«Τώρα πια μπορεί κάτι να έχω κερδίσει, αλλά είναι περισσότερα αυτά που έχω χάσει. Κι όμως δεν με νοιάζουν. Με νοιάζει μονάχα ότι κοιμάμαι και ξυπνάω δίχως να φοβάμαι, δίχως να αναρωτιέμαι το γιατί και το πώς, το τι έκανα λάθος. Είναι ωραίο να κοιμάσαι ανάλαφρα. Ξέρεις κάτι; Οι άνθρωποι έχουμε δύο ζωές. Η πρώτη ξεκινά με τη γέννησή μας ενώ η δεύτερη όταν αντιληφθούμε πως δεν έχουμε άλλη ζωή. Με θυμάμαι να ορκίζομαι στον εαυτό μου πως… θα τα καταφέρω. Δεν ήταν εύκολο, αλλά είχα χρέος. Τώρα πια μπορεί κάτι να έχω κερδίσει…»
Άφησε το βλέμμα να
πέσει στο απέραντο της γαλήνιας θάλασσας και τύλιξε τους ώμους με τα χέρια. Ήθελε τόσο πολύ να ζεσταθεί κι ας κραύγαζε γύρω ο καύσωνας.Σάββατο 5 Ιουνίου 2010
Κλείδωσε το αυτοκίνητο και άκουσε τη γειτόνισσα να τον καλησπερίζει. Ανταπέδωσε τυπικά και έκρυψε την αηδία που έτρεφε γι’ αυτήν πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά του. Κρατώντας τον χαρτοφύλακά του μπήκε στη μονοκατοικία του στην περιοχή του Παπάγου.
«Γύρισα!» Φώναξε και περίμενε να ακούσει τη σύζυγό του. Αντ’ αυτού εισέπραξε μονάχα σιωπή.
Τρύπωσε στην κουζίνα και στην πόρτα του ψυγείου βρήκε ένα σημείωμα πιασμένο με ένα μαγνητάκι από το αγαπημένο του νησί, την Κέα.
Έχω πάει το παιδί μπαλέτο. Έχει φαγητό στον φούρνο μικροκυμάτων.
Το τσαλάκωσε και το πέταξε στο πάτωμα. Βρήκε λίγο παστίτσιο και έφαγε δυο μπουκιές όρθιος μπροστά στον νεροχύτη. Παράτησε το πιάτο στον πάγκο και ήπιε παγωμένο νερό από το στόμιο του μπουκαλιού. Έπειτα άφησε κι αυτό, μισογεμάτο, στο τραπέζι και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Πέταξε δεξιά κι αριστερά τα ρούχα του και περπατώντας ξυπόλυτος έφτασε στο μπάνιο για ένα κρύο ντους.
Ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου τον έβγαλε βιαστικά. Τύλιξε τη γύμνια του με μια πετσέτα και αδιαφορώντας για τις πατημασιές αλλά και τις πιτσιλιές έτρεξε στο σαλόνι. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η φωνή της Βίκυς, της αδελφής της συζύγου του.
«Όχι, δεν είναι ’δώ… Δεν ξέρω τι ώρα θα έρθει… Είσαι κοντά; Ναι, και δεν έρχεσαι;»
Επέστρεψε στο μπάνιο και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να επιμεληθεί τα γένια του. Πάντοτε λάτρευε να αφήνει γένια από τότε που ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις απέναντι στην πατρίδα. Δεν μπήκε στον κόπο να μαζέψει τις κουρεμένες τρίχες απ’ το πάτωμα. Ντύθηκε πρόχειρα και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ χαζεύοντας στην τηλεόραση αθλητικές ειδήσεις.
Η πόρτα άνοιξε και η Μαρία, εξαντλημένη από την κούραση, μπήκε στο μικρό χολ. Ο αναστεναγμός της αντιλάλησε στον χώρο.
«Μπα; Τον βρήκες τον δρόμο; Πόσο μακριά είναι αυτή η σχολή μπαλέτου; Στη Λαμία πήγατε;»
«Καλησπέρα και σε σένα, Μάνο. Καθυστέρησα διότι έπρεπε να συνεννοηθώ για την παράσταση της μικρής στα τέλη του μήνα. Πρόβαρε τη στολή της και έμεινα για μερικές λεπτομέρειες. Έχεις φάει;»
«Όχι, τι να φάω; Το παστίτσιο ήταν χθεσινό και παγωμένο. Φρόντισες να μαγειρέψεις κάτι σήμερα ή πέρασες όλο το πρωινό χαζεύοντας ρούχα και σχέδια νυχιών στο internet;»
Η Μαρία προσπέρασε την προσβολή και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα απάντησε. «Είχε περισσέψει πάνω απ’ το μισό ταψί. Να το πετούσα; Εσύ δεν είπες να κάνουμε οικονομία; Σ’ το είχα βάλει μέχρι και στον φούρνο μικροκυμάτων. Θα μπορούσες να το ζεστάνεις. Κι όσο για τα άλλα που είπες, σου υπενθυμίζω ότι έχω να ψωνίσω ρούχα από πέρυσι το καλοκαίρι, ενώ τα νύχια μου έχω να τα φτιάξω από τα Χριστούγεννα».
«Μπράβο! Και τώρα που ηρωοποιήθηκες, πήγαινε να φτιάξεις κάτι να ρημαδοφάμε και υπολόγισε και την αδελφή σου. Όπου να ’ναι φτάνει. Α, και μην ανησυχείς, δεν θα είμαι ανάμεσα στα πόδια σας. Θα σας αφήσω να με κουτσομπολέψετε με την ησυχία σας».
Η Μαρία τον άφησε μόνο και πήγε στα μέσα δωμάτια. Αντίκρισε την ακαταστασία και ξεφύσηξε απελπισμένη. Βάλθηκε να συμμαζέψει βιαστικά. Αμέσως μετά, μπήκε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Σκόπευε να φτιάξει μια πρόχειρη μακαρονάδα, αλλά το κουδούνι την πρόλαβε.
«Θα ανοίξεις;» ακούστηκε η φωνή της μέχρι το σαλόνι.
«Πόδια δεν έχεις;» ήταν η απάντηση του Μάνου.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Η ώρα είχε περάσει και ο Μάνος επέλεξε να ξαπλώσει, καθώς η κούραση από την πολύωρη εργασία στο ασφαλιστικό γραφείο τον είχε εξαντλήσει. Παράλληλα, ο νους του ήταν επιφορτισμένος με τις απαιτήσεις του διευθυντή, ο οποίος του είχε αναθέσει να φέρει εις πέρας μια σειρά συμβολαίων για πολυτελείς βίλες στην Κέα.
Η Μαρία με τη Βίκυ έμειναν μόνες στην κουζίνα. Έπιναν δροσερό τσάι και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Κάποια στιγμή, η Μαρία επιβεβαίωσε πως τόσο ο Μάνος όσο και η μικρή Αγγελική κοιμούνταν βαριά και έκλεισε τις πόρτες των υπνοδωματίων. Αμέσως μετά έκλεισε και την πόρτα της κουζίνας και στάθηκε όρθια μπροστά απ’ το ανοιχτό παράθυρο πάνω απ’ τον νεροχύτη. Ξετρύπωσε ένα πακέτο τσιγάρα και φούντωσε ένα.
«Αγάπη μου, γιατί καπνίζεις κρυφά; Έγκλημα κάνεις;» απόρησε η αδελφή της.
«Σσσσς», ψιθύρισε εκείνη. «Δεν θέλει να καπνίζω. Του βρομάει, λέει, η ανάσα μου».
«Όταν καπνίζει αυτός, η δική του ανάσα δεν βρομάει;»
«Αχ, μην το συζητήσουμε τώρα. Αν μπει, θα πούμε ότι είναι δικό σου», είπε και πήρε την επόμενη βαριά τζούρα.
«Αχ, βρε Μαράκι, πότε επιτέλους θα γίνεις Μαρία; Πότε θα μεγαλώσεις;»
«Άσ’ τα αυτά. Για πες… τι γίνεται με τον Παναγιώτη; Προχωράει;»
Η Βίκυ αναστέναξε και άλλαξε σταυροπόδι. «Με την όπισθεν. Αποφάσισε να επιστρέψει στην Καβάλα, πλάι στη γυναίκα του και στα παιδιά τους. Εγώ… ήμουν μονάχα ένα ευχάριστο διάλειμμα».
Η Μαρία πάγωσε. «Δεν είχα ιδέα ότι ήταν παντρεμένος».
«Ούτε εγώ! Κοίτα κάτι συμπτώσεις. Τυχαία το ανακάλυψα, όταν σκάλισα το κινητό του. Ομολογώ πως δεν το αρνήθηκε. Μου είπε τα αναμενόμενα, ότι δηλαδή δεν νιώθει τίποτα γι’ αυτήν και ότι ο γάμος τους έχει λήξει, αλλά μετά τον έπιασε μια κρίση ειλικρίνειας και μου είπε ότι δεν σκοπεύει να τα τινάξει όλα στον αέρα. Έχει δυο παιδιά στην εφηβεία».
Το ύφος της Μαρίας σκοτείνιασε. «Λυπάμαι».
«Μην λυπάσαι καθόλου. Καλύτερα που έγινε τώρα». Πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να αλλάξει κουβέντα. «Εσύ πες μου. Πώς τα πάτε με τον αγροίκο; Βελτιώθηκε καθόλου ή παραμένει ένα ζώο ένα μισό;»
Η Μαρία έσβησε το τσιγάρο, άδειασε τις στάχτες και κάθισε απέναντί της. «Καλά είμαστε», είπε χαμηλόφωνα.
Η Βίκυ άρχισε να επεξεργάζεται οπτικά την αδελφή της. «Το βλέπω! Έφυγαν οι μελανιές…»
«Σου είπα ότι είχα χτυπήσει στη σκάλα».
«Μετωπική στο μάγουλο και στον σβέρκο είχες με τη σκάλα; Πού τα πουλάς αυτά; Αν δεν κάνεις κάτι, θα το μετανιώσεις. Και στο κάτω κάτω της γραφής δεν με νοιάζει να το μετανιώσεις, με νοιάζει να μην είναι αργά».
«Τίποτε δεν θα γίνει. Όλα πέρασαν…» είπε η Μαρία και έστρεψε το βλέμμα στα ράφια της κουζίνας εκεί που βρίσκονταν δυο τρεις εικόνες της Ορθοδοξίας και το αναμμένο καντήλι.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Πέρασε ένας μήνας και κάτι. Εφόσον είχαν κλείσει τα σχολεία, η Μαρία έκρινε πως ήταν προτιμότερο το παιδί να μην βρίσκεται στο σπίτι. Έτσι, δεν θα έβλεπε τα ξεσπάσματα του πατέρα της και δεν θα γινόταν αυτήκοος μάρτυρας καβγάδων. Ταξίδεψε με τη μικρή Αγγελική στη Χαλκίδα και την άφησε στους γονείς της.
«Είναι καλύτερα να μείνει με 'σας. Εδώ θα κάνει και μπάνια και βόλτες και θα περάσει μια χαρά. Εμείς στην Αθήνα δουλεύουμε καθημερινά και τρέχουμε να τα προλάβουμε όλα», είπε στον πατέρα της.
Η μητέρα της δεν πείστηκε, διατήρησε όμως τη σιωπή της. Από την άλλη, ο κυρ-Περικλής χαμογέλασε και μεμιάς πήρε την οκτάχρονη εγγονή του και τράβηξαν για την πλατεία. Όταν οι δυο γυναίκες είχαν μείνει μόνες, η κυρα-Παναγιώτα άδραξε την ευκαιρία και άνοιξε κουβέντα.
«Και τώρα πες μου τον πραγματικό λόγο», της είπε με ολόγιομο βλέμμα.
«Δεν σε καταλαβαίνω», αποκρίθηκε η Μαρία.
«Εγώ δεν είμαι κουτορνίθι σαν τον πατέρα σου. Εγώ σε πουλάω και σ’ αγοράζω ανά πάσα στιγμή. Λοιπόν, λέγε…»
«Τίποτα βρε μαμά. Απλώς σκέφτηκα ότι…»
«Μαρία!» επιβλητική η φωνή της. «Εγώ σ’ έχω γεννήσει. Από μένα δεν μπορείς να κρυφτείς».
Η Μαρία επέμεινε. «Δεν υπάρχει κάποιος λόγος ανησυχίας. Είναι καλοκαίρι και το παιδί χρειάζεται διακοπές».
«Μμμ!» γρύλισε. «Μήπως για το φουλάρι που φοράς στον λαιμό σου, Ιούλιο μήνα, υπάρχει κάποιος λόγος ανησυχίας;» ειρωνικός ο τόνος της.
Μεμιάς η Μαρία έτριψε τον σβέρκο της πάνω απ’ το μεταξωτό, πολύχρωμο ύφασμα, αλλά δεν είπε λέξη.
«Βγάλ’ το!» την πρόσταξε η κυρα-Παναγιώτα. «Είπα, βγάλ’ το!»
Η Μαρία το έσυρε αργά και στον λαιμό της εμφανίστηκε ένα σημάδι που έκανε τη μητέρα της να μείνει με ανοιχτό το στόμα. «Το κτήνος! Θα του σπάσω τα χέρια!»
«Βιάζεσαι! Δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι. Κάτι με τσίμπησε και… και… ξύστηκα!»
«Εμείς πάλι όταν ξυνόμαστε, κοκκινίζουμε, δεν αποκτούμε μελανιές. Πες μου την αλήθεια, το καλό που σου θέλω!»
Η Μαρία μαγκώθηκε. Στρόφαρε όλα τα γρανάζια του μυαλού της για μια ευφάνταστη, πιο πειστική απάντηση. «Είναι… είναι πιπιλιά. Πάνω σε μια στιγμή πάθους ο Μάνος…»
«Άμα σου δώσω μια σφαλιάρα, θα σε πονέσω πιο πολύ απ’ όσο σε πόνεσε το καθίκι. Άκουσες;» Τη διέκοψε τσεκουράτα. «Ώς εδώ! Φεύγουμε και πάμε στην αστυνομία. Τώρα!»
«Δεν πάω πουθενά!» κοφτός και ξεκάθαρος ο τόνος της.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Αργά το βράδυ η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι της κουρασμένη τόσο σωματικά όσο -κυρίως- και ψυχολογικά. Πάρκαρε στο απέναντι πεζοδρόμιο και πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες πριν κατεβεί απ’ το αυτοκίνητο.
«Καλησπέρα Μαράκι. Πολλή ζέστη και σήμερα», σχολίασε η γειτόνισσα απ’ το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας.
«Καλησπέρα κυρα-Καλλιόπη. Αύριο, είπαν, θα είναι καλύτερα», αντέτεινε εκείνη.
Μπήκε στον μικρό κήπο και περπάτησε πάνω στις πλάκες για να φτάσει στην κύρια είσοδο της μονοκατοικίας. Διαπίστωσε πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη και απόρησε. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά και βρήκε τη γειτόνισσα να κάθεται στο μπαλκόνι και να κεντάει. Ξεκλείδωσε και ήρθε αντιμέτωπη με την πλήρη ακαταστασία του σαλονιού. Απελπισμένη άφησε την τσάντα της στην μπερζέρα και τα κλειδιά στο μπαγιού. Πριν καν προλάβει να κάνει τα πρώτα βήματα, αλλόκοτοι ήχοι έφτασαν στ’ αυτιά της. Συνοφρυώθηκε. Πλησίασε στον διάδρομο και εκείνοι οι ήχοι γίνονταν εντονότεροι καθώς αναμειγνύονταν με αναστεναγμούς. Τα ’χασε!
Έφτασε μέχρι την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. Ήταν ανοιχτή. Κρύφτηκε στο πλάι του τοίχου. Οι ήχοι μαρτυρούσαν με σαφήνεια στιγμές ύψιστης σαρκικής ηδονής. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Μάνο με… τη Βίκυ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου