίγο μπανιστήρι ποτέ δεν μας έλειπε! 

 Αυτό το τελευταίο το πλήρωσα με δυο μέρες αποβολής, αν και ποτέ δεν κατάλαβα τι χειρότερο έκανα από τους ξελιγωμένους καθηγητές που αλληθώριζαν κάθε φορά που ένα κοριτσάκι έσκυβε!

Εν τω μεταξύ διάφορα περίεργα συνέβαιναν στο μικρόκοσμό μου. Η μάνα έστειλε το μεγαλύτερο αδελφό μου για ψωμί στο φούρνο. Γυρνώντας ένα βανάκι τον κτύπησε και τα ψωμιά σκορπίστηκαν στον δρόμο.

Οι υστερικές φωνές της θείας μου από το μπαλκόνι, μας έκαναν να πιστέψουμε πως τα ψωμιά, ήταν τα χέρια και τα πόδια του αδελφού μου! 

Ευτυχώς δεν ήταν! Τη σκαπούλαρε με ένα σαρίκι από γάζες και μια διάσειση που γι αυτόν φαινόταν σοβαρή, αλλά για εμάς ους υπόλοιπους αρκοντως διασκεδαστική!

Με αυτά και αυτά ο αδελφός μου συνήλθε κάπως αν και ποτέ δεν πίστεψα πως συνήλθε εντελώς!

Ελπίζω βέβαια να μην το διαβάσει ποτέ αυτό!

Είχαμε τότε( δεκαετία του 60)ένα μικρό κοτέτσι στο πίσω μέρος της αυλής(Ναι κοτέτσι στην οδό Ταξιαρχών!), και ένα περιστεριώνα στην ταράτσα που ο μεγάλος αδελφός διατηρούσε περιστέρια.

Πλησίαζε Πάσχα, Μεγάλη Τρίτη νομίζω.

Ο νονός του αδελφού μου, χασάπης στο επάγγελμα, έφερε δώρο ένα αρνί.

Ζωντανό!

Ο μακαρίτης ο πατέρας το έφερε στην αυλή και φυσικά έγινε χαμός, ποιος θα το ταΐσει και ποιος θα παίξει μαζί του.

Έλα όμως που ήρθε η ώρα να το σφάξουμε για την Κυριακή του Πάσχα!

Ο πατέρας αποφάσισε να το κάνει μόνος του!

Πήρε ένα μαχαίρι και προσπαθούσε, μάταια. Ούτε που το γρατζούνισε καν.

Ο καημένος φοβόταν πιο πολύ κι από το αρνί!

Την αγωνιώδη προσπάθεια του παρακολουθούσε ο τεράστιος κόκορας μας, χωρίς να τον αντιληφθούμε.

Ξάφνου δίνει ένα σάλτο πάνω στην πλάτη του πατέρα, που έπεσε μαζί με το αρνί μπρούμυτα, ενώ ο κόκορας εξακολουθούσε να τον τσιμπάει.

Μετά από αυτό, το δύσκολο έργο ανέλαβε ο γείτονας μας ο κυρ Νίκος ο μανάβης, που το κατείχε το άθλημα!

Το τι κλάμα έπεσε εκείνη την ημέρα, αλλά και αρκετές αργότερα, για το θάνατο του αρνιού από όλους μας δεν περιγράφεται!

Ήταν ίσως το μοναδικό Πάσχα που κανένα από τα παιδιά δεν έφαγε κρέας, παρ΄όλη τη νηστεία των 50 ημερών! 


Μια άλλη όμορφη εμπειρία εκείνα τα χρόνια ήταν οι εκδρομές με το πούλμαν 

Άγιο Γιάννη Ρώσσο, Παναγία Δαμάστα και άλλες κοντινές ή πιο μακρινές διαδρομές.

Συνήθως Κυριακές πρωί, στον δρόμο ,περίμενε το πούλμαν να επιβιβαστούν οι εκδρομείς.

Οο διοργανωτής των εκδρομών, σημείωνε τα ονόματα και όταν συμπληρωνόταν ο αριθμός ξεκινούσαμε για τον προορισμό μας.

Η διαδρομή, εκτός από τα πανέμορφα τοπία αλλά και τις επικίνδυνες στροφές, διανθιζόταν και από τα ανέκδοτα( κρύα τις περισσότερες φορές και πάντα τα ίδια!), που έλεγε από το μικρόφωνο ο Γιώργης και από τα τραγούδια του Μητσάκη κυρίως αλλά και του Τσιτσάνη, του Μάρκου και άλλων επίκαιρων της εποχής.

Τα τραγούδια του πούλμαν τα λέγαμε τότε, και ακόμα έτσι τα λέμε!

Αξέχαστα θα μου μείνουν τα παγωμένα νερά στην Παναγία Δαμάστα! Βάζαμε το καρπούζι στη ροή τους και σε 10 λεπτά ήταν σαν να το έβγαζες από το πιο δυνατό ψυγείο.

Σπάνια τρώγαμε έξω. Είχαν φροντίσει οι γονείς να φτιάξουν από βραδύς, κεφτεδάκια, τυρόπιτες και ότι άλλο για να γευματίσουμε κάτω από τα πεύκα, μέσα στη φύση. Και ύστερα παιχνίδι, ατέλειωτο παιχνίδι, να γεμίζουν τα πνευμόνια οξυγόνο και συντροφικότητα!

Κάποιες λίγες φορές στην επιστροφή, σταματούσαμε στο Κριεκούκι, τις σημερινές Ερυθρές, για βραδινό φαγητό.

Κοκορέτσι στη λαδόκολλα, ένα τάλιρο και γέμιζε το τραπέζι. Η απίστευτη γεύση του συνοδεύει τις αναμνήσεις ακόμη και σήμερα!

Και ύστερα η επιστροφή, με τα ίδια τραγούδια και τα ίδια κρύα ανέκδοτα!

Και όμως δεν μας κακοφαινόταν. Την επόμενη Κυριακή πάλι εκεί θα πηγαίναμε, αν βέβαια υπήρχαν τα χρήματα!

Αυτό που ήταν πραγματικό μαρτύριο τότε, ήταν οι μετακινήσεις με τα λεωφορεία!

Περίμενες με τις ώρες στη στάση και όταν επιτέλους ερχόταν το σαράβαλο, ήταν γεμάτο από την αφετηρία. Ο ταλαίπωρος ο εισπράκτορας στριμωγνότανε μαζί μας. Κρατούσε στο χέρι την αρμαθιά με τα λεπτά χαρτάκια που ήταν κάμποσα γιατί ανάλογα με την διαδρομή ήταν και η τιμή.

Υπήρχαν και τα μισά τα παιδικά...

Μαζί με τα εισιτήρια και η κερματοθήκη και περασμένη στον λαιμό του η τσάντα.

Δίπλα στα εισιτήρια είχε κρεμασμένο ένα μικρό σφουγγαράκι βρεγμένο για να κόβει σωστά τα εισιτήρια που ήταν αριθμημένα και θα πλήρωνε από την τσέπη του αν έκοβε παραπανίσια.

Τι να σου κάνει όμως το σφουγγαράκι ειδικά το καλοκαίρι που στέγνωνε αμέσως οπότε χρησιμοποιούσε την γλώσσα.

Ήταν τόσο συνηθισμένη αυτή η κίνηση του σάλιωσε και κόψε που περνούσε απαρατήρητη.

Και όλα αυτά κάτω από τις απαγορευτικές πινακίδες που υπήρχαν μέσα στα λωφορεία...

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ.....ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ...

Θα μου πείς αυτός ο συμπαθητικός εργαζόμενος....απλά σάλιωνε το δάχτυλο.

Αγκομαχούσε το λεωφορείο, αγκομαχούσαμε και μεις ειδικά αν ήταν καλοκαίρι και στάζαμε απ τον ιδρώτα. Εννοείται πως το κολλητήρι πήγαινε σύννεφο! Τάχα δήθεν μου, όλο και κάποιος στρίμωχνε κανένα κοριτσάκι ή και μεγαλύτερη ανάλογα με πρόσχημα την πολυκοσμία. Πολλοί το έκαναν συστηματικά, ενώ οι περισσότεροι. πρόσεχαν να μην εκτεθούν γιατί έπεφτε και ξύλο αν σε έπαιρναν χαμπάρι. 

Χώρια οι πορτοφολάδες, μεγάλη μάστιγα αυτοί. Για πότε έχανες πορτοφόλι και λεφτά, ούτε να καταλάβεις προλάβαινες. Ευτυχώς εμείς τέτοιο πρόβλημα δεν είχαμε. Το αντίτιμο του εισιτήριου μόνο κι αυτό όχι πάντα. Υπήρχαν φορές που ταξιδεύαμε τζάμπα με κίνδυνο να πέσει καμιά φάπα αν μας έπιαναν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου