ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Χριστούγεννα βραχυχρονίως και καθέτως (διήγημα)

Του Αχιλλέα ΙΙΙ

Περίπου τρία χρόνια εργαζόταν ο Τρύφωνας ως υπάλληλος μιας εταιρείας διαχείρισης κατοικιών βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δουλειά του ήταν κυρίως να υποδέχεται τους επισκέπτες για λογαριασμό των απόντων ιδιοκτητών, να παραδίδει σε αυτούς τα κλειδιά των διαμερισμάτων που είχαν κλείσει στο κέντρο της πόλης μέσω κάποιας ιστοσελίδας και να παρέχει μερικές βασικές χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη διαμονή τους στο κατάλυμα και στη

γύρω περιοχή. Επιπλέον, έπρεπε να ελέγχει τα δωμάτια μετά την αναχώρησή τους για πιθανές φθορές ή άλλες εκκρεμότητες, συντονίζοντας τις ενέργειες του συνεργείου καθαριότητας. 

Σε αυτό το διάστημα είχε δείξει ένα σωρό προσφάτως ανακαινισθέντα διαμερίσματα με αρκετά κοινά χαρακτηριστικά: μοντέρνα χρώματα στους τοίχους και έπιπλα χαμηλού κόστους και ποιότητας από τους καταλόγους πολυεθνικών επιπλάδικων με παραρτήματα σε καθεμία από τις χώρες παραγωγής τουριστών. Διατηρώντας ένα φιλικό χαμόγελο στο πρόσωπό του ο Τρύφωνας συναντούσε, σχεδόν σε καθημερινή βάση, ζευγάρια ταξιδιωτών που επιθυμούσαν να εξερευνήσουν τη νυχτερινή ζωή ενός αστικού κέντρου παραδομένου στις ανάγκες και τις ορέξεις των επισκεπτών, ή που εμφανίζονταν αποφασισμένοι να επισκεφθούν τα βασικά αξιοθέατα, όπως και ανθρώπους που αδιαφορούσαν για την αναψυχή και ταξίδευαν μόνοι ή ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν μερικά βράδια στην πόλη για επαγγελματικούς σκοπούς.

Έπειτα από την ολοκλήρωση κάθε διαδικασίας υποδοχής, ο Τρύφωνας αποχωρούσε με τυπικές ευχές για ευχάριστη διαμονή, και πάντα απομακρυνόταν με ανακούφιση, γνωρίζοντας ότι, μετά την απομάκρυνσή του, χρειαζόταν οπωσδήποτε μερικά λεπτά για να ξεκουράσει τους μύες του προσώπου του, από την παρατεταμένη προσπάθεια διατήρησης μιας χαμογελαστής έκφρασης. Τέτοια διαλείμματα ήταν απαραίτητα προκειμένου να είναι και στην επόμενη συνάντηση σε θέση να φαίνεται φιλικός και διαθέσιμος, κάπου εκεί γύρω, σε ένα άλλο βρόμικο (όπως συνήθως) πεζοδρόμιο, στην είσοδο μιας διαφορετικής πολυκατοικίας, όπου θα περνούσε ξυστά από τα εχθρικά βλέμματα των μονίμων κατοίκων, οι οποίοι δεν έδειχναν να εκτιμούν ιδιαίτερα τη φιλικότητά του προς τους εισρέοντες ξένους.

Όταν επιτέλους τελείωνε τη δουλειά της ημέρας, ο Τρύφωνας κατευθυνόταν προς την ημιυπόγεια γκαρσονιέρα του, σε μια γωνιά του κέντρου, σε έναν ενιαίο χώρο χωρίς μοντέρνα έπιπλα ή ευχάριστα χρώματα στους τοίχους, όπου μετατρεπόταν και ο ίδιος σε έναν μόνιμο κάτοικο. Εκεί ζούσε, μερικά μέτρα κάτω από το ύψος του δρόμου, στη βάση μιας μεγάλης γκρίζας πολυκατοικίας, χαμηλότερα από τους ανθρώπους των πάνω ορόφων, οι οποίοι επένδυαν ηχητικά τη μοναξιά του όποτε τύχαινε να χρησιμοποιήσουν το καζανάκι, απελευθερώνοντας κάθε φορά μια σχετικά σταθερή ποσότητα τρεχούμενου νερού στους υπερκείμενους του διαμερίσματος του Τρύφωνα σωλήνες. «Φενγκ σούι, φενγκ σούι! 

Προσελκύει θετική ενέργεια και αφθονία», έσπευδε να αναφωνήσει αστειευόμενος στο άκουσμα του χαρακτηριστικού ήχου ο Τρύφωνας, σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει τις μάλλον αρνητικές εντυπώσεις κατά τις σπάνιες περιπτώσεις που το νερό ακουγόταν ενώ ήταν παρών και κάποιος άλλος. Εκείνος, βέβαια, ελάχιστα θιγόταν. Αντιθέτως, είχε συνηθίσει να του κρατούν συντροφιά οι συνέπειες της λειτουργίας του πεπτικού συστήματος και η κένωση των ουροδόχων κυστών των γειτόνων του. Μερικές φορές, μάλιστα, έπιανε τον εαυτό του να αισθάνεται ακόμη και ανακούφιση –λες και επρόκειτο για τα δικά του σπλάχνα που είχαν εκτελέσει κάποια ενέργεια και όχι των άλλων–, παρά το γεγονός ότι αρκετά συχνά το νερό στους σωλήνες τον ξυπνούσε από πολύ νωρίς το πρωί. 

Ωστόσο, ούτε και για αυτό διαμαρτυρόταν διότι επέμενε πως, επειδή το γουργουρητό στους σωλήνες, μαζί με τον ύπνο, διέκοπτε και τα όνειρά του, τον βοηθούσε να θυμάται το περιεχόμενό τους. Έτσι, είχε τη δυνατότητα να τα σκέφτεται ξαπλωμένος στο ημίδιπλό του κρεβάτι, λίγες στιγμές πριν ξαναβυθιστεί σε λήθαργο νανουρισμένος από τις τελευταίες σταγόνες που ακούγονταν σε κοντινή απόσταση και οι οποίες αυτομάτως ενσωματώνονταν στην πλοκή ενός νέου ονείρου ή την καθόριζαν, μετασχηματιζόμενες στο κελάρυσμα ενός ρυακιού ή στον παφλασμό κάποιου κύματος σε μια μακρινή προκυμαία.

***

Ήταν μεσημέρι παραμονής Χριστουγέννων. Παιδάκια τριγύριζαν στο κέντρο λέγοντας τα κάλαντα, άνδρες και γυναίκες μπαινόβγαιναν στα καταστήματα, και του Τρύφωνα του έμενε να δώσει τα τελευταία κλειδιά της ημέρας σε μια ντόπια γυναίκα που είχε κλείσει διαμονή για μια μόνο βραδιά και φαίνεται πως δεν την πείραζε να αναχωρήσει από το διαμέρισμα ανήμερα Χριστουγέννων, πρωί πρωί, όταν οι υπόλοιποι θα χαλάρωναν – μαζί τους και ο ίδιος, μια που, πέρα από το να ξανασυναντήσει εκείνη για να παραλάβει τα κλειδιά, δεν είχε άλλες προγραμματισμένες υποχρεώσεις.

Έφτασε στο ραντεβού πέντε λεπτά νωρίτερα και βρήκε μια συμπαθητική στην όψη γυναίκα γύρω στα πενήντα να τον περιμένει έξω από την πολυκατοικία. Φορούσε ένα παλτό που έδειχνε να έχει γνωρίσει καλύτερες εποχές και κρατούσε στο χέρι της μια πολύ μικρή –ακόμη και για τις ανάγκες μιας και μοναδικής διανυκτέρευσης– τσάντα. Το βλέμμα της, καθώς την πλησίαζε, του φάνηκε απλανές, ενώ, όταν έφτασε κοντά και τη ρώτησε αν περίμενε εκείνον, εκείνη χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να του απαντήσει γνέφοντας.

«Η κυρία Όλγα Γκιούλη, λοιπόν, Καλώς ήρθατε, είμαι ο Τρύφωνας», της είπε χαμογελαστός. Εκείνη δεν αντέδρασε. «Αν δεν έχετε αποσκευές μπορούμε να ανεβούμε στο διαμέρισμα, στον δεύτερο όροφο. Σας ζητώ συγγνώμη, η κλειδαριά της κεντρικής εισόδου χάλασε μόλις χθες και δεν κατάφερα να πείσω κάποιον κλειδαρά να έρθει. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να ανησυχείτε. Η γειτονιά είναι ήσυχη και η πόρτα του διαμερίσματος είναι ασφαλείας». Εκείνη τον ακολουθούσε με αργές κινήσεις, σιωπηλή, με μια σκοτεινή έκφραση στο πρόσωπο. 

«Έχετε κανονίσει να γιορτάσετε έξω απόψε;» ρώτησε με φιλικό ύφος και από συνήθεια, «Έχω να σας προτείνω διάφορα μέρη στην περιοχή, αν θέλετε». Εκείνη δεν απάντησε αμέσως, σαν να ζύγιζε προσεκτικά τα δύο φωνήεντα και το σύμφωνο που προετοίμαζε να προφέρει: «Όχι». Αμέσως το βλέμμα της σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. «Θα μείνω μέσα». Ο άνδρας μετάνιωσε που είχε ρωτήσει και αισθάνθηκε αδιάκριτος και ανεπιθύμητος – πιο ανεπιθύμητος απ’ ό,τι συνήθως. «Καταραμένες γιορτές», σκέφτηκε και ξεκίνησε να δίνει με γρήγορο ρυθμό τις πληροφορίες για το διαμέρισμα σε εκείνη η οποία έμοιαζε σκεφτική και θλιμμένη, όλο και πιο θλιμμένη, όσο άκουγε για τη σύνδεση του ίντερνετ, για τον θερμοσίφωνα, για τον θερμοστάτη, για το πίσω μπαλκόνι και για μερικά ακόμη θέματα που ήταν προφανές ότι δεν την αφορούσαν καθόλου.

Επιθυμώντας απλώς να τελειώνει, ο Τρύφωνας ολοκλήρωσε τον μονόλογό του με μερικά ακόμη τυπικά λόγια και αποχώρησε με ανακούφιση από το διαμέρισμα. «Καταραμένες γιορτές», μονολόγησε μερικές φορές ακόμη, νιώθοντας το βλέμμα της γυναίκας να τον βαραίνει ακόμη, παρότι είχε ήδη βγει στον δρόμο και απομακρυνόταν με ταχύ βήμα από την πολυκατοικία. Εξακολούθησε να τη σκέφτεται και αφότου έφτασε στο σπίτι, ενώ έκανε ένα ζεστό ντουζ, αλλά και ενώ, μόνος και ξαπλωμένος στο κρεβάτι παρακολουθούσε με αδιαφορία ψευτοεορταστικά προγράμματα και αποσπάσματα από παλιές ταινίες στην τηλεόραση, περιμένοντας να περάσει η ώρα για να βγει και να συναντήσει δυο φίλους σε ένα κοντινό μπαρ, αφού εκεί είχε αποφασίσει πως ήθελε να τον βρουν τα Χριστούγεννα. 

Την ξανάφερε στο μυαλό του ενώ ισορροπούσε σε ένα σκαμπό του μπαρ και έπινε την πρώτη γουλιά μπίρα. Τη φαντάστηκε να κάθεται μόνη στο μικρό διαμέρισμα που της είχε παραδώσει νωρίτερα, με τα θλιμμένα της μάτια καρφωμένα σε έναν βαμμένο με ευχάριστο χρώμα τοίχο, ενώ την ίδια στιγμή στα γύρω διαμερίσματα κάποιοι άλλοι γιόρταζαν ανάμεσα σε φίλους και σε συγγενείς, δίπλα σε στολισμένα δέντρα και πιατέλες με φαγητά και γλυκά. Όχι, καθόλου δεν του είχε αρέσει το βλέμμα της. Είχε πολύ καιρό να δει άνθρωπο να βρίσκεται τόσο μακριά από εκεί όπου φαινόταν να στέκεται το σώμα του, να έχει αναχωρήσει και να έχει αφήσει πίσω ένα άδειο από τον εαυτό του ομοίωμα, ένα άψυχο περίβλημα, σαν τα πουκάμισα των φιδιών που έβρισκε με τα άλλα παιδιά πολλά χρόνια πίσω.

Κόσμος έμπαινε και έβγαινε στο μπαρ. Ο Τρύφωνας είχε μόλις τελειώσει την πρώτη μπίρα της βραδιάς, οι φίλοι του δεν είχαν ακόμη φανεί, και ξαφνικά τα μάτια του καρφώθηκαν στο στάσιμο νερό γύρω από τη βάση του ποτηριού που είχε αφήσει στην μπάρα. Ένα πραγματικά δυσοίωνο συναίσθημα άρχισε να τον κυριεύει. «Έχε γούστο να πάω αύριο να πάρω τα κλειδιά και να τη βρω τέζα εκεί μέσα», σκέφτηκε και αμέσως σχημάτισε την εικόνα της στο μυαλό του: ξαπλωμένη στο γκρι χαλάκι, με το απλανές της βλέμμα, ακόμη πιο άδειο, να κοιτάζει το ταβάνι, νεκρή, περιτριγυρισμένη από τη μοντέρνα διακόσμηση ενός διαμερίσματος για τουρίστες «που επιθυμούν να ζήσουν τις συγκινήσεις της πιο ζωντανής περιοχής της πόλης». 

Η ώρα είχε πάει έντεκα. Οι δικοί του είχαν αργήσει. Σκέφτηκε να αδιαφορήσει και να παραγγείλει ένα ποτό ακόμη, αλλά του ήταν αδύνατο να ξεφύγει από τη σκέψη της. «Όταν φανούν οι μαλάκες πες τους ότι πετάχτηκα κάπου εδώ δίπλα και επιστρέφω», είπε στον μπάρμαν, κοινό φίλο και των τριών τους, πριν φορέσει το μπουφάν του και φύγει βιαστικά.

Στα τρία χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, αλλά εκείνη τη στιγμή του φαινόταν πως ήταν το σωστό. Περπατώντας βρήκε το νούμερο της κυρίας Όλγας Γκιούλη στο τηλέφωνό του και την κάλεσε, εκείνη όμως δεν απάντησε. Ανοίγοντας το βήμα του βρέθηκε σχεδόν να τρέχει, καθώς ήταν πλέον σίγουρος ότι είχε προβλέψει σωστά. Έφτασε στην πολυκατοικία. Η κάτω πόρτα εξακολουθούσε να μη χρειάζεται κλειδί. Μπήκε τρέχοντας στο ασανσέρ και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο. Χτύπησε τρεις φορές το κουδούνι. 

Περίμενε λίγο. Καμία απάντηση. Μάτια ανοιχτά κοιτάζουν τα σημάδια στο ταβάνι χωρίς να μπορούν να τα διακρίνουν. Έβγαλε από την τσέπη τού μπουφάν την αρμαθιά με τα κλειδιά που· για κάθε ενδεχόμενο και από συνήθεια την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Με τρεμάμενα δάχτυλα βρήκε εκείνο που έψαχνε, άνοιξε την πόρτα με δύναμη και μπούκαρε στο διαμέρισμα ακριβώς τη στιγμή που η κυρία Όλγα Γκιούλη έβγαινε από το μπάνιο τυλιγμένη με μια από τις απαλές πετσέτες που ο ίδιος είχε αφήσει νωρίτερα πάνω στο κρεβάτι όπου εκείνη θα περνούσε τη νύχτα. Η γυναίκα ούρλιαξε μόλις τον είδε και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.

 Εκείνος προχώρησε προς το μέρος της για να της εξηγήσει, νιώθοντας ήδη ανακούφιση που δεν της είχε συμβεί κάτι κακό, παρότι τώρα ούρλιαζε πιο δυνατά. Συνεχίζοντας να πισωπατά με γουρλωμένα μάτια, η Όλγα Γκιούλη σκόνταψε στο γκρι γούνινο «shaggy» ελαφρού τύπου αντιολισθητικό χαλί LΟRΥΤΕ 140×210 cm (36,90 €), έχασε την ισορροπία της και άρχισε να πέφτει προς τα πίσω. Η ματιά της γλίστρησε πρώτα στην επιφάνεια ενός πίνακα σε καμβά με σχέδιο εμπνευσμένο από τον Picasso, απόλυτη λύση για χώρους με μοντέρνα στοιχεία διακόσμησης (56,47 €), έπειτα στις αρμονικές γραμμές ενός φωτιστικού οροφής HAANAN Ø35 cm ρατάν, και συνέχισε να πέφτει ώσπου το πίσω μέρος του κεφαλιού της χτύπησε με δύναμη στη μία από τις τέσσερις γωνίες από ένα τραπεζάκι σαλονιού DΡOKKEDAL 75×115 με όψη τσιμέντου (40 €). Το αίμα κύλησε από την πληγή και άρχισε να σχηματίζει μια αργά επεκτεινόμενη κόκκινη κηλίδα στο αφράτο γκρίζο χαλί.

Δύο μέτρα παραπέρα από το ακίνητο σώμα της γυναίκας, ο Τρύφωνας είχε παραλύσει. Η πετσέτα, τραβηγμένη στο πλάι έπειτα από την πτώση της, αποκάλυπτε ένα μέρος του γυμνού της σώματος που ο ίδιος δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα τύχαινε να δει. Τα πάντα είχαν παγώσει εκεί μέσα: το σώμα του, ο χρόνος, ακόμη και οι αιωρούμενοι στον χώρο κόκκοι σκόνης. Τότε όμως χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος και όλα τέθηκαν σε κίνηση ξανά. 

Πλησίασε τρομαγμένος στην πόρτα, νιώθοντας σαν παγιδευμένο ζώο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, δυο φορές πιο γρήγορα από τα λαμπιόνια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο NEBRASKA 120 cm, με 177 κλαδιά από PVC, με μέγιστη διάμετρο 60 cm και μεταλλική βάση (9,99 €) δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Το κεφάλι του γύριζε. Κοιτάζοντας μέσα από το ματάκι της πόρτας είδε μια ανθοδέσμη και πίσω της έναν άνδρα στην ηλικία περίπου της κυρίας που ξάπλωνε στο πάτωμα πίσω του. Το κουδούνι ξαναχτύπησε, ενώ έπειτα από λίγο ένα αφημένο στο τραπεζάκι κινητό τηλέφωνο ακούστηκε να μουγκρίζει δονούμενο, κι αμέσως μετά ακούστηκε, ως ringtone, το γνωστό άσμα «Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας». 

Πλησιάζοντας επιφυλακτικά ο Τρύφωνας το πήρε στα χέρια του, είδε τη φωτογραφία του ανθρώπου με την ανθοδέσμη και από την αναγνώριση της κλήσης στην οθόνη ενημερώθηκε ότι έξω από την πόρτα βρισκόταν ο «Τάσος από Μαγούλα – παντρεμένος». Το τηλέφωνο σταμάτησε κι αμέσως ξανάρχισε να χτυπά, καθώς ο κύριος Τάσος τώρα χτυπούσε ταυτόχρονα το κουδούνι και την πόρτα με τις γροθιές του, ενώ φώναζε «Όλγα, άνοιξε μου, το ξέρω ότι είσαι μέσα!».

Ο Τρύφωνας δεν είχε πια ιδέα τι να κάνει. Σαν υπνωτισμένος, πήγε στο υπνοδωμάτιο, πήρε το απλωμένο στο κρεβάτι φόρεμα της Όλγας Γκιούλη και το φόρεσε. Στη συνέχεια, έφτασε ως την πόρτα, την άνοιξε και έκανε ένα βήμα πίσω. Ο έξαλλος από θυμό άνδρας στεκόταν κάτω από την κάσα και κοιτούσε τον Τρύφωνα ντυμένο με τα ρούχα της γυναίκας που είχε έρθει να συναντήσει. 

Αντικρίζοντάς τον ο Τρύφωνας άρχισε να ουρλιάζει και να οπισθοχωρεί μέχρι που σκόνταψε στο ίδιο γκρι χαλάκι και άρχισε να πέφτει, σε αργή κίνηση, για να χτυπήσει τελικά το κεφάλι του στη γωνία στο τραπεζάκι και το βλέμμα του να καρφωθεί στην οροφή, λίγο παραδίπλα από το κρεμαστό φωτιστικό. Δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου και αισθανόταν πιο μόνος από ποτέ. Ύστερα τα πάντα σκοτείνιασαν για ένα απροσδιόριστης διάρκειας χρονικό διάστημα.

Όταν ο Τρύφωνας ξανάνοιξε τα μάτια του βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι τού ημιυπόγειου διαμερίσματός του και στην τηλεόραση έπαιζε μια παλιά ταινία για όλη την οικογένεια. Ξαφνικά κατάλαβε τα πάντα. Ένα αίσθημα ανακούφισης απλώθηκε αργά στο σώμα του σαν αναισθητικό που μόλις ξεκινούσε να λειτουργεί, καταπραΰνοντας κάθε αγωνία. «Καταραμένες γιορτές», μουρμούρισε ξεφυσώντας και αμέσως τον έπιασε ένα νευρικό γέλιο, που διακόπηκε απότομα από τον ήχο του κινητού του τηλεφώνου. 

Άπλωσε το χέρι του να απαντήσει, σίγουρος ότι επρόκειτο για κάποιον από τους δυο φίλους που είχε στήσει στο αγαπημένο του μπαρ. Mόλις, ωστόσο, κοίταξε την οθόνη, η συσκευή του γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα, από όπου συνέχισε να ακούγεται όση ώρα από την άλλη πλευρά συνέχιζε επίμονα να τον καλεί ο «Τάσος από Μαγούλα – παντρεμένος»… 

 

* Ο Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε στην Καβάλα. Το Τέλος πάντων είναι το τέταρτο βιβλίο του μετά το Κομπλεξικό (2016) και τις συλλογές φωτογραφηγημάτων Παραχαράκτης (2019, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος - Νουβέλας 2020) και Δεσμοφύλακας (2022).

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου