ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (Ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα)

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Μια αχτίδα του πρωινού ήλιου μπήκε κρυφά από μια γρίλια του παράθυρου και την χτύπησε ίσια στα μάτια.
Τραβήχτηκε ενοχλημένη για να την αποφύγει, μα ήταν μάταιο. Είχε ήδη ξυπνήσει.
Ένιωσε το κεφάλι της βαρύ. Είχε την αίσθηση πως ήταν καρφωμένη στο κρεβάτι.
Άνοιξε με κόπο τα μάτια της, μα τα ξανάκλεισε αμέσως, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου
Έφερε την παλάμη στο μέτωπο, της φάνηκε πως είχε πυρετό.
Από το διπλανό δωμάτιο άκουσε την τραχιά φωνή του πατέρα. Θα πρέπει να είχε μόλις
γυρίσει από το άρμεγμα κι ήταν όλο νεύρα, όπως πάντα άλλωστε.
- Ανάθεμά σε, τον άκουσε να φωνάζει, φαρμάκι τον έκανες πάλι!
Η Μαρία έφερε στο νου της τη σκηνή. Μια σκηνή, που ούτως ή άλλως επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα.
Πότε ο καφές θα είναι πικρός, πότε το ψωμί ξερό, και πότε απλά τον ενοχλεί η παρουσία τους.
Ευχαρίστησε την τύχη της που δεν βρισκόταν εκεί!
Αυτός ο άνθρωπος της ενέπνεε έναν ασυναίσθητο φόβο.
Τι κι αν ήταν πατέρας της; Μήπως της έδειξε ποτέ την αγάπη του;
Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν ένιωσε ποτέ αγάπη για κάποιον.
-Που είναι αυτή; Τον άκουσε να φωνάζει και πάλι,
μ΄εκείνον τον τρόπο που της έκοβε τα γόνατα.
- Δεν ήταν στα συγκαλά της από βραδύς, μουρμούρισε η μάνα, ασ΄την να κοιμηθεί λίγο.
-Στο διάολο, ούρλιαξε ενώ ταυτόχρονα έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και την άνοιξε.
Η Μαρία ανασήκωσε τα σκεπάσματα ως το σαγόνι και τον κοίταξε σα φοβισμένο αγρίμι.
Τράβηξε με βία τις κουβέρτες και την άρπαξε από τους ώμους.
- Μπρος τσούλα, σήκω! Πουτανιές σε μένα δεν περνάνε!
Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Το κορμί της πονούσε ολόκληρο.
Τελικά, σφίγγοντας τα δόντια, ανακάθισε στο κρεβάτι.
Ο πατέρας στεκόταν μπροστά της και την περίμενε να σηκωθεί.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον διώξει. Θα ήταν μάταιο όπως πάντα Σηκώθηκε αργά-αργά, έβγαλε το νυχτικό της κι άρχισε να ντύνεται.
Κι εκείνος πάντα εκεί να την παρακολουθεί ξεδιάντροπα. Ένιωσε μιαν απέραντη αηδία γι΄αυτόν τον άνθρωπο!
Η μάνα είχε ήδη σερβίρει το πρωινό: Ζεστό γάλα, παξιμάδια και τυρί. Κάθισε στην παλιά ξύλινη καρέκλα, έκανε το Σταυρό της και ήπιε μια γουλιά γάλα.
Ο πατέρας, καθισμένος στο χαμηλό σκαμνί, έδενε τα κορδόνια του.
- Μην αργήσεις, της είπε μαλακά, τόσο που την ξάφνιασε, έχουμε πολύ δουλειά στο χωράφι.
Πήρε την τραγιάσκα του απ΄το μπαούλο, τη φόρεσε και βγήκε.
Η Μαρία ανάσανε με ανακούφιση. Επιτέλους θα ξέφευγε, έστω και για λίγο, από τη βασανιστική του παρουσία.
Κοίταξε με συμπόνοια τη μάνα. Ούτε σαράντα χρονών κι έμοιαζε τουλάχιστον για εξήντα. Τα δεκαπέντε χρόνια δίπλα στον τύραννο, βάραιναν στους ώμους της, τουλάχιστον διπλάσια. Εξακολουθούσε όμως να είναι όμορφη παρ΄όλα αυτά! Άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε το μάγουλο. Εκείνη χαμογέλασε γλυκά.
-Είσαι καλύτερα σήμερα μωρό μου; τη ρώτησε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Δεν ήθελε να τις φορτώσει κι άλλες στενοχώριες.
 -Μόνο κάνε γρήγορα, μην σ΄αποπάρει πάλι, ο καταραμένος! Μα σαν συλλογίστηκε πως
ξεστόμισε βλαστήμια, σταυροκοπήθηκε φοβισμένη. -Ήμαρτον Κύριε, μουρμούρισε! Κι ύστερα, σαν για ν΄αποδιώξει την κακιά σκέψη. “Να ντυθείς καλά Μαριγώ μου! Ο καιρός είναι κρύος ακόμα”!
Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του κοριτσιού. Της άρεσε να τη φωνάζουν Μαριγώ. Απόσωσε την κούπα με το γάλα και σηκώθηκε. Φίλησε τη μάνα, φόρεσε το μπουφάν της και βγήκε.
-Στο καλό παιδί μου, την κατευόδωσε η Βασίλαινα, η Παναγιά μαζί σου!
Ένα σμάρι σπουργίτια πέταξαν ξαφνιασμένα, καθώς η Μαρία έκλεισε πίσω της τη σιδερένια αυλόπορτα. Ένας υπέροχος ήλιος έλουζε ήδη το χωριό, ντύνοντας το με χρυσαφιές ανταύγειες. Οι ανοιξιάτικες μυρωδιές μεθούσαν το μυαλό και την ψυχή. Η ελληνική φύση μοίραζε και πάλι απλόχερα τις ομορφιές της! Η Μαρία ανάσανε βαθιά. Ο καθαρός αέρας της έκανε καλό. Η πρωινή αδιαθεσία της, είχα σχεδόν υποχωρήσει. Μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, σταυροκοπήθηκε ευλαβικά. Ο παπά-Λευτέρης τη χαιρέτησε χαμογελώντας.      
 -Καλή σου μέρα Μαριγώ! Ο Θεός μαζί σου!
-Καλημέρα πάτερ! Την ευχή σου.
Το παλιό λεωφορείο ήταν ήδη στη μικρή πλατεία, περιμένοντας τα σχολιαρόπαίδια. Κοντοστάθηκε, κι ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό. Τα ζήλευε αυτά τα παιδιά. Φέτος θα πήγαινε στη δευτέρα λυκείου, αν εκείνη η δισκοπάθεια, δεν κρατούσε τη μάνα τρεις μήνες στο κρεβάτι. “Του χρόνου το δίχως άλλο”, συλλογίστηκε, “το δίχως άλλο”!
Χαμένη καθώς ήταν στις σκέψεις της δεν αντιλήφτηκε την Καλλιόπη που την πλησίασε αθόρυβα.
-Μπαμ! Της φώναξε ξαφνικά, κι η Μαρία ίσα που κατάφερε να μην σωριαστεί, από την τρομάρα της. -Θεότρελη, τη μάλωσε, με κατατρόμαξες πρωί πρωί!
Η Καλλιόπη την αγκάλιασε από τους ώμους, σκασμένη στα γέλια.
-Χρειάζεται και καμιά πλακίτσα πότε πότε! Ξυπνάνε τα αίματα βρε αδερφέ! Περπάτησαν μαζί ως το λεωφορείο.
-Τυχερούλα, την πείραξε η Καλλιόπη, νά ξερες από τι μπελάδες  γλίτωσες φέτος! Ζορίστηκαν πολύ τα πράγματα φέτος. Σφίξανε πολύ σου λέω, μην τα συζητάς!
-Μην το λες, τη διέκοψε η Μαρία. Μ΄αρέσει το σχολείο. Δεν ξέρεις πόσο θα ήθελα να ερχόμουν μαζί σας!
-Ωχ καημένη, την αποπήρε η Καλλιόπη, έχουν δίκιο μου φαίνεται, που σε λένε σπασίκλα!
 Χαιρετηθήκανε μ΄ένα φιλί, κι η Μαρία απόμεινε να κοιτάζει το λεωφορείο, ώσπου χάθηκε από τα μάτια της. Αναστέναξε βαθιά, κι ύστερα πήρε αργά το δρόμο για το χωράφι.

 Το καφενεδάκι του Λουκά, απέναντι από την εκκλησία, είναι ακόμα κλειστό. Ο Μανόλης ο Γιαννιός κι ο Αποστόλης ο Δεσύλας, στέκονται όρθιοι μπροστά στην κλειστή πόρτα.
-Τι να έπαθε ρε τούτος, μίλησε πρώτος ο Μανόλης, εφτάμιση η ώρα και να μην έχει ανοίξει ακόμα! -Θα τον βάρεσε η ρακή από ψες το βράδυ, χασκογέλασε ο Αποστόλης, μια κανάτα ήπιε ο αθεόφοβος!
 Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του κι ο Λουκάς ο καφετζής, ξεπρόβαλε από τη γωνία.
-Ίντα έπαθες ρε Λουκά; Σε πλακώσανε μαθές τα σκεπάσματα; του φώναξε ο Αποστόλης.
 -Συμπαθάτε με παιδιά, μάτι δεν έκλεισα όλη τη νύχτα, του απάντησε κουρασμένα και γύρισε βιαστικά ν΄ανοίξει, για να κρύψει τα βουρκωμένα του μάτια.
-Τι συμβαίνει ρε Λουκά, τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Μανόλης και τον άρπαξε απ΄το μπράτσο, κλαις ρε;
-Η κυρά μου παιδιά, ξέσπασε δακρυσμένος, δεν είναι καλά! Κανείς τους δεν μίλησε πια. Ο Αποστόλης άναψε τσιγάρο και φύσηξε ψηλά τον καπνό.
“Κωλοαρρώστια”, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
Κάθισαν απέξω στο τραπεζάκι που τους έβγαλε ο Λουκάς, αμίλητοι, στεγνοί, σαν να κλαίνε δικό τους άνθρωπο. Και σάμπως δεν είναι δικός τους άνθρωπος η κυρα Φωτεινή; Όλο το χωριό, δικό του άνθρωπο τη θεωρεί!
-Κρίμα γαμώτο, κρίμα τη γυναίκα, έσπασε τη σιωπή ο Μανόλης, ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου!
  Γιατί τέτοια αδικία, Θεέ μου; 
Ο Λουκάς τους έφερε τους καφέδες και κάθισε κοντά τους.
“Κάτι πρέπει να κάνω παιδιά”, τους είπε και τα μάτια του πέταξαν σπίθες,”δεν μπορώ να την αφήσω να λιώνει έτσι , σαν το αγιοκέρι! Θα τα πουλήσω όλα, χωράφια, κτηνά, το μαγαζί, όλα! Θα την πάω στην Αθήνα, στην Αγγλία, στην Αμερική! Δεν μπορώ να την βλέπω έτσι”!                
 “Έχεις δίκιο Λουκά”, μίλησε μετά από αρκετή ώρα ο Μανόλης, “γυναίκα σου είναι και την πονάς.   Μα το ξέρεις δα, ο ξορκισμένος έχει προχωρήσει πολύ και δεν έχει γιατριά πια! Κάνε κουράγιο, που ξέρεις πάλι,
ο Θεός είναι μεγάλος”!                                                                
“Ναι μωρέ”, πετάχτηκε κι ο Αποστόλης, “θα τη λυπηθεί δε γίνεται! Αυτή είναι άγιος άνθρωπος”!                              
 Ο Λουκάς σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, θαρρείς σα σε βουβή προσευχή, κι ύστερα σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού                                            
“Εκείνο που με τρώει τούτη την ώρα, είναι που την αφήνω μονάχη όλη μέρα! Δε λέω, ο Θεός να τις έχει καλά τις γειτόνισσες, την προσέχουν όσο μπορούν! Μα κι αυτές έχουν τα σπιτικά τους, τις δουλειές τους”.                              
Ο Αποστόλης κάτι πήγε να πει, μα το μετάνοιωσε αμέσως.
Τι οφελούνε οι παρηγοριές, σαν δεν έχουν να προσφέρουν καμιά βοήθεια;                                                                  
Ο Λουκάς σηκώθηκε αργά και μ΄ένα βρεγμένο σφουγγάρι, βάλθηκε να καθαρίζει τα τραπέζια.
“Ώρα καλή σας παλικάρια”, χαιρέτησε ο παπα Λευτέρης τους δυο φίλους και κάθισε στο τραπέζι τους.                    
“Καλημέρα παπά”, αντιχαιρέτησαν μ΄ένα στόμα.                  
 “Συννεφιασμένους σας βλέπω σήμερα. Ίντα΄χεται”;                
 “Η κυρά Φωτεινή”, είπε.                                          
“Χειροτέρεψε ε”                                                                  
“Αστα να πάνε παπά', ξανάπε ο Αποστόλης, “μας αφήνει χρόνους όπου νάναι”!
Ο Μανόλης σηκώθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε.
“Έρχομαι σε δυο λεπτά”, είπε.
“Που πας”, τον ρώτησε ο Αποστόλης.
“Κάτι έχω στο νου μου”, απάντησε και έφυγε βιαστικά.
Ο παπα Λευτέρης χτύπησε τα χέρια του.
“Έρχομαι παπά μου”, του φώναξε ο καφετζής από μέσα, “έτοιμο τον έχω”.
“Ώρες ώρες συλλογιέμαι τι θα απογίνω, αν κούφια η ώρα, πάθω κάτι”, είπε ξαφνικά ο Αποστόλης. “Παιδιά σκυλιά δεν έχω, ένα κουφάρι έρημο είμαι. Ο Θεός να φυλάει”!
“Κανένα δεν αφήνει ο Θεός Αποστόλη”, τον παρατήρησε αυστηρά ο παπάς.                                                                    
  “Ούτε φύλο δεν πέφτει απ΄το δεντρί χωρίς το θέλημά του”!                
 “Το ξέρω παπά, το ξέρω, μα να όταν βλέπω τέτοια πράγματα”.                                                            
 “Δοκιμασίες είναι Αποστόλη, μας δοκιμάζει ο Θεός και δεν πρέπει να βαρυγκομούμε”!
Ο Αποστόλης δεν μίλησε άλλο. Δεν είχε όρεξη τούτη την ώρα για θεολογίες και τα τέτοια.
Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της κυράς του.
Την φαντάστηκε στο γάμο τους, ψηλή, όμορφη, με τα κατάμαυρα μαλλιά της χυτά πάνω στους ώμους, πιασμένα με ένα μπουκετάκι λεμονανθούς.
Χαμογελούσε ευτυχισμένη, καθώς στηριγμένη στο μπράτσο του πατέρα της, ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας.
Ένας άγγελος ήταν έτσι ντυμένη στα κάτασπρα. Μα οι άγγελοι δεν είναι φτιαγμένοι για τούτη τη γη, και έτσι στο χρόνο επάνω έφυγε για ν΄ανταμώσει τους άλλους αγγέλους.
Πνευμονία είπαν, σε μια βδομάδα πέταξε.
Τριάντα χρόνια τώρα, νύφη την φέρνει στο μυαλό του.
Γέρασε, άσπρισε, κουράστηκε, μα εκείνη πάντα νυφούλα 22 χρονών!
Δεν ξαναπήγε με γυναίκα. Του προξένεψαν πολλές. Όμορφο παληκάρι ήταν, καλοβαλμένο. Μα εκείνος εκεί πιστός στο όνειρό του. Σαν να μην ήθελε να μαγαρίσει τον άγγελό του!
Ένας βαθύς αναστεναγμός του ξέφυγε, καθώς ξανάρθε στην πραγματικότητα.
“Που ταξίδευες πάλι ευλογημένε”; τον ρώτησε ο παπα Λευτέρης.
“Στους ουρανούς παπά μου”, του είπε και το βλέμμα του είχε κάτι το απόκοσμο. “Στους ουρανούς”!


   Ο πολύχρωμος κόκορας με το στητό παράστημα, βάλθηκε να  διαλαλεί την κυριαρχία του στο κοτέτσι. Ένα γύρο οι κότες τσιμπούσαν τα καλαμπόκια που τους πετούσε η Βασίλαινα.                                                                      
“Έλα καυχησιάρη”, τον μάλωσε χαϊδευτικά, “το ξέρουμε δα πως είσαι ο άρχοντας εδώ μέσα”!                                
 Έριξε και τους υπόλοιπους σπόρους, γέμισε νερό τις ποτίστρες και μάζεψε τα αυγά στην ποδιά της.        
Καθώς έβγαινε από το κοτέτσι άκουσε τη φωνή του Μανόλη να τη φωνάζει.                                        
 “Βασίλαινα, που είσαι ρε ξαδέρφη”;                                        
“Καλώς τον Μανόλη”, του φώναξε, “κόπιασε μέσα”.          
 “Δεν ήρθα για επίσκεψη μάτια μου, μα μια ρακή θα την πιω”!                                                                                      
Μπήκαν στο σπίτι και η Βασίλαινα απίθωσε τα αυγά στο τραπέζι. Ύστερα έφερε την κανάτα και τα ρακοπότηρα.
“Ένα ποτηράκι θα το πιω και εγώ ξάδερφε”!                          
Γέμισε τα ποτήρια.                                                                
 “Στην υγειά μας”!                                                                        
“Στις χαρές της Μαριγώς σου”!                                                        
Το ήπιαν μονορούφι.                                                                      
 “Μωρέ Βασίλαινα”, αρχίνησε ο Μανόλης, “κάτι θέλω να σου πω, μα μού΄ρχεται δύσκολο”.               
 “Σε καλό σου Μανόλη! Ξένοι είμαστε μαθές”;  

Ξαναγέμισε το ποτήρι του και άναψε τσιγάρο, σαν να ήθελε να κερδίσει χρόνο.                                                      
“Είσαι καλός άνθρωπος ξαδέρφη, πονόψυχη, θα καταλάβεις”.                                                                   
Στριφογύρισε στην καρέκλα του, τίναξε τη στάχτη στο τασάκι. Δίστασε, εν τέλει το πήρε απόφαση.                                
“Η κυρά Φωτεινή”, είπε, “είναι χάλια”!
Το ξέρω. Χτες το απόγευμα πήγα. Ένα κουρέλι απόμεινε η κακομοίρα”!                                        Κάτι πρέπει να κάνουμε ξαδέρφη, Τούτες τις στερνές ώρες να μη μένει μονάχη”.                                 “Έχεις δίκιο Μανόλη, μα ποιος να συντρέξει; Άντε μιαν ώρα να πας, δύο, ύστερα”;                             “Αυτό θέλω να σου πω. Εσείς γυναίκες είσαστε, όλα από τα χέρια σας περνάνε, δεν έχετε χρόνο. Εμείς πάλι άχρηστοι μέσα στο σπίτι! Τι να προσφέρουμε στην έρημη; Γιαυτό κάτι σκέφτηκα,
να με συμπαθάς δεν είναι κι εύκολο”. 
 “Πες το Μανόλη κι αν βοηθάει να το κάνουμε. Ψυχικό είναι, να βοηθήσουμε”! “ Η Μαριγώ”, είπε ξερά ο Μανόλης και σταμάτησε για να δει τις αντιδράσεις Σάλεψε στην καρέκλα η Βασίλαινα. 
 ”Η Μαριγώ”, επανέλαβε σαν αντίλαλος. “ Ναι κυρά μου”, την ενθάρρυνε, Δεν πάει σχολείο φέτος. Άξια είναι, συντρέχτρα, θα τα καταφέρει! Κι ύστερα ο μπαρμπα Λουκάς τον έχει τον τρόπο του, δεν θα την αφήσει έτσι”!       
 “Αυτό να μην το ξαναπείς”, τον αποπήρε οργισμένη, “αν είναι να βοηθήσουμε δεν θα το κάνουμε για τους παράδες”
-------------------------------------------
Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Ένας καθάριος ανοιξιάτικος ήλιος, που έλουζε με φως και χρώματα, το όμορφο κυκλαδονήσι. Η Μαριγώ κουβαλούσε με τον κουβά νερό από τη στέρνα και γέμιζε τις ποτίστρες των ζώων. Οι αγελάδες ανέμελες βοσκούσαν το φρέσκο χορτάρι. Ένα μικρό μοσχαράκι χοροπηδούσε δίπλα στη μητέρα του. Ήταν μόλις δέκα ημερών! Η Μαριγώ του χάιδεψε το λαιμό. Πιο πέρα, στην άκρη του χωραφιού,ο Βασίλης, γυμνός από τη μέση και πάνω, έσκαβε με την αξίνα. Στάλες ιδρώτα λαμπύριζαν πάνω στο καλοφτιαγμένο του κορμί. Η Μαριγώ απόμεινε να τον κοιτάζει με θαυμασμό. Τέτοιο φανταζόταν τον άντρα που θα έπαιρνε. Λεβέντη, με στιβαρά μπράτσα και πλάτες αντρίκειες, δυνατές, να μη λυγίζουν στα βάρητα! Πήρε την κανάτα με το νερό και τον πλησίασε.
Διψάς”;
Εκείνος παράτησε την αξίνα καταγής, πήρε την κανάτα από τα χέρια της και ήπιε αχόρταγα. Άμα ξεδίψασε, έριξε στις χούφτες και έπλυνε το πρόσωπό του. “Κάτσε να ανασάνουμε μια στάλα”. Κάθισαν κάτω από τη γέρικη ελιά. Η Μαριγώ έβγαλε την πετσέτα με το προσφάι.Έφαγαν αμίλητοι. “Αύριο λέω να κατέβω στη Χώρα”, είπε ξαφνικά, “έχω κάτι δουλειές στο συνεταιρισμό. Θες να έρθεις μαζί μου”;
Τι σόι άνθρωπος είναι”, συλλογίστηκε η Μαριγώ, διάβολος είναι μα ώρες ώρες μεταμορφώνεται σε άγγελο”. Ποτέ δεν την κανάκεψε σαν πατέρας, ποτέ δεν την φώναξε με το όνομά της και καλή κουβέντα δύσκολα βγαίνει από το στόμα του. Ήθελε να τον αγκαλιάσει, να κλάψει στο στήθος του, να τον μαλακώσει! Να γίνει, έστω και τώρα ο πατέρας , που τόσο της έλειψε όλα αυτά τα χρόνια. “Γιατί με αποφεύγεις”, της είπε με φωνή που δύσκολα καταλάβαινες αν έκρυβε παράπονο ή οργή. Φοβήθηκε πως θα ξαναγίνει ο αγριάνθρωπος που γνώριζε. “Δεν σ΄αποφεύγω”, είπε μόνο.
Με αποφεύγεις! Ώρες ώρες θαρρώ πως με μισείς κι όλας!Γιατί; Σκοτώνομαι όλη μέρα για να μην σου λείψει τίποτα”! 
 “Όχι δεν σε μισώ”, θέλησε να του φωνάξει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. “Θέλω να σ΄αγαπήσω, μα δεν μου δίνεις την ευκαιρία”!  
    Άπλωσε το χέρι να την αγκαλιάσει, μα η Μαριγώ τραβήχτηκε ξαφνιασμένη. Συννέφιασε, αγρίεψε το μάτι του! Του ήρθε να την αρπάξει απ΄το μαλλί και να της αστράψει δυο χαστούκια.Τελικά έδωσε τόπο στην οργή. Σηκώθηκε και πήρε πάλι την αξίνα. Άρχισε να κτυπά το χώμα δυνατά, με μανία, σάμπως αυτό να έφταιγε για το φέρσιμο της μικρής. Το μυαλό του θολό ακόμα από την οργή, δεν μπορούσε να χωρέσει την συμπεριφορά της!“Γιατί να μου φέρεται έτσι, διάολε! Πατέρας της είμαι! Κι αν πω και μια κουβέντα παραπάνω, τι”; Συλλογίστηκε απορημένος.
Έφερε στο νου του τον καιρό που ήταν μικρή. Ποτέ δεν έκρυψε πως προτιμούσε αγόρι. Άλλο πράγμα ο γιος έλεγε, αλλά το πήρε απόφαση. Αυτά τα κανονίζει ο Μεγαλοδύναμος! Προσπάθησαν να κάνουν κι άλλο παιδί όμως δεν τα κατάφεραν ώσπου πέρασαν τα χρόνια και κουράστηκαν να περιμένουν. Δεν τα έβαλε ποτέ με τη γυναίκα του. Κακότροπο τον λένε, άγριο, μα άδικο κανείς δεν βρέθηκε να τον πει. Με τη μοίρα τα έβαλε ναι, και με τον Θεό πολλές φορές!”Δεν τα μοιράζει δίκαια”, έλεγε, “σε άλλους δίνει του Αβραάμ τα καλά και σε άλλους του Ιώβ τα βάσανα”! Μα τους ανθρώπους ποτέ δεν τους συνερίστηκε. 
Κουβάρι γύριζαν στο μυαλό του οι σκέψεις, καθώς ο θυμός του λίγο λίγο ημέρευε. Θυμήθηκε τον καιρό που η Μαριγώ αρχίνησε τα πρώτα της λογάκια. Ίλη τον φώναζε κι αυτός καμάρωνε. Έτρεχε να τον αγκαλιάσει καθώς γυρνούσε το απόγιομα κατάκοπος..απέφευγε είναι η αλήθεια να παίζει μαζί της και να της δείχνει την αγάπη του.“Αυτά είναι γυναικείες δουλειές¨, έλεγε. “Μα αυτό τι σημαίνει πως δεν την αγαπώ; “Φωτιά να πέσει να με κάψει”! Μικρό παλικαράκι ήταν όταν γεννήθηκε. Μόλις απολύθηκε από τον στρατό παντρεύτηκε, και στο χρόνο επάνω την σκάρωσαν. Εικοσιτεσσάρων χρονών έγινε πατέρας. Νέος ήταν κι η καρδιά του πετούσε. Ήθελε κι αυτός να βγει, να γλεντήσει με τους φίλους, να πιει. Μα έσφιξε την καρδιά του. Στρίμωξε τις επιθυμίες βαθιά μέσα του κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Όλοι έχουν να το λένε στο χωριό, πως είναι ο καλύτερος νοικοκύρης. Λεφτά πολλά ποτέ δεν απόκτησε, όμως τα πρεπούμενα πάντα υπήρχαν κι όλο και κάτι έμενε στην πάντα για δύσκολες ώρες.
 Έβγαλε από την τσέπη το μαντήλι και σκούπισε το μέτωπό του. Βαριανάσαινε από την προσπάθεια. Τα χέρια του είχαν μουδιάσει πια. Έμεινε για λίγο ακουμπισμένος στην αξίνα να συνεφέρει. Το μάτι του έπεσε στη Μαριγώ. Ζαλωμένη ένα δεμάτι άχυρα προχωρούσε παραπατώντας από το βάρος. “Όμορφη είναι”, συλογίστηκε , “γλυκιά, σπαθάτη, κι έγινε γυναίκα πια. Όπου να΄ναι θα βρει το δρόμο της, θα φύγει”. Τούτη η σκέψη τον βασάνιζε τελευταία. Τα παλληκάρια του χωριού, μόλις έβγαζαν τρίχα στο απανόχειλο έπαιρναν των ομματιών τους! Άλλος στα καράβια, άλλος στη Χώρα κι άλλοι, οι πιο πολλοί στην Αθήνα. Δυο τρία είχαν απομείνει πια εδώ, και τα κορίτσια πολύ περισσότερα! Δεν ήθελε να τη χάσει. Η Αθήνα είναι μακρυά και είναι άσχημη, τσιμεντένια, βαριά δίχως ήλιο. Όχι δεν θα την άφηνε να φύγει!          
   Εδώ θα μείνουμε”, πείσμωσε, “θα βγάλουμε ρίζες σε τούτα τα χώματα”! Πήρε κουράγιο από τις ίδιες του τις σκέψεις. Έβγαλε τα τσιγάρα του και άναψε ένα. Δεν κάπνιζε πολύ, όμως τρία-τέσσερα την ημέρα τα αποζητούσε. 
 Η Μαριγώ ένοιωσε το βλέμμα του πάνω της. Παράτησε το δεμάτι μπροστά στο στάβλο και γύρισε προς το μέρος του. ”Τελείωσες”; τη ρώτησε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. 
 “Τότε τράβα”, της είπε ήρεμα. Κίνησε να φύγει. “Που΄σαι”, της ξαναφώναξε,“Πέρνα κι απ τη γιαγιά, μην και χρειάζεται τίποτα”. 
 Πήρε αργά η Μαριγώ το δρόμο πίσω για το χωριό. Τα μάτια της πονούσαν από τον ήλιο και τον πυρετό που ξαναγύριζε. Βαριά ήταν η ψυχή της. Είχε δεν είχε τον αγρίεψε πάλι! Δεν ήθελε να γίνει έτσι., ήθελε να φιλιώσουν, να πάψουν επιτέλους να τρώγονται σαν τα σκυλιά! “Ποιος δαίμονας μπαίνει πάντα ανάμεσα μας την τελευταία στιγμή”; αναρωτήθηκε με θλίψη. Πόσο όμορφη θα γινόταν η ζωή τους, αν μπορούσαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο! Η ζωή στο χωριό, της αρέσει και δεν θα την άλλαζε με τίποτα! Δυο φορές που κατέβηκε στην Αθήνα, δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει πίσω. Της άρεσε να παίρνει τα μονοπάτια και να χάνεται στα χωράφια με τις παπαρούνες και τα θυμάρια. Να μυρίζει το χώμα μετά από τη φθινοπωριάτικη μπόρα. Να κάθεται με τις ώρες μπροστά στο τζάκι και να κοιτάζει σαν υπνωτισμένη τα ξύλα να τριζοβολάνε, τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Όλα όσα μαγεύουν τα κορίτσια της ηλικίας της, την αφήνουν παγερά αδιάφορη. Στη Χώρα, εκτός από τις ώρες του σχολείου, σπάνια κατεβαίνει. Ακόμα κι ο έρωτας φαντάζει γι΄αυτήν σαν κάτι το πολύ μακρινό. Αισθάνεται αμήχανα, όταν ακούει την Καλλιόπη να της αραδιάζει όλες αυτές τις ιστορίες για τα αγόρια που ερωτεύεται. Και ερωτεύεται πολύ συχνά, είναι η αλήθεια! Όχι πως δεν θα ήθελε να γνωρίσει ένα αγόρι που να της αρέσει. Να κάνουν παρέα, να το αγαπήσει! Μα τέτοιο αγόρι μέχρι σήμερα δεν έτυχε να συναντήσει. Της άρεσαν και τα γράμματα, όχι πως ήθελε να σπουδάσει, μόνο να τελειώσει το λύκειο. Ο κοινοτάρχης ο κυρ Παύλος, της το έχει τάξει να την κάνει γραμματέα της κοινότητας, κι αυτή η θέση απαιτεί απολυτήριο λυκείου. 
 Είχε πια φτάσει στα πρώτα σπίτια του χωριού. Το μικρό σπιτάκι της γιαγιάς, χωμένο μέσα στις μπουκαμβίλιες, έμοιαζε να έχει βγει λες, από τα παραμύθια που της έλεγε, όταν την ντάντευε στα γόνατά της. Καθόταν στην βεράντα και κεντούσε. Χρόνια ολόκληρα τη θυμάται με ένα βελονάκι στο χέρι. Πάντοτε απορούσε τι έκανε όλα αυτά τα κεντήματα! Την είδε και το πρόσωπό της έλαμψε. “Καλώς την κοπελιά μου”! την χαιρέτησε, “Κόπιασε”!
Έπεσε στην αγκαλιά της και τη φίλησε γλυκά. Μοσχομύριζε σαπούνι και κολόνια λεμόνι. “Τι κάνεις γιαγιά”; τη ρώτησε, “πως τα περνάς”; “Δόξα νά΄χει ο Θεός παιδί μου! Καλά είμαι, μόνο τούτο το ρημάδι το πόδι μου με σφάζει, κάθε που αλλάζει ο καιρός”! Είχε μιαν αναπηρία στο δεξί της πόδι. Ένα παλιό σπάσιμο όταν ήταν ακόμα παιδούλα, της άφησε το κουσούρι. Γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό, μια πρακτική την γιατροπόρεψε. Στραβόπιασε το σπάσιμο κι έμεινε έτσι. Σηκώθηκε αργά και κούτσα κούτσα κίνησε για την κουζίνα. “Κάτσε να σε φιλέψω λεμονάδα”, της είπε, “Σου αρέσει ακόμα, έτσι δεν είναι”; “Μην κουράζεσαι για μένα γιαγιά. Βάζω και μόνη μου”! “Σε καλό σου κόρη μου! Δεν είμαι και ντιπ άχρηστη ακόμα”, της είπε χαμογελώντας. Έφερε τη λεμονάδα. Φρέσκια, σπιτική. “Στην υγειά σου γιαγιά”! “Στις χαρές σου Μαριγώ μου”!       
Ήπιε το κέρασμα μονορούφι. Δρόσεψε το κορμί της που έκαιγε από τον πυρετό. 
 “Λοιπόν γιαγιά, τι νέα”; 
 “Όπως τα ξέρεις καλή μου. Πορεύομαι και πάω. Δεν έχω παράπονο! Εσείς τι κάνετε; Η μαμά”; “Καλά είναι”. 
 “Την έχασα¨, παραπονέθηκε, “έχω να τη δω δυο βδομάδες τώρα. Στην εκκλησιά ανταμωθήκαμε τελευταία φορά”. 
 “Μην την παρεξηγείς”, τη
δικαιολόγησε η Μαριγώ, “Κι αυτή με το ζόρι στέκει από τη μέση της”! “Ας είναι καλά κι ας μην τη βλέπω. Για τον Βασίλη δεν ρωτώ, τον βλέπω που περνά πρώι- μεσημέρι¨. 
 Ξάφνου εκεί που μιλούσε, έπεσε το μάτι της στο φάκελο πάνω στο τραπέζι. “Αχ κοπέλα μου, μυαλό που τό΄χω!, παραλίγο να το ξεχάσω”! Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα γράμμα. “Από το δικηγόρο τον Ευσταθίου είναι”, είπε, “αλλά πολύ γραμματιζούμενα τα γράφει και δε βγάζω νόημα! Ρίξε να χαρείς και συ μια ματιά”! Το διάβασε προσεκτικά. Είχε να κάνει με τα κληρονομικά, που άφησε κουβάρι πίσω του ο παππούς.Της τα εξήγησε όσο μπορούσε καλύτερα. “Μέγας είσαι Κύριε”! απόρησε η γρια, “Τέσσερα χρόνια πεθαμένος ο μακαρίτης κι ακόμα δε λένε να βρούνε άκρη”!
Η Μαριγώ χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι. Τότε ήταν που είδε με την άκρη του ματιού της τη φωτογραφία στο πάτωμα. Μια μικρή σαν αυτή που βάζουν στις ταυτότητες.
Την σήκωσε χωρίς να το αντιληφθεί η γιαγιά και γρήγορα την έχωσε στην τσέπη της. Μια αντρική φυσιογνωμία πρόλαβε να διακρίνει. Άγνωστος της φάνηκε με την πρώτη βιαστική ματιά. Βιαζόταν τώρα να φύγει. Ήθελε να την δει με την ησυχία της.
Να πηγαίνω και εγώ τώρα”, της είπε διστακτικά, “να μην είναι μόνη κι η μάνα”! 
“Άντε στο καλό κοπέλα μου και να μη χάνεσαι να σε χαρώ! Μόνο εσάς έχω στον κόσμο πια”! Έσκυψε και τη φίλησε.
 “Θα έρχομαι”, της υποσχέθηκε, “Κάθε μέρα από δω και πέρα”!
 Η γριά έκοψε ένα κλωνί βασιλικό και της το έδωσε. Την χαιρέτησε και έφυγε βιαστικά. Πριν ακόμα μακρύνει δέκα μέτρα, έβγαλε τη φωτογραφία. Ένα όμορφο παλληκάρι με στολή φαντάρου απεικόνιζε. Της έκαναν εντύπωση τα μάτια του. Παρόλο που χαμογελούσε αυτά έδειχναν μιαν αδιόρατη θλίψη. Από την πίσω μεριά γραμμένη με στυλό μια ημερομηνία: 4/2/1972. Τίποτα άλλο. Ξανακοίταξε το πρόσωπό του. Μια περίεργη αίσθηση την κυρίευσε, ένοιωσε γι΄αυτόν μιαν ανεξήγητη έλξη. Ποιος ήταν αλήθεια αυτός ο άνθρωπος; Και τι γύρευε η φωτογραφία του στο πορτοφόλι της γιαγιάς; Πάντως συγγενής δεν ήταν. Όλων τις φωτογραφίες τις έχει δει άπειρες φορές στο άλμπουμ που με ευλάβεια φυλάει η γιαγιά. Έβαλε πάλι τη φωτογραφία στην τσέπη. Αποφάσισε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Για να την κρατάει τόσα χρόνια κρυμμένη η γριά, κάποιο μεγάλο μυστικό πρέπει να υπάρχει πίσω της! 
Τάχυνε το βήμα της. Πλησίαζε η γιορτή του Ευαγγελισμού κι έπρεπε να αρχίσουν το συγύρισμα στο σπίτι. Γιορτάζει η μάνα εκείνη την ημέρα. Βαγγελιώ την λένε, αν και κανείς σχεδόν δεν τη φωνάζει μ΄αυτό το όνομα!

    

Το καφενεδάκι του Λουκά, απέναντι από την εκκλησία, είναι ακόμα κλειστό. Ο Μανόλης ο Γιαννιός κι ο Αποστόλης ο Δεσύλας, στέκονται όρθιοι μπροστά στην κλειστή πόρτα. 
 “Τι να έπαθε ρε τούτος”, μίλησε πρώτος ο Μανόλης, “εφτάμιση η ώρα και να μην έχει ανοίξει ακόμα”!
 “Θα τον βάρεσε η ρακή από ψες το βράδυ”, χασκογέλασε ο Αποστόλης, “μια κανάτα ήπιε ο αθεόφοβος”! 
 Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του κι ο Λουκάς ο καφετζής, ξεπρόβαλε από τη γωνία. “Ίντα έπαθες ρε Λουκά; Σε πλακώσανε μαθές τα σκεπάσματα”; του φώναξε ο Αποστόλης. “Συμπαθάτε με παιδιά, μάτι δεν έκλεισα όλη τη νύχτα”, του απάντησε κουρασμένα και γύρισε βιαστικά ν΄ανοίξει, για να κρύψει τα βουρκωμένα του μάτια.
 “Τι συμβαίνει ρε Λουκά”, τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Μανόλης και τον άρπαξε απ΄το μπράτσο, “κλαις ρε”;
 “Η κυρά μου παιδιά”, ξέσπασε δακρυσμένος, “δεν είναι καλά”! 
 Κανείς τους δεν μίλησε πια. Ο Αποστόλης άναψε τσιγάρο και φύσηξε ψηλά τον καπνό.“Κωλοαρρώστια”, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Κάθισαν απέξω στο τραπεζάκι που τους έβγαλε ο Λουκάς, αμίλητοι, στεγνοί, σαν να κλαίνε δικό τους άνθρωπο. Και σάμπως δεν είναι δικός τους άνθρωπος η κυρα Φωτεινή; Όλο το χωριό, δικό του άνθρωπο τη θεωρεί! 
 “Κρίμα γαμώτο, κρίμα τη γυναίκα”, έσπασε τη σιωπή ο Μανόλης, “ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου”! Γιατί τέτοια αδικία, Θεέ μου! 
 Ο Λουκάς τους έφερε τους καφέδες και κάθισε κοντά τους. “Κάτι πρέπει να κάνω παιδιά”, τους είπε και τα μάτια του πέταξαν σπίθες,”δεν μπορώ να την αφήσω να λιώνει έτσι , σαν το αγιοκέρι! Θα τα πουλήσω όλα, χωράφια, κτηνά, το μαγαζί, όλα! Θα την πάω στην Αθήνα, στην Αγγλία, στην Αμερική! Δεν μπορώ να την βλέπω έτσι”! 
 “Έχεις δίκιο Λουκά”, μίλησε μετά από αρκετή ώρα ο Μανόλης, “γυναίκα σου είναι και την πονάς. Μα το ξέρεις δα, ο ξορκισμένος έχει προχωρήσει πολύ και δεν έχει γιατριά πια! Κάνε κουράγιο, που ξέρεις πάλι, ο Θεός είναι μεγάλος”! 
 “Ναι μωρέ”, πετάχτηκε κι ο Αποστόλης, “θα τη λυπηθεί δε γίνεται! Αυτή είναι άγιος άνθρωπος”! 
 Ο Λουκάς σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, θαρρείς σα σε βουβή προσευχή, κι ύστερα σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού 
 “Εκείνο που με τρώει τούτη την ώρα, είναι που την αφήνω μονάχη όλη μέρα! Δε λέω, ο Θεός να τις έχει καλά τις γειτόνισσες, την προσέχουν όσο μπορούν! Μα κι αυτές έχουν τα σπιτικά τους, τις δουλειές τους”. Ο Αποστόλης κάτι πήγε να πει, μα το μετάνοιωσε αμέσως.
Τι οφελούνε οι παρηγοριές, σαν δεν έχουν να προσφέρουν καμιά βοήθεια;      

Ο Λουκάς σηκώθηκε αργά και μ΄ένα βρεγμένο σφουγγάρι, βάλθηκε να καθαρίζει τα τραπέζια. 
 “Ώρα καλή σας παλικάρια”, χαιρέτησε ο παπα Λευτέρης τους δυο φίλους και κάθισε στο τραπέζι τους. 
 “Καλημέρα παπά”, αντιχαιρέτησαν μ΄ένα στόμα. 
 “Συννεφιασμένους σας βλέπω σήμερα. Ίντα΄χεται”;
 “Η κυρά Φωτεινή”, είπε. 
 “Χειροτέρεψε ε” “Αστα να πάνε παπά', ξανάπε ο Αποστόλης, “μας αφήνει χρόνους όπου νάναι”! 
 Ο Μανόλης σηκώθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε. “Έρχομαι σε δυο λεπτά”, είπε.

Που πας”, τον ρώτησε ο Αποστόλης.                                                                                                          

“Κάτι έχω στο νου μου”, απάντησε και έφυγε βιαστικά.                                                                          

Ο παπα Λευτέρης χτύπησε τα χέρια του.                                                                                                     

 “Έρχομαι παπά μου”, του φώναξε ο καφετζής από μέσα, “έτοιμο τον έχω”.

“Ώρες ώρες συλλογιέμαι τι θα απογίνω, αν κούφια η ώρα, πάθω κάτι”, είπε ξαφνικά ο Αποστόλης.

“Παιδιά σκυλιά δεν έχω, ένα κουφάρι έρημο είμαι. Ο Θεός να φυλάει”!

“Κανένα δεν αφήνει ο Θεός Αποστόλη”, τον παρατήρησε αυστηρά ο παπάς.                                            

“Ούτε φύλο δεν πέφτει απ΄το δεντρί χωρίς το θέλημά του”!                                                                      

 “Το ξέρω παπά, το ξέρω, μα να όταν βλέπω τέτοια πράγματα”.                                                                 

“Δοκιμασίες είναι Αποστόλη, μας δοκιμάζει ο Θεός και δεν πρέπει να βαρυγκομούμε”!

Ο Αποστόλης δεν μίλησε άλλο. Δεν είχε όρεξη τούτη την ώρα για θεολογίες και τα τέτοια.

Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της κυράς του.

Την φαντάστηκε στο γάμο τους, ψηλή, όμορφη, με τα κατάμαυρα μαλλιά της χυτά πάνω στους ώμους, πιασμένα με ένα μπουκετάκι λεμονανθούς.

Χαμογελούσε ευτυχισμένη, καθώς στηριγμένη στο μπράτσο του πατέρα της, ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας.

Ένας άγγελος ήταν έτσι ντυμένη στα κάτασπρα. Μα οι άγγελοι δεν είναι φτιαγμένοι για τούτη τη γη, 

και έτσι στο χρόνο επάνω έφυγε για ν΄ανταμώσει τους άλλους αγγέλους.

Πνευμονία είπαν, σε μια βδομάδα πέταξε.

Τριάντα χρόνια τώρα, νύφη την φέρνει στο μυαλό του.

Γέρασε, άσπρισε, κουράστηκε, μα εκείνη πάντα νυφούλα 22 χρονών!

Δεν ξαναπήγε με γυναίκα. Του προξένεψαν πολλές. Όμορφο παληκάρι ήταν, καλοβαλμένο.

 Μα εκείνος εκεί πιστός στο όνειρό του. Σαν να μην ήθελε να μαγαρίσει τον άγγελό του!

Ένας βαθύς αναστεναγμός του ξέφυγε, καθώς ξανάρθε στην πραγματικότητα.

“Που ταξίδευες πάλι ευλογημένε”; τον ρώτησε ο παπα Λευτέρης.

“Στους ουρανούς παπά μου”, του είπε και το βλέμμα του είχε κάτι το απόκοσμο. “Στους ουρανούς”!          



Ο πολύχρωμος κόκορας με το στητό παράστημα, βάλθηκε να  διαλαλεί την κυριαρχία του στο κοτέτσι. Ένα γύρο οι κότες τσιμπούσαν τα καλαμπόκια που τους πετούσε η Βασίλαινα.                                                                                                                                    

“Έλα καυχησιάρη”, τον μάλωσε χαϊδευτικά, “το ξέρουμε δα πως είσαι ο άρχοντας εδώ μέσα”!                                                                                                                                 

Έριξε και τους υπόλοιπους σπόρους, γέμισε νερό τις ποτίστρες και μάζεψε τα αυγά στην ποδιά της.                                                                                                                           

Καθώς έβγαινε από το κοτέτσι άκουσε τη φωνή του Μανόλη να τη φωνάζει.                                            

“Βασίλαινα, που είσαι ρε ξαδέρφη”;                                                                                                            

“Καλώς τον Μανόλη”, του φώναξε, “κόπιασε μέσα”.                                                                   

“Δεν ήρθα για επίσκεψη μάτια μου, μα μια ρακή θα την πιω”!                                                                   

Μπήκαν στο σπίτι και η Βασίλαινα απίθωσε τα αυγά στο τραπέζι. Ύστερα έφερε την κανάτα και τα ρακοπότηρα. “Ένα ποτηράκι θα το πιω και εγώ ξάδερφε”!                                                                          

  Γέμισε τα ποτήρια.                                                                                                                        

 “Στην υγειά μας”!                                                                                                                                         

  “Στις χαρές της Μαριγώς σου”!                                                                                                                   

Το ήπιαν μονορούφι.                                                                                                                          

“Μωρέ Βασίλαινα”, αρχίνησε ο Μανόλης, “κάτι θέλω να σου πω, μα μού΄ρχεται δύσκολο”.                                                                                                                                     

 “Σε καλό σου Μανόλη! Ξένοι είμαστε μαθές”;  

Ξαναγέμισε το ποτήρι του και άναψε τσιγάρο, σαν να ήθελε να κερδίσει χρόνο.                                      

“Είσαι καλός άνθρωπος ξαδέρφη, πονόψυχη, θα καταλάβεις”.                                                                   Στριφογύρισε στην καρέκλα του, τίναξε τη στάχτη στο τασάκι. Δίστασε, εν τέλει το πήρε απόφαση.                                                                                                                                 

“Η κυρά Φωτεινή”, είπε, “είναι χάλια”!                                                                                                         

 “Το ξέρω. Χτες το απόγευμα πήγα. Ένα κουρέλι απόμεινε  η κακομοίρα”!      

“Κάτι πρέπει να κάνουμε ξαδέρφη, Τούτες τις στερνές ώρες να μη μένει μονάχη”.                                     

“Έχεις δίκιο Μανόλη, μα ποιος να συντρέξει; Άντε μιαν ώρα να πας, δύο, ύστερα”;                                

 “Αυτό θέλω να σου πω. Εσείς γυναίκες είσαστε, όλα από τα χέρια σας περνάνε, δεν έχετε χρόνο. Εμείς πάλι άχρηστοι μέσα στο σπίτι! Τι να προσφέρουμε στην έρημη; Γιαυτό κάτι σκέφτηκα, να με συμπαθάς δεν είναι κι εύκολο”.                                                                                                                               

“Πες το Μανόλη κι αν βοηθάει να το κάνουμε. Ψυχικό είναι, να βοηθήσουμε”!    

“ Η Μαριγώ”, είπε ξερά ο Μανόλης και σταμάτησε για να δει τις αντιδράσει                                             

  Σάλεψε στην καρέκλα η Βασίλαινα.                                                                                                         

”Η Μαριγώ”, επανέλαβε σαν αντίλαλος.  

“ Ναι κυρά μου”, την ενθάρρυνε, Δεν πάει σχολείο φέτος. Άξια είναι, συντρέχτρα, θα τα καταφέρει! Κι ύστερα ο μπαρμπα Λουκάς τον έχει τον τρόπο του, δεν θα την αφήσει έτσι”! 

 “Αυτό να μην το ξαναπείς”, τον αποπήρε οργισμένη, “αν είναι να βοηθήσουμε δεν θα το κάνουμε για τους παράδες! Μόνο να δούμε τι θα πει κι ο κακορίζικος ο άντρας μου”. 

 “Αυτό άστο πάνω μου! Ξέρω και τον κουμαντάρω εγώ. Λοιπόν; Σύμφωνοι”; 

 “Σύμφωνοι Μανόλη! Σύρε να το πεις του Λουκά, να

ηρεμήσει ο άνθρωπος”!


Τα νέα έφτασαν από στόμα σε στόμα γρήγορα σε όλο το χωριό. Οι κυράδες, πολλές με τα σαπουνόνερα ακόμα στα χέρια, βγήκαν στις αυλόπορτες. Δυό δυό και τρεις τρεις συζητούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, σάμπως να επρόκειτο για μεγάλο μυστικό, κι ύστερα αυτές οι ίδιες έτρεχαν να το προφτάσουν σε όσους δεν έτυχε να το άκουσαν ακόμα! 

 “Καλέ ακούστε ντροπές”, τσίριξε η κουτσομπόλα η Αργυρώ. “Φωτιά θα ρίξει ο ουρανός να μας κάνει στάχτη”! Η Λεμονιά με το μωρό στην αγκαλιά, κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. “Ποιος να το έλεγε πως θα δούμε τέτοια πράγματα στο χωριό μας”! 

 “Η βρωμιάρα”, ξανάρχισε η Αργυρώ χτυπώντας τα χέρια της με απόγνωση, “Να μαγαρίσει το στεφάνι της, μέσα στο ίδιο της το σπίτι”! 

 Κεραυνός να έπεφτε αυτή τη μέρα στο χωριό, λιγότερο θόρυβο θα έκανε. Η Ρηνιώ η παπαδοκόρη έγινε η αιτία. Γύρισε νωρίς ο Γρηγόρης ο άντρας της στο σπίτι. Άξαφνα, δίχως να τον περιμένει. Την έπιασε πάνω στα γλυκοχαϊδέματα με τον Μηνά, τον ταχυδρόμο. Ταμπλάς του ήρθε, άφρισε! Όρμησε πάνω τους σα λαβωμένο αγρίμι. Πιάστηκαν στα χέρια, μάτωσαν! Είδαν κι έπαθαν οι γειτόνοι να τους χωρίσουν. Έκλαιγε σαν μωρό και κτυπούσε με τα χέρια το κεφάλι του. 

 “Γιατί να μου το κάνει εμένα αυτό”, κλαψούρισε, “θα τη σκοτώσω την άτιμη”! Κάποιοι τρέξανε να φωνάξουν τον παπά. Να δει τις ντροπές της κόρης του και να βγάλει απόφαση. Ήρθε τρέχοντας αναψοκοκκινισμένος, βαριανασαίνοντας. Κοίταξε γύρω του με το μάτι θολό. 

 “Πούντηνε;” ούρλιαξε αγριεμένος. Φοβήθηκαν οι χωριανοί, προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν. “Μέρωσε παπά μου”, τον παρακάλεσε ο Αποστόλης,”θα σου έρθει κανένας κόλπος”!| 

“Να μούρθει, να γλιτώσω από τούτο το μαρτύριο”!

Όρμησε στο σπίτι. Τρέξανε οι άντρες να προλάβουν μη συμβεί μεγαλύτερο κακό. Άρπαξε ο παπάς το σκουπόξυλο και το κατέβασε με ορμή καταπάνω στη Ρηνιώ, που στεκόταν καταμεσής της κάμαρας μισόγυμνη, με το μάτι χαμένο. Τη βρήκε στο μπράτσο και η Ρηνιώ έβγαλε μια κραυγή και γονάτισε από τον πόνο. Πρόφτασαν οι χωρικοί και του άρπαξαν το ξύλο από τα χέρια.                    

“Μη βάψεις τα χέρια σου με αίμα παπά¨, τον ικέτεψε ο Αποστόλης, “ο Θεός θα την τιμωρήσει! Αυτός είναι ο κριτής”! 

 Έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα ο παπάς. Κόκκινα, φωτιά έγιναν τα μάτια του. Μελάνιασαν τα χείλη του. Τούτο το κακό δεν μπορούσε να το βαστάξει. Του έφεραν νερό οι γυναίκες, έκανε να πιει, πνίγηκε. Από τη μύτη του βγήκε. 

 “Κύριε των δυνάμεων, πάρε με τούτη τη στιγμή! Άνοιξε τη γης και ρίξε με στα τάρταρα! Αμαρτωλό σκουλήκι είμαι για να μου στείλεις αυτή τη συμφορά”!

Ο Μηνάς ο ταχυδρόμος είχε από ώρα λακίσει. Βρήκε ευκαιρία πάνω στην ταραχή και το έβαλε στα πόδια. Έξω από το σπίτι ήταν πια μαζεμένο ολόκληρο σχεδόν το χωριό. Από όλα τα στόματα δεν άκουγες άλλο παρά μόνο κατάρες για την άπιστη. Η Μαριγώ τρόμαξε σαν είδε μαζεμένο κόσμο. Πλησίασε να δει τι συμβαίνει. Οι χωριανοί φύλαξαν τα λόγια τους. Μικρό παιδί, δεν χρειάζεται να μάθει για τούτες τις πομπές! Είδε τη Λεμονιά και πήγε κοντά της. 

 “Τι συμβαίνει θειά, τι έγινε εδώ”; Η Λεμονιά πέρασε το μωρό στο άλλο χέρι, σαν για να κερδίσει χρόνο. Δίστασε να της εξηγήσει. Δεν πρέπει τα κορίτσια να τα μαθαίνουν αυτά. 

 “Άστα Μαριγώ μου”, είπε στο τέλος, “τι να σου λέω τώρα! Μόνο τούτο: ο Θεός να μας φυλάει όλους! Πάει χάλασε ο κόσμος παιδί μου”! 

 “Έπαθε τίποτα η Ρηνιώ¨, ρώτησε με αγωνία. 

 “Η Ρηνιώ”, γέλασε εκείνη, “αυτή είναι η μόνη που δεν έπαθε τίποτα”! 

"Τότε τι έγινε θειά, πες μου μη με σκας να χαρείς”! Την παρακάλεσε η Μαριγώ. Είδε κι απόειδε η Λεμονιά, πως δεν μπορούσε να το το αποφύγει. Της είπε τα καθέκαστα. Σκοτείνιασαν τα μάτια της Μαριγώς. Τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από το μυαλό της. Η Ρηνιώ να κάνει τέτοια ατιμία; Ούτε χρόνο δεν είχε παντρεμένη. Τον περασμένο Ιούλη έγινε ο γάμος. Χάλασε ο κόσμος από το γλέντι που ακολούθησε. Τα όργανα και οι χοροί, κράτησαν μέχρι το πρωί! Από προξενιό παντρεύτηκαν, μα όλοι είχαν να το λένε πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήταν. Άξιο παιδί ο Γρηγόρης, δουλευταράς. Όμορφο δεν μπορούσες να τον πεις, μα η ομορφιά στον άντρα, δεν είναι απαραίτητη. Αναρωτήθηκε η Μαριγώ πως έφτασαν σ΄αυτό το σημείο.

Ξάφνου οι κουβέντες σταμάτησαν. Η Ρηνιώ, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, βγήκε από το σπίτι.

Μάζεψε βιαστικά λίγα ρούχα και τα έχωσε όπως όπως στη βαλίτσα. Έφευγε τώρα, άγνωστο για που. Ούτε η ιδια δεν ήξερε καλά καλά! Τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα, δεν έτρεχαν πια δάκρυα. Τα στέρεψε η ντροπή που ένοιωθε. Παραμέρισαν βιαστικά οι χωριανοί, μην τύχει και αγγίξουν τη μαγαρισμένη. 

 “Πουτάνα”! Φώναξε ο Γρηγόρης μα η φωνή του πόνο πρόδιδε πιο πολύ, παρά οργή. Έκανε να ορμήσει καταπάνω της, μα τον συγκράτησαν οι φίλοι.

Η Ρηνιώ μόνη, κατάμονη πήρε το δρόμο για τη δημοσιά. Πίσω της ξανάρχισε το ανάθεμα . Η παπαδιά μακρυά από το πλήθος, κρυμμένη σε μια γωνιά,παρακολουθούσε βουρκωμένη τη σκηνή. Έβλεπε με πόνο το παιδί της ντροπιασμένο, να σέρνει βαρύ το βήμα του προς το άγνωστο, φορτωμένο της κατάρες ολόκληρης της μικρής κοινωνίας. Η καρδιά της μάτωσε να τη βλέπει σε αυτή την κατάσταση. Ήθελε να τρέξει κοντά της. Να την αγκαλιάσει, να


της γλυκάνει τον πόνο!

Δεν τόλμησε όμως. Απόμεινε εκεί, δειλή, άβουλη, να κοιτάζει το σπλάχνο της κυνηγημένο από του κόσμου την κατακραυγή, χωρίς να κάνει μήτε ένα βήμα! Όμως κάποια τόλμησε! Δειλά στην αρχή η Μαριγώ ξέκοψε από τους άλλους. Προσπάθησε η Λεμονιά να την αποτρέψει, μα εκείνη είχε πάρει την απόφασή της. Άνοιξε το βήμα να προφτάσει τη Ρηνιώ, να της δώσει λίγο κουράγιο. Δεν ήξερε με ποιον τρόπο, όμως αυτό δεν την ένοιαζε καθόλου! 

 “Τρελή”! Μονολόγησε η Λεμονιά. “Θα σε σφάξει ο πατέρας σου, κακομοίρα”! 

 Την πρόφτασε στη δημοσιά. “Ρηνούλα”! Την φώναξε. Η Ρηνιώ γύρισε ξαφνιασμένη. Είδε τη φιλενάδα και το πρόσωπό της ημέρεψε! 

 “Φύγε γλυκιά μου”, της είπε ικετευτικά, “το χωριό θα σε κουτσομπολέψει”! 

 “Δεν με νοιάζει”, πείσμωσε εκείνη, “είσαι φίλη μου και σ΄αγαπώ”! 


 Η Ρηνιώ άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά. Τα μάτια της πήραν πάλι να τρέχουν. Έκλαιγε κι η Μαριγώ, δίχως να το θέλει. Ο πόνος της φιλενάδας έγινε και δικός της. 

 “Που θα πας”; τη ρώτησε με σπασμένη φωνή. 

“Δεν ξέρω”, ομολόγησε, “θα σταματήσω κανένα αυτοκίνητο, να με κατεβάσει στη Χώρα. Ύστερα δεν ξέρω”! 

Θέλησε να ρωτήσει το γιατί η Μαριγώ. Γιατί να γίνουν όλα αυτά; Η Ρηνιώ σαν να κατάλαβε τη σκέψη της.

 “Δεν τον αγαπούσα Μαριγώ μου! Με το ζόρι μου τον έδωσε ο παπάς. Εγώ τον Μηνά αγάπησα! Θέλαμε να παντρευτούμε, να φύγουμε από τούτο τον βάλτο! Θα κατεβαίναμε Αθήνα να δουλέψουμε κι οι δυό, να κάνουμε προκοπή.”Βγάλτο από το μυαλό σου”! Με απόπαιρνε ο πατέρας. “Δεν σε δίνω σ΄αυτόν τον ξεβράκωτο”! Επέμεινα, έκλαψα, μα στο τέλος υπέκυψα στο θέλημά του. Λάθος μου, το παραδέχομαι και τώρα το πληρώνω”!

Απόμειναν βουβές για λίγο. Πρώτη ξαναμίλησε η Μαριγώ. 

 “Τι θα κάνεις τώρα; Πως θα ζήσεις; “Έχω λίγα λεφτά στην τράπεζα, μου φτάνουν για τον πρώτο καιρό. Θα βρω ένα σπίτι, μια δουλειά, πρέπει να ξαναφτιάξω τη ζωή μου”! 

 Ένα φορτηγό, από αυτά που φέρνουν ζωοτροφές στο νησί, φάνηκε από τη στροφή του δρόμου. Του έκανε νεύμα η Ρηνιώ κι ο οδηγός σταμάτησε δίπλα της. “Θα με κατεβάσεις στη Χώρα πατριώτη”;

“Ανέβα”, της απάντησε. Οι δυό φιλενάδες φιλήθηκαν γλυκά. “Γράψε μου μόλις τακτοποιηθείς”. “Θα σου γράψω, καλή μου”! “Στο καλό και να προσέχεις”!

Της χαμογέλασε και ανέβηκε στο φορτηγό, που ξεκίνησε αμέσως. Κούνησε το χέρι η Μαριγώ και χαιρέτησε τη φίλη, που ίσως δεν ξανάβλεπε ποτέ! 



Στο καπηλειό του Λουκά, οι άντρες συζητούσαν ακόμα το κακό που βρήκε το σπιτικό του Γρηγόρη. “Τρία παιδιά είχα”, τους είπε ο παπάς, “δυό γιους και μια κόρη. Από σήμερα έχω μόνο τους γιους. Κόρη δεν έχω πια”! 

Ύστερα κλείστηκε στην εκκλησία, κλείδωσε, μαντάλωσε την πόρτα. Ήθελε να μείνει μόνος με το Θεό. Να μιλήσουν, να εξηγηθούν σαν δυο παλιοί φίλοι. Ο Γρηγόρης, κλείστηκε κι αυτός στο σπίτι. Πολλές παρτίδες με τον Θεό δεν είχε, κι έτσι βάλθηκε να πνίξει τον πόνο του στη ρακή. Γέμιζε το ρακοπότηρο και το κατέβαζε μονορούφι. Μα όσο κι αν έπινε, δεν ημέρευε η ψυχή του. “Κερατάς”, μουρμούριζε διαρκώς, “ ο Γρηγόρης ο Λεκκός κερατάς”! Έφερνε και ξανάφερνε στο μυαλό του τη σκηνή. Τη Ρηνιώ μισόγυμνη στην αγκαλιά του Μηνά και η καρδιά του σφιγγόταν όλο και πιο πολύ. “Θα τους σκοτώσω”, ορκίστηκε στον εαυτό του, “και τους δυό θα τους σκοτώσω”! Χτύπησε με ορμή το χέρι στο τραπέζι και όλα, ποτήρια, κανάτα, τασάκι πατάχτηκαν μακρυά, κομμάτια και θρύψαλα. Ένοιωσε να πνίγεται, το κεφάλι του πονούσε αφόρητα. Πετάχτηκε έξω να τον κτυπήσει ο αέρας και παραπατώντας, πήρε το δρόμο για το βουνό. Έπεσε πάνω στον Βασίλη, που κατέβαινε για το χωριό. Εκείνος τον άρπαξε από το μπράτσο. 

 “Τι είναι ρε Γρηγόρη”; τον ρώτησε απορημένος που τον έβλεπε σε τέτοιο χάλι. Ο Γρηγόρης τον έσπρωξε με βία και συνέχισε το δρόμο του, δίχως να βγάλει άχνα.

“Ρε δεν πας στο διάολο, μαλάκα”! Του φώναξε εξοργισμένος. ”Εγώ φταίω που ασχολήθηκα μαζί σου”! Θυμωμένος με τη συμπεριφορά του, κίνησε πάλι. Παραξενεύτηκε που δεν είδε την πεθερά του στο μπαλκόνι, αλλά δεν πλησίασε να δει. Σαν έφτασε στο καφενεδάκι, σταμάτησε να χαιρετίσει τους φίλους.

 “Καλησπέρα παιδιά”, Κάθισε δίπλα στον Μανόλη για να ανασάνει λίγο.

 “Τι χαμπάρια ξάδερφε; 

 “Καλά Βασίλη, δόξα τω Θεώ”! Παράγγειλαν ρακή και άρχισαν την κουβέντα. Ο Βασίλης τον ρώτησε για το φέρσιμο του Γρηγόρη.

Του τα διηγήθηκε όλα ο Μανόλης με κάθε λεπτομέρεια. 

 “Κύριε ελέησον”, μουρμούρισε,””Μήτε παπάς μήτε άγγελος γλυτώνει από τα χαστούκια της μοίρας”! Ύστερα γύρισε η κουβέντα στα καθημερινά τους. Τις δουλειές, τα ζώα. Τέλος έριξε ο Μανόλης το θέμα που τον έκαιγε. 

“Η κυρά Φωτεινή, δεν τη βγάζει”, του είπε , Μέρα με τη μέρα την

περιμένουμε.

Ήξερε πως τη συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτή τη γυναίκα ο Βασίλης και προσπάθησε να τον συγκινήσει. Του μίλησε για την αρρώστια της, το πως την τρώει ώρα με την ώρα. Λύγισε ο Βασίλης, την συμπόνεσε! 

 “Αμάν Μανόλη, μου μαύρισες την ψυχή”! 

 “Και η δική μου η ψυχή μαύρη είναι! Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι”! 

 “Σαν τι”; 

 Πιάστηκε από το ενδιαφέρον του ο Μανόλης και του το έφερε απέξω απέξω. 

 “Κάποιον να βρίσκαμε να την προσέχει. Λίγες μέρες της μείνανε, μπορεί και ώρες”! 

 “Καλά τα λες”, συμφώνησε, “μα έχεις τίποτα στο νου σου”; 

 “Έχω! Τη Μαριγώ”! 

 Τινάχτηκε ξαφνιασμένος . 

 “Είσαι καλά ξάδερφε! Κορίτσι πράγμα να το στείλω φάτσα με τον θάνατο”! 

 “Ψυχικό θα κάνετε! Κι αυτά μέσα στη ζωή είναι! Ύστερα, αν το θέλει κι η ίδια”! 

 Έσκυψε το κεφάλι ο Βασίλης, δεν μπορούσε να αποφασίσει. Πάλι δεν του πήγαινε να αρνηθεί. Να την αφήσει μονάχη τούτες τις τελευταίες της ώρες! 

 “Άλλος δεν υπάρχει να βοηθήσει”; έκανε μια τελευταία προσπάθεια. 

 “Ποιος; Βρίσκεις άλλονε”; 

 Δεν έβρισκε, το αποφάσισε.

”Ας είναι”, υποχώρησε, “μα μόνο αν το θέλει κι η Μαριγώ”! 

 “Ούτε λόγος! Μπράβο ρε Βασίλη, να συγχωρεθεί η μανούλα σου”!



Η μέρα του Ευαγγελισμού ξημέρωσε συννεφιασμένη. Ένας βαρύς, μουντός ουρανός σκέπαζε το χωριό. Λυσσομανούσε ο Βοριάς, κι έκανε τα λιγοστά δέντρα να λυγίζουν ως τα κάτω. Η Μαριγώ σηκώθηκε νωρίς κι αφού συμμάζεψε το σπίτι,έκανε ένα γρήγορο ντους και ετοιμάστηκε για το σπίτι της κυρά Φωτεινής. Βάρυνε από χτες το απόγευμα και ο γιατρός που φώναξαν, σήκωσε τα χέρια. “Ο Θεός ξέρει”, τους είπε,”σήμερα- αύριο, πάντως ζωή δεν έχει”! Της έκανε μιαν ακόμα ένεση για τους πόνους. Αργά το βράδυ έπεσε σε κώμα. Στέρεβαν οι ώρες της! Η Βασίλαινα μπήκε εκείνη την ώρα στο σπίτι. Κάθισε μαζί με δυό τρεις άλλες γυναίκες να συμπαρασταθούν στην άρρωστη, αλλά κυρίως στο Λουκά. 

 “Μέγας είσαι Κύριε! Χειμώνιασε πάλι”! Κι ύστερα γυρνώντας στη Μαριγώ: “Σηκώθηκες μάτια μου”; Η Μαριγώ την αγκάλιασε τρυφερά. 

 “Χρόνια πολλά μανούλα”! 

 “Σε ευχαριστώ παιδί μου”! 

 “Πως είναι”; τη ρώτησε αν και ήξερε την απάντηση. 

 “Πως να είναι; αποθαμένη, μα δεν το παραδέχεται! Ήρθε κι ο παπάς και την κοινώνησε”. 

 Η Μαριγώ κίνησε να φύγει με την καρδιά βαριά! 

 “Κάνε κουράγιο καλή μου”! Άγριος ο θάνατος, μα μην σκιαχτείς! Θα έρθω και εγώ μετά τη Λειτουργία”. 

 Πήρε τον δρόμο με την ψυχή μαύρη, σαν τον ουρανό από πάνω της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον θάνατο. Δυο φορές ακόμα τον είδε από κοντά. Της γιαγιάς πρώτα, της μάνας του πατέρα, που πέθανε πενήντα οκτώ χρονών από εγκεφαλικό, κι ύστερα τέσσερα χρόνια αργότερα, του παππού από τη μεριά της μητέρας. Όμως και οι δυό πέθαναν στο νοσοκομείο στη Σύρα. Έτοιμους τους έφεραν κατευθείαν στην εκκλησία. Τούτη τη φορά όμως ήταν αλλιώς! Ο θάνατος φτερούγιζε γύρω από το κρεβάτι, τον ένιωθες, έπαιζε με τους επισκέπτες, λες και τους κορόιδευε, όπως κι εκείνοι τον κοροϊδεύουν στα γλέντια τους! Παρακάλεσε την Παναγιά να την βρει πεθαμένη. Έτρεμε στη σκέψη να πεθάνει στα χέρια της! 

Έφτασε στο σπίτι και μπήκε στη μικρή αυλή. Ο σκύλος ο Μαυρίκος μήτε που κουνήθηκε από τη θέση του, όπως τις άλλες φορές που της έκανε χαρές. Ένοιωθε κι αυτός θαρρείς, το κρύο χέρι του χάρου να χαϊδεύει το σπιτικό. Βρήκε το Λουκά ξενύχτη, με κόκκινα τα μάτια. Θες από την αγρύπνια, θες από το κλάμα. Καθόταν στην κουζίνα και κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. 

“Ήρθες παιδί μου;”, της είπε κουρασμένα, 

 “Ήρθα, καλημέρα μπάρμπα”! 

 “Καλημέρα;”, χαμογέλασε πικρά, “όχι και τόσο, μα πάλι να μου πεις, η καλημέρα του Θεού είναι”! 

 Η Αργυρώ ξεπρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας, που οδηγούσε στο δωμάτιο της άρρωστης.

“Μαριγώ, φύγε κορίτσι μου”, της είπε μαλακά, “δεν χρειάζεται να μείνεις και συ”! 

 “Όχι θα μείνω”! Επέμεινε. 

 “Τελειώνει κοπέλα μου”, μπήκε στη μέση ο Λουκάς, “γιατί να είσαι μπροστά, κορίτσι πράγμα! Δυό γυναίκες είναι μέσα, θα έρθουν κι άλλες όπου νάναι. Δεν θα είναι μόνη”! Και τον πήραν πάλι τα κλάματα.

 Η Μαριγώ μπήκε στο δωμάτιο αναποφάσιστη. Βαριά

ανάσα σαν βρόγχος, έβγαινε από το στόμα της ετοιμοθάνατης. Αγριεύτηκε! Θέλησε να το βάλει στα πόδια! Η Αργυρώ της έβρεχε το μέτωπο με μια πετσέτα μουσκεμένη στο νερό. Δίπλα καθισμένη στην καρέκλα, η Αγγελική, η μάνα της Καλλιόπης, ίσα που κρατούσε ανοικτά τα μάτια της.

 ”Κι αυτός ο παλιόκαιρος”, είπε ξάφνου η Αργυρώ για να σπάσει την παγωμάρα, “να δεις που δεν θα έρθει καράβι σήμερα”! 

 “Κι ο Μάρκος”; ρώτησε η Αγγελική που πάσχιζε να μην την πάρει ο ύπνος “Σήμερα δεν είναι νάρθει μαθές”; 

 “Σήμερα”. Αποκρίθηκε η Αργυρώ, “Λες να την προλάβει”; ρώτησε γυρνώντας προς τη Μαριγώ. 

 ”Ο Θεός ξέρει! Ίσως αυτόν περιμένει και δεν φεύγει”! “

Του αλλουνού, του μικρού δεν του μηνύσανε”, ξανάπε η Αργυρώ, “μεσοπέλαγα είναι, γιατί να τον ταράξουν; άμα πιάσει λιμάνι του το λένε”!

 Η Μαριγώ δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Σαν να την κατάλαβε η Αγγελική. 

 “Σύρε στο καλό κοπέλα μου! Εμείς τον ξέρουμε τον θάνατο, τον συνηθίσαμε! Άντε να χαρείς”! Τρεις δικούς της έθαψε μέσα σε δύο χρόνια. Πεθερό, πεθερά και πατέρα! Πραγματικά τον είχε γνωρίσει καλά το χάρο! “

"Τότε αφού είναι έτσι, ας πηγαίνω. Θα περάσω από την εκκλησιά να ανάψω ένα κερί, να την αναπαύσει ο Θεός”. 

 “Στο καλό”! Της απάντησαν και οι δυό. Χαιρέτησε τον μπάρμπα Λουκά, έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. 

 “Κουράγιο”, του είπε με φωνή σβησμένη από την συγκίνηση,” κουράγιο”! Εκείνος δεν μίλησε, μόνο της χάιδεψε τα μαλλιά και την χτύπησε στην πλάτη Τρέχοντας σχεδόν, βγήκε στο δρόμο. Ο κρύος αγέρας τη συνέφερε κάπως. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται το θάνατο, μα ήταν αδύνατο. Το μυαλό της γυρνούσε αδιάκοπα, στο ξαπλωμένο κουφάρι της κυρά Φωτεινής. Μέχρι χτες ακόμα ήταν ζωντανή. Πονούσε, υπέφερε, μα ήταν ζωντανή! Και μέσα σε λίγες ώρες, έγινε ένα με το κρεβάτι. Το μόνο που την χώριζε από τον θάνατο, ήταν μια μηχανική ανάσα, που με τίποτα δεν μπορείς να την πεις ζωή!

Ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας, σταυροκοπήθηκε μπροστά στο εικόνισμα της Αγίας. Και σκύβοντας προσκύνησε τη γεμάτη τάματα εικόνα Της. “Άγια Μαρίνα μου”, παρακάλεσε, “ανάπαψέ την”!


Η Καλλιόπη της έγνεψε να πάει κοντά της. 

 “Καλημέρα' της είπε σιγανά, “να χαίρεσαι τη μητέρα σου”!

 “Ευχαριστώ”! Της αποκρίθηκε το ίδιο χαμηλόφωνα. 

 “Στη γριά ήσουνα”; 

 “Ναι”. 

 “Τι έγινε; έμαθα πως στοίχειωσε και δε λέει να πεθάνει”! 

 Ήταν έτοιμη να συνεχίσει την κουβέντα, αλλά τη σταμάτησαν τα επιτιμητικά βλέμματα των χωρικών. Η Μαριγώ στενοχωρήθηκε με τα λόγια της Καλλιόπης. Αυτό το κορίτσι ποτέ δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο εαυτός της. Παρ΄όλα αυτά την αγαπούσε. Ήταν η καλύτερη της φίλη! Κατά βάθος είχε καλή ψυχή, μόνο που ήταν πολύ επιπόλαιη. 

 Η λειτουργία έφτανε στο τέλος, κάμποσοι πιστοί μαζεύτηκαν μπροστά στην ωραία πύλη, για να μεταλάβουν. Βγήκε ο παπάς κουρασμένος, με το δισκοπότηρο στο χέρι. “Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, προσέλθετε”! Κοινώνησαν με τάξη και ο παπάς έκανε απόλυση. Πήραν οι κοπέλες αντίδωρο από το χέρι του και βγήκαν από την εκκλησία. Ήρθαν κι η Μαρίνα με τον Θανάση. Ευχήθηκαν και τα αδέλφια για τη γιορτή της μάνας. 

 “Ευχαριστώ παιδιά”, απάντησε. 

 “Γιορτάζει κι ο Βαγγέλης σήμερα. Ξέρεις, ο Ντούζος ο συμμαθητής μας”! 

 “Ναι”, απάντησε η Μαριγώ, “δώστε του τις ευχές μου”! 

 “Μας κάλεσε στη γιορτή του”, πετάχτηκε η Μαρίνα. “Είπε να σε πάρουμε μαζί! Θα μας κατεβάσει ο πατέρας μου με το ταξί, κι ύστερα θα έρθει κατά τις δύο να μας πάρει”! “Θα έρθεις λοιπόν, έτσι δεν είναι”; τη ρώτησε με ενδιαφέρον η Καλλιόπη. 

 Η Μαριγώ στάθηκε λίγο να σκεφτεί. Όχι πως ήθελε να πάει, μιας και όλα αυτά τα πάρτι τα έβρισκε βαρετά! Μόνο που φοβόταν πως θα άρχιζαν πάλι τα ειρωνικά σχόλια! Μονόχνοτη, σπασίκλα και τέτοια! 

 “Γιορτάζει η μάνα¨, είπε στο τέλος. “Ύστερα είναι κι η κυρά Φωτεινή, θα πεθάνει από ώρα σε ώρα. Δεν είναι σωστό”! 

 “Σας τάλεγα εγώ”! Φώναξε θριαμβευτικά η Καλλιόπη. “δεν ξεκολλάει αυτή παιδί μου, από τα φουστάνια της μάνας της”! '

"Έλα Μαριγώ”, παρακάλεσε ο Θανάσης, “να ξεσκάσεις λίγο”! 

" Όχι παιδιά”, είπε αποφασιστικά, “μιαν άλλη φορά ίσως. Μα όχι σήμερα”! 

 “Αφήστε την”, θύμωσε η Καλλιόπη, “Να μου το θυμηθείτε, καλόγρια στο μοναστήρι της Παναγιάς θα τη δούμε, όπου νάναι”!

Οι κουβέντες σταμάτησαν όταν είδαν το Βασίλη, να έρχεται προς το μέρος τους. Τα παιδιά τον χαιρέτησαν και του ευχήθηκαν για τη γυναίκα του. ”Ευχαριστώ παιδιά! Περάστε κι από το σπίτι για κέρασμα”!

“Λέγαμε της Μαρίας για έναν φίλο που γιορτάζει και μας κάλεσε”, μίλησε η Μαρίνα. “να την παίρναμε μαζί μας”. 

 Γύρισε και κοίταξε τη Μαριγώ. Το βλέμμα του δεν είχε καμιά αγριάδα. 

“Σαν θέλεις, να πας”! 

 “Δεν θέλω, δεν έχω διάθεση”! Σήκωσε αυτός τους ώμους, σαν να έλεγε,

δεν φταίω εγώ. Αποχαιρέτησαν τα παιδιά και κίνησαν για το σπίτι. Η Βασίλαινα απόμεινε πίσω, να κερνάει λουκούμια και καφέδες, όσους έβγαιναν από την εκκλησία, για τη γιορτή της. 

 ”Γιατί δεν πας”; τη ρώτησε ο Βασίλης. 

 “Δεν μπορώ, σήμερα είδα το χάρο μπροστά μου! Δεν μπορώ”! 

 Άπλωσε το χέρι και την αγκάλιασε από τους ώμους. Τούτη τη φορά, δεν τον απέφυγε. Μια ζεστασιά που δεν είχε ξανανιώσει της έφερε σε όλο το κορμί, αυτό το άγγιγμα. Περπάτησαν έτσι αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα, αμίλητοι, ώσπου έφτασαν σπίτι. Του έφτιαξε καφέ η Μαριγώ. 

 “Θέλεις να πιάσεις τίποτα”; τον ρώτησε. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Έβαλε και για τον εαυτό της μια κούπα γάλα και κάθισαν στο τραπέζι. Ο Βασίλης άνοιξε την τηλεόραση. Έδειχνε την παρέλαση από την Αθήνα. 

 ”Για δες ρε παιδί μου κάτι πράγματα”! ψιθύρισε με θαυμασμό, καθώς είδε τους πυραύλους, να περνάνε μπροστά από τους επίσημους. “Ένας από δαύτους μπορεί να κάνει σκόνη το χωριό! Μην σου πω το νησί ολάκερο”! Ήταν στις καλές του σήμερα. Η Μαριγώ ευχαρίστησε το Θεό. Απόμεινε κι αυτή να χαζεύει την παρέλαση. Περνούσαν τώρα οι ανάπηροι πολέμου, πάνω στα καροτσάκια τους, που έσερναν χαμογελαστές νοσοκόμες. 

“Αυτά κάνουν οι πυραύλοι”, θέλησε να του πει, μα το κατάπιε μην τον αγριέψει πάλι. Μπήκε εκείνη την ώρα η Βασίλαινα, κρατώντας ένα μεγάλο κομμάτι άρτο. 

“Καλημέρα”, τους είπε και τους έκοψε από λίγο, “βοήθειά μας”! Έφαγαν τον άρτο και ο Βασίλης άναψε τσιγάρο. 

 ”Περίμενε χριστιανέ μου να κατέβει ο άρτος! Αμαρτία είναι”! τον αποπήρε. Την αγριοκοίταξέ μα δεν μίλησε. Δίκιο είχε! 

 “Πάω και γω”, ξανάπε η Βασίλαινα, “το φαγητό το έχω έτοιμο. Φάτε αν αργήσω¨. Η Μαριγώ την ακολούθησε ως την πόρτα. 

 “Να έρθω μαζί σου”; 

 “Όχι καλή μου, αρκετά μαύρισε η ψυχή σου”!

Έφυγε κι η Μαριγώ ξαναγύρισε στο τραπέζι. Δεν θα είχε μακρύνει πολύ η Βασίλαινα, όταν ακούστηκε η καμπάνα να κτυπάει πένθιμα. “Αυτό ήταν, τελείωσε”, είπε ο Βασίλης και σταυροκοπήθηκε. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, μα το σκούπισε βιαστικά. “Θεός σχωρέστην”, ψιθύρισε.. Πήρε ο Βασίλης την κανάτα και ήπιε μονορούφι ένα ρακοπότηρο.

Μια κρύα απελπισία τους χάιδευε τη ραχοκοκαλιά, όπως το πετραχήλι του παπά, χαϊδεύει τους ώμους των μελλοθάνατων, στην τελευταία εξομολόγηση! Αυτή η απελπισία που νοιώθουν οι άνθρωποι μπροστά στο θάνατο. Η αδυναμία να τον καταλάβουν, να τον δεχτούν! Απελπισία και μαζί μια ξέφρενη διάθεση για ζωή! 

 Κάποιος κτύπησε την πόρτα. Άνοιξε η Μαριγώ, ήταν ο Μανόλης. 

 “Ζωή σε λόγου μας”, ευχήθηκε. “Ζωή σε σας”, του απάντησαν με μια φωνή. Κάθισε μαζί τους. Έφερε η Μαριγώ ξεροτήγανα και ξερή μουσταλευριά. Γέμισαν τα ρακοπότηρα. “Στην υγειά μας”! Τα κατέβασαν με μιας. Τα γέμισαν και πάλι. Δυό φορές, τρεις. Κόντεψε να αδειάσει η κανάτα. 

 “Φέρε την νταμιτζάνα”, διέταξε ο Βασίλης. Κάτι πήγε να πει η Μαριγώ, μα το μετάνοιωσε αμέσως. Τους την έφερε. Πιάσαν τα νεροπότηρα τώρα. Γέμιζαν, τσούγκριζαν. “Στην υγειά μας”! Ήρθαν στο κέφι, μέθυσαν! Αρχινήσανε το τραγούδι, ”Γλέντα τη ζωή, όλοι δυο μέτρα παίρνουν γη”. Κάναν τον σταυρό τους οι χωρικοί απέξω, που πήγαιναν για το σπίτι του Λουκά. 

 “Ήμαρτον Κύριε! Λωλάθηκαν εκεί μέσα! Γλέντι τον έκαναν τον θάνατο”, μουρμούρισε ο Αποστόλης που πήγαινε κι αυτός για τα συλλυπητήρια. 

 Η ρακή τους έκαψε τα σωθικά. “φέρε κάτι να φάμε”, πρόσταξε ο Βασίλης. Η Μαριγώ έστρωσε το τραπέζι. Έφερε τα ψάρια, σαλάτα και ψωμί. Σηκώθηκε παραπατώντας ο Βασίλης να φέρει κρασί. Τύφλα στο μεθύσι, κουτρουβάλησε στις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο! Τρόμαξε η Μαριγώ, πως θα έμενε στον τόπο. Μα εκείνος σηκώθηκε στη στιγμή! Κλώτσησε με θυμό τη σκάλα, σάμπως εκείνη να έφταιγε που δεν τον υπάκουαν τα πόδια του! Έβαλε κρασί και ανέβηκε. Ο Μανόλης είχε αποκοιμηθεί στο τραπέζι! Τον ταρακούνησε να ξυπνήσει. 

 “Ρε συ, ψόφησες κιόλας ρε! Ου να μου χαθείς”! Κίτρινος σαν το φλουρί ο Μανόλης, σήκωσε το κεφάλι. Όλο το σπίτι γύριζε στα μάτια του. Το στομάχι του είχε ανέβει στο λαιμό! Δεν άντεξε άλλο, πετάχτηκε στην αυλή και έκανε εμετό. Κάθισε στο πεζούλι να συνεφέρει. Είχε πάρει να ψιλοβρέχει κι εκείνος, διπλωμένος στα δυο, βλαστημούσε τη ρακή και όλα τα ποτά του κόσμου! 

“Να ρε, να!, τον μούτζωσε από μέσα ο Βασίλης, “σε πίνει ρε, δεν το πίνεις! Ψοφίμι είσαι ρε”! Και συνέχισε το φαγοπότι. Είχε ξεχάσει πια και θάνατο και πίκρες. Ένα ποτήρι κρασί, που άδειαζε ασταμάτητα, είχε γίνει όλος ο κόσμος του.

“Έλα να χορέψουμε”, φώναξε στη Μαριγώ, ακούγοντας στην τηλεόραση νησιώτικους σκοπούς. 

 Πως να του το αρνηθεί; Σ΄αυτή την κατάσταση που ήταν, ούτε που το σκέφτηκε καν! Στάθηκε απέναντι του και άρχισαν το χορό. Χόρευε μηχανικά στην αρχή, δίχως να συμμετέχει η ψυχή της. Σιγά σιγά όμως την συνεπήρε ο ρυθμός. Καμάρωνε τον πατέρα της που χόρευε λεβέντικα. Αν κάποιος τους έβλεπε έτσι που κοιτάζονταν στα μάτια, θα πίστευε πως ήταν τρελά ερωτευμένοι!΄

Χόρεψαν αρκετή ώρα, δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα. Μόνο τα μάτια τους μιλούσαν κι έλεγαν όσα δεν τους επέτρεπε ο εγωισμός να πουν. Θα συνέχιζαν ακόμη, αλλά άρχισαν οι διαφημίσεις και σταμάτησαν. Έπεσε βαρύς στον καναπέ ο Βασίλης, έτσι με τα ρούχα και βυθίστηκε αμέσως σε έναν βαθύ ύπνο. Η Μαριγώ συμμάζεψε την κουζίνα και ύστερα βγήκε για λίγο στην αυλή. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό το πάθος που διέκρινε στο βλέμμα του πατέρα της. Αυτή τη φλόγα στη ματιά του, πρώτη

φορά την έβλεπε! Την είχε ξαναδεί βέβαια πολλές φορές στα μάτια της Καλλιόπης, όταν της εξιστορούσε τους καινούργιους της έρωτες. Μα ήταν δυνατόν να είναι το ίδιο; Ήταν πατέρας κι αυτή η κόρη του! Κι ύστερα τι ήταν αυτό που ένοιωθε η ίδια; Αυτό το περίεργο φτερούγισμα στην καρδιά της, καθώς ξανάφερνε στο νου της, το βλέμμα του; 

“Σύνελθε”, είπε στον εαυτό της. “Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό”! Κάτι μέσα της όμως της έλεγε πως πραγματικά συνέβαινε, και το πιο παράξενο ήταν πως δεν της φαινόταν αποκρουστική η ιδέα! Μάλλον την ευχαριστούσε αυτό το άνομο συναίσθημα! Η ψύχρα ήταν αρκετή, κι η Μαριγώ έτρεμε, όμως παρόλα αυτά, μια περίεργη ζεστασιά τύλιγε όλο της το είναι. Δεν τολμούσε ούτε στον εαυτό της να το πει, όμως ναι, αισθανόταν ερωτευμένη με τον πατέρα της! Με ένα τρελό πάθος, ανεξήγητο και παράτολμο. Έτσι ξαφνικά, αγάπησε με τον λάθος τρόπο, τον ίδιο άνθρωπο που μόλις λίγες ώρες πριν, σχεδόν μισούσε! Χωρίς να το καταλάβει παρασυρμένη από τις σκέψεις της, βρέθηκε έξω από την εκκλησία. 

“Τι κάνω”! Μονολόγησε, “Βοήθησε με Χριστέ μου, δεν πρέπει να συνεχίσει αυτό”! Κι όμως μέσα της ήξερε πως θα συνέχιζε, και η ίδια δεν θα προσπαθούσε να το σταματήσει. Πήρε πάλι το δρόμο για το σπίτι. Η ιδέα πως θα τον ξανάβλεπε την τρομοκρατούσε. Κι αν τα μάτια της πρόδιδαν ότι αισθάνεται; Πως να τον κοιτάζει και να δείχνει αδιάφορη; Όχι, δεν μπορούσε! Από εδώ και πέρα, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στη σχέση τους. Μπήκε στο σπίτι. .Ευτυχώς ο Βασίλης κοιμόταν ακόμη. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πλησίασε και τον σκέπασε τρυφερά με την κουβέρτα. Ύστερα κλείστηκε στην κάμαρά της και έκλαψε, μέχρι που ήρθε ο ύπνος να την πάρει στην αγκαλιά του. Ένας ύπνος γεμάτος όνειρα και φαντασιώσεις, με τον απαγορευμένο έρωτα της!


Η κηδεία της κυρά Φωτεινής, μάζεψε κόσμο κι από τα γύρω χωριά. Αγαπητοί άνθρωποι κι αυτή και ο Λουκάς κι όλοι ήρθαν πρόθυμα για το τελευταίο αντίο. Ακόμα και οι παπάδες απ΄όλο το νησί ήλθαν. Η Μαριγώ, κάθισε δίπλα στη μάνα της, αποφεύγοντας έστω και να κοιτάξει το Βασίλη. Νόμιζε πως όλοι θα καταλάβαιναν το ένοχο μυστικό της, αν διασταύρωναν τα βλέμματά τους. Μα ούτε και το ανοικτό φέρετρο ήθελε να βλέπει. Η χλομάδα του θανάτου της έφερνε ταραχή, κι έτσι στύλωσε τα μάτια της στο ψαλτήρι. 

Δυο ακόμα ψάλτες, πλαισίωναν τον Σπύρο το δικό τους. Όμως εκείνος που της έκανε εντύπωση ήταν αυτός ο νέος άντρας παραδίπλα, ντυμένος στα κατάλευκα! Δεν τον είχε ξαναδεί και αυτή η αταίριαστη αμφίεση για κηδεία την παραξένεψε. Το όμορφο πρόσωπό του με τα μαλλιά μέχρι τους ώμους και το γενάκι, αλλά και η καλοσύνη που εξέπεμπαν τα μάτια του, της έδιναν την εντύπωση πως θα μπορούσε να είναι καλόγερος. Όμως καλόγερος στα κάτασπρα; 

 “Ποιος είναι αυτός με τα άσπρα μάνα”; ρώτησε χαμηλόφωνα γυρνώντας προς τη Βασίλαινα. 

 “Σε καλό σου παιδί μου”, απάντησε, “κανείς δεν φοράει άσπρα εδώ μέσα”! 

 Η Μαριγώ δεν συνέχισε, καθώς κατάλαβε πως μόνο αυτή τον έβλεπε! Ο νέος άντρας γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια του λυπημένα και με ένα παράπονο θαρρείς.

”Τι θέλεις από μένα”, τον ρώτησε με τη σκέψη της και δεν παραξενεύτηκε καθόλου, που της απάντησε με τον ίδιο τρόπο! “Να προσέχεις παιδί μου, μπήκες σε επικίνδυνο δρόμο και σε καρτερούν θύελλες! Μην αφήσεις χώρο στους δαίμονες να σε εξουσιάσουν”! 

 Τράβηξε τα μάτια της από πάνω του. Ο τρόμος θρόνιασε για τα καλά στην ψυχή της. Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά για να μιλάει τηλεπαθητικά, με ανύπαρκτους ανθρώπους! Εκείνη την στιγμή ένοιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στις παλάμες, κι αμέσως άλλο ένα αριστερά, κάτω από το στήθος. Έσφιξε τις γροθιές της για να αντέξει τον πόνο, και την κραυγή αγωνίας που ήταν έτοιμη να βγει από τα χείλη της. 

 ”Πάω λίγο έξω”, κατόρθωσε να ψιθυρίσει στη μάνα της, “Με πείραξε το λιβάνι”! Έτρεξε σχεδόν και βγήκε έξω. Οι συγκεντρωμένοι στο προαύλιο της εκκλησίας την κοίταξαν παραξενεμένοι, διακρίνοντας την ταραχή της. Βιαστικά απομακρύνθηκε από εκεί και με γρήγορα βήματα, τράβηξε προς το νεκροταφείο. Οι παλάμες της ήταν υγρές, αλλά δεν τολμούσε να κοιτάξει αν και ήξερε πως ήταν το αίμα της που τις ύγραινε. Βαθύς ο πόνος και στο πλευρό της,, όμως ευτυχώς εκεί δεν ένοιωθε υγρασία. Έφτασε στο νεκροταφείο, που δεν απείχε πολύ από το χωριό και στη μικρή βρυσούλα έπλυνε τα χέρια της. Το νερό που έτρεξε έκανε τις πληγές να την τσούξουν. Κοίταξε με τρόμο τα σημάδια στις παλάμες της. Δεν αιμορραγούσαν πια, και έδειχναν σαν να είχαν επουλωθεί από καιρό, αν και είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά από όταν άρχισε αυτό το παράξενο, μάλλον υπερφυσικό, περιστατικό. Ένοιωθε χαμένη, καθώς δεν ήξερε ούτε τι της συμβαίνει, αλλά ούτε και την αιτία που δημιουργούσε όλα αυτά τα περίεργα!

Με την άκρη του ματιού της είδε και πάλι τον άγνωστο άντρα, στο βάθος του νεκροταφείου. Αυτή τη φορά δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του. Σίγουρα δεν ήθελε να ξανακούσει τις τρομακτικές του προειδοποιήσεις,, γιαυτό το έβαλε στα πόδια γυρνώντας πίσω στην εκκλησία. Η εξόδιος ακολουθία μόλις είχε τελειώσει, και όλοι περνούσαν από το φέρετρο για τον τελευταίο ασπασμό. Η Μαριγώ δεν πλησίασε, μόνο στάθηκε ακουμπισμένη στην κολόνα της εισόδου κουρασμένη, με άδεια την ψυχή και το μυαλό. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά, τόσο απρόσμενα. Η παράνομη ερωτική έλξη, ο άγνωστος, τα σημάδια!

Δεν είχε χρόνο αλλά και τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τόσα περίεργα γεγονότα μαζεμένα, κι έτσι αρκέστηκε να τα αφήνει να συμβαίνουν, παρακολουθώντας τα απλά σαν θεατής. Όταν την πλησίασε ο Βασίλης, οι αντοχές της έφτασαν στα όρια τους. 

 “Είσαι καλά”; τη ρώτησε με αγωνία, καθώς την είδε έτσι χλωμή και ταραγμένη. Κατέβασε τα μάτια στη γη για να μην συναντήσει τα δικά του.

 “Δεν τις μπορώ τις κηδείες”, κατάφερε να ψελλίσει, και γύρισε το πρόσωπό της για να μην

δει τα δάκρυά της. Την αγκάλιασε τρυφερά και ένοιωσε να ανατριχιάζει σύγκορμη. Ποθούσε να τον αγκαλιάσει και εκείνη, και θα το έκανε με όλες τις συνέπειες,, αν δεν ερχόταν κοντά τους η Βασίλαινα! “Μην ακολουθήσετε στο νεκροταφείο”, τους είπε, “Αρκετά ταράχτηκε η Μαριγώ”! 

 Ο Βασίλης την κοίταξε, περιμένοντας την αντίδρασή της. Συμφώνησε με ένα νεύμα. 

 “Θα περιμένουμε στο καφενείο για τον καφέ, εκεί θα μας βρεις”. 

 Απομακρύνθηκε η Βασίλαινα, ακολουθώντας την πομπή, και οι δυό τους αγκαλιασμένοι ακόμη προχώρησαν προς το καφενείο. Το χέρι του της χάιδευε απαλά τη μέση, και η Μαριγώ φοβήθηκε πως θα λιγοθυμήσει από την πρωτόγνωρη αίσθηση που της προκαλούσε αυτό το χάδι. Είχε ξεχάσει πια όλα τα τελευταία που είχαν συμβεί, και όλο της το είναι είχε επικεντρωθεί στον παράφορο όσο και παράνομο έρωτά της. 

 “Δεν θα κάτσω στον καφέ”, του είπε ξαφνικά, “δεν είμαι στα πολύ καλά μου. Θα πάω σπίτι να ξαπλώσω”.

 “Να πας”, της είπε μαλακά, “Πέρασες πολλά αυτές τις μέρες”! 

 Έφυγε σαν κυνηγημένη, με τις σκέψεις μπερδεμένες, για αυτή την απότομη αλλαγή, που ήρθε στη ζωή της έτσι στα ξαφνικά. Έφτασε σπίτι και η πρώτη της ενέργεια ήταν να ανάψει το θερμοσίφωνο. Ένα ζεστό ντους ήταν ότι καλύτερο αυτή την ώρα. Έβγαλε τα ρούχα της και γυμνή μπήκε στο μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον εαυτό της εντελώς γυμνό. Η έμφυτη ντροπή της, δεν της είχε επιτρέψει κάτι τέτοιο ως τώρα! Όμως αυτά άλλαξαν από τη στιγμή που είδε τον Βασίλη όχι ως πατέρα, αλλά ως άντρα. Χάιδεψε το στήθος της. Κανένα σημάδι δεν φαινόταν, ούτε στο πλευρό της, ούτε και στα χέρια της,

Εξαφανίστηκαν το ίδιο ξαφνικά, όπως είχαν εμφανιστεί. Οι θηλές της είχαν ερεθιστεί και ορθώνονταν προκλητικά. Συνέχισε να εξερευνά το κορμί της, όπως δεν είχε κάνει ποτέ πριν. Κατέβασε το χέρι χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια της και έτριψε το ερεθισμένο της αιδοίο. Συνέχισε αρκετή ώρα βογκώντας,, ώσπου με μια πνιχτή κραυγή έφτασε στην κορύφωση. Σε μια πρωτόγνωρη ηδονή, που ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο είχε νοιώσει μέχρι τώρα. Μπήκε στη μπανιέρα και άφησε το χλιαρό νερό να τρέξει επάνω της. Με ένα φόβο ανάμεικτο με την ντροπή που επέστρεψε, θέλησε να ξεπλύνει τις ενοχές που αισθανόταν, με αυτό.

Το νερό όμως ξεπλένει μόνο το σώμα. Δεν έχει καμιά επίδραση στους λεκέδες της ψυχής, και έτσι αυτοί παρέμειναν ανεξίτηλοι εκεί να την βρωμίζουν. Τυλιγμένη στο μπουρνούζι βγήκε από το μπάνιο και μπήκε στην κάμαρα της. Φόρεσε ότι βρήκε πρόχειρο. Μιας και το νερό δεν κατάφερε να καθαρίσει τις κηλίδες που λέρωναν την ψυχή της, αποφάσισε να το κάνει με τον άλλο τρόπο. Αυτόν που μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε, όταν κάτι πήγαινε στραβά. Την προσευχή. Έπεσε στα γόνατα, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να επικοινωνήσει με το Θεό, όπως είχε κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά όμως οι ουρανοί φαίνεται πως ήταν κλειστοί! Τίποτα από όσα προσπαθούσε να πει δεν έφτανε στο θρόνο Του. Λόγια κενά, ανούσια, έβγαιναν μηχανικά από το στόμα της, χωρίς τη συντριβή που απαιτείται για να μιλήσεις στη Θεότητα και να σε ακούσει! Σηκώθηκε με την καρδιά πιο βαριά από πριν. Τίποτα δεν μπορούσε να τη βοηθήσει να βγει από την απελπισία που την τύλιγε. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, την ίδια στιγμή που έμπαιναν οι γονείς της με έναν άγνωστό της άντρα. 

 ”Την κόρη μου τη Μαριγώ ασφαλώς δεν θα τη θυμάσαι”, είπε ο Βασίλης στο νεοφερμένο.”Λίγων μηνών ήταν όταν έφυγες από το χωριό”. Και ύστερα γυρνώντας προς το μέρος της. ”Από δω ο Κώστας, ανιψιός του Λουκά. Του μπάρμπα Γιάννη γιος”. 

 “Χαίρω πολύ”, τον χαιρέτησε μάλλον ψυχρά. 

" 'Όλη η χαρά δική μου Μαριγώ! Δεν ήξερα ότι βγάζει τόσο όμορφα κορίτσια το χωριό μας”! Δεν του απάντησε. Αυτές οι φλύαρες φιλοφρονήσεις των αρσενικών την κούραζαν, και ο Κώστας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Την άφηνε παγερά αδιάφορη, αν και δεν τον έλεγες άσχημο. 

 ”Θα καθίσεις να τσιμπήσουμε κάτι. Πρώτη φορά στο σπίτι μας”, πρότεινε η Βασίλαινα. 

 “Μην σας βάζω σε κόπο”! 

 “Σε καλό σου! Τι τρία πιάτα, τι τέσσερα”! Κάθισαν στο τραπέζι, και οι γυναίκες ετοίμασαν το φαγητό. Μπριαμ με λαχανικά από το περιβόλι τους και φέτα. 

“Νηστεύουμε όλη τη Σαρακοστή”, δικαιολογήθηκε η Βασίλαινα.” Πάλι αν θες σου ετοιμάζω κάτι άλλο”.

“Όλα καλά! Τα λαδερά είναι το καλύτερο μου, ούτως ή άλλως”! Έφαγαν με όρεξη, κουβέντιασαν διάφορα, και ήπιαν μπόλικο κρασί. Ο Κώστας δεν πήρε στιγμή τα μάτια του από τη Μαριγώ, και ο Βασίλης δεν είναι από αυτούς που θα του διέφευγε κάτι τέτοιο! Θύμωσε με την αδιακρισία του, όμως δεν το έδειξε. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή, που δήθεν αδιάφορα, αυτός άπλωσε το χέρι και την αγκάλιασε από τους ώμους. Άστραψε το μάτι του Βασίλη! Τέτοια προσβολή μέσα στο ίδιο του το σπίτι! “Μεγάλη μαλακία που τον έφερα εδώ”, σκέφτηκε. Και αμέσως γυρνώντας στη Μαριγώ. 

“Μου φέρνεις τα τσιγάρα κόρη μου”;

Με αυτό τον τρόπο θα την απομάκρυνε από κοντά του. Η Μαριγώ σηκώθηκε να τα φέρει και ο Βασίλης βρήκε την ευκαιρία να καθίσει δίπλα του. Τον άρπαξε από το μπράτσο. 

“Είσαι στο σπίτι μου, και αυτή είναι η κόρη μου! Κανείς δεν την αγγίζει, ούτε κάνει πονηρές σκέψεις γι΄αυτήν! Κατάλαβες χαμένε”; 

 Κατακόκκινος από ντροπή κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Σηκώθηκε

βιαστικά κι αφού χαιρέτησε και ευχαρίστησε, έφυγε άρον άρον. Η Βασίλαινα που δεν πολυκατάλαβε τι συμβαίνει παραξενεύτηκε. “Μύγα τον τσίμπησε”; αναρωτήθηκε. 

 “Μάλλον”, της απάντησε μονολεκτικά. Η Μαριγώ αν και δεν άκουσε λέξη από ότι ειπώθηκε, ήταν σίγουρη πως ο Βασίλης τον έδιωξε με τον τρόπο του, και αυτό την γέμισε ικανοποίηση. Μάζεψε τα πιάτα και ξανακάθισε στο τραπέζι. 

“Καλό κουμάσι και του λόγου του”, είπε με έντονη φωνή, “Μα να με χουφτώσει μέσα στο σπίτι μου”! “ Μην με φουντώνεις περισσότερο να χαρείς”, την παρακάλεσε. “Ίσα που κρατήθηκα να μην του σπάσω τα μούτρα”! 

 Μόνο τότε κατάλαβε η Βασίλαινα τι είχε συμβεί. “Σόδομα και Γόμορρα! Ήμαρτον Κύριε”! μονολόγησε. Η Μαριγώ της χαμογέλασε, και έσκυψε στο στήθος του Βασίλη.

 “Σε ευχαριστώ”, του είπε γλυκά και εκείνος την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Όλος ο πόθος ξαναζωντάνεψε μέσα της με το άγγιγμα των χειλιών του, ακόμα πιο δυνατός από πριν! 

 “Το πρωί θα κατεβάσω τη μάνα στη Χώρα, έχει ραντεβού με τον καρδιολόγο”, είπε ξαφνικά η Βασίλαινα. “Θα τη βγάλετε με κάτι πρόχειρο. Δεν θα προλάβω να μαγειρέψω”!

 “Μην ανησυχείς μάνα, θα μαγειρέψω εγώ”, την καθησύχασε η Μαριγώ. Κοίταξε ερωτηματικά τον άντρα της. Ο Βασίλης ανασήκωσε τους ώμους. 

 ”Εντάξει”, είπε, “τα καταφέρνω και μόνος μου μια μέρα. Άντε να πάμε για ύπνο τώρα, πέρασε η ώρα και δεν θα έχουμε ξυπνημό”!”.

Αχάραγα ξύπνησε η Μαριγώ. Δύσκολη η νύχτα που πέρασε, με όνειρα εφιάλτες γεμάτη, που όμως δεν θυμόταν κανέναν. Η Βασίλαινα ετοιμαζόταν να φύγει. Την καλημέρισε και έβαλε το μπρίκι για τον καφέ του πατέρα. Ο καιρός έξω δεν έλεγε να φτιάξει. Ασυνήθιστο κρύο για άνοιξη, και ένας δαιμονισμένος βοριάς σφύριζε απειλητικός. Μπήκε δειλά στην κρεβατοκάμαρα να δει αν είχε ξυπνήσει ο Βασίλης. Είχε σηκωθεί και φορώντας μόνο το σλιπάκι του χτένιζε τα μαλλιά του στον καθρέφτη. Γύρισε ξαφνιασμένος όταν αντιλήφτηκε την παρουσία της. “Καλημέρα”, του είπε δίχως να ξεκολλήσει τα μάτια από το καλοφτιαγμένο του σώμα, που πρώτη φορά έβλεπε σχεδόν γυμνό. Την καλημέρισε κι αυτός, παραξενεμένος ωστόσο από τον τρόπο που τον κοίταζε.” “Δυό λεπτά ντύνομαι και κατεβαίνω”, της είπε τελικά.

Στο τραπέζι έμειναν αμίλητοι. Μια αμηχανία πλανιόταν στον αέρα, από τη μεριά του Βασίλη κυρίως,, που δεν ήταν συνηθισμένος σε τρυφερότητες με την κόρη του. Η ερώτησή της ήταν τόσο απρόσμενη, που έπεσε σαν βόμβα! 

 “Μ΄αγαπάς” :

Στριφογύρισε στην καρέκλα,του ήταν πολύ δύσκολο να φανερώσει αισθήματα, ακόμα και στην ίδια του την οικογένεια. Και ήταν η πρώτη φορά που του το ζητούσαν τόσο ξεκάθαρα. Ούτε η γυναίκα του είχε τολμήσει ποτέ κάτι τέτοιο. 

 ”Και βέβαια¨, της απάντησε μουδιασμένα, “πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Πατέρας σου είμαι”! “Και με βρίσκεις όμορφη”; συνέχισε τις βόμβες η Μαριγώ. 

 Ο Βασίλης δεν απάντησε αμέσως. Η διαίσθηση του του έλεγε πως τα πράγματα έπαιρναν έναν περίεργο και ίσως επικίνδυνο δρόμο. Τέτοιες κουβέντες ποτέ δεν είχε ανταλλάξει με την μέχρι τώρα συνεσταλμένη κόρη του. Αυτή η θεαματική αλλαγή, τον τρόμαξε. 

 ”Όμορφη είσαι, Πολύ όμορφη! Μα τι σε έπιασε και με ρωτάς πρωί πρωί”;” 

 “Ήθελα να ξέρω πως με βλέπεις”, του απάντησε ήρεμα. “Πάντα πίστευα πως με αποφεύγεις, μα τώρα πια δεν το πιστεύω! Τώρα ξέρω πως σου αρέσω”! 

 Αυτό πια ξεπερνούσε τα όρια! Τι σήμαινε αυτό το “σου αρέσω”; Το με αγαπάς θα το καταλάβαινε, αλλά σου αρέσω! Σαν να μιλούσε στο αγόρι της! Φοβήθηκε να απαντήσει και προτίμησε να σηκωθεί να φύγει. Τον πρόλαβε στην πόρτα και τον αγκάλιασε από πίσω. 

 ”Σε είδα πως ζήλεψες χτες βράδυ”! Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Βασίλη και πριν προλάβει να ελέγξει την οργή του, γύρισε και της άστραψε μια σφαλιάρα τόσο δυνατή, που την πέταξε δυο μέτρα μακριά. Ο πόνος ήταν μεγάλος, όμως δεν συγκρίνονταν με την ταπείνωση που ένοιωσε η Μαριγώ. Όλη η ερωτική διάθεση, έσβησε ξαφνικά και τη θέση της πήρε το μίσος και η ανάγκη για εκδίκηση!


Ο καινούργιος ταχυδρόμος, που ήρθε στη θέση του Μηνά όταν αυτός ζήτησε και πήρε μετάθεση μετά τα γεγονότα, στάθηκε αναποφάσιστος στο σταυροδρόμι. 

 “Μαρία Νομικού”, μονολόγησε, Ποιο διάολο είναι το σπίτι της”; Φώναξε δυνατά το όνομα και περίμενε λίγο. Η Μαριγώ φάνηκε στην πόρτα. “Η Μαρία Νομικού”; τη ρώτησε. “Η ίδια”. “Έχεις ένα συστημένο, από Αθήνα”. 

 Υπέγραψε το χαρτί του

ταχυδρόμου και πήρε το φάκελο. Όπως το φανταζόταν ήταν από τη Ρηνιώ. Το άνοιξε και διάβασε με λαχτάρα τα νέα της φίλης της. Της έγραφε για την καινούργια της ζωή, το σπίτι που νοίκιασε στα Πατήσια και τη δουλειά που βρήκε σε ένα μαγαζί με γυναικεία ρούχα.

Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, τη διαβεβαίωνε και την παρακαλούσε να μεταφέρει τα νέα της στην παπαδιά, γιατί φοβόταν πως αν έστελνε στην ίδια γράμμα, ο παπάς θα το έσκιζε πριν το διαβάσουν. Χαμογέλασε η Μαριγώ με τα καλά νέα: ”Μπράβο Ρηνούλα, τα κατάφερες! Έπρεπε τώρα να τρέξει να μεταφέρει τα μαντάτα στην παπαδιά. Την βρήκε μόνη στην κουζίνα, να βάφει τα κόκκινα αυγά. ¨Όχι πως είχε όρεξη για κάτι τέτοιο, μα το επέβαλε το έθιμο.

 “Καλώστην Μαριγώ μου”, τη χαιρέτισε σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. “Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει στο σπιτικό μας”; Της είπε για το γράμμα, για το πως τα περνάει η Ρηνιώ στην καινούργια της ζωή. Δάκρυσε η παπαδιά από λύπη μα και χαρά μαζί. 

 “Που βρίσκεται”, ρώτησε με φωνή σπασμένη απ΄τη συγκίνηση, ΄΄Έχει τηλέφωνο; Να της μιλήσω, να της στείλω ένα γράμμα”! 

 “Μήτε και εγώ ξέρω”, της είπε ψέματα η Μαριγώ όπως της είχε ζητήσει η φιλενάδα. “Δεν μου έγραψε διεύθυνση, μα θα μου ξαναγράψει σύντομα λέει”.

 ”Να είσαι καλά παιδί μου“, την ευχαρίστησε, “και όταν έχεις νέα, έλα πάλι να σε χαρώ”! Της το υποσχέθηκε., και αφού πήρε τα αυγά και τα κουλουράκια που της πρόσφερε, της ευχήθηκε καλό Πάσχα, και πήρε το δρόμο για το χωράφι. Άλλη μια μέρα που θα περνούσαν σαν δυο ξένοι, με τον Βασίλη. Μέρες τώρα δεν αντάλλαζαν ούτε κουβέντα, ακόμα και για τα στοιχειώδη. Από μια μεριά αυτό ήταν καλό, γιατί δεν έφερνε κανένα σε δύσκολη θέση. Ο πόθος της είχε πια σβήσει εντελώς. Όχι όμως και η δίψα της να εκδικηθεί! Μπροστά στης γιαγιάς σταμάτησε. Άνοιξε την αυλόπορτα και μπήκε. “Γιαγιά”, φώναξε, ”γιαγιάκα”!

'Έλα παιδί μου”, της απάντησε από το πίσω μέρος του σπιτιού. “Εδωνά είμαι”!

Την βρήκε να απλώνει τη μπουγάδα της. “Καλημέρα, καλή Ανάσταση”! “Να είσαι καλά παιδί μου! Και του χρόνου”! Είπανε για λίγο τα δικά τους κι ύστερα της ζήτησε να κόψει λίγα λουλούδια για τον Σταυρωμένο. ”'Όσα θέλεις”, της είπε πρόσχαρα, “Όλα αν θες κόφτα! Δικά Του είναι έτσι κι αλλιώς”! Την ευχαρίστησε και άρχισε να κόβει τα πιο όμορφα. Τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, βιολέτες. Αφού τελείωσε το μάζεμα, ξανάρθε στο νου της η φωτογραφία που βρήκε τις προάλλες. Με όλα αυτά που μεσολάβησαν σχεδόν την είχε ξεχάσει. Αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε να μάθει ποιος είναι ο νεαρός που απεικόνιζε. Να ρωτήσει τη γιαγιά ούτε λόγος. Ούτε βέβαια το Βασίλη, κυρίως μετά από αυτά που έγιναν τις τελευταίες μέρες! Έμενε μόνο η μάνα, και μάλλον αυτήν θα ρωτούσε, αν και ήταν λίγο διστακτική. Πήρε τα λουλούδια στην αγκαλιά της και ξεκίνησε να φύγει. “Ευχαριστώ γιαγιά! Και του χρόνου”!

“Στο καλό κόρη μου! Θα σας δω το βράδυ στην εκκλησιά¨! 

 Έφτασε στο χωράφι και αφού γέμισε νερό τον κουβά, έβαλε μέσα τα λουλούδια για να κρατήσουν τη φρεσκάδα τους. Ο Βασίλης δεν φαινόταν πουθενά. Τελικά τον είδε να συζητάει με τον Αποστόλη, που είχε τα χτήματα του πλάι στα δικά τους. Ο Αποστόλης την είδε κι αυτός και της φώναξε να πλησιάσει. “Δεν έπρεπε να είσαι σπίτι να βοηθάς τη μάνα σου; Ο Βασίλης μια χαρά τα καταφέρνει και μόνος του. Δεν έχει δα και πολλές δουλειές αυτό τον καιρό. Εξ άλλου, θα έχετε και καλεσμένους για το Πάσχα, οπότε σίγουρα η Βασίλαινα σε χρειάζεται περισσότερο”! 

 “Καλεσμένους”; απόρησε η Μαριγώ, “δεν έτυχε να ακούσω τίποτα”! 

 “Μα μόλις τώρα δα μας κάλεσε ο πατέρας σου, δηλαδή εμένα και τον ανεψιό μου, που θα έρθει για τρεις τέσσερις μέρες στο νησί¨. 

 “Καλώς να ορίσετε τότε! Οπότε καλά είναι να πηγαίνω, έχεις δίκιο κυρ Αποστόλη”. Δεν έστρεψε ούτε μια στιγμή τα μάτια της προς τον Βασίλη, όπως ούτε κι εκείνος άλλωστε. Ευτυχώς ο Αποστόλης δεν έδειξε να το πρόσεξε. Χαιρέτησε με ένα ουδέτερο “καλή δουλειά”, πήρε τα λουλούδια και κίνησε για το σπίτι.


Πίσω στο χωριό η Βασίλαινα, μόλις γύρισε από την εκκλησία, άναψε το καντήλι και αφού θύμιασε όλο το σπίτι, έπιασε τις δουλειές. Ξεσήκωσε τα σκεπάσματα, τα τίναξε κι ύστερα τα άπλωσε να αεριστούν. “Θέλουν και τα στρώματα γύρισμα”, σκέφτηκε, “άντε να με πιάσει πάλι η ρημάδα η μέση μου”! Καθώς σήκωνε το στρώμα της Μαριγώς για να το γυρίσει, είδε τη φωτογραφία. Κοκάλωσε! Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της!

“Δεν είναι δυνατόν”! Της ξέφυγε. Την κοίταξε καλά, αυτός ήταν! Τρομοκρατήθηκε! “Που τη βρήκε1 ποιος της την έδωσε”; Την έκρυψε βιαστικά στην ποδιά της.”Χριστέ μου¨, μουρμούρισε, “μην πάρει χαμπάρι ο Βασίλης”! Βάλθηκε γρήγορα να γυρίσει το στρώμα πριν φανεί η μικρή. “Θα έχουμε μπελάδες πασχαλιάτικα”, σκέφτηκε, “Ο Θεός να φυλάει”! Ίσα που πρόλαβε να βγει από το δωμάτιο, όταν μπήκε η Μαριγώ. Της είπε για τους καλεσμένους, για το γράμμα της Ρηνιώς. Η Βασίλαινα άκουγε και δεν άκουγε. Το μυαλό της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη φωτογραφία!

 “Μ΄ακούς μάνα ή μιλάω μόνη μου”; 

 ” Ναι σε ακούω κόρη μου, αλλά να, μου έπεσε ξαφνικό αυτό με τους καλεσμένους. Ας είναι, ώρα να βάλουμε μπροστά, γιατί έχουμε του κόσμου τις δουλειές”! 

 Αργά το απόγευμα που ήρθε ο Βασίλης, τις βρήκε ακόμα με τις ποδιές. “Τελειώνετε πια, όπου νάναι θα σημάνει”. Έστρωσε η Βασίλαινα πρόχειρο τραπέζι. Ελιές, ντομάτα, ψωμί. Απόφαγαν και ετοιμάστηκαν για την εκκλησία.

Φωταγωγημένη η Αγιά Μαρίνα, ντυμένη στα μοβ και τα μαύρα, περίμενε τους πιστούς, που κατεύθαναν από όλο το χωριό. Η ακολουθία των παθών είχε αρχίσει. Σιωπηλά, κατανυκτικά παρακολουθούσαν όλοι την εξέλιξη του Θείου δράματος. Ακόμα και τα μωρά σιωπούσαν. Λες και καταλάβαιναν πως κάτι σημαντικό διαδραματιζόταν αυτή την ώρα. Ένα θρησκευτικό ρίγος διαπέρασε όλους, καθώς ο παπά Λευτέρης περιέφερε στη σκοτεινή εκκλησία τον Εσταυρωμένο.

 “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”. Η Μαριγώ έσφιξε

τα λουλούδια στην αγκαλιά της. “Συγχώρεσε με Χριστέ μου”, προσευχήθηκε σιωπηλά. Έστησε ο παπάς το Σταυρό στη μέση, μπροστά στην ωραία πύλη. “Δείξον ημίν, και την ένδοξόν Σου Ανάσταση”. Άναψαν και πάλι τα φώτα. Οι κοπελιές πλησίασαν τον Χριστό, που τις κοιτούσε από ψηλά, “περίλυπος άχρι θανάτου”. Μια μια προσκύνησαν τα ματωμένα Του πόδια και απίθωσαν αγκαλιές τα λουλούδια μπροστά Του. Πλημύρισε ο Σταυρός του μαρτυρίου, μυρωδιές και χρώματα! Αργά το βράδυ τελείωσε η ακολουθία. Στην εκκλησία απόμειναν δυο τρεις γριές, για να ξενυχτήσουν τον μεγάλο νεκρό. Οι κοπέλες στην διπλανή αίθουσα, στόλιζαν τον επιτάφιο. 

 ”Τελευταία φορά που με βλέπετε εδώ Μεγάλη βδομάδα”, είπε ξάφνου η Καλλιόπη, “από του χρόνου, πάει πέταξε το πουλάκι”! 

 “Και για που με το καλό”; ρώτησε χαμογελώντας η Μαρίνα. 

 “Στην Αθήνα παιδί μου”! Αποκρίθηκε με καμάρι.” Θα κάνω φροντιστήριο για τη νομική”! 

 “Και που θα μείνεις”; ξαναρώτησε η Μαρίνα.

“Στης θείας μου καλέ, του πατέρα μου την αδελφή. Παιδιά δικά της δεν έχει και με προσκάλεσε να πάω” 

 Η Μαριγώ παρακολουθούσε σιωπηλή. Ήξερε πως θα φύγει, μα κάθε φορά που το ξανάκουγε στενοχωριόταν. Ειδικά τώρα που τόσα προβλήματα την τριγύριζαν. 

 “Λοιπόν είσαι πολύ τυχερή φιλενάδα”, πετάχτηκε η Δήμητρα, “θα ξεφύγεις πια από αυτήν την φυλακή”! “Ούτε λόγος! Μαύρη πέτρα θα ρίξω”! “Μόνο η Μαριγώ δεν θέλει να φύγει από εδώ”,ειρωνεύτηκε,” Αυτή παιδί μου, είναι το στοιχειό του χωριού”! 

 Γέλασαν όλες εκτός από τη Μαριγώ, με το χωρατό. 

 “Κανείς δεν ξέρει ποτέ”, είπε αινιγματικά. Υπό άλλες συνθήκες ούτε που θα σκεφτόταν πως υπήρχε περίπτωση να αφήσει το χωριό της. Τώρα όμως αυτή η σκέψη της φαινόταν σαν μια καλή λύση, όσο κι αν σιχαίνονταν τις μεγαλουπόλεις. 

 “Ε, αν το δούμε και αυτό θα πει πως χάλασε ο κόσμος”, γέλασε η Καλλιόπη, και όλες έδειξαν να συμφωνούν.

Πλησίαζε το χάραμα πια, όταν τελείωσαν με το στολισμό. Κάθισαν λίγο να θαυμάσουν το έργο τους. “Ωραίος είναι”, είπε η Δήμητρα, “καλύτερος από πέρσι”! 

 “Σίγουρα”, συμφώνησε και η Μαρίνα. Μπήκαν ξανά στην εκκλησία να προσκυνήσουν, και κίνησαν για τα σπιτικά τους.. Καληνύχτισαν η μια την άλλη και πήρε η καθεμιά το δρόμο της.



Ξημέρωσε η Μεγάλη Παρασκευή συννεφιασμένη, λες κι η φύση απέδιδε τον απαιτούμενο φόρο τιμής στον Δημιουργό της. Σηκώθηκαν νωρίς μάνα και κόρη, για να τελειώσουν τις δουλειές που έπρεπε οπωσδήποτε να γίνουν, πριν σημάνει η εκκλησία. Ο Μπαρμπα Λουκάς κτύπησε διστακτικά την πόρτα, μην τους ξυπνήσει, αν τυχόν κοιμόντουσαν ακόμη. “Καλώς τον Λουκά”, τον καλωσόρισε η Βασίλαινα, “Κόπιασε”! Κάθισε βαρύς στην καρέκλα. Γερασμένος, αξύριστος, ένας άλλος άνθρωπος. ”Να φτιάξω καφεδάκι”; Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, μαρτυρούσαν την αϋπνία του.

Ήπιε μια γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο. “Είδα άσχημο όνειρο ψες βράδυ, κυρά”, είπε στη Βασίλαινα. “Ήμουνα λέει στο καφενείο μόνος και οικονομούσα το μαγαζί. Ξάφνου μπήκε μέσα η Φωτεινή μου. “Λουκά”, μου φώναξε, “Φοβάμαι”! “Τι φοβάσαι μάτια μου, δεν περνάς καλά”, τη ρώτησα. “Καλά είμαι εγώ! Σε όμορφο μέρος βρίσκομαι! Μόνο για τη Μαριγώ φοβάμαι. Πολλοί την έχουν βάλει στο μάτι”! “Την Μαριγόυλα μας”; ξαναρώτησα απορημένος, ¨μα αυτή δεν έχει εχθρούς, μόνο φίλους έχει”! ”Έχει πολλούς εχθρούς Λουκά, μόνο που δεν τους βλέπει. Την έχουν βάλει στο σημάδι, και δεν κάνουν εύκολα πίσω αυτοί”! Να της πεις να προσέχει και να ακούει τις συμβουλές του μόνου πραγματικού της φίλους Ξέρει αυτή”! Πάνω εκεί ξύπνησα. Δεν ξέρω τι να υποθέσω! 

 “Ιησούς Χριστός νικά”, σταυροκοπήθηκε τρομοκρατημένη η Βασίλαινα. Η Μαριγώ προσπάθησε να δείχνει ήρεμη, ενώ μέσα της ξεσπούσε τρικυμία. 

 “Έλα μάνα, όνειρο ήταν, αγέρας. Γεννήματα της φαντασίας είναι τα όνειρα. Τα φτιάχνει το μυαλό που είναι κουρασμένο από τα βάσανα”! 

 “Αυτό λέω και γω¨, πήρε κουράγιο ο Λουκάς,” όνειρο ήταν, ψέμα! Μα σας το είπα να έχετε το νου σας. Δεν ξέρεις καμιά φορά, ο Θεός να φυλάει”!

“Μ΄αυτά κι αυτά θα αρχίσει η εκκλησιά και μεις θα είμαστε με τις νυκτικές ακόμα μάνα! Συμπάθα μας μπάρμπα, δυο λεπτά να ντυθούμε”. 

 ”Έννοια σας, θα σας περιμένω να πάμε μαζί. Δεν ανοίγω σήμερα το μαγαζί. Ούτε θα το ξανανοίξω Μεγάλη Παρασκευή. Αρκετά τόσα χρόνια δε σεβάστηκα την ημέρα”! 

 Ντύθηκαν γρήγορα και ξεκίνησαν. Μπροστά η Μαριγώ και πίσω

οι δυο τους. Την έτρωγε τη Βασίλαινα η αγωνία για το όνειρο. Ένας φόβος που δεν μπορούσε να ελέγξει φώλιασε για τα καλά στην καρδιά της .

”Εσύ Λουκά, πιστεύεις στα όνειρα”; ρώτησε χαμηλόφωνα.

 “Τι να σου πω κυρά μου;” αποκρίθηκε, “άλλοτες βγαίνουν, μα τις πιο πολλές φορές προσπερνάνε! Αυτά που στέλνει ο Θεός βγαίνουν. Ξέρει ο Θεός το μέλλον και το προλέγει, μα στέλνει κι ο σατανάς όνειρα, ψεύτικα για να μας τρομάξει! Που να ξέρεις”! 

 “Σε καλό να βγει Παναγιά μου΄, ευχήθηκε η Βασίλαινα. Άναψαν τα κεριά τους κι αφού προσκύνησαν κάθισαν στις θέσεις τους. Διαβάστηκαν οι ώρες, τα ευαγγέλια κι έφτασε η στιγμή της αποκαθήλωσης. Ο παπά Λευτέρης κατέβασε το σώμα του νεκρού Χριστού και το απίθωσε σε μια γωνιά του ιερού. Ύστερα περιέφερε το σεντόνι και το ακούμπησε ευλαβικά στον επιτάφιο. Ένας ένας οι χωρικοί, πλησίασαν να προσκυνήσουν. Πλησίασε κι η Μαριγώ και έσκυψε να φιλήσει το ευαγγέλιο, από μιαν ανεξήγητη όμως αιτία, δεν μπόρεσε να ακουμπήσει τα χείλη της επάνω του. Προσπάθησε μάταια και δεύτερη φορά, ώσπου τελικά κατάλαβε πως ο Θεός δεν δεχόταν το φίλημά της!

Ένα συναίσθημα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει την κατέκλυσε. Φόβος ήταν; θυμός, απελπισία; Δεν ήξερε.

Βγαίνοντας από την εκκλησία, το μάτι της Καλλιόπης έπεσε στο νεοφερμένο ανιψιό του Αποστόλη. “Τι παιδί είναι αυτό Χριστέ μου”! Ποιος είναι καλέ αυτός ο κούκλος”! 

 “Ο άγγελος που φυλάει τον τάφο του Κυρίου”, είπε η Δήμητρα το ίδιο συνεπαρμένη. 

 Η Μαριγώ στο αντίκρυσμα του ξανάνιωσε εκείνη την ταραχή, που είχε νοιώσει τότε με τον πατέρα της.΄Ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά! “Καλημέρα κορίτσια, καλό Πάσχα”! τις χαιρέτησε ο Αποστόλης. “Από δω ο ανιψιός μου ο Αριστείδης”! Με μια προθυμία που δεν περνούσε απαρατήρητη, τον χαιρέτησαν όλες. Όταν έφτασε η σειρά της Μαριγώς, άπλωσε με δυσκολία το χέρι, μα φωνή δεν έβγαινε από το λαρύγγι της! “Η Μαριγώ που σου έλεγα”, έσωσε την κατάσταση ο Αποστόλης, “η κόρη του Βασίλη”. “Τι κάνεις Μαριγώ”; “Δόξα τω Θεώ”, κατάφερε να ψελλίσει, ενώ έτρεμε ολόκληρη. Μπήκανε θείος και ανιψιός να προσκυνήσουν, κι έμειναν έξω οι κοπελιές να κουτσομπολεύουν. “Σιγανοπαπαδιά!”, φώναξε η Καλλιόπη στη Μαριγώ. “Είχες τέτοιο κελεπούρι και μας το έκρυβες”!


“Δεν το ξέρω το παλικάρι, σήμερα το πρωτοβλέπω. Ήρθε να περάσει το Πάσχα με το θείο του”! “Κοίταξε τες τις λιμασμένες, θα τον φάνε με τα μάτια τους!”, την διέκοψε η Δήμητρα. Πραγματικά όλες οι γυναίκες που τύχαινε να τον συναντήσουν, δεν ξεκολλούσαν τα μάτια από πάνω του. Όλες! Νέες, μεσόκοπες, παντρεμένες!

 “Να πηγαίνω εγώ”, είπε ξάφνου η Μαριγώ, καθώς πλησίαζαν προς το μέρος τους ο Αποστόλης με τον Αριστείδη.“Με περιμένουν πολλές δουλειές στο σπίτι”.

 “Τι δουλειές;”, απόρησε η Δήμητρα, “δεν κάνουν δουλειές τέτοια μέρα”! Όμως η Μαριγώ είχε ήδη μακρύνει. Έτρεχε σχεδόν για να αποφύγει τη συνάντηση. 

 “Μαριγώ!, της φώναξε ο Αριστείδης και την ακολούθησε, αγνοώντας τις άλλες κοπέλες. 

 “Όλο ευγένεια κυρ Αποστόλη ο ανιψιός σου!”, είπε πικαρισμένη η Καλλιόπη. 

 “Συμπαθάτε τον κορίτσια, θα νομίζει πως έκανε κάτι που την πείραξε”! 

 ”Και σάμπως δεν την πείραξε;”, συνέχισε η Καλλιόπη στο ίδιο ύφος, “Της έδωσε μια κατακούτελη, που είδε τον ουρανό σφοντύλι”! Ο Αποστόλης σήκωσε τα χέρια παραιτημένος. “Εσείς ξέρετε”, τους είπε καλοσυνάτα, “πάει καιρός που δεν αναγνωρίζω πια, τα σημάδια του έρωτα”! Η Μαριγώ ήθελε να σταματήσει, να ακούσει την φωνή του, να δει και πάλι τα μάτια του. Μα αντί γιαυτό, άνοιξε περισσότερο το βήμα της.

Πάλευαν μέσα της το συναίσθημα με την ντροπή αλλά και το φόβο. Την πρόλαβε λίγο πριν φτάσει σπίτι. 

“Τι συμβαίνει Μαριγώ;”, τη ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια.” Τόσο απαίσιος είμαι που δεν αντέχεις ούτε δυο λεπτά κοντά μου;”.

”Κάθε άλλο¨, του απάντησε με μια ψυχραιμία που ξάφνιασε και την ίδια”. 

 “Τότε;”. 

 “Δεν υπάρχει τίποτα να σου εξηγήσω! Έχω άλλες προτεραιότητες από το να σαλιαρίζω με νεαρούς!”. Ο Αριστείδης έβαλε τα γέλια. 

 “Ώστε με θεωρείς έναν άμυαλο νεαρό, που δεν αξίζει να χάνεις τον χρόνο σου μαζί μου”; 

 “Δεν είπα ακριβώς αυτό! Απλά δεν έχω συνηθίσει το φλερτ, και μου φαίνεται σαν κάτι άγνωστο”. “Όλο κάποτε έχουν μιαν αρχή! Πολύ θα ήθελα να την κάνεις μαζί μου”! 

 “Δεν ξέρω, είμαι επιφυλακτική με τους ανθρώπους, και κυρίως με αυτούς που μπορεί να μην ξαναδώ ποτέ”! 

 “Αν το θελήσεις θα με βλέπεις όσο πιο συχνά γίνεται”! 

 “Μεγάλα λόγια, μόλις λίγα λεπτά με ξέρεις”! 

 “Λίγα λεπτά, που μου φαίνονται όμως σαν να σε ξέρω μια ζωή”! 

 “Άσε μου λίγο χρόνο! Είμαι άμαθη σου είπα σ΄αυτά”!

“Δεν πρόκειται να σε πιέσω. Μου αρκεί που δεν με απορρίπτεις”! 

 Η Μαριγώ του χαμογέλασε και έτρεξε να χωθεί στο σπίτι. Μπερδεμένα αισθήματα την κυρίευαν. Της άρεσε ο Αριστείδης. Κάπως έτσι είχε ονειρευτεί τον άντρα που θα αγαπούσε. Όλα αυτά όμως πριν δει με άλλο μάτι τον πατέρα της. Όσο κι αν προσπαθούσε να ξεχάσει ότι συνέβη, το σοκ που δέχτηκε όταν κατάλαβε πως έκανε λάθος για τα αισθήματά του, την γέμιζε οργή. Και εξάλλου δεν ήταν σίγουρη πως είχε ξεπεράσει τα δικά της αισθήματα απέναντί του! Στην κουζίνα

η Βασίλαινα συζητούσε με τον άντρα της. 

 “Το έσφαξες το αρνί”; 

 “Αύριο θα το σφάξω. Ο Αποστόλης λέει να το κάνουμε στη σούβλα. Ξέρει ο ανιψιός του απ΄αυτά. Είπα και της μάνας σου να έρθει”. 

 “Καλά έκανες, μην είναι κι αυτή μονάχη”!

Πίσω στην εκκλησία, η Καλλιόπη δεν μπορούσε να χωνέψει το ενδιαφέρον του Αριστείδη για την Μαριγώ. “Κοίτα που θα μας φάει τον παίδαρο η ξενέρωτη!”, μουρμούρισε όλο οργή. “Αμ δε, έχουνε γνώση οι φύλακες”! 

 “Ζηλεύεις πουλάκι μου;”, την πείραξε η Μαρίνα.

“Δε μας παρατάς και συ!”, τη αποπήρε και έφυγε θυμωμένη. Ταραγμένη πήρε το δρόμο για το σπίτι. “Θα σας δείξω εγώ ποια είναι η Καλλιόπη!”, μονολόγησε. “Σκυλάκι θα τον κάνω, να τρέχει από πίσω μου! Σιγά μη φοβηθώ αυτή την άσχετη”!


Ο ουρανός σιγά σιγά καθάρισε. Το απόγευμα πια γαλάζιος,, λαμπερός, σκέπαζε το χωριό. Γλυκό, ανοιξιάτικο ήρθε το σούρουπο. Η καμπάνα καλούσε τους πιστούς στην εκκλησία. Οι υπέροχες ψαλμωδίες της Μεγάλης Παρασκευής, ξεχύνονταν από τα μεγάφωνα, για όσους δεν χωρούσαν μέσα. Γύρω από τον επιτάφιο οι κοπέλες του χωριού, μικρές και μεγαλύτερες στέκονταν κρατώντας καλαθάκια γεμάτα ροδοπέταλα. Περίμεναν την ώρα να ψάλλουν τα Εγκώμια. Έθιμο παλιό στο χωριό που τηρείται με ευλάβεια χρόνια τώρα. 

 “Η ζωή εν τάφω, κατετέθεις Χριστέ”, άρχισε να ψάλλει με τη βραχνή του φωνή ο παπά Λευτέρης. Πήραν τη φάλτσα φωνή του τα κορίτσια και την μετουσίωσαν! Άγγελοι θαρρείς και υμνούσαν το νεκρό Θεό! Γλυκιές, καθάριες οι φωνές τους, ανέβαζαν τις μελωδίες στα ουράνια. Να ακούσει ο Χριστός, να απαλύνει ο πόνος των καρφιών και των αμαρτιών των ανθρώπων! Παρασυρμένη από την θαυμάσια ποίηση του μελωδού η Μαριγώ, ξέχασε για λίγο τα εγκόσμια που τη βασάνιζαν. Ξεχώριζε, όπως πάντα η φωνή της, αν και αυτή τη φορά δεν την έντυνε το θείο συναίσθημα όπως άλλες φορές. Κανείς δεν κατάλαβε τη διαφορά. Πολλοί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους, στο άκουσμα της φωνής της! Μέχρι κι ο Σπύρος ο ψάλτης, σπουδαγμένος στη βυζαντινή μουσική και καλλίφωνος όπως λένε όλοι, δεν τολμούσε να σιγοντάρει.

Φοβόταν να μπει ανάμεσα στις αγγελικές ψαλμωδίες. Ο Αριστείδης δεν είχε ποτέ πολλές σχέσεις με την εκκλησία. Άθεος ίσως όχι, αδιάφορος όμως σίγουρα. Τώρα στεκόταν κι αυτός μαγεμένος, κοιτώντας στα μάτια τη Μαριγώ, βυθισμένος στην έκσταση των στιγμών, για πρώτη φορά στη ζωή του. Η ακολουθία πλησίαζε στο τέλος της. Όλοι έτοιμοι για την περιφορά. Βγήκαν μπροστά οι λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα, που κρατούσαν τα αγόρια. Ο Βασίλης, όπως κάθε χρόνο, πήρε τον Σταυρό. Κανέναν άλλο δεν άφηνε από παλικάρι ακόμα. Η Καλλιόπη μάκρυνε από τις άλλες και πλησίασε τον Αριστείδη. 

 “Τι κάνεις;”, τον ρώτησε γλυκά. 

 “ Μια χαρά!¨, της απάντησε, “Συγχαρητήρια για την ωραία σου φωνή”! 

 “Ευχαριστώ! Σου άρεσε πραγματικά”; 

 “Πρώτη φορά ένοιωσα έτσι σε εκκλησία! Θέλω να με πιστέψεις. Κι η Μαριγώ όμως ψέλνει υπέροχα”! Ένα αγκάθι ζήλιας τρύπησε την καρδιά της. Ξέχασε την ιερότητα της στιγμής και τα βλέμματα των χωρικών.

“Καλή είναι.”, είπε στεγνά. 

 “Που είναι τώρα;”, ξαναρώτησε ο Αριστείδης. Ετοιμάζονταν να απαντήσει, όταν πρόσεξε τη μάνα της να της γνέφει αγριεμένη.

 “Θα τα πούμε μετά”, του είπε βιαστικά.

 “Θα έρθεις στην περιφορά, έτσι δεν είναι;”.

 “Θα έρθω”. 

 Η Αγγελική άρπαξε την κόρη της από το μπράτσο. 

 “Δεν ντρέπεσαι λίγο!”, τη μάλωσε αυστηρά. Βγαίνει ο επιτάφιος και συ χαριεντίζεσαι με τον νεαρό! Να σε δει ο πατέρας σου κακομοίρα!”. 

 “Αει παράτα μας Αγγελική”, συλλογίστηκε η Καλλιόπη. “Κι αν με δει, θα με κάνει ντα!”.

 “Που ήσουνα καλέ;”, τη ρώτησε η Δήμητρα σαν επέστρεψε κοντά τους. 

 “Όπου θέλω ήμουνα!”, απάντησε θυμωμένη. “Από πότε θα δίνω λογαριασμό, που πάω και τι κάνω;”. “Σιγά Καλλιόπη και παραπήρες φόρα μου φαίνεται!”, την έκοψε η Μαρίνα.

 “Ησυχάστε πια!”, τους φώναξε με έντονο ύφος η Μαριγώ. “Όλο το χωριό σας ακούει!”. Σταμάτησαν τις κουβέντες γιατί σήμανε η καμπάνα, την έξοδο του επιταφίου. Αργά αργά κίνησε η πομπή, για να κάνει το γύρο του χωριού. Η μυρωδιά του λιβανιού, ανάμικτη με το άρωμα των λουλουδιών και τις φλόγες των κεριών, γέμιζε τη γλυκιά βραδιά κατάνυξη. 

 “Πως πάει μάνα;”, ρώτησε η Βασίλαινα τη γριά, που κούτσα κούτσα ακολουθούσε κι αυτή την περιφορά. “Δεν βαριέσαι κόρη μου!”, αποκρίθηκε. “Από εδώ και πέρα μαζεύω υπογραφές!”

“Έλα παραπονιάρα! Μια χαρά είσαι!” 

 “Ας είναι, πες μου τα δικά σου!”

 Κουβέντιασαν λίγο για τα καθημερινά τους προβλήματα και κουτσομπόλεψαν καμπόσους! 

 “Δεν μου λες μάνα”, ρώτησε ξάφνου η Βασίλαινα. “Κρατάς ακόμα καμιά φωτογραφία του

Αλέξανδρου;”. 

 “Μπα σε καλό σου Βαγγελιώ!”, απάντησε ταραγμένη η γριά. “Θες να μας ακούσουν όλοι στο χωριό;”. Σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα. “”Μου φαίνεται θαρρώ πως έχω μια. Μα τι έχει να κάνει;”. 

 “Από πότε έχεις να την δεις;”. 

 “Μα τι σε έπιασε ευλογημένη; Που θες να ξέρω! Είχα ξεχάσει πια πως υπάρχει, μάλλον στην τσάντα θα είναι.”.

 “Δεν είναι μάνα! Η Μαριγώ την έχει!” 

 “Χριστός κι Απόστολος”, έκανε έκπληκτη η γιαγιά. “Και που τη βρήκε μαθέ;”.

 “Δεν ξέρω, μα την έχει! Τι θα κάνουμε μάνα; Φοβάμαι μην πάρει μυρωδιά ο άντρας μου!”.

 “Αυτό δα μας έλειπε! Θα της μιλήσω εγώ. Κάτι θα βρω να τα μπαλώσω!”. 

 “Μίλα της να χαρείς! Χανόμαστε! Κομμάτια θα μας κάνει αν...”

“Αυτό να μην το ξαναπείς!”, τη σταμάτησε αυστηρά. “Αυτή η ιστορία δεν πρέπει να μαθευτεί ποτέ! |Το μυστικό πρέπει να το πάρουμε στον τάφο μας! Για το καλό όλων μας!”. 

 “Το ίδιο λέω και γω μάνα. Μεταξύ μας να μείνει!” Η γριά σταμάτησε να σκεφτεί. “Ο Αλέξανδρος! Πόσα χρόνια πίσω! Ένα κύμα νοσταλγίας πλημμύρισε την ψυχή της. “Πως έρχονται τα πράγματα! Αν είχαμε το θάρρος να πούμε ναι τότε! Είπαμε όχι και προκόψαμε!” Μα και η Βαγγελιώ παρόμοιες σκέψεις έκανε. “Ποιος να τόλεγε πως θα τον ξανάβρισκα μπροστά μου, μετά από τόσα χρόνια! Πως θάταν αλήθεια η ζωή μου, αν είχα πάρει αλλιώς την απόφαση;”. Απάντηση δεν έδωσε στον εαυτό της. Δεν είχε άλλωστε. Περπάτησαν έτσι σιωπηλές, βυθισμένες στο παρελθόν και τις αγωνίες τους.


“Να προσέχεις Αποστόλη τον μικρό”, τον συμβούλεψε ο Μανόλης. “Μην τον αφήνεις να έχει πολλά πολλά με τις κοπέλες! Παλιά μυαλά έχουμε στο χωριό μας!”. 

 “Δίκιο έχεις”, του αποκρίθηκε, “μα τι να κάνω; Να του κλείσω το στόμα μπορώ: Ύστερα, γρήγορα θα φύγει, δεν είναι θέμα!”.

 “Δεν ξέρω, μα καλό είναι να έχεις το νου σου!”. 

 Σαν να πήρε χαμπάρι ο Αριστείδης πως κουβέντιαζαν για αυτόν. “Τι είναι θείε; Συμβαίνει κάτι;”. “Τίποτα γιε μου να σε χαρώ! Εδώ τα λέμε με τον Μανόλη. Συμπάθα μας αν σε παραμελήσαμε λίγο!”. Ο Αριστείδης δεν επέμεινε, ξεμάκρυνε από τους δυό τους και πλησίασε τα κορίτσια.

Προχώρησε πίσω τους αρκετή ώρα, ώσπου η πομπή έφτασε πάλι στην εκκλησία. Ένας ένας πέρασαν κάτω από τον επιτάφιο, που κρατούσαν ψηλά τέσσερις γεροδεμένοι χωρικοί. Σκόπιμα η Καλλιόπη έμεινε πίσω από τις άλλες, για να βρεθεί κοντά στον Αριστείδη. 

 ”Κοίτα τη λυσσασμένη!”, μουρμούρισε η Δήμητρα. “Λεπτό δεν τον αφήνει από τα μάτια της”! 

“Ρεζίλι έχει γίνει με τα καμώματα της!”, συμφώνησε κι η Μαρίνα. 

 “Έλα Μαριγώ μου”, φώναξε η Βασίλαινα. “Ώρα να φύγουμε. Καληνύχτα κορίτσια, και του χρόνου!”. “Καλή Ανάσταση¨, την αντιχαιρέτησαν όλες. 

 Η Καλλιόπη έκανε πως δεν τις είδε, καθώς πέρασαν δίπλα της. “Τι έπαθε αυτή;”, ρώτησε η Βασίλαινα. “Μπορεί να μην μας είδε”, τη δικαιολόγησε η Μαριγώ. “γιατί να μην μας μιλήσει;”. “Ποιος ξέρει! Τώρα δα μιλούσε με τον ανιψιό του Αποστόλη. Φουρτουνιασμένη την είδα. Ποιος ξέρει!”. 

 “Ωχ αδερφέ! Δεν θα το βάλουμε δα και μαράζι!”, έκλεισε την κουβέντα η Μαριγώ.

”Τι τρέχει με τον μικρό και τη δικιά μας;”, ρώτησε κρυφά τη γυναίκα του ο Βασίλης, που τις είχε πλησιάσει. “Πολλά ψου ψου βλέπω!”. 

 “Σώπα καημένε! Δυό τρεις κουβέντες ανταλλάξανε! Σιγά μην είναι η κόρη μας για περισσότερα! Την ξέρεις δα τι ντροπαλή είναι!”. 

 “Αχ και να μπορούσα να σου πω!”, σκέφτηκε ο Βασίλης. “Τόσο ντροπαλή, που ρίχτηκε στον ίδιο της τον πατέρα!”. Κατάπιε τον πόνο που του προξένησε η θύμηση, και προσπάθησε να δείχνει ήρεμος. “Πάντως καλό παιδί μου φαίνεται! Ήσυχο!”. “Φαντάρος είναι θαρρώ, ή μήπως σπουδάζει; δεν θυμάμαι!”.

 “Σπουδάζει. Ηλεκτρολόγος, ηλεκτρονικός; κάτι τέτοιο.”. 

 Η Μαριγώ σαν έφτασαν σπίτι, καληνύχτισε βιαστικά και κλείστηκε στην κάμαρά της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, έτσι με τα ρούχα. Το μυαλό της γύριζε συνέχεια στον Αριστείδη. Τον αγαπούσε; Ήταν αυτή η έντονη επιθυμία να βρίσκεται συνεχώς κοντά του έρωτας; Μα αν ήταν γιατί ήταν τόσο διαφορετικό από αυτό που είχε νιώσει για τον Βασίλη; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί, για να ξεφύγει από τις αδιέξοδες σκέψεις. Δεν τα κατάφερε. Χαράματα σχεδόν την πήρε ο ύπνος. Και ήταν πάλι ανήσυχος, γεμάτος όνειρα και εφιάλτες.


Η Ρηνιώ σηκώθηκε νωρίς. Δηλαδή νωρίς για εκείνη. Δέκα ήταν κιόλας η ώρα. Έφτιαξε καφέ και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα να μπει λίγο φως στο ανήλιαγο υπόγειο. Πέρασε η Μεγαλοβδομάδα, ξημέρωσε η τελευταία της μέρα, κι αυτή ούτε που το κατάλαβε! ¨Άδειες, μονότονες, πονεμένες κύλησαν οι μέρες της, όπως όλες από τότε που ήρθε στην Αθήνα. Αλλιώς περίμενε να φτιάξει τη ζωή της. Να έβρισκε μια καλή δουλειά, ένα καλό σπίτι. Όχι μεγάλο, δεν την ένοιαζε, μα όχι αυτό το μπουντρούμι, που έμοιαζε πιο πολύ με τάφο! Ήρθαν όμως ανάποδα τα πράγματα. Όποια πόρτα και να κτύπησε, δεν άνοιξε. Έτρεξε, παρακάλεσε, τίποτα! Τα λεφτά τελείωναν και κάτι έπρεπε να κάνει. Τότε ήταν που γνώρισε τον Δημήτρη. Ένα τομάρι, ένα απόβρασμα της κοινωνίας και γαντζώθηκε πάνω του! Δεν έβρισκε άλλη λύση. της βρήκε δουλειά σε ένα μπαρ. Δουλειά! Τέλος πάντων! Πουλούσε ψυχή και κορμί σε διεστραμμένους πελάτες. Έκλαψε στην αρχή για την κατάντια της. Αηδίαζε κάθε φορά που ξάπλωνε με κάποιον για μερικά χιλιάρικα δραχμές. Μα με τον καιρό συμβιβάστηκε. Ύστερα και να ήθελε να ξεφύγει ήταν αδύνατον! Ο Δημήτρης ερχόταν κάθε μεσημέρι και την έσπαγε στο ξύλο, έτσι χωρίς λόγο κι ύστερα της έπαιρνε τα λεφτά και έφευγε. Ίσα που της άφηνε τα απαραίτητα για φαγητό! Έγραψε ψέματα στη Μαριγώ για τη δουλειά στο μαγαζί με τα ρούχα. Δεν ήθελε να μάθει κανείς για τον κατήφορο που είχε πάρει. Έφερε με νοσταλγία στο μυαλό της το χωριό. Τις ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή της Ανάστασης, που γι΄αυτήν δεν θα ερχόταν εφέτος! 

Ένοιωσε την ανάγκη να προσευχηθεί μετά από καιρό. Να μπει στην πρώτη εκκλησία που θα βρει μπροστά της και να πέσει στα πόδια του Χριστού. Να κλάψει, να ξαλαφρώσει. Θα την άκουγε το δίχως άλλο. Αυτός όλους τους ακούει! Ντύθηκε γρήγορα για να πραγματοποιήσει την απόφασή της. Δεν πρόλαβε! 

Ο Δημήτρης μπήκε ταραγμένος. 

 “ Τσιμουδιά!”, της είπε επιτακτικά, ¨με κυνηγάνε!”.Κόλλησε το αυτί του στην πόρτα και αφουγκράστηκε. Η Ρηνιώ θα ήθελε να φωνάξει:” Εδώ είναι το κάθαρμα! Πιάστε το να ξεβρομίσει ο κόσμος!”. Ασφαλώς βέβαια δεν έβγαλε κιχ. 

 “Φύγανε!” μουρμούρισε ανακουφισμένος. “Στημένη μου την είχανε τα καθίκια! Αυτό το σκουλήκι ο Μάριος θα κάρφωσε! Θα τον ξεκοιλιάσω τον πούστη, δεν γλυτώνει!”. Έβγαλε απ΄την τσέπη μερικά σακουλάκια και της τα έδωσε. 

 “Κρύφτα!”. Τα πήρε και τα έχωσε μέσα στο καλάθι με τα άπλυτα.

 “Δεν αντέχω άλλο!”, του είπε παρακλητικά. “Δεν κάνω εγώ γι΄αυτές τις δουλειές!”.

 “ 'Όλοι κάνουνε¨, της φώναξε άγρια. Η Ρηνιώ υποτάχθηκε για άλλη μια φορά στη μοίρα της. Άμα βουτηχτείς στη λάσπη, όσες προσπάθειες κι αν κάνεις, πιο πολύ βουλιάζεις! 

 “Που πήγαινες εσύ;”, τη ρώτησε όταν σιγουρεύτηκε πως δεν κινδυνεύει πια.

“Μια βόλτα στα μαγαζιά”. 

 “Στις δέκα το πρωί”;

 “Δεν είχα ύπνο, είναι που κάνω πρώτη φορά Πάσχα μακριά από το σπίτι μου”. 

 “Σ΄αυτό μοιάζουμε! Και εγώ χρόνια έχω να κάνω Πάσχα έξω από το κάγκελο”! 

 Γέλασε μόνος με το αστείο του. Ύστερα έβγαλε να στρίψει τσιγάρο. Το γέμισε προσεκτικά καπνό κι έτριψε μια γερή δόση μαύρο. Το άναψε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Ο γαλαζοπράσινος καπνός ανέβηκε ψηλά και ντουμάνιασε το δωμάτιο. Έδωσε και της Ρηνιώς να ρουφήξει. 

 “Βλέπεις τι καλός που είμαι!¨, της είπε ειρωνικά, “Κανονικά έπρεπε να σε αφήσω στη χαρμάνα!”. Άνοιξε την τσάντα της κι έψαξε για λεφτά. Έβγαλε δεκαπέντε χιλιάδες. 

 “Αυτά είναι όλα;”, ρώτησε θυμωμένος.

 “Αυτά, δεν είχε δουλειά χτες”. 

 “Μου κάνεις άσχημες τελευταία μωρό! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά”! 

 “Προσπαθώ”, του αποκρίθηκε φοβισμένη.” Το ξέρεις πως προσπαθώ”! 

 “Τι προσπαθείς ρε! Παναγία κάθεσαι στο μαγαζί! Οι άλλες κάνουν πεντέξι βίζιτες τη βραδιά”! 

“Άσε μου να ψωνίσω κάτι για αύριο”, τον παρακάλεσε. 

 “Να δουλέψεις νάχεις! Αυτά που έφερες, δεν φτάνουν ούτε για τσιγάρα”! Κατάλαβε πως ήταν μάταιο να επιμείνει. Το πολύ πολύ να την έσπαγε πάλι στο ξύλο. 

 “ Πάω τώρα. Και κοίτα να δουλέψεις απόψε. Αύριο δεν θα είμαι τόσο καλός”! 

 Κατέβασε το κεφάλι κι έπιασε ένα βουβό κλάμα. Καταράστηκε τη μοίρα της, που την έφερε σ΄αυτό το χάλι. “Βοήθα με Χριστέ μου!”, ψιθύρισε μέσα στα αναφιλητά της. “Δεν αντέχω άλλο”! Με το κλάμα ξαλάφρωσε λίγο. Σκούπισε τα μάτια κι ετοιμάστηκε να βγει. Να μπλεχτεί με τους ανθρώπους, να χαθεί μέσα στην ανωνυμία του πλήθους. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Άνοιξε την πόρτα κι έπεσε πάνω σε δυο άντρες, που περίμεναν απ΄΄έξω. 

 “Αλεξίου, της δίωξης ναρκωτικών”, είπε ο πρώτος, δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα. “Έχουμε ένταλμα ερεύνης”. Κοκάλωσε, καθώς σκέφτηκε τα σακουλάκια με τη σκόνη! “ Δεν γλυτώνω!”, σκέφτηκε, “αυτό είναι το τέλος”! 

“Περάστε”, κατόρθωσε να ψελλίσει τελικά. 

 Πέρασαν μέσα. Έκαναν ένα γρήγορο έλεγχο, μη δείχνοντας να πιστεύουν πως θα βρουν κάτι. 

 “Που τα έχεις;”, τη ρώτησε ο αστυνόμος. 

 “Ποια;”, έκανε τάχα απορημένη. 

 “Την παραμύθα ντε, που σου άφησε ο νταβατζής σου”! 

 “Δεν καταλαβαίνω!”, προσπάθησε να φανεί ψύχραιμη. 

 “Καταλαβαίνεις κούκλα μου! Καταλαβαίνεις πολύ καλά”! 

Ο δεύτερος μπάτσος παρακολουθούσε σιωπηλός Φόρεσε τα δερμάτινα γάντια του και κτύπησε ανυπόμονα τη γροθιά στην παλάμη του. 

“Δεν κρατιέται ο φίλος μου¨, της είπε ο Αλεξίου. “Βιάζεται να ενισχύσει την μνήμη σου”!

“Σας παρακαλώ, δεν έχω ιδέα τι λέτε”! 

 Ο μπάτσος σήκωσε το χέρι και της έδωσε ένα χαστούκι, που κόντεψε να της σπάσει το λαιμό! Ο Αλεξίου τον κοίταξε αυστηρά κι εκείνος μαζεύτηκε. 

 “Κύριε υπαστυνόμε!, φώναξε ένας τρίτος μπάτσος από τον διάδρομο. “Τον φέρνουν”! 

 Ο Αλεξίου κοίταξε τη Ρηνιώ στα μάτια. “Φαίνεσαι καλό παιδί”, της είπε ήρεμα, “Γιατί θέλεις να μπλέξεις; Είκοσι χρόνια θα φας για εμπορία! Μίλα όσο είναι καιρός”! 

 Δίστασε για λίγο.

Σκέφτηκε με τρόμο την αντίδραση του Δημήτρη αν τον κάρφωνε. 

 “Δεν έχουμε χρόνο¨, την πίεσε ο αστυνόμος, “Από στιγμή σε στιγμή τον φέρνουν”! 

 “Στο καλάθι με τα άπλυτα”, του είπε με σβησμένη φωνή. Έτρεξε ο μπάτσος με τα γάντια και τα έφερε. “Μπράβο κορίτσι μου! Τελικά να δεις που θα γίνουμε καλοί φίλοι”! 

 Εκείνη την στιγμή μπήκαν οι αστυφύλακες με τον Δημήτρη στη μέση. “Του βρήκατε τίποτα;”, ρώτησε ο Αλεξίου τον αρχιφύλακα, κουνώντας τα σακουλάκια κάτω από τη μύτη του! 

 “Ηρωίνη!”, απάντησε. “Εφτά σακουλάκια”! 

 “Ψέματα!”, φώναξε ο Δημήτρης. “”Δεν είχα τίποτα”! 

 Ο υπαστυνόμος τον πλησίασε απειλητικά. Τον άρπαξε απ΄τους γιακάδες και τον τράνταξε. “Δηλαδή καθίκι, λέει ψέματα ο αρχιφύλακας”; 

 “Δεν είχα τίποτα!”, επανέλαβε αυτός. “Αυτή η πουτάνα τα είχε! Εδώ δεν τα βρήκατε”; 

 Ο Αλεξίου χαμογέλασε. “Αγόρι μου!”, του είπε με προσποιητά γλυκό ύφος, “Σου το είχα πει πως θα σε βάλω στο χέρι για τα καλά! Αυτή την φορά δεν καθαρίζεις”! Και ύστερα γυρνώντας στους αστυφύλακες. “Πάρτε τον. Εγώ θα μείνω για λίγο”.

Κάθισε στον καναπέ και άναψε τσιγάρο. “Κερνάς καφέ;”, ρώτησε τη Ρηνιώ. “Σκέτο βαρύ τον πίνω”. Του έφτιαξε καφέ και κάθισε απέναντί του. “Θα αναρωτιέσαι γιατί σε γλίτωσα, έτσι δεν είναι”: Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. “Τα ξέρω όλα για σένα Ρηνιώ! Έψαξα και έμαθα. Ήσουνα βλέπεις καινούργια στην πιάτσα και με ενδιέφερε η περίπτωσή σου”. Η Ρηνιώ αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για τον υπαστυνόμο. Τώρα που τον παρατηρούσε μάλιστα πιο ήρεμη, τον έβρισκε αρκετά ελκυστικό. 

 “Δεν ήθελα να μπλέξω έτσι!”, του εξομολογήθηκε. “Είναι μεγάλη ιστορία”! 

 “Κάποτε θα μου τα πεις όλα!”, της είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά. “Δεν είσαι φτιαγμένη εσύ γιαυτό το λούκι”! Η Ρηνιώ, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά, που έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της. Ο Αλεξίου την πήρε στην αγκαλιά του.


“Μην κλαις καλή μου! Όλα τελείωσαν πια! Τι λες πάμε μια βόλτα μαζί; Αρκετά δουλέψαμε σήμερα”: Βιάστηκε να συμφωνήσει. Κοντά του αισθανόταν ασφάλεια. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, έφτιαξε τα μαλλιά της και τον ακολούθησε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος βιαστικούς ανθρώπους. Όλοι έτρεχαν να προλάβουν τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. 

 “Που θα κάνεις Πάσχα;”, τη ρώτησε ξαφνικά. 

 “Για μένει δεν υπάρχει Ανάσταση πια!”, του αποκρίθηκε πικρά. 

 Την αγκάλιασε τρυφερά. “Για όλους έρχεται η Ανάσταση καρδιά μου! Ακόμα και για τους μπάτσους σαν κι εμένα! Τι θάλεγες να περάσουμε μαζί αυτή την ημέρα”; 

 “Σε ευχαριστώ ειλικρινά! Μα είναι τόσο πολύ για να το δεχτώ”!

 “Δεν είναι αν το θέλεις. Έχω ένα μικρό εξοχικό στο Μπατσί στη Σαλαμίνα. Όχι σπουδαία πράγματα, τρία δωματιάκια με μια κουζίνα. Η γριά μου και η αδελφή μου με τον άντρα της θα είναι μόνο”. 

Δεν του απάντησε αμέσως. Περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί. “Δεν ξέρω καν το όνομά σου!”, του παραπονέθηκε. “Τι βλάκας Θεέ μου!”, απολογήθηκε κτυπώντας το κούτελό του. “Αντώνη με λένε. Είμαι εργένης και τριανταπέντε χρονών”. 

 ”Χαίρω πολύ!”, του είπε χαμογελώντας. “Φαντάζομαι δεν χρειάζονται συστάσεις για μένα”! 

 “Θα έρθεις λοιπόν”; “Μακάρι να μπορούσα! Όμως δουλεύω και σήμερα και αύριο”! 

 “Εννοείς πως θα γυρίσεις σε εκείνο το κωλοχανείο”; “Δεν έχω τίποτα καλύτερο και πρέπει να ζήσω”! “Ξέχασε το! Εγώ είμαι εδώ. Θα σου βρω μια δουλειά τίμια, μα όλα αυτά από βδομάδα”.

 ”Είσαι πολύ καλός! Είσαι σίγουρος πως είσαι μπάτσος”; Γέλασε καλόκαρδα παρασύροντας και τη Ρηνιώ. Περπάτησαν αρκετή ώρα χαζεύοντας τις γιορτινές βιτρίνες.

 “Πρέπει να φύγω τώρα”, της είπε σαν γύρισαν πίσω. “Έχω να κάνω την αναφορά για εκείνον τον μπάσταρδο. Λοιπόν εφτά η ώρα είναι καλά”;

 “Επιμένεις”; 

 “Επιμένω! Εφτά η ώρα σου κορνάρω και έρχεσαι. Εντάξει”; 

 “¨Εντάξει και σ΄ευχαριστώ”! “Μην ξεχαστείς!”, της φώναξε από το ανοικτό παράθυρο, “Στις εφτά”. Κούνησε το χέρι και τον χαιρέτησε χαμογελώντας. Όλα τώρα έμοιαζαν πολύ καλύτερα! Πριν μιαν ώρα δεν είχε να περιμένει τίποτα, και ξαφνικά η μοίρα της άνοιγε διάπλατα την πόρτα της ευτυχίας. Δεν ήθελε να ξανακλειστεί στο σπίτι και έτσι πήρε πάλι το δρόμο.


Μετά από τόσο καιρό στην Αθήνα, ήταν η πρώτη φορά που της άρεσε. Περπάτησε πολύ. Μπήκε σε στενά δρομάκια που δεν είχε ξαναπεράσει, ώσπου κουράστηκε πια. Πήρε πάλι το δρόμο πίσω για το σπίτι. Μεσημέριασε και είχε να ετοιμαστεί για το βράδυ. Βυθισμένη στις σκέψεις της, παρά λίγο να πέσει πάνω σε ένα αυτοκίνητο, που ευτυχώς δεν έτρεχε και φρενάρισε αμέσως. 

“Στραβομάρα!”, της φώναξε ο οδηγός. “Θα σε σκότωνα

παρά λίγο”! 

 Σήκωσε το κεφάλι να του ζητήσει συγγνώμη. Την αναγνώρισε. 

 “Ρηνούλα εσύ! Δεν είναι δυνατόν”! Ήταν ο Μάρκος, ο γιος του μπάρμπα Λουκά. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και την πλησίασε. 

 “Τι γυρεύεις εδώ Ρηνούλα; Είναι κι ο Γρηγόρης μαζί”; Δεν ήξερε, τόσο το καλύτερο. Του είπε ένα σωρό ψέματα, που απόρησε κι ίδια που τα βρήκε! 

“Εσύ τι κάνεις; Η Ελένη, τα παιδιά”: 

 “Όλοι καλά! Θα κάτσεις μέρες”; 

 “Μάλλον, πρέπει να κλείσω κάποιες εκκρεμότητες”.

 “Να μη χαθούμε τότε! Το τηλέφωνο μου το έχεις”; 

 “ Το έχω, θα τα πούμε”! 

 “Πρέπει να φύγω τώρα. Θέλεις να σε πετάξω πουθενά”; 

 “Όχι, εδώ πιο πάνω πάω να κάνω κάτι ψώνια”.

 “Εντάξει, όπως θέλεις! Χάρηκα που σε είδα! Καλό Πάσχα”! 

 “Καλό Πάσχα, και χαιρετίσματα”! 

 Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Η Ρηνιώ απόμεινε να τον κοιτάζει, ώσπου χάθηκε στην κίνηση. Κάπου το είχε ξαναδεί αυτό το αυτοκίνητο, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί που. Έβγαλε γρήγορα από το μυαλό της τη συνάντηση. Ποτέ δεν είχε δει με καλό μάτι τον Μάρκο. Περίεργος άνθρωπος. Στο χωριό δεν είχε κανένα φίλο και σπάνια κατέβαινε. Ένα μυστήριο κάλυπτε και τη δουλειά του. Δουλειές, έλεγαν, έτσι γενικά και αόριστα. Έφτασε σπίτι κι άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματα της. Έκανε ένα γρήγορο ντους και άνοιξε την τηλεόραση, Χάζεψε με ευχαρίστηση τα κινούμενα σχέδια. Πάντα της άρεσε να τα παρακολουθεί. Την διασκέδαζε αφάνταστα η υπερβολή τους. Σηκώθηκε να τσιμπήσει κάτι. Από το χθεσινό μεσημέρι είχε να φάει κάτι. Καθάρισε δυο μήλα και επέστρεψε στον καναπέ. Έδειχνε ειδήσεις η τηλεόραση εκείνη την ώρα, και έπεσε πάνω στη φάτσα του Δημήτρη. “Συνελήφθη ο γνωστός κακοποιός Δημήτρης Σπίνος ή Δήμιος. Στην κατοχή του βρέθηκαν 17 γραμμάρια ηρωίνης και 360 χιλιάδες, που εικάζεται πως είναι προϊόν εμπορίας ναρκωτικών. Διενεργείται προανάκριση”. “Να λοιπόν που κι αυτό το Πάσχα, στη στενή θα το περάσεις καθίκι!”, συλλογίστηκε με ικανοποίηση η Ρηνιώ. “Σου άξιζε κάθαρμα”! Έκλεισε την τηλεόραση και ξάπλωσε, να ξεκουράσει λίγο το μυαλό της από την ένταση της ταραγμένης ημέρας. Την ξύπνησε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου, που έτρεχε βιαστικά, στο πιο κοντινό νοσοκομείο.

Κοίταξε το ρολόι. Εφτά παρά είκοσι, όπου νάναι θα ερχόταν ο Αντώνης! Πετάχτηκε επάνω κι άρχισε να βάφεται. Έφτιαξε τα μαλλιά της και άρχισε να ντύνεται. Εφτά ακριβώς, ακούστηκε η κόρνα και η Ρηνιώ έτρεξε έξω με τα παπούτσια στο χέρι! Την είδε και δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του. 

 ”Σε πήρε ο ύπνος”; 

 “Ναι! Δεν άργησα όμως”!

 “Καθόλου! Φεύγουμε”; Ξεκίνησαν για το Πέραμα αργά, καθώς ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα, είχε κλείσει όλους σχεδόν τους δρόμους! 

 “Ελπίζω να προλάβουμε την Ανάσταση”, είπε γελώντας ο Αντώνης. “Έχω κάνει Πάσχα σε αυτοκίνητο, και σε πληροφορώ πως δεν είναι καθόλου ευχάριστη εμπειρία”! 

 Τελικά όλα πήγαν καλά. Μπήκαν στο φέρυ κατά τις εννιά και γύρω στις δέκα ήταν κιόλας σπίτι. Η κυρά Νίκη η μητέρα του Αντώνη, τους καλοδέχτηκε. Τακτοποιήθηκαν στα δωμάτια τους και ετοιμάστηκαν για την εκκλησία.




“Λοιπόν Βασίλη μου, τέτοιο κοκορέτσι, δεν έχεις ματαφάει!”, κοκορεύτηκε ο Αποστόλης που βοηθούσε τον ανιψιό του να τυλίξουν τα έντερα. 

 “Και που έμαθες ρε συ από κοκορέτσια; Εσύ αυγό βραστό φτιάχνεις και το καις”!

 “Λέγε εσύ, λέγε”, επέμεινε. “Στο στρατό όλο εγώ το έφτιαχνα! Δεν άφηνε άλλον ο λοχαγός μου”! “Αυτά ρε Αποστόλη έγιναν προ Χριστού, μάτια μου! Τι λες, να βάλω κι ένα αρνί στο φούρνο, για καλό και για κακό”; 

 Η Μαριγώ βγήκε με τους καφέδες. 

 “Κοπιάστε”! Πλησίασαν και πήραν το φλυτζάνι τους. 

 “Γεια στα χέρια σου Μαριγώ μου”, της είπε ο Αποστόλης άμα δοκίμασε. “Τόσα χρόνια αυτός ο χαμένος ο Λουκάς, δεν τον πέτυχε έτσι”! 

 “Λοιπόν, πως πάει;”, τους ρώτησε εκείνη. “Κοντεύετε ή θα σας πάρει το βράδυ”; 

 “Μια ωρίτσα το πολύ.”, απάντησε ο Αριστείδης. “Σουβλίζουμε το αρνί και είμαστε έτοιμοι”! 

 “Πάω και γω να φέρω τα ξύλα.”, είπε ο Βασίλης. “Κλήματα δεν μου είπες Αριστείδη”; 

 “Κλήματα! Παίρνει μυρωδιά το κρέας και γίνεται λουκούμι”! 

 “Θέλετε κάτι άλλο;”, ρώτησε η Μαριγώ και όταν απάντησαν αρνητικά γύρισε σπίτι. Η Βασίλαινα σήκωσε την πετσέτα να δει αν φούσκωσε το ζυμάρι για το ψωμί. Έτοιμο της φάνηκε. 

“Μαριγώ, κοίτα να δεις αν έκαψε ο φούρνος”.

 “Έτοιμος είναι, τώρα δα τον είδα”. Ζύμωσε ένα μεγάλο καρβέλι και το στόλισε με κομμάτια από το ζυμάρι. Έβαλε κι ένα κόκκινο αυγό στη μέση και το κοίταξε με καμάρι. 

”Όμορφο έγινε! Καλύτερο από πέρσι”! 

 “Καλό είναι.”, συμφώνησε μάλλον αδιάφορα η Μαριγώ. Το σταύρωσε και το έβαλε στον πυρωμένο ξυλόφουρνο. Ύστερα γύρισε στην κουζίνα κι έριξε μια ματιά στην κατσαρόλα, που έβραζε η μαγειρίτσα. 

 “Θα πεταχτώ να πάρω μια φυτίνη. Μου φαίνεται δεν θα φτάσει”. 

 “Θα πάω εγώ μάνα. Θέλω και τσιμπιδάκια για τα μαλλιά”. 

 Καθώς έβγαινε έπεσε πάνω στη γιαγιά, που ερχόταν για επίσκεψη. Την καλησπέρισε και έφυγε για τα ψώνια. 

 “Κόπιασε μάνα!”, της φώναξε η Βασίλαινα όταν την είδε. “Έχω και τον καφέ έτοιμο”. 

 Ήπιε η γριά μια γουλιά και μπήκε γρήγορα στο θέμα. “Λέω απόψε να της μιλήσω. Όσο το καθυστερούμε μπορεί να μας βρει κανένα κακό!”

 “Να της μιλήσεις. Τώρα που θα γυρίσει, θα βρω μια δικαιολογία να σας αφήσω μόνους. Τι θα της πεις αλήθεια”; 

 “Σάματις και ξέρω! Ότι μου έρθει εκείνη την ώρα. Πάντως μη φοβάσαι, θα τα μπαλώσω”!

Η Μαριγώ γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η διαίσθηση της της έλεγε ότι αυτή η επίσκεψη της γιαγιάς δεν ήταν εθιμοτυπική. Σίγουρα κάτι σοβαρό είχε να κουβεντιάσει με την κόρη της. Αποφάσισε να μπει αθόρυβα και να κρυφακούσει. Τρύπωσε από το χαμηλό παράθυρο της κάμαρας της και στάθηκε πίσω από την πόρτα της κουζίνας.

 “Και συ ρε μάνα! Τι σου ήρθε να κρατάς τη φωτογραφία μετά από τόσα χρόνια!”, άκουσε τη μάνα της να ρωτάει. “Είδες πως

μπλέξαμε τώρα”! 

 “Τώρα έγινε κόρη μου. Μα σου είπα.όλα θα τα διορθώσω. Θα της πω πως ήταν ο γιος ενός φίλου του άντρα μου, που τον φιλοξενούσαμε για λίγο καιρό”. 

 “Και θα το πιστέψει! Ξέρεις πως είναι πολύ έξυπνη”. “Και λοιπόν τι θέλεις να της πω; Την αλήθεια”! Η Βαγγελιώ της έκλεισε έντρομη το στόμα με την παλάμη. 

 “Τρελάθηκες! Μην ξεστομίζεις τέτοιες κουβέντες ούτε για χωρατό”! 

 Ένας ανεπαίσθητος ήχος από το διπλανό δωμάτιο, τις έκανε να σταματήσουν αμέσως την κουβέντα. Ήταν η ανάσα της Μαριγώς που βγήκε βαριά από την υπερένταση. Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κρυφτεί άλλο και μπήκε μέσα. Προσπάθησε να δείχνει όσο πιο ψύχραιμη μπορούσε, για να μην καταλάβουν ότι άκουσε. Όλο της το είναι έψαχνε απεγνωσμένα την απάντηση! Ποιο τρομερό μυστικό κρύβουν οι δυό τους; Τι είναι αυτό που τις τρομάζει τόσο, δεκαεπτά χρόνια μετά! Έπρεπε να μάθει με κάθε τίμημα. Έδωσε τη φυτίνη στη μάνα της και κάθισε απέναντι από τη γιαγιά. Η Βαγγελιώ βρήκε μια πρόφαση και έφυγε. 

 “Λοιπόν γιαγιά, όλα καλά”; 

 “Μ΄αφήνουν αυτοί οι δικηγόροι παιδί μου να είμαι καλά! Βδέλλες! Κολλάνε πάνω σου και δεν φεύγουν αν δεν σου ρουφήξουν και την τελευταία σταγόνα αίμα”! 

 “Με τον Ευσταθίου τα έχεις πάλι”; 

 |”Μ΄αυτόν, ποιον άλλο; Όλο ψάχνει και ψάχνει και άκρη δε βρίσκει. Τώρα μου είπαν για κάποιον άλλο. Μεγάλος και τρανός λέει, Αθηναίος. Αλέξανδρος Ιωάννου. Αν δεν βρει αυτός λύση, μην περιμένεις από άλλον, μου είπαν. Και ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Τον ξέρω από νεαρό παλληκάρι! Ήταν γιος ενός φίλου του παππού σου, και τον φιλοξενούσαμε κάποιες μέρες πριν πολλά χρόνια! Μόνο που δεν ήξερα πως είχε προκόψει τόσο”! 

 Η Μαριγώ, άθελα της χαμογέλασε. Ακόμα κι αν δεν είχε ακούσει την κουβέντα της γριάς με τη μάνα, δύσκολα θα πίστευε τέτοιο παραμύθι! Τουλάχιστον έμαθε το όνομα του, αν βέβαια έλεγε αλήθεια, έστω και μόνο σ΄αυτό η γριά. 

 “Κάπου είχα μια φωτογραφία του, μα δεν την βρίσκω πια. Κάπου θα παράπεσε φαίνεται.”, ξανάπε η γιαγιά, καθώς δεν είχε αντιληφθεί πως ήταν μάταιο να συνεχίσει. 

 “Και λες να πας να τον βρεις;”, .


“Μα είσαι καλά! Στα χάλια που έχω; Θα μηνύσω του Μάρκου, ξέρεις του μπάρμπα Λουκά το γιο, να τον βρει και βλέπουμε”! 

 “Θα μπορούσα να πάω εγώ!”, της πέταξε προκλητικά η Μαριγώ. “Δυό τρεις μέρες θα έμενα στη Ρηνιώ και θα τα κανόνιζα”. 

 Η γριά κόντεψε να πάθει αποπληξία στο άκουσμα αυτό. Η ταραχή της ήταν τόσο εμφανής, που η Μαριγώ σχεδόν τη λυπήθηκε. 

 “Σώπα παιδί μου!”, κατάφερε να ψελλίσει. “Ο Μάρκος έχει άκρες στην Αθήνα και θα τα καταφέρει. Εσύ παιδί πράγμα, τι δουλειά έχεις”! 

 Η Μαριγώ δεν συνέχισε. Από τη γρια δεν θα μάθαινε τίποτα άλλο. Ίσως με τη Βαγγελιώ έβγαζε κάτι παρά πάνω. Σηκώθηκε και ανακάτεψε τη μαγειρίτσα. Η γριά σηκώθηκε να φύγει, ενώ μέσα της αναθεμάτιζε την αφέλεια της να αποκαλύψει το πραγματικό όνομα και την ιδιότητα του Αλέξανδρου. “Να πηγαίνω και γω. Νύχτωσε πια και πρέπει να περάσω και από την εκκλησία να αφήσω το πρόσφορο για τη Λειτουργία! Καλή Ανάσταση”! “Επίσης! Θα βρεθούμε τη νύχτα στην Αγιά Μαρίνα”.


Προχώρησε η νύχτα και στον ναό μόνος ο παπάς, γονατιστός μπροστά στην εικόνα του Χριστού, με δακρυσμένα τα μάτια προσεύχεται. 

“Πως να αναστήσω Κύριε, που η ψυχή μου είναι μαύρη; Εσύ ζητάς να συγχωρούμε τους εχθρούς μας, και γω δεν μπορώ να συγχωρήσω μήτε το παιδί μου! Δώσε μου πίστη Παντοδύναμε! Χάρισε μου την γαλήνη Σου. Βοήθησε με να ξαναβρώ τη νεανική μου αφοσίωση και τον θείο έρωτα για το Πανάγιο Σου πρόσωπο”! Φύλαγε την Ειρηνούλα μου Θεέ μου, γιατί έχω κακό προαίσθημα, αλλά ο εγωισμός μου δεν με αφήνει να την πλησιάσω|! 

 Ο Σπύρος ο ψάλτης κοίταξε το ρολόι του. “Παπά μου έντεκα η ώρα”! 

 Σηκώθηκε με κόπο ο παπάς. 

 “Σήμανε ευλογημένε”, απάντησε κουρασμένος. 

 Ομάδες έφταναν οι πιστοί στην ολόφωτη εκκλησία. Οι καμπάνες χαρμόσυνα διαλαλούσαν το ελπιδοφόρο μήνυμα της Ανάστασης. Αγουροξυπνημένα παιδάκια με τις φανταχτερές λαμπάδες τους στα χέρια, μάλωναν για το ποια είναι η πιο όμορφη. Στο προαύλιο η Μαρίνα συζητούσε χαμηλόφωνα με την Δήμητρα. 

 “Άργησαν οι άλλες μου φαίνεται Δήμητρα”. “Η Μαριγώ κυρίως, γιατί η Καλλιόπη το συνηθίζει! Και οι γονείς της έχουν έρθει από ώρα”! 

 “Καλώς τα δεχτήκαμε!¨, ξανάπε η Μαρίνα. “Να κι ο κυρ Αποστόλης με τον ανιψιό του”! Χαιρετήθηκαν θερμά και μπήκαν μαζί μέσα.

Η Μαριγώ περπατούσε αργά. Πρώτη φορά που δεν βιαζόταν να φτάσει στο ναό. Και δεν θα πήγαινε, αν δεν σκεφτόταν τα κουτσομπολιά του χωριού. Όλο της το θρησκευτικό συναίσθημα είχε σβήσει, μαζί με την παιδική της αθωότητα. ΄Λες και κάποια αόρατη δύναμη την έσπρωχνε μακριά από τον Θεό και ότι Τον θύμιζε. Από εκείνο το απόγευμα του Ευαγγελισμού, όλος της ο ψυχικός κόσμος είχε μεταμορφωθεί, και γιαυτό κατηγορούσε τον Θεό, που δεν την προστάτεψε!. Είδε μπροστά την

Καλλιόπη που έφτανε εκείνη την ώρα. Βράδυνε ακόμα το βήμα της να μην την συναντήσει. Ακόμη κι αυτήν την απέφευγε, ίσως γιατί αυτή τουλάχιστον, υποστήριζε τις επιλογές της. Περίμενε μέχρι να μπει η Καλλιόπη και ύστερα στάθηκε με την πλάτη ακουμπισμένη στο γέρο πλάτανο της αυλής. Όχι δεν θα έμπαινε στην εκκλησία. Ακόμη και οι ψαλμωδίες που ακούγονταν από τα μεγάφωνα της έφερναν ναυτία. Όλοι γύρισαν τα βλέμματα με την εμφάνιση της Καλλιόπης. Φορούσε μια φούστα τόσο κοντή, που πιο πολύ την μάντευες παρά την έβλεπες! 

 “Ο Χριστός κι η Παναγία!”, μουρμούρισε σοκαρισμένη η Δήμητρα. “Κοίτα καλέ εμφάνιση το τσουλί”! 

 Ένα σούσουρο απλώθηκε στο εκκλησίασμα. Όλοι κουτσομπόλευαν το περιστατικό. Η έρημη η Αγγελική η μάνα της, παρακαλούσε να ανοίξει η γη να την καταπιεί! 

 “Τι την κοιτάς;¨, έριξε λάδι στη φωτιά η Αργυρώ. ¨Σύρε να την αρπάξεις απ΄το μαλλί και να της αστράψεις δυό χαστούκια, που καμαρώνει κιόλας το παλιόπαιδο”!

 Η Καλλιόπη αδιάφορη για τα βλέμματα και τα σχόλια, πήρε κερί από το παγκάρι και έσκυψε να προσκυνήσει την εικόνα της Ανάστασης.

 “Ήμαρτον Κύριε!”, μουρμούρισε ο Βαγγέλης ο επίτροπος. “Θα μας κολάσει το παλιοθήλυκο”! 

 Ο κοινοτάρχης συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι, χωρίς όμως να ξεκολλάει τα μάτια από πάνω της. Τους είχε συνεπάρει όλους το θέαμα, που χρειάστηκε να τους γνέψει ο ψάλτης, να σβήσουν τα φώτα! Μέσα στο σκοτάδι η Καλλιόπη αισθάνθηκε ένα χέρι να την χαϊδεύει κάτω από τη φούστα. Δεν γύρισε να κοιτάξει! Αδιαφορούσε για το ποιος ήταν ο τολμηρός. Της έφτανε που προκαλούσε τον πόθο. Ο Γρηγόρης, γιατί το δικό του χέρι ήταν, ξαναμμένος από την ανοχή της συνέχισε να την χαϊδεύει όλο και πιο ξεδιάντροπα. Δήθεν κατά λάθος η Καλλιόπη ακούμπησε το χέρι της πάνω στο φουσκωμένο του όργανο. Την ερέθιζε αυτό το παιχνίδι με τον άγνωστο! 

 “Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός!”, φώναξε με τον θριαμβευτικό τόνο που έπρεπε ο παπά Λευτέρης, και μόνο τότε τραβήχτηκε μακριά της ο Γρηγόρης, με την καρδιά του να κτυπάει σε τρελούς ρυθμούς! Βγήκε βιαστικά από την εκκλησία, για να συνεφέρει! Η Καλλιόπη ίσιωσε την φούστα, έστρωσε τα μαλλιά της και βγήκε κι αυτή. Κοίταξε γύρω της ερευνητικά, για να αναγνωρίσει τον άγνωστο παρτενέρ. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ!

Είδε σε μια γωνιά δίπλα στο καμπαναριό, τον Γρηγόρη, αξιολύπητο, αναψοκοκκινισμένο! Του χαμογέλασε με νόημα. 

 “Τι κάνεις Γρηγόρη; Χρόνια πολλά”! 

 Της απάντησε με κάτι που έμοιαζε με γρύλισμα, καθώς σωστή φωνή δεν μπορούσε να βγει από το στόμα του! 

 “Να μη χαθούμε!”, του είπε πονηρά. “Έχεις τελικά προσόντα, που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά”! 

 Ο ταλαίπωρος δεν άντεξε άλλο! Βγήκε τρέχοντας σχεδόν από τον περίβολο και ξαλάφρωσε στο διπλανό χωράφι. 

 “Δεν είναι κούκλα;”, καμάρωσε ο πατέρας της άμα την είδε να πλησιάζει. 

 “Όμορφη είναι”, συμφώνησε ο Μανόλης. “Μα αυτό είναι επικίνδυνο! Να προσέχεις”! 

 Βγήκε ο παπάς με το ευαγγέλιο και μαζί με τον ψάλτη ανέβηκαν στην μικρή εξέδρα. Λαμπάδες και εξαπτέρυγα έμεινα κάτω μιας και δεν χωρούσαν. Μόνο ο Βασίλης, που κρατούσε τη λουλουδοστολισμένη Ανάσταση, στριμώχτηκε δίπλα τους. 

 “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών!”, αντήχησε η βροντερή φωνή του ιερέα, που τη σκέπασε ένας καταιγισμός από βαρελότα και κροτίδες, κάνοντας τα μικρά παιδιά να χωθούν απ΄την τρομάρα τους στις αγκαλιές των μανάδων τους. Οι καμπάνες σκόρπιζαν παντού το χαρμόσυνο μήνυμα! 

 “Και του χρόνου κυρά!”, ευχήθηκε ο Βασίλης και έδωσε ένα φιλί στη γυναίκα του. Τη Μαριγώ δεν την φίλησε, μόνο της ευχήθηκε, πράγμα που παραξένεψε πολύ τη Βαγγελιώ. Πλησίασαν κι ο Αποστόλης με τον Αριστείδη για να ευχηθούν. Όταν ο Αριστείδης έφτασε στη Μαριγώ την αγκάλιασε τρυφερά. 

“Χρόνια πολλά Μαριγώ! Και του χρόνου”! 

Το φιλί που της έδωσε δεν μπορούσες να το πεις αδελφικό! Περισσότερο ερωτικό κάλεσμα θα το έλεγες. Ένα κάλεσμα που η Μαριγώ δεν έδειξε να λαμβάνει! 

 “Λοιπόν πάμε μέσα;”, ρώτησε ο Βασίλης. 

Ο Αποστόλης κοίταξε ερευνητικά τον ανιψιό του. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους σε μια σιωπηλή συναίνεση. 

 “Καλύτερα να φύγουμε!”, είπε ξερά η Μαριγώ. “Το πρωί θα πρέπει να σηκωθούμε νωρίς, για τις σούβλες”. 

Αποφάσισαν να φύγουν, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε, αν και η Βασίλαινα διαφώνησε χλιαρά με την απόφαση τους, κυρίως γιατί την επέβαλε η κόρη της, που πάντα τελευταία έφευγε από την Λειτουργία. 

 “Ας είναι”, είπε στο τέλος. “Μιας και έχουμε καλεσμένους, θα μας συγχωρήσει ο Θεός”. 

 Η Καλλιόπη τους πλησίασε τρέχοντας. 

 “Τι τρέχετε καλέ σαν κυνηγημένοι; Σταθήτε να ευχηθούμε σαν άνθρωποι”! 

 “Έχεις δίκιο κοπέλα μου!”, απολογήθηκε η Βασίλαινα. “Σαν τους κλέφτες φύγαμε! Χριστός Ανέστη”!

Αντάλλαξαν φιλιά και ευχές. Τον Αριστείδη δεν τον φίλησε στο μάγουλο όπως τους άλλους.

Του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο λαιμό, μαζί με ένα ελαφρύ δάγκωμα! Ξαφνιάστηκε εκείνος από την απροκάλυπτη επίθεση. Το ένοιωθε βέβαια από την πρώτη στιγμή πως τον καλόβλεπε, αλλά αυτό ήταν εντελώς απρόσμενο. Η Μαριγώ παρακολουθούσε τη σκηνή με ύφος που θα τρόμαζε όποιον την αντίκριζε. Ευτυχώς κανείς δεν το πρόσεξε.

 “Παράγινε αυτή”, είπε ο Αποστόλης όταν ξεμάκρυνε η Καλλιόπη

“Πάντα ελαφριά ήταν, μα τώρα το παράκανε! Ξεβράκωτη ήρθε στην εκκλησία”!

 “Κι ο πατέρας της , Θέ μου συχώρα με, καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!”, συμφώνησε η Βασίλαινα. “Τι να πεις πια έτσι που γίναμε! Ο Θεός να βάλει το χέρι Του”! 

 Ο Βασίλης δεν μίλησε. Πάντα έβλεπε με κακό μάτι τη συναναστροφή της Μαριγώς με την Καλλιόπη, όμως τώρα πια δεν ήταν σίγουρος ποια από τις δυο ήταν χειρότερη! Τουλάχιστον από την Καλλιόπη ήξερες πως να φυλαχτείς, καθώς ότι ήταν το έδειχνε., σε αντίθεση με την κόρη του, που άλλη έδειχνε και άλλη αποδείχτηκε στο τέλος. Περπάτησαν αμίλητοι ως το σπίτι. Μπήκαν και η Βασίλαινα έτρεξε να ανάψει το καντήλι με το άγιο φως. Οι άντρες στρώθηκαν στο τραπέζι και οι γυναίκες έφεραν το φαγητό. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και τα ήπιαν μονορούφι. 

 “Άντε γεια μας και ο Θεός στο καλό!”, έκανε την πρόποση ο Βασίλης. Κάθισαν ως αργά, κοντά στο ξημέρωμα. Όλη νύχτα ο Αριστείδης δεν είχε μάτια παρά μόνο για την Μαριγώ. Άμαθος καθώς ήταν στο ποτό, δεν άργησε να έρθει στο κέφι.

 “Μην πίνεις άλλο μάτια μου. Θα σε πειράξει!”, τον συμβούλεψε ο θείος του.

 “Ας το παλικάρι!”, τον αποπήρε ο Βασίλης. “Κάθε μέρα είναι Πάσχα μαθέ”;

 “Θες να χορέψουμε;”, του πρότεινε η Μαριγώ.

 “Δεν ξέρω νησιώτικα, δεν έχω ξαναχορέψει”

 “Θα σε μάθω εγώ”, του απάντησε και κρατώντας τον από το χέρι άρχισαν τον χορό. Ο Αποστόλης έσκυψε στη Βασίλαινα.

“Όμορφο ζευγάρι κυρά μου! Ταιριαστό”

 “Και κοιτάζονται στα μάτια!”, συμφώνησε αυτή. “Λες κυρ Αποστόλη”;

 “Και γιατί όχι να σε χαρώ; Νέοι είναι, βράζει το αίμα τους”!

Χόρεψαν αρκετά, ώσπου κουράστηκαν πια. Έπεσε βαρύς στην καρέκλα ο Αριστείδης. Το κρασί και ο χορός του ανακάτεψαν το στομάχι. Ο Βασίλης πήρε χαμπάρι πως έχασε το χρώμα του.

 “Έβγα λίγο έξω, να σε κτυπήσει ο αγέρας”!

 Σηκώθηκε παραπατώντας.

 “Στο είπα ο έρμος, δεν στο είπα;”, πήρε φόρα ο Αποστόλης. “Τι το πέρασες το κρασί μωρέ; Πορτοκαλάδα”;

 “Άντε μαζί του”, την πρόσταξε ο Βασίλης. “Μην πέσει και τσακιστεί ο άνθρωπος”

 Σηκώθηκε η Μαριγώ και τον ακολούθησε. Κάθισαν στο πεζούλι

“Καλά είμαι, μην ανησυχείς!”, της είπε καθώς την είδε ταραγμένη. “Κρασί και έρωτας μαζί, κάνουν το χειρότερο μεθύσι”!

 “Δεν ήπιες και λίγο”, τον μάλωσε. “Και το κρασί μας είναι βαρύ”!

 “Εσύ με ζαλίζεις Μαριγώ! Τα μάτια σου”! Έσκυψε να τη φιλήσει, μα εκείνη τραβήχτηκε.

 “Είναι νωρίς ακόμα”, τον σταμάτησε. “Δεν έχω μάθει σε τόσο εύκολους έρωτες”.

 “Ξέρω πως είναι νωρίς, όμως νομίζω πως σ΄αγαπάω αληθινά Μαριγώ”!

 “Και όταν θα φύγεις; Για πόσο καιρό θα με αγαπάς; Μάτια που δεν βλέπονται...”!

 “Θα έρχομαι συνέχεια! Μόλις βρίσκω ευκαιρία, θα είμαι εδώ”!

 Ο Αποστόλης βγήκε στην πόρτα, να δει πως πάει ο ανιψιός του.

“Τι έγινε ρε Αριστείδη; Συνέφερες καθόλου”;

 “Καλά είμαι θείε! Ο χορός με χάλασε λίγο”!

 “Αμ το βλέπω που είσαι μια χαρά! Δεν το βλέπω λες!”, είπε κλείνοντας πονηρά το μάτι. “Μην αργήσετε όμως, γιατί μέσα ανησυχούν”

 “Λοιπόν;”, τη ρώτησε ο Αριστείδης.

 “Δεν είναι κουβέντα για να την κάνουμε εδώ! Πότε θα φύγεις”;

 “Την Παρασκευή, έχω κλείσει εισιτήριο”:

 “Εντάξει τότε. Έχουμε μέρες να τα πούμε! Λέω τη Δευτέρα να πάμε μια μεγάλη βόλτα και να μιλήσουμε για όλα”!

 “Μ΄αυτή τη σκέψη θα ζω”, της είπε γλυκά και κρατώντας την από το χέρι, ξαναμπήκαν στο σπίτι. Ο Βασίλης χαμογέλασε όταν τους είδε.

“Θα πιούμε άλλο μικρέ;”, τον πείραξε, “Αντέχεις”;

 “Άσε το παιδί ήσυχο! Μαζί μου να τα βάλεις, αν σου βαστάει!”, τον μάλωσε ο Αποστόλης. Κι ύστερα γυρνώντας στον ανιψιό του.

¨Άντε Αριστείδη, πάμε. Ξημέρωσε πια και δεν θάχεις σηκωμό! Εγώ δυό ώρες να κοιμηθώ, το πολύ τρεις”. Σηκώθηκαν και αφού ευχαρίστησαν για την φιλοξενία, κίνησαν για το σπιτικό τους.

 “Πού΄σαι μικρέ”, του φώναξε ο Βασίλης γελώντας. “Κοίτα να συνέλθεις κακομοίρη μου, γιατί αύριο σε περιμένουν χειρότερα”! Ο Αριστείδης του χαμογέλασε κι ο Αποστόλης τον αποπήρε με μια χειρονομία.

 “Άντε να χαθείς Βασίλη! Δεν τρώγεσαι πια”! Και έσκασε κι αυτός στα γέλια.


ΡΗΝΙΩ

Λαμπρή όνομα και πράγμα, ξημέρωσε η Κυριακή του Πάσχα. Κάποια περαστικά συννεφάκια, διαλύθηκαν γρήγορα. Ο Αντώνης ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε καφέ. “Γιατί δεν περίμενες παιδί μου!”, άκουσε πίσω του τη φωνή της μητέρας του. 

“Θα σου έφτιαχνα εγώ”! 

 “Σώπα ρε μάνα!”, απάντησε γλυκά και την αγκάλιασε. “Ένα καφέ δεν με έχεις άξιο να φτιάξω”; “Κουταμάρες! Απλά είπαβμιας και βρισκόμαστε πια τόσο σπάνια, να σε κανακέψω λίγο”. 

“Αρκετά με κανάκεψες τόσα χρόνια. Θέλεις καφέ”;

 “Όχι αγάπη μου. Λίγο γάλα θα ζεστάνω”. 

 Βγήκε στην βεράντα και η γριά τον ακολούθησε. “Τσιγάρο πρωί πρωί!”, τον μάλωσε. Φάε τουλάχιστον ένα κουλουράκι πρώτα”! Ο Αντώνης χαμογέλασε. Πάντα τον αντιμετώπιζε σαν μικρό κακομαθημένο παιδάκι. 

 “Ξύπνησαν οι άλλοι;”, την ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα. 

 ”Μπα, του καλού καιρού κοιμούνται!Ούτε που σάλεψαν στο κρεβάτι τους”! 

 “Άστους τότε, νωρίς είναι ακόμα”. 

 “Καλή κοπέλα φαίνεται η Ρηνιώ”, πέταξε ξαφνικά η μάνα “Την γνωρίζεις καιρό”; 

 “Όχι πολύ! Μα έχεις δίκιο, καλή είναι” 

 “Άντε επιτέλους να στεριώσεις κάπου”! 

 “Μάνα είσαι αδιόρθωτη!”, τη μάλωσε γλυκά, σκασμένος στα γέλια “Μόνο να με παντρέψεις έχεις στο νου σου”!, 

 “Και γιατί όχι; Μήπως θαρρείς πως είσαι κανένα παιδαρέλι; Πότε θα κάνεις οικογένεια”; 

 “Μπορεί και ποτέ μάνα!”, σοβαρεύτηκε απότομα ο Αντώνης. “Με τόσα που βλέπουν τα μάτια μου κάθε μέρα”! 

 ”Σαχλαμάρες!”, τον διέκοψε. “Τόσοι και τόσοι παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Εσύ τι είσαι; η εξαίρεση”; 

 “Κοίτα μην αρχίσεις καμιά τέτοια κουβέντα μπροστά στην κοπέλα”, την προειδοποίησε. “Δεν την έφερα εδώ για προξενιό”! 

 “Ότι καταλαβαίνεις κάνε!”, του απάντησε πικαρισμένη. “Θέλεις παντρέψου,θέλεις μείνε μαγκούφης! Καρφί δεν μου καίγεται”!Κι ύστερα χώθηκε στην κουζίνα να αρχίσει τα μαγειρέματα. Ο Αντώνης σηκώθηκε αργά και πήγε να ανάψει τη φωτιά. Η Ρηνιώ τον πλησίασε αθόρυβα. “Καλημέρα!¨, τον χαιρέτησε ευγενικά. “Χριστός Ανέστη”! “Καλημέρα κορίτσι μου! Κοιμήθηκες καλά”: “”Κοιμήθηκα λίγο παραπάνω”, απολογήθηκε. “Είχα καιρό να κοιμηθώ τόσο ήσυχα”! “Ήπιες καφέ”; “Μου φτιάχνει η μητέρα σου”.

“Κυρά Αντιγόνη, φτιάξε και μένα έναν να σου φύγει το μαράζι”!

Ο Αντώνης έβαλε μπόλικα κάρβουνα στη φωτιά και τα φύσηξε δυνατά. 

 “Πάμε να καθίσουμε¨, της είπε. “Έχουμε καιρό μέχρι να κάτσει η φωτιά και μεις έχουμε πολλά να πούμε”! Η Ρηνιώ ήπιε μια γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο. Φύσηξε ψηλά τον καπνό και τον κοίταξε στα μάτια. 

 “Λοιπόν”, τον ρώτησε στο τέλος. ¨Ας ξεκινήσουμε με το πιο σημαντικό: Γιατί με έφερες εδώ”: 

 Ο Αντώνης ένιωσε αμήχανα. Συνήθως αυτός έκανε τις ερωτήσεις. Χαμογέλασε για να κρύψει το σάστισμα του. 

 “Είσαι έξυπνη κοπέλα Ρηνιώ και γιαυτό δεν πρόκειται να σου κρύψω τίποτα. Καταρχάς αυτό τον καιρό είμαι μόνος, και αυτό θα ήταν μια καλή δικαιολογία για την πρόσκληση. Θα ήταν όμως μόνο η μισή αλήθεια. Και εσύ βέβαια την θέλεις ολόκληρη”! Η Ρηνιώ κρεμάστηκε από τα χείλη του. “Άκου λοιπόν, γιατί οι καλοί λογαριασμοί, κάνουν τους καλούς φίλους! Είμαι μπάτσος και η δουλειά μου μου αρέσει. Έχω αφήσει πίσω την προσωπική μου ζωή, για να μην γίνει εμπόδιο στην καριέρα μου. Καταλαβαίνεις, δεν είναι”; Η Ρηνιώ κούνησε το κεφάλι καταφατικά, με ανυπομονησία. “Θα σου πω με δυό λόγια τι θέλω από σένα. Να ξεκαθαρίσω από την αρχή, πως δεν μου χρωστάς τίποτα! Η όποια απόφαση πάρεις, θα είναι δική σου και μόνο”! 

 “Με τρομάζεις”!

 “Δεν υπάρχει λόγος”, την καθησύχασε. “Δεν πρόκειται βέβαια να σου κρύψω, πως αυτό που θα σου ζητήσω, κρύβει κάποιους κινδύνους! Ασφαλώς όμως θα φροντίσω να πάρω όλα τα μέτρα που απαιτούνται”.

 “Μην με βασανίζεις!”, τον παρακάλεσε. “¨Όσο καθυστερείς, με τρώει η αγωνία”! 

 “Έχω μπει σε μια μεγάλη δουλειά. Έχω διασταυρωμένες πληροφορίες για τον υπ αριθμόν ένα μεγαλέμπορο ναρκωτικών, αν όχι της Ευρώπης, της Ελλάδας τουλάχιστον! Τον περασμένο μήνα, παρά λίγο θα τον έβαζα στο χέρι. Ήξερα για το φορτίο, που θα το παραλάμβανε, όλα! Τον πληροφοριοδότη τον έκλεισα στο κρατητήριο, για να είμαι σίγουρος. Κινήθηκα όσο πιο μυστικά γίνεται. Τρεις άνθρωποι είμαστε στο κόλπο, μιαν ώρα πριν τη δουλειά. Κι όμως χάλασε! Ένας από τους άλλους δυο κάρφωσε! Χρόνια φίλοι, καλοί αξιωματικοί. Κι όμως κάποιος κάρφωσε”! Σταμάτησε να ανάψει τσιγάρο, γιατί η θύμηση της προδοσίας τον αναστάτωσε. “Μετά από αυτό, αποφάσισα να ενεργήσω μόνος. Κλέβω ώρες από τη ζωή μου και ετοιμάζω το σχέδιο να τον τσακίσω! Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που μιλάω γιαυτό”! 

 “Και γιατί εμένα;”, παραξενεύτηκε η Ρηνιώ. “Μόλις χθες με γνώρισες, και μάλιστα μαζί με έναν νταβατζή πρεζάκια. Γιατί με εμπιστεύεσαι”!

“Καλή ερώτηση! Ας πούμε πως η διαίσθηση μου μου λέει να σε εμπιστευτώ. Εξάλλου, χρειάζομαι τη βοήθεια σου”!

Η Ρηνιώ χαμογέλασε. 

“Εγώ να βοηθήσω εσένα; Με ποιον τρόπο”: 

 “Βιάζεσαι μικρό μου και οι κουβέντες που θα σου πω, θέλουν καλό ζύγισμα”! Σταμάτησε για να ανάψει άλλο ένα από τα ατελείωτα τσιγάρα του. “Πάμε”, είπε ξαφνικά.

“Η φωτιά έπεσε και πρέπει να την απλώσω”. 

 Καθώς άπλωνε τη φωτιά στη μεγάλη ψησταριά, άρχισε πάλι να μιλάει, μα χωρίς να την κοιτάζει αυτή την φορά. Σαν να φοβόταν το βλέμμα της όταν άκουγε την συνέχεια. 

 “Έχουμε έναν κοινό γνωστό. Γιαυτόν πρόκειται να μιλήσουμε”! 

 “Κοινό γνωστό εγώ με σένα; Θα αστειεύεσαι βέβαια! Εκτός αν εννοείς εκείνο το κατακάθι”!

 “Για κατακάθι πρόκειται, μα όχι το συγκεκριμένο. Αυτός που ψάχνουμε είναι μεγάλο ψάρι”! Το μεγαλύτερο”!

 “Με τρομάζεις! Νόμιζα πως ότι χειρότερο μπορούσε να μου τύχει, ήταν ο Δημήτρης”!

 “Ο Δημήτρης; Αυτός μπροστά στον τύπο μας, είναι άγγελος”! 

 “Και τον ξέρω εγώ; εδώ στην Αθήνα”; 

 “Τον ξέρεις! Αυτό που δεν ξέρεις, είναι πως πρόκειται για τον μεγαλύτερο έμπορο πρέζας στην Ελλάδα. Και είναι χωριανός σου”! 

 “Μη μου πεις! Μήπως εννοείς..”; 

“Αυτόν εννοώ Χωρίς ονόματα είναι καλύτερα”! 

 “Χριστέ μου!”, μουρμούρισε έκπληκτη η Ρηνιώ. “Είσαι σίγουρος”: 

 “Είμαι! Μεγάλη ιστορία Ρηνιώ! Σε όλα τα μεγάλα κόλπα είναι μέσα. Αλλά είναι πανέξυπνος. Αλεπού”! 

 “Εξακολουθώ όμως να μην καταλαβαίνω πως μπορώ εγώ να βοηθήσω”! 

 “Μπορείς αν θέλεις. Άνεργη είσαι, μόνη στην Αθήνα κι αυτός ψάχνει για οικονόμο”. 

 “Μα ξέρει πως είμαι παντρεμένη στο χωριό”! 

 “Σιγά το πρόβλημα! Η πρώτη ή η τελευταία είσαι που χωρίζει”; 

 “Δηλαδή, με θέλεις για ρουφιάνα”! 

 “Για συνεργάτη”, την διόρθωσε. ¨Λοιπόν”; 

 “Σου χρωστάω πολλά. Με έβγαλες από το βούρκο που βούλιαζα. Πως μπορώ να σου αρνηθώ”; 

“Μην τα μπερδεύεις! Δεν μου χρωστάς τίποτα κι αυτό που σου ζητάω είναι επικίνδυνο. Πολύ επικίνδυνο”!

 “Θα το κάνω!”, του είπε αποφασιστικά. “Είδα που μπορεί να οδηγήσουν τα ναρκωτικά! Αν σωθεί έστω και ένα παιδί, θα το κάνω”! 

 “Μπράβο κούκλα μου”, χαμογέλασε ο Αντώνης και την αγκάλιασε τρυφερά. “Τις λεπτομέρειες τις κουβεντιάζουμε άλλη ώρα που θα είμαστε μόνοι.”, συμπλήρωσε, καθώς είδε τον γαμπρό του να πλησιάζει. “Εξάλλου, πρέπει να βάλουμε πάνω κι αυτό το έρημο το αρνί”!



ΚΑΛΛΙΟΠΗ

Η Καλλιόπη ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωινό της Πασχαλιάς. Σπάνια σηκωνόταν τόσο πρωί, και πάντως όχι από μόνη της. Όμως τούτη τη νύχτα, δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Στα αυτιά της αντηχούσαν ακόμη τα λόγια της μάνας της και την έκαιγαν σαν πυρωμένα σίδερα. “Πουτάνα θα γίνεις παλιοθήλυκο! Χειρότερη κι από την παπαδοπούλα! Ένα τσουλί, που θα σε δείχνουν με το δάχτυλο”! Και ο πατέρας της, δεν πήρε το μέρος της όπως άλλες φορές. Δεν την έβρισε, δεν της αγριομίλησε, μα στα μάτια του, διέκρινε τόση πίκρα και απογοήτευση, που ήταν χειρότερες από τις βρισιές της Αγγελικής! 

 Νηστικοί κοιμήθηκαν Πασχαλιάτικα, άμα ξεθύμανε λίγο η οργή της μάνας. Ο Σαράντης, φούσκωνε και ξεφούσκωνε όλη νύχτα. Κανείς τους δεν καλοκοιμήθηκε. Αλλά και τις λίγες στιγμές, που έκλεινε ο ύπνος τα μάτια της, εφιάλτες έρχονταν να τον ταράξουν. Εφιάλτες από αυτούς, που σε κάνουν να ξυπνάς, λουσμένος στον ιδρώτα. “Γιατί γαμώτο!”, αναρωτήθηκε. “Τόσο κακό είναι που είμαι όμορφη”; Βέβαια βαθιά μέσα της ήξερε πως δεν ήταν αυτό το κακό, αλλά το ότι χρησιμοποιούσε την ομορφιά της για να προκαλεί. Ούτε ακριβώς αυτό, γιατί όλοι οι άνθρωποι θέλουν να αρέσουν και να τους αγαπούν. Ήταν που αυτή η συνήθεια της έγινε αυτοσκοπός! Η μόνη της φιλοδοξία. Ήθελε να προκαλεί τους άντρες, να τους ερεθίζει, να σέρνονται στα πόδια της! Τους δινόταν δίχως να αισθάνεται την παραμικρή ευχαρίστηση. Μια άλλη ηδονή, χίλιες φορές πιο δυνατή, την πλημμύριζε, κάθε φορά που την ποθούσαν. Κάθε φορά, που τους ένιωθε να σπαρταράνε πάνω της, και να βυθίζονται στην λαγνεία, που μόνο αυτή μπορούσε να τους προσφέρει. Κι ύστερα έφευγε! Πάντα έφευγε. Δεύτερη φορά δεν υπήρξε ποτέ και για κανέναν. Ήθελε αυτή η ανάμνηση της υπέρτατης απόλαυσης, να τους μείνει για πάντα. Δεν έκανε ότι έκανε ούτε από αγάπη, ούτε γιατί την ευχαριστούσε. Μια διαστροφή ήταν, ένα κατρακύλισμα στα κατώτερα της ένστικτα, που δεν μπορούσε ή ακόμα χειρότερα, δεν ήθελε να σταματήσει! 

 Όλα άρχισαν πριν δυό χρόνια. Ήταν λίγο παραπάνω από τα δεκατέσσερα. Ο καθηγητής τους της γυμναστικής, δεν έκρυβε τη συμπάθεια του γι αυτήν. Παρακολουθούσε με μάτια που έκαιγαν το άγουρο κορμί της, καθώς το ιδρωμένο της μπλουζάκι κολλούσε στο στήθος της. Ήξερε πως θα γίνει. Το φοβόταν και το ευχόταν ταυτόχρονα! Και έγινε. Βιαστικά και άγαρμπα μέσα στις τουαλέτες του σχολείου. Ούτε να πονέσει δεν πρόλαβε, έτσι γρήγορα που τελείωσαν όλα! Επιχείρησε κι άλλες φορές αλλά του έκοψε το βήχα. Έκτοτε πέρασαν πολλοί από το κρεβάτι της. Συμμαθητές, γνωστοί, συγγενείς! Ναι και με συγγενείς πήγε! Τον θείο, της μάνας τον αδερφό, ξαδέρφια. Δεν είχε ενδοιασμούς και προκαταλήψεις. Γι αυτήν όλοι οι άντρες ήταν το ίδιο. Οι ψυχολόγοι θα το έλεγαν ψύχωση από την τραυματική εμπειρία της πρώτης φοράς.

Η ίδια όμως γνώριζε πολύ καλά, πως τίποτα δεν ήταν διαφορετικό, ακόμα και πριν συμβεί ο βιασμός. Κουβαλούσε από μικρή τον προσωπικό της δαίμονα, όπως όλοι οι άνθρωποι άλλωστε! Μόνο που αυτή δεν προσπάθησε ποτέ να τον νικήσει. Από μέσα άρχισαν να ακούγονται οι γνωστοί καθημερινοί ήχοι. Τα πιάτα που έπλενε η Αγγελική, το Β΄πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Όλα ίδια όπως κάθε μέρα. Μόνο που σήμερα όλα γίνονταν μηχανικά, δίχως κέφι. 

 “Την αποπήρες άσχημα χτες βράδυ¨, ψέλλισε ο Σαράντης. “Δε λέω το παράκανε, μα στο τέλος τέλος, παιδί είναι”! 

 “Παιδί!”, κάγχασε η Αγγελική, δίχως να γυρίσει. “Ξέρεις πολλά παιδιά στην ηλικία της, να έχουν πάει με τους μισούς άντρες του χωριού”; 

 “Κουτσομπολιά του κόσμου, είναι αυτά!”, φώναξε οργισμένος ο Σαράντης. “Εντάξει, ντύνεται λίγο τολμηρά, κάνει παρέα με πολλά αγόρια. Μα δεν είναι πουτάνα! Λίγη προσοχή θέλει και θα στρώσει”! 

 Η Αγγελική δεν αντιμίλησε. Αυτή ήξερε καλά, πως ποτέ δεν θα έστρωνε η κόρη της. Είχε κάτι από την ίδια. Η μόνη τους ίσως διαφορά είναι πως αυτή ποτέ δεν τόλμησε! Και δεν ήξερε αν ήταν καλύτερο αυτό. Γιαυτό της μιλούσε άσχημα. Τον εαυτό της μάλωνε πιο πολύ! Η Καλλιόπη δεν είχε διάθεση να ακούσει περισσότερα. Έφυγε αθόρυβα για μια βόλτα στο χωριό. Περπάτησε στους άδειους δρόμους, με το μυαλό γεμάτο σκέψεις και ενοχές. Πόσο ζήλευε τους καλούς οικογενειάρχες που μακάρια κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου! Ευτυχισμένοι μετά από τη νυχτερινή ευωχία, Με τις μικρές χαρές που χρωματίζουν τις ζωές τους. “Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος, ναν΄ήμερος νάν άκακος. Λίγο φαί λίγο κρασί. Χριστούγεννα κι Ανάσταση”, όπως έλεγε σοφά ο Ελύτης!

 Πλησιάζοντας το σπίτι της Μαριγώς, είδε ασυνήθιστη κίνηση. Φωτιά είχαν ανάψει σε ένα μεγάλο λάκκο, που σε λίγο θα έψηναν το αρνί και το κοκορέτσι. Ο Αριστείδης είχε το γενικό πρόσταγμα. Πόσο θα ήθελε να είναι δίπλα του και να τον βοηθάει στις ετοιμασίες! Μα αυτό το προνόμιο το είχε δυστυχώς άλλη. Αναστέναξε με απογοήτευση και συνέχισε το δρόμο της. Περιπλανήθηκε ώρες, ώσπου αποκαμωμένη γύρισε με βαριά καρδιά σπίτι. Κάθισε στο τραπέζι με τους γονείς της, αμίλητη σαν σε κηδεία. Το ίδιο αμίλητοι κι αυτοί. Πένθιμη πασχαλιά για όλη την οικογένεια!


Τελείως διαφορετική η ατμόσφαιρα στο σπίτι της Μαριγώς. Χαρούμενες φυσιογνωμίες γύρω από τις σούβλες που έστελναν λαχταριστές μυρωδιές στα ουράνια. Ακόμα κι ο Βασίλης έδειχνε να έχει αφήσει πίσω την μόνιμη βαριά του διάθεση. Κρασί, τσουγκρίσματα, πειράγματα! Πασχαλιά κι Ανάσταση πραγματική. Σαν τίποτα να μην είχε σκιάσει τις ζωές τους, μόλις λίγες μέρες πριν.

Ο Αριστείδης σε φανερή ευθυμία, αγκάλιασε τρυφερά τη Μαριγώ, κάποια στιγμή που οι άλλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στις σούβλες. 

 “Αύριο λοιπόν τα σπουδαία”! 

 “Αύριο! Όσο για σπουδαία, θα δείξει”! 

 “Θα είναι! Και μόνο που θα είμαστε μαζί, θα είναι”! 

 Η Μαριγώ απέφυγε να συνεχίσει. Ένα κακό προαίσθημα την προειδοποιούσε για την αυριανή ημέρα. Και τα δικά της προαισθήματα σπάνια λάθευαν. Είχε πάρει την απόφαση. Αυτή την φορά θα έφτανε στην ολοκλήρωση. Με τον Αριστείδη θα έκανε την αρχή, και μάλλον και το τέλος. Ακόμα και μετά τις απροσδόκητες τελευταίες εξελίξεις, ποτέ δεν φανταζόταν τη ζωή της μοιρασμένη ανάμεσα σε πολλούς άντρες. Έναν θα αγαπούσε και έναν θα παντρευόταν. Μπορεί να ήταν ο Αριστείδης; Ίσως! Ίσως όμως και όχι. Η απόφαση θα εξαρτιόταν από το αν ο Αριστείδης είχε σκοπό να μείνει μαζί της στο νησί. Πράγμα δύσκολο βέβαια μιας και ο κλάδος που είχε σκοπό να ακολουθήσει, δεν πρόσφερε και πολλές δυνατότητες εκεί. 


 Ο Βασίλης παρακολουθούσε με μια περίεργη διάθεση το πλησίασμα των παιδιών. Κι αυτουνού ο φόβος ήταν μην ξεμυαλιστεί η κόρη του και φύγει από κοντά τους. Όσο κι αν πικράθηκε από τα τελευταία της καμώματα, την αγαπούσε πάντα. Με τον δικό του ιδιότροπο τρόπο βέβαια. Μόνο η Βασίλαινα έδειχνε να απολαμβάνει αυτό το συνταίριασμα. Με τον έρωτα θα ατονούσε το ενδιαφέρον της κόρης της για την φωτογραφία του Αλέξανδρου. Κι αυτό ήταν το μόνο που έπρεπε να γίνει! Να ξαναθαφτεί το παλιό σκοτεινό μυστικό, στα βάθη του χρόνου. Να μην μπορέσει να απειλήσει τις ζωές τους! Κάποτε σκεφτόταν μήπως είχε η Μαριγώ δικαίωμα να μάθει, αλλά απόδιωξε αυτές τις σκέψεις μπροστά στον κίνδυνο να την χάσει, μαζί με τον Βασίλη, και να φορτωθεί την καταφρόνια ολόκληρου του χωριού, και όχι άδικα ασφαλώς. 

 Η μέρα κύλησε όμορφα, έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν. Πέρασαν και αρκετοί απ το χωριό για ένα μεζέ και ένα κέρασμα. Μόνο ο Σαράντης και η Αγγελική δεν φάνηκαν, αν και είχαν υποσχεθεί πως θα περάσουν μια βόλτα. Αργά το απόγευμα το συνειδητοποίησε ο Βασίλης. 

 “Δε φάνηκε ο Σαράντης, κι είχε πει πως θα περάσει”!, ”Δεν πάτε προς τα εκεί μια βόλτα να δείτε.”, παρότρυνε τα παιδιά ο Αποστόλης.. 

 Δέχτηκαν αμέσως, κυρίως ο Αριστείδης που παρέσυρε και τη Μαριγώ. Δεν είχαν ξεμακρύνει πολύ, όταν αντίκρισαν την Καλλιόπη, να κάθεται μόνη στο παγκάκι της πλατείας. Κρατούσε το πρόσωπο με τις παλάμες και έτρεμε ελαφρά, πράγμα που έδειχνε πως μάλλον έκλαιγε. Παραξενεύτηκε η Μαριγώ. Ποτέ δεν θυμόταν να την έχει δει να κλαίει! Πάντα έπαιρνε τα πράγματα τόσο ανάλαφρα και τίποτα δεν την στενοχωρούσε σε τέτοιο βαθμό. Σε άλλη περίπτωση, θα έτρεχε να την αγκαλιάσει, να της ζητήσει να μιλήσουν, να βρουν λύση στο όποιο πρόβλημα την απασχολούσε.

Όμως τώρα δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Σαν να καθόταν μια ξένη στο παγκάκι, και όχι η καλύτερη της φίλη! Λες και ένα αόρατο χέρι είχε απλώσει γύρω από την καρδιά της, ένα σιδερένιο φράχτη που εμπόδιζε το όποιο συναίσθημα να φτάσει σ΄αυτήν. Ο Αριστείδης την κοίταξε απορημένος. 

 “Δεν θα πας κοντά της;”, ρώτησε. 

 “Δεν νομίζω πως χρειάζεται! Κάποιο ερωτικό καυγαδάκι με έναν από τους πολλούς που τριγυρνάει. Θα της περάσει”! 

 Ο Αριστείδης πλησίασε την Καλλιόπη. “Μπορώ να βοηθήσω”; 

'"΄Ίσως να μπορούσες”, του απάντησε λυπημένα, “μα έχεις κάνει τις επιλογές σου. Οπότε μην το συζητάμε. Θα παρεξηγηθεί και η Μαριγώ”! 

 “Γιαυτό κλαις”; 

 “Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάνουν κάποιον να κλάψει. Έχω και εγώ αρκετούς τέτοιους”! 

“Θέλεις να κάτσω κοντά σου, μέχρι να νιώσεις καλύτερα”; 

 “Όχι σε παρακαλώ! Ίσως πριν λίγες ώρες να έκανα τα πάντα για να συμβεί αυτό, όμως τώρα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα”! 

 “Όπως”; 

 “Μην επιμένεις! Ας πούμε πως αποφάσισα να δω τους ανθρώπους και τις σχέσεις με άλλο μάτι”, Πήγαινε λοιπόν και μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρω”! 

 “Στους γονείς σου πηγαίναμε, να δούμε γιατί δεν ήρθαν στου Βασίλη”, 

 “Μην κάνετε τον κόπο! Δεν θα έρθουν. Έχουν κι αυτοί τους δικούς τους λόγους”. 

 “Που έχουν να κάνουν με τη δική σου κακή διάθεση”; 

 “Ας πούμε ότι συνέβαλαν αρκετά”. 

 “Σίγουρα θα είσαι καλά”; 

 “Ναι, πηγαίνετε στο καλό”. 

 “Λοιπόν;”, τον ρώτησε η Μαριγώ μόλις επέστρεψε κοντά της. “Μπορούμε τώρα να φύγουμε”; 

“Ούτε καν θα με ρωτήσεις τι συμβαίνει”; 

 “Δεν έχω λόγο! Μάλλον βρήκε έναν έξυπνο τρόπο να σου κινήσει το ενδιαφέρον! Είναι μάνα σε κάτι τέτοια”! 

 Ο Αριστείδης δεν μίλησε, μόνο που μέσα του άρχισε να αμφιβάλει για τον χαρακτήρα της. Η πρώτη εντύπωση που σχημάτισε, όταν συναντήθηκαν ήταν πως πρόκειται για ένα συνεσταλμένο κορίτσι, που αγαπούσε δυνατά τους ανθρώπους που την περιτριγύριζαν. Πως νοιαζόταν για τα προβλήματα τους. Είχε πέσει τόσο έξω λοιπόν; 

“Γυρίζουμε σπίτι;”, τον ρώτησε όταν της εξήγησε πως δεν είχε σκοπό να έρθει το αντρόγυνο.

 “Δεν θες να μείνουμε λίγο μόνοι”; 

“Αύριο!”, του απάντησε ξερά.


Το “Αύριο δεν άργησε να ξημερώσει. Άλλη μια υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα η Δευτέρα του Πάσχα που τύχαινε να είναι και Πρωτομαγιά. Η Μαριγώ είπε στη Βασίλαινα πως θα πήγαινε μια βόλτα στους αγρούς, για να μαζέψει λουλούδια για το Μαγιάτικο στεφάνι. Δεν είχε σκοπό να της αποκαλύψει πως δεν θα πήγαινε μόνη. Κανείς δεν χρειαζόταν να μάθει το ραντεβού τους. Είχε ζητήσει κι από τον Αριστείδη να το κρατήσει κρυφό.. Ξεκίνησε αργά το ανηφορικό μονοπάτι, που έβγαζε στο παλιό μισοερειπωμένο εξωκλήσι του Αη Λιά. Εκεί είχαν κανονίσει να συναντηθούν. Κάποια στιγμή ένιωσε πως την ακολουθούσαν και γύρισε να κοιτάξει.

 Κανείς δεν φαινόταν πίσω της, μόνο που αρκετά μακρυά είδε ΄πάλι τον άγνωστο λευκοφορεμένο άντρα να χαϊδεύει τρυφερά ένα προβατάκι, που είχε ξεμακρύνει από το κοπάδι. Δεν έδειξε να την πρόσεξε και αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο της. Και τότε ξανάκουσε στο μυαλό της την γλυκιά φωνή του. ”Μην πας Μαριγώ! Σταμάτα όσο είναι νωρίς ακόμη”! Γύρισε πάλι το βλέμμα της προς το μέρος του. Εξακολουθούσε να χαϊδεύει το χαμένο πρόβατο και δεν την κοιτούσε καθόλου. “Με αγνοείς, οπότε σε αγνοώ και γω!”, του μετέφερε με τη σκέψη της.”Και εξάλλου μόνο στη φαντασία μου υπάρχεις”! “Είσαι σίγουρη;”, άκουσε για τελευταία φορά τη φωνή του, κι όταν γύρισε πάλι να κοιτάξει, μόνο το προβατάκι είδε να τρέχει προς το υπόλοιπο κοπάδι! 

 Με αναπάντητα ερωτήματα στο κεφάλι της έφτασε στο ξωκλήσι. Κάθισε στο μεγάλο βράχο μπροστά από το πεζούλι και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. Τι γύρευε από αυτήν ο άγνωστος άνδρας, αν υποθέσουμε πως υπάρχει πραγματικά; Και γιατί την προειδοποιεί; Και οι ανεξήγητες πληγές στην κηδεία της κυρά Φωτεινής; “Έχει γούστο να εμφανιστούν πάλι!”, αναρωτήθηκε με τρόμο, καθώς τις συνδύασε με την παρουσία του άγνωστου λευκοφόρου. Όμως ευτυχώς, τα σημάδια δεν φάνηκαν αυτή την φορά!

Ο Αριστείδης πήρε την φωτογραφική του μηχανή και ξεκίνησε να φύγει. 

 “Να προσέχεις παιδί μου!”, τον συμβούλεψε ο Αποστόλης. “Δεν τα ξέρεις τα κατατόπια και έχει επικίνδυνα μέρη το βουνό”! 

 “Μην ανησυχείς θείε! Μια μικρή βόλτα θα κάνω να βγάλω μερικές φωτογραφίες για να θυμάμαι το ταξίδι”! 

 “Να προσέχεις!”, του ξαναείπε με ένα περίεργο προαίσθημα να του σφίγγει την καρδιά. 


Ακολούθησε κι αυτός το μονοπάτι που του είχε δείξει η Μαριγώ και δεν πρόσεξε την Καλλιόπη που από λίγα μετρά πιο πίσω παρακολουθούσε κρυμμένη πίσω απ το μεγάλο πλατάνι. Η καρδιά της σφίχτηκε καθώς κατάλαβε που πήγαινε. Ένα μονοπάτι που είχε ακολουθήσει και η ίδια άπειρες φορές, για να συναντήσει τους εραστές της! Δεν τον ακολούθησε. Έχανε το παιχνίδι και ήταν η πρώτη φορά που αποφάσισε να το αποδεχθεί.

Ο Αριστείδης πλησίασε δειλά τη Μαριγώ. Η κοπέλα που γνώρισε δεν ήταν αυτή ! Ένας άλλος άνθρωπος καθόταν πάνω στον μεγάλο βράχο. Άγνωστος, απόμακρος, ξένος! Παρόλα αυτά την αγαπούσε. Γιατί; Δεν ήξερε! Δεν του έλειψαν ποτέ οι γυναίκες. Όμορφος είναι και πολλές θα έκοβαν φλέβες για ένα του νεύμα! Αυτός όμως δεν είχε καβαλήσει καλάμι. Εφήμερες σχέσεις είχε όσες ήθελε. Αυτό που του έλειπε ήταν μια σωστή σχέση. Ένας άνθρωπος να τον αγαπά και να τον καταλαβαίνει. Νόμιζε ότι τον βρήκε στην Μαριγώ, μα τώρα πια δεν ήταν σίγουρος! 

 “Ήρθες”, του είπε αδιάφορα. 

 ”Ήρθα!”, της απάντησε και κάθισε δίπλα της πάνω στον άβολο βράχο. “. 

 “Και τώρα πρέπει να σου δοθώ”;

 “Μόνο αν το θέλεις”¨! Τον αγκάλιασε χωρίς κανένα πάθος.. “Πάρε με.”, του είπε αδιάφορα. 

 Αλλιώς το είχε φανταστεί ο Αριστείδης, κάπως πιο ρομαντικό, όμως η ιδέα να τρυγήσει τους χυμούς του παρθενικού της κορμιού, τον έκανε να παραμερίσει τις επιφυλάξεις του. Έπεσε πάνω της με λαχτάρα, την φίλησε παντού, κάτι που άλλες γυναίκες θα τις ξετρέλαινε. Όχι όμως τη Μαριγώ! Υπέμενε με καρτερία τις σεξουαλικές του ορμές, με μια καρτερία υποδειγματική! Τίποτα δεν ήταν όπως το είχε ονειρευτεί! Πάγος! Μόνο αυτή η λέξη της ερχόταν στο μυαλό. Μακάρι να μην είχε δεχτεί να υποστεί αυτό το μαρτύριο! Κάθε του φιλί, κάθε του άγγιγμα, το μόνο που της προξενούσε ήταν αηδία! Αυτό ήταν λοιπόν; Ο έρωτας που είχε θεοποιήσει στο εφηβικό της μυαλό, ήταν αυτή η ναυτία που της ανακάτευε το στομάχι; Πόσο διαφορετικά αισθανόταν με το άγγιγμα του Βασίλη! Τον έσπρωξε από πάνω της με αποστροφή. Ο Αριστείδης την κοίταξε με κατάπληξη. 

 “Τι συμβαίνει μωρό μου”; 

 “Τίποτα δεν συμβαίνει και αυτό είναι το πρόβλημα! Απολύτως τίποτα! Ότι προσπαθείς να μου κάνεις, με αφήνει παγερά αδιάφορη. Ίσως και ακόμα χειρότερα”! 

 “Πίστευα πως σου αρέσω, πως με αγαπάς”!

" 'Ίσως δεν είμαι ικανή να αγαπήσω! Μου άρεσες σαν άντρας, αλλά φαίνεται πως αυτό δεν είναι αρκετό”. 

" 'Έτσι ξαφνικά το ανακάλυψες”; 

 “Κάνουμε μάταιη κουβέντα. Δεν σε ΄θέλω κι αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία”. 

 “Αν νομίζεις πως αυτό είναι που πραγματικά θέλεις, δεν έχει νόημα να επιμείνω”. 

 “Δεν έχει!”, του αποκρίθηκε σαν αντίλαλος.

 Σηκώθηκε αργά και ίσιωσε τα ρούχα του. Ξαναμμένος από την ανολοκλήρωτη ερωτική πράξη πήρε το μονοπάτι της επιστροφής χωρίς να γυρίσει ούτε μια φορά να την κοιτάξει.

Η Μαριγώ, ξαπλωμένη ακόμα στο τσιμεντένιο πάτωμα του προαυλίου του εξωκλησιού, πάλευε με την τρικυμία της ψυχής της. Κατά έναν παράξενο τρόπο, τώρα που ξανάφερνε στο νου της τις προηγούμενες σκηνές με τον Αριστείδη, ερεθιζόταν φοβερά! Για μια στιγμή σκέφτηκε να του φωνάξει να γυρίσει πίσω. Όμως η θύμηση της αναγούλας που είχε νοιώσει, την σταμάτησε. Δεν ήθελε να σηκωθεί, προτιμούσε να μείνει εκεί ώρες με κλειστά τα μάτια και να αδειάσει τελείως το μυαλό της. Να σβήσει όλες τις μνήμες των τελευταίων ημερών, και να ξαναγυρίσει στην ξενοιασιά της προηγούμενης ζωής της. Πριν από εκείνο το καταραμένο απόγευμα που άρχισαν όλα. Κατά βάθος όμως για τίποτα δεν μετάνιωνε στην πραγματικότητα! Μόνο η απόρριψη του Βασίλη κυριαρχούσε στον ταραγμένο ψυχικό της κόσμο. “Γιατί να σε ερωτευτώ!”, φώναξε στην ερημιά και η φωνή της αντιλάλησε στο φαράγγι. Όλα τα άλλα παράδοξα που της συνέβαιναν, δεν έδειχναν να την προβληματίζουν ιδιαίτερα. Ούτε και η ξαφνική μεταστροφή της από τη γλυκιά Μαριγώ, σ΄αυτό το πλάσμα, που μισούσε όλον τον κόσμο! Ίσως να μην καταλάβαινε και η ίδια το πόσο είχε αλλάξει. 

 Ένα τρίξιμο της σαραβαλιασμένης ξύλινης πόρτας του εξωκλησιού, την έκανε να βγει από τις σκέψεις της. Σηκώθηκε να δει μήπως ήταν κανείς. Σιγουρεύτηκε πως ήταν μόνη. Ένα ξαφνικό φύσημα του βοριά, ήταν η αιτία, του θορύβου. Άρχισε να μαζεύει λουλούδια. Δεν είχε καμιά όρεξη να το κάνει, αλλά υποτίθεται πως γιαυτό ξεκίνησε. Όταν μάζεψε αρκετά, τα έχωσε άγαρμπα στην πλαστική σακούλα κι ξεκίνησε αργά για την επιστροφή. 

 Κάτω στην αρχή του μονοπατιού, διέκρινε αμυδρά τη φιγούρα του Αριστείδη. όμως δεν ήταν μόνος! Καθισμένη σ΄ένα πεζούλι, ήταν και μια άλλη γυναικεία φιγούρα. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει πως ήταν η Καλλιόπη. Την είδε να σηκώνεται ξαφνικά και να περπατούν μαζί προς τον κακοτράχαλο δρόμο που οδηγούσε στο παλιό λατομείο. ”Σιγά που θα έχανε την ευκαιρία η καριόλα!”, μουρμούρισε εξαγριωμένη. “Αυτή τη φορά θα το πληρώσεις Βρώμα! Κανείς δεν θα ξαναπάρει τίποτα που ανήκει στη Μαριγώ”! Αν μπορούσε να ακούσει τους διαλόγους του ζευγαριού, ίσως η αντίδραση της να ήταν διαφορετική. Πάλι όμως αυτό θα συνέβαινε σε έναν φυσιολογικό άνθρωπο, και η Μαριγώ δεν ήταν πια

Ο Αριστείδης μπερδεμένος με τα γενόμενα προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό, και αν δεν του μιλούσε η Καλλιόπη, ούτε καν θα την έβλεπε! “Καλημέρα Αριστείδη!, τον χαιρέτησε. Γύρισε ξαφνιασμένος. “Καλημέρα Καλλιόπη, δεν περίμενα να σε βρω εδώ”! 

 “Πρωτομαγιά είναι, είπα να μαζέψω μερικά λουλούδια για το σπίτι”.

 “Θέλεις να τα μαζέψουμε μαζί”;

“Νόμιζα πως θα έπρεπε να το κάνεις με τη Μαριγώ αυτό”! 

 “Κι αν δεν θέλει”; 

 “Μα σας είδα που ανεβαίνατε μαζί για τον Αη Λια”! 

 “Είναι μεγάλη ιστορία Καλλιόπη”! 

" Έχω αρκετό χρόνο για να την ακούσω! Αν βέβαια θέλεις να μου την πεις”! 

 Περπάτησαν προς το λατομείο καθώς ο Αριστείδης της διηγόταν ότι έγινε. Δεν ήξεραν γιατί πήγαιναν προς τα εκεί. Ίσως γιατί ήταν ο μοναδικός δρόμος που δεν πήγαινε στο χωριό και έτσι δεν θα έπεφταν σε κανένα γνωστό. Έφτασαν στην κορυφή του εγκαταλειμμένου λατομείου. Η Καλλιόπη δεν προσπάθησε ούτε στιγμή να εκμεταλλευτεί την κατάσταση! Αν και θα της ήταν πολύ εύκολο έτσι ευάλωτος που ήταν ο Αριστείδης, μετά το φτύσιμο της Μαριγώς. Όμως κάτι άλλαξε μέσα της από το βράδυ της Ανάστασης. Κυρίως η στάση του πατέρα της την είχε ταρακουνήσει για τα καλά! Αλλά και τον Αριστείδη δεν τον έβλεπε πια μόνο σαν υποψήφιο θύμα της. Σαν κάτι να ξύπνησε μέσα της. Κάτι που δεν πίστευε πως θα νιώσει ποτέ για έναν άντρα. 

 “Δεν έχει καταπληκτική θέα από δω;”, τον ρώτησε. “ Όλο το Αιγαίο πιάτο! Θα βγάλεις υπέροχες φωτογραφίες”!”, 

 “Τελικά Καλλιόπη, είσαι καλός άνθρωπος! Συγγνώμη αν παρεξήγησα την συμπεριφορά σου”! 

 “Δεν είσαι ο μόνος!”, του χαμογέλασε. “Και να σου πω την αλήθεια, μάλλον είχατε δίκιο! Τουλάχιστον μέχρι χθες”! 

 “Και τι άλλαξε ξαφνικά”; 

 “Η Καλλιόπη άλλαξε! Όπως και η Μαριγώ άλλωστε. Μη μου πεις πως δεν το πρόσεξες”! 

 “Θα ήμουνα ψεύτης αν έλεγα κάτι τέτοιο”. 

 “ Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν είχες δει πρώτα έμενα με άλλο μάτι”! 

 “Σίγουρα, αλλά αυτό δεν αλλάζει πια”! 

 “Ναι δεν αλλάζει! Η παλιά Καλλιόπη ίσως το άλλαζε! Όχι όμως η καινούργια”! 

 “Είσαι καλός άνθρωπος Καλλιόπη”, επανέλαβε σαν ηχώ. ”Λες πως δεν αξίζει να προσπαθήσουμε”; 

“Υπάρχει η Μαριγώ. Είναι η καλύτερη μου φίλη. Και όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, τις σέβομαι τις φιλίες μου”! 

 “Μπορώ να σε αγκαλιάσω; Έστω σαν ο αδελφός που ποτέ δεν είχες”; 

 Δεν περίμενε την έγκρισή της. Την αγκάλιασε τρυφερά και την χάιδεψε στο πρόσωπο. Δεν θα το τολμούσε αν έβλεπε τη Μαριγώ να πλησιάζει. Ειδικά αν διέκρινε τη φωτιά στη ματιά της. Φωτιά, που δεν ήταν σχήμα λόγου, αιμάτινα ποτάμια λέκιαζαν το λευκό περίβλημα των ματιών της. Κι αν μπορούσε να δει τις μαύρες σκοτεινές κόρες τους, σίγουρα θα έτρεχε μακριά της, με όση δύναμη είχε! Η Καλλιόπη όμως είχε την ατυχία να την δει.

Και σίγουρα η εικόνα αυτού του φοβερού πλάσματος, θα την στοίχειωνε για την υπόλοιπη ζωή της! ”Σήκω πάνω!”, την πρόσταξε η απόκοσμη φωνή της. 

 Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Η Καλλιόπη πετάχτηκε σαν ελατήριο στην αλλόκοτη προσταγή. Κάτι προσπάθησε να ψελλίσει, μα το θανατερό βλέμμα της Μαριγώς την απέτρεψε. 

“Ήρθε η ώρα να πληρώσεις πουτανάκι!”, της είπε με φωνή από τα βάθη της κόλασης, και της άστραψε ένα χαστούκι που την έκανε να δακρύσει από τον πόνο. Ο Αριστείδης έκανε το λάθος να μπει ανάμεσα τους. Με μια τρομακτική, υπερφυσική δύναμη τον έσπρωξε με βία. Έφυγε δυο μέτρα πίσω, κτύπησε στο προστατευτικό πεζούλι του λατομείου, και έφυγε με το κεφάλι στον γκρεμό που ανοίγονταν πενήντα μέτρα κάτω. Η θέα του άψυχου κορμιού, που κείτονταν σαν σπασμένη κούκλα βιτρίνας, δεν της προξένησε καμιά ενοχή. Μόνο τα υστερικά ουρλιαχτά της Καλλιόπης την ενοχλούσαν. Έσκυψε να πάρει τη φωτογραφική μηχανή του Αριστείδη, μα αμέσως θυμήθηκε πως δεν έπρεπε να αφήσει αποτυπώματα πουθενά. Την έπιασε με τη σακούλα που είχε τα λουλούδια και την πέταξε στο γκρεμό. “Σκάσε επιτέλους!”, φώναξε επιτακτικά στην Καλλιόπη, που εξακολουθούσε να ουρλιάζει. “Ένα ατύχημα ήταν”! 

 “Τι έκανες Μαριγώ;”, τόλμησε να πει η Καλλιόπη. “Τον σκότωσες, καταλαβαίνεις”! 

 “Ατύχημα ήταν!”, επανέλαβε άτονα. “Μήπως έχεις διαφορετική γνώμη”;

 “Γιατί;” μόλις που κατόρθωσε να ψελλίσει. 

 “Φταίω όσο φταις! Ήταν δικός μου και μου τον έκλεψες”! 

 “Ποτέ δεν θα το έκανα! Πάντως όχι στη Μαριγώ! Όμως εσύ δεν είσαι η φίλη μου! Αλήθεια ποιος διάολος είσαι”; 

 Ήταν έτοιμη να απαντήσει, όταν οι φοβεροί πόνοι στις παλάμες και το πλευρό την ανάγκασαν να διπλωθεί στα δύο, βγάζοντας μια κραυγή. 

 “Έχεις αίματα στα χέρια!”, της φώναξε τρομοκρατημένη η Καλλιόπη. 

 “Κόπηκα με τα αγκάθια όταν μάζευα λουλούδια.”, βρήκε το κουράγιο να πει με σβησμένη φωνή.

 Η Καλλιόπη ήξερε πως έλεγε ψέματα, μα δεν τόλμησε να συνεχίσει. Η λογική της της έλεγε να προφυλαχτεί από την οργή της Μαριγώς, ή εν πάσει περιπτώσει του πλάσματος που είχε τη μορφή της! Μέσα της ήθελε να τρέξει μακριά της, να βρεθεί πίσω στην ασφάλεια του χωριού. Όμως η θύμηση της υπερφυσικής δύναμης, που έστειλε τον Αριστείδη στο γκρεμό, της έβγαλαν από το μυαλό, κάθε τέτοια σκέψη! Αρκέστηκε να στέκεται λίγα μέτρα μακριά της, τρέμοντας απ τον φόβο.

 ”Τι θα κάνουμε τώρα;”, ρώτησε με αγωνία.

“Τώρα θα φύγουμε από εδώ, πριν μας πάρει κανένα μάτι, και θα γυρίσουμε στο χωριό. Στο δρόμο θα μαζέψεις όσα περισσότερα λουλούδια μπορείς. Όλη αυτή την ώρα, είμαστε στον Αη Λια μαζί, μόνες μας, κατάλαβες”; 

 Κατάλαβε! Έπρεπε να κρύψουν το φρικτό ΄έγκλημα. Έπρεπε η ίδια να σηκώσει το βάρος των τύψεων για μια πράξη που ούτε συμμετείχε, αλλά και ούτε ήθελε να συμβεί. Να μην μπορέσει να θρηνήσει έναν έρωτα που τελείωσε πριν καν αρχίσει! Ναι, αυτή θα ήταν η τιμωρία της, για την προηγούμενη ζωή της, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Ακολούθησε μηχανικά τη Μαριγώ, μέχρι που έφτασαν στο μονοπάτι του Αη Λια. Κανείς δεν φάνηκε τριγύρω όλη αυτή την ώρα. Η Μαριγώ θυμήθηκε πως έπρεπε να ξεφορτωθεί τα ξεραμένα αίματα στα χέρια της. Για τις πληγές δεν ανησυχούσε, γιατί είχαν ήδη κλείσει. 

 “Έχεις χαρτομάντιλα;”, ρώτησε την Καλλιόπη. 

 Χωρίς να της απαντήσει εκείνη, έβγαλε ένα πακέτο από την τσάντα της και τις το έδωσε. Σκούπισε όσο καλύτερα μπορούσε τα αίματα, και πέταξε τα χαρτομάντιλα πίσω από μια συστάδα σκίνων. ”Κοίτα να σουλουπωθείς λίγο και συ.”, είπε επιτακτικά στην Καλλίοπη. “Δεν πρέπει να σε δουν σ΄αυτά τα χάλια”! 

 Η Καλλίοπη ακολούθησε τη συμβουλή της χωρίς να βγάλει άχνα. Ευτυχώς η έμφυτη κοκεταρία της τη βοήθησε, μιας και μέσα στην τσάντα της πάντα υπήρχαν τα απαραίτητα, για κάτι τέτοιο. Έφτασαν στο χωριό και η Μαριγώ πρόσταξε να καθίσουν στο μοναδικό παγκάκι της πλατείας και να δείχνουν πως συζητούν ανέμελα σαν δυο καλές φίλες που ήταν! Κανείς από τους λίγους περαστικούς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί μόλις πριν από λίγη ώρα, βλέποντας τα δυο κορίτσια με τα λουλούδια στην αγκαλιά, να κουβεντιάζουν ήρεμα!

 “Γιατί το έκανες;”, ρώτησε διστακτικά η Καλλιόπη. “Δεν ήταν ατύχημα και το ξέρεις”! 

 “Ίσως μπήκε ο διάολος μέσα μου!”, απάντησε με ειρωνεία η Μαριγώ και έσκασε στα γέλια. Γέλια όμως όχι αθώα παιδικά, αλλά με μιαν αλλόκοτη χροιά, που έφερνε ανατριχίλα!  

“Που πήγε η σεμνή Μαριγώ που ήξερα και αγαπούσα; Τι άλλαξε μέσα σου, τον τελευταίο καιρό”; “Εδώ είναι η Μαριγώ, δίπλα σου! Μόνο που αποφάσισε να αλλάξει λίγο, να σου μοιάσει”! 

 “Εγώ δεν θα σκότωνα ποτέ κανέναν! Και μάλιστα εν ψυχρώ και χωρίς καν μια σοβαρή αιτία”! 

“Λοιπόν, αρκετά με αυτά”, την διέκοψε. “Σταματάμε εδώ και δεν πρόκειται να αναφέρεις το περιστατικό, ούτε στον εαυτό σου από εδώ και πέρα! Συνεννοηθήκαμε”;

 Περιστατικό, ο άδικος θάνατος ενός παιδιού, απλό περιστατικό; Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. 

 “Θα τον βρουν άραγε, να έχει μιαν αξιοπρεπή κηδεία τουλάχιστον”; 

 “Πάντα τους βρίσκουν, αργά ή γρήγορα!”, απάντησε ψυχρά. “Ένας αφελής πρωτευουσιάνος νεαρός που ανέβηκε στο πεζούλι να βγάλει φωτογραφίες, παραπάτησε και έπεσε. Έτσι δεν έγινε”; 

“Όχι δεν έγινε έτσι, αλλά δυστυχώς αυτό θα πιστέψουν όλοι! Σε φοβάμαι Μαριγώ”!

“Γιατί; είμαι η καλύτερη σου φίλη!”, της είπε υποκριτικά και έσκασε πάλι σε εκείνα τα παράξενα γέλια. “Και μάλιστα τώρα θα πάμε σπίτι να φτιάξουμε δύο υπέροχα στεφάνια, ένα για την καθεμιά μας”!


Ο Αποστόλης ανήσυχος από την αργοπορία του ανιψιού του, βγήκε να τον αναζητήσει. Στο καφενείο κανείς δεν τον είχε δει και έτσι σκέφτηκε να ρωτήσει στου Βασίλη, μήπως πέρασε από εκεί. Βρήκε τις δυο κοπέλες να φτιάχνουν στεφάνια αμέριμνες. Μόνο στα μάτια της Καλλιόπης διέκρινε κάτι. Θλίψη, απογοήτευση, δεν μπορούσε να προσδιορίσει. 

 “Γεια σας κορίτσια”, τις χαιρέτησε. “Μην έτυχε να δείτε πουθενά τον Αριστείδη”; 

 “Όχι κυρ Αποστόλη”, πρόλαβε η Μαριγώ. “Λείπαμε από το πρωί με την Καλλιόπη, είχαμε πάει στον Αη Λιά, για λουλούδια. Δεν είναι πολύ ώρα που γυρίσαμε”. 

 ”Από νωρίς το πρωί έφυγε για μια βόλτα και πάει μεσημέρι κι ακόμα να φανεί. Είναι που δεν ξέρει και τα κατατόπια, φοβάμαι μην χάθηκε”! 

 “Μικρό παιδί είναι;”, συνέχισε η Μαριγώ. Κάπου θα ξεχάστηκε με τις ομορφιές της φύσης! Ίσως ανηφόρισε για το πάνω χωριό, να δει κι άλλους ανθρώπους”! 

 “Μπορεί και νάχεις δίκιο κοπέλα μου. Και μακάρι δηλαδή! Πάντως αν δεν έρθει σε καμιά ώρα, θα πάω στην αστυνομία. Έχω ευθύνη που τον άφησα να πάει μονάχος”! 

 “Θα φανεί όπου νάναι και θα γελάσει με τις ανησυχίες σου! Πάντως ρώτα και τον πατέρα μου μήπως τον είδε πουθενά, κατεβαίνοντας, μέσα είναι”. 

 Ούτε βέβαια ο Βασίλης τον είχε δει, και οι φόβοι του Αποστόλη άρχισαν να γίνονται πιο χειροπιαστοί. “Είσαι σατανική τελικά!”, είπε με τρόμο η Καλλιόπη. “Τέτοια ψυχραιμία ούτε επαγγελματίες δολοφόνοι”! 

 “Άμυνα είναι, τι ήθελες να κάνω; Ότι έγινε έγινε, τώρα πρέπει να μη δώσουμε χώρο για υποψίες. Φρόντισε να κρατήσεις κλειστό το στόμα σου, και όλα θα πάνε καλά”!

Τελικά όλα πήγαν όπως τα είχε προβλέψει η Μαριγώ. Η αστυνομία άρχισε τις έρευνες, μετά από την καταγγελία του Αποστόλη και δυο μέρες μετά, το ελικόπτερο ανακάλυψε το πτώμα. Έκαναν κάποιες σύντομες ερωτήσεις σε γνωστούς του και αφού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο, κατέληξαν σε αυτό που φαινόταν προφανές. Ατύχημα! Περίμεναν απλά την ιατροδικαστική έκθεση για να κλείσουν οριστικά την υπόθεση!

Όλο το χωριό ήταν σοκαρισμένο με το απίστευτο δυστύχημα, όπως πίστευαν. Όλοι καταριόντουσαν την κακιά ώρα, που στέρησε από ένα νέο παιδί τη ζωή, τόσο βίαια. Μόνο τρεις άνθρωποι, είχαν άλλη άποψη. Οι δυο κρατούσαν κάποιες επιφυλάξεις, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Αποστόλης κι ο Βασίλης, και ο τρίτος είχε δει τα πάντα!

Για τον Αποστόλη, που γνώριζε καλά τον ανιψιό του, φαινόταν πολύ περίεργο να πάρει τις ερημιές και τα βουνά, αυτό το παιδί της πόλης, για μερικές φωτογραφίες! Δεν πίστευε πως ο καλομαθημένος Αριστείδης, που ξημεροβραδιαζόταν σε καφετέριες και μπαρ, θα ανέβαινε σε αυτό το άχαρο λατομείο, που ακόμα και οι ντόπιοι απέφευγαν, γιατί δεν είχε τίποτα να σε τραβήξει κοντά του. Και όλα αυτά γιατί; Για μια δυο φωτογραφίες, σαν αυτές που πουλούν στο λιμάνι της Χώρας σε καρτ ποστάλ! 

 Όσο για τον Βασίλη, ήταν σχεδόν βέβαιος πως ο Αριστείδης δεν ήταν μόνος το μοιραίο πρωινό. Είχε δει το πλησίασμα της κόρης του μαζί του, και το αυτί του είχε πάρει πως κανόνιζαν μια βόλτα τριγύρω. Εντάξει δεν ήξερε για πότε κανόνιζαν, όμως το ότι έλειπαν και οι δυο ταυτόχρονα αποτελούσε γι αυτόν ισχυρή ένδειξη, πως ήταν μαζί! Για το τι ακριβώς συνέβη δεν είχε ιδέα, και ασφαλώς ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η τρομερή αλήθεια! 

 Ο τρίτος, αυτός που τα είχε δει όλα ήταν ο Γρηγόρης. Βρισκόταν εκείνο το πρωί στο ξωκλήσι να ανάψει το καντήλι με το αναστάσιμο φως, μιας και ανήκε στη νονά του, που τον παρακάλεσε να πάει γιατί δεν την βαστούσαν τα πόδια της. Είδε το ζευγαράκι και φαντάστηκε, όχι άδικα, πως είχαν έρθει να κάνουν έρωτα. Μια καλή ευκαιρία να πάρει μάτι! Κρυμμένος στο ιερό, παρακολούθησε όλη την ιστορία Από μια απρόσεκτη στιγμή, ήταν και το τρίξιμο της πόρτας, την ώρα που πήγαινε να σβήσει το καντήλι, να μην φαίνεται απέξω. Όταν έφυγε και η Μαριγώ, αποφάσισε να την ακολουθήσει από απόσταση. Στο βρώμικο μυαλό του έβαλε σκοπό να την εκβιάσει πως θα τα πει όλα στους γονείς της, για να την κάνει δική του. Μα σαν είδε πως έπαιρνε το δρόμο για το λατομείο κατάλαβε πως κάτι περίεργο την οδηγούσε εκεί. 

Ανέβηκε πρώτος επάνω, μιας και σαν παλιός εργάτης σ΄αυτό, ήξερε τρόπους να κόψει δρόμο, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια. Έτσι βρέθηκε πίσω από τον Αριστείδη και την Καλλιόπη, σε σημείο που δεν μπορούσαν να τον δουν, καθώς τον κάλυπτε μια παλιά μπουλντόζα που ήταν εκεί παρατημένη από χρόνια. Από εκείνο το σημείο παρακολούθησε τα πάντα. Κι αν δεν μίλησε και κράτησε το μυστικό, αυτό οφείλονταν σε δύο λόγους. Ο ένας γιατί μπορεί να έμπλεκε και ο ίδιος μιας και θα ήταν δύσκολο να εξηγήσει τι δουλειά είχε εκεί πάνω, και ο δεύτερος, γιατί δεν είχε βγάλει από τη σκέψη του την ιδέα του εκβιασμού, που τώρα μπορούσε να γίνει πολύ πιο εύκολα! Περίμενε λίγο να ξεχαστεί η υπόθεση, και τότε θα έβαζε μπροστά το αρρωστημένο του σχέδιο!


Οι μέρες περνούσαν και οι μνήμες σιγά σιγά ξεθώριαζαν. Όλοι πια γύρισαν στην καθημερινότητα τους. Στον δύσκολο αγώνα της επιβίωσης. Η Καλλιόπη επέστρεψε στο σχολείο, εντελώς αλλαγμένη. Σεμνά ντυμένη, λιγομίλητη, αγέλαστη! Σε κανέναν δεν πέρασε απαρατήρητη αυτή η θεαματική αλλαγή.

Όλα τα παιδιά αυτήν είχαν σχεδόν μοναδικό αντικείμενο συζήτησης. 

 “Ποτέ δεν πίστευα πως θα μπορούσε να αγαπήσει τόσο δυνατά! Απολογήθηκε η Μαρίνα. “Πάντα την απόπαιρνα για τη συμπεριφορά της, τον επιπόλαιο χαρακτήρα της. Τελικά όμως αποδείχθηκε πως είχε αισθήματα, που τα έκρυβε πολύ καλά κάτω από τον χαβαλέ”! 

 ”Η αλήθεια είναι πως κανείς μας δεν περίμενε κάτι τέτοιο!”, συμφώνησε η Δήμητρα.” Και όπως φαίνεται όλοι την είχαμε παρεξηγήσει”! Όπως επίσης και τη Μαριγώ! Το καλό παιδί! Την μυξοπαρθένα"! Καλά είδατε πως μας φέρνεται τελευταία”; 

 “Της στοίχησε κι αυτηνής ο θάνατος του Αριστείδη.”, προσπάθησε να τη δικαιολογήσει η Μαρίνα. ”Κανείς μας δεν είναι πια τόσο σίγουρος!”, απάντησε αινιγματικά η Δήμητρα. “Εγώ πάντως πόνο δεν είδα στα μάτια της! Φόβο ίσως”! 

 ”Φόβο για ποιό πράγμα”; 

 “Μακάρι νάξερα! Πάντως φόβο. Φόβο ανεξήγητο, σχεδόν μεταφυσικό”! 

 “Η Μαριγώ; Που πρώτη έμπαινε και τελευταία έβγαινε από την εκκλησία; Όχι Δήμητρα, κάποιο λάθος κάνεις”! 

 “Μακάρι! Όμως πόσο καιρό έχεις να τη δεις στην Αγιά Μαρίνα; Πριν το Πάσχα νομίζω”! 

 Η Μαρίνα αναγκάστηκε να παραδεχτεί, πως είχε δίκιο η Δήμητρα. Την τελευταία φορά που συναντήθηκαν στην εκκλησία, ήταν το βράδυ που στόλιζαν τον επιτάφιο. 

 “Αν και εύχομαι ολόψυχα να λαθεύεις, φοβάμαι πως έχεις δίκιο! Πραγματικά κάτι περίεργο συμβαίνει με τη συμπεριφορά της Μαριγώς εδώ και μέρες”! 

 Το κουδούνι που σήμανε το τέλος του διαλείμματος, διέκοψε την ενδιαφέρουσα συνομιλία. Η Καλλιόπη μπήκε πρώτη στην αίθουσα, όπως πάντα τις τελευταίες μέρες. Μόνη καθόταν στα διαλείμματα, βυθισμένη στις σκέψεις, τις τύψεις και τις ενοχές της. Παρακαλούσε να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο, λίγο καιρό πριν. Να έβρισκε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Αριστείδη, όχι με εκείνο τον προκλητικό τρόπο που τον έδιωξε μακριά της, αλλά με τον σημερινό κατασταλαγμένο, που άργησε να υιοθετήσει! Να τον πάρει από τα χέρια της Μαριγώς, που τον οδήγησαν στον φρικτό θάνατο. Να του πει πόσο τον αγαπούσε! Πόσο τον αγαπάει ακόμα! Από εκείνο το καταραμένο πρωινό, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τη στιγμή της δολοφονίας! Γιατί δεν είχε καμιά αμφιβολία πως τίποτα δεν έγινε τυχαία. Ζήλια ή κάποιο άλλο σκοτεινό συναίσθημα οδήγησαν τη Μαριγώ να τον σκοτώσει. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν από που πήγαζε εκείνη η υπερφυσική δύναμη που έσπρωξε τον Αριστείδη στο γκρεμό. Που βρήκε το δεκαεξάχρονο κορίτσι, που δεν το λες και θηρίο, την ορμή να σπρώξει με τέτοιο τρόπο ένα γυμνασμένο παιδί, δυο μέτρα μακριά και να το γκρεμοτσακίσει! Κι ύστερα αυτή η απότομη όσο και απίστευτη αλλαγή του χαρακτήρα της, ήταν δύσκολο αν όχι απίθανο να εξηγηθεί!

Η Μαριγώ, η συνεσταλμένη κοπέλα, που πάντα τη μάλωνε για τις επιλογές της, να μεταμορφωθεί έτσι ξαφνικά στο τέρας που της ενέπνεε ένα μεταφυσικό τρόμο. Όλες αυτές οι σκέψεις την βασάνιζαν μέρα και νύχτα. Θα είχε τρελαθεί αν δεν έβρισκε αποκούμπι στον Θεό! Ναι αυτή η αδιάφορη, που μόνο τυπικά ακολουθούσε την πατροπαράδοτη θρησκεία δίχως καμιά πνευματική ανησυχία, τώρα ακουμπούσε όλα τα βάρη της στα πόδια της Θεότητας. Συχνά πυκνά ανέβαινε στους Αγίους Αποστόλους, το οικογενειακό τους ξωκλήσι, και προσευχόταν θερμά με λυγμούς. Και τότε μόνο ήταν που έβρισκε λίγη παρηγοριά και γαλήνη! 

 Πόσο θα ήθελε να σκύψει κάτω από το πετραχήλι ενός πνευματικού και να εξομολογηθεί. Να τα πει όλα και να ξεπλύνει με τα δάκρυα της μετάνοιας και την ευχή της συγχώρεσης, όλο αυτό το δυσβάστακτο φορτίο! Όμως της ήταν αδύνατο, όσο κι αν ήξερε πως θα κρατιόταν μυστικό ως προϊόν εξομολόγησης, να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον από τους ιερείς του νησιού. Πολύ περισσότερο στον παπά Λευτέρη! Υποσχέθηκε στον Θεό και τον εαυτό της πως θα το έκανε μόλις ανέβαινε στην Αθήνα. Αυτή η στροφή της από την ακολασία στην εγκράτεια δεν πέρασε απαρατήρητη, από κανέναν στο χωριό, πόσο μάλλον από τους γονείς της. Το είδαν ασφαλώς με καλό μάτι, αν και η Αγγελική διατηρούσε επιφυλάξεις, για το πόσο θα διαρκούσε αυτή η αλλαγή.

Το κουδούνι που σήμαινε το τέλος της σχολικής ημέρας, την έβγαλε από τον κυκεώνα των σκέψεων της. Λέξη δεν είχε ακούσει από την παράδοση, της καθηγήτριας των Λατινικών και ευτυχώς εκείνη δεν έδειξε να το πρόσεξε. Στην σκάλα κατεβαίνοντας, η Δήμητρα την αγκάλιασε τρυφερά. 

 “Είσαι καλά;”, τη ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον.

 “Όχι Δήμητρα, δεν είμαι καθόλου καλά! Έχασα τόσο απρόσμενα τον μοναδικό άνθρωπο που άγγιξε την ψυχή μου, χωρίς να χρειαστεί να αγγίξει το κορμί μου! Αυτόν που μου ξαναξύπνησε την αθωότητα, των παιδικών μου χρόνων, όταν δεν ήμουνα το “τσουλί”, όπως δίκαια με λέγατε όλοι”!

 “Δεν σε λέγαμε έτσι, κι αν κάποιοι το έλεγαν δεν το εννοούσαν!”, προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Δήμητρα. 

 “Λίγη σημασία έχει πια! Ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να δώσω αφορμή να με αποκαλέσει κανείς ξανά έτσι. Η παλιά Καλλιόπη πέθανε, μαζί με την ανολοκλήρωτη αγάπη της”! 

 “Ξέρεις”, της είπε διστακτικά, “Δεν είμαι σίγουρη ποια από τις δυο Καλλιόπες προτιμώ! Είναι και οι δύο των άκρων”! 

 “Εγώ πάντως έχω επιλέξει την καινούργια, και δεν μετανιώνω καθόλου”. 

 “Αν αυτό είναι που θέλεις, τότε αυτό να ακολουθήσεις”! “Θα το κάνω Δήμητρα, όχι από υποχρέωση, αλλά από εσωτερική ανάγκη”. “Καλή τύχη, και κουράγιο”!


Το παλιό λεωφορείο αγκομαχώντας έφτασε επιτέλους στο χωριό, την ώρα που η Μαριγώ έφτανε κι αυτή στην πλατεία, γυρνώντας από το χωράφι. Χαιρέτησε τις φιλενάδες με μια χειρονομία από μακριά χωρίς να πλησιάσει. Ο Γρηγόρης σηκώθηκε από το καφενείο και την ακολούθησε από απόσταση. Όταν έστριψε για το σπίτι, σε σημείο που δεν τους έφτανε το μάτι των θαμώνων, τάχυνε το βήμα του και έφτασε δίπλα της. 

 “Καλό μεσημέρι Μαριγώ”. 

 “Καλό μεσημέρι και σε σένα Γρηγόρη. Πως από δω”; 

 “Εσένα περίμενα”. 

 “Εμένα!”, απόρησε. “Υπάρχει κάποιος λόγος”; 

 “Υπάρχει και είναι πολύ σοβαρός, όμως δεν μπορώ να σου εξηγήσω εδώ! Το απόγευμα κατά τις πέντε στο χωράφι μου, θα σε περιμένω”.

 “Κι αν δεν έρθω”; “Θα έρθεις! Έχουμε να πούμε για τον Αη Λια και το λατομείο”! 

 Πάγωσε η Μαριγώ με την απροκάλυπτη απειλή. Τι μπορούσε να ξέρει κι από που; 

 “Δεν καταλαβαίνω τι λες!”, είπε ταραγμένη. 

 “Καταλαβαίνεις! Κι αν όχι, το απόγευμα σίγουρα θα καταλάβεις”! 

 Τον παράτησε χωρίς να τον χαιρετήσει και έτρεξε σπίτι. Η Βασίλαινα την είδε αναστατωμένη και προσπάθησε να τη ρωτήσει. 

 “Τι έχεις Μαριγώ”: 

 “Τίποτα”, απάντησε βιαστικά και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Τι ήταν πάλι αυτό; Πως διάολο μπορούσε να ξέρει κάτι ο Γρηγόρης, από που κι ως που; Κι αν τελικά ήξερε, τι είχε σκοπό να κάνει; Μήπως μίλησε η Καλλιόπη; Αλλά γιατί στον Γρηγόρη; Δεν είχαν ποτέ πολλές παρτίδες. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Έπρεπε να περιμένει μέχρι το απόγευμα, και τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά αργά! Όταν πλησίασε η ώρα, άλλο πρόβλημα προστέθηκε στο προηγούμενο. Πως θα δικαιολογούσε που θα έφευγε τέτοια ώρα; 

Σηκώθηκε απ΄το κρεβάτι χωρίς να έχει κάτι στο μυαλό της. Για καλή της τύχη η Βασίλαινα έλειπε, μάλλον στη γιαγιά θα είχε πάει και ο Βασίλης δεν είχε γυρίσει ακόμη. Το χωράφι του Γρηγόρη ήταν προς τα εκεί που είχαν και τα δικά τους, όμως όχι και τόσο κοντά τους. Η ώρα ήταν τέτοια που η πλατεία ήταν άδεια. Περπάτησε γρήγορα για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα και να λύσει το μυστήριο. Την περίμενε μπροστά από τη μικρή ξύλινη αποθήκη στο πίσω μέρος του χωραφιού. 

”Λοιπόν σε ακούω”, του είπε ανυπόμονη.

“Βιάζεσαι μικρή! Έννοια σου και θα σου κοπεί η φόρα με αυτά που θα σου πω”! 

 Έβγαλε να στρίψει τσιγάρο και της Μαριγώς της φάνηκε πως πέρασε αιώνας μέχρι να το ανάψει. 

 ”Τα ξέρω όλα Μαριγώ! Τα είδα όλα!”, της είπε στο τέλος. “Εσύ τον σκότωσες”! 

 “Τι λες”! 

 “Την αλήθεια! Τον πέταξες στο γκρεμό, ήταν και η Καλλιόπη μπροστά”! 

 Η Μαριγώ κατάλαβε πως ήταν μάταιο να υποκρίνεται την ανίδεη. 

 “Και τώρα”; 

 “Δεν μίλησα σε κανέναν. Και ούτε θα μιλήσω αν φανείς συνεργάσιμη”! 

 ”Δηλαδή”; 

 “Δηλαδή, θα μου κάτσεις σαν καλό κορίτσι! Στο κάτω κάτω θα σου αρέσει και σένα”!

 ”Δεν έχω πάει ποτέ με άντρα”

 .”Τόσο το καλύτερο!”, της απάντησε και με μια βίαιη κίνηση την έσπρωξε μέσα στην αποθήκη. Εκεί, ανάμεσα σε φτυάρια και κασμάδες η Μαριγώ είχε την πρώτη ερωτική της εμπειρία. Το παράξενο ήταν πως αν και πόνεσε πολύ, δεν της ήρθε αναγούλα! Αντιθέτως ένιωσε κάτι από εκείνο που αισθάνθηκε στο άγγιγμα του Βασίλη. Τη δεύτερη φορά μάλιστα ήρθε και σε οργασμό. Δυνατό, πρωτόγνωρο! 

 “Αν ήξερα πως θα ήταν τόσο καλό, δεν θα χρειαζόταν να με εκβιάσεις”, του είπε προκλητικά. “Τώρα πια θα είμαι εγώ που θα στο ζητάω”! 

 Ο Γρηγόρης της χάιδεψε απαλά το στήθος, έτοιμος και για τρίτο γύρο. 

 “Πρέπει να φύγω τώρα. Θα με ψάχνουν παντού”! 

 “Θα ξανάρθεις αύριο”; 

 “Θα έρχομαι συνέχεια! Τώρα που σε βρήκα, δεν έχω σκοπό να σε χάσω¨”! 

 Έφυγε γρήγορα, με τον πόνο ακόμα έντονο ανάμεσα στα σκέλια της, αλλά και με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Ήταν γυναίκα πια, με έναν απροσδόκητο αλλά ταυτόχρονα τόσο ευχάριστο τρόπο! Ο Γρηγόρης είχε αποδειχθεί ο καταλληλότερος να πάρει την παρθενιά της έστω και ανορθόδοξα. Η μόνη μαύρη σκέψη που έκανε ήταν τι θα γινόταν όταν ξεθύμαινε ο πόθος του για το κορμί της. Θα τα ξέρναγε όλα; Θα συνέχιζε να την εκβιάζει με άλλο τρόπο; Πάντως προς το παρόν αισθανόταν ασφαλής. Το πάθος του ήταν φρέσκο και τόσο δυνατό, που δεν κινδύνευε άμεσα. Εξ άλλου είχε πάρει τις αποφάσεις της για το μέλλον του!

Στην πόρτα του σπιτιού την περίμενε ο Βασίλης. “Που ήσουνα τέτοια ώρα;”, τη ρώτησε και ήταν μια από τις λίγες φορές που της απηύθυνε το λόγο, τον τελευταίο καιρό. Η Μαριγώ ξαφνιάστηκε για λίγο, αλλά γρήγορα βρήκε την ψυχραιμία της. 

“Μέχρι το κοινοτικό γραφείο πετάχτηκα, για ένα πιστοποιητικό γεννήσεως. Πρέπει να βγάλω ταυτότητα. Ήδη το έχω καθυστερήσει πολύ”! 

“Τέτοια ώρα είναι κλειστά. Άλλωστε λείπεις τουλάχιστον μια ώρα”!

“Δεν βρήκα κανέναν και έκανα μια βόλτα μήπως έρθει κάποιος. Αλλά μάταια περίμενα”. 

 Ο Βασίλης ήξερε πως του έλεγε ψέματα. Δεν μπορούσε όμως να την πιέσει περισσότερο, γιατί η επόμενη του κίνηση θα ήταν το ξύλο, πράγμα που ήθελε να αποφύγει πάσει θυσία. Έτσι έδωσε τρόπο στην οργή και έφυγε για το καφενείο. Η Μαριγώ το πρώτο που ήθελε ήταν ένα ζεστό μπάνιο. Μπήκε στην μπανιέρα και αφέθηκε στη θαλπωρή του ζεστού νερού και του αφρόλουτρου. Με κλειστά τα μάτια προσπάθησε να αδειάσει το κεφάλι της από κάθε σκέψη. Πάνω εκεί ήρθε ο ύπνος να την πάρει στην αγκαλιά του. Ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν σε ένα πανέμορφο λιβάδι, όπου κατά παράξενο τρόπο υπήρχαν μόνο κόκκινα λουλούδια. Όλων των ειδών: γαρίφαλα, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες, όλα κόκκινα! Μαγεμένη παρακολουθούσε ένα ουράνιο τόξο, που ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξαναδεί. Κι αυτό μόνο σε αποχρώσεις του κόκκινου. Κάπου στο βάθος διέκρινε φιγούρες ντυμένες στα λευκά. Φύλλο δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, μιας και φορούσαν μονοκόμματους χιτώνες και είχαν όλοι μακριά μαλλιά ως τους ώμους. Ακόμη κι ο Αριστείδης, που ξέκοψε από τους υπόλοιπους και την πλησίασε είχε μακριά μαλλιά. 

“Σε ευχαριστώ!”, της είπε γλυκά. “Αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω αν ερχόμουν ποτέ σ΄αυτό το μέρος! Δυστυχώς φοβάμαι πως δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ, γιατί μάλλον δεν είναι εδώ η θέση σου”! 

 Το νερό που άρχισε να κρυώνει αρκετά, την ξύπνησε απότομα. Ανατρίχιαζε σύγκορμη, και όχι μόνο από την κρυάδα! Βγήκε και τυλίχτηκε με την πετσέτα. Βιάστηκε να διώξει από το μυαλό το όνειρο. Το απόδωσε στην ένταση της μέρας και στην αγωνία της μην μαθευτεί το μυστικό. Σε καμία περίπτωση δεν υπέθεσε ότι αποτελούσε μιας μορφής προειδοποίηση. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και η εικόνα της την τρόμαξε. Τα πάντα γλυκά της χαρακτηριστικά, είχαν αγριέψει πολύ, σε σημείο να μην αναγνωρίζει σχεδόν τον εαυτό της. Άραγε αυτό το πρόσωπο βλέπουν και οι άλλοι ή μόνο στα δικά μου μάτια φαίνεται έτσι;”, αναρωτήθηκε με τρόμο, αλλά αμέσως συνήλθε, καθώς κανείς ποτέ δεν ανέφερε κάτι σχετικό. Πεινούσε, αλλά η ιδέα να φάει κάτι της έφερε ναυτία. Αρκέστηκε σε ένα ποτήρι παγωμένο γάλα. Τελευταία έτρωγε πολύ λίγο και κάποιες φορές καθόλου! Όλος ο ψυχοσωματικός της κόσμος πλησίαζε στην κατάρρευση, μόνο που δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται.


Η Καλλιόπη, όπως σχεδόν κάθε απόγευμα ετοιμάστηκε για τους Αγίους Αποστόλους. Η μάνα της δεν τη ρωτούσε πια που πάει, όμως ανησυχούσε που θα έβγαζε αυτή η κατάσταση. Το ότι θα έβλεπε την κόρη της θεοφοβούμενη, ούτε στα όνειρα της μπορούσε να φανταστεί! Αργά ΄η γρήγορα πίστευε πως θα γυρνούσε στην παλιά της καθημερινότητα, αλλά οι μέρες περνούσαν και η Καλλιόπη δεν έδειχνε κανένα σημάδι επιστροφής! Με τον άντρα της δεν το συζητούσαν, ποτέ δεν καταλάβαινε και πολλά και πάντα στήριζε τις επιλογές της κόρης του, όποιες κι αν ήταν. “Ας της βγει τουλάχιστον σε καλό”, προσευχήθηκε σιωπηλά.

Η Καλλιόπη πλησιάζοντας μέσα από το στενό μονοπάτι το ξωκλήσι ένιωσε μια υπέροχη μυρωδιά να γεμίζει το χώρο. “Ποιος να ήρθε και να θύμιασε;”, αναρωτήθηκε αν και η μυρωδιά ήταν πολύ πιο έντονη και ευχάριστη από απλό λιβάνι. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και όταν μπήκε, τίποτα δεν έδειχνε πρόσφατη παρουσία ανθρώπου. Άναψε το καντήλι μπροστά στην ωραία πύλη και ένα κερί στην εικόνα των Αποστόλων, κι ύστερα γονάτισε και με κλειστά τα μάτια άρχισε την προσευχή. Την ίδια που κάνει μέρες τώρα, για γαλήνη και συγχώρεση. Η ευωδία συνέχιζε ολοένα και πιο έντονη, ώσπου αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει. Μια πνοή ανέμου από το πουθενά της χάιδεψε τα μαλλιά και άνοιξε ξαφνιασμένη τα μάτια. Και τότε μπροστά της, ακριβώς πάνω από τη μικρή Αγία τράπεζα είδε το παράδοξο θέαμα! Κάτι σαν ομίχλη, σαν σύννεφο, αλλά με μια εκτυφλωτική λαμπρότητα, που την ανάγκασε να χαμηλώσει το βλέμμα. 

Δεν φοβήθηκε στιγμή, αντίθετα μια απέραντη ηρεμία γέμισε το είναι της. Κι όταν άκουσε τη γλυκιά αλλά επιβλητική φωνή να λέει: ”Δεύτε προς με πάντες οι πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς!”, έβγαλε μια κραυγή λατρείας: “Χριστέ μου!¨”, και 'έπεσε λιπόθυμη. Το πόση ώρα έμεινε σ΄αυτή την κατάσταση, δεν μπορούσε να προσδιορίσει, πάντως έξω είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Για την ακρίβεια δεν ήταν λιπόθυμη, γιατί είχε επίγνωση του εαυτού της. Μάλλον έκσταση θα μπορούσες να το ονομάσεις. Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, έχοντας οριστικά αποφασίσει για τη ζωή της από εδώ και πέρα!

Το ίδιο κιόλας βράδυ το ανακοίνωσε στους εμβρόντητους γονείς της. 

 ”Ο Θεός με κάλεσε να Τον ακολουθήσω! Μου είναι αδύνατον να Του αρνηθώ! Μόλις κλείσουν τα σχολεία θα φύγω στην Αθήνα. Εκεί θα ψάξω να βρω τον τόπο της μετανοίας μου”. 

 “Τρελάθηκες κόρη μου;”, φώναξε σοκαρισμένος ο Σαράντης. “Είσαι το μοναδικό μας παιδί! Η χαρά της ζωής μας! Και θέλεις στα δεκάξι σου να κλειστείς σε μοναστήρι! Δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αυτό”! 

 “Κι αν δεν γίνει τώρα, σε ενάμισι χρόνο θα είμαι ενήλικη και τότε κανείς δεν θα μπορεί να με εμποδίσει. Απλά θα είσαστε απέναντι μου και απέναντι στο Θεό, όλο αυτό το διάστημα!"                                                                                                                                                                          

Η Αγγελική  το πήρε πολύ πιο ψύχραιμα. “Ας τελειώσει το σχολείο και αν ακόμα έχεις τις ίδιες ιδέες, βλέπουμε”.

 “Μην πάτε κόντρα στο θέλημα του Θεού.”, τους ικέτεψε. “Εξάλλου δεν θέλετε να με βλέπετε δυστυχισμένη, έτσι δεν είναι”; 

 “Και θα είσαι ευτυχισμένη, κλεισμένη σε ένα στενό κελί, δίπλα σε γριές σαλεμένες;”, αντέτεινε ο Σαράντης.

 “Δίπλα σε γυναίκες που λατρεύουν τον Θεό”, τον διόρθωσε, “και κυρίως δίπλα σε Εκείνον”! 

 “Και εμάς δεν μας σκέφτεσαι; Δεν μας αγαπάς;”

“Θα είστε πάντα οι γονείς μου! Θα έχετε τη δεύτερη θέση στην καρδιά μου, και την πρώτη στις προσευχές μου”. “ 

 ”Τη δεύτερη;”, μουρμούρισε αποκαμωμένος. “΄Ώστε αυτό είναι το ευχαριστώ που σε φέραμε στη ζωή; Και την πρώτη τη χαρίζεις σε μιαν ιδέα, στο άγνωστο”! 

 “Τη χαρίζω σε Εκείνον που του ανήκει. Σε Εκείνον που Του ανήκουν όλα! Μην βαρυγκωμάς πατέρα, πάντα θα είστε οι γονείς και θα είμαι το παιδί σας Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει! Όμως πρέπει να πάω κοντά του! Σε παρακαλώ, μη σταθείς εμπόδιο στον έρωτα μου γι΄Αυτόν”! 

 Ο Σαράντης δεν μίλησε άλλο. Άλλωστε δεν είχε να πει κάτι περισσότερο. Προτίμησε να αφήσει το χρόνο να λειτουργήσει προς μια θετική κατεύθυνση. Η Αγγελική όμως τώρα πια ήταν σίγουρη. Η μεταστροφή της κόρης της ήταν οριστική και αμετάκλητη!


Ο Γρηγόρης, όσο περνούσαν οι ημέρες, γινόταν όλο και πιο απαιτητικός. Ζητούσε από τη Μαριγώ πράγματα που την έφερναν σε έκδηλη αμηχανία. Περίεργες φαντασιώσεις του, που απαιτούσε να τις κάνει πραγματικότητα μαζί της. Δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα βίτσια του, μέχρι τη στιγμή που της ζήτησε το αδιανόητο. 

 “Καλοκαίριασε και άρχισαν να έρχονται οι τουρίστες”, της είπε ένα από τα απογεύματα που βρίσκονταν στην αποθηκούλα. “Μπορούμε να βγάλουμε πολλά λεφτά ξέρεις”! 

 “Με ποιον τρόπο;”, ρώτησε, αν και ήξερε καλά την απάντηση. 

 “Είσαι πολύ καλή σε αυτό που κάνεις, και οι λιγούρηδες πληρώνουν πολύ καλά για κάτι τέτοιο”! “Μου ζητάς να γίνω πουτάνα”! 

 “Σου ζητάω να είσαι αυτό που είσαι! Ναι, μια καλοπληρωμένη πουτάνα”! 

 Θα τον σκότωνε εκείνη την στιγμή, αν είχε άλλοθι! Προτίμησε να το αναβάλλει για άλλη πιο κατάλληλη στιγμή! Η οποία δεν άργησε να έλθει!


Την παραμονή της γιορτής της Αγίας Μαρίνας, την περίμενε όλο το χωριό, και όχι μόνο. Από όλα τα σημεία του νησιού μαζεύονταν στις δεκάξι του Ιούλη το βράδυ, δεκάδες προσκυνητές, που αφού άναβαν τυπικά το κερί τους στη Χάρη της, κάθονταν στον καφενέ του Λουκά περιμένοντας να αρχίσει το ξακουστό πανηγύρι, με τα λαούτα και τις λύρες! Έτσι και η οικογένεια της Μαριγώς, όπως κάθε χρόνο, τήρησαν το έθιμο. Κάθισαν σε ένα από τα μπροστινά τραπέζια, μαζί με τον Μανόλη και τη Λεμονιά. Χωρίς καμιά γιορτινή διάθεση, κυρίως η Μαριγώ, αλλά και ο Βασίλης δεν πήγαινε πίσω. 

 Ο Γρηγόρης λίγο πιο πίσω με το ζόρι άφησε τον Αποοτόλη να καθίσει δίπλα του. Αλλά όπως δεν υπήρχε άδειο τραπέζι, αναγκάστηκε να αποδεχτεί την παρουσία του. 

 “Ας ενώσουμε τις μοναξιές μας φίλε!¨, του είπε πρόσχαρα ο Αποστόλης. 

 “Εσύ είσαι μόνος καημένε”, του αποκρίθηκε με καμάρι. “Εγώ δεν είμαι πια μόνος”!

 “Έτσι νόμιζα! Χώρισες με τη Ρηνιώ, έτσι δεν είναι”;

“Α ρε Αποστόλη, που ζεις ρε;”, τον ειρωνεύτηκε και ήπιε μονορούφι ένα γεμάτο νεροπότηρο κρασί, ένα από τα πολλά που είχε ήδη πιει ξεροσφύρι. “Μόνο η Ρηνιώ υπάρχει στον κόσμο; Και σιγά το ξυλάγγουρο δηλαδή”! 

 “Αγαπιόσαστε κάποτε”! 

 ¨Την περιουσία του παπά αγαπούσα! Το ξέρεις δα πως έχει πολλά φράγκα”!“

 “Δεν μιλάει το στόμα σου Γρηγόρη.”, τον αποπήρε. “Το κρασί μιλάει”. 

 “Και τα λέει τόσο όμορφα το άτιμο!”, χασκογέλασε και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Τύφλα στο μεθύσι σηκώθηκε να χορέψει το ζεϊμπέκικο που είχε παραγγείλει.

Ένα τραγούδι που από πάντα αγαπούσε, το “Δεν θα ξαναγαπήσω”, του Μάνου Λοϊζου. Με τις πρώτες στροφές σωριάστηκε κάτω. Έτρεξαν να τον σηκώσουν κάποιοι, αλλά με μια βίαιη κίνηση τους έσπρωξε και ξανάρχισε το χορό του. 

 ”Λιώμα είναι!”, διαπίστωσε ο Μανόλης. “Του έχει στοιχίσει πολύ ο χωρισμός”. 

 “Ποιος χωρισμός ρε Μανόλη! Ένα ρεμάλι ήταν πάντα! Σκατόψυχος και παραδόπιστος. Μην κοιτάς που στραβώθηκε ο παπάς και τον έκανε γαμπρό”, απάντησε ο Βασίλης με ένα τόνο περιφρόνησης στη φωνή του, αλλά σταμάτησε απότομα την κουβέντα καθώς τον είδε να πλησιάζει παραπατώντας προς το μέρος τους. 

 “Έτσι ξενέρωτα γλεντάτε εσείς;”, τους πέταξε. “Σηκωθείτε ρε να ρίξετε κανένα χορό”! 

 “Ίσως σε λίγο”, του είπε ο Βασίλης, σε μια προσπάθεια να τον αποφύγει. 

 “Και έχετε κι αυτή τη δόλια τη Μαριγώ, να σκυλοβαριέται δίπλα σας! Σήκω κούκλα μου να χορέψουμε μαζί”! 

 Η Μαριγώ τρέμοντας από την οργή αλλά και την αγωνία μην αρχίσει στην κατάσταση που ήταν τις αποκαλύψεις, σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Έπαιζαν τώρα τα όργανα έναν αντικριστό και χόρευαν μόνο οι δυό τους, όπως ζήτησε ο Γρηγόρης.

”Πάμε να φύγουμε”, της είπε ξαφνικά. ”Εδώ είναι όλοι για ύπνο, πάμε στο λιμάνι να συνεχίσουμε”. “Είσαι καλά! Και τι θα τους πω; Πάω με τον γκόμενο στα μπουζούκια”! 

 “Εγώ πάντως θα κατέβω! Έχω να κλείσω και εκείνες τις δουλειές που λέγαμε”! 

 Αυτό ήταν! Οι όποιες αναστολές της Μαριγώς έπαψαν εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να τελειώνει μαζί του, ήταν ανεξέλεγκτος και γι αυτό τρομερά επικίνδυνος. Η ευκαιρία που της παρουσιαζόταν τώρα ίσως αργούσε πολύ να επαναληφθεί! Όταν ανακοίνωσε στον Αποστόλη πως είχε σκοπό να κατέβει με αυτά τα χάλια στη Χώρα, μόνο που δεν έπαθε εγκεφαλικό. ΄

”Σύνελθε Γρηγόρη! Πως θα οδηγήσεις σ΄αυτή την κατάσταση”; 

 Τον ειρωνεύτηκε με μια χειρονομία. 

Δεν παίρνει χαμπάρι ρε ο Γρηγόρης”! Φώναξε το Λουκά για το λογαριασμό. Η Μαριγώ κατάλαβε πως δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση της. Δέκα δεκαπέντε λεπτά το πολύ, μέχρι να φτάσει στο σπίτι του και να πάρει το αγροτικό.

“Πρέπει να φύγω μάνα”, είπε στη Βασίλαινα. “Ήρθαν! Καταλαβαίνεις”! 

 Κατάλαβε, γυναίκα ήταν. 

“Θα ξαναγυρίσεις”; 

 “Δεν νομίζω, θα ξαπλώσω μάλλον”. 

 “Άντε στο καλό τότε”, 

Καληνύχτισε και έφυγε βιαστική. Ο Βασίλης με ένα νεύμα ρώτησε τη γυναίκα του τι συμβαίνει, και εκείνη του εξήγησε. Τρέχοντας η Μαριγώ έφτασε στη δημοσιά, λίγο πριν τη μεγάλη στροφή που οδηγούσε στον κατηφορικό προς τη Χώρα δρόμο. Έσυρε με κόπο όσες μεγάλες πέτρες μπορούσε και τις αράδιασε στο οδόστρωμα. Ο οδηγός δεν μπορούσε να τις δει παρά μόνο όταν έστριβε προς την κατηφόρα. Έριξε μια τελευταία ματιά και βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει. Αρκεί να μην προλάβαινε άλλος και περνούσε από εκεί. Τρέχοντας πάλι κατευθύνθηκε προς το σπίτι, μην τυχόν και γύριζαν οι γονείς της. Στην γωνία, κάτω από την κολόνα με το φως, τον είδε πάλι! Με τα δυο χέρια κάτω από το σαγόνι, σαν σε προσευχή, στεκόταν ο αινιγματικός λευκοφόρος. Δεν της μίλησε στο μυαλό όπως τις άλλες φορές, μόνο κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι δεξιά-αριστερά. 

“Κάτι πρέπει να κάνω με αυτό!”, συλλογίστικε, “Τι σκατά συμβαίνει και βλέπω φαντάσματα στα καλά καθούμενα. Έχει γούστο να αρχίσουν και τα αίματα πάλι”! Και άρχισαν! Με το που μπήκε σπίτι ένιωσε πάλι τους φρικτούς πόνους και οι παλάμες τις γέμισαν αίμα. Δεν την απασχολούσε αυτό, έτσι κι αλλιώς, σε καλό της βγήκε γιατί ήταν απόδειξη της αδιαθεσίας της. Μόνο να έφευγαν γρήγορα τα σημάδια, όπως πριν. 

 Έφυγαν πραγματικά σχεδόν αμέσως, και γρήγορα γρήγορα, αφού σκούπισε τα χέρια της με χαρτί υγείας, που πέταξε στο καλάθι του καμπινέ ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει. Μόλις δυο λεπτά χρειάστηκε. Ο τρομερός κρότος από τη δημοσιά φανέρωνε πως το σχέδιο είχε πετύχει στην εντέλεια! Αρκεί να ήταν ο Γρηγόρης ο “τυχερός”! Θα ήταν αφύσικο να προσποιείται πως κοιμάται αμέριμνη, γι αυτό βγήκε τάχα απορημένη στην αυλή με το νυχτικό. Όλο το χωριό έτρεχε προς το σημείο που ακούστηκε ο κρότος. 

 “Τι έγινε;”, ρώτησε δήθεν έκπληκτη τον Αποστόλη, που πρώτος έφτασε κοντά. 

“Τι θόρυβος ήταν αυτός”;

 “Σαν αυτοκίνητο που τράκαρε ακούστηκε! Μακάρι να μην είναι τόσο σοβαρό, όσο φαίνεται”! 

 Το θέαμα που αντίκρισαν όταν έφτασαν στο σημείο, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Με το φως από τους φακούς αλλά και των αυτοκινήτων που πλησίασαν, διέκριναν στο βάθος της χαράδρας το σμπαραλιασμένο αγροτικό.

“Όχι Θεέ μου!”, κραύγασε με απόγνωση ο Μανόλης. “Πάει ο άνθρωπος”!

 “'Ότι κι αν ήταν, δεν του άξιζε τέτοιος θάνατος!”, συμφώνησε ο Βασίλης, και σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ.

Με το φως της μέρας, πυροσβέστες και διασώστες, ανέσυραν με κόπο το παραμορφωμένο πτώμα   του Γρηγόρη. Το ανακριτικό της Τροχαίας, που έκανε τις έρευνες κατέληξε στο συμπέρασμα, πως αιτία του δυστυχήματος ήταν μια κατολίσθηση βράχων από την πλαγιά του βουνού. Αυτό σε συνδυασμό με την μέθη που μαρτυρούσαν οι χωρικοί, ήταν αρκετό, για να γίνει το κακό. 

 Μόνο η Μαριγώ ήξερε την αλήθεια, αλλά δεν ένιωθε καμιά τύψη, όπως ακριβώς και όταν σκότωσε τον Αριστείδη. Ελεύθερη πια από το φόβο του Γρηγόρη, μπόρεσε να υποδυθεί με απίστευτη ευκολία τη θλιμμένη, όταν επισκέφτηκε το σπίτι του παπά για να συλλυπηθεί, μαζί με όλο σχεδόν το χωριό, μετά την πανηγυρική Λειτουργία της Αγίας, που μόνο πανηγύρι δεν θύμιζε μετά το συμβάν! 

 Η Καλλιόπη γονατιστή μπροστά στον παπά του κρατούσε τα χέρια με τρυφερότητα. Όταν γύρισε και είδε τη Μαριγώ, το πρόσωπο της σκοτείνιασε. Είδε πάλι στα μάτια της, εκείνη την παράξενη φλόγα που είχε δει τότε στο λατομείο..

”Θα μπορούσε άραγε να έχει κάποια σχέση και με αυτό τον θάνατο;”σκέφτηκε προβληματισμένη, αλλά τίποτα δεν την έκανε να τη συνδέσει με τον μακαρίτη. Μάλλον από το πρωί της Πρωτομαγιάς την έβλεπε σαν προσωποποίηση του κακού, και της απέδιδε όποια αναποδιά συνέβαινε. Η παπαδιά σηκώθηκε να σερβίρει καφέδες. 

“Άσε παπαδιά θα τους κάνουμε εγώ με την Καλλιόπη”, είπε πρόθυμα η Μαριγώ. ¨Κάτσε εδώ να ηρεμήσεις λίγο”! 

 “Συγγνώμη”, απολογήθηκε η Καλλιόπη όταν μπήκαν στην κουζίνα. 

 “Για ποιο πράγμα;”, απόρησε. 

 “Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να είχες σχέση με το θάνατο του Γρηγόρη! Λάθος μου και ελπίζω να με συγχωρήσεις”!.

 ”Εντάξει καλή μου, είσαι ακόμα σοκαρισμένη με το θάνατο του Αριστείδη, δεν σε παρεξηγώ. Αλλά πίστεψε με, δεν είμαι καμιά ψυχρή δολοφόνος, που σκοτώνει όποιον βρει μπροστά της! Και με τον Αριστείδη ήταν ατύχημα, όσο κι αν δεν θέλεις να το παραδεχτείς”. 

 ”Ξέρεις Μαριγώ, αποφάσισα να αφιερωθώ στο Θεό!”, γύρισε ξαφνικά την κουβέντα η Καλλιόπη 

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της. “Εννοείς, να καλογερέψεις! Αυτό που πάντα κορόιδευες εμένα! Ελπίζω να το σκεφτείς πολύ καλά πριν το κάνεις”! 

 “Νομίζω πως έχω πάρει τις αποφάσεις μου! Σε λίγες μέρες κατεβαίνω Αθήνα και εκεί θα διαλέξω το δρόμο μου”.

 “Να προσέχεις!”, τη συμβούλεψε και την αγκάλιασε. “Δεν είναι απλό πράγμα, είναι βαριά η καλογερική”!

 “Κοίτα και συ Μαριγώ να ξεφορτωθείς τους δαίμονες σου!”, σοβαρεύτηκε η Καλλιόπη. “Φρόντισε να ξαναβρεις τον παλιό καλό σου εαυτό. Ακόμη κι αν ήταν ατύχημα όπως λες, σκότωσες έναν άνθρωπο΄! Βγάλτο από μέσα σου και ακούμπησε το στο πετραχήλι του πνευματικού. Πίστεψε με, θα ελαφρώσει το φορτίο σου”!


 Η Ρηνιώ ακολουθώντας τις οδηγίες του υπαστυνόμου, πλησίασε τον Μάρκο. Τη δέχτηκε αμέσως με ικανοποίηση. Άλλωστε οι γυναίκες του νησιού του, είχαν τη φήμη περίφημων νοικοκυρών Τις πρότεινε να μένει στο μικρό σπιτάκι στον πίσω χώρο της βίλας, πράγμα που διευκόλυνε αφάνταστα τους σκοπούς της. Τις πρώτες μέρες τίποτα περίεργο δεν έγινε. Τυπικές συναντήσεις με συνεργάτες του, που δεν έδειχναν να κρύβουν κάτι ύποπτο. Άρχισε να αμφιβάλλει αν μπορούσε να μάθει τίποτα από τις δουλειές του. Δεν φαινόταν τόσο χαζός να μιλάει μπροστά της για πράγματα που θα μπορούσαν να τον βλάψουν. Στον Αντώνη που του είπε τις επιφυλάξεις της, της συνέστησε να περιμένει το μοιραίο λάθος. Και είχε δίκιο! 

 Αυτό το Σάββατο ξύπνησε με μια βαριά διάθεση. Γιόρταζε το χωριό σήμερα και όλοι θα τιμούσαν λαμπροντυμένοι την προστάτιδα τους. Μια νοσταλγία για το νησί και τους δικούς της την πλημμύρισε. Ακόμα και για τον πατέρα! Δεν του κρατούσε κακία. Είχε κι αυτός τα δίκια του! Σκέφτηκε να τους τηλεφωνήσει, μα την ίδια στιγμή το μετάνοιωσε. Ήταν νωρίς ακόμα. Θα περίμενε λίγο να μαλακώσει ο καιρός τις θύμησες. Ντύθηκε αργά και μπήκε στη βίλα. Έπρεπε να ετοιμάσει το πρωινό για την οικογένεια. Παραξενεύτηκε που είδε τον Μάρκο να πίνει καφέ στην κουζίνα.

 Δεν συνήθιζε να σηκώνεται τόσο νωρίς, και πάντως ποτέ δεν έφτιαχνε μόνος τον καφέ του. Στο πρόσωπό του διέκρινε ταραχή και φαινόταν να μην έχει κοιμηθεί καλά. 

 ”Καλημέρα”, του είπε ευγενικά. Συμβαίνει κάτι; Σε βλέπω κάπως αναστατωμένο”. Ο Μάρκος της έβαλε καφέ. 

 “Κάθισε Ρηνιώ, πρέπει να μιλήσουμε”. 

 Τον κοίταξε με μια δόση αγωνίας στα μάτια. Μήπως είχε με κάποιο τρόπο καταλάβει το σκοπό για τον οποίο τον είχε πλησιάσει; 

 “Πρέπει να φανείς δυνατή!”, συνέχισε αυτός. “Τα νέα που έχω, δεν είναι καθόλου καλά”! 

 “Οι γονείς μου;”, Κραύγασε γεμάτη τρόμο. 

 “Όχι όχι!”, την καθησύχασε.”Οι γονείς σου είναι μια χαρά. Για άλλο πρόκειται”. 

 Η Ρηνιώ κρεμάστηκε από τα χείλη του. “Δεν ξέρω πως να σου το πω”, δίστασε. “Ο Γρηγόρης είχε ένα ατύχημα”! 

 “Ατύχημα; Και είναι σοβαρό”; 

 “Δυστυχώς! Είναι νεκρός Ρηνιώ! Μου τηλεφώνησε χαράματα ο πατέρας μου και με ενημέρωσε”.

 Η Ρηνιώ έχασε το χρώμα της. Δεν είχε κουράγιο ούτε να ρωτήσει γιατί και πως. Απέραντη θλίψη μαζί με τύψεις γέμισαν την ψυχή της. Τύψεις, γιατί αισθάνονταν ένοχη γι αυτή την τραγική εξέλιξη. Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά μεταξύ τους, ίσως είχε αποφευχθεί το μοιραίο. Σαν να διάβασε τις σκέψεις της ο Μάρκος.

“Κανείς δεν έφταιγε για το θάνατό του. Μόνο το κρασί και η κακιά στιγμή. Μια κατολίσθηση από αυτές που συμβαίνουν συχνά στο δρόμο προς τη Χώρα, μια στραβοτιμονιά λόγω της μέθης, και αυτό ήταν”! 

 “Αυτό ήταν!”, ψιθύρισε σαν αντίλαλος. “Αν ήμουν μαζί του, δεν θα τον άφηνα να οδηγήσει πιωμένος. Εγώ φταίω”! 

“Προσπάθησαν πολλοί να τον αποτρέψουν. Δεν άκουγε κανέναν. Το είχε αυτό το κουσούρι ο μακαρίτης. Ξεροκέφαλος Θεοσχωρέστον”! 

 ”Μπορεί να είχαμε χωρίσει, αλλά δεν παύει να είναι ο άνθρωπος που ζήσαμε μαζί ένα χρόνο. Θα πρέπει να κατέβω για την κηδεία λες”; 

 “Αυτό είναι δική σου απόφαση Ρηνιώ! Δεν μου έχεις πει λεπτομέρειες, αλλά μέσες άκρες κατάλαβα, πως ο χωρισμός σας δεν ήταν και τόσο φιλικός! Πάλι εσύ ότι νομίζεις”. 

 Δίκιο είχε. Η ιδέα να ξαναδεί την περιφρόνηση στα μάτια των χωρικών, και την αποδοκιμασία του πατέρα της, την έκαναν να μετανιώσει και για τη σκέψη ακόμα. 

 “Μπορώ να τηλεφωνήσω στους γονείς μου”! 

 “Μα είναι ερώτηση αυτή! Ασφαλώς και θα τους τηλεφωνήσεις”!

 Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό. Το έκλεισε πριν ακόμα ολοκληρώσει την κλήση. Η ώρα ήταν εννιά παρά και σίγουρα και οι δυο θα ήταν στην λειτουργία. Αποφάσισε να πάρει τη Μαριγώ με την ελπίδα να τη βρει σπίτι. Με ανακούφιση άκουσε τη φωνή της. Θα της ήταν δύσκολο να μιλήσει σε κάποιον άλλο. 

 “Μαριγώ”, της είπε με σπασμένη φωνή. “Πως είναι οι γονείς μου”; 

 “Ώστε ξέρεις Ρηνούλα”; 

 “Το έμαθα από τον Μάρκο, δουλεύω κοντά του τώρα”. 

 ”Τον Μάρκο του μπάρμπα Λουκά”; 

 “Ναι, είμαι οικιακή βοηθός τους και μένω μαζί τους. Λοιπόν δεν μου απάντησες”. 

 “Όπως το φαντάζεσαι. Βαριά το πήραν, ο παπάς περισσότερο. Του είχε αδυναμία”. 

 “Θα τους πάρω αργότερα που θα έχουν επιστρέψει! Ελπίζω να δεχθούν να μου μιλήσουν”! 

 “Να είσαι σίγουρη! Το περιμένουν πως και πως! Σε λίγο θα πάω και γω να τους δω. Θα τους προετοιμάσω για το τηλεφώνημα. Μην ανησυχείς”. 

 “Σημείωσε κάπου το τηλέφωνο του σπιτιού. Μπορείς να με παίρνεις όποτε θέλεις. Συνήθως μόνη με τα παιδιά είμαι εδώ”. 

 Έκλεισαν το τηλέφωνο, μα της Ρηνιώς κάτι δεν της πήγαινε καλά. Η χροιά στη φωνή της Μαριγώς την παραξένεψε. Δεν ήταν η συνηθισμένη γλυκιά καλοσυνάτη Μαριγώ, σαν κάποιος άλλος άνθρωπος να μιλούσε με το στόμα της. Εντάξει μπορούσε να καταλάβει την φόρτιση των στιγμών που ζούσαν στο χωριό εξ αιτίας του θανάτου του Γρηγόρη, όμως αυτό δεν μπορούσε να εξηγήσει την ψυχρότητα με την οποία αντιμετώπισε το τηλεφώνημα της.

“Μήπως κι εκείνη πιστεύει πως το φταίξιμο είναι δικό μου;”, αναρωτήθηκε, καθώς βέβαια δεν μπορούσε να φανταστεί την τρομερή αλήθεια. 

 Βγήκε και περπάτησε μηχανικά προς την αγορά. Έπρεπε να κάνει τα αναγκαία ψώνια για το Σαββατοκύριακο, αλλά και να προσπαθήσει να συνέλθει από το σοκ της μακάβριας είδησης. Από τότε που εγκαταστάθηκε στη βίλα της Εκάλης, πολύ σπάνια συναντιόταν με τον Αντώνη, και πάντα κάτω από μεγάλες προφυλάξεις. Δεν είχε σκοπό ο υπαστυνόμος, να διακινδυνεύσει το αποτέλεσμα της επιχείρησης, και προτιμούσε να θυσιάσει το αίσθημα, που ένιωθε για τη Ρηνιώ. Τουλάχιστον μέχρι να έρθει το αίσιο τέλος. Η Ρηνιώ ένιωθε να ασφυκτιά, μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα που ήταν αναγκασμένη να ζει. Μαθημένη στους ανοικτούς ορίζοντες της ζωής της στην ύπαιθρο, αδυνατούσε να προσαρμοστεί στην καινούργια πραγματικότητα. Αν έκανε υπομονή, ήταν μόνο γιατί αισθάνονταν μεγάλη υποχρέωση στον Αντώνη. Εντάξει όχι μόνο, τον συμπαθούσε κιόλας, ίσως και να ήταν ερωτευμένη μαζί του. 

 Παρακαλούσε να βρει τον τρόπο να τελειώνει με αυτή την ιστορία, γιατί κατά βάθος είχε δεθεί με τον Μάρκο και την οικογένεια του. Ο θάνατος του Γρηγόρη ίσα που την άγγιξε. Τίποτα δεν την έδενε με αυτόν τον τυχοδιώχτη, εκτός από ένα συμβατικό γάμο. ΄Όχι πως ήθελε το κακό του, αλλά δεν θα έκοβε και τις φλέβες της για το χαμό του! Όσο για τον Μηνά; Αυτός είχε πεθάνει μέσα της, μετά την άνανδρη στάση του. Ένας δειλός ανθρωπάκος, που απλά αναζητούσε την περιπέτεια, δίχως όμως να αναλογίζεται τις συνέπειες, ούτε να αναλαμβάνει το βάρος των ευθυνών του. Ένα τίποτα, που της κατάστρεψε τη ζωή! 

 Διάλεξε λαχανικά από τον πάγκο, χωρίς να κοιτάζει καν την ποιότητα τους. Το μυαλό της δεν είχε χώρο για τέτοιες καθημερινές λειτουργίες. Στην σκέψη της κυριαρχούσε η ανάμνηση μιας ζωής που έχασε για μια στιγμιαία ηδονή, και ο πόνος για το κακό που προξένησε στους μόνους ανθρώπους που την αγάπησαν και τους αγάπησε. Στους γονείς της! Μπήκε στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο και σχημάτισε τον αριθμό. Η καρδιά της κτυπούσε σε ακανόνιστους ρυθμούς. Η αγωνία για την αντίδραση των γωνιών της, της έκοβε τα γόνατα. 

 ”Παρακαλώ!”, άκουσε τη φωνή της μάνας, στην κλασική φράση που χρησιμοποιούσε στο τηλέφωνο. “Μάνα!”, κατόρθωσε να πει. 

 ”Παιδί μου !”, της απάντησε με λαχτάρα.”Δόξα τω Θεώ, που μας θυμήθηκες “! 

 “Ποτέ δεν σας ξέχασα μάνα! Μόνο φοβόμουν, κι ακόμα φοβάμαι να σου πω”! 

 “Εμάς φοβάσαι αγάπη μου! Οι μόνες χαρές στη ζωή μας είστε εσείς τα παιδιά μας”! 

 “Το ξέρω, αλλά σας πίκρανα πολύ”! 

 “Μην το ξαναπείς καρδιά μου! Έκανες ένα λάθος, χριστιανοί είμαστε, μάθαμε να συγχωρούμε”!

“Πως είναι ο πατέρας”; 

 “Χάλια! Του ήρθε κι αυτό το ξαφνικό”! 

 “Να του μιλήσω, λες”; 

 “Άσε καλύτερα, όχι σήμερα. Να περάσει η πρώτη φουρτούνα. Θα του μιλήσω και γω, θα του πω πως πήρες, και σε καναδυό μέρες του μιλάς. Εσύ είσαι καλά”; 

 “Καλά είμαι μάνα. Στο σπίτι του Μάρκου δουλεύω, εσωτερική”. 

 ”Στου Μάρκου; Ξέρεις δε λένε καλά λόγια γι αυτόν στο χωριό! Να προσέχεις”! 

 “Εντάξει μάνα, μην πολυπιστεύεις τα λόγια του κόσμου. Άμα δουν άνθρωπο να προκόβει, να πέσουν να τον φάνε”!

 “Δεν ξέρω, μα να έχεις το νου σου. Πολλά συμβαίνουν εκεί στην Αθήνα”! 

 “Θα προσέχω”, της υποσχέθηκε, και αφού την χαιρέτησε έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν βιαζόταν να γυρίσει πίσω, τα ψώνια όπως πάντα θα τα πήγαινε σπίτι ο μικρός του μαγαζιού. Προτίμησε να περιπλανηθεί στους μισοάδειους δρόμους της πόλης. Κάθισε σε ένα μικρό συμπαθητικό καφέ και παρήγγειλε ένα φυσικό χυμό. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ένας νεαρός με περίεργη εμφάνιση. Κάτι πάνω του έδειχνε ψεύτικο. Ήταν το μουστάκι, που δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο παρουσιαστικό του; Ήταν το χρώμα των μαλλιών του, που έδειχνε χτυπητά έντονο ή μήπως τα σκούρα φτηνιάρικα γυαλιά ηλίου, παρόλο που η μέρα ήταν αρκετά συννεφιασμένη; Πήρε είδηση πως τον κοιτούσε και έδειξε να ενοχλείται. Η Ρηνιώ αναγκάστηκε να γυρίσει αλλού το βλέμμα της. Και τότε τον θυμήθηκε! Με ξυρισμένο γουλί το κεφάλι κι δίχως μουστάκι βέβαια, αλλά ήταν σίγουρη.

Ο Νώντας ήταν! Ένα ρεμάλι, φίλος και συνεργάτης του Δημήτρη, πρεζέμπορας κι αυτός. Τι διάολο γύρευε σ΄αυτή την αριστοκρατική συνοικία, αυτό το απόβρασμα; Όχι πως έχουν πατρίδα τα ναρκωτικά, όμως οι πλούσιοι αυτές τις δουλειές τις κάνουν πολύ προσεκτικά και με πιο εκλεπτυσμένους μεσάζοντες! Άραγε την αναγνώρισε; Δεν έδειξε κάτι τέτοιο, άλλωστε μόλις μια δυό φορές την είχε δει κι αυτές από μακρυά και για λίγο. Σκέφτηκε να ειδοποιήσει τον υπαστυνόμο, μήπως είχε κάποια σχέση με την υπόθεση που παρακολουθούσαν. Την στιγμή που έκανε να σηκωθεί να τηλεφωνήσει, μπήκε στο καφέ μια κοπέλα απροσδιορίστου ηλικίας και κάθισε δίπλα στο Νώντα. Προτίμησε να μείνει εκεί, μήπως έπιανε κάτι από την κουβέντα τους. Μια περίεργη διαίσθηση της έλεγε πως κάτι θα μάθαινε από αυτό το αταίριαστο ζευγάρι. Έβγαλε ένα περιοδικό από την τσάντα της και προσποιήθηκε πως διαβάζει κάτι ενδιαφέρον. 

 “Του μίλησες;”, άκουσε τον Νώντα να ρωτάει. 

 “Πλάκα κάνεις; Δεν πλησιάζεται εύκολα αυτός! Με στείλανε σε έναν άλλο, σε ένα μαγαζί με σουβενίρ στο Μοναστηράκι”. 

 “Τι είναι αυτός”:

“Κάποιος δευτερότριτος φαντάζομαι”!

 “Δεν κάνω μπίζνες με τέτοιους! Αν δεν γουστάρει, το χαλάω αμέσως”!

 “Μη γίνεσαι μαλάκας! Η δουλειά είναι μεγάλη, και τα φράγκα πολλά! Καλά κάνει και προσέχει”! “Μπορεί, όμως αν δεν μιλήσω μαζί του έστω και στο τηλέφωνο, δεν προχωράω”! 

 “Θα δω τι μπορεί να κάνω, αν και το βλέπω πολύ δύσκολο. Πάντως καλά θα έκανες να συζητήσεις και με τον τύπο στο Μοναστηράκι. Να δεις τους όρους και βλέπουμε”.

 “Θα πάω μια βόλτα αύριο πρωί που είναι Κυριακή και θα έχει κόσμο, μη δίνω στόχο”. 

 Η Ρηνιώ δεν κάθισε να ακούσει περισσότερα. Μάλλον τα σοβαρά τα είχαν ήδη πει, και τώρα απλά σαλιάριζαν σαν ερωτευμένο ζευγαράκι, για τα μάτια του κόσμου. Πήρε τηλέφωνο την υπηρεσία και ζήτησε τον Αντώνη. Το άκουσμα της φωνής του την γαλήνεψε. Του είπε όσα άκουσε στο καφέ, αλλά απέφυγε να τον ενημερώσει για τη γνωριμία της με τον Νώντα. Δεν ήξερε γιατί το έκανε, αλλά έτσι της βγήκε. Αφού του ανέφερε και τον απροσδόκητο θάνατο του άντρα της, έκλεισε το τηλέφωνο στέλνοντας του ένα φιλί.

Όταν γύρισε, μετά από αρκετή ώρα στη βίλα, την περίμενε μι μεγάλη έκπληξη! Ένα μικρό Φιατάκι ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο του γκαράζ και ο Μάρκος χαμογελαστός κρατούσε στο χέρι τα κλειδιά του. 

 “Καλορίζικο!”, της είπε εύθυμα. 

 “Για μένα;”, απόρησε. “Μα γιατί”; 

 “Γιατί είσαι πολύ καλή στη δουλειά σου, γιατί είσαι συχωριανή μου και γιατί πέρασες ένα μεγάλο σοκ σήμερα”! 

 “Δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω”! 

 “Δεν χρειάζεται! Έτσι κι αλλιώς αραγμένο μήνες το έχω, σπάνια το χρησιμοποιούσα οπότε με σένα θα ξανααποκτήσει ζωή”. Τον ευχαρίστησε και πάλι και μπήκε σπίτι να αρχίσει τις δουλειές.


Το πρωί της Κυριακής ο υπαστυνόμος την έστησε στο Μοναστηράκι. Με την περιγραφή που του έκανε η Ρηνιώ, σίγουρα θα αναγνώριζε τον Νώντα. Περπατούσε αργά, πάνω κάτω για να τον δει μόλις έφτανε. Γύρω στις δέκα και μισή τον είδε να μπαίνει σε ένα μαγαζί, από αυτά με τα τσολιαδάκια για τους τουρίστες. Το ήξερε καλά το μαγαζί ο Αντώνης! Το είχαν σε παρακολούθηση πριν καιρό, αλλά δεν είχαν βγάλει τίποτα. Ο ιδιοκτήτης του, ένας παλιός μπάτσος που τον είχαν διώξει από το σώμα για υποθέσεις χρηματισμού, φαινόταν να νταραβερίζεται με διάφορα καθίκια του υποκόσμου, πάντως με ναρκωτικά δεν είχε δείξει να μπλέκεται. Όπως φαίνεται όμως, απλά ήταν πολύ προσεκτικός και κάλυπτε έξυπνα τις δουλειές του. “Και τώρα; Πως προχωράμε;”, αναρωτήθηκε. “Άραγε δουλεύει για το δικό μας μεγάλο ψάρι ή είναι μοναχικός καβαλάρης; Η κοπελιά τον χαρακτήρισε δευτερότριτο, πράγμα που σημαίνει πως άλλος είναι το πρώτο βιολί”, κατέληξε τη σκέψη του. Αποφάσισε να ακολουθήσει το Νώντα, με τον άλλο δεν γινόταν τίποτα, ήταν γάτα, αποκλείεται να έπεφτε σε λούμπα!

Για λίγα χιλιόμετρα μπόρεσε να τον παρακολουθήσει, όμως στην κίνηση της Μεσογείων τον έχασε. Με το αυτοκίνητο ήταν αδύνατο να κάνει τους ίδιους ελιγμούς, που έκανε ο Νώντας με την μηχανή. Η μόνη ελπίδα απέμενε η Ρηνιώ. Πόσο θα ήθελε τώρα να την είχε κοντά του! Να είχαν τελειώσει όλα και να ταξίδευαν μαζί σε κόσμους παρθένους. Όπου νάναι, αρκεί να ήταν μαζί! Την έμπλεξε άθελα του σε αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, και δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του ,αν της συνέβαινε το παραμικρό. Πόσο μικρόψυχος αλήθεια ήταν, για να ζητήσει από αυτό το κορίτσι κάτι τέτοιο!

Έμπειροι αστυνομικοί θα κώλωναν μπροστά σ΄αυτή την προοπτική. Όμως εκείνη δέχτηκε αδιαμαρτύρητα Γρήγορα έπρεπε να την ξεμπλέξει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και τότε του ήρθε η ιδέα! Ένας πομπός στο αυτοκίνητο του Μάρκου, και δεν θα χρειαζόταν πια η Ρηνιώ να κινδυνεύει. Αυτή θα ήταν η τελευταία δύσκολη αποστολή της. Όμως αυτή η ιδέα αποδείχτηκε ολέθρια! 

Ο Μάρκος το πήρε αμέσως χαμπάρι και από εκείνη τη στιγμή έψαχνε με πάθος τον ρουφιάνο. Ευτυχώς δεν έδειξε να υποψιάζεται τη Ρηνιώ, αν και θα έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα έπεφταν οι υποψίες. Απέλυσε αμέσως τον κηπουρό, έναν από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο αυτοκίνητο, και έβαλε κλειδαριές ασφαλείας, που άνοιγαν μόνο με τηλεχειρισμό. Από εδώ και πέρα, μόνο στην καλή τους τύχη μπορούσαν να ελπίζουν ο υπαστυνόμος και η Ρηνιώ.






Εκείνο το πρωινό η Καλλίοπη σηκώθηκε αθόρυβα και άρχισε να ετοιμάζει τις βαλίτσες της. Το απόγευμα επιτέλους θα έφευγε για την Αθήνα. Ούτε τα παρακάλια του πατέρα, ούτε οι προειδοποιήσεις της Αγγελικής στάθηκαν ικανές, να την αποτρέψουν από την απόφαση της. Ο Σαράντης έκανε μια τελευταία προσπάθεια. 

 “Ξανασκέψου το μωρό μου! Που μας αφήνεις”! 

 ”Μην το κάνεις πιο δύσκολο σε παρακαλώ! Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς! Μακάρι να μπορούσα να σου εξηγήσω”! 

 “Και γιατί δεν μπορείς καρδιά μου; Τι σε εμποδίζει”; 

“ Μην επιμένεις! Αρκέσου στην διαβεβαίωση μου πως θα είμαι ευτυχισμένη κοντά στον Νυμφίο μου”! “Που σε έκλεψε από εμένα”; 

 “Μην βλαστημάς πατέρα! Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στην αγάπη σας και την αγάπη Του. Πίστεψε με, δεν ήταν εύκολη η επιλογή”! 

 Ο Σαράντης έσκυψε το κεφάλι. Πως μπορείς να τα βάλεις με τον Θεό; Δεν Τον δικαιολογούσε, όμως καταλάβαινε το δίλημμα της κόρης του. Η Αγγελική πίσω από την πόρτα, ήταν ίσως η πρώτη φορά που δάκρυζε χωρίς πόνο! Έχανε μια κόρη, αλλά κέρδιζε μιαν αγία! Προτίμησε να μην τους ακολουθήσει στο λιμάνι. Της έφτανε ένας δύσκολος αποχαιρετισμός. Ένας δεύτερος θα ήταν πολύ για τις αντοχές της. 

 Στη Χώρα, τον τελευταίο άνθρωπο που περίμενε η Καλλιόπη να δει, ήταν η Μαριγώ. Κι όμως ήταν εκεί. Ανέκφραστη, με μια ιδέα περιφρόνησης στα μάτια της.

 “Ώστε το αποφάσισες τελικά;”, της είπε . 

 “Σαν έτοιμη από καιρό”! 

 “Μαλακίες!”, τη διέκοψε με οργή. “Σε κοροϊδεύει, μην τον εμπιστεύεσαι”! 

 “Ο Χριστός με κοροϊδεύει! Και να εμπιστευτώ ποιόν; Αυτόν που προσκυνάς εσύ, τον τελευταίο καιρό! Ξύπνα Μαριγώ, πριν είναι πολύ αργά”! 

 Η Μαριγώ της γύρισε απότομα την πλάτη, κυρίως για να κρύψει τις πληγές στις παλάμες που επέστρεψαν, κι αυτή τη φορά δίχως την παρουσία του λευκοφόρου. 

 “Είσαι καλά;”, τη ρώτησε ο Μανόλης που έφερε τις βαλίτσες από το ταξί. 

 Η Μαριγώ έσφιξε τα δόντια από τον πόνο, αλλά τελικά κατάφερε να απαντήσει. “Γυναικείοι πόνοι, θα μου περάσει”. 

 Η Καλλιόπη ένιωσε τα μάτια της υγρά. Ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε το νησί της. Μα πιο πολύ την στενοχωρούσε η κατάσταση της Μαριγώς. Αυτή η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που είχε τους τελευταίους μήνες την προβλημάτιζε έντονα. Σαν κάποιος ή κάτι να παγίδεψε την ψυχή της και λειτουργούσε αυτόνομα, ερήμην της. Ίσως όμως και με τη θέληση, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά.

Αυτό το κάτι ήταν τόσο δυνατό, που έφτασε να την οδηγήσει σε μια εν ψυχρώ δολοφονία, και ποιος ξέρει σε τι άλλες αποτρόπαιες πράξεις, που δεν είχαν πέσει στην αντίληψη της. Οι επιβάτες άρχισαν την επιβίβαση. Το πλοίο θα αναχωρούσε σε λίγα λεπτά. Ο Μανόλης κουβάλησε τις βαλίτσες στο γκαράζ του καραβιού. 

 “Με την πλάτη θα με αποχαιρετήσεις;”, ρώτησε πικραμένη η Καλλιόπη. 

 Γύρισε, και ήταν η πρώτη φορά που είδε στα μάτια της Μαριγώς κάτι ανθρώπινο, μετά από καιρό!Την αγκάλιασε με αγάπη. 

“Θα μου λείψεις Μαριγώ!”, της είπε με δακρυσμένα μάτια. 

 “Και μένα”, της είπε απλά, και το πρόσωπο της ξαναπήρε το γνώριμο απόκοσμο ύφος που φανέρωνε την τρικυμία της ψυχής της. 

 ”Αντίο, και ξανβρές σε παρακαλώ τον εαυτό σου! Ξαναγίνε η Μαριγώ που αγάπησα”! 

 Την φίλησε και έτρεξε στην καταπακτή την ώρα που το πλοίο κορνάριζε για την αναχώρηση. Απόμειναν ο Σαράντης και η Μαριγώ να το κοιτάζουν να απομακρύνεται, με διαφορετικά συναισθήματα καθένας τους, ώσπου χάθηκε από τον οπτικό τους ορίζοντα. 

 “Θα έρθεις να σε ανεβάσω στο χωριό;”, ρώτησε ο Σαράντης με φωνή που φανέρωνε τον πόνο του. ¨Όχι ευχαριστώ. Θα περάσω από τον παππού λίγο, έχω μήνες που δεν τον έχω επισκεφτεί. Θα με ανεβάσει ο μπάρμπας μου, ο αδελφός του”. 

 “Όπως θέλεις. Να φεύγω λοιπόν. Γεια σου Μαριγώ΄”. 

 Δεν είχε σκοπό να πάει στον γέρο, έτσι μια δικαιολογία βρήκε για να τον αποφύγει. Περιπλανήθηκε λίγο στα στενά σοκάκια της Χώρας και χάζεψε τους νεοφερμένους τουρίστες, που με τα μπαγκάζια στους ώμους, έψαχναν απεγνωσμένα για κατάλυμα. Ήθελε να πιει έναν καφέ στην παραλία, αλλά η ιδέα να συναντηθεί με κάποιον από τους συμμαθητές της δεν την ενθουσίαζε καθόλου. 

 “Μαριγώ!”, άκουσε ξαφνικά τον Παύλο τον κοινοτάρχη να τη φωνάζει , από το καφενείο που καθόταν. Πήγε απρόθυμα προς το μέρος του. 

“Πως από δω;”, τη ρώτησε και εκείνη του εξήγησε με λίγα λόγια το λόγο της παρουσίας της εκεί. ”Μόλις ήρθα από τη Σύρα, και κατά σύμπτωση έχω κάτι για σένα”. 

 Τον κοίταξε παραξενεμένη. Έβγαλε αυτός από την τσάντα που κρατούσε έναν κλειστό φάκελο.

 “Μου τον έδωσε ο δάσκαλος ο Κωστής, μάλλον δεν θα τον ξέρεις αν και είσαστε μακρινοί συγγενείς. Ο πατέρας του και η μάνα σου δεύτερα ξαδέρφια. Μου είπε να σου τον δώσω στα χέρια, χωρίς να υπάρχει άλλος μπροστά. Και να λοιπόν που βρέθηκε η ευκαιρία”! 

 Τον ευχαρίστησε και πήρε το φάκελο, με απορία ανάμικτη με αγωνία για το περιεχόμενο του.¨Ήταν αρκετά ογκώδης, πράγμα που έδειχνε πως ήταν πολλές σελίδες μέσα. Βρήκε μια απομονωμένη μικρή πλατεία και κάθισε στο παγκάκι. Άνοιξε το φάκελο και όπως το υποψιαζόταν ήταν πάνω από δέκα σελίδες πυκνογραμμένες.

Άρχισε με ένα κακό προαίσθημα να το διαβάζει. 

 ”Μαρία, δεν με γνωρίζεις και μάλλον ούτε τον πατέρα μου. Ο Απόστολος Ηλιάδης, ο πατέρας μου, πέθανε πριν δυο μήνες. Υπήρξε σπουδαίος γιατρός γυναικολόγος, έφτασε μάλιστα να γίνει καθηγητής ιατρικής στο Καποδιστριακό πανεπιστήμιο. Χτυπημένος από τον καρκίνο, έδωσε πολύμηνη μάχη μαζί του. Λίγες μέρες πριν το μοιραίο μου ζήτησε να γράψω αυτό το γράμμα, μιας και τα χέρια του δεν βαστούσαν για να το κάνει μόνος. Η ιστορία που μου διηγήθηκε θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας. Όμως δυστυχώς, όπως μου ορκίστηκε είναι αλήθεια πέρα ως πέρα! Ξεκινά δεκαεπτά χρόνια πίσω. Κάπου στο 1972-73. Τότε ήταν ακόμα στη Σύρο, γιατρός στο νοσοκομείο. Με αυτή την ιδιότητα παρακολουθούσε την εγκυμοσύνη της μητέρας σου.

Ήταν άλλωστε και συγγενείς, δευτεροξάδερφα. Όταν η μάνα σου, παντρεύτηκε τον πατέρα σου, ήταν ήδη έγκυος. Όμως όχι από τον ίδιο! Είχε μια σχέση παλιότερα με κάποιον Αθηναίο, που βρισκόταν εκείνο τον καιρό στο νησί. Είχαν χωρίσει, όμως ένα μήνα πριν το γάμο σε μια στιγμή αδυναμίας, του ξαναδόθηκε! Ο άντρας της γνώριζε αυτή τη σχέση, αλλά όταν τον διαβεβαίωσε πως είχε τελειώσει οριστικά μήνες πριν, δέχτηκε να την παντρευτεί, έστω και “δεύτερο χέρι”, 'όπως έλεγαν τότε για τις γυναίκες που δεν ήταν παρθένες! Δεν γνώριζε φυσικά γι αυτή την εγκυμοσύνη.¨ Όταν ήρθε η ώρα της γέννας, είχαν περάσει μόλις εφτά μήνες και λίγες μέρες από τον γάμο. Με τις θερμές παρακλήσεις και της μάνας σου και της γιαγιάς σου, ο πατέρας αναγκάστηκε να πείσει τον υποτιθέμενο πατέρα σου πως αυτό συμβαίνει κάποιες σπάνιες φορές” 

 Το γράμμα συνέχιζε με διάφορες λεπτομέρειες που δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία για τη Μαριγώ. Πιο πολύ απολογία του μακαρίτη για την πράξη του ήταν. Το μόνο ενδιαφέρον ήταν προς το τέλος της επιστολής. Εκεί της αποκάλυπτε το όνομα του πραγματικού της πατέρα: Αλέξανδρος Ιωάννου! Ο άνθρωπος της φωτογραφίας! Η Μαριγώ αισθάνθηκε το μίσος να γεμίζει την καρδιά της. Για τη μάνα, για τη γιαγιά, για όλους! Αποφάσισε να κρατήσει λίγο ακόμα το μυστικό κρυφό. Η εκδίκηση θα ήταν τρομερή, αλλά μπορούσε να περιμένει λίγο καιρό. Έπρεπε να πονέσουν πέρα από ότι μπορούσαν να φανταστούν στους χειρότερους εφιάλτες τους! Έβαλε το γράμμα στην τσάντα σηκώθηκε αργά, και πήγε στην πιάτσα των ταξί.

Τη γιαγιά δεν χρειάστηκε να την τιμωρήσει η ίδια. Την τιμώρησε η μοίρα ή ο Θεός! Ένα βαρύ εγκεφαλικό δυο μέρες αργότερα την έστειλε πρώτα στο νοσοκομείο, και ύστερα σε ίδρυμα σε κατάσταση φυτού. Η Βασίλαινα πηγαινοερχόταν στη Σύρα πέντε έξι φορές το μήνα για να την βλέπει. Η Μαριγώ δεν πάτησε το πόδι της ούτε μία φορά! Με την αποκάλυψη της αληθινής της καταγωγής, ξύπνησε πάλι μέσα της ο πόθος για τον Βασίλη. Όχι πως είχε σβήσει ποτέ ολότελα, αλλά τώρα έβγαινε πιο δυνατός και απελευθερωμένος! Με το ζόρι κρατιόταν να μην του αποκαλύψει το θανάσιμο μυστικό, και να τον κάνει επιτέλους δικό της!


Εκείνο το πρωινό του Αυγούστου, έμοιαζε σαν όλα τα προηγούμενα. Με μια μικρή διαφορά. Ο Βασίλης ξύπνησε ασυνήθιστα νωρίς και κατέβηκε στο υπόγειο, που χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη, και σαν κελάρι. Η Μαριγώ που κοιμόταν ελάχιστες ώρες πια, τον άκουσε να σηκώνεται. Ακολούθησε αθόρυβα τα βήματα του και τον περίμενε στην κουζίνα. Τον είδε να ανεβαίνει κρατώντας στα χέρια ένα σεβαστό ποσό. Προσποιήθηκε πως έφτιαχνε καφέ, για να μην καταλάβει πως είχε δει τις κινήσεις του. Ακούμπησε τον καφέ μπροστά του, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, όπως όλο αυτόν τον καιρό. Όταν βγήκε για το χωράφι, κατέβηκε αμέσως στο υπόγειο. Έπρεπε να βρει την καβάτζα που έκρυβε τις οικονομίες του. Της πήρε πολύ ώρα να την ανακαλύψει. Τελικά βρήκε πως δυο τούβλα δεν ήταν κτισμένα και πίσω τους ανακάλυψε το θησαυρό! Με μια ματιά, χωρίς να τα μετρήσει, τα υπολόγισε σε τετρακόσιες με πεντακόσιες χιλιάδες. Καθόλου άσχημα! Ξ ανάβαλε με προσοχή τα τούβλα στη θέση τους και ανέβηκε. Αυτά τα λεφτά θα της χρειαζόντουσαν πολύ γρήγορα, όταν θα έβαζε μπροστά το σχέδιο της!

 Όλοι θα περνούσαν από το τραπέζι της οργής που τους ετοίμαζε! Όλοι ανεξαιρέτως!Κοίταξε τα χέρια της. Η συνεχής εμφάνιση των πληγών είχαν αφήσει κάποια ανεπαίσθητα μεν αλλά ευδιάκριτα σημάδια. Με αυτό είχε σκοπό να ασχοληθεί στο μέλλον. Κάπου είχε διαβάσει πως η ψυχική φόρτιση, μπορούσε να δημιουργήσει σωματικά προβλήματα. Σίγουρα κάτι τέτοιο συνέβαινε και στην ίδια. Δεν είχε περάσει και λίγα αυτούς τους μήνες! 

 Έβαλε να σιδερώσει τα ρούχα της. Σύντομα θα τα χρειαζόταν. Το μέλλον της στο νησί τελείωνε και το ήξερε. Μόνο όσο να κλείσουν οι εκκρεμότητες, με τον τρόπο που είχε επιλέξει. Και αυτός ο τρόπος δεν θα άρεσε σε κανέναν από όσους έπαιξαν με τη ζωή της! Αφού τελείωσε με το σίδερο, έψαξε για τη φωτογραφία. Είχε την έντονη επιθυμία να ξαναδεί τον άνθρωπο που την έφερε στον κόσμο. Μάταια! Προφανώς η Βασίλαινα είτε την είχε μαζί της, είτε την είχε καταστρέψει. 

 Η Βασίλαινα! Αυτό το κολοβό φίδι που την άφησε τόσα χρόνια να αγαπάει και να μισεί τον άνθρωπο που πίστευε για πατέρα! Αυτή έπρεπε να πληρώσει περισσότερο από όλους. Αλλά και το άλλο καθίκι, αυτός που δεν ανέλαβε τις ευθύνες του και την παράτησε με ένα μούλικο στην κοιλιά! Το ότι δεν είχε ιδέα ο ίδιος, ούτε που της πέρασε από το μυαλό. Ούτε και την ένοιαζε. Όποιος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την είχε βλάψει, θα αντιμετώπιζε την οργή της, και αυτό δεν το άλλαζε τίποτα! 

 Και ο Βασίλης; Αυτόν πως έπρεπε να τον αντιμετωπίσει; Θα του έδινε μια τελευταία ευκαιρία, και αν την απέρριπτε, ήταν κι αυτός καταδικασμένος! Αν κάτι ήθελε, να μπορούσε να αλλάξει, θα ήταν ο θάνατος του Αριστείδη. Παραήταν γρήγορος και δεν του έδωσε την ευκαιρία να υποφέρει, όσο του άξιζε! Την πρόδωσε στην πρώτη απόρριψη, με την πρώτη τσούλα που βρέθηκε μπροστά του. Την καλύτερη της φίλη!

Η οποία ξαφνικά ανακάλυψε τον Θεό! Αυτό το υπερφυσικό Ον, που μόνη του ευχαρίστηση, αν υπάρχει, είναι να παίζει με τα δημιουργήματα του. Να τα βασανίζει και να διασκεδάζει με τους πόνους τους. Κι αυτόν τον Θεό, κάποτε τον πίστεψε και τον λάτρεψε! Κι αυτός; Την άφησε έρμαιο στις διαθέσεις της μοίρας. Αυτόν τον Θεό τον μισούσε! Πιο πολύ και από όσους την κορόιδεψαν τόσο βάναυσα! Η γαλήνια μορφή της εικόνας Του, που άλλοτε την γέμιζε λατρεία και κατάνυξη, τώρα της προκαλούσε φρίκη και αποτροπιασμό. Οτιδήποτε Τον θύμιζε της έφερνε αηδία. Πόσο θα ήθελε να Τον κάνει κι Αυτόν να πονέσει! Να πονέσει πολύ!

Περισσότερο και από τότε που Τον σταύρωναν. Σκοπό της ζωής της έβαλε να εξαφανίσει, αν μπορούσε, τη θύμηση Του στους ανθρώπους. Αυτές οι δυο αποφάσεις έγιναν οι απόλυτες προτεραιότητες της. Η εκδίκηση και η Θεομαχία! 

 Βγήκε μια βόλτα να ανασάνει. Ξαναπήρε μετά από καιρό, το δρόμο για το λατομείο. Στο χωράφι δεν πήγαινε πια, και ο Βασίλης, μάλλον το δέχτηκε με ανακούφιση, καθώς τον τρομοκρατούσε η αλλαγή στη συμπεριφορά της, που γινόταν όλο και πιο εμφανής. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και πράγμα σπάνιο για το νησί, επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Έφτασε καταϊδρωμένη και η πρώτη της κίνηση ήταν να σκύψει πάνω από το πεζούλι, στο σημείο που γκρέμισε τον Αριστείδη. Τίποτα δεν μαρτυρούσε το δράμα που είχε εξελιχθεί εκεί. Τι είχε έρθει να κάνει στον τόπο του εγκλήματος; Κι αν την έβλεπε κάποιος δεν θα παραξενευόταν με την παρουσία της σ΄αυτό τον έρημο τόπο; Αυτά τα ερωτήματα φαίνονταν λογικά, όμως η λογική είχε προ πολλού εγκαταλείψει το ταραγμένο μυαλό της! 

 Την άγνωστη μαυροντυμένη γριά, την αντιλήφθηκε όταν έφτασε πίσω της.

 “Ωραία θέα έχει εδώ πάνω”, της είπε η άγνωστη, και την έκανε να αναπηδήσει από τον φόβο.

 “Σε τρόμαξα, συγγνώμη”, απολογήθηκε. “Πάντως εσύ δεν ήρθες για τη θέα, έτσι δεν είναι”; 

 Γύρισε και την κοίταξε με απορία. Πρώτη φορά την έβλεπε. Σίγουρα δεν ήταν ούτε από το δικό τους ούτε και από τα γύρω χωριά. 

 “Πως βρεθήκατε εδώ;”, τη ρώτησε. “Δεν έρχονται πολύ συχνά ξένοι στα μέρη μας”. 

 “Μαζεύω σπάνια βότανα. Αυτό έμαθα να κάνω από παιδί. Τα πουλάω και με αυτό ζω. Σιγά σιγά ψάχνοντας έφτασα και στο χωριό σας.”, της είπε και της έδειξε τη μισογεμάτη τσάντα με τα βότανα. “Μα εδώ πάνω είναι ξεραΐλα! Δεν φυτρώνει τίποτα!”, αντέτεινε. 

 “Σε είδα από μακριά μόνη, κορίτσι πράγμα στην ερημιά και ήρθα να δω αν σου συμβαίνει κάτι. Και τώρα που βλέπω τον πόνο και την οργή στα μάτια σου, λέω πως πολύ καλά έκανα που ήρθα”! 

 ”Ποια είσαι;”, τη ρώτησε ξαφνιασμένη. “Και με τι τρόπο διάβασες όλα αυτά στα μάτια μου”!

”Μα νομίζω σου απάντησα. Μια γρια που μαζεύει βότανα για να ζήσει. Όσο για την ιστορία μου, είναι μεγάλη και πολύ πικραμένη! Αν είχες χρόνο να την ακούσεις, θα σου ήταν πολύ χρήσιμη για το δικό σου μέλλον”

.Η Μαριγώ ΄έδειξε να ενδιαφέρεται σοβαρά. “ ¨Όμως εδώ; Κάτω από τον ήλιο στους σαράντα βαθμούς”; 

 ”Θα σου πρότεινα να πάμε στο κονάκι μου, αλλά δυστυχώς είναι αρκετά μακριά από εδώ, και εξάλλου ίσα που χωράει εμένα”!

 ”Που μένεις”; 

 “Σε μια παλιά παρατημένη στάνη, κοντά πέντε χιλιόμετρα από εδώ, προς τη Χώρα”. 

 ”Μπορούμε να πάμε στο μικρό δωματιάκι του εργοδηγού. Σίγουρα θα είναι γεμάτο ποντίκια και ζωύφια, αλλά φαντάζομαι θα τα έχεις συνηθίσει!”, της πρότεινε η Μαριγώ, με μια δόση ειρωνείας στη φωνή της. 

 Η παράξενη γρια την ακολούθησε. Με ένα δυνατό σπρώξιμο η σαραβαλιασμένη πόρτα άνοιξε με ένα δυνατό τρίξιμο. Κάθισαν σε δυο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, αδιαφορώντας για τη βρωμιά που είχε συσσωρευτεί πάνω τους. 

 ”Πρώτα θα μου πεις ένα πράγμα”, ξεκίνησε η γριά. “Πιστεύεις στο Θεό”; 

 “Όχι πια!”, της απάντησε ξερά. 

 “Εγώ πάλι πιστεύω! Αυτό δεν σημαίνει πως Τον αγαπώ κιόλας! Απλά φοβάμαι τη δύναμη Του! Τη χρησιμοποιεί για να παίζει με τη δυστυχία των ανθρώπων”! Σταμάτησε απότομα καθώς οι θύμησες τις έφεραν δάκρυα στα μάτια. “Και έχει πολλούς βοηθούς γι αυτή τη δουλειά, σπάνια παρεμβαίνει ο Ίδιος.”, συνέχισε αφού σκούπισε τη μύτη της με ένα βρώμικο μαντήλι. “Άλλοτε ανθρώπους και άλλοτε άλλους”! 

“Άλλους;”, ρώτησε παραξενεμένη η Μαριγώ. 

 “Ναι, άλλους. Έχουν πολλά ονόματα: δαίμονες, νεράιδες, αγγελούδες”! 

 “Είναι δυνατόν να πιστεύεις στην ηλικία σου, αυτές τις ανοησίες;”, τη ρώτησε με θυμό.

 “Στην ηλικία μου, έμαθα να ζυγιάζω τα λόγια μου μικρή ξεροκέφαλη!”, της απάντησε το ίδιο θυμωμένη. “'Ότι σου λέω είναι από προσωπικές εμπειρίες. Οδυνηρές, φρικτές εμπειρίες”! Όταν ακούσεις την ιστορία μου θα καταλάβεις”. 

 “Είμαι έτοιμη να την ακούσω. Αν την πιστέψω, είναι άλλο θέμα”! 

 “Θα την πιστέψεις! Και αυτό γιατί πρέπει να έχει αρκετές ομοιότητες με τη δική σου”! 

 Η Μαριγώ την κοίταξε αποσβολωμένη. Πως μπορούσε να φανταστεί έστω και κάτι από όσα τη βασάνιζαν; Και τι είδους ομοιότητες μπορεί να έχουν τα δικά της με αυτά της μισότρελης;

“Γεννήθηκα σε ένα μικρό νησάκι, τη Δονούσα.” Ξεκίνησε η γριά. “Ο πατέρας μου ήταν παπάς και αγρότης ταυτόχρονα. Εκείνα τα χρόνια οι παπάδες δεν πληρωνόντουσαν από το κράτος και ήταν συνηθισμένο να κάνουν κι άλλες δουλειές για να τα φέρουν βόλτα. Εφτά στόματα ήμασταν πέντε παιδιά και οι γονείς.

"Η μάνα, μια φιλάσθενη γυναικούλα πάλευε απεγνωσμένα να μας εξασφαλίσει κάποιο υποτυπώδες φαγητό. Καμιά ελιά, ντομάτες και αραιά και που κανένα ψαράκι που της έκαναν δώρο καλοσυνάτοι ψαράδες. Κρέας; δυο με τρεις φορές το χρόνο, κι αυτό ίσα για μυρωδιά. 

 Ένα πρωινό του Γενάρη, μετά τα Φώτα, αρρώστησε ο μικρότερος αδελφός μου. Ήταν τότε έξι χρονών και εγώ γύρω στα έντεκα. Το ίδιο βράδυ πέθανε στην αγκαλιά της μάνας μου! Ούτε ξέραμε ούτε και μάθαμε ποτέ την αιτία. Γιατρός μόνο στη Νάξο τότε και αν. Από εκεί και ύστερα μέσα σε τρία χρόνια πέθαναν όλα τα παιδιά. Δύο κορίτσια εννιά και δεκατριών και ο μεγαλύτερος δεκαπέντε!

Απόμεινα μονάχα εγώ. Ήμουν πια δεκατεσσάρων. Οι γονείς μου ζούσαν με τον πόνο του χαμού των παιδιών τους, και με τον φόβο μην χάσουν και μένα. Ο Πατέρας υπέμενε καρτερικά τα χαστούκια και ποτέ δεν έδειξε να βαρυγκομάει. Η μάνα τελικά δεν άντεξε! Την πρόδωσε η τραυματισμένη από τα βάσανα καρδιά της, στα τριανταεφτά της χρόνια. 

 Λίγοι άνθρωποι στο νησί, κι αυτοί ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. Κάποιον στην ηλικία μου να μιλήσω δεν είχα. Κι έτσι προσκολλήθηκα στον πατέρα μου. Και πατέρας και φίλος και φαντασίωση στο ίδιο πρόσωπο. Γιατί, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, μου άρεσε και σαν άντρας”! 

 Η Μαριγώ τινάχτηκε στο άκουσμα των τελευταίων της λόγων. 

 “Θέλεις να πεις”! 

 “Ναι αυτό που υποψιάζεσαι! Τον έβλεπα ερωτικά. Κι αν δεν μεσολαβούσαν τα γεγονότα που θα σου διηγηθώ, δεν ξέρω αν έφτανα μέχρι το τέλος”.

 ”Υπάρχει τέτοιος έρωτας, τέτοια έλξη;”, ρώτησε ξέπνοα η Μαριγώ, αν και την απάντηση την ήξερε ήδη!

 “Υπάρχει. Όλα τα παιδιά λίγο ή πολύ αγαπούν τους γονείς τους με περίεργο τρόπο. Ειδικά στην εφηβεία μπερδεύουν τα πατρικά ή μητρικά χάδια αντίστοιχα, με κάλεσμα ερωτικό. Πολύ σπάνια όμως υπάρχει συνέχεια. Μόνο από λίγους και πάντα με τραγικά αποτελέσματα”! Σταμάτησε για λίγο να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. 

 “Μιλάς πολύ όμορφα! Θα έλεγε κανείς πως είσαι αρκετά μορφωμένη!”, της είπε η Μαριγώ για να ελαφρύνει τη φόρτιση της.. 

 Η γριά χαμογέλασε με συγκατάβαση. 

 “Το δημοτικό και με το ζόρι! Διάβασα πολύ όμως αργότερα και έτυχε να γνωρίσω αρκετούς αξιόλογους ανθρώπους. Σου έλεγα λοιπόν για το άνομο πάθος μου για τον πατέρα. Δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται ευτυχώς. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ Σαββάτου τον βοηθούσα να πλυθεί στη σκάφη. Με το σφουγγάρι του έτριβα την πλάτη, ίσως με περισσότερο ζήλο από ότι δικαιολογούσε το θυγατρικό μου καθήκον. Σαν να αναστατώθηκε. Τώρα από πόθο-μην ξεχνάμε χήρος και αρκετά νέος ακόμη- ή από ντροπή, δεν κατάλαβα.

Πάντως τυλίχτηκε γρήγορα με την πετσέτα, πήγε στο δωμάτιο του, ντύθηκε και έφυγε από το σπίτι μέσα στη νύχτα. Τον περίμενα ξάγρυπνη να γυρίσει, όμως δεν φάνηκε. Τον βρήκαν τα χαράματα στα σκαλιά της εκκλησίας, ξεπαγιασμένο, αξιοθρήνητο. Την πόρτα την βρήκαν μισάνοιχτη, να κτυπά στις ριπές του βοριά. Προφανώς είχε μπει να προσευχηθεί. Το τι έγινε μετά, μόνο ο ίδιος το ήξερε! Όμως μόνο με νοήματα μπορούσε να μας το περιγράψει! Δεν ξαναμίλησε ποτέ από τότε τα δυό χρόνια που έζησε ακόμη. Μόνο δυο λέξεις που έγραψε σε ένα χαρτί, σε μια στιγμή διαύγειας, μας έδωσαν μιαν ιδέα:” "Οι αγγελούδες”. Σου ξαναείπα για τις αγγελούδες, έτσι δεν είναι; Παλιά τις έβλεπαν συχνά τα βράδια, τότε που δεν υπήρχε φωτισμός στην ύπαιθρο. Κάποια περίεργα ξωτικά όντα που σε ρωτούσαν κάτι, και αν απαντούσες, σου έκλεβαν τη μιλιά! Έτσι έλεγαν, και αν με ρωτήσεις δίκιο είχαν”! 

 Η Μαριγώ άρχισε να δυσανασχετεί. Όλες αυτές τις προλήψεις τις θεωρούσε πάντα γεροντικά παραληρήματα. Είχε ακούσει παρόμοιες ιστορίες από τους παλαιότερους, και γελούσε με την αφέλεια τους. Τούτη η γριά όμως έδειχνε να τα πιστεύει σοβαρά και δεν φαινόταν από εκείνους που θα το έκαναν αβασάνιστα. Και στο τέλος τέλος, μήπως και η ίδια δεν είχε μια τέτοια εμπειρία. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ο άγνωστος λευκοντυμένος άντρας που την επισκεπτόταν συχνά πυκνά, και κανείς άλλος δεν τον έβλεπε; Είχε καταλήξει βέβαια ότι ήταν πλάσμα της φαντασίας της, όμως τώρα δεν ήταν και πολύ σίγουρη! 

 ”Και πως μοιάζουν αυτά τα πλάσματα;”, ρώτησε χωρίς να περιμένει ξεκάθαρη απάντηση. 

“Παίρνουν πολλές μορφές, άλλοτε μικρά κοριτσάκια, άλλοτε γέροι, καθένας μπορεί να τους δει διαφορετικά”! 

 ”Και μόνο τη μιλιά κλέβουν”; 

 ”Κλέβουν και τη μιλιά, κλέβουν και τις μνήμες, αδειάζουν τις ψυχές από κάθε συναίσθημα”! 

 ”Έχεις δει και συ αγγελούδες”; 

 Η γριά δίχως να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα, συνέχισε την αφήγηση της. 

 ”Μετά το θάνατο και του πατέρα, μόνη χωρίς κανένα εισόδημα, κατάντησα ζητιάνα. Ένας πονόψυχος γείτονας μου έκανε τα εισιτήρια και με έστειλε συστημένη στην αδελφή του στην Αθήνα. Ήταν καλοπαντρεμένη με έναν πλούσιο μεσίτη και ζητούσαν ψυχοκόρη, μιας και δεν είχαν δικά τους παιδιά. Έμεινα κοντά τους περίπου ενάμιση χρόνο και ύστερα μου προξένεψαν έναν οικογενειακό τους φίλο, είκοσι χρόνια μεγαλύτερο μου. Ανώτατος δικαστικός και με μεγάλη περιουσία στην Πελοπόννησο. Σε δυο μήνες παντρευτήκαμε. 

Στην αρχή ήταν καλός και ευγενικός. Ποτέ δεν μου χαλούσε χατίρι. Ο κύκλος του αποτελούνταν από λογοτέχνες, ακαδημαϊκούς, γενικά ότι καλύτερο είχε να επιδείξει η αθηναϊκή κοινωνία! Με τη συναναστροφή τους απέκτησα τις γνώσεις, που σε εντυπωσίασαν πριν.

"Μέσα σε τρία χρόνια κάναμε δυο γιους. Με τη γέννηση του μικρότερου, η συμπεριφορά του άρχισε να αλλάζει! Είχε βίαιες εξάρσεις και συχνά με κτυπούσε. Με τα παιδιά εξακολουθούσε να είναι τρυφερός. Όλη του την κακία την έβγαζε πάνω μου! Άντεξα μαζί του δεκαέξι χρόνια, ώσπου ένα μεσημέρι Αυγουστιάτικο, καλή ώρα σαν και τώρα, με κτύπησε τόσο άγρια, που νόμιζα πως θα με σκοτώσει. Τον πρόλαβα εγώ! Με το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας του κατάφερα τρεις μαχαιριές στην κοιλιά, και αυτό ήταν. Το δικαστήριο μου αναγνώρισε ελαφρυντικά πρότερου εντίμου βίου και βρασμό ψυχής. Έφαγα 10 χρόνια και έκατσα μέσα τα επτά”. 

 “Και όλα αυτά τα χρόνια, τι έγιναν τα παιδιά;”, ρώτησε η Μαριγώ.

 “Εκείνο το καλό ζευγάρι τα ανέλαβε. Τα μεγάλωσε σαν δικά του. Ο μικρός όμως ξέφυγε. Δεκαεπτά χρονών τον βρήκαν πεθαμένο σε ένα παγκάκι στα Πατήσια με τη σύριγγα καρφωμένη στο χέρι! Ο μεγάλος αντίθετα σπούδασε και μπήκε στον διπλωματικό κλάδο. Σήμερα είναι πρέσβης σε μεγάλη χώρα. Μη με ρωτήσεις σε ποια γιατί δεν ξέρω! Δεν μου ξαναμίλησε ποτέ μετά το θάνατο του πατέρα του, και ότι μάθαινα ήταν από τους ανθρώπους που τον μεγάλωσαν. Μέχρι που έφυγαν από τη ζωή και σταμάτησε η πληροφόρηση”. 

 ”Και δεν προσπάθησες να μάθεις, να τον βρεις, να του εξηγήσεις”; 

 “Όχι! Τίποτα από αυτά δεν έκανα. Η καρδιά μου είχε σκληρύνει τόσο, που δεν με απασχολούσε καθόλου. Ούτε στην κηδεία του μικρού πήγα, αν και μου το πρότεινε ο διευθυντής των φυλακών”! ”Μετάνιωσες καθόλου”;

 “Αν εννοείς για το φόνο, όχι! Ίσως με τα παιδιά να άλλαζα κάτι, και θα το έκανα αν συναντούσα νωρίτερα την τσιγγάνα που μου άλλαξε τη μοίρα”!” 

 “Τσιγγάνα;¨, απόρησε η Μαριγώ. “Και πως σου άλλαξε τη μοίρα;”

 ”Μόλις είχα βγει από τη φυλακή. Κάθισα σε ένα παγκάκι να σκεφτώ τι θα έκανα από εκεί και μετά. Με πλησίασε να μου πει το ριζικό μου. Γέλασα και της απάντησα πως την ξέρω καλά τη μοίρα μου.

”Αυτό που φοράς στο λαιμό σου σε καταστρέφει!”, μου είπε ξαφνικά. "Φορούσα ένα κλειστό ζιβάγκο εκείνη τη μέρα και έτσι ήταν αδύνατο να δει πως είχα κατάσαρκα το βαφτιστικό μου Σταυρό. Αυτό με έκανε να δώσω σημασία στα λόγια της. 

“Να το βγάλεις αμέσως και να το πετάξεις”, συνέχισε. “Θα σου δώσω εγώ κάτι που θα σε προστατεύει στη ζωή σου”. 

Μου έβαλε ένα φυλακτό στο χέρι και έφυγε γρήγορα, χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Έκανα ότι μου είπε! Πέταξα το Σταυρό και φόρεσα το φυλακτό. Αν θέλεις το πιστεύεις, όλες οι κακοτυχίες σταμάτησαν εντελώς από τότε! Και τώρα που είμαι πια στα ογδόντα κατέληξα εδώ στο νησί, φτωχή αλλά ήρεμη! 

 ”Θέλεις να μου πεις πως τα μάγια είναι πιο δυνατά από τον Θεό”; 

 “Σου λέω ότι ακριβώς συνέβη σε μένα! Πραγματικά δεν έχω απάντηση, αλλά έτσι έγινε”! 

 Η Μαριγώ μόλις εκείνη τη στιγμή ανακάλυψε πως δεν φορούσε το δικό της βαφτιστικό Σταυρό. Ποτέ δεν το συνέδεε με ότι τις είχε συμβεί. Τώρα όμως άρχισε να το σκέφτεται.

 “Δηλαδή, από τότε που έβαλες το φυλακτό, σταμάτησαν όλα τα παράξενα”; 

 ”Ναι καλή μου! Σαν ένα χέρι να με σκέπασε και να με προστάτεψε από όλα τα κακά”! 

 ”Και εγώ που μπορώ να βρω ένα τέτοιο φυλακτό”; 

 ” Γέρασα Μαριγώ! Ξεπέρασα πια τους φόβους μου. Ίσως μόνο ο φόβος του θανάτου έχει απομείνει. Δηλαδή, ούτε αυτός ακριβώς. Μόνο η υποψία πως θα με τιμωρήσει και μετά θάνατο! Ξέρω πως το χρειάζεσαι πιο πολύ από εμένα. “Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώτε”, έτσι δεν λένε”1Και με μια κίνηση ξεκρέμασε το φυλακτό από το λαιμό της και της το έδωσε.”Πάρτο, θα σου χρειαστεί τις επόμενες μέρες! Μόνο μην ξεχνάς, φυλακτό και Σταυρός δεν πάνε μαζί!” 

 Το πήρε κι το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού της. Πριν προλάβει να την ευχαριστήσει, η γριά σηκώθηκε και δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει έφυγε μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια, προς τη δημοσιά. Σε λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί από το οπτικό πεδίο της Μαριγώς. 

 ”Ώστε αυτή ήταν η αιτία της κακοδαιμονίας του τελευταίου καιρού;”, αναρωτήθηκε. “Άραγε θα λειτουργήσει και σε μένα το φυλακτό ή μήπως μόνο στη φαντασία της γριάς λειτουργεί;”. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, θα ήθελε να εμφανιστεί ο περίεργος άντρας με τα λευκά. Όμως αν και τον κάλεσε με τη σκέψη της, δεν φάνηκε. Ούτε το φυλακτό έβαλε. Ακόμα δεν είχε πειστεί από την ιστορία της γριάς. Με βαριά καρδιά και ακόμη πιο βαρύ βήμα, κίνησε για το σπίτι. Η ξαφνική εμφάνιση της παράξενης γυναίκας, σε ένα χώρο που κανονικά δεν είχε κανένα λόγο να βρίσκεται, σε συνδυασμό με το ψέμα που της είπε, ότι δηλαδή την είδε από μακριά, ενώ δεν μπορούσε από το μέρος που ήρθε να είχε οπτική επαφή με το λατομείο, την προβλημάτιζαν πολύ. Και ύστερα η ιστορία της! Πιο πολύ σε μυθιστόρημα έφερνε. Όχι πως η ζωή δεν δημιουργεί πράγματα και καταστάσεις πέρα από την πιο καλπάζουσα φαντασία, όμως της φάνηκε πως διηγούνταν μια ιστορία που είχε φτιάξει στο μυαλό της, χωρίς καμιά συναισθηματική φόρτιση πέρα από κάποια ψεύτικα δάκρυα. Ποια ήταν αλήθεια και γιατί την πλησίασε; Μήπως ήταν κι αυτή άλλο ένα δημιούργημα του νου της; Αυτό το απέκλεισε αμέσως γιατί υπήρχε το φυλακτό, η αδιάψευστη απόδειξη πως ήταν πραγματική! Παράξενη, αλλά πραγματική. Αποφάσισε να ξεχάσει το περιστατικό, τουλάχιστον προς το παρόν. Είχε πολλά περίεργα να σκεφτεί και άλλο ένα δεν βοηθούσε την κατάσταση. 

 Έφτασε σπίτι και εκεί την περίμενε άλλη μια έκπληξη. Ο Βασίλης καθόταν στα σκαλοπάτια κρατώντας το κεφάλι με τα δυό του χέρια. Φαινόταν σαν κάτι να τον είχε συνταράξει. Δεν άργησε να βρει τι ήταν αυτό. Δίπλα του είχε το γράμμα που αποκάλυπτε τα πάντα! Σε μια στιγμή απροσεξίας θα το είχε αφήσει εκτεθειμένο. ”Καλύτερα έτσι”, σκέφτηκε η Μαριγώ. “Με έβγαλε από τον κόπο να του το πω εγώ”!

Κάθισε δίπλα του, και εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου, Παρέμεινε ακριβώς στην ίδια στάση. 

 “Είσαι καλά;”, τον ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον. Μόνο τότε σήκωσε το κεφάλι και η Μαριγώ για πρώτη φορά στη ζωή της τον είδε δακρυσμένο.

 ”Πόσον καιρό το ξέρεις;”, τη ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. 

 “Κοντά δυο μήνες'. 

 “Και πως μπόρεσες να κρατήσεις κρυφό κάτι τόσο τρομερό Μαριγώ; τι σε έκανε να θάψεις την αλήθεια”; 

 “Η αγάπη! Ήξερα πως θα σε διέλυε μια τέτοια αποκάλυψη, και να που δεν έπεσα έξω”! 

 Την αγκάλιασε τρυφερά. 

“Για μένα θα είσαι πάντα το αγαπημένο μου παιδί! Έστω κι αν δεν είμαι ο πατέρας σου, εγώ σε μεγάλωσα. Εγώ άκουσα τα πρώτα σου λογάκια! Ακόμα και τώρα που θα χωρίσω τη μάνα σου, εσένα δεν θα πάψω να σε αγαπώ”! 

 “Ούτε κι εγώ πρόκειται να πάψω να σε αγαπώ! Τώρα μάλιστα που τα όποια εμπόδια παραμερίστηκαν και είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε τον έρωτά μας”! 

 Τινάχτηκε σαν να τον τσίμπησε φίδι! Την έσπρωξε από την αγκαλιά του και σηκώθηκε ακόμα πιο αναστατωμένος από πριν. 

 “Τι λες Μαριγώ! Πίστευα πως σου είχαν φύγει αυτές οι ανώμαλες ιδέες! Είμαι ο πατέρας σου, έστω κι αν δεν σε γέννησα εγώ. Ποτέ δεν θα σε δω σαν γυναίκα κι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ”! 

“'Άφησε το χρόνο να κάνει τη δουλειά του! Τώρα πια είμαστε ένα ζευγάρι που αγαπιέται παράφορα και δεν χρειάζεται να δίνει λογαριασμό σε κανέναν”! Τον αγκάλιασε και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του. Ο Βασίλης την έσπρωξε με αηδία. 

 “Είσαι δαίμονας!”, της φώναξε οργισμένος. “Θα καταλάβαινα την αντίδραση σου μετά από όσα έμαθες, όμως εσύ με προκαλούσες και όταν νόμιζες πως είμαι πατέρας σου! Πως έγινες έτσι παιδί μου; Που πήγε η παλιά συνεσταλμένη Μαριγώ”; 

 Δεν του απάντησε αλλά μπήκε στο σπίτι και κτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω της. Τελείωσε! Η αντίστροφη μέτρηση για τον Βασίλη είχε μόλις αρχίσει!

Εκείνο το βράδυ ο Βασίλης δεν γύρισε σπίτι. Προτίμησε να μείνει στο χωράφι και εκεί στη μοναξιά της νύχτας να προσπαθήσει να αδειάσει το μυαλό του, από την τρομακτική αποκάλυψη αλλά και την ερωτική επίθεση της Μαριγώς. Τόσα ψέματα! Τόσα κρυμμένα μυστικά. Τρεις ζωές που καταστράφηκαν από μια προδοσία! Νωρίς, με το που χάραξε ξεκίνησε να γυρίσει. Θα έπαιρνε τα λεφτά που είχε φυλαγμένα και θα έφευγε. Δεν είχε ακόμα αποφασίσει για που, όμως το να μείνει εκεί και να αντιμετωπίσει τη γυναίκα του, δεν ήταν δυνατό να το υποστεί! Το φονικό θα ήταν η μοιραία κατάληξη, και θα το απέφευγε πάσει θυσία. Μα και με την κόρη του δεν ήθελε συναναστροφή. Πως θα μπορούσε να την ξαναδεί σαν παιδί του, μετά από όλα αυτά;

Η Μαριγώ δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα. Το κορμί της φλεγόταν από τη ζέστη, αλλά περισσότερο από την ανεκπλήρωτη ερωτική της φαντασίωση. Η δεύτερη απόρριψη άναψε τον πόθο της ακόμα πιο δυνατό. Ταυτόχρονα και την σφοδρή επιθυμία να τον εκδικηθεί. Πέταξε τα ρούχα της και γυμνή μπήκε στο μπάνιο. Άφησε για ώρα το ελαφρά χλιαρό νερό, να ποτίσει κάθε κύτταρο της. 

 Με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα που είχε αφήσει ανοικτή, δεν αντιλήφθηκε τον Βασίλη που μπήκε σπίτι. Στη θέα του γυμνού της κορμιού, κοκάλωσε!. Στάθηκε αδύνατον να πάρει τα μάτια του από τις καμπύλες των γλουτών της, όσες απεγνωσμένες προσπάθειες κι αν έκανε! Ήθελε να τρέξει, να φύγει μακριά από τον πειρασμό, όμως τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Μέσα του πάλευαν δυο διαφορετικές οντότητες, ο πατέρας και το αντρικό θηρίο που διψούσε τη σάρκα της! 

 “Όχι, όχι, δεν πρέπει!”, φώναξε και η Μαριγώ γύρισε ξαφνιασμένη. Του χαμογέλασε όλο νάζι και έκανε τις άμυνες του ακόμη πιο χαλαρές. Με αργές προκλητικές κινήσεις βγήκε από τη μπανιέρα, χωρίς να σκεπάσει τη γύμνια της με την πετσέτα. Τον πλησίασε τόσο, που σχεδόν ακούμπησε πάνω του. 

 “Λοιπόν; Το ξανασκέφτηκες;”, τον ρώτησε με παθιάρικη φωνή, ενώ έτριβε το στήθος της στο στέρνο του. 

 Για μια στιγμή το ¨θηρίο” νίκησε τον άνθρωπο. Έκανε μια κίνηση να αγγίξει τις ερεθισμένες της ρώγες, όμως αμέσως ξύπνησε ο πατέρας! Το απαλό άγγιγμα έγινε ένα δυνατό χαστούκι, κι ύστερα δεύτερο και τρίτο! 

 “Χάσου από μπροστά μου βρώμα!”, της φώναξε οργισμένος, και αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του. Το βλέμμα που καρφώθηκε πάνω του, δεν ήταν της Μαριγώς! Αιμάτινοι κύκλοι με μαύρες, κατάμαυρες κόρες, έστελναν όλη την αρνητική τους ενέργεια, ίσα στην ψυχή του! Συνέχισε να τον καθηλώνει με τη σκέψη της, ακόμα και όταν στην πόρτα, μέσα σε ένα εκθαμβωτικό φως εμφανίστηκε πάλι ο λευκοντυμένος νεαρός. Είχε τα χέρια ψηλά στο ύψος του κεφαλιού, σαν να της έλεγε” Σταμάτα αμέσως αυτό που κάνεις!”. Τον αγνόησε, όπως αγνόησε τον πόνο και τα αίματα σε χέρια και πλευρό!. 

 Ο Βασίλης παρακαλούσε το Θεό να τον γλυτώσει από αυτό το μαρτύριο, όταν ξαφνικά ένιωσε δυο αόρατα χέρια να του σφίγγουν το λαιμό. Προσπάθησε να πάρει ανάσα, μα στάθηκε αδύνατο. Με γουρλωμένα τα μάτια από την ασφυξία, πετάχτηκε στην αυλή και εκεί μπροστά στα σκαλοπάτια σωριάστηκε σαν άδειο σακί. Η Μαριγώ περίμενε λίγα λεπτά να σταματήσει το αίμα και ύστερα αφού ξέπλυνε τα χέρια της ντύθηκε βιαστικά. Έπρεπε τώρα να παίξει το θέατρο της! Βγήκε έξω και γονάτισε δίπλα στον νεκρό Βασίλη.

Οι κραυγές της ξεσήκωσαν το χωριό. Ακόμα και στον καφενέ οι λιγοστοί θαμώνες αναστατώθηκαν. Πρώτη έφτασε η Λεμονιά. Μπροστά στο μακάβριο θέαμα την έπιασε υστερία. 

“Βασίλη, Βασίλη!”, επαναλάμβανε διαρκώς με απόγνωση, ενώ ταυτόχρονα ταρακουνούσε το άψυχο σώμα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον συνεφέρει. Σε λίγα λεπτά είχαν μαζευτεί όλοι στο σπίτι του δράματος. Κάποιοι κάλεσαν ασθενοφόρο, αλλά ο αγροτικός γιατρός, που κατέφθασε κι αυτός ειδοποιημένος ήταν ξεκάθαρος. Ο Βασίλης ήταν νεκρός! 

“Ανακοπή ή βαρύ έμφραγμα”, ήταν η γνωμάτευση του. Γνώμη που θα επιβεβαίωνε την άλλη μέρα και η νεκροψία. Οι σκηνές που εκτυλίχτηκαν όταν επέστρεψε η Βασίλαινα, θύμιζαν αρχαία τραγωδία. Χτυπιόταν και τραβούσε τα μαλλιά της, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Μόνο μετά από δυο ηρεμιστικές ενέσεις που της έκανε ο γιατρός, έπεσε εξουθενωμένη στον καναπέ, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι, δίχως να βγάζει κουβέντα. Το σπίτι όλη νύχτα ήταν γεμάτο επισκέπτες, γυναίκες κυρίως, που είχαν έρθει να συμπαρασταθούν σε μάνα και κόρη. 

Η Δήμητρα με τη Μαρίνα είχαν αναλάβει να φτιάχνουν καφέδες σε όσους ξαγρυπνούσαν. Εντύπωση έκανε σε όλους η ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπιζε η Μαριγώ την περίσταση. Ένας τόσο ξαφνικός και απρόσμενος θάνατος τόσο αγαπημένου προσώπου, κανονικά θα έπρεπε να την είχε τσακίσει. Αντίθετα! Μπαινόβγαινε άνετη σερβίροντας τους καφέδες, λες και όλο αυτό αφορούσε οποιονδήποτε άλλον εκτός από την ίδια. 

 “Πολύ αλλαγμένη η Μαριγώ”, μονολόγησε η Μαρίνα. 

“Άλλος άνθρωπος πραγματικά”! “Ίσως κρύβει τον πόνο της, για να δίνει κουράγιο στη μάνα της”, τη δικαιολόγησε η Δήμητρα. 

 “Ίσως”, απάντησε μονολεκτικά η Μαρίνα δίχως να το πολυπιστεύει. 

 “Το μόνο μαύρο που έχω είναι ένα φόρεμα” είπε ξαφνικά η Μαριγώ. “Μάλλον όμως είναι αρκετά κοντό για την περίσταση! Δεν θα ταιριάζει, έτσι δεν είναι”;

 “Ασφαλώς και όχι!”, απάντησε εκνευρισμένη η Μαρίνα. “Θα σου δανείσω εγώ μια φούστα αρκετά σεμνή και μια κλειστή μπλούζα”. 

 “Και δεν τα μπορώ καθόλου τα μαύρα!”, είπε η Μαριγώ με φανερή δυσαρέσκεια. “Ηλίθιες προκαταλήψεις να μαυροντύνεσαι στα καλά καθούμενα”! 

 “Μαριγώ τι λες;”, αγρίεψε η Μαρίνα. “Για το θάνατο του πατέρα σου πρόκειται”! 

 “Και λοιπόν; θα τον φέρουν πίσω τα μαύρα μου ρούχα”; 

 “Όχι βέβαια! Όμως αυτός είναι ο τρόπος που τιμούμε τους νεκρούς μας και δείχνουμε τη συντριβή μας για το χαμό τους! Εκτός πια αν δεν μας λυπεί και τόσο ο θάνατός τους!”απάντησε η Μαρίνα με μια δόση καχυποψίας στη φωνή της. 

 Η Μαριγώ έκανε μια χειρονομία απαξιωτική και βγήκε από την κουζίνα. 

 ”Μάλλον έχεις δίκιο Μαρίνα”, εξομολογήθηκε η Δήμητρα. “Κάτι συμβαίνει με τη Μαριγώ! Αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου, θα έλεγα πως υπερβάλλεις”!


Πάνδημη η συμμετοχή στην κηδεία του Βασίλη, που έγινε δυο μέρες μετά. Αγαπητός σε όλους παρ΄όλες τις ιδιοτροπίες του. Τραγικά πρόσωπα η Βασίλαινα και ο πατέρας του νεκρού. Αν και είχαν χρόνια να μιλήσουν με το γιο του, ο θάνατος του τον συντάραξε. Στιγμή δεν ξεκόλλησε πάνω από το φέρετρο, κλαίγοντας και μοιρολογώντας. Όσο για τη Βασίλαινα; Χαμένη στον κόσμο των ηρεμιστικών παραληρούσε αναφέροντας διαρκώς και μονότονα το όνομα του άντρα της. 

 Η Μαριγώ φορούσε συνεχώς τα μαύρα γυαλιά ηλίου, όχι για να κρύψει τα δάκρυα της, που άλλωστε δεν υπήρχαν, αλλά την απάθεια της για το γεγονός! Η αναγούλα που ένιωθε κάθε φορά που έμπαινε στην εκκλησία τους τελευταίους μήνες, ήταν το μόνο αληθινό συναίσθημα που είχε. Αναγκάστηκε να παρακολουθήσει με φρίκη την τελετή, και να υποστεί και τον επικήδειο που εκφώνησε ο κοινοτάρχης. Το πρόσωπο του νεκρού ήρεμο, κι αν δεν υπήρχε η χαρακτηριστική χλομάδα, θα νόμιζες πως κοιμάται. “Καλή δουλειά έκαναν με το μακιγιάζ”, σκέφτηκε με ειρωνεία η Μαριγώ. “Αν του έβαζαν και λίγο ρουζ, θα ήταν καλύτερος κι από ζωντανός”! 

Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, άρχισε το μαρτύριο της! Έπρεπε να υποκριθεί τη συντετριμμένη κόρη, σε όλους αυτούς που έρχονταν να τη συλλυπηθούν. Κοίταξε το ρολόι της. Δώδεκα παρά είκοσι. Μέχρι τη μία θα είχαν τελειώσει όλα. Προλάβαινε να ετοιμάσει τα πράγματα της και να φύγει για πάντα από το νησί, όπως το είχε σχεδιάσει. Ακολούθησε την πομπή ως το νεκροταφείο, δίχως καθόλου να αγκαλιάσει τη μάνα της που σερνόταν στηριγμένη στο μπράτσο του πεθερού της. Με κόπο κατόρθωσε να φωνάξει μια δυο κουβέντες οδύνης την στιγμή που κατέβαζαν τον Βασίλη στον τάφο. Στον καφέ της παρηγοριάς αν και αναγκαστικά κάθισε δίπλα στη μητέρα της, δεν γύρισε να της ρίξει ούτε μια ματιά. Μόνο το ρολόι κοιτούσε ανυπόμονα. Στις μία παρά δέκα επέστρεψαν σπίτι. Κάποιες γυναίκες θέλησαν να τις ακολουθήσουν, αλλά η Μαριγώ με όση ευγένεια μπορούσε να υποκριθεί, τις απέτρεψε με την δικαιολογία πως έπρεπε να ηρεμήσουν και να ξεκουραστούν, μετά την ένταση των ημερών. 

 Με το που μπήκαν σπίτι η Βασίλαινα σωριάστηκε βαριά στην καρέκλα. Η επήρεια των φαρμάκων είχε αρχίσει να υποχωρεί και ο πόνος δυνάμωνε λεπτό με το λεπτό. Τόσο ξαφνικά, τόσο άδικα να χάσει τον άντρα της, δεν το χωρούσε το μυαλό της. Ο Βασίλης στον τάφο, η μάνα φυτό, ευτυχώς της απόμεινε η Μαριγώ! Που να ήξερε η δύστυχη το επόμενο χαστούκι της μοίρας! Η Μαριγώ έφτιαξε μια βαλίτσα με ρούχα, πήρε τα λεφτά από το υπόγειο(πεντακόσιες σαράντα χιλιάδες) και μπήκε στην κουζίνα. Τα μάτια της Βασίλαινας γέμισαν τρόμο. 

 ”Που πας παιδί μου με τη βαλίτσα στο χέρι”: 

 “Φεύγω”, της απάντησε ψυχρά.

“Φεύγεις! Τώρα, που σε χρειάζομαι πιο πολύ από ποτέ! Δεν μπορεί να το λες σοβαρά”! 

 “Πιο σοβαρά δεν γίνεται. Εδώ δεν έχω πια μέλλον. Εσύ με τη μικρή σύνταξη που θα σου βγάλουν, τις κότες, το περιβόλι, και τα λεφτά που θα βγάλεις πουλώντας τα ζώα, θα τα καταφέρεις. Εγώ πρέπει να δουλέψω. Να βρω το δρόμο μου”! 

 “Δεν με λυπάσαι καθόλου! Ακόμη και δίκιο να έχεις, γιατί τόσο φούρια να φύγεις αμέσως”; 

 Με το ζόρι κρατήθηκε η Μαριγώ μην της απαντήσει. Αυτά που θα της έλεγε σίγουρα θα την τσάκιζαν ακόμα περισσότερο, όμως δεν της έφτανε! Η τιμωρία της μάνας έπρεπε να είναι τόσο δυνατή, όσο και ο πόνος που της προκάλεσε. Το σατανικό της σχέδιο θα έφτανε ως το τέλος, και τότε θα είχε πάρει την εκδίκηση της. Από όλους! Θεό και ανθρώπους! 

Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε για τελευταία φορά το σπίτι που μεγάλωσε. 

 “Που θα πας;”, τη ρώτησε με απόγνωση η Βασίλαινα. 

 “Στην Αθήνα, στην αρχή στη Ρηνιώ, και όταν βρω δουλειά θα νοικιάσω σπίτι. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις τακτοποιηθώ”. 

 ¨Έφυγε δίχως καν να την αγκαλιάσει. Δίχως έστω ένα βλέμμα συμπόνοιας, και αυτό πλήγωσε την μάνα περισσότερο ίσως και από την ίδια τη φυγή της. Δεν προσπάθησε να την σταματήσει. Θα ήταν ανώφελο, το είδε στα μάτια της πως η απόφαση της ήταν οριστική. Μπορούσε να την κρατήσει με το νόμο καθώς είναι ανήλικη, αλλά τότε τα πράγματα θα γίνονταν αφόρητα και για τις δύο. Έκλαψε πολύ εκείνο το απόγευμα. Για το Βασίλη, για τη Μαριγώ, για τη μοίρα που την καταδίκασε να πληρώσει τόσο ακριβά ένα σφάλμα της νιότης της. Γιατί έστω κι αν δεν ήξερε πως η Μαριγώ είχε ανακαλύψει το μυστικό, μέσα της πίστευε πως αυτή ήταν η τιμωρία για εκείνη την παλιά της αμαρτία.


---------


Η Καλλιόπη από τις πρώτες μέρες στην Αθήνα, για την ακρίβεια στη Νεάπολη της Νίκαιας, έψαξε για δουλειά, για να μην επιβαρύνει τους ανθρώπους που την φιλοξενούσαν. Όσο κι αν επέμενε η θεία της πως δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, δεν θεωρούσε σωστό να καταχραστεί την καλοσύνη τους. Τελικά μετά από αρκετό ψάξιμο βρήκε θέση σε μια μικρή οικογενειακή βιοτεχνία ρούχων της περιοχής. Όχι σπουδαία πράγματα, μικροδουλειές στο κοπτήριο, καθάρισμα, τέτοια. Πάντως καλύτερο από το να αισθάνεται αργόσχολη, τουλάχιστον μέχρι να άρχιζε το σχολείο. 

 Κάθε Κυριακή και όχι μόνο, εκκλησιαζόταν στην ενορία τους στην Ευαγγελίστρια. Δειλά δειλά πλησίασε το ψαλτήρι και ο ψάλτης ένας μεσόκοπος καλλίφωνος με καλούς τρόπους, της ζήτησε να συμμετέχει, καθώς αναγνώρισε καλά στοιχεία στη φωνή της. Μάλιστα την ενθάρρυνε να σπουδάσει Βυζαντινή μουσική κάτι που σαν σκέψη την ενθουσίασε και το έβαλε στις άμεσες προτεραιότητες της. Παράλληλα αναζητούσε έναν πνευματικό να του θέσει τα ερωτήματα της αλλά και να εξομολογηθεί όλα της τα παραπτώματα και κυρίως την συμμετοχή της, έστω και αθέλητη, στο φόνο του Αριστείδη. Ο εφημέριος του ναού, ο μικρότερος από τους τρεις που λειτουργούσαν εκεί, της συνέστησε τον δικό του. Έναν γέροντα Αγιορείτη ιερομόναχο, που τους τελευταίους μήνες έμενε στην Αθήνα για κάποιες εξετάσεις και θεραπεία σε χρόνια προβλήματα της καρδιάς του. Τον παρακάλεσε να της κλείσει ένα ραντεβού μαζί του και της υποσχέθηκε πως θα το έκανε το συντομότερο.

 Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Την επόμενη Κυριακή ο ιερομόναχος ήρθε στην Ευαγγελίστρια. Συλλειτούργησε με τους άλλους ιερείς και μετά το τέλος της λειτουργίας, πλησίασε την Καλλιόπη που τον περίμενε με αγωνία. Κάθισαν μαζί σε μια απόμερη γωνιά. Πρώτος μίλησε ο ιερωμένος.

 “Τι σε βασανίζει κόρη μου; Επίτρεψε μου να σε αποκαλώ έτσι, μιας και όλους τους πιστούς, σαν παιδιά μου τους βλέπω”. Η Καλλιόπη χαμήλωσε το βλέμμα. Ήταν η πρώτη φορά που στεκόταν κάτω από το πετραχήλι του πνευματικού και αυτό της δημιουργούσε μια δικαιολογημένη ταραχή.

”Συγχωρέστε με πάτερ είναι η πρώτη φορά που εξομολογούμαι και δεν ξέρω πως να αρχίσω”! 

 Ο γέροντας με μια κίνηση έβγαλε το πετραχήλι από το λαιμό του και το δίπλωσε προσεκτικά. “Δεν είμαι πια ο πνευματικός σου. Θα κάνουμε μια κουβεντούλα σαν πατέρας με κόρη ή μάλλον σαν παππούς με εγγονή!”, της είπε και χαμογέλασε καλοσυνάτα. 

 “Υπήρξα πολύ ατίθασο παιδί”, ξεκίνησε διστακτικά η Καλλιόπη. “Δεν ψάχνω δικαιολογίες για την άσωτη ζωή που έζησα παρότι θα μπορούσα. Στα δεκατέσσερα μου υπήρξα θύμα βιασμού. Έτσι θα το θεωρούσε κάποιος, αλλά η πραγματικότητα είναι πως εγώ τον προξένησα με τους προκλητικούς μου τρόπους! Από τότε και μετά κατρακύλησα στο βούρκο της ακολασίας. Δεν μπορώ να θυμηθώ καν πόσους άντρες παρέσυρα στον δικό μου κατήφορο”!

Σταμάτησε λίγο να δει τις αντιδράσεις του γέροντα. Εξακολουθούσε να έχει την ίδια γαλήνια έκφραση όπως και πριν. Πήρε κουράγιο από το ιλαρό του βλέμμα για να συνεχίσει 

 “Πίκρανα πολύ τους γονείς μου! Ήμουν δακτυλοδεικτούμενη σε όλο το χωριό. Και όλα αυτά σε μια ηλικία που άλλα κορίτσια παίζουν ακόμα με τις κούκλες τους! Το πιο κακό όμως είναι πως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν από τους εφήμερους εραστές μου! Ήταν απλά ένα βίτσιο. Μια αρρωστημένη φαντασίωση να έχω ΄όσους περισσότερους μπορούσα, δίχως καμία πραγματική έλξη”. 

 Ο ιερέας φόρεσε και πάλι το πετραχήλι του. 

 “Δυστυχώς δεν τελείωσαν ακόμη τα πάθη μου!”, είπε συνεσταλμένη η Καλλιόπη, βλέποντας αυτή την κίνηση. Ο γέροντας ξαναχαμογέλασε με συγκατάβαση. 

 “Το ξέρω καλή μου. Όμως τούτο εδώ”, της είπε δείχνοντας το πετραχήλι, “είναι το τηλέφωνο με το οποίο επικοινωνούμε με τον Θεό! Αυτός μας απαντά μέσα από το στόμα του ανάξιου ιερέα. Μπορείς να συνεχίσεις αν είσαι έτοιμη”. 

“Το χειρότερο έγινε μόλις λίγο καιρό πριν. Αγάπησα για πρώτη φορά ένα νεαρό, όμως εκείνος γλυκοκοιτούσε την καλύτερη μου φίλη. Προσπάθησα με τα γνωστά μου όπλα- την πρόκληση και τη λαγνεία- να τον πάρω από αυτήν. Μάταιος κόπος, είχε μάτια μόνο για την φίλη μου. Τη νύχτα της Ανάστασης, μετά από μια ακόμη προκλητική μου πράξη, έγινε ένας μεγάλος καυγάς με τους γονείς μου που με ταρακούνησε για τα καλά! Κάτι άλλαξε μέσα μου προς το καλύτερο ευτυχώς. Αποφάσισα να αλλάξω συμπεριφορά και να γίνω ένα συνηθισμένο κορίτσι. Δυστυχώς η μοίρα είχε άλλα σχέδια!”

 Και συνέχισε να διηγείται την ιστορία με τον θάνατο του Αριστείδη, όπως ακριβώς έγινε. Για μια μόνο στιγμή, το πρόσωπο του γέροντα έδειξε να χάνει την ήρεμη του έκφραση. Μόνο όμως μια στιγμή και αμέσως ξαναβρήκε τη συνηθισμένη του ιλαρότητα. Έμεινε για λίγο με κλειστά τα μάτια, ένδειξη πως ζητούσε την φώτιση του Θεού και ύστερα άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε το κεφάλι. 

 “Πόνεσες πολύ παιδί μου! Και βλέπω πως η μετάνοια σου είναι ειλικρινής! Στην περίπτωση της δολοφονίας, το μόνο που μπορεί να σου καταλογιστεί είναι η υπόθαλψη εγκληματία. Όμως το έκανες από αγάπη και αυτό σε καθιστά αθώα στα μάτια του Θεού. Όπως ο Άγιος Διονύσιος που συγκάλυψε τον φονιά του αδελφού του. Θα σου διαβάσω τη συγχωρητική ευχή και της Παναγίας θα μεταλάβεις τα άχραντα μυστήρια”. 

 “Είναι και κάτι ακόμη πάτερ”, του είπε κομπιάζοντας. “Με κάλεσε ο Κύριος να Τον ακολουθήσω!” Έμεινε ατάραχος, λες και το περίμενε. 

 “Είναι νωρίς ακόμη! Θα τελειώσεις το σχολείο σου και αν δεν έχει αλλάξει κάτι μέχρι τότε, τα ξαναλέμε”! 

Πήρε την ευχή του και έφυγε από το ναό ξαλαφρωμένη!

Πετούσε, ένιωθε πως δεν πατούσε πια στη γη! Το ίδιο απόγευμα γράφτηκε στην σχολή βυζαντινής μουσικής της Μητρόπολης Νικαίας. Πίσω της στεκόταν ένας νεαρός άντρας που περίμενε κι αυτός να εγγραφεί. 

 “Καλησπέρα σας”, την χαιρέτησε ευγενικά. “Σπάνια βλέπει κανείς κορίτσια στη ηλικία σας να ενδιαφέρονται για τόσο πνευματικά πράγματα”! 

 “Αλήθεια είναι!', του χαμογέλασε. “Και εγώ μέχρι πριν λίγους μήνες, έτσι αισθανόμουν”! 

 ”Και κάτι συνταρακτικό συνέβη για να σας αλλάξει τόσο δραματικά, έτσι δεν είναι”; 

 “Πραγματικά, κάτι συνέβη. Διαβάζετε το μυαλό των ανθρώπων”; 

 ”Όχι βέβαια!”, της χαμογέλασε. “Απλώς αυτό είναι το προφανές! Είναι δύσκολες οι θεαματικές αλλαγές αν δεν μεσολαβήσει κάτι πολύ σοβαρό. Συγχωρήστε με, σας μιλάω τόση ώρα, χωρίς να έχουμε συστηθεί! Γιώργο με λένε και είμαι στο δεύτερο έτος της Θεολογικής Αθηνών”.

 ”Χαίρω πολύ! Το όνομα μου είναι Καλλιόπη και θα πάω στην τρίτη λυκείου”. 

 “Τι θα λέγατε, σας επιτρέπει η σεμνότητα σας να πιείτε έναν καφέ με κάποιον σχεδόν άγνωστο σας”; “Αν ο σχεδόν άγνωστος είναι τόσο ευγενής όσο δείχνει, μάλλον δεν έχω πρόβλημα”! 

 Περπάτησαν σιωπηλοί μέχρι την πλατεία του Αγίου Νικολάου, και κάθισαν σε μια καφετέρια. 

 ”Κάτι μου λέει πως δεν είσαστε από τα μέρη μας”, της είπε μόλις έφυγε ο σερβιτόρος που έφερε τους καφέδες. 

 “Έχετε δίκιο. Δεν είμαι από την Αθήνα”, του απάντησε δίχως να του δώσει περισσότερες λεπτομέρειες, και ο Γιώργος δεν της ζήτησε κάτι παραπάνω, καθώς κατάλαβε πως δεν ήθελε να αποκαλύψει πολλά για την ζωή της, τουλάχιστον προς το παρόν. 

 “Ούτε κι εγώ έχω γεννηθεί στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και γεννήθηκα στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου υπηρετούσε τότε. Αλλά το σπίτι μας ήταν και είναι εδώ στη Νίκαια”. “Είπατε πως σπουδάζετε θεολογία. Δύσκολη επιλογή για επαγγελματική αποκατάσταση δεν είναι”; ”Ασφαλώς! Αν το επιλέξεις για επάγγελμα, δεν έχεις πολλές πιθανότητες εύρεσης εργασίας. Όμως για μένα είναι περισσότερο εσωτερική ανάγκη. Και παρακαλώ να μου μιλάς στον ενικό! Αλλιώς θα αισθάνομαι σαν κάποιος σεβάσμιος γέροντας”!

 Γέλασαν και οι δυο με το αστείο, που έσπασε τον όποιο πάγο υπήρχε μέχρι τότε.. 

 ”Ξέρεις”, της είπε ξαφνικά, “η μεγάλη μου επιθυμία είναι να υπηρετήσω τον Χριστό και την εκκλησία του”. 

 Η Καλλιόπη αισθάνθηκε πως αυτός ο νέος δεν μπήκε τυχαία στη ζωή της! 

 “Εννοείς πως θέλεις να γίνεις ιερέας”;

 “Ακριβώς, αν και όταν βρεθεί η κατάλληλη κοπέλα που θα δεχθεί να ανέβει τον Γολγοθά της παπαδιάς! Γιατί πιστεύω πως δεν είμαι ικανός να κρατήσω όρκο αγαμίας. Προς Θεού, μην φανταστείς πως είμαι κανένας έκφυλος! Απλώς δεν νιώθω άξιος να γίνω μοναχός”.

Ο Θαυμασμός της Καλλιόπης, μεγάλωσε με αυτή την αποκάλυψη. Μήπως η γνωριμία τους ήταν θεϊκό σημάδι για τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει; Σαν άντρας δεν της ήταν αδιάφορος,, για την ακρίβεια της ήταν πολύ συμπαθής, και η ιδέα να γίνει σύζυγος ιερέα της φάνηκε πολύ ελκυστική! Η πρώτη της επιλογή παρέμενε η μοναστική ζωή, αλλά αν το θέλημα του Θεού ήταν άλλο, θα το ακολουθούσε χωρίς δισταγμό. 

 “Από τα λίγα που γνωρίζω γι αυτά τα θέματα, οι υποψήφιοι ιερείς δεν πρέπει να έχουν προγαμιαίες σχέσεις.”, του είπε με συστολή. “Ισχύει πραγματικά”; 

 “Απαράβατος κανόνας!”,της απάντησε σοβαρά. “Μπορείς να γίνεις μεγάλος άγιος αν έχεις τέτοιες σχέσεις και μετανοήσεις, ιερέας όμως όχι”! 

 Κάτι από την παλιά Καλλιόπη επιχείρησε να ξυπνήσει μέσα της με την ομολογία παρθενίας του Γιώργου, όμως γρήγορα το ξεπέρασε, αναλογιζόμενη το μεγαλείο μιας τέτοιας θυσίας. 

 ”Είσαι αξιοθαύμαστος άνθρωπος! Πολύ λίγοι θα μπορούσαν να αντισταθούν στους πειρασμούς της σάρκας”! 

 “Δεν είναι καθόλου εύκολο, πίστεψε με! Είναι ένας διαρκής αγώνας με πόνο και πολύ μοναξιά. Μόνο η προσευχή και η πίστη βοηθάνε”. 

 Μίλησαν αρκετά και χώρισαν με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν την επόμενη μέρα στο ίδιο μέρος. Με την επιστροφή της στο σπίτι, η θλίψη στα μάτια της θείας της, δεν προοιώνιζε κάτι καλό. 

“Συμβαίνει κάτι θεία;”, τη ρώτησε με αγωνία. “Δυστυχώς έχω κάποια άσχημα νέα από το χωριό! Ο Βασίλης...” 

 “Ο Βασίλης, ο Νομικός; Έπαθε κάτι”; 

 “Πως να σου το πω κορίτσι μου! Δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας”! 

 Η Καλλιόπη σωριάστηκε στην καρέκλα συγκλονισμένη.

 ”Πως έγινε;”, κατάφερε να πει. 

 “Όπως μου είπε η μάνα σου, ανακοπή ή κάτι τέτοιο. Σήμερα έγινε η κηδεία”. 

 “Πρέπει να τηλεφωνήσω στη Μαριγώ! Τώρα θα με χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά!” “Μην κάνεις τον κόπο! Έφυγε από το χωριό αμέσως μετά την κηδεία. Έρχεται στην Αθήνα.”

 “Στην Αθήνα; Από που κι ως που; Δεν ξέρει κανέναν εδώ; “

 ”Είπε πως θα μείνει λίγο με τη Ρηνιώ να ηρεμήσει και ύστερα θα δει τι θα κάνει”. 

 Τα μάτια της Καλλιόπης γέμισαν δάκρυα. “Αυτή λοιπόν είναι η τιμωρία για το φόνο του Αριστείδη”, σκέφτηκε με απόγνωση, καθώς δεν είχε ιδέα για όλα τα υπόλοιπα που είχαν συμβεί. Έπρεπε να επικοινωνήσει οπωσδήποτε με τη Ρηνιώ, αλλά δεν είχε τηλέφωνο της. Από τη θεία της ήξερε πως έμενε στη βίλα του Μάρκου. Άνοιξε το χρυσό οδηγό και έψαξε το όνομα. Ευτυχώς ο αριθμός ήταν καταχωρημένος στο δικό του. Σχημάτισε τον αριθμό και άκουσε με ανακούφιση την φωνή της. Δεν είχε καμία διάθεση να μιλήσει με τον Μάρκο. Τον φοβόταν όπως όλοι στο χωριό. 

 “Καλησπέρα Ρηνιώ. Η Καλλιόπη είμαι!”

“Καλλιόπη μου! Τι έκπληξη είναι αυτή!”

 “Βρήκα το τηλέφωνο στον κατάλογο, και ήθελα να μιλήσουμε λίγο. Έχεις χρόνο;” 

 “Είμαι μόνη σπίτι, όπως τις περισσότερες ώρες εξ άλλου, οπότε έχω όσο χρόνο θέλεις”! 

 “Θα έμαθες τα νέα φαντάζομαι.”

 “Εννοείς για τον Βασίλη; Τα έμαθα δυστυχώς. Τα άσχημα μαθαίνονται γρήγορα!” 

 “Με τη Μαριγώ μίλησες;” 

 “Όχι προσπάθησα σήμερα, όμως η μάνα της μου είπε πως λείπει στη Χώρα. Η καημένη η Βασίλαινα! Με το ζόρι μπορούσε να μου μιλήσει!” 

 ”Δηλαδή δεν ξέρεις πως θα έρθει σε εσένα;” 

 “Σε μένα; Εδώ στου Μάρκου;” 

 “Έτσι μου είπε η θεία μου.” 

 “Αποκλείεται! Δεν ξέρει που είναι το σπίτι, μόνο το τηλέφωνο έχει, αλλά δεν μου τηλεφώνησε”. “Ίσως το κάνει μόλις φτάσει στον Πειραιά. Αν έχεις νέα της σε παρακαλώ ενημέρωσε με.” 

Μίλησαν ακόμα λίγο για τα δικά τους και έκλεισαν τη γραμμή. Η σκέψη της ήταν συνέχεια στη Μαριγώ. Έτσι άμαθη που ήταν από μεγαλουπόλεις και τόσο ευάλωτη τώρα, με το θάνατο του πατέρα της, θα ήταν σε δραματική κατάσταση. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Εφτά και είκοσι. Προλάβαινε να κατέβει στο λιμάνι πριν φτάσει το καράβι. Ήλπιζε να χαρεί με την παρουσία της εκεί. Όσο κι αν είχε αλλάξει, σίγουρα θα ήθελε την παρέα της πιο καλής της φίλης. 

 Έφτασε την ώρα που το πλοίο έκανε μανούβρες για να δέσει. Η καρδιά της κτυπούσε δυνατά. Αλήθεια με τι λόγια θα την παρηγορούσε; Τι έπρεπε να της πει για να απαλύνει τον πόνο της; Οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν και τα μάτια της είχαν κολλήσει στην έξοδο του πλοίου για να την εντοπίσει.. Την είδε μετά από λίγα λεπτά να κατεβαίνει με μια βαλίτσα στο χέρι. Τίποτα δεν έδειχνε το δράμα που υποτίθεται θα την είχε συγκλονίσει! Μόνο τα μαύρα που φορούσε σε προδιέθεταν για το πένθος. Όλα τα υπόλοιπα έδειχναν τόσο παράταιρα για μια κόρη που μόλις είχε χάσει τον αγαπημένο της πατέρα! Σχεδόν χαμογελαστή συνομιλούσε με έναν από τους ναύτες, που η Καλλιόπη τον αναγνώρισε. Ήταν από το ίδιο νησί και δούλευε χρόνια στο πλοίο. 

 “Μαριγώ!”, της φώναξε και αυτή γύρισε ξαφνιασμένη. Έπεσε στην αγκαλιά της και της πήρε τη βαλίτσα από το χέρι. 

 “Πόσο λυπάμαι καλή μου! Μόνο κουράγιο μπορώ να σου πω!”

 “Ευχαριστώ”, απάντησε μονολεκτικά εκείνη. 

 “Θα έρθεις μαζί μου σπίτι, δεν το συζητώ!” 

 “Για λίγες μέρες θα μείνω στο ξενοδοχείο, που μου σύστησε ο Αργύρης, ο ναύτης ξέρεις. Δουλεύει εκεί ο αδερφός του ρεσεψιονίστ και με διαβεβαίωσε πως είναι πολύ καλό.

Στον Κορυδαλλό είναι, στην πλατεία Βενιζέλου.”

 “Μα γιατί;”, διαμαρτυρήθηκε η Καλλιόπη. “Η θεία μου σε περιμένει!” 

 “Την ευχαριστώ πες της, αλλά έχω ανάγκη να μείνω λίγο μόνη, να ηρεμήσω και να σκεφτώ.”

 'Όπως νομίζεις”, της απάντησε απογοητευμένη. “Πάντως αύριο μετά τη δουλειά θα έρθω να σε δω. Κατά τις πέντε θα είμαι εκεί.” 

 ”Θα σε περιμένω”, της απάντησε και μπήκε στο ταξί που σταμάτησε μπροστά τους. Οι όποιες ελπίδες πως θα ξανάβλεπε την παλιά καλή Μαριγώ εξανεμίστηκαν με αυτή την συνάντηση1 Καμία λύπη δεν διέκρινε στα μάτια της, λες και ο θάνατος αφορούσε κάποιον άλλο και όχι τον πατέρα που την έφερε στη ζωή. Κι ύστερα, τι ψυχρή αντιμετώπιση της επεφύλαξε! Σαν να μην χάρηκε καθόλου που την είδε μετά από τόσο καιρό. Ούτε καν να προσφερθεί να την πάρει μαζί της με το ταξί! Αναστέναξε βαθιά και κίνησε για τη στάση του λεωφορείου.

Τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχε περιγράψει ο Αργύρης. Καθαρό μεν και σχετικά καινούργια κατασκευή το ξενοδοχείο, όμως οι πελάτες του ήταν κυρίως νόμιμα και παράνομα ζευγαράκια, που το επισκέπτονταν για λίγες ώρες. Υπήρχαν και δυο τρεις ακόμη πελάτες, που κρατούσαν τα δωμάτια με το μήνα. Αποφάσισε να μείνει για λίγες μέρες, μιας και της άρεσε η περιοχή, και ύστερα βλέποντας και κάνοντας. Πήρε τα κλειδιά από τη ρεσεψιόν και ανέβηκε στο δωμάτιο της. Άνοιξε τη βαλίτσα και άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα της στη μικρή ντουλάπα. Έβγαλε το φυλακτό που είχε στην θήκη της βαλίτσας και το έβαλε στο συρτάρι του κομοδίνου. Δεν το είχε φορέσει ακόμα και ούτε σκόπευε για το κοντινό μέλλον. Ίσως αργότερα, όταν τελείωνε με τις εκκρεμότητες που έπρεπε να τελειώσει. 

Ξαφνικά μέσα στην τσέπη μιας φούστας άγγιξε τον Σταυρό της. Τράβηξε απότομα το χέρι λες και ακούμπησε κάποιο σιχαμερό έντομο! Η πρώτη σκέψη της ήταν να τον πετάξει, αλλά γρήγορα το μετάνιωσε. Ήταν ολόχρυσος με διαμαντάκι στην κορυφή και σίγουρα πολύ ακριβός. Μπορεί να χρειαζόταν χρήματα αργότερα και θα της φαινόταν χρήσιμος! Τον έβαλε κι Αυτόν στο συρτάρι, και συνέχισε με τα ρούχα. Όταν τελείωσε κατάλαβε πως πεινούσε πολύ. Είχε να φάει κοντά δυο μέρες αν εξαιρέσεις μισή απαίσια τυρόπιτα που έφαγε στο καράβι.

 Βγήκε από το ξενοδοχείο και περπάτησε στους άγνωστους δρόμους για αρκετή ώρα. Αγόρασε δυο καλαμάκια κοτόπουλο και κάθισε σε ένα παγκάκι. Πρώτη φορά μόνη και μάλιστα μακριά από το χωριό της κι όμως αυτό δεν την ενοχλούσε καθόλου. Αντίθετα της έδινε μιαν αίσθηση ελευθερίας! Αποφάσισε να τηλεφωνήσει στη Ρηνιώ και μπήκε στον πρώτο θάλαμο που βρήκε στον δρόμο της. Το σήκωσε ο Μάρκος και δίστασε για μια στιγμή. 

“Τη Ρηνιώ θα ήθελα παρακαλώ”, του είπε τελικά αλλάζοντας όσο μπορούσε τη φωνή της.

Όχι πως υπήρχε περίπτωση να την αναγνωρίσει μετά από τόσα χρόνια που είχε να την δει και να την ακούσει, αλλά θεώρησε καλό να μην το διακινδυνεύσει. 

 “Μισό λεπτό”, της απάντησε ο Μάρκος και φώναξε τη Ρηνιώ. Μίλησαν για αρκετή ώρα και κανόνισαν να βρεθούν την επομένη στο ξενοδοχείο. Θα κατέβαινε με το αυτοκίνητο να πήγαιναν μια βόλτα οι τρεις τους. Στην κανονισμένη ώρα έφτασε πρώτη η Καλλιόπη. Είχε ήδη τηλεφωνήσει στο Γιώργο και είχε μεταθέσει το ραντεβού τους για την επομένη.. Η Μαριγώ την περίμενε στο σαλόνι. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε και η Ρηνιώ. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου και οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι. 

 “Θέλετε να πάμε πρώτα στον εσπερινό”, ρώτησε η Καλλιόπη και η Ρηνιώ έδειξε να συμφωνεί. Η Μαριγώ με μια κίνηση του κεφαλιού το απέκλεισε αμέσως. 

 “Εκκλησία είχα και στο χωριό μου”, είπε προκλητικά. “Στην Αθήνα ήρθα να ξεσκάσω λίγο!” 

 Η Ρηνιώ πάγωσε με αυτά τα λόγια. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως η σεμνή και θεοφοβούμενη Μαριγώ θα είχε τέτοια συμπεριφορά. Αντίθετα η Καλλιόπη μάλλον περίμενε την αντίδραση της. Αυτή είχε δει πολύ χειρότερα από τη Μαριγώ! Αποφάσισαν τελικά μια βόλτα στην παραλιακή και κατέληξαν σε μια καφετέρια στη Γλυφάδα. Παρήγγειλαν καφέ οι δυο τους και η Μαριγώ μια πάστα. 

 “Μα είναι νηστεία!”, τόλμησε να πει η Ρηνιώ, όμως το μετάνιωσε στη στιγμή όταν αντίκρισε το αγριεμένο βλέμμα της. 

 “Λοιπόν”, προσπάθησε να σώσει την κατάσταση η Καλλιόπη, “Θα κάτσεις μέρες στην Αθήνα;” “Μέρες;”, γέλασε η Μαριγώ. “Μα ήρθα να μείνω για πάντα!” 

 Η Καλλιόπη μαζεύτηκε και δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα άλλο, όχι όμως και η Ρηνιώ. 

“Και η μητέρα σου;”, τη ρώτησε. 

 “Μια χαρά τα καταφέρνει και μόνη της! Είναι δυνατή γυναίκα.”

 “Τότε θα πρέπει να βρεις μια δουλειά, να νοικιάσεις ένα σπίτι. Δεν μπορείς να μένεις συνέχεια στο ξενοδοχείο. Τα χρήματα είναι πολλά για κάτι τέτοιο, και δεν φαντάζομαι πως τα έχεις.”

 “Νομίζω πως έχω τη λύση”, είπε διστακτικά η Καλλιόπη. “Σε λίγες μέρες ανοίγουν τα σχολεία και θα σταματήσω τη δουλειά. Αν ήθελες θα μπορούσα να σε πάω στη θέση μου.” 

 “Περί τίνος πρόκειται;”, ρώτησε με ενδιαφέρον η Μαριγώ. 

“ Τίποτα σπουδαίο. Βοηθός σε μια μικρή βιοτεχνία στη γειτονία μου. Πάντως για αρχή δεν είναι άσχημα”.

 “Ωραία λοιπόν, μια και λύσαμε και αυτό το πρόβλημα, αύριο είσαστε καλεσμένες μου! Θα σας βγάλω για φαγητό! Κερνάω για τη γιορτή μου.” 

 Η Ρηνιώ προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποφύγει την πρόσκληση. Η συμπεριφορά της Μαριγώς την είχε ενοχλήσει πολύ.

“Φοβάμαι πως έχω πολλές δουλειές αύριο στο σπίτι”, είπε ψέμματα, αφού όλοι θα έλειπαν στο εξοχικό τους στο Αλεποχώρι. 

 “Και ύστερα μου έβαλες χέρι εμένα για τη νηστεία!”, κάγχασε. “Δεν κάνουν δουλειές τέτοια μέρα απ΄όσο ξέρω!” 

 Αναγκάστηκε με βαριά καρδιά να δεχτεί. 

 “Μάλλον έχεις δίκιο. Δεν κάνει αύριο, μπορούν να περιμένουν οι δουλειές.” 

 “Εγώ μάλλον δεν θα έρθω”, είπε η Καλλιόπη. “Θα βγω με έναν καλό μου φίλο, που τον έστησα σήμερα.” 

 ”Επιτέλους!”, ξέσπασε γελώντας η Μαριγώ. “Η μικρή μας η Καλλιόπη ξαναβρήκε τον παλιό καλό της εαυτό!” 

 “Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα”, την σταμάτησε με θυμό. “Είναι αυτό ακριβώς που είπα. Ένας καλός φίλος και πολύ αξιόλογος νέος. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.” 

 “Ωραία λοιπόν, αυτό δεν μας εμποδίζει να τον πάρουμε μαζί μας. Λέω μάλιστα να ξεκινήσουμε νωρίς το πρωί, να το κάνουμε σαν εκδρομή!” 

 “Μετά την λειτουργία”, το ξέκοψε η Καλλιόπη, και η Ρηνιώ έσπευσε να συμφωνήσει. 

 “Ας είναι”, συμφώνησε βαριεστημένα η Μαριγώ. “Ευκαιρία να κοιμηθώ λίγο παραπάνω! Κατά τις έντεκα στο ξενοδοχείο μου” 

 Ζήτησαν το λογαριασμό, τον οποίο πλήρωσε η Μαριγώ και ξεκίνησαν για την επιστροφή. Αφού άφησαν τη Μαριγώ στο ξενοδοχείο, έμειναν οι δυο τους στο αυτοκίνητο. 

 ”Απίστευτη η αλλαγή της Μαριγώς”, είπε σοκαρισμένη η Ρηνιώ. “Δεν την αναγνωρίζω πια!” 

 “Της έτυχαν πολλά”, τη δικαιολόγησε χλιαρά η Καλλιόπη. “Από τη μια ο θάνατος του Αριστείδη, ύστερα του πατέρα της. Δεν είναι και λίγο.”

 “Κάτι πιο σοβαρό πρέπει να της συμβαίνει”, επέμεινε. “Δεν αλλάζει έτσι απλά ο άνθρωπος με τις πρώτες αναποδιές!” 

 Η Καλλιόπη προτίμησε να μην απαντήσει. Τι να της έλεγε άλλωστε; Πως είχε φτάσει μέχρι και σε φόνο; Μερικά πράγματα είναι καλύτερο να μην τα μοιράζεσαι με άλλους! Έφτασαν στο σπίτι και η Καλλιόπη κατέβηκε και την καληνύχτισε. Μόνη πια η Ρηνιώ αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει με τον Αντώνη. Παρακάλεσε το Θεό να τον βρει στην υπηρεσία, μιας και ήταν το μόνο τηλέφωνο που είχε. Μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο και σχημάτισε τον αριθμό. Ευτυχώς ήταν εκεί.

 “Κάτι μαγικό συμβαίνει με μας!”, της είπε μόλις άκουσε τη φωνή της. “μόλις έψαχνα τρόπο να επικοινωνήσω μαζί σου!”

 “Έγινε κάτι;”, τον ρώτησε με αγωνία. 

 “Σε μισή ώρα σχολάω. Μπορείς να βρεθούμε;”

 “Είμαι Νίκαια, που σε βολεύει;”

“Στο Αιγάλεω, να μοιράσουμε τη διαφορά. Στον Εσταυρωμένο υπάρχει μια καφετέρια στη γωνία. Σε τρία τέταρτα εκεί.”

 “Εντάξει!” 

 Η Ρηνιώ μπήκε στο αυτοκίνητο αλλά δεν ξεκίνησε αμέσως. Κάτι πολύ σημαντικό θα είχε να της πει, για να μην της μιλήσει από το τηλέφωνο. Μάλλον δεν έπρεπε να ακούσει κανείς άλλος τη συνομιλία τους. Έφτασε στο Αιγάλεω την ώρα που είχαν πει. Τον βρήκε να κάθεται ήδη σε ένα τραπεζάκι της πλατείας. Την φίλησε απαλά στο μάγουλο και μπήκε αμέσως στο θέμα.

“Έχω σοβαρές πληροφορίες από πολύ αξιόπιστο πρόσωπο για τον άνθρωπο μας! Η εταιρία εισαγωγής και εμπορίας κρεάτων που διατηρεί, εκτός από το άλλοθι του για τη χλιδάτη ζωή που κάνει, του χρησιμεύει και για να φέρνει την κόκα στην Ελλάδα.” 

 “Με ποιόν τρόπο;”, ρώτησε απορημένη. 

 “Σχεδόν καθημερινά φέρνει κρέατα, μοσχάρια κυρίως, από την Ευρώπη μέσω Βουλγαρίας. Σε κάποια δρομολόγια δυο τρία το μήνα δεν ξέρω, έρχονται μαζί και τα ναρκωτικά. Έμπειροι τεχνίτες Βούλγαροι σκίζουν με μαεστρία τα μοσχάρια και τοποθετούν σακουλάκια με το πράγμα. Ύστερα με ειδική κόλα κλείνουν τις τομές και κανείς δεν μπορεί να τις διακρίνει, ακόμα και αν ξέρει πως υπάρχουν!” 

 “Τότε είναι πολύ εύκολο να μπλοκάρεις το φορτηγό για έλεγχο.” 

 “Δεν είναι τόσο απλό! Υπολόγισε είκοσι πέντε περίπου δρομολόγια το μήνα και μόνο σε δυο ή τρία υπάρχει θέμα! Στατιστικά αν το πάρεις δεν θα πέσεις πάνω τους. Και αν το φορτίο είναι καθαρό, το κράτος θα πρέπει να αποζημιώσει την καταστροφή των κρεάτων. Χώρια που θα είναι τρομερά δύσκολο μετά, να σου δώσουν καινούργιο ένταλμα!” 

 “Άρα χρειάζεται να ξέρεις ποιο δρομολόγιο ακριβώς μεταφέρει το εμπόρευμα.” 

 “Έτσι! Χωρίς την πληροφόρηση η αποτυχία είναι σχεδόν δεδομένη! Γι αυτό σου ζητάω να έχεις μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα τις επόμενες μέρες! "

 “Μα αυτό κάνω δυό μήνες τώρα, αλλά τζίφος!” 

 “Ναι αλλά τώρα ξέρουμε τι ψάχνουμε! Ας είναι καλά η παρατηρητικότητα σου που μας οδήγησε στον τύπο στο Μοναστηράκι. Αυτός είναι ξάδελφος αυτουνού που έχει δίπλα στον δικό μας μια επιχείρηση επεξεργασίας κρέατος. Εκεί γίνεται όλη η δουλειά! ¨Όταν έρχονται τα κρέατα, κάποια από αυτά τα παίρνουν αυτοί και αφού αφαιρέσουν τα ναρκωτικά, προχωρούν στη κανονική επεξεργασία. Φτιάχνουν μπιφτέκια, κεμπάπ και άλλα προϊόντα που διοχετεύουν σε σούπερ μάρκετ. Κάποια από αυτά προορίζονται για εξαγωγή, Γερμανία και Βέλγιο κυρίως. Τα ναρκωτικά, μαζί με τα υπολείμματα κρεάτων, μπαίνουν σε μεγάλους κάδους που τα παίρνει μια άλλη εταιρία που φτιάχνει άλευρα για ζωοτροφές. Κάπου στο δρόμο προς το εργοστάσιο, γίνεται η διανομή στους εμπόρους.”

“Οπότε αν φύγουν από τον δικό μας, τίποτα δεν μπορεί να τον συνδέσει με την κόκα.”

 “Ακριβώς! Η δουλειά πρέπει να γίνει πριν φτάσει το φορτηγό στον Μάρκο ή το πολύ όταν μπει στο χώρο του.” 

 “Και τι ακριβώς πιστεύεις πως θα πρέπει να ακούσω;”

 “Μακάρι να ήξερα! Ίσως κάποιο συνθηματικό του τύπου: “Έρχεται το φορτίο με τις παραγγελίες για κάπου” ή “Φορτώστε και για τον τάδε”, κάτι τέτοιο φαντάζομαι.” 

 Η Ρηνιώ έμεινε για λίγο συλλογισμένη. 

 “Κι αν κάνουμε λάθος και δεν είναι το συνθηματικό;”, του είπε διστακτικά. 

 “Τότε την πατήσαμε οριστικά! Εγώ παραιτούμαι και εσύ εξαφανίζεσαι αμέσως από τη βίλα! Πας κατευθείαν Σαλαμίνα στη μάνα μου, που είναι σχετικά ασφαλές μέρος και ύστερα βλέπουμε. Όμως γιατί πρέπει να πάρουμε το κακό σενάριο;” 

 “Έχεις δίκιο! Θετική σκέψη πάνω απ΄όλα!” 

 Της χαμογέλασε επιδοκιμαστικά και ύστερα άλλαξε την κουβέντα για να καθησυχάσει τους φόβους της. 

 “Τι κάνεις αύριο;”

 “Θα βγω με δυο φίλες από το χωριό. Γιορτάζει η μια και θα μας κάνει το τραπέζι.”

 “Δερβενοχώρια να πάτε! Έχει φανταστικά μαγαζιά και στη Στεφάνη και στα Σκούρτα!” 

 “Θα δούμε. Εσύ;” 

 “Μια βόλτα στην υπηρεσία και ύστερα ύπνος μέχρι το απόγευμα! Μου λείπει αρκετός τελευταία! Σου χρωστάω μια μεγάλη κρουαζιέρα, όταν τελειώσουν όλα! Εσύ διαλέγεις μόνο το που!” 

 “Μου αρκεί που θα είμαστε μαζί!”, του απάντησε γλυκά. Συζήτησαν ανέμελα αρκετή ώρα ακόμη και αφού φιλήθηκαν θερμά, τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.

Στο δρόμο για την Εκάλη η Ρηνιώ ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Η εμπιστοσύνη που της έδειχνε ο Αντώνης τη φόρτωνε με άγχος. Του χρωστούσε πολλά και δεν ήθελε με τίποτα να τον απογοητεύσει. Από την άλλη η αρχική συμπάθεια είχε μεταβληθεί σε αγάπη. Έρωτας; Δεν ήταν σίγουρη, όμως η άψογη συμπεριφορά του απέναντι της και το ότι δεν την πίεζε να προχωρήσουν, τον είχαν ανεβάσει πολύ στα μάτια της. “¨Μακάρι Θεέ μου να τελειώσουν όλα καλά”, προσευχήθηκε με αγωνία.

----------


Όμορφη μέρα ξημέρωσε τον Δεκαπενταύγουστο. Ένα ελαφρύ μελτεμάκι έσπαζε την αφόρητη ζέστη των προηγούμενων ημερών. Η Καλλιόπη σηκώθηκε χαράματα και ετοιμάστηκε για την εκκλησία. Πήρε τη θέση της στο ψαλτήρι, και συμμετείχε με κατάνυξη στη Θεία μυσταγωγία. Και Η Ρηνιώ νωρίς νωρίς πήγε στον ναό. Μόνο η Μαριγώ, αν και ξύπνησε κι αυτή πρωί, ακολούθησε άλλη διαδρομή! Προτίμησε έναν καφέ στην πλατεία Ελευθερίας, που ήταν σχεδόν άδεια λόγω αργίας και καλοκαιριού. Ο μόνος πελάτης εκτός από εκείνη ήταν ένας νεαρός με περίεργο ντύσιμο. Δεν έδειχνε να της δίνει καμία σημασία. Πρόσεξε πως τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά καθώς άναβε τσιγάρο. 

Εκείνη τη στιγμή τρεις άντρες τον πλησίασαν και αφού έδειξαν αστυνομικές ταυτότητες του πέρασαν χειροπέδες. Προσπάθησε να αντιδράσει αλλά δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί. Φαινόταν άρρωστος ή κάτι άλλο που η Μαριγώ δεν μπορούσε να προσδιορίσει. 

 “Κύριε Αλέξιου”, φώναξε ένας μπάτσος από το περιπολικό που κατέφθασε και ο πιο μεγάλος από τους τρεις γύρισε προς το μέρος του. Με ένα νεύμα διέταξε τους άλλους δυο να βάλουν τον νέο στο αυτοκίνητο. Ο ίδιος παρέμεινε για λίγο εκεί και ύστερα μπήκε στο δικό του και έφυγε προς Πειραιά. 

Ο σερβιτόρος που ήρθε να μαζέψει το τραπέζι που καθόταν ο νεαρός κοίταξε με νόημα τη Ρηνιώ. “Καθημερινό φαινόμενο η πρέζα πια”, της είπε κουνώντας με αποδοκιμασία το κεφάλι. 

 “Ερχόταν συχνά εδώ”, ρώτησε η Μαριγώ. 

 “Η δεύτερη φορά που τον βλέπω. Πάντως ο υπαστυνόμος είναι γνωστός! Τριγυρίζει στα μέρη μας συνέχεια.” 

 “Αυτός ο.. πως τον είπαν αλήθεια;” 

 “Αλεξίου. Δυνατός αξιωματικός! Θα πάει ψηλά.” 

 “Και κούκλος”, σκέφτηκε η Μαριγώ, και ύστερα μεγαλόφωνα “Μήπως έχεις ώρα;”

 “Δέκα και είκοσι”, της απάντησε και η Μαριγώ σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε να ετοιμαστεί για την έξοδο..

Στο δωμάτιο της στάθηκε αναποφάσιστη, μπροστά στα λιγοστά ρούχα που είχε μαζί της. “Το δίχως άλλο αύριο πρέπει να αγοράσω καινούργια”, μονολόγησε. Τελικά διάλεξε ένα στενό τζιν και ένα μπλουζάκι ροζ αρκετά αποκαλυπτικό. Ποτέ δεν το φορούσε μόνο του, πάντα σαν εσωτερικό το χρησιμοποιούσε, όμως αυτά όταν ήταν η παλιά Μαριγώ! “Θα τρελαθούν οι άλλες”, σκέφτηκε χαιρέκακα. “Σίγουρα θα περιμένουν να με δουν με μαύρα σαν πενθούσα κόρη!” Δεν είχε άδικο! Ειδικά η Ρηνιώ δεν πίστευε στα μάτια της όταν την αντίκρισε. Η Καλλιόπη μάλλον ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Δεν της είπαν τίποτα. Απλά της ευχήθηκαν τα χρόνια πολλά δίχως πολύ ενθουσιασμό. “Λοιπόν που λέτε να πάμε;” τις ρώτησε. “Εσείς είσαστε λίγο καιρό εδώ και ξέρετε καλύτερα.” 

 “Τι λέτε για Δερβενοχώρια”, πρότεινε η Ρηνιώ. “Είναι λίγο μακριά, αλλά είναι πανέμορφα!”

Συμφώνησαν αμέσως..

“Θα περάσουμε να πάρουμε το Γιώργο πρώτα. Πήγε σπίτι να βάλει κάτι πιο σπορ από αυτά που φορούσε στην εκκλησία.”, είπε η Καλλιόπη, και ξεκίνησαν. Τις περίμενε στην πόρτα κρατώντας μια καλαίσθητη ανθοδέσμη. 

 “Σε ποιαν από τις όμορφες δεσποινίδες θα την προσφέρω;”, ρώτησε χαμογελώντας καθώς άνοιγε την πόρτα του συνοδηγού. 

 ¨Στην κοπελιά δίπλα μου”, του είπε η Καλλιόπη. “Η Μαριγώ μας είναι που γιορτάζει σήμερα:” 

 Της πρόσφερε τα λουλούδια και της ευχήθηκε. Αφού τελείωσαν με τις συστάσεις ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Σε τρία τέταρτα έφτασαν στα Σκούρτα, το γραφικό χωριουδάκι της Πάρνηθας.

Με πολλή δυσκολία κατάφεραν να βρουν τραπέζι σε μια από τις ταβέρνες, καθώς πολλοί Αθηναίοι είχαν επιλέξει να περάσουν εκεί την ημέρα. Η Μαριγώ κάθισε δίπλα στον Γιώργο, δίχως να παραχωρήσει αυτή τη θέση στην Καλλιόπη που δικαιωματικά της ανήκε, πράγμα που την πίκρανε , χωρίς όμως να το δείξει. Παρήγγειλαν σχεδόν απ΄όλα! Δηλαδή η Μαριγώ παρήγγειλε. Αρνί στη σούβλα, κοκορέτσια, μπιφτέκια, ορεκτικά, τα πάντα! Και κρασί, αν και ο Γιώργος ήθελε μια μπύρα. 

 “Κρασί θα πιούμε!”, είπε αποφασιστικά η Μαριγώ. “Αυτό ταιριάζει στις γιορτές!”. 

 Μετά τις απαραίτητες προπόσεις και ευχές, έφαγαν με όρεξη και με τη βοήθεια και του κρασιού οι γλώσσες λύθηκαν. 

 “Λοιπόν, έχετε καιρό σχέση;” ρώτησε με αυθάδεια η Μαριγώ, στρεφόμενη στον Γιώργο. 

 “Σου είπα μόλις πριν δυο μέρες γνωριστήκαμε και είμαστε καλοί φίλοι”, απάντησε η Καλλιόπη ενοχλημένη, ενώ ο Γιώργος κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. 

 “Αν και δεν είχες ποτέ γούστο σχετικά με τους άντρες, αυτή τη φορά η επιλογή σου είναι ιδανική!”, είπε προκλητικά η Μαριγώ. 

 Η Καλλιόπη ένιωσε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι! Την κοίταξε με άγριο βλέμμα, αλλά προτίμησε να μην απαντήσει. Ο Γιώργος παρατήρησε με κάποια αμηχανία την ένταση ανάμεσα τους, όπως και την απροκάλυπτη ερωτική επίθεση που του έκανε η Μαριγώ. Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα αναμφισβήτητα, όμως κάτι πάνω της τον απωθούσε. 

“Και συ Ρηνιώ;”, ξαναρώτησε η Μαριγώ. “Υπάρχει κάποιος στη ζωή σου;” 

 “Ας πούμε ναι”, ομολόγησε με μια χροιά πόνου στη φωνή της. “Υπάρχει ένας άντρας που με συγκινεί, αλλά μέχρι εκεί! Δεν έχει προχωρήσει τίποτα.” 

 “Και τι περιμένεις; Αν τον αγαπάς γιατί δεν συνεχίζεις;” 

 “Είναι πολύ απασχολημένος με τη δουλειά του. Είναι ξέρεις αξιωματικός της Αστυνομίας, και αυτός είναι ο μεγάλος του έρωτας! Κάποιες στιγμές που ξεκλέβει τις περνάμε μαζί, μα είναι τόσο λίγες αυτές.”

“Αστυνόμος!”, έδειξε ενδιαφέρον η Μαριγώ. “Και το όνομα αυτού;” 

 “Υπαστυνόμος για την ακρίβεια, και τον λένε Αντώνη”, απάντησε η Ρηνιώ αποφεύγοντας να πει περισσότερα. 

 “Αντώνης τι;”, επέμεινε. “Επώνυμο δεν έχει;” 

 “Αλεξίου”, απάντησε η Ρηνιώ δυσανασχετώντας. “Αν και νομίζω πως δεν ενδιαφέρει αυτό.” 

 Βόμβα να έπεφτε στο μαγαζί, λιγότερο θόρυβο θα έκανε. Όχι για τους άλλους, μόνο για τη Μαριγώ. Τι ήταν πάλι αυτό; Η σχέση της Ρηνιώς με αξιωματικό της δίωξης ναρκωτικών σε συνδυασμό με τις φήμες για τις δουλειές του Μάρκου και την παρουσία της στο σπίτι του, παραήταν πολλά για να είναι απλές συμπτώσεις! Και η ίδια πολύ τυχερή για να να γνωρίσει τον μπάτσο τυχαία. Κάτι ετοίμαζαν του Μάρκου, αυτό ήταν σίγουρο, και αν κατάφερνε να μάθει τι, θα της ήταν πολύ χρήσιμο. 

 Η Ρηνιώ παραξενεύτηκε με την ξαφνική σιωπή της Μαριγώς, όμως δεν το συνέδεσε με την κουβέντα τους. Εξ άλλου η προσοχή της ήταν τώρα στραμμένη στον Γιώργο, τον οποίο φλέρταρε δίχως τακτ, φέρνοντας τον σε φανερά δύσκολη θέση, όπως και την Καλλιόπη. 

 ”Πάμε για έναν καφέ”, πρότεινε πιο πολύ για να σπάσει την παγωμάρα. Η ιδέα ενθουσίασε τη Μαριγώ.

”Και μετά μπουζούκια! Εγώ κερνάω!” 

 “Αποφεύγω τέτοιες διασκεδάσεις”, το ξέκοψε ο Γιώργος. “Όσο για έναν καφέ, πολύ ευχαρίστως!” “Για καφέ μόνο”, συμφώνησε και η Καλλιόπη. Δουλεύω αύριο.”

 “Έχουν δίκιο τα παιδιά Μαριγώ. Εξάλλου μην ξεχνάς πως πριν λίγες μέρες έχασες τον πατέρα σου! Δεν είναι σωστό!”, την αποπήρε η Ρηνιώ                                                                                                                                                                                                         

Η Μαριγώ ανασήκωσε με απογοήτευση τους ώμους.”Έστω καφέ. Φεύγουμε;” Πλήρωσε και σηκώθηκαν. 

 “Συγγνώμη”, της είπε χαμηλόφωνα η Ρηνιώ, κρατώντας την από το μπράτσο. “Δεν έπρεπε να το πω αυτό!” 

 Της χαμογέλασε υποκριτικά. “Το είπες όμως", σκέφτηκε,” κι αυτό θα το πληρώσεις πολύ ακριβά! Φανερά όμως έκρυψε την οργή της. 

 “Δεν έγινε τίποτα καλή μου! Βγάλτο από το μυαλό σου. Άσε που μάλλον δίκιο είχες.”

Πήγαν για καφέ στο κέντρο. Η Αθήνα άδεια από τον πολύ κόσμο έμοιαζε υπέροχη! Όταν πια κουράστηκαν από την ολοήμερη σχεδόν εκδρομή τους, πρώτη η Καλλιόπη εκδήλωσε την επιθυμία να φύγουν.

 “Εσείς καθίστε αν θέλετε”, πρότεινε στις δυο φίλες. “Θα πάρουμε ταξί με τον Γιώργο.”

 “Θα σας έλεγα να πάμε σπίτι μου, αλλά είναι που δουλεύεις το πρωί και θα είναι δύσκολο να κατέβεις από την Εκάλη.” “Μιαν άλλη φορά! Ευχαριστούμε πάντως. Ευχαριστούμε και σένα Μαριγώ! Και του χρόνου!”

“Περίεργο κορίτσι η Μαριγώ”, παρατήρησε ο Γιώργος καθώς έκαναν τον γύρο της Ομόνοιας

“Θα έλεγε κανείς πως πίσω από την φαινομενική της επιθετικότητα, κρύβεται ένας άλλος άνθρωπος! Έτσι ήταν πάντα;” 

 Η Καλλιόπη σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. Να του έλεγε την αληθινή ιστορία, ίσως τον έκανε να νομίζει πως ζηλεύει. Από την άλλη, να ωραιοποιούσε την κατάσταση θα τον έφερνε πιο κοντά της και αυτό ήταν το χειρότερο. 

 “Έχει αλλάξει λίγο καιρό τώρα”, είπε τελικά. “Πέρασε κάποιες δύσκολες καταστάσεις που την επηρέασαν πολύ.” 

 “Έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες. Τίποτα όμως δεν μοιάζει με αυτό που είδα σε αυτή την κοπέλα! Μου έμοιαζε σαν να θέλει να ζητήσει βοήθεια, και δεν ξέρει από ποιόν και με ποιο τρόπο! Δεν ξέρω τι ακριβώς της συμβαίνει, όμως πιστεύω πως η ψυχή της είναι εγκλωβισμένη από κάτι πολύ δυνατό!” 

 ”Θέλεις να πεις πως κάτι ελέγχει το μυαλό της;”, ρώτησε με τρόμο. 

 “Αυτή την εντύπωση μου έδωσε! Θεωρώ εντελώς αφύσικο να συμπεριφέρεται έτσι, όταν μόλις έχει θάψει τον πατέρα της! Αλλά και η φυγή της από το χωριό την ίδια μέρα της κηδείας, αφήνοντας μόνη την μητέρα της στον πόνο της, κάθε άλλο παρά λογικό μου ακούγεται!” 

 “Υπάρχουν δυστυχώς και άλλα”, αποφάσισε να του εξομολογηθεί η Καλλιόπη και του διηγήθηκε την ιστορία με το θάνατο του Αριστείδη και τη δική της συμμετοχή σε αυτόν. 

 “Τότε τα πράγματα είναι πραγματικά πολύ σοβαρά!”, αντέδρασε ταραγμένος. “Αυτά που μου περιγράφεις, εδραιώνουν την πεποίθηση μου πως ενεργεί κάτω από ψυχικό καταναγκασμό!”

 “Εννοείς δαιμονική κατάληψη;” 

 “Δεν είμαι ειδικός να απαντήσω. Όμως πολύ το φοβάμαι! Όπως και να έχει δεν μπορούμε να την αφήσουμε αβοήθητη!” 

 Ο τρόμος ρίζωσε πια για τα καλά στην καρδιά της Καλλιόπης. Και η ίδια από την πρώτη στιγμή σε παρόμοιο συμπέρασμα είχε καταλήξει, όμως φοβόταν να το παραδεχτεί. Και φοβόταν πιο πολύ γιατί για δεύτερη φορά, άθελα της, έμπλεκε έναν άνθρωπο σε επικίνδυνα μονοπάτια. Αυτή τη φορά όμως θα έκανε το παν να αποτρέψει οτιδήποτε κακό να συμβεί στον Γιώργο. 

 “Αν πραγματικά συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν νομίζω πως είμαστε ικανοί να το αντιμετωπίσουμε εμείς”, προσπάθησε να τον αποτρέψει. “Μόνο η δύναμη του Θεού και φωτισμένος πνευματικός θα την ελευθέρωνε!” 

 “Να είσαι σίγουρη, πως δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτεί κάτι τέτοιο! Εμείς πρέπει να αναλάβουμε αυτό το φορτίο. Με αγάπη και υπομονή ίσως καταφέρουμε να την οδηγήσουμε στη σωτηρία.”

 “Τότε άφησε εμένα να προσπαθήσω. Εσένα θα σε δει-αν δε σε έχει ήδη δει- σαν υποψήφιο εραστή και θα έχεις μπλεξίματα. Εξάλλου μην ξεχνάς πως ξέρει ότι σπουδάζεις θεολογία και αυτό θα είναι κόκκινο πανί αν αληθεύουν οι φόβοι μας.” 

 “Ούτε συζήτηση πως θα αντιμετωπίσεις μόνη σου τέτοια κατάσταση! Μάλλον δεν έχεις ιδέα τι πρόκειται να υποστείς! ” 

"Θα μιλήσω με τον πνευματικό μου και θα αποφασίσει εκείνος πως πρέπει να κινηθούμε. Μέχρι τότε θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα αποφύγεις οποιαδήποτε επαφή μαζί της!” 

 Την καθησύχασε με ένα απαλό χάδι στα μαλλιά και ένα γλυκό χαμόγελο.


Την ίδια ώρα η Ρηνιώ πρότεινε στη Μαριγώ να κοιμηθούν σπίτι της. 

 “Η πρόταση μου ισχύει βέβαια και για σένα! Θα μου έκανε μεγάλη χαρά να σε φιλοξενήσω. Λείπουν όλοι και ο Μάρκος θα γυρίσει αργά τη νύχτα. Θα χαρεί κι αυτός να σε δει.” 

 ”Δεν είναι άσχημη ιδέα! Έχω ακούσει πως τα βόρεια προάστια είναι πολύ όμορφα!” 

 “Πάμε λοιπόν. Θα περάσουμε υπέροχα!” 

 Η εντύπωση που δημιούργησε η Εκάλη στη Μαριγώ, δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες της. Ένα χωριό λίγο πιο εξελιγμένο από το δικό τους της φάνηκε. Προτιμούσε την πολυκοσμία της μεγαλούπολης. Η βίλα όμως της φάνηκε υπέροχη! Με την πισίνα φωτισμένη και τους τεράστιους φοίνικες έμοιαζε ονειρική. 

 “Τι δεν θα έδινα για μια βουτιά!”, είπε με λαχτάρα. 

 “Και τι σε εμποδίζει; Έχω μαγιό στο σπίτι, πάμε να το φορέσεις.” 

 “Δεν νομίζω πως χρειάζεται!”, είπε προκλητικά καθώς πέταγε από πάνω της όλα τα ρούχα. Έτσι ολόγυμνη βούτηξε στο δροσερό νερό. Η Ρηνιώ θέλησε να της φωνάξει πως το γυμνό της κορμί το αποτύπωναν οι κάμερες ασφαλείας, και την άλλη μέρα θα ήταν σε κοινή θέα, τουλάχιστον του Μάρκου! Όμως δεν της είπε τίποτα γιατί μάλλον δεν θα την πείραζε. Μπήκε στο σπίτι και έφερε μια πετσέτα. Η θερμοκρασία εκεί ήταν αρκετά πιο χαμηλή από ότι στο κέντρο. 

 ”Γιατί δεν μπαίνεις και εσύ;” ρώτησε τη Ρηνιώ. 

 ”Προτιμώ το μεσημεριανό μπάνιο. Το βράδυ κρυώνω λίγο.”

 Η Μαριγώ μετά από αρκετή ώρα αποφάσισε να βγει. Με αργές, νωχελικές κινήσεις ανέβηκε τη μικρή σκαλίτσα και τυλίχτηκε στην πετσέτα. 

 “Θέλεις ένα χυμό”, τη ρώτησε η Ρηνιώ μόλις μπήκαν σπίτι. Η Μαριγώ άφησε την πετσέτα να πέσει στο πάτωμα.

 “Ένα ποτήρι κρασί θα το προτιμούσα, αν έχεις.” 

 Άνοιξε ένα μπουκάλι και της γέμισε το ποτήρι. Ύστερα της έφερε τα ρούχα να ντυθεί. 

 “Γιατί βιάζεσαι;”, της είπε πονηρά. “Αισθάνομαι υπέροχα έτσι! Εσύ ποτέ δεν το κάνεις;” 

 “Να τριγυρίζω ολόγυμνη εννοείς; Όχι δεν το συνηθίζω!” 

 “Ντρέπεσαι για το σώμα σου; Δεν θα έπρεπε! Έχεις πολύ όμορφο κορμί!” 

 Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει η Ρηνιώ! Ερωτική επίθεση από τη Μαριγώ δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε σαν κακόγουστο αστείο!

“Το κορμί μου προτιμώ να το δείχνω μόνο στον άνθρωπο που αγαπώ και μ΄αγαπάει! Δεν υπάρχει λόγος να το επιδεικνύω παντού.”

Η Μαριγώ έσκασε στα γέλια. “Φανταζόμουν πως στην πρωτεύουσα οι άνθρωποι είναι πιο απελευθερωμένοι! Άσε που δεν σε θεωρούσα πουριτανή. Με παράνομη σχέση σε μια μικρή κοινωνία κάθε άλλο θα έλεγα!” 

 “Ότι έκανα το έκανα γιατί αγάπησα! Δεν είμαι πόρνη.” 

 “Τι σημαίνει πόρνη; Να σου αρέσει το σεξ είναι εντελώς φυσιολογικό. Άργησα αλλά το ανακάλυψα!” “Δηλαδή δεν είσαι πια παρθένα;” 

 “Πάει λίγος καιρός που έχασα ότι πολυτιμότερο είχα.”, της απάντησε με εκνευριστικό γέλιο. “Μόνο μην με ρωτήσεις ποιος ήταν ο ευτυχής θνητός, γιατί δεν πρόκειται να σου πω!” Δεν συνέχισαν άλλο και επιτέλους η Μαριγώ αποφάσισε να φορέσει ένα σορτσάκι και το μπλουζάκι της. Ήπιαν άλλο ένα ποτήρι κρασί και πήγαν για ύπνο.


Κοντά στο ξημέρωμα ήρθε ο Μάρκος. Ο θόρυβος του αυτοκινήτου ξύπνησε τη Ρηνιώ που έτσι κι αλλιώς λαγοκοιμόταν. Μπήκε στην βίλα να δει μήπως χρειαζόταν κάτι. Ο Μάρκος ήταν στο γραφείο του και τηλεφωνούσε σε κάποιον. Η συρόμενη πόρτα ήταν μισάνοιχτη και μπορούσε στην ησυχία της νύχτας να ακούει κάθε του λέξη. “Πάρε τηλέφωνο να φορτώσουν σήμερα και για τους Γερμανούς. Έχουμε παραγγελία οκτώ μπούτια μοσχαρίσια.”, τον άκουσε να λέει στον άγνωστο συνομιλητή του. Ήταν άραγε αυτό το συνθηματικό που περίμεναν; Ο Αντώνης θα αποφάσιζε και έπρεπε να το μάθει αμέσως. 

Βγήκε από τη βίλα πατώντας στις άκρες των δαχτύλων για να μην κάνει θόρυβο. Μπήκε σπίτι και φόρεσε βιαστικά τα ρούχα της. Η Μαριγώ την αντιλήφθηκε αλλά προσποιήθηκε πως κοιμόταν. Η Ρηνιώ ετοιμαζόταν να φύγει όταν θυμήθηκε τις κάμερες ασφαλείας που ασφαλώς θα κατέγραφαν την έξοδο της σε ώρα τόσο περίεργη. Μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί πως πήγε να αγοράσει γάλα για τη φιλοξενούμενη της, όμως ήταν ρίσκο όπως και να το κάνεις. Από τη δύσκολη θέση την έβγαλε ο ίδιος ο Μάρκος, που βγήκε από τη βίλα, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στη βίλα. Η Μαριγώ πετάχτηκε κι αυτή και την ακολούθησε κρυφά. Κάτι ύποπτο συνέβαινε και έπρεπε να εξακριβώσει τι. Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και κρύφτηκε σε μια γωνιά δίπλα στο τζάκι. Από εκεί μπορούσε να βλέπει και να ακούει, χωρίς να γίνεται αντιληπτή, τη Ρηνιώ καθώς σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού του Αντώνη, που της είχε δώσει στην τελευταία τους συνάντηση.

 “Καλημέρα. Συγγνώμη για την ακατάλληλη ώρα, αλλά προέκυψε κάτι. Δεν ξέρω αν είναι σοβαρό. Εσύ θα κρίνεις.”, την άκουσε να λέει στον συνομιλητή της, που η Μαριγώ σωστά υπέθεσε πως ήταν ο υπαστυνόμος. Όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσε να ακούσει την απάντηση από την άλλη πλευρά. “Μίλησε για μια παραγγελία που πρέπει να φορτώσουν αύριο για τους Γερμανούς. Κάτι για οκτώ μπούτια μοσχαριών. Είναι αυτό που περιμένουμε;”, την ξανάκουσε να λέει και από το ικανοποιημένο της ύφος κατάλαβε πως ο άλλος απάντησε θετικά. 

 Με προσεκτικές κινήσεις η Μαριγώ βγήκε από τη βίλα και ξαναγύρισε στο σπιτάκι. Ότι την ενδιέφερε να ακούσει το άκουσε. Τώρα σειρά είχε η ενημέρωση του Μάρκου! Όταν γύρισε η Ρηνιώ την βρήκε καθισμένη στο κρεβάτι να τεντώνεται, προσποιούμενη ότι μόλις είχε ξυπνήσει. 

 “Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;”, τη ρώτησε τρυφερά. “Ακόμα είναι σχεδόν νύχτα!” 

 “Συνήθεια απ το χωριό! Πάντα τέτοια ώρα περίπου ξυπνάω.”

 “Να κάνω καφεδάκι να πιούμε; Δυστυχώς ξεχάσαμε να αγοράσουμε γάλα, και τώρα που λείπουν τα παιδιά, δεν έχουμε εδώ!” 

 “Ένας καφές είναι ότι πρέπει.”, συμφώνησε η Μαριγώ. “Ο Μάρκος δεν γύρισε ακόμα;”, ρώτησε υποκριτικά ενώ η Ρηνιώ ετοίμαζε τους καφέδες.

 “Ήρθε πριν καμιά ώρα, αλλά ξανάφυγε. Δεν πρόλαβα να τον δω.”, απάντησε ανυποψίαστη. 

 “Κρίμα και ήθελα να τον δω! Δεν πειράζει άλλη φορά!” 

 “Θα γυρίσει το μεσημέρι. Πάντα έρχεται για φαγητό.”

 “Εγώ όμως θα έχω φύγει. Θέλω να κάνω κάτι ψώνια. Δεν έχω σχεδόν τίποτα να φορέσω! Θα τον πάρω τηλέφωνο να του πω πως θα έρθω άλλη στιγμή να τα πούμε. Αλήθεια, μου δίνεις το τηλέφωνο του.” “Της δουλειάς εννοείς. Πάρε την κάρτα του.” 

 Την πήρε και την έβαλε στην τσάντα της. Μίλησαν αρκετή ώρα για άλλα θέματα μέχρι που ξημέρωσε για τα καλά. 

 “Ώρα να φεύγω λοιπόν! Είναι και ολόκληρο ταξίδι μέχρι τον Κορυδαλλό! Υπάρχει ταξί εδώ κοντά;” “Θα τηλεφωνήσω να έρθει. Θα σε κατέβαζα εγώ, αλλά θα πρέπει να μαγειρέψω.” 

 “Έκανες ήδη πολλά για μένα! Δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω!” 

 “Αυτό να μην το ξαναπείς! Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως ήσουν ο μόνος άνθρωπος που μου συμπαραστάθηκε εκείνες τις δύσκολες ώρες!” 

 Αγκαλιάστηκαν και αποχωρίστηκαν με την υπόσχεση πως σύντομα θα ξαναβρίσκονταν. Η πρώτη δουλειά που έκανε η Μαριγώ με το που έφτασε στον Κορυδαλλό, ήταν να τηλεφωνήσει στον Μάρκο. Πράγμα που αποδείχτηκε πολύ δύσκολο, γιατί η δύστροπη γραμματέας του δεν είχε σκοπό να την συνδέσει μαζί του! Αναγκάστηκε να της πει πως ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, και το αφεντικό της δεν θα το συγχωρούσε με τίποτα, αν δεν την άφηνε να του μιλήσει.

Μετά από λίγα λεπτά αναμονής άκουσε τη φωνή του. “Μου είπαν πως πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό. Ελπίζω να είναι πραγματικά γιατί δεν έχω χρόνο για χάσιμο!” 

 “Στην έχουν στημένη.”, του είπε ξερά με αλλαγμένη φωνή. “Ξέρουν τα πάντα για τους “Γερμανούς”, και την αυριανή παραγγελία!” 

 “Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε!”, απάντησε αν και καταλάβαινε πολύ καλά. '

"Εγώ πάντως σε προειδοποίησα”, του είπε και έκλεισε τη γραμμή.

 Ο Μάρκος έμεινε για λίγες στιγμές συλλογισμένος και ύστερα σήκωσε το τηλέφωνο. 

 “Άκυρη η παραγγελία των Γερμανών. Ειδοποίησε να στείλουν μόνο τα δικά μας.” 

 Ο συνομιλητής του κατάλαβε αμέσως. Χρόνια τσιράκι του δεν υπήρχε περίπτωση να του ξεφύγει το υπονοούμενο. 

 ”Εντάξει, παίρνω αμέσως να ακυρώσω την παραγγελία.” 

 Ο Μάρκος κάλεσε τη γραμματέα του. “Στείλε μου τον Αντρέα”, διέταξε και αυτή τσακίστηκε να εκτελέσει την προσταγή του. Σε δυο λεπτά ο Αντρέας ήταν στο γραφείο του. Ένας τύπος εύσωμος γύρω στα τριάντα που θύμιζε μπράβο σε νυχτερινό κέντρο. 

 “Σε θέλω να τελειώσεις μια δουλειά. Έχω μια υπόθεση που πρέπει να κλείσει αύριο. Θα κανονίσεις να φανεί τροχαίο, ξέρεις εσύ!” 

 “Τόπο και πρόσωπο.”, τον ρώτησε απλά. 

 “Στη διασταύρωση για Αθήνα, φιατάκι πράσινο, γυναίκα νεαρή. Από το σπίτι μου θα ξεκινήσει. Θα την έχετε σε παρακολούθηση, αλλά δεν θα κάνεις καμία κίνηση αν δεν σου δώσω εντολή.” 

 Ο τύπος έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε για να κανονίσει τις λεπτομέρειες. “Κανείς δεν πουλάει το Μάρκο κοριτσάκι!”, μονολόγησε, “Εύχομαι μόνο η άγνωστη να κάνει λάθος, αν και μάλλον δεν κάνει!”

Το φορτηγό ψυγείο πέρασε τα σύνορα στις έντεκα το πρωί της επομένης. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω περιπολικά και μηχανές της αστυνομίας του έκλεισαν το δρόμο. Άνοιξαν την πόρτα και με ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά άρχισαν την έρευνα, αν και ο Αντώνης ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσαν να ανιχνεύσουν την κόκα μέσα από τόσες μυρωδιές κρεάτων. Πραγματικά είχε δίκιο και ζήτησε από τον εισαγγελέα που ήταν παρών στην επιχείρηση την άδεια να προχωρήσουν με πιο παραδοσιακούς τρόπους. Ο εισαγγελέας έδωσε την άδεια και πέντε αστυνομικοί με κοφτερά μαχαίρια άρχισαν να ξεσκίζουν τα κρέατα. Όπως ήταν αναμενόμενο δεν βρήκαν τίποτα! Ο υπαστυνόμος ακούμπησε σοκαρισμένος στο καπό του αυτοκινήτου του. Αυτό ήταν το τέλος! Το βλέμμα του εισαγγελέα δεν άφηνε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.

 “Υπαστυνόμε”, τον άκουσε να του λέει επιτιμητικά, “Την επόμενη φορά, αν υπάρξει, φροντίστε να είσαστε πολύ πιο προσεκτικός! Φαντάζομαι θα ξέρετε τις συνέπειες της αποτυχίας σας.”

 Κούνησε λυπημένος το κεφάλι. “Σήμερα κι όλας θα υποβάλω την παραίτηση μου! Αναλαμβάνω ακέραια την ευθύνη για το φιάσκο.” Ένας αστυφύλακας τον πλησίασε διστακτικά. 

“Κύριε υπαστυνόμε, ο αρχηγός σας ζητάει στον ασύρματο.” 

 “Ξέρεις που μας έμπλεξες υπαστυνόμε;”, άκουσε την οργισμένη φωνή του. “Ο δικηγόρος του μας ζητάει εκατομμύρια για την καταστροφή του φορτίου και τα διαφυγόντα κέρδη! Και μιλάμε για τον Ιωάννου. Το πρώτο όνομα στα δικαστήρια!” 

 “Αναλαμβάνω την ευθύνη”, επανέλαβε μονότονα. “Υποβάλω προφορικά την παραίτηση μου και επιστρέφοντας θα την υποβάλω και γραπτώς” 

 “Μακάρι αυτό να έλυνε το πρόβλημα Αλεξίου. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να στερήσεις από το σώμα έναν αξιωματικό που είχε όλα τα προσόντα να διακριθεί και να προσφέρει!”

 Το μόνο που ενδιέφερε τώρα τον Αντώνη ήταν να ειδοποιήσει τη Ρηνιώ. Αν δεν ήταν η ίδια που χάλασε τη δουλειά, και ο υπαστυνόμος ήταν σίγουρος πως δεν είναι, κινδύνευε σοβαρά. Ο Μάρκος δεν είναι από τους ανθρώπους που θα κατάπιναν ατιμώρητα τέτοια προδοσία! Πήγε στο κοντινό βενζινάδικο και σχημάτισε τον αριθμό της βίλας. Η αγωνία του έγινε τρόμος όταν δεν απάντησε κανείς. Περίμενε λίγα λεπτά, όσο να καπνίσει ένα τσιγάρο και επανέλαβε την κλήση. Με ανακούφιση την άκουσε να απαντά. 

“Φύγε αμέσως! Όλα πήγαν στραβά!”, της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.


Η Μαριγώ δεν ήξερε αν ο Μάρκος την είχε πιστέψει. Έπρεπε να το διαπιστώσει. Σταμάτησε ένα ταξί και ζήτησε να την πάει στη διεύθυνση που έγραφε η κάρτα. Κατέβηκε εκατό περίπου μέτρα μετά τα ψυγεία της επιχείρησης, ζητώντας από τον ταξιτζή να την περιμένει.. Τον Αλέξανδρο, που έμπαινε εκείνη την ώρα, τον αναγνώρισε έστω κι αν ήταν εμφανώς πιο γερασμένος από ότι στην φωτογραφία. Παρέμενε ωστόσο το ίδιο γοητευτικός, ίσως και ακόμα περισσότερο με το κύρος που του έδινε η επαγγελματική του επιτυχία. Η απρόσμενη παρουσία του εκεί την αποθάρρυνε από το να συναντήσει τον Μάρκο. Δεν ήθελε να την δει γιατί αυτό θα έβαζε σε κίνδυνο τα σχέδια που είχε για την συνέχεια. “Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω παρακαλώ;”, απευθύνθηκε στον οδηγό, και εκείνος κάνοντας επί τόπου στροφή ξεκίνησε.

Ο Αντρέας μετά το ΟΚ του Μάρκου ετοίμασε προσεκτικά την επιχείρηση που του είχε ανατεθεί. Η μόνη αλλαγή που έκανε στις εντολές που πήρε ήταν ο τόπος του σκηνικού. Η διασταύρωση είχε φανάρια και αρκετή κίνηση, πράγμα που δυσκόλευε πολύ το στήσιμο τροχαίου. Προτίμησε τον αμέσως προηγούμενο δρόμο που είχε μόνο Στοπ και ήταν μονόδρομος. Τρεις πρόθυμοι που χρησιμοποιούσε συχνά για τέτοιες βρομοδουλειές είχαν πάρει ήδη τις θέσεις τους. 

 Όταν η Ρηνιώ, αφού μάζεψε βιαστικά τα πράγματα της, μπήκε στο αυτοκίνητο, αμέσως ξεκίνησε και ένα Όπελ που ήταν παρκαρισμένο κοντά της. Κόλλησε σχεδόν πίσω της ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Ένα δεύτερο αυτοκίνητο, ένα παλιό Ντάτσουν βγήκε μπροστά της από τον παράδρομο. Με πολλή αργή ταχύτητα κατευθύνθηκε προς το δρόμο που είχε επιλεγεί. Σταμάτησε στο Στοπ να ελέγξει και πέρασε απέναντι. Η Ρηνιώ ακολούθησε και βλέποντας ένα φορτηγό σε αρκετή απόσταση να κινείται με μικρή ταχύτητα, προσπάθησε να περάσει κι αυτή. Ξαφνικά ο μπροστινός της σταμάτησε απότομα κλείνοντας της το δρόμο, ενώ το Όπελ έμεινε ακριβώς πίσω της αφήνοντας την στη μέση της διασταύρωσης!.

 Το τριαξονικό ανέπτυξε ταχύτητα, και έπεσε με σφοδρότητα πάνω στο μικρό Φιατάκι. Ούτε που πρόλαβε να ακούσει τους ανατριχιαστικούς ήχους από τις λαμαρίνες που συνθλίβονταν, μαζί με το κορμί της! Ο οδηγός του Ντάτσουν, όπως ήταν φυσικό, συνέχισε προς τη κεντρική διασταύρωση και πήρε το ρεύμα προς Αθήνα. Οι υπόλοιποι δυο δήθεν σοκαρισμένοι κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα. Κυρίως ο οδηγός του φορτηγού, που έδειχνε και ελαφρά τραυματισμένος στο μέτωπο, χτυπιόταν και ούρλιαζε, βρίζοντας την κακιά ώρα! Οι περίοικοι που μαζεύτηκαν γρήγορα προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν. 

 “Δεν έφταιγες παλληκάρι μου”, του είπε ένας ηλικιωμένος. Εσύ πήγαινες κανονικά! Το Φίατ παραβίασε το Στοπ!” Την ίδια απόφαση έβγαλε και η τροχαία, αν και η υπόθεση θα κατέληγε στα δικαστήρια, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις. Εξάλλου και η μαρτυρία του οδηγού του Όπελ ήταν κατηγορηματική. Η κοπέλα πέρασε το δρόμο χωρίς καν να σταματήσει, ούτε να ελέγξει.

Η είδηση του τραγικού θανάτου έπεσε σαν βόμβα στο περιβάλλον της Ρηνιώς! Ο Αντώνης κατέρρευσε και χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες. Σε κατάσταση σοκ, παρ΄όλες τις ηρεμιστικές ενέσεις, επαναλάμβανε μονότονα:” Εγώ φταίω! Εγώ φταίω!” ΟΙ τρεις άλλοι, η Καλλιόπη, η Μαριγώ και ο Γιώργος μαζεύτηκαν στο σπίτι της θείας και προσπαθούσαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, μετά την οδυνηρή εξέλιξη. Ειδικά η Μαριγώ έδειχνε περισσότερο συγκλονισμένη από όλους! Έτρεμε ολόκληρη και έκλαιγε συνεχώς με λυγμούς.

Μάταια η θεία της Καλλιόπης προσπαθούσε να την συνεφέρει! Ο Γιώργος στράφηκε χαμηλόφωνα στην Καλλιόπη, που επίσης ήταν σε κακά χάλια. 

 ” Νομίζω πως την αδικήσαμε τη Μαριγώ! Τελικά, κυρίως εγώ, έκανα μεγάλο λάθος να την κατακρίνω!”. 

 Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του πως ίσως, το αγιορείτικο κομποσκοίνι που είχε βάλει κρυφά στην τσάντα της όταν πήγαν στο ξενοδοχείο να της μεταφέρουν τα δυσάρεστα νέα, είχε παίξει κάποιο ρόλο σε αυτή την αλλαγή της συμπεριφοράς της! Η Καλλιόπη συμφώνησε αμέσως με ένα κούνημα του κεφαλιού.

 “Εγώ την αδίκησα περισσότερο”, του απάντησε το ίδιο σιγανά. “Της απέδωσα ακόμα και φόνο, ενώ μου ορκιζόταν πως ήταν ατύχημα” 

 Η αντίδραση της Μαριγώς αυτή τη φορά δεν ήταν εντελώς υποκριτική. Ο θάνατος αυτός δεν ήταν στα σχέδια της. Μια τιμωρία για την στάση της Ρηνιώς στην ταβέρνα ήθελε μόνο, και όχι αυτή την κατάληξη. Με τους άλλους τρεις ήταν διαφορετικά. Την είχαν βλάψει, την είχαν κοροϊδέψει, την είχαν απορρίψει. Δεν είχε άλλη επιλογή! Έτσι τουλάχιστον δικαιολογούσε τον εαυτό της. Μετά από πολύ καιρό πραγματικά ένιωθε λύπη για κάποιον, ακόμα και τύψεις για την προδοσία που έφερε το θάνατο μιας πολύ καλής φίλης! 

 Ο Γιώργος την πλησίασε, αφού πήρε την έγκριση της Καλλιόπης με ένα νεύμα, και κάθισε δίπλα της στον καναπέ. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. 

 “Σε καταλαβαίνω καλή μου.” της είπε τρυφερά. “Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου με τόσο τραγικό και αναίτιο τρόπο, δεν ξεπερνιέται εύκολα! Πόσο μάλλον που ήταν το δεύτερο κτύπημα μέσα σε λίγες μέρες. Πρέπει να κάνεις κουράγιο! Εμείς θα είμαστε κοντά σου. Θα σε φροντίζουμε και θα σε αγαπάμε!” 

 Τα λόγια του την ηρέμησαν κάπως. 

“Αλήθεια θα με αγαπάτε; ”ρώτησε με πόνο. “ 

 Ο Γιώργος την αγκάλιασε και ακούμπησε το μέτωπο του στο μάγουλο της. 

 “Να μην αμφιβάλλεις στιγμή! Σε γνωρίζω λίγο, και ίσως σε είχα παρεξηγήσει. Όμως τώρα είμαι σίγουρος πια, πως είσαι υπέροχος άνθρωπος!” 

 Η Καλλιόπη δεν είδε με καλό μάτι την προσέγγιση του Γιώργου με τη Μαριγώ. Μπορεί να μετάνιωσε γιατί την είχε κακοχαρακτηρίσει, όμως υποσυνείδητα διατηρούσε επιφυλάξεις σχετικά με τις προθέσεις της. Αυτά τα σκαμπανεβάσματα στη συμπεριφορά της, δεν φαίνονταν λογικά. Οπωσδήποτε έπρεπε να βρει τρόπο να προφυλάξει τον Γιώργο από τυχόν μεταστροφή της Μαριγώς, στον κακό εαυτό της. Ο Γιώργος από τη μεριά του, έδειξε να γοητεύεται από το γλυκό και ευαίσθητο κορίτσι, που είδε τις τελευταίες ώρες στο πρόσωπο της Μαριγώς. Ξαφνικά η σεμνή και συνετή Καλλιόπη, σαν να πέρασε σε δεύτερη μοίρα.

Μαζί της ξύπνησε ο άντρας μέσα του, κάτι που δεν είχε αισθανθεί με την Καλλιόπη. 

 “Οι γονείς της άραγε το έμαθαν;”, ρώτησε η θεία σπάζοντας την σιωπή που είχε επικρατήσει. 

“Νομίζω η αστυνομία θα επωμιστεί αυτό το θλιβερό καθήκον! Πρέπει τυπικά να γίνει και η αναγνώριση.”, απάντησε η Καλλιόπη.

 “Φοβάμαι πως ο παπάς ειδικά δεν θα το αντέξει!”, παρατήρησε με θλίψη η θεία. 

“Λέτε να γίνει εδώ η κηδεία;”, συνέχισε. 

 “Δεν το πιστεύω. Θα θέλουν να την έχουν κοντά τους, να ανάβουν το καντήλι της!”, είπε η Καλλιόπη και ξέσπασε πάλι σε λυγμούς.

Και έτσι έγινε. Ο παπάς κι η παπαδιά κουρέλια σωστά, ήρθαν για τις απαραίτητες διατυπώσεις και μαζί με το μακάβριο φορτίο επέστρεψαν στο χωριό. Η ζωή των κοριτσιών επέστρεψε σιγά σιγά στην καθημερινότητα. Η Καλλιόπη μετά μια διήμερη άδεια γύρισε στη δουλειά και η Μαριγώ στις άσκοπες βόλτες για να ξεπεράσει την ανία της. Το επόμενο Σάββατο η Καλλιόπη την έφερε στη βιοτεχνία να συζητήσει με την ιδιοκτήτρια το ενδεχόμενο να δουλέψει εκεί. Τα βρήκαν και θα έπιανε δουλειά από Δευτέρα που θα σταματούσε η Καλλιόπη. 


 Όταν η Μαριγώ γύρισε στο ξενοδοχείο βρήκε τον Γιώργο να την περιμένει απέξω. 

 “Πέρασα να δω πως είσαι”, της είπε δειλά. 

 “Τώρα που σε είδα πολύ καλύτερα!”, του απάντησε γλυκά. 

 “Θα ήθελες να πάμε για έναν καφέ;” 

 “Ας ανέβουμε πρώτα να αλλάξω και φεύγουμε.” 

 Ανέβηκαν στο δωμάτιο και η Μαριγώ μπήκε στο μπάνιο. Άνοιξε την τσάντα να βγάλει τα καλλυντικά της. Μαζί έβγαλε και το κομποσκοίνι. Το κοίταξε περίεργα, απορώντας πως βρέθηκε εκεί, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Χτένισε τα μαλλιά της, βάφτηκε και βγήκε. 

 “Τι λες να φορέσω;”, ρώτησε τον Γιώργο που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. 

 “Ότι και να βάλεις θα είσαι μια κούκλα!”, της απάντησε γοητευμένος. Του χαμογέλασε και διάλεξε ένα εμπριμέ κοντό φόρεμα που είχε αγοράσει πρόσφατα. Προτίμησε ένα μικρό τσαντάκι που ταίριαζε καλύτερα με το ντύσιμο που επέλεξε. Αργά αργά έβγαλε το μπλουζάκι και ύστερα το λινό παντελόνι που φορούσε, χωρίς να την νοιάζει πως το έκανε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Γιώργου! Έμεινε σχεδόν γυμνή μπροστά του φορώντας μόνο το κάτω εσώρουχο. Το γυμνό της στήθος και οι εφηβικές της καμπύλες θα κόλαζαν και άγιο! Πόσο μάλλον έναν εικοσάρι νέο που δεν είχε αντικρίσει ποτέ πριν γυναικείο κορμί γυμνό! 

 “Συγγνώμη.”, του είπε με δήθεν αθώο ύφος, καθώς τον είδε αναστατωμένο. “Ξέχασα να σου πω να γυρίσεις από την άλλη!” Ο Γιώργος και να ήθελε να απαντήσει μάλλον δεν θα μπορούσε. Αδυνατούσε να αρθρώσει έστω και λέξη!

Του γύρισε την πλάτη και έσκυψε να βρει παπούτσια να ταιριάξει. Ο Γιώργος ξεπέρασε πια τις αντοχές του! Οι ορμές του έπνιξαν κάθε λογική. Έπνιξαν τον όρκο αγαμίας μέχρι το γάμο, που είχε δώσει στον εαυτό του και τον Θεό! Την αγκάλιασε και την έστρεψε προς το μέρος του. Το φιλί που της έδωσε μπορεί να ήταν άτεχνο, όμως περιείχε όλη τη φλόγα της ερωτευμένης του καρδιάς! ΄Έκαναν παθιασμένο έρωτα και έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα στην κορύφωση. Τότε ήταν που ο Γιώργος ξαναβρήκε τον εαυτό του, και σαν τον Απόστολο Πέτρο έκλαψε πικρά για τη στιγμιαία αδυναμία, που του έκλεισε οριστικά το δρόμο προς το όνειρο της ιεροσύνης!.Τότε ήταν που είδε με τρόμο το αίμα στις παλάμες και το πλευρό της Μαριγώς, και τον νεαρό λευκοντυμένο άντρα που τον κοιτούσε με λύπη! 

 “Συγχώρεσε με!”, φώναξε με οδύνη. 

 “Για ποιο πράγμα;”, ρώτησε έκπληκτη η Μαριγώ. 

 “Δεν ζητάω από σένα συγχώρεση δαίμονα!”, της είπε οργισμένος. “Από τον Κύριο τη ζητάω!” 

 ”Μη μου πεις πως τον βλέπεις και εσύ!”, του είπε με τρόμο. Δεν της απάντησε, μόνο ντύθηκε βιαστικά και βγήκε παραπατώντας από το δωμάτιο. Ο ρεσεψιονίστ τον κοίταξε με περιέργεια. Τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του, μαρτυρούσαν πως κάτι πολύ σοβαρό του είχε συμβεί! Με την ίδια ή μάλλον πολύ περισσότερη ταραχή, αντίκρισε το παραμορφωμένο του πρόσωπο η Καλλιόπη, που μόλις είχε έρθει για επίσκεψη στη Μαριγώ.

”Γιώργο!”, του φώναξε με αγωνία, αλλά εκείνος χωρίς να της απαντήσει έτρεξε να εξαφανιστεί. Απόμεινε μαρμαρωμένη να τον βλέπει να χάνεται τρικλίζοντας. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τον ακολουθήσει, όμως προτίμησε να ανέβει στη Μαριγώ. Εκείνη θα της εξηγούσε αν είχε γίνει αυτό που φοβόταν και ήλπιζε πως δεν είχε συμβεί!. Κτύπησε διακριτικά την πόρτα. Το θέαμα της γυμνής Μαριγώς , που μόλις κάλυπτε μια πετσέτα μπάνιου, επιβεβαίωσε τις φοβερές υποψίες της. 

“Γιατί;” τη ρώτησε με παράπονο. Η Μαριγώ ανασήκωσε με αδιαφορία τους ώμους. 

 “Και να πεις πως ήταν τίποτα σπουδαίο!”, της απάντησε προκλητικά. 

 Η Καλλιόπη δεν περίμενε να ακούσει περισσότερα. Με δακρυσμένα τα μάτια κατέβηκε τις σκάλες και έφυγε τρέχοντας μακριά της. Η απόφαση να την ξεγράψει από τη ζωή της ήταν πια οριστική και αμετάκλητη. Τον Γιώργο θα μπορούσε κάποτε να τον συγχωρήσει, αν και αμφέβαλε πως θα την ξαναπλησίαζε ποτέ.

________

Η καινούργια δουλειά, αν και στην αρχή φάνηκε βαρετή στη Μαριγώ, στην πορεία άρχισε να της αρέσει. Κάποιες στιγμές που δεν είχε τίποτα να κάνει, σχεδίαζε στο χαρτί κοπέλες με ρούχα που έφτιαχνε με τη φαντασία της. Ανακάλυψε πως το έκανε με απίστευτη ευκολία, σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Όταν η ιδιοκτήτρια της βιοτεχνίας είδε μερικές από τις δημιουργίες της, έμεινε άφωνη. Τόσα χρόνια στη δουλειά και δεν έφτανε ούτε στο δαχτυλάκι την άμαθη εργάτρια της! Πραγματικό ταλέντο, γεννημένη σχεδιάστρια! 

 “Καλή δουλειά”, της είπε μια μέρα. ¨Χρειάζεσαι εξάσκηση βέβαια, αλλά πραγματικά μπορείς να καταφέρεις πολλά πράγματα. Καλό θα είναι να πας σε μια σχολή κοπτικής ραπτικής.” 

 Η ιδέα την ενθουσίασε. Την άλλη κιόλας ημέρα γράφτηκε σε μια τέτοια σχολή. Σε λίγους μήνες ήταν ήδη αστέρι εκπλήσσοντας ακόμη και τους δασκάλους της με την τόση εμπειρία. Από τότε έγινε το δεξί χέρι της ιδιοκτήτριας, σχεδιάζοντας ρούχα που άρχισαν να πουλάνε τρελά! Μέσα σε δυο χρόνια δεκαπλασιάστηκαν οι παραγγελίες. 

 Ο χώρος αποδείχθηκε μικρός για τόση επιτυχία και αποφάσισαν να μετακομίσουν σε μεγαλύτερο κτίριο. Οι απολαβές της Μαριγώς αυξήθηκαν θεαματικά και έτσι νοίκιασε ένα τριάρι σε νεότευκτη πολυκατοικία, και αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο για να πηγαινοέρχεται στο Περιστέρι που έγινε η καινούργια έδρα της επιχείρησης, μιας και δεν ήθελε να φύγει από τον Κορυδαλλό. Τίποτα συνταρακτικό δεν συνέβη στη ζωή της αυτά τα χρόνια, πέρα από την επαγγελματική της καταξίωση. Μια βόλτα στον λίγο ελεύθερο χρόνο της, κανένα πρόχειρο μαγείρεμα αραιά και που, και αυτά ήταν όλα. Η δουλειά είχε επισκιάσει όλα τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα της. Μόνο η εκδίκηση που ήθελε να πάρει παρέμενε ζωντανή, και πλησίαζε η ώρα που θα την έκανε πραγματικότητα. 

 Κάποιες λίγες εφήμερες σχέσεις που έκανε το μόνο που της πρόσφεραν ήταν σεξουαλική εκτόνωση. Την καρδιά της δεν κατάφερε κανένας να την αγγίξει. Τα παράξενα οράματα και οι πληγές που τα ακολουθούσαν, είχαν πάψει από εκείνο το απόγευμα στο ξενοδοχείο. Τον περίεργο άντρα με τα λευκά, μόνο μια φορά τον είδε στον ύπνο της. Κάτι της είπε αλλά το πρωί δεν θυμόταν τίποτα. . Της μάνας της τηλεφωνούσε τυπικά κάθε μήνα. Στις επίμονες παρακλήσεις της να την δει, απαντούσε αόριστα ότι θα βρεθούν σε λίγο καιρό. Απέφευγε να της δώσει την διεύθυνσή της. Δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα! Έπρεπε όλα να τα ετοιμάσει πρώτα στην εντέλεια. 

 Με την Καλλιόπη ούτε ξανασυναντήθηκε, ούτε ξαναμίλησε ποτέ. Μια φορά μόνο πριν λίγους μήνες πήρε τηλέφωνο σπίτι, όμως η θεία της της είπε πως δεν έμενε πια μαζί της. Δεν την ρώτησε που μπορούσε να τη βρει, γιατί απλά δεν την ενδιέφερε. Η ζωή που είχε επιλέξει η πρώην φιλενάδα της ήταν διαμετρικά αντίθετη από τις δικές της επιλογές. Η μεγάλη της φιλοδοξία πια ήταν να ανοίξει την δική της επιχείρηση γυναικείων ενδυμάτων. Το μόνο που της έλειπε ήταν το κεφάλαιο.

Δεν είχε σκοπό να στήσει κάτι πρόχειρο και φτηνιάρικο, αλλά κάτι που θα συντάραζε τον κόσμο της μόδας. Ο καινούργιος βοηθός της, ένας εικοσπεντάρης ομοφυλόφιλος πραγματικός κούκλος, θα γινόταν ο άμεσος συνεργάτης της. Είχε όλα τα προσόντα. Έξυπνος, δουλευταράς, με πολύ καλή γνώση της αγοράς και υψηλές γνωριμίες. Σε λίγες μέρες, τέλος Φλεβάρη προγραμμάτισαν να επισκεφτούν μαζί, την έκθεση για το γυναικείο pret-a-porter του Μιλάνου. Ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινε σε αεροπλάνο και φοβόταν αρκετά.

 ”Χαζούλα”, τη μάλωσε ο Ερρίκος(αυτό ήταν το όνομα του βοηθού). “Το αεροπλάνο είναι το ασφαλέστερο μεταφορικό μέσο! Το αυτοκίνητο είναι πολύ πιο επικίνδυνο!” 

 Τελικά έφτασε η ημέρα της αναχώρησης και τα συναισθήματα της ήταν ανάμικτα. Από τη μια η προσμονή για τη μοναδική εμπειρία να βρεθεί στο κέντρο της μόδας και από την άλλη ο φόβος γι αυτό το ίδιο το ταξίδι. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού η κίνηση δεν ήταν μεγάλη. Τσέκαραν τα εισιτήρια τους και κάθισαν για έναν καφέ. Είχαν μια ώρα μέχρι να αναγγελθεί η πτήση τους. Ο Ερρίκος δεν ξεκολλούσε τα μάτια από ένα νεαρό πιλότο της Ολυμπιακής που έπινε κι αυτός τον καφέ του στον πάγκο. 

 “Κανόνισε να γίνουμε ρεζίλι!”, του είπε η Μαριγώ χαμογελαστή. 

 ”Απλά θαυμάζω το ωραίο. Είναι επιλήψιμο αυτό;” 

Όχι δεν ήταν. Και η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν την είχε φέρει σε δύσκολη θέση με τις επιλογές της προσωπικής του ζωής. Πάντα διακριτικός και χωρίς τις εξαλλοσύνες άλλων ομοφυλόφιλων. Ακόμη και η φωνή του δεν σε προδιέθετε για την ιδιαιτερότητα του.

 “Αυτός δεν είναι ο δικηγόρος που βγαίνει συχνά πυκνά στην τηλεόραση;”, ρώτησε ξαφνικά ο Ερρίκος όταν είδε τον Ιωάννου, στον γκισέ. Η Μαριγώ γύρισε και τον αναγνώρισε. Τον συνόδευε μια εντυπωσιακή ξανθιά, απροσδιορίστου ηλικίας, είχε άλλωστε τη φήμη του περιζήτητου εργένη.. 

 ”Ναι ο Αλέξανδρος Ιωάννου, ο καλύτερος δικηγόρος της Αθήνας όπως λένε.”, απάντησε. 

 “Και πολύ γοητευτικός άντρας”, συμπλήρωσε ο Ερρίκος. 

 Το ζευγάρι κατευθύνθηκε προς το μπαρ και η Μαριγώ έψαχνε τρόπο να τους πλησιάσει. 

“Λες να ενοχληθεί αν τον ρωτήσω κάτι σχετικά με τη δουλειά που θέλουμε να κάνουμε;”, ρώτησε τον Ερρίκο. 

 “Το κασέ του είναι πολύ υψηλό! Μην φανταστείς πως θα σου δώσει τσάμπα απάντηση. Το πολύ πολύ να σε παραπέμψει στο γραφείο του.” 

 Η Μαριγώ σηκώθηκε και πήγε προς το μπαρ. 

 “Είστε ο κύριος Ιωάννου ο δικηγόρος, έτσι δεν είναι;”, ρώτησε τον Αλέξανδρο.

 Γύρισε και την κοίταξε. Είχε τη μισή του ηλικία και ένα πανέμορφο παρουσιαστικό, που κάτι του θύμιζε.

“Μάλιστα”, απάντησε εντυπωσιασμένος. “Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;” 

 Του εξήγησε με λίγα λόγια τι ήθελε και αν μπορούσε να της πει τι έπρεπε να κάνει. 

 “Καταλαβαίνεις πως αυτά δεν είναι πράγματα που μπορεί να λυθούν σε ένα αεροδρόμιο.”, της είπε χαμογελώντας. “Θα χαρώ πολύ να τα πούμε στο γραφείο μου.” 

 “Φοβάμαι πως τα οικονομικά μου δεν μου επιτρέπουν κάτι τέτοιο!”, απολογήθηκε. 

 “Ας πούμε πως θα σας κάνω ένα δωράκι, γιατί σας συμπάθησα”, είπε με νόημα που η Μαριγώ έπιασε αμέσως! “Αλήθεια για που ταξιδεύετε;” 

 “Μιλάνο, για την έκθεση.” 

 “Μα είναι υπέροχο!, αναφώνησε ο Αλέξανδρος ενθουσιασμένος. “Τελικά υπάρχει Θεός! Μαζί θα ταξιδέψουμε” 

 “ Η κυρία είναι σύζυγός σας;”, ρώτησε δήθεν αφελώς η Μαριγώ, βλέποντας τη συνοδό του, που είχε μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της ένα ηλίθιο χαμόγελο. 

 “Όχι, ποτέ δεν υπήρξα παντρεμένος! Πελάτης είναι και δεν γνωρίζει παρά ελάχιστες ελληνικές λέξεις. Η καταγωγή της είναι από τη Δανία. Ο άντρας της έχει κάτι μπλεξίματα με το νόμο στο Μιλάνο, αλλά αυτά έχουμε χρόνο να τα πούμε στην διαδρομή. Εσείς μόνη ταξιδεύετε;” 

 “Με τον νεαρό στο τραπεζάκι”, του απάντησε δείχνοντας τον Ερρίκο. “Καλός συνεργάτης και φίλος. Τι θα λέγατε να καθόμαστε μαζί μέχρι να αναγγείλουν την πτήση μας;” 

 Συμφώνησε και αφού ενημέρωσε τη συνοδό του κάθισαν μαζί. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις, ο Αλέξανδρος παράγγειλε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και αλλαντικά. 

 “Το φαγητό στο αεροπλάνο, ποτέ δεν ανήκε στα αγαπημένα μου!”, ομολόγησε. 

 Ήπιαν όλοι από ένα ποτήρι αφού ευχήθηκαν καλό ταξίδι. Η αναγγελία βρήκε την παρέα με μισογεμάτα ποτήρια και η Μαριγώ με τον Ερρίκο έκαναν να σηκωθούν . 

“Γιατί βιάζεστε;”, τους είπε εύθυμα ο Αλέξανδρος. “Είναι μόλις η πρώτη αναγγελία. Υπάρχει ακόμη αρκετός χρόνος!” 

 Στην τρίτη και τελευταία αναγγελία αποφάσισαν να σηκωθούν και να πάνε αργά προς την έξοδο. Σε λίγα λεπτά το μικρό λεωφορείο τους μετέφερε στο αεροπλάνο. Οι θέσεις του Αλέξανδρου ήταν περίπου στη μέση, ενώ της Μαριγώς κοντά στην ουρά. Ο Αλέξανδρος πλησίασε μια ηλικιωμένη κυρία που καθόταν στην τέταρτη σειρά, έσκυψε και της φίλησε με σεβασμό το χέρι. Η Μαριγώ που ακολουθούσε κόντεψε να μείνει! “Αυτή δεν είναι η γριά του λατομείου;”, αναρωτήθηκε. “Τι διάολο γυρεύει εδώ;” Αλλά πάλι η συγκεκριμένη έδειχνε καλοντυμένη και με τρόπους που φανέρωναν πως ανήκε σε υψηλούς κύκλους. Άλλωστε αν και διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους, δεν φάνηκε να την αναγνωρίζει. “Προφανώς πρόκειται για εκπληκτική ομοιότητα”, σκέφτηκε.

 “Γνωστή σας η κυρία;” τον ρώτησε μόλις ήρθε κοντά της.

“Μη μου πεις πως δεν ξέρεις την Έλενα Καμβύση! Την μεγαλύτερη ίσως εν ζωή φιλόσοφο του αιώνα μας, και πρόεδρο του ομώνυμου ιδρύματος. ”

 “Δεν έτυχε, δεν ασχολούμαι και πολύ με τους διάσημους και επώνυμους!” 

 “Μάλλον έχεις δίκιο! Η ηλικία σου δεν επιτρέπει τέτοιου είδους ανησυχίες. Οι μεταφυσικές αναζητήσεις είναι προνόμιο των γεροντότερων σαν και μένα!” 

 “Ασφαλώς ψάχνεις για φιλοφρονήσεις! Είσαι πολύ νεώτερος από πολλούς εικοσάρηδες που ξέρω!” ”Θέλεις να καθίσουμε μαζί;”, πρότεινε ο Αλέξανδρος. “

"¨Επιτρέπεται κάτι τέτοιο;” 

 “Αν είσαι ο Αλέξανδρος Ιωάννου, ασφαλώς και επιτρέπεται!” 

 Όχι μόνο επιτρεπόταν αλλά οι αεροσυνοδοί τσακίστηκαν να το κανονίσουν! Ρώτησαν τον Ερρίκο αν μπορούσε να καθίσει δίπλα στην Δανέζα κυρία, και αυτός άλλο που δεν ήθελε. Ευκαιρία να εξασκήσει τις γνώσεις του στην αγγλική γλώσσα, που ούτως ή άλλως ήταν σε πολύ καλό επίπεδο. Ο Αλέξανδρος της πρόσφερε τη θέση στο παράθυρο, αλλά την αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε να μην βλέπει τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της! 

 “Ξέρεις ποιο είναι το αστείο;”, τη ρώτησε χαμογελώντας, αφού το αεροπλάνο πήρε ύψος και ηρέμησε λίγο. “Δεν ξέρω καν το όνομα σου!” 

 “Μαρία με λένε”, απάντησε. “Μαρία Νομικού.” Κάτι του θύμισε το επώνυμο αλλά δεν έδωσε σημασία. 

 “Και από που είσαι Μαρία; Γιατί κάτι μου λέει πως δεν είσαι πρωτευουσιάνα!”

 “Δεν είμαι. Κατάγομαι από την Σύρο, αλλά ζω αρκετά χρόνια στην Αθήνα.”

 “Από τη Σύρο! Αλήθεια πόσα χρόνια έχω να επισκεφτώ τις Κυκλάδες!” 

 “Κοντά είκοσι”, θέλησε να του πει, όμως το κατάπιε.

 “Πόσες μέρες θα μείνετε στο Μιλάνο;”.

 “Δύο ή τρεις το πολύ. Πάντως το ξενοδοχείο το κρατήσαμε για δυο διανυκτερεύσεις.”

 “Εμείς μάλλον θα μείνουμε λίγο παραπάνω. Πάντως πιστεύω πως θα συνεχίσουμε την καλή παρέα. Τα ξενοδοχεία μας είναι σχετικά κοντά.” 

 “Και εγώ νομίζω πως θα ξεκλέψω λίγο χρόνο. Δεν βρίσκεις εύκολα την ευκαιρία να συναναστρέφεσαι τέτοιες προσωπικότητες!” 

 Η γηραιά κυρία σηκώθηκε, μάλλον για να ξεμουδιάσει λίγο. 

 “Παράξενη γυναίκα”, σχολίασε η Μαριγώ. ”Και το περίεργο είναι ότι νομίζω πως την έχω ξανασυναντήσει.” 

 “Τίποτα δεν αποκλείεται. Της αρέσει να ανακατεύεται με τους απλούς ανθρώπους, για να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους. Σπάνια κάθεται σε ένα μέρος, ακόμα και αν δεν έχει προγραμματισμένη κάποια διάλεξη. Το αν είναι παράξενη δεν το ξέρω. Ενδιαφέρουσα όμως είναι σίγουρα!”

Τη συνομιλία τους διέκοψε η αεροσυνοδός που ρώτησε αν θέλουν καφέ ή αναψυκτικό. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα χυμό, και η Μαριγώ την ευχαρίστησε ευγενικά χωρίς να ζητήσει κάτι. 

 “Μου είπες στο αεροδρόμιο πως σχεδιάζεις να στήσεις μια βιοτεχνία ενδυμάτων. Θα ξέρεις βέβαια πως απαιτούνται σημαντικά κεφάλαια αν θέλεις να κάνεις κάτι με προοπτικές επιτυχίας.”, της είπε ο Αλέξανδρος, αλλάζοντας την κουβέντα. 

 “Το ξέρω βέβαια! Αλλιώς θα το είχα ξεκινήσει ήδη. Όμως δεν βιάζομαι, δεν θέλω να κάνω κάτι πρόχειρο.” 

 “Θα μπορούσες ίσως να πάρεις δάνειο, αν και δεν θα σου το συνιστούσα. Μοναχός σου χόρευε, όπως έλεγε και η μακαρίτισσα η μάνα μου!” 

 “Δεν είχα σκοπό να μοιραστώ τα όποια κέρδη μου με μια τράπεζα!”

 “Δείχνεις να έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη στην αξία σου!”, τη θαύμασε ο Αλέξανδρος. “Αυτό είναι πάντα το σημαντικότερο βήμα προς την δικαίωση. Αλήθεια οι γονείς σου δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν;”. 

 Του αράδιασε ένα σωρό ψέματα σχετικά με την οικογένεια της, σε σημείο που και η ίδια απόρησε πως τα σκαρφίστηκε. Για έναν πατέρα τζογαδόρο, που με τα πολλά η μάνα της τον χώρισε, ύστερα για τον κακό πατριό, που την έβλεπε ερωτικά και αναγκάστηκε να φύγει από το νησί! 

 “Ούτε το λύκειο δεν πρόλαβα να τελειώσω”, έκλεισε το παραμύθι της. “έπρεπε να δουλέψω για να επιβιώσω.” 

 Ο θαυμασμός του Αλέξανδρου μεγάλωσε με τη δύναμη που υποτίθεται πως είχε επιδείξει. ”Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που από την πρώτη στιγμή μου έκανες εντύπωση! Πέρα από την αδιαμφισβήτητη ομορφιά σου, έχεις τον χαρακτήρα που λατρεύω στις γυναίκες! Δυναμική, τολμηρή, χωρίς να χάνει τίποτα από την θηλυκότητα της!”

 “Το να σου λέει τόσο όμορφα λόγια ένας άνθρωπος με τα δικά σου προσόντα, δεν μπορεί παρά να σε κάνει υπερήφανη! Και δεν είναι απλή φιλοφρόνηση αν σου πως μου αρέσει πολύ η παρέα σου!” 

“Μόνο η παρέα μου; Ήλπιζα σε κάτι περισσότερο!”

 “Όλα με τη σειρά τους!”, του είπε με νάζι και ακούμπησε το δάκτυλο στα χείλη του. 

 Το αεροσκάφος άρχισε να τροχοδρομεί στο αεροδρόμιο Linate, και μόνο όταν σταμάτησε εντελώς ηρέμησε η Μαριγώ. Σηκώθηκαν και σιγά σιγά κατέβηκαν τις σκάλες, περιμένοντας μπροστά στο λεωφορείο και τους άλλους. Η κυρία Καμβύση πέρασε δίπλα τους και τους χαμογέλασε. “Πως είστε καλή μου;”, ρώτησε τη Μαριγώ. “Πάει καιρός από την πρώτη και τελευταία μας συνάντηση!” 

Η Μαριγώ ετοιμάστηκε να απαντήσει, αλλά η γριά είχε ήδη επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που την περίμενε. 

 “Είχες δίκιο τελικά!”, παραδέχτηκε ο Αλέξανδρος. “Που την γνώρισες αλήθεια;” 

 “Πάνε χρόνια. Στη Σύρο, παρίστανε τη φτωχή και μάζευε χόρτα, βότανα, κάτι τέτοιο. Πάντως θα ήθελα να την ξαναδώ, να μιλήσω μαζί της.”

“Αν και είναι τρομερά δύσκολο να την πλησιάσει κανείς, ο καλός σου φίλος θα το κανονίσει κάποια μέρα!” 

 Επιβιβάστηκαν και οι τέσσερις και σε λίγα λεπτά βρίσκονταν στον χώρο αποσκευών του αεροδρομίου. “Πρέπει να φύγουμε τώρα”, είπε ο Αλέξανδρος όταν έφθασαν οι δικές τους αποσκευές. “Μας περιμένει έξω ο Ιταλός δικηγόρος που θα συνεργαστούμε. Πολύ θα χαρώ να βρεθούμε το απόγευμα για έναν καφέ. Υπάρχει ένα υπέροχο καφέ στην Piazza del Duomo το Gran Caffe del Duomo.” 


 “Το ξέρω.”, πετάχτηκε ο Ερρίκος. “Πραγματικά είναι πολύ όμορφο!” “Κατά τις έξι είναι καλά; Θα έρθω εγώ να σας πάρω.” 


 “Δεν χρειάζεται”, τον σταμάτησε η Μαριγώ. “Θα νοικιάσουμε αυτοκίνητο. Στις έξι λοιπόν.” 


Ευτυχώς ο Ερρίκος με την καλή γνώση της Αγγλικής και με τα λίγα Ιταλικά του, αποδείχθηκε θησαυρός. Ήταν εξάλλου η τέταρτη φορά που ερχόταν στο Μιλάνο και γνώριζε αρκετά καλά τα κατατόπια. Νοίκιασαν ένα Fiat Uno και πήγαν στο ξενοδοχείο τους, ένα συμπαθητικό για τις τιμές του κατάλυμα το Hotel Da Vinci. Ο Αλέξανδρος με τη συντροφιά του είχαν επιλέξει ένα πιο ακριβό το Palazzo Moscova. Το πρώτο πράγμα που θέλησε η Μαριγώ όταν έφτασαν ήταν ένα ζεστό μπάνιο. Η μέρα ήταν πολύ κρύα και συννεφιασμένη, και αυτό θα την επέστρεφε στην κανονική θερμοκρασία. Αδιαφορώντας για το αν ο Ερρίκος αισθανόταν την ίδια ανάγκη, πέταξε τα ρούχα και χώθηκε στην μπανιέρα. 

“Ευτυχώς που προτιμώ τα αγοράκια!”, γέλασε ο Ερρίκος. “Θα κινδύνευες σοβαρά αν ήταν αλλιώς!” “Ποτέ μην είσαι σίγουρος μαζί μου!”, του απάντησε. “μπορεί και να σε κάνω straight!” 

 ”Θεός φυλάξει!”, αναφώνησε ο Ερρίκος, και ξέσπασαν και οι δυο στα γέλια.

Στις έξι ακριβώς έφτασαν στην Piazza del Duomo. Ο Αλέξανδρος ήταν ήδη εκεί απολαμβάνοντας τον καπουτσίνο του. Παρήγγειλε και για τους δυο από έναν. 

 “Η κοπέλα δεν ήρθε μαζί σου;”, τον ρώτησε η Μαριγώ. 

 “Προτίμησε να ξεκουραστεί. Άλλωστε δεν ήρθε εδώ για διασκέδαση.” 

 Μίλησαν για λίγο πάνω σε διάφορα άσχετα θέματα, μέχρι που ο Αλέξανδρος έριξε την ιδέα. 

 “Την αγάπη μου για τα αλλαντικά θα την καταλάβατε στο Ελληνικό. Αλλά έχω πάθος και με την παραδοσιακή Ιταλική κουζίνα! Σκοπεύω να δειπνήσω στο savini ένα καταπληκτικό ρεστοράν από τα καλύτερα του Μιλάνου. Ασφαλώς θα με ακολουθήσετε!” 

 “Όχι εγώ πάντως!”, διαφώνησε ο Ερρίκος. “Εκτός του ότι δεν πεινάω καθόλου, νυστάζω τρομερά. Θα την γυρίσεις στο ξενοδοχείο τη φιλενάδα μου, έτσι δεν είναι;” 

 “Χρειάζεται να το ρωτάς; Υποχρέωση μου να ανταποδώσω την συντροφιά της!”

 Καληνύχτισε και αφού τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση, ξεκίνησε για την επιστροφή. 

“Είσαι πανέμορφη απόψε!”, την κολάκεψε. “Κάθε φορά που σε βλέπω, γίνεσαι και πιο ελκυστική!”

“Θα μπορούσα να πω το ίδιο, αλλά θα ήταν υπερβολή. Δεν μπορεί να γίνεις πιο όμορφος από ότι είσαι! Έχω ακούσει πως το λένε αυτό για τον Αλέν Ντελόν. Πως είναι τόσο κούκλος που σε θαμπώνει όταν τον δεις από κοντά!”

 “Θεέ΄ μου!”, αναφώνησε θεατρικά. “Με βάζεις ίσο με αυτόν τον μύθο;” 

 “Και κάτι παραπάνω.”, του είπε προκλητικά. “Εσύ είσαι πραγματικός!” 

 Σηκώθηκε και την αγκάλιασε τρυφερά. 

 “Ώρα να φεύγουμε. Το στομάχι μου συναγωνίζεται την καρδιά μου, για το ποιος θα κερδίσει! Και φοβάμαι πως την μάχη την χάνει η καρδιά μου!”

Το κρύο ήταν αισθητό όταν βγήκαν, και ο συννεφιασμένος ουρανός προμήνυε βροχή.

 “Θα ήταν ωραία να πηγαίναμε με τα πόδια. Δεν είναι πάνω από ενάμισι χιλιόμετρα, αλλά μας τα χαλάει ο καιρός!”, παραπονέθηκε ο Αλέξανδρος. 

 “Μου αρέσει να γνωρίζω καινούργια μέρη, και ο καλύτερος τρόπος είναι η πεζοπορία. Εκτός αν κρυώνεις.” 

 Την αγκάλιασε από τη μέση και εκείνη κόλλησε επάνω του. 

 “Δεν θα έχανα την εμπειρία της επαφής με το κορμί σου, ακόμα κι αν τα δόντια μου χτυπούσαν από το κρύο!”

 Περπάτησαν έτσι αγκαλιασμένοι προς το ρεστοράν. 

 “Θα μπορούσες να αγαπήσεις κάποιον με τα διπλάσια χρόνια σου;”, την ρώτησε ξαφνικά. 

 ¨Δεν θα μπορούσα ποτέ να αγαπήσω άντρα της ηλικίας μου! Μου φαίνονται τόσο ανόητοι και ρηχοί!” Την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε με πάθος, αδιαφορώντας για τα βλέμματα των περαστικών.

“Δεν πίστευα ποτέ πως θα έκανα κάτι τέτοιο! Συνήθως είμαι πολύ συγκρατημένος, όμως μαζί σου τίποτα δεν είναι σαν τις προηγούμενες φορές! Μήπως είσαι μάγισσα;”,αστειεύτηκε.

“Που ξέρεις, μπορεί και να είμαι!”, του είπε γλυκά και τον αγκάλιασε πιο σφικτά. Στο εστιατόριο τον άφησε να παραγγείλει, δεν είχε ιδέα από ξένες γλώσσες και σίγουρα θα έκανε λάθος επιλογή. Σε όλη τη διάρκεια του φαγητού, ο Αλέξανδρος δεν ξεκολλούσε τα μάτια από πάνω της. Μετά και το δεύτερο μπουκάλι κρασί, της έκανε την πρόταση. 

 “Θέλεις να περάσουμε τη νύχτα μαζί;” 

 “Αν και είναι αυτό που θα ήθελα περισσότερο από κάθε τι, φοβάμαι πως πρέπει να αρνηθώ! Με περιμένει πολύ τρέξιμο αύριο, και αισθάνομαι τύψεις που άφησα τον Ερρίκο μόνο. Ελπίζω να επαναλάβεις την πρόταση στην Αθήνα!” 

 ”Δεν υπάρχει περίπτωση να σε χάσω τώρα που σε βρήκα! Νιώθω σαν να ερωτεύομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου!”

 “Μην λες μεγάλα λόγια”, τον σταμάτησε. “Μπορεί να είναι απλός ενθουσιασμός ή ερωτική έλξη και μόνο.”

“Δεν είμαι στα δεκαοχτώ πια. Μπορώ να ξεχωρίσω τον έρωτα από τα άλλα συναισθήματα! Σ΄αγαπώ Μαρία!” 

 “Είναι νωρίς ακόμα να το λες. Εύχομαι να είναι έτσι, γιατί μου αρέσεις πολύ και θα ήθελα να είναι αλήθεια. 

 ”Είναι!, της είπε πειστικά. “Θα το διαπιστώσεις σύντομα.” 

 Έμειναν μέχρι λίγο πριν τα μεσάνυχτα, εξωτερικεύοντας σε κάθε ευκαιρία τα αισθήματα τους. Κυρίως ο Αλέξανδρος μαγεμένος, ζούσε τον έρωτα που για πρώτη φορά του κτύπησε την πόρτα της καρδιάς. Στο αυτοκίνητο, στο δρόμο προς το ξενοδοχείο της, η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη. Ο πόθος του Αλέξανδρου κτυπούσε κόκκινο, όμως διατηρούσε τις αποστάσεις που του επέβαλε η Μαριγώ. Όταν αποχαιρετίστηκαν με ένα θερμό φιλί, μπροστά στην είσοδο, ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε για πρώτη φορά τόσο μόνος! Πάντα περιτριγυριζόταν από όμορφες γυναίκες. Το σεξ δεν του έλειψε ποτέ, την αγάπη επιζητούσε αν και συχνά με τους λάθος ανθρώπους. 

Η τελευταία φορά που η καρδιά του κτύπησε δυνατά, ήταν πολλά χρόνια πίσω, κάποιο καλοκαίρι στο νησί. Με εκείνο το εύθραυστο πλάσμα που αφέθηκε στην γοητεία του, και έγινε δική του με έναν τρόπο που δεν ξαναβρήκε στις δεκάδες εφήμερες σχέσεις του. Μέχρι εχτές το πρωί! Το ίδιο καρδιοχτύπι, η ίδια ταραχή σε όλο του το είναι. Σάμπως να ήταν το ίδιο πρόσωπο, αν και το ήξερε καλά πως δεν ήταν. 

 Τα συναισθήματα της Μαριγώς δεν ήταν ακριβώς τα ίδια. Αυτή ήξερε και τι έκανε και τι έψαχνε! Έκανε την ερωτευμένη, και έψαχνε την δικαίωση! Τη δικαίωση για μια ζωή που της έκλεψαν με τόσο βίαιο τρόπο. Βρήκε τον Ερρίκο να την περιμένει στο μπαρ, με ένα ποτήρι Dibleστο χέρι. 

 ”Δεν είσαι καλά”, διαπίστωσε. 

 “Το ξέρω”, του απάντησε ξερά και ανέβηκε στο δωμάτιο τους. Ξάπλωσε έτσι με τα ρούχα και έσβησε το φως. Κανονικά θα έπρεπε να πετάει από τη χαρά της. Όλα της ήρθαν πολύ πιο εύκολα και από όσο το ευχόταν. Η τυχαία γνωριμία με τον Αλέξανδρο, ο κεραυνοβόλος του έρωτας, έμοιαζαν σαν να τα είχε σχεδιάσει μια μοίρα που ήθελε να διευκολύνει το σχέδιο της. Όμως τώρα που έφτασε τόσο κοντά στην εκπλήρωση της επιθυμίας της, η απόφαση βάραινε την ψυχή της σαν ταφόπλακα. Η τιμωρία που είχε κατά νου για τους φταίχτες, μπορεί να τους καταρράκωνε, αλλά και για την ίδια θα ήταν ένα δυσβάστακτο φορτίο, που θα στοίχειωνε την υπόλοιπη ζωή της. Μήπως έπρεπε να αναθεωρήσει, να βρει άλλους τρόπους εκδίκησης; Και το όνειρο για τη μεγάλη επιχείρηση, πως θα μπορούσε να το υλοποιήσει αν ματαίωνε αυτό που είχε σχεδιάσει; Σκέψεις βασανιστικές που όσο κι αν προσπαθούσε να τις αποδιώξει, τόσο πιο επίμονα επανέρχονταν. Ο Ερρίκος ξαφνιάστηκε όταν άναψε το φως. Περίμενε πως θα τη βρει να κοιμάται. 

“Τι σου συμβαίνει; Έχεις διάθεση να μου μιλήσεις;

” Όχι τώρα”, ίσως αύριο, να τα συζητήσουμε”, απάντησε άτονα και ξανάσβησε το φως. Τελικά κατάφερε να κοιμηθεί μόλις τρεις ώρες, με έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Η ώρα ήταν ακόμα πέντε και ο Ερρίκος κοιμόταν μακάρια. Έψαξε στα σκοτεινά τα παπούτσια της, για να μην τον ενοχλήσει και βγήκε αθόρυβα. Στο σαλόνι δεν υπήρχε κανείς άλλος, εκτός από τον νυσταγμένο υπάλληλο στη ρεσεψιόν. Ήθελε απεγνωσμένα έναν καφέ, αλλά όσο κι αν η λέξη είναι διεθνής, όλα τα υπόλοιπα που έπρεπε να πει, δεν είχε ιδέα πως θα τα έλεγε. Τελικά πάλι ο Ερρίκος έσωσε την κατάσταση. Ανήσυχος και αγουροξυπνημένος κατάλαβε πως θα την έβρισκε κάτω. “Πάμε”, της είπε επιτακτικά. “Κάπου θα βρούμε έναν εσπρέσο σε ολόκληρο Μιλάνο, έστω και τέτοια ώρα!” 

 Βρήκαν λίγο πιο κάτω ένα μικρό καφέ που διανυκτέρευε, αλλά δεν είχε σέρβις, μόνο πακέτο. Πήραν τους καφέδες και περπάτησαν χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Ο καιρός είχε γλυκάνει αρκετά και όλα έδειχναν πως η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν ηλιόλουστη. 

 “Λοιπόν, σε ακούω”, άρχισε ο Ερρίκος όταν κάθισαν στο παγκάκι. 

 “Πως θα τιμωρούσες κάποιον που σου έχει κάνει μεγάλο κακό;”, τον ρώτησε κοιτάζοντας τον στα μάτια. 

 “Με την αδιαφορία”, της έδωσε την κατηγορηματική απάντηση. 

 “Και θα έπαιρνες ικανοποίηση από αυτό;” 

 ”Ίσως όχι. Αλλά θα τα είχα καλά με τη συνείδηση μου!” 

 “Όμως ο φταίχτης θα έμενε ατιμώρητος. Είναι δίκαιο αυτό;” “Ψάχνεις δικαιοσύνη σε έναν κόσμο γεμάτο αδικία! Μόνο ο Θεός ή η μοίρα αν θέλεις μπορεί να τιμωρήσει το άδικο. Εμείς το μόνο που θα κάνουμε παίρνοντας εκδίκηση είναι να φορτωθούμε τύψεις για τις συνέπειες της πράξης μας. Αλλά αλήθεια, για φιλοσοφική συζήτηση ξυπνήσαμε από τα άγρια χαράματα;” 

 Του χαμογέλασε πικρά και τον χάιδεψε στο μάγουλο. “Καλέ μου Ερρίκο! Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρεις για μένα. Θα μας έπαιρνε ώρες να σου πω τη θλιβερή μου ιστορία, όμως ξημέρωσε ήδη και έχουμε πολλά να κάνουμε σήμερα.” Περπάτησαν αμίλητοι μέχρι το ξενοδοχεία και αφού άλλαξαν ρούχα, ξεκίνησαν για την έκθεση.


Σε έναν τεράστιο χώρο, δημιουργίες των μεγαλύτερων μαιτρ της μόδας καλούσαν τους επισκέπτες στη δύσκολη απόφαση της επιλογής. Ενδύματα για όλα τα γούστα και όλες τις ώρες. Άλλα κλασσικά και άλλα εξεζητημένα, όλα όμως προσεγμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια! Ο Ερρίκος έβγαζε ακατάπαυστα φωτογραφίες, ενώ η Μαριγώ με το μπλοκ ζωγραφικής στο χέρι, σχεδίαζε δέκα παραλλαγές για κάθε κομμάτι που της έκανε εντύπωση. Μέσα σε δυο ώρες είχε έτοιμη σε προσχέδια, όλη την κολεξιόν για άνοιξη-καλοκαίρι. Τι κρίμα που τους καρπούς αυτής της δουλειάς δεν θα τους απολάμβανε η ίδια, αλλά το αφεντικό!

Ορκίστηκε στον εαυτό της πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα πουλούσε τόσο φτηνά το ταλέντο της. Ότι χρειαζόταν γι αυτό της προσφερόταν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Αρκεί να παρέκαμπτε τις αναστολές που έκαναν ξαφνικά την εμφάνιση τους. 

 Με την επιστροφή τους στο ξενοδοχείο, τους περίμενε μήνυμα από τον Αλέξανδρο. Ο ρεσεψιονίστ τους ενημέρωσε πως ο κύριος Ιωάννου μόνο το βράδυ θα ήταν ελεύθερος από υποχρεώσεις, και τους καλούσε σε δείπνο. 

 ”Στενός κορσές μας έγινε ο δικηγόρος”, διαμαρτυρήθηκε ο Ερρίκος, αλλά το μετάνιωσε αμέσως όταν είδε την ικανοποίηση στα μάτια της Μαριγώς. “Μάλιστα!, ψιθύρισε σαν να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του. “Ιδού ο λόγος της μελαγχολίας της φιλενάδας μου!” 

 “Δεν ξέρεις τι λες!”, τον αποπήρε. “ Κάποτε θα σου εξηγήσω και τότε θα καταλάβεις!” 

 “Είσαι μικρή για να έχεις τόσα μυστικά. Θα πρέπει να έχεις υποφέρει πολύ στη ζωή σου!” 

 ”Περισσότερο από ότι μπορείς να φανταστείς”, του είπε κοφτά και έκλεισε εκεί την κουβέντα!

Η νύχτα κύλησε ήρεμα. Δείπνησαν στο ίδιο ρεστοράν, αλλά αυτή τη φορά έλειπε η ένταση της προηγούμενης. Η παρουσία του Ερρίκου φρέναρε τις όποιες επιθυμίες και των δυο. Μόνο στο τέλος της βραδιάς, όταν τους συνόδευε στην έξοδο, πρόλαβε να της ψιθυρίσει στο αυτί .

” Μόλις επιστρέψω Αθήνα θα σου τηλεφωνήσω. Θα μετράω τοις ώρες μέχρι να ξαναβρεθούμε!” 

 ”Θα περιμένω με αγωνία”, του είπε. “Ελπίζω να μην γίνεις ο απρόσιτος μεγαλοδικηγόρος, με την επάνοδο στην πατρίδα!”.

_____

Η μεγάλη ημέρα που περίμενε δυο χρόνια τώρα η Καλλιόπη, θα ξημέρωνε σε λίγες ώρες. Το όνειρο των τελευταίων ετών θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Μετά από εικοσιτέσσερις μήνες δοκιμαστικής παραμονής στο μοναστήρι του Ελικώνα, το πρωί θα γινόταν η κουρά της. Η μικρή Καλλιόπη θα γινόταν η μεγαλόσχημη μοναχή Ιουλίτη! Αυτό το όνομα είχε διαλέξει η ηγουμένη της μονής, που θα ήταν η ανάδοχος της. Είχε μεγάλη ευλάβεια στην συγκεκριμένη μάρτυρα της εκκλησίας, και επιθυμούσε η προστατευόμενη της να φέρει το άγιο όνομα της. 

 Η Καλλιόπη ήταν αδύνατον να κοιμηθεί μια τέτοια νύχτα! Στο μυαλό της έφερνε και ξανάφερνε την προηγούμενη ζωή της, που σε λίγο θα έθαβε για πάντα, για να νυμφευθεί τον Χριστό και την εκκλησία Του. Ειδικά τους τελευταίους μήνες πριν έρθει στο μοναστήρι. Την αποφοίτηση της από το λύκειο με βαθμό 19 και δέκα δέκατα τρίτα. Την εισαγωγή της με μεγάλη ευκολία στη Νομική Αθηνών, που παλιά θα την ενθουσίαζε, αλλά πλέον δεν είχε καμία σημασία, όσο κι αν επέμεναν και οι γονείς της και η ηγουμένη, να συνεχίσει τις σπουδές της. Τον Γιώργο που από εκείνο το απόγευμα του παραστρατήματος του, τον είδε μόνο μια φορά. 

Με δάκρυα στα μάτια της αποκάλυψε πως έδωσε στον Θεό όρκο αγαμίας, για να εξιλεωθεί για το στιγμιαίο πάθος, που τον οδήγησε εκτός της ιεροσύνης. Δεν είχε σκοπό να μονάσει, θα έμενε ενός είδους κοσμοκαλόγερος. Αύριο θα τον ξανάβλεπε μετά από τότε. Όπως και τους γονείς της που θα παρευρίσκονταν κι αυτοί στην τελετή. Οι όποιες αντιρρήσεις τους είχαν υποχωρήσει μπροστά στην αδάμαστη θέληση της. Ήθελε να καλέσει και τη Μαριγώ. Της τηλεφώνησε αρκετές φορές στη βιοτεχνία, αλλά πότε ήταν απασχολημένη και πότε έλειπε. Πίστεψε πως την αποφεύγει και δεν επιχείρησε ξανά. Με το κομποσκοίνι στο χέρι ξανάρχισε την ευχή. Για τις αμαρτίες της, για τη Μαριγώ, για τον Αριστείδη, για τον Γιώργο, για τη Ρηνιώ. Προσευχήθηκε με θέρμη, ειδικά για την παλιά καλή της φίλη. Παρακάλεσε με πόνο ψυχής τον Κύριο να την οδηγήσει πάλι στον δρόμο Του. Δεν είχε νέα της και φοβόταν πως η πορεία της προς τον κατήφορο συνεχιζόταν. 

 Λυπόταν και την Βασίλαινα, που μαράζωνε μόνη και εγκαταλελειμμένη στο χωριό. Την κάλεσε κι αυτήν, όμως της μήνυσε πως δεν είχε ούτε τα χρήματα αλλά ούτε κει το κουράγιο για ένα τέτοιο ταξίδι. 

 Ο γλυκός ήχος των σημάντρων την έβγαλε από τις ονειροπολήσεις της. Πλησίαζε η ώρα, και έπρεπε να ετοιμαστεί για το μεγάλο γεγονός. Δίπλωσε προσεκτικά την λευκή φανέλα και ακούμπησε πάνω της τις λευκές κάλτσες.

Στο καθολικό της μονής όλα ήταν έτοιμα. Η ηγουμένη στο θρονί της, οι προσκεκλημένοι αριστερά του Αγίου βήματος, ο σεβάσμιος ιερομόναχος που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της μονής στο ιερό και οι έξι ακόμη καλόγριες στις θέσεις τους. Όλες μιας κάποιας ηλικίας. Η μικρότερη πάνω από τα πενήντα.

Μετά την είσοδο του Ευαγγελίου η ηγουμένη οδήγησε την λευκοντυμένη Καλλιόπη κάτω από τον πολυέλαιο. Εκεί Αφού πραγματοποίησε μετάνοια προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, προχώρησε και επανέλαβε ακόμα τρεις μετάνοιες στις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και του Ευαγγελισμού. Έπειτα Πραγματοποίησε ακόμα μια μετάνοια και παίρνοντας την ευχή της Ηγουμένης, στάθηκε στα αριστερά της µε σταυρωμένα τα χέρια. 

 Μετά τα απολυτίκια και την κατήχηση ακολούθησε η εκφώνηση του ονόματος. Ο ιερέας τρεις φορές έδωσε στην κειρόµενη µοναχή το ψαλίδι της κουράς της και η µοναχή Ιουλίτη άλλες τρεις αντίστοιχα έδωσε πίσω το ψαλίδι διαμέσου της Ηγουμένης στον ιερέα. 

 Η Καλλίοπη-Ιουλίτη γονάτισε και ο ιερέας έκοψε τρεις φορές τούφα από τα μαλλιά της στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Μια μοναχή έφερε τα μοναχικά ενδύματα από το ιερό βήμα και ο ιερέας αφού τα ευλόγησε τα παρέδωσε στην ηγουμένη η οποία άρχισε να την ντύνει. Της φόρεσε πρώτα το ζωστικό, ύστερα το αγγελικό σχήµα, το πολυσταύρι, τη ζώνη, το ράσο, τα υποδήµατα, το καλυµµαύχι, το κουκούλι και τέλος τον µανδύα. 

 Εκείνη τη στιγμή ο Γιώργος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το παιδικό του όνειρο της χειροτονίας που ποτέ δεν θα γινόταν πραγματικότητα τον είχε συνταράξει. Μα και ο Σαράντης σκούπισε βιαστικά τα μάτια του που είχαν γεμίσει δάκρυα. Με τον καιρό συνήθισε στην ιδέα. Η κόρη του αγάπησε με θείο έρωτα τον Χριστό, που ο ίδιος δεν είχε ποτέ πλησιάσει με ζέση. Το παράδειγμα της όμως τον είχε αλλάξει. Από τους πρώτους Κυριακές και γιορτές στην εκκλησία, μέχρι και επίτροπος έγινε. Και η Αγγελική βούρκωσε. Προτιμούσε αυτή την αφοσίωση της Καλλιόπης στο Θεό, από την προηγούμενη έκφυλη ζωή της! 

 Μετά το τέλος της τελετής και της Θείας λειτουργίας, οι μοναχές μια μια ευχήθηκαν στη νεοφώτιστη και ύστερα όλοι μαζί οδηγήθηκαν στην τραπεζαρία της μονής για το καθιερωμένο γεύμα. 

Η μοναχή Ιουλίτη κάθισε κατά το τυπικό δίπλα στην ηγουμένη. Οι καλεσμένοι κάθισαν απέναντί τους. Το λιτό γεύμα αποτελούνταν από ψάρι στο φούρνο, σαλάτα λάχανο και ένα ποτήρι κρασί. Μια μοναχή διάβαζε σε όλη τη διάρκεια ψαλμούς από το ψαλτήρι. Αφού απόφαγαν η ηγουμένη τους κάλεσε στο αρχονταρίκι για τον καφέ. Εκεί έφτασε η ώρα του αποχωρισμού. Δύσκολη ώρα για όλους! Για τους γονείς, που θα άφηναν το παιδί τους χιλιόμετρα μακριά, για τον Γιώργο, που ίσως δεν ξανάβλεπε ποτέ τη μόνη γυναίκα που άγγιξε την ψυχή του, για την ίδια την Καλλιόπη, που έπρεπε να νεκρώσει την αγάπη των ανθρώπων για να προσκολληθεί στον Νυμφίο της!

Όταν όλα τελείωσαν η ηγουμένη ζήτησε να μείνει μόνη με τη νεοφώτιστη. Εκεί στην ηρεμία της μικρής αίθουσας που ήταν γεμάτη κειμήλια από παλιές μοναχές η ηγουμένη της έπιασε το χέρι με τρυφερότητα.

 “Από σήμερα είσαι νύμφη Χριστού! Το μυαλό και η καρδιά σου πρέπει να είναι διαρκώς στο θέλημα και την αγάπη Του.

Όμως υπάρχουν και τα καθημερινά που χρειάζεται μια κοινότητα για να επιβιώσει. Εσύ είσαι η πιο μορφωμένη από τις υπόλοιπες. Μόνο η Χριστονύμφη έχει τελειώσει δυο τάξεις του γυμνασίου. Οι άλλες ούτε το δημοτικό καν! Το διακόνημα σου λοιπόν θα είναι να κρατάς τα βιβλία της μονής και να επιλύεις τα προβλήματα που θα δημιουργούνται στις σχέσεις μας με τον κόσμο.” 

 “Ας είναι ευλογημένο!”, απάντησε ταπεινά. 

 “Επίσης”, συνέχισε η ηγουμένη,”θα περιθάλπτεις τις αδελφές που θα τύχει να αρρωστήσουν. Είσαι νέα και θα τα καταφέρεις καλύτερα από την αδελφή Πελαγία που την πήραν πια τα χρόνια! Αν δεν έχεις κάτι να με ρωτήσεις μπορείς να αποσυρθείς στο κελί σου. Ήταν σίγουρα μια κουραστική ημέρα για σένα.” 

 Σηκώθηκε και αφού έβαλε μετάνοια και της φίλησε το χέρι, ξεκίνησε. Τα λίγα μέτρα μέχρι το κελί της, της φάνηκαν χιλιόμετρα! Όλη η πνευματική ανάταση που είχε νιώσει την ώρα της κουράς εξανεμίστηκε ξαφνικά. Σαρκικοί πειρασμοί άρχισαν να την πολιορκούν, από την ώρα κιόλας του φαγητού. Φαντασιώσεις με τον Γιώργο, αναμνήσεις από περασμένες ερωτικές περιπτύξεις, την βασάνιζαν καθ΄όλη τη διάρκεια του γεύματος. Λέγοντας συνεχώς μέσα της την ευχή, προσπάθησε να αποφύγει τη σατανική επιβολή. Όμως οι ανήθικες σκέψεις επανέρχονταν με περισσότερη δριμύτητα, όσο τις πάλευε. Μαύροι λογισμοί την κυρίευσαν. Μήπως πήρε βιαστικά την απόφαση που θα στιγμάτιζε όλη τη ζωή της από εδώ και πέρα; Μήπως η παλιά Καλλιόπη δεν είχε πεθάνει οριστικά, όπως πίστευε μέχρι τώρα; Αλλά γιατί δυο χρόνια ως δόκιμη, δεν την είχαν ενοχλήσει παρόμοιες σκέψεις; 

 Μπήκε στο μικρό δωμάτιο και έπεσε στα γόνατα μπροστά στο εικονοστάσι. “Βοήθησε με Χριστέ μου! Δείξε μου ότι ακολούθησα το σωστό δρόμο!” Έμεινε αρκετή ώρα γονατισμένη, καταβάλλοντας τρομερή προσπάθεια να συγκεντρωθεί στην προσευχή. Άλλοτε το κατάφερνε και άλλοτε ο νους της έτρεχε πάλι πίσω στην αμαρτία. Αποκαμωμένη από την αγωνία, αλλά και την αϋπνία της περασμένης νύχτας, κάθισε στη μοναδική καρέκλα, που υπήρχε, και έκλεισε τα μάτια. Ένας λυτρωτικός ήρεμος ύπνος την πήρε στην αγκαλιά του, ξεκουράζοντας την ψυχή και το σώμα της. 

 Ξύπνησε από το γλυκόηχο κτύπημα της καμπάνας, που καλούσε τις μοναχές για το μεσονυκτικό. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και ξεκίνησε για το καθολικό. Όλη η αναστάτωση που της προξένησε η απογευματινή επίθεση του πονηρού, είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Όχι πως καταλάγιασαν εντελώς οι αμφιβολίες, όμως τώρα ήξερε πως ήταν κι αυτές μέρος του Γολγοθά που έπρεπε να αντιπαλέψει ως μοναχή! Άναψε το κεράκι της και πήρε τη θέση της στο ψαλτήρι. Η καινούργια της ζωή, μόλις ξεκινούσε!


_______


Η Μαριγώ, Μαρία τώρα πια όπως επέβαλε να την φωνάζουν, με την επιστροφή από το Μιλάνο στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Διάλεξε τα κατάλληλα υφάσματα και σχεδίασε την Ανοιξιάτικη κολεξιόν. Η μόνη συμμετοχή της κυρίας Ευγενείας, της ιδιοκτήτριας, ήταν οι πληρωμές των υλικών! Από τότε που ανέλαβε η Μαρία όλα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο. Οι δημιουργίες της βιοτεχνίας γίνονταν ανάρπαστες από την αγορά, και ήδη είχε μπει στη διαδικασία επέκτασης της επιχείρησης. Οι τελευταίες λεπτομέρειες έμεναν για την έγκριση του δάνειου που ζήτησε από την τράπεζα της. Τριάντα εκατομμύρια δραχμές, με προσημείωση του δυόροφου σπιτιού της και ενός οικοπέδου οκτώ στρεμμάτων στην Φθιώτιδα. Ήταν όμως τόσο σίγουρη για την επιτυχία, που παρέβλεπε το όποιο ρίσκο έκρυβε ένα τέτοιο άνοιγμα. Η αντίδραση της Μαρίας στο άκουσμα των σχεδίων της, ήταν ενθαρρυντική. Έδειξε να συμφωνεί με το καινούργιο ξεκίνημα. Της πρότεινε να μπει συνέταιρος με ένα 20%, αλλά αρνήθηκε. Προτιμούσε την ασφάλεια της υπαλλήλου από τις ευθύνες που θα δημιουργούσε η συμμετοχή της στην εταιρία. Έτσι τουλάχιστον της είπε, άσχετα αν απλώς την έσπρωχνε σε μια καταστροφή που φαινόταν αναπόφευκτη! Σε ενάμιση μήνα είχαν ήδη μεταφερθεί στην καινούργια έδρα της επιχείρησης στο Μενίδι. Ένας τεράστιος αποθηκευτικός χώρος 1200 τετραγωνικών, τρία κοπτήρια, δέκα τρεις μοδίστρες, σιδερωτήριο, μια κάθετη μονάδα παραγωγής από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα! 

 Η Μαρία εξακολουθούσε να βλέπει τον Αλέξανδρο, αλλά ακόμη δεν είχε ενδώσει στις έντονες παρακλήσεις του να προχωρήσουν τη σχέση τους. Εκείνο το βράδυ όμως είχε σκοπό να ξεκινήσει αυτό που είχε από χρόνια αποφασίσει! Θα πήγαιναν μαζί θέατρο και ύστερα σε ρομαντικό δείπνο στο Κάραβελ. Νωρίς το απόγευμα τηλεφώνησε και έκλεισε ραντεβού στο κομμωτήριο για τις έξι. Η Ευγενία παραξενεύτηκε που την είδε να φεύγει τόσο νωρίς. Συνήθως καθόταν ως τις εννιά, ίσως και περισσότερο. Δεν είπε όμως τίποτα, “μικρό κορίτσι είναι και έχει κι αυτή δικαίωμα να ξεσκάσει λίγο”, σκέφτηκε.

Καθισμένη στην πολυθρόνα του κομμωτηρίου, περιμένοντας τη σειρά της, έκλεισε για λίγο τα μάτια. Κοιμήθηκε; Δεν ήταν σίγουρη. Όμως η εικόνα του άντρα που τη στοίχειωνε εμφανίστηκε και πάλι, χαλώντας όλη την καλή της διάθεση. “Φύγε!”, του μήνυσε οργισμένη με τη σκέψη. “Εξαφανίσου για πάντα απ τη ζωή μου! Δεν φοβάμαι ούτε τις απειλές, ούτε τις προειδοποιήσεις σου!” “Αν αυτό θέλεις”, της φάνηκε πως απάντησε, με ένα ύφος τόσο θλιμμένο που σχεδόν τον λυπήθηκε! Και πραγματικά, η μορφή του ξεθώριασε σταδιακά, ώσπου χάθηκε τελείως. Οι ανησυχία της μην εμφανιστούν πάλι οι πληγές και τα αίματα δεν επαληθεύτηκαν αυτή τη φορά. Άνοιξε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπρεπε να επισκεφτεί κάποιον ειδικό για να δει που οφείλονται αυτά τα οράματα, και αποφάσισε να το κάνει αμέσως μόλις ολοκλήρωνε το σχέδιο της.        

Με την υπόδειξη της κομμώτριας, η Μαρία αποφάσισε να κόψει το μαλλί της κοντό και να το βάψει καστανόξανθο. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό! Δεν χόρταινε να βλέπει τον καινούργιο της εαυτό στον καθρέφτη. 

 “Δεν είχα δίκιο;¨”, ρώτησε με καμάρι η κομμώτρια. 

 “Ναι, είναι πολύ καλύτερα τώρα!”, απάντησε χαμογελώντας. “Μόνο καλύτερα! Μια θεά έγινες αγάπη μου!”

Την ίδια ακριβώς άποψη είχε και ο Αλέξανδρος. Άναυδος έμεινε όταν την είδε να μπαίνει στο γραφείο του. “Ω θεοί!”, αναφώνησε. “Ποια είναι αυτή η αέρινη οπτασία; Πως την αφήσατε και ξέφυγε από τον Όλυμπο;”

Γέλασε με το κοπλιμάν και τον αγκάλιασε. 

 “Φεύγουμε; Σε λίγο αρχίζει η παράσταση.”, του είπε γλυκά. “Πρέπει οπωσδήποτε να πάμε θέατρο;”, ρώτησε ο Αλέξανδρος διστακτικά. “Ίσως υπάρχουν καλύτερα πράγματα να κάνουμε!” “Έχεις κάτι στο μυαλό σου;” 

 “Τα ακυρώνουμε όλα και φεύγουμε για Λουτράκι! Το εξοχικό μου μας περιμένει πανέτοιμο. Με ένα τηλεφώνημα θα έχουμε και το ιδιωτικό μας δείπνο. Λοιπόν;” 

 “Έχω δουλειά το πρωί,και μάλλον και εσύ.” 

 “Κανένα πρόβλημα! Θα είμαστε πίσω στην ώρα μας, αν και εγώ δεν έχω κάτι σημαντικό πριν το μεσημέρι!” 

 Της άρεσε η ιδέα. Το θέατρο δεν ανήκε στις αγαπημένες της διασκεδάσεις, και μάλλον το βαριόταν. Εξάλλου εκεί στο Λουτράκι όλα θα γίνονταν πιο εύκολα. Σε όλη τη διαδρομή ο Αλέξανδρος δεν σταμάτησε λεπτό να της εκφράζει τον έρωτα του, και η Μαρία να τον προκαλεί όχι και τόσο διακριτικά!. Η κοντή φούστα που είχε επιλέξει, κάτω από τη μακριά πλεκτή ανοιξιάτικη ζακέτα, αποκάλυπτε τα υπέροχα πόδια της. Και το στράπλες μπλουζάκι, αναδείκνυε το επίσης υπέροχο μπούστο της! Ένας Θεός ξέρει πως κατάφερε ο Αλέξανδρος να οδηγήσει με ασφάλεια ως το Λουτράκι! Η καρδιά του κτυπούσε τόσο δυνατά που απορούσε πως δεν την άκουγε η Μαρία.

Το φωτισμένο εξοχικό μαρτυρούσε πως όλα ήταν έτοιμα από την κυρία που το φρόντιζε. Πάρκαρε στην αυλή και κρατώντας την από τη μέση μπήκαν στο εσωτερικό. 

 ”Σας έφτιαξα κοτόπουλο με μπάμιες, που ξέρω πως σας αρέσει, τυρόπιτα και σαλάτα.”, τους είπε αφού τους καλησπέρισε η κυρία. “Αν θέλετε και κάτι άλλο!” 

 “Όχι κυρά Δέσποινα. Όλα είναι εντάξει! Μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου.”, απάντησε ο Αλέξανδρος. 

'Κρασί έχω βάλει στο ψυγείο.”, είπε ανοίγοντας την πόρτα. “Καληνύχτα και καλή διαμονή.”

Η Μαρία κάθισε στον μεγάλο καναπέ απέναντι από το σβηστό τζάκι.

Το μεγάλο σαλόνι ήταν λιτά διακοσμημένο και ο μοναδικός πίνακας στο κέντρο του τοίχου, παρίστανε ένα εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα, μάλλον κάπου εξωτικά, συμπεραίνοντας το από τον τεράστιο φοίνικα που δέσποζε στη δεξιά άκρη του. Ο Αλέξανδρος έβαλε ένα δίσκο στο πικάπ και με προσοχή ακούμπησε τη βελόνα επάνω του. Οι θεϊκές μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι από τον “Μεγάλο ερωτικό”, πλημμύρισαν το χώρο. Το άκουσμα δεν ήταν από τα συνηθισμένα της Μαριγώς, παρ΄όλα αυτά έδειχνε να το απολαμβάνει. Ο Αλέξανδρος πήρε από το μπαρ δυο ποτήρια και την πλησίασε. “Κρασί ή κάτι άλλο;”, τη ρώτησε. 

 “Κρασί. Λευκό κατά προτίμηση.” Γέμισε τα ποτήρια και κάθισε δίπλα της.

“Είσαι απίστευτα όμορφη!”, της ψιθύρισε κοντά στο αυτί της. “ Τόσο, που φοβάμαι πως σύντομα θα σε χάσω!” 

 “Γιατί το λες αυτό;”, τον ρώτησε με πάθος στη φωνή. 

 “Γιατί αργά ή γρήγορα θα μπει στη ζωή σου κάποιος στην ηλικία σου, που θα σου αρέσει, και τότε θα ξεχαστεί ο καημένος ο Αλέξανδρος!” 

 Τον φίλησε με πάθος ενώ ταυτόχρονα άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο. 

 “Κανείς και τίποτα δεν θα μπει ανάμεσα μας”, τον καθησύχασε. “Ο έρωτας μας είναι πολύ δυνατός. Καρμική σχέση, κάπως έτσι δεν το λένε;” 

 “Καρμική σχέση!, επανέλαβε απορημένος. “Δηλαδή πιστεύεις πως έχουμε βρεθεί μαζί και σε κάποια προηγούμενη ζωή;” 

 Δεν τον άφησε να συνεχίσει. Με αργές κινήσεις έβγαλε το μπλουζάκι και ακούμπησε το ερεθισμένο στήθος της στα χείλη του. Με την ταραχή πρωτάρη, αυτός ο τόσο έμπειρος άντρας την ξάπλωσε στον καναπέ και άρχισε το ηδονικό ταξίδι στο κορμί της. Εξερεύνησε με χέρια και χείλη κάθε πόντο φανερών και απόκρυφων σημείων του, κάνοντας την να βογκάει από πόθο. Όχι αυτή τη φορά δεν υποκρινόταν η Μαρία. Το άγγιγμα του, τα φιλιά, τα γλυκόλογα την ανέβαζαν σε σφαίρες ευχαρίστησης, που δεν είχε φανταστεί ότι υπάρχουν! Το ερωτικό τους παιχνίδι κράτησε αρκετή ώρα. Η εμπειρία του Αλέξανδρου τον βοηθούσε να ελέγχει την διάρκεια των προκαταρκτικών. Όταν πια η ανάγκη για εκτόνωση έγινε επιτακτική, έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του το προφυλακτικό. Πριν το ανοίξει η Μαρία τον σταμάτησε. 

 “Δεν χρειάζεται”, του είπε ξαναμμένη. Παίρνω χάπι.” 

 Για μια στιγμή δίστασε αλλά η επιθυμία να την κάνει δική του υπερνίκησε τους ενδοιασμούς του. Το εκρηκτικό τέλος αυτής της πρώτης επαφής ήταν υπεράνω των προσδοκιών και των δυο τους! Ειδικά του Αλέξανδρου είχε κοπεί η ανάσα! Τόσο έντονο και παθιασμένο σεξ δεν θυμόταν να έχει ζήσει εδώ και πολλά πολλά χρόνια! Ίσως και ποτέ πριν.

Σ΄αγαπώ μωρό μου! Στο έχω ξαναπεί και ίσως ακούγεται κοινότοπο, αλλά είναι η μοναδική αλήθεια!”, ψέλλισε ο Αλέξανδρος κολλημένος ακόμη πάνω της. “Ποτέ δεν πίστευα πως θα ένιωθα έτσι για μια γυναίκα!” 

 “Ποτέ;”, τον ρώτησε προκλητικά. “Στα σαράντα κοντά χρόνια σου, είμαι μόνο εγώ που σου ξύπνησα τέτοια συναισθήματα;” “Γιατί τόση ανασφάλεια καρδιά μου! Ναι, μπορεί κάποια φορά στο παρελθόν, να υπήρξαν στιγμές παρόμοιες. Ίδιες όμως ποτέ!” 

 “Και εγώ σ΄αγαπώ Αλέξανδρε”, προσπάθησε να τα διορθώσει. “Στο έδειξα αυτό νομίζω!” Σαν από σατανική σύμπτωση οι εξαίσιες φωνές του Ψαριανού και της Νταντωνάκη, ξεχύνονταν από τα ηχεία:

“Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι

το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.

Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω

γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.” 

 “Ποτέ να μην ξυπνήσω, αν πρόκειται να πεθάνω στην αγκαλιά σου, Μωρό μου!”, της εξομολογήθηκε. “Πες μου ότι αισθάνεσαι και εσύ το ίδιο!” 

 “Τώρα ποιος είναι ο ανασφαλής;”, του χαμογέλασε και σηκώθηκε να φέρει το φαγητό. 

 Έφαγαν εκεί στον καναπέ πρόχειρα και ανέβηκαν από την εσωτερική σκάλα στο υπνοδωμάτιο για να συνεχίσουν τις ερωτικές τους διαδρομές, που κράτησαν ως νωρίς το πρωί. Όταν η Μαρία άνοιξε τα μάτια η ώρα ήταν ήδη 12 το μεσημέρι. Ξύπνησε με ένα φιλί τον Αλέξανδρο και έτρεξε να τηλεφωνήσει στη δουλειά. Επικαλέστηκε μια ξαφνική αδιαθεσία και υποσχέθηκε πως κατά τις πέντε θα ήταν εκεί. Ετοιμάστηκαν βιαστικά και ξεκίνησαν για την επιστροφή.

Η επόμενη μέρα άρχισε με πολύ άγχος για τη Μαρία. Πλησίαζε ο καιρός για το δειγματισμό των καλοκαιρινών ενδυμάτων, και έπρεπε να διαλέξει υφάσματα και υλικά για να μεταμορφώσει τα πρόχειρα σχέδια σε πραγματικές δημιουργίες. Μια δουλειά που πάντα έκανε με μεγάλη ευκολία, όμως τώρα άλλα πράγματα είχε στο μυαλό της! Αυτή τη φορά, η κολεξιόν δεν έπρεπε να έχει την επιτυχία των προηγούμενων. Μάλλον για την ακρίβεια, θα πρέπει να είναι μια παταγώδης αποτυχία! Για το λόγο αυτό δεν επέτρεψε σε κανέναν να βοηθήσει με τα δείγματα. Ούτε καν τον Ερρίκο, που ήταν πάντα ο πολυτιμότερος συνεργάτης της. Επέλεξε ότι πιο παρδαλό και αλλοπρόσαλλο, σε σημείο οι πλασιέ των προμηθευτών να προσπαθούν να την αποτρέψουν από μια τέτοια προβληματική αγορά. Στην επιμονή της υποχώρησαν, διατηρώντας όμως τις επιφυλάξεις αν όχι τις αντιρρήσεις τους.

Ακόμη και οι γαζώτριες που πήραν στα χέρια τους τα πρώτα δείγματα, δεν έκρυψαν την έκπληξη τους.

Τόσο χτυπητά μοτίβα και χρώματα, και τέτοια κιτς ρούχα, δεν είχαν συναντήσει στη γεμάτη πείρα σταδιοδρομία τους! Κρυφογελάκια αλλά και μια ανησυχία κυριαρχούσαν στις συζητήσεις τους. Κανένα περιοδικό μόδας, από τα πολλά που κυκλοφορούσαν στη βιοτεχνία και λόγω επαγγέλματος συχνά ξεφύλλιζαν, δεν πρότεινε τέτοιες ακρότητες! Απ την άλλη όμως έξι σεζόν τώρα η Μαρία δεν τις είχε απογοητεύσει. Αντίθετα οι πελάτες είχαν αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο, και οι παραγγελίες ήταν τόσο πολλές που οι υπερωρίες τους έφταναν τις είκοσι ώρες τη βδομάδα! Τελικά ήρθε η ώρα που έπρεπε να παρουσιάσει την καινούργια σειρά. Ο πρώτος που την είδε ήταν βέβαια ο Ερρίκος, και όπως ήταν αναμενόμενο βρέθηκε στα πρόθυρα εγκεφαλικού!

“Πλάκα κάνεις!,της φώναξε οργισμένος. “Δεν πιστεύω να θέλεις να δειγματίσεις αυτά τα κουρέλια!”

 “Μέχρι τώρα ακολουθούσαμε τη μόδα, τώρα ήρθε η στιγμή που θα την δημιουργήσουμε!”, του απάντησε, αν και όχι με πολύ πειστικό τρόπο. 

 “Σύνελθε κοπέλα μου!”, προσπάθησε να την συνεφέρει. “Αυτά τα σκουπίδια δεν είναι μόδα. Η αποθέωση του καρακατσουλιού είναι!” 

 “Αυτά είναι και σε όποιον αρέσουν.”, έκοψε απότομα και οριστικά την κουβέντα και βγήκε απ το γραφείο της. 

 Ο Ερρίκος έτρεξε να βρει την Ευγενία, προσπαθώντας να την προφυλάξει από την καταστροφή που ήταν σίγουρος πως ερχόταν. Τον άκουσε με προσοχή, αλλά αν και αναγνώριζε πως είχε δίκιο να φοβάται, αποφάσισε να εμπιστευτεί το άστρο της Μαρίας. Οι φόβοι του Ερρίκου, δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Οι πελάτες έκαναν μουδιασμένοι τις πρώτες παραγγελίες, σαφώς μικρότερες από άλλες φορές και μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα, λόγω των προηγούμενων επιτυχιών της εταιρίας. Επανάληψη παραγγελίας όχι μόνο δεν υπήρξε από κανένα, αλλά όλοι πίεζαν για επιστροφές!Ακόμη και όταν η Ευγενία έκανε εκπτώσεις της τάξης του 60%, δεν ήταν πρόθυμοι να τα κρατήσουν. Η ζημιά που υπέστη η Ευγενία ήταν δυσβάστακτη. Προσπάθησε να διορθώσει ότι μπορούσε αγοράζοντας καινούργια υφάσματα και δειγματίζοντας δικές της δημιουργίες, παρακάμπτοντας τη Μαρία, όμως το κακό όνομα που απέκτησε αυτό το καλοκαίρι, δεν επέτρεψε να ευδοκιμήσει η προσπάθεια. Οι δόσεις των δανείων έμειναν απλήρωτες, όπως απλήρωτοι έμειναν και οι εργαζόμενοι και οι προμηθευτές. Η Ευγενία κάλεσε στο γραφείο της τη Μαρία. Είκοσι μέρες τώρα δεν είχαν καμία επαφή. “Καταστρεφόμαστε!”, της είπε με δραματικό ύφος, μόλις κάθισε απέναντι της. ”Δεν σου ρίχνω ευθύνες, άλλωστε εσύ με έφερες ως εδώ. Όμως τα πράγματα έγιναν ασφυκτικά! Αν δεν μπορέσουμε να αναστρέψουμε την κατηφόρα βουλιάζουμε!

"Τι λες, υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρουμε;” 

 “Θα σου μιλήσω με τη γλώσσα της αλήθειας. Έπαιξα και έχασα! Πίστεψα πως μπορούσα να ταρακουνήσω τη μουχλιασμένη πραγματικότητα της Ελληνικής μόδας, αλλά μάλλον δεν ήταν ο καιρός για κάτι τέτοιο! Όμως σου υπόσχομαι πως θα βρω τρόπο να σε ξελασπώσω. Τουλάχιστον να μην χάσεις τα πάντα!” 

 ”Εδώ που έχει φτάσει η κατάσταση, μου αρκεί έστω κι αυτό. Μόνο βιάσου! Οι πιέσεις από παντού είναι αφόρητες. Δεν έχω πολύ χρόνο!” 

 Πήρε από το γραφείο την τσάντα της και έφυγε βιαστικά δίχως να χαιρετήσει κανέναν. Ο Ερρίκος έκανε μια κίνηση να την ακολουθήσει, όμως με ένα νεύμα τον απέτρεψε. Ήθελε να μείνει για λίγο μόνη, να οργανώσει τις επόμενες κινήσεις της. Τα πράγματα είχαν μπει σε ένα δρόμο που απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς, για να μην τιναχτούν όλα στον αέρα! Έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Δεν είχε στο μυαλό της συγκεκριμένο προορισμό, απλά πήρε την κατεύθυνση προς το κέντρο. Στο πρώτο φαρμακείο σταμάτησε και αγόρασε ένα τεστ εγκυμοσύνης. Η καθυστέρηση στην περίοδο της, έπρεπε να σιγουρευτεί ότι οφειλόταν στο ευχάριστο-μόνο για την ίδια- γεγονός. Δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι να φτάσει σπίτι για να κάνει το τεστ. Από τη στιγμή που το αγόρασε ανυπομονούσε να μάθει. 

 Πάρκαρε σε ένα απομονωμένο σχετικά καφέ που βρέθηκε στο δρόμο της, και παράγγειλε ένα καπουτσίνο. Ήπιε μια γουλιά και μπήκε στην τουαλέτα. Σε λίγα λεπτά όλα είχαν ξεκαθαρίσει. Ήταν έγκυος! Με ανάμικτα συναισθήματα υποδέχτηκε την καινούργια εξέλιξη. Ναι, αυτό επεδίωκε από την αρχή. Ένα παιδί με τον Αλέξανδρο. Το ότι ήταν ο ίδιος ο πατέρας της δεν την απασχολούσε καθόλου! Αυτή την τιμωρία επιφύλασσε για τους γονείς της! Όμως κάποιοι νέοι φόβοι έκαναν την εμφάνιση τους μετά το αποτέλεσμα του τεστ. Το παιδί που κυοφορούσε ήταν προϊόν αιμομιξίας, με ότι αυτό συνεπάγεται για την σωματική και την ψυχική του υγεία. Και αν γεννιόταν ανάπηρο ή με νοητική υστέρηση, τότε η τιμωρία θα έπεφτε και στο δικό της κεφάλι, ίσως πιο βαριά από ότι στους άλλους! Ήπιε λίγο ακόμα από τον καφέ και πήρε την απόφαση της. Άξιζε να το ρισκάρει! Τα οφέλη θα ήταν πολλά και οι πιθανότητες να συμβεί κάποιος από τους φόβους της εξαιρετικά μικρές. 

 Σηκώθηκε και πήρε τηλέφωνο τον Αλέξανδρο. 

“Έχεις σχέδιο για απόψε;”, τον ρώτησε μόλις άκουσε τη φωνή του. 

 “Παϊδάκια στη Βάρη. Πως σου ακούγεται;” 

 ”Σαν ουράνια μελωδία!” του απάντησε. “Πεινάω σαν λύκος. Σε μισή ώρα θα είμαι στο γραφείο σου.”

Πέρασαν μαζί τη νύχτα. Μετά το φαγητό επέστρεψαν στο σπίτι του Αλέξανδρου και είδαν στο βίντεο το Μπολερό με την πανέμορφη Μπο Ντέρεκ. Οι ερωτικές σκηνές ξύπνησαν και το δικό τους πάθος. Απόλαυσαν τον έρωτα τους σαν να ήταν η πρώτη φορά, όπως πάντα άλλωστε και ύστερα κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι. Το πρωί θα γινόταν η αποκάλυψη, έτσι αποφάσισε η Μαρία.

Η ανακοίνωση της εγκυμοσύνης, που έγινε με όχι τόσο κομψό τρόπο, σόκαρε τον Αλέξανδρο. Ούτε σαν σκέψη δεν είχε περάσει απ το μυαλό του ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η καριέρα του και η φήμη του ως ανεξάρτητου και αδέσμευτου αρσενικού, δεν του επέτρεπαν να μπει σε μικροαστικές συμβάσεις, όπως θεωρούσε γάμο και παιδιά. 

 “Μου είχες πει ότι παίρνεις χάπι.”, της είπε θυμωμένος, όταν επιτέλους κατάφερε να αρθρώσει λόγο. 

 “Προφανώς κάποια μέρα θα το ξέχασα”, του απάντησε στο ίδιο ύφος. 

 “Πρέπει να σου ξεκαθαρίσω πως δεν υπάρχει περίπτωση να το κρατήσεις! Σιχαίνομαι τις δεσμεύσεις, και κυρίως όταν έρχονται με τόσο εκβιαστικό τρόπο!”, την απείλησε, και φάνηκε πως όλη η ερωτική μαγεία των προηγούμενων ημερών εξανεμίστηκε στο άκουσμα της ανεπιθύμητης είδησης. 

 Η αντίδραση του, αν και έκανε πιο εύκολη τη θέση της Μαρίας, καθώς εξαφάνισε ακόμα και τις όποιες υποψίες τύψεων απ τη μεριά της, παρ όλα αυτά την έκανε έξαλλη. Για δεύτερη φορά αυτός ο αχρείος αποποιούνταν τις ευθύνες του, μόνο και μόνο για να αποφύγει τη δέσμευση. Κι αν την πρώτη φορά δεν το ήξερε, τώρα δεν είχε καμιά δικαιολογία! 

 “Και εγώ οφείλω να σου ξεκαθαρίσω, πως αυτό το παιδί θα το κρατήσω! Θα το μεγαλώσω μόνη μου, όπως χιλιάδες άλλες γυναίκες. Μόνο που λυπάμαι γιατί έδωσα καρδιά και κορμί σε έναν άνθρωπο τόσο ρηχό και κυνικό!”, του είπε με περιφρόνηση και έσπρωξε με βια το χέρι του που επιχείρησε να την αγγίξει. 

 “Δεν πρόκειται ποτέ να το αναγνωρίσω, και αν ο σκοπός σου ήταν να με εκβιάσεις με αυτό το παιδί, καλύτερα να το ξεχάσεις!” 

 “Τελικά είσαι πολύ μαλάκας!”, του φώναξε οργισμένη και τον χαστούκισε με δύναμη. Αυτό το χαστούκι σαν να τον ξύπνησε και προσπάθησε να σώσει ότι μπορούσε, και ότι ήταν δυνατό ακόμα να σωθεί. 

 “Μη γίνεσαι ανόητη Μαρία. Περνάμε καλά, αγαπιόμαστε, γιατί να τα χαλάσουμε όλα για κάτι που ούτε θέλαμε, ούτε επιδιώξαμε;” 

 “Εκατό εκατομμύρια.”, του πέταξε ψυχρά αντί για οποιαδήποτε απάντηση. 

 Ο Αλέξανδρος γέλασε κυνικά. 

 “Αλήθεια πιστεύεις πως θα υποκύψω στον εκβιασμό σου;”τη ρώτησε με ειρωνεία. 

 “Το καλό που σου θέλω! Αλλιώς θα σου κοστίσει πολύ περισσότερα!” 

 “Και ποιος μου εξασφαλίζει πως δεν θα συνεχίσεις;”

“Κανένας απολύτως! Όμως θα πρέπει να το ρισκάρεις. Εσύ έχεις το πρόβλημα. Ένας κληρονόμος θα σου έπαιρνε τη μισή περιουσία. Λοιπόν δεν είναι μια καλή συμφωνία;” 

 “Άκου για να τελειώνουμε. Θα σου δώσω ένα ποσό, όχι ασφαλώς αυτό που ζητάς, και θα λήξει εδώ το θέμα. 

 “Εκατό εκατομμύρια!”, επανέλαβε πεισματικά. “Και φρόντισε να μη σου περάσουν τίποτα περίεργες ιδέες, γιατί όλα υπάρχουν σε κλειστό φάκελο σε συμβολαιογράφο! Καλή σου μέρα γλυκέ μου!” 

 Όταν έφυγε κτυπώντας την πόρτα πίσω της, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Την πάτησε σαν πρωτάρης, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Πίστεψε στις διαβεβαιώσεις της, χωρίς να ελέγξει την εγκυρότητα τους. Ο έρωτας τον τύφλωσε και τώρα ήταν αναγκασμένος να πληρώσει το βαρύ τίμημα. Μπορούσε βέβαια να αγνοήσει τις απειλές της, όμως κάτι τέτοιο θα είχε τεράστιο αντίκτυπο στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Ένας δικηγόρος του κύρους του, στα μάτια του κόσμου όφειλε να δείχνει, αν όχι και να είναι άμεμπτος. Ένα παιδί που θα αρνιόταν να αναγνωρίσει θα τον έβαζε σε επώδυνες διαδικασίες. Δικαστήρια, τεστ DNA, ξεκατίνιασμα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης! Το να ενδώσει στις απαιτήσεις της, το πιθανότερο θα την οδηγούσε σε ολοένα και μεγαλύτερους εκβιασμούς. Βιάστηκε! Αν η αντίδραση του ήταν πιο ψύχραιμη, ίσως είχε τον τρόπο και τον χρόνο να της αλλάξει γνώμη. Τώρα όμως παρουσιαζόταν μπροστά του το αδιέξοδο. Από τη μια η διαπόμπευση και η οικονομική αφαίμαξη που θα συνεπαγόταν η αναγνώριση του παιδιού και κληρονόμου, και από την άλλη οι παράλογες απαιτήσεις της Μαρίας. Ύστερα αν υποθέσουμε πως υπέκυπτε στον εκβιασμό, το ποσό ήταν τεράστιο και θα κινούσε διαδικασίες από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Αυτό βέβαια με την εμπειρία του είχε τρόπους να το ξεπεράσει. Με αδήλωτους λογαριασμούς στο εξωτερικό, μπορούσε να στήσει μια offshore εταιρία στο όνομα της, και ούτε γάτα ούτε ζημιά! Τελικά αποφάσισε να κάνει ακόμη μια προσπάθεια μαζί της, και αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, θα το αντιμετώπιζε τότε.

Το ίδιο βράδυ της τηλεφώνησε και της ζήτησε να βγούνε. Με ανακούφιση την άκουσε πιο διαλλακτική από ότι το πρωί. Αυτή τη φορά την πήγε σε ένα πιάνο ρέστοραν στην περιοχή του Χίλτον. Ήλπιζε ότι εκεί με την ρομαντική ατμόσφαιρα σύμμαχο, θα κατόρθωνε να επηρεάσει τις αποφάσεις της. Παρήγγειλε ότι εκλεκτότερο διέθετε το μενού, και ένα μπουκάλι πανάκριβο γαλλικό κρασί. Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου δεν μίλησαν καθόλου για το επίμαχο θέμα. Οι λιγοστές κουβέντες τους περιστράφηκαν γύρω από την καθημερινότητα. Η Μαρία είχε μετανιώσει για την πρωινή επιθετική της στάση. Όχι πως δεν του άξιζε, αλλά προτιμούσε να μην τον κάνει εχθρό από τόσο νωρίς. Οι γνώσεις και οι γνωριμίες του θα τη βοηθούσαν στο στήσιμο της επιχείρησης και αυτό είχε την απόλυτη προτεραιότητα αυτή τη στιγμή.

“Συγγνώμη για το πρωί”, του είπε με απολογητικό ύφος, ενώ εκείνος γέμιζε τα ποτήρια τους από το δεύτερο μπουκάλι. “ Μάλλον η αντίδραση μου ήταν υπερβολική!” 

 “Οφείλω να ομολογήσω, πως είχες και συ τα δίκια σου! Δεν ήταν αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη.” “Πάντως το παιδί θα το κρατήσω! Δεν θα σου ζητήσω τίποτα περισσότερο από το να του εξασφαλίσεις ένα αξιοπρεπές μέλλον. Ένα ποσό που θα το βοηθήσει να μην αντιμετωπίσει και βιοποριστικά προβλήματα, εκτός του προβλήματος της απουσίας πατέρα.” 

“Αυτό μου ακούγεται λογικό. Τουλάχιστον σε σχέση με τις προηγούμενες παράλογες απαιτήσεις σου!. Δεν είμαι κανένα τέρας Μαρία! Κι αν εξακολουθώ να επιμένω στη λύση της έκτρωσης, είναι γιατί δεν θέλω να επωμιστείς ένα βάρος που δεν είναι για τις δικές σου πλάτες.” 

 “Δεν υπάρχει περίπτωση να το ρίξω Αλέξανδρε! Ήρθε απρόσκλητο αλλά δεν παύει να είναι κομμάτι μου, όπως και δικό σου! Και αν ποτέ επιλέξεις να μάθει την αλήθεια, δεν πρόκειται να σε εμποδίσω. Όμως για τον κόσμο θα είναι το δικό μου παιδί και πατέρας του θα είναι ο Ερρίκος. Δεν το ξέρει ακόμη, αλλά πιστεύω δεν θα αρνηθεί να του δώσει το όνομα του, έστω κι αν χρειαστεί ένας εικονικός γάμος.” 

 Ο Αλέξανδρος έμεινε για λίγο σιωπηλός, χαϊδεύοντας αμήχανα το ποτήρι του. Στο μυαλό του επεξεργάζονταν τα καινούργια δεδομένα. Άξιζε να δεχτεί αυτή την πρόταση. Ένα καλό ποσό, όχι πάντως εκατό εκατομμύρια, φαινόταν αρκετά δίκαιο. Στο κάτω κάτω, ήταν και δικό του παιδί, και όσο και αν του φάνηκε αποκρουστική η είδηση στο πρώτο άκουσμα, τώρα πιο ψύχραιμος έπιασε τον εαυτό του να κάνει ακόμα και σχέδια για το μέλλον του! Και ο Ερρίκος θα γινόταν καλός πατέρας. Είχε όλα τα προσόντα για κάτι τέτοιο, αν εξαιρέσεις τα περίεργα γούστα στις σχέσεις, που δεν ενέκρινε ο ίδιος. Αρκεί βέβαια να έλεγε αλήθεια η Μαρία σχετικά με τις προθέσεις της, και να μην συνέχιζε να τον εκβιάζει. Το ζύγισε και μάλλον το απέκλεισε. Αν ήθελε θα το έκανε από την αρχή και θα έπαιρνε νόμιμα ότι της ανήκε! 

 ”Ας είναι.”, της είπε τελικά. “Αφού αυτή είναι η απόφαση σου θα τη σεβαστώ! Τι πρέπει να κάνω απ τη μεριά μου;” 

 “Η βιοτεχνία είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Θα προσπαθήσεις να περάσουν στα χέρια μου τα περιουσιακά της στοιχεία, απαλλαγμένα από υποχρεώσεις. Θα επιτύχεις ένα διακανονισμό με την τράπεζα για το δάνειο και θα αναλάβεις τις αποζημιώσεις του προσωπικού και τις εξοφλήσεις των προμηθευτών. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό όλα αυτά δεν πρέπει να ξεπερνούν τα δώδεκα εκατομμύρια. Συν δέκα ακόμη σε λογαριασμό μου για το παιδί.”. 

 “Θα δεχτεί η Ευγενία κάτι τέτοιο;” 

 “Δεν έχει και πολλά περιθώρια να αρνηθεί! Λοιπόν;” 

 ” Προτιμούσα κάπως αλλιώς να εξελιχθεί η σχέση μας, αλλά αυτά δεν τα ορίζουμε εμείς, έτσι δεν είναι;” 

 “Έτσι! Λοιπόν;”, επανέλαβε με επιμονή.

“Σύμφωνοι! Από αύριο ξεκινάμε τις διαδικασίες.”


Η Ευγενία δέχτηκε με πόνο ψυχής το πλάνο του Αλέξανδρου. Στο σημείο που είχαν φτάσει τα πράγματα, δεν είχε μεγάλα περιθώρια να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους. Τουλάχιστον θα έσωζε το σπίτι της, αν και το μέλλον του οικοπέδου παρέμενε αμφίβολο. Όταν τελείωσαν οι διατυπώσεις με την τράπεζα και υπέγραψε τα συμβόλαια για την παραχώρηση των μηχανημάτων στην καινούργια ιδιοκτήτρια, κοίταξε με αγωνία την Μαρία. 

 ”Χρειάζομαι δουλειά και εσύ μια πεπειραμένη βοηθό. Τι λες να μείνω κοντά σου;” 

 Η Μαρία ήταν από καιρό έτοιμη για μια τέτοια στιγμή. Η απάντηση της πάγωσε την Ευγενία με την κυνικότητα της. “Εκτιμώ ότι εσύ με έβαλες στον χώρο της μόδας. Όμως δυστυχώς είσαι πολύ παρωχημένη για τη σημερινή πραγματικότητα. Λυπάμαι, και καλή τύχη!” 

 Και δίχως καν να της απλώσει το χέρι βγήκε από το γραφείο του συμβολαιογράφου με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη. Επιτέλους η ώρα της καταξίωσης πλησίαζε.

Το μοναδικό εμπόδιο η εγκυμοσύνη που ήδη προχωρούσε στον τέταρτο μήνα και τα δυσάρεστα συμπτώματα που άρχισαν την εμφάνιση τους. Τη χειμωνιάτικη σεζόν ήταν αδύνατο να την προλάβει και εξάλλου δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτα βεβιασμένα. Τον Φεβρουάριο θα γεννούσε και μετά θα έκανε το δυναμικό ξεκίνημα της. Μέχρι τότε θα έκανε τις απαραίτητες προεργασίες και μια μικρή ανακαίνιση στους χώρους της βιοτεχνίας. Την επίβλεψη των εργασιών την είχε αναλάβει ο Ερρίκος ο οποίος ήταν ενθουσιασμένος με τα νέα του καθήκοντα, (παιδικό του όνειρο η διακόσμηση εσωτερικών χώρων), αλλά και την προοπτική της καινούργιας αρχής.

Το πρώτο υπερηχογράφημα έδειξε ότι οι φόβοι της Μαρίας ήταν αβάσιμοι. Το παιδί, αγοράκι, δεν έδειχνε να έχει κανένα πρόβλημα, και έτσι ανακουφισμένη επιδόθηκε με ζήλο στην προετοιμασία της επιχείρησης. Μάζεψε γύρω της τους καλύτερους συνεργάτες, αποσπώντας τους από τις προηγούμενες δουλειές τους με δελεαστικούς μισθούς και υπόσχεση μπόνους. Την σύσταση της νέας εταιρίας την ανέλαβε ο Αλέξανδρος. Οι επαφές τους εξακολουθούσαν να είναι συχνές, αλλά διατηρούνταν σε φιλικό επίπεδο, όσο κι αν ο ίδιος πάντα επιζητούσε κάτι παραπάνω. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα όλα ήταν έτοιμα. Όταν είδε η Μαρία για πρώτη φορά την επιγραφή ένιωσε πραγματικά υπερήφανη! ΝΟΜΑΡ ΕΠΕ, έγραφε με μπλε ελεκτρίκ χρώματα σε άσπρο φόντο. Το όνομα το επέλεξε η ίδια και δεν ήταν άλλο από τα αρχικά του δικού της. Νομικού Μαρία. Όλη τη διάρκεια των γιορτινών ημερών, εκτός από λίγες που αφιέρωσε στον Ερρίκο και τον Αλέξανδρο, την πέρασε κλεισμένη στο γραφείο της, σχεδιάζοντας αδιάκοπα. Έπρεπε να τους καταπλήξει όλους και αυτό θα έκανε!

Οι επιλογές στα υφάσματα αυτή τη φορά ήταν οι ιδανικές. Με την πολύτιμη συμβολή των έμπειρων στυλιστών και του πάντα χρήσιμου Ερρίκου, ετοίμασε τα πρώτα δείγματα, τα οποία άφησαν άφωνους όλους όσους τα είδαν. Αρχές Φλεβάρη στην έκθεση μόδας της Αθήνας, έκανε πάταγο η κολεξιόν της πρωτοεμφανιζόμενης ΝΟΜΑΡ. Δεκάδες παραγγελίες από όλη την Ελλάδα, προμήνυαν το λαμπρό μέλλον. Τα κοπτήρια πήραν φωτιά και οι μηχανές δούλευαν στο φουλ μέχρι αργά το βράδυ. Η Μαρία, ήρεμη πια και σίγουρη για την επιτυχία, περίμενε με λαχτάρα την ώρα που θα έφερνε στον κόσμο το μωρό της. Και η πολυπόθητη στιγμή έφτασε στις εικοσιτρείς του μήνα. Με τους πρώτους πόνους, τηλεφώνησε στη μάνα και της ζήτησε να έρθει κοντά της, χωρίς να της αναφέρει τίποτα για την εγκυμοσύνη της, και η Βασίλαινα, αγχωμένη από την ξαφνική πρόσκληση, της υποσχέθηκε πως θα κατέβαινε το ίδιο βράδυ. Στο λιμάνι θα την περίμενε ο καινούργιος σύντροφος του Ερρίκου, που είχε αναλάβει το λογιστήριο της εταιρίας. Η αναγνώριση θα γινόταν από μια φωτογραφία της, πριν κάμποσα χρόνια και αυτό δυσκόλευε την κατάσταση. Ευτυχώς η Μαρία είχε προνοήσει να της πει να κρατάει ένα μπουκέτο λουλούδια από τον κήπο. 

 Ο Ερρίκος, μέσα στον πανικό, την μετέφερε εσπευσμένα στο μαιευτήριο στο Μαρούσι και από εκεί τηλεφώνησε στον Αλέξανδρο, που κατέφθασε κι αυτός σε λίγα λεπτά. Ο τοκετός ήταν δύσκολος και επώδυνος. Στην πρόταση του μαιευτήρα να κάνει καισαρική, η Μαρία απάντησε κατηγορηματικά όχι. Ήθελε να ζήσει όλη την εμπειρία, έστω κι αν υπέφερε τρομερά. Δύο ώρες αργότερα κατά τις έξι το απόγευμα γεννήθηκε ο γιος της. Ένα υγιέστατο και πανέμορφο αγοράκι, που έμοιαζε εκπληκτικά στη μητέρα του. Τουλάχιστον αυτό ομολόγησαν, εκτός από τη μαία και τις νοσοκόμες, και ο Ερρίκος με τον Αλέξανδρο! 

 Όταν συνήλθε η Μαρία από τη νάρκωση και την ανέβασαν στο μονόκλινο δωμάτιο της, ο Αλέξανδρος μπήκε πρώτος με μια τεράστια ανθοδέσμη. Τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και της ευχήθηκε. 

 “Να μας ζήσει ο κούκλος!” 

 “Νόμιζα πως δεν το ήθελες αυτό το παιδί!”, του απάντησε ξαφνιασμένη. 

“Άλλαξαν πολλά πράγματα τους μήνες της εγκυμοσύνης σου Μαρία! Σαν να άναψε μέσα μου ο πόθος μιας κανονικής οικογένειας, και ο ερχομός του μικρούλη ξύπνησε τη στοργή στην καρδιά μου.” 

 “Λίγο αργά, καλέ μου”, του είπε αποφασιστικά. “Έχω ήδη πάρει τις αποφάσεις μου.” 

 “Θα με παντρευτείς;”, τη ρώτησε αγνοώντας τα λόγια της.

”Όχι Αλέξανδρε, δεν είναι στις προτεραιότητες μου κάτι τέτοιο. Μα αν θέλεις μπορείς να αναγνωρίσεις το παιδί. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα σου!” 

 “Είσαι ο μόνος άνθρωπος που άγγιξες την ψυχή μου. Σε χρειάζομαι δίπλα μου, μαζί με τον γιο μας! Υποσχέσου μου πως θα το ξανασκεφτείς;” 

 Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, περισσότερο για να αποφύγει τη συνέχεια μιας κουβέντας που δεν είχε κανένα νόημα. Σε λίγες ώρες θα είχαν τελειώσει όλα, και τότε δεν θα ήξερε που να κρυφτεί και αυτός και η μάνα της! 

 “Θα ξανάρθω πρωί πρωί, πριν πάω στο γραφείο”, είπε χαϊδεύοντας της το πρόσωπο. “Καληνύχτα μωρό μου!” 

 Ο Ερρίκος όλη αυτή την ώρα στεκόταν διακριτικά στον διάδρομο. Με το που έφυγε ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να μπει, όταν είδε να βγαίνουν από το ασανσέρ ο φίλος του με την μητέρα της Μαρίας. Μετά από τις απαραίτητες συστάσεις, μπήκαν και οι τρεις στο δωμάτιο. Η Βασίλαινα την αγκάλιασε με λαχτάρα. 

 “Γιατί παιδί μου δεν με ειδοποίησες νωρίτερα; Να μάθω τέτοια νέα από τον ξένο άνθρωπο!”

 “Δεν ήθελα να σε αναστατώσω. Έπειτα δεν ήξερα πως θα το πάρεις. Ένα εξώγαμο από την κόρη της, δεν είναι ότι καλύτερο για μια χωριάτισσα σαν και σένα! Έτσι δεν είναι;” 

 “Είσαι το παιδί μου! Το μοναδικό πλάσμα που μου απόμεινε στον κόσμο. Όλα τα άλλα δεν με νοιάζουν! 

 “Και ο κόσμος; Ούτε γι αυτόν νοιάζεσαι;” 

 “Ο κόσμος!”, απάντησε με πόνο η Βασίλαινα. “Ο κόσμος είναι κακός Μαριγώ μου! Μόνο να κρίνει ξέρει, λες κι είναι ο Θεός!” 

 ”Έχεις και συ παράπονο; Σε αγαπάνε και σε σέβονται όλοι στο χωριό!” 

 Η Βασίλαινα έσκυψε το κεφάλι για να κρύψει ένα δάκρυ, που βιάστηκε να σκουπίσει .

”Μακάρι να ήξερες! Μακάρι να μπορούσα να σου πω!”, ξέσπασε με τρεμάμενη φωνή, αφήνοντας το ποτάμι από τα μάτια της να ξεχυθεί. 

 Ο Ερρίκος με ένα νόημα έγνεψε πως έπρεπε να τις αφήσουν μόνες. Οι δραματικές αυτές στιγμές δεν επέτρεπαν την παρουσία τρίτων. 

 “Και που να ήξερες πως γνωρίζω τα πάντα!”, συλλογίστηκε η Μαρία και ύστερα της απάντησε με κουρασμένο ύφος. “Έχουμε καιρό να μου τα εξηγήσεις όλα. Θα μείνεις μαζί μου για λίγο καιρό. Έχεις να νταντέψεις το εγγόνι σου, εγώ έχω πολλές δουλειές μόλις βγω από δω!” 

 “Θα μείνω όσο θέλεις, ακόμη και για πάντα αν με χρειάζεσαι! Μόνο πες μου να χαρείς, ποιος είναι ο πατέρας; Γιατί δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι πίστεψα πως είναι ο κύριος που βγήκε πριν από λίγο!” “Αύριο θα τον γνωρίσεις. Αλλά τώρα θέλω να κοιμηθώ. Θα πω του Ερρίκου να σε πάει σπίτι.”

“Δεν θα πάω πουθενά! Εδώ θα μείνω. Έχω κοντά τέσσερα χρόνια να σε δω Μαριγώ μου! Ήσουνα παιδί και σε βρήκα γυναίκα! Δεν πρόκειται να σε αφήσω πια!” 

 “Όπως νομίζεις”, της απάντησε. “Μόνο σε παρακαλώ μη με ξαναπείς Μαριγώ. Μαρία είναι το όνομα μου!” 

 Η Μαρία με το που έκλεισε τα μάτια, αποκοιμήθηκε εξαντλημένη, και η Βασίλαινα καθισμένη στην καρέκλα δίπλα της, την κοιτούσε δίχως να την χορταίνει. Της έλειψε πολύ όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια μετά το χαμό του Βασίλη. Μόνη, με λιγοστά χρήματα και να πρέπει να ανταπεξέλθει στις γραφειοκρατικές διαδικασίες που ακολουθούν ένα θάνατο. Δεν την κατηγορούσε για το φευγιό της, εκτός μόνο από τις πρώτες ημέρες. Ήταν βαρύ το κτύπημα για τις μικρές της πλάτες. Όλος της ο κόσμος κατέρρευσε μέσα σε μια μέρα. Και εν τέλει αποδείχτηκε πως είχε δίκιο να τολμήσει! Αντί να φυτοζωεί σε ένα χωριό που αργοπεθαίνει, σήμερα ήταν μια πετυχημένη επιχειρηματίας με όλο το μέλλον μπροστά της! 

Αποκοιμήθηκε κι αυτή για λίγο. Την ξύπνησε η νοσοκόμα που έφερε το μωρό για θηλασμό. Καμάρωσε για λίγο κόρη και εγγονό και έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Έξι παρά δέκα. 

 “Θα κατέβω να πιω έναν καφέ”, είπε στη Μαρία. “Να σου φέρω κάτι;” 

 Η Μαρία της έγνεψε αρνητικά και κατέβηκε στο μπαρ του ισογείου. Πήρε τον καφέ, κάθισε σε ένα τραπεζάκι απέναντι από την είσοδο, και τότε τον είδε! Αυτός είναι! Θα τον αναγνώριζε ακόμη και ανάμεσα σε χιλιάδες άντρες. Εκεί, ακριβώς απέναντι της στεκόταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής της!

Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και ο Αλέξανδρος κοντοστάθηκε. “Είναι δυνατόν;”, αναρωτήθηκε. Πίσω από το κουρασμένο και πρόωρα γερασμένο πρόσωπο, διέκρινε τα μάτια της! Τα ίδια γαλαζοπράσινα μάτια που τον είχαν αιχμαλωτίσει είκοσι τόσα χρόνια πριν! 

 “Βαγγελίτσα!, της φώναξε με αγωνία, και όταν εκείνη σηκώθηκε, σιγουρεύτηκε πως δεν έκανε λάθος. Με τρεμάμενα χέρια η Βαγγελιώ έπιασε τα δικά του, και αυτός την αγκάλιασε με λατρεία. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι και αμίλητοι αρκετά λεπτά. ΄Πρώτος συνήλθε ο Αλέξανδρος.

 “Ποιος καλός άνεμος σε έφερε στα μέρη μας;”, τη ρώτησε.

 “Γέννησε εχθές η κόρη μου. Έγινα γιαγιά Αλέξανδρε!”

 Ένιωσε το αίμα του να παγώνει, γιατί τότε κατάλαβε τι του θύμιζε το επώνυμο της Μαρίας. 

“Μαρία τη λένε την κόρη σου;”, ρώτησε με την ελπίδα να είναι απλά μια σατανική σύμπτωση. “Μαριγώ, δηλαδή Μαρία, ναι. Την γνωρίζεις;” 

 Την πήρε απαλά από τη μέση και την οδήγησε πίσω στο τραπέζι. Αυτό που θα μάθαινε, καλύτερα να το άκουγε καθισμένη! 

 “Δεν ήξερα, θέλω να το πιστέψεις!”, απολογήθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. “Μου είπε ψέμματα για την οικογένεια της. Ήταν αδύνατο να φανταστώ αυτό το παιχνίδι της μοίρας! Συγχώρεσε με καρδιά μου!”

“Τι θέλεις να πεις;”, τον ρώτησε τρομοκρατημένη, ενώ μαύρες σκέψεις κυρίευσαν το μυαλό της. 

“Είναι δικό μου το παιδί!”, είπε με απόγνωση. “Δεν το επιδιώξαμε, ήρθε ξαφνικά. Μην φανταστείς πως πρόκειται για κάτι επιπόλαιο, την αγάπησα από την πρώτη φορά που την είδα, ίσως γιατί μου θύμιζε εσένα!” 

 “Και τώρα;”, ρώτησε με φωνή που μόλις ακουγόταν η Βαγγελιώ, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. 

 “Δεν πρέπει να μάθει τίποτα για το παρελθόν, τουλάχιστον για την ώρα. Μπροστά της θα το παίζουμε δυο άγνωστοι.” 

 “Αυτό δεν γίνεται!”, απάντησε. “Έχει δει μια φωτογραφία σου που φύλαγε η μάνα μου. Βέβαια της είπε ένα παραμύθι, αλλά αμφιβάλλω αν το πίστεψε.”

 “Τότε θα επιμείνουμε σ΄αυτό το παραμύθι, Δεν θέλω να την χάσω, καταλαβαίνεις!” 

 Η Βαγγελιώ αναγκάστηκε να παραδεχτεί, πως αυτό ήταν το καλύτερο για όλους. Του εξήγησε με λίγα λόγια το σενάριο που είχε φτιάξει η μακαρίτισσα. 

 “Δεν πρέπει να ανέβουμε μαζί”, αποφάσισε ο Αλέξανδρος, όταν τελείωσε την αφήγηση της. “Θα πάω εγώ πρώτος και έρχεσαι σε λίγο. Προς Θεού, πρόσεχε πως θα φερθείς μπροστά της. Είναι πανέξυπνη, και το ξέρεις!”

Το θέατρο που παίχτηκε μετά από λίγο στο δωμάτιο της Μαρίας, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τις πιο πετυχημένες παραστάσεις! Με την έκπληξη της απρόσμενης συνάντησης, τους θερμούς εναγκαλισμούς, με όλα τέλος πάντων που συνοδεύουν τέτοιες στιγμές. 

 “Γνωρίζεστε;”, ρώτησε δήθεν απορημένη η Μαρία. 

 ”Από πολύ παλιά, πριν καν γεννηθείς.”, απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο η μάνα της. “Τον φιλοξενούσαν για λίγο καιρό ο παππούς με τη γιαγιά στο χωριό. Τι μεγάλη χαρά να ξαναβρεθούμε μετά από τόσα χρόνια!” 

 “Και θα χαρείς περισσότερο αν σου πω πως αυτός είναι ο πατέρας του παιδιού μου!”, είπε χαιρέκακα η Μαρία. 

 “Ούτε στις ταινίες!”. φώναξε ενθουσιασμένη η Βαγγελιώ. “ Τι ευτυχία να συγγενέψουμε με τον παλιό καλό μου φίλο!” 

 Η Μαρία ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της! Τι παιχνίδι ήταν πάλι αυτό που της έπαιζαν; Κανονικά θα έπρεπε να έχουν καταρρεύσει και οι δύο με αυτή την εξέλιξη. Και όμως αυτοί έδειχναν μέσα στην καλή χαρά, λες και ήταν ότι καλύτερο τους είχε συμβεί στη ζωή τους! 

“Μόνο που θα σε μαλώσω Αλέξανδρε!”, συνέχισε με την ίδια διάθεση, η Βαγγελιώ. “Μπορούσατε να περιμένετε το γάμο πρώτα!” 

 “Στην κόρη σου να τα πεις.” χαμογέλασε.” Εγώ είμαι έτοιμος ακόμα και αύριο να την παντρευτώ, αλλά κάνει τη δύσκολη!” “Δηλαδή δεν έχεις αντίρρηση;”, ρώτησε μουδιασμένα η Μαρία τη μάνα της.

“Γιατί ψυχή μου να έχω αντίρρηση; Αν εννοείς τη διαφορά ηλικίας, σε πληροφορώ πως οι καλύτεροι γάμοι είναι αυτοί που ο άντρας είναι πολύ μεγαλύτερος!” 

 “Διαφορά ηλικίας ναι, αλλά ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να είναι πατέρας μου!”, της απάντησε προκλητικά για να τσεκάρει την αντίδραση της. Περίμενε ότι αυτή θα ήταν η χαριστική βολή, αλλά έκανε και πάλι λάθος. 

 “Ίσως, όμως τώρα είναι πατέρας του δικού σου παιδιού!”, της είπε ήρεμα. “Κι αν ήταν καλός σαν σύντροφος, γιατί να μην είναι σαν σύζυγος;” 

 Δεν καταλάβαινε τίποτα η Μαρία και αυτό το κρυφτούλι της έσπαζε τα νεύρα, όμως το τελευταίο της χαρτί δεν το είχε τραβήξει ακόμη! Θα το έκανε μόλις επέστρεφαν σπίτι. 

 “Καλά”, συμφώνησε. “Έχουμε χρόνο να τα δούμε αυτά όταν βγω από εδώ". 


 Οι τρεις μέρες που έμεινε ακόμη στο μαιευτήριο δεν έκρυβαν άλλα απρόοπτα και ήρθε η ώρα να γυρίσουν σπίτι. Η Μαρία είχε ζητήσει από τον γιατρό να της σταματήσει το γάλα, γιατί βέβαια δεν είχε το χρόνο, αλλά ούτε και τη διάθεση να θηλάζει. Ο Ερρίκος φρόντισε για τις προμήθειες από το φαρμακείο και η Βαγγελιώ ανέλαβε όλα τα υπόλοιπα, μαγείρεμα, τάισμα του μωρού, καθαριότητα. Την έκτη ημέρα από την επιστροφή τους, η Μαρία θεώρησε πως ήρθε η στιγμή των αποκαλύψεων. Στο τραπέζι της κουζίνας η μάνα απολάμβανε μια από τις λίγες ελεύθερες ώρες της, πίνοντας τον καφέ της. Έφτιαξε και η Μαρία και κάθισε απέναντι της. 

 “Λοιπόν;” τη ρώτησε με επιτακτικό ύφος. “Δεν νομίζεις πως ήρθε η ώρα να μου πεις την αλήθεια για τον Αλέξανδρο;” 

Σαν να της φάνηκε πως η Βαγγελιώ δίστασε για λίγο, όμως εκείνη απλώς ξαφνιάστηκε με την ερώτηση. 

 “Μα στην είπα να σε χαρώ! Ένας παλιός γνωστός απ τα παλιά. Τι άλλο να σου πω;” Η Μαρία άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε το γράμμα και το πέταξε μπροστά της. 

 'Εδώ κάπως αλλιώς τα λέει!”, της φώναξε με οργή. “Κάνε τον κόπο να το διαβάσεις!” 

 Η Βαγγελιώ πήρε στα χέρια της το γράμμα απορημένη αλλά και έκπληκτη από το επιθετικό ύφος της κόρης της. Το διάβασε προσεκτικά όσο της επέτρεπε η προχωρημένη πρεσβυωπία της και έδειχνε να μην πιστεύει στα μάτια της. Όταν επιτέλους έφτασε στο τέλος, το δίπλωσε προσεκτικά και το έδωσε πίσω στην κόρη της. 

 “Ποιος σου έδωσε αυτές τις ανοησίες;”, τη ρώτησε με ύφος που φανέρωνε την έντονη δυσαρέσκεια της. “Όλα αυτά είναι χοντροκομμένα ψέματα!” 

 “Ψέματα!” κάγχασε η Μαρία. “Ο γιος του μαιευτήρα σου μου το έδωσε!” 

 “ Ο μαιευτήρας μου ήταν ο Θανάσης Παπαγεωργίου, συνταξιούχος τώρα, Συριανός που ζει ακόμη εκεί! Αυτόν τον Απόστολο Ηλιάδη τον ξάδερφο, που υποτίθεται πως γράφει αυτό το γράμμα, δυο φορές τον έχω συναντήσει στη ζωή μου! Μια όταν ήμουνα παιδούλα ακόμη, και μια στη Σύρο στο νοσοκομείο. Ποτέ δεν είχαμε πολλές επαφές.

Κάποιες περίεργες φήμες τον ήθελαν μπλεγμένο με παραθρησκευτικές, ίσως και σατανιστικές οργανώσεις. Μια γυναίκα που είχε σχέσεις πολλά χρόνια μαζί της, έλεγαν πως τον είχε μυήσει. Αυτός ήταν ο λόγος που απέφυγα να απευθυνθώ σε εκείνον να με ξεγεννήσει!”

Το κουβάρι αντί να ξετυλίγεται, γινόταν όλο και πιο περιπλεγμένο. Κάποιος έλεγε ψέματα, αυτό ήταν σίγουρο, όμως ποιος και γιατί. Ο μακαρίτης δεν φαινόταν να έχει κάποιο λόγο να το κάνει. Αντίθετα η Βαγγελιώ είχε πολλούς, κυρίως αν η επιστολή έλεγε την αλήθεια. Και τότε σαν κεραυνός ακολούθησε η εύλογη απορία της Βαγγελιώς! 

 “Για όνομα του Θεού κόρη μου! Πίστεψες αυτές τις αηδίες και παρ όλα αυτά έκανες παιδί, με κάποιον που θεωρούσες πατέρα σου:!” 

 ”Ήθελα να σας τιμωρήσω”, ξεκίνησε να απολογείται, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως η θέση της είχε γίνει τραγική. Από κατήγορος, μέσα σε λίγα λεπτά με μεταμορφώθηκε σε κατηγορούμενη. Ήθελε να βάλει τα κλάματα, αλλά με τίποτα δεν θα το έκανε μπροστά της. 

 “Όμως κάτι περίεργο συμβαίνει μεταξύ σας.”, προσπάθησε να διασωθεί. “Ακόμη και αν κάποιος έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι, δεν με πείσατε πως είχατε μιαν απλή γνωριμία με τον Αλέξανδρο!” 

 Η Βαγγελιώ κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κρύβεται πια. Έπρεπε να τα ξεκαθαρίσει όλα τώρα, πριν η Μαρία βάλει στο μυαλό της ιδέες που δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Όσο κι αν την πονούσε η αποκάλυψη του παρελθόντος, σίγουρα θα ήταν λιγότερο οδυνηρή από μια διαστρεβλωμένη άποψη που θα σχημάτιζε η κόρη της αν σιωπούσε. 

 “Εδώ που φτάσαμε, καλό είναι να αποκαλυφτεί όλη η αλήθεια.”, είπε με συντριβή. “Με τον Αλέξανδρο αγαπηθήκαμε κάποτε με πάθος! Ήταν πριν παντρευτώ τον πατέρα σου. Με ζήτησε σε γάμο όμως ο πατέρας μου δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Είχε δώσει το λόγο του στον πατέρα του Βασίλη, και ο λόγος τότε ήταν δέσμευση που δεν μπορούσες εύκολα να αθετήσεις. Υπάκουσα στο θέλημα του, θέλοντας και μη θέλοντας. Παντρευτήκαμε και σε λίγους μήνες γεννήθηκες. Το πιστεύεις ή όχι, ο Βασίλης ήταν ο πρώτος που με έκανε γυναίκα. Με τον Αλέξανδρο οι μόνες μας επαφές ήταν αγκαλιές και λίγα φιλιά.” 

 Σταμάτησε για λίγο και τρόμαξε όταν αντίκρισε το παγωμένο βλέμμα της κόρης της. Δεν την πίστευε και το έδειχνε απροκάλυπτα. Αν και δεν είχε σκοπό να συνεχίσει την εξομολόγηση της με περισσότερες αποκαλύψεις για το παρελθόν, η αντίδραση της Μαρίας την υποχρέωσε να το κάνει. 

“Λίγους μήνες αφ ότου γεννήθηκες, συναντηθήκαμε και πάλι. Αυτή τη φορά το πάθος μας οδήγησε στο μοιραίο. Για μια και μοναδική φορά, που ήταν όμως αρκετή για να καταστρέψει την ευτυχία μου για πάντα!” 

 Η Μαρία έδειχνε ανυπόμονη, όταν σταμάτησε πάλι την αφήγηση της η Βαγγελιώ. 

 ”Τι εννοείς;”, τη ρώτησε με πραγματική αγωνία. Τα χείλη της μάνας έτρεμαν ελαφρά, στην προσπάθεια της να βρει τα κατάλληλα λόγια, για να περιγράψει τα όσα συνέβησαν τότε

“Κάποιοι καλοθελητές απ το χωριό μας είδαν μαζί και το είπαν στον πατέρα σου. Καταλαβαίνεις τι επακολούθησε! Έγινε έξαλλος και ήταν η πρώτη φορά που με κτύπησε. Αν δεν έμπαινε στη μέση ο παππούς σου, ίσως και να με είχε σκοτώσει! Με όρκους και παρακάλια κατάφερα τελικά να τον πείσω πως ήταν μόνο μια τυχαία συνάντηση και τίποτα περισσότερο, όμως από τότε ο χαρακτήρας του άλλαξε πολύ. Από το ήρεμο παλληκάρι που ήταν, έγινε ο αγριάνθρωπος που και εσύ γνώρισες! Όμως τα χειρότερα ήρθαν λίγο καιρό αργότερα. Από αυτή τη μία και μοναδική μας επαφή έμεινα έγκυος! Με τον πατέρα σου όλο αυτό το διάστημα δεν κάναμε έρωτα. Η καταστροφή που ερχόταν έπρεπε να σταματήσει με οποιοδήποτε κόστος. Και αυτό το κόστος αποδείχτηκε δυσβάστακτο! Έκανα έκτρωση, αλλά κάτι δεν πήγε καλά και από τότε δεν μπορούσα να κάνω ποτέ ξανά παιδί!” 

Για μια ακόμη φορά σταμάτησε μιας και τα δάκρυα και ο λυγμός την εμπόδιζαν να συνεχίσει. Η Μαρία σηκώθηκε ανέκφραστη και ξαναγέμισε με καφέ το φλιτζάνι της, χωρίς να έχει την ευγένεια να γεμίσει και της μάνας της. 

 “Μάλιστα!”, είπε, σαν να μιλούσε σε κάποιον τρίτο, μόλις κάθισε και πάλι. “Η αγνή και θεοφοβούμενη Βαγγελιώ πηδιόταν ξεδιάντροπα με τον πρώτο τυχόντα, σκότωσε ένα παιδί που δεν έφταιγε σε τίποτα, και ύστερα σαν καλή χριστιανή κοινωνούσε για τα μάτια του κόσμου!” 

 Η Βαγγελιώ δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τον χείμαρρο που ξεχυνόταν από τα μάτια της. Κίτρινη σαν το φλουρί, έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να πει. Σαν τι όμως; Μήπως δεν είχε δίκιο να την κατηγορεί η κόρη της; Περίμενε να συγχωρήσει αυτό που ούτε η ίδια είχε συγχωρήσει στον εαυτό της; “Το πλήρωσα όμως!”, κατάφερε να αρθρώσει με κόπο. “Πολύ ακριβά το πλήρωσα. Για τρία χρόνια έπαιρνα ψυχοφάρμακα, και στην πραγματικότητα ποτέ δεν τα σταμάτησα τελείως.” 

Και με τα τελευταία λόγια, άνοιξε την τσάντα και της έδειξε τα χάπια. Από το βλέμμα της Μαρίας, κατάλαβε πως κάθε προσπάθεια να επιζητήσει τη συμπόνοια της, ήταν μάταιη, και δίχως να πει τίποτα άλλο σηκώθηκε αργά και πήγε στο δωμάτιο του μωρού. Η Μαρία ένιωθε τόσο μπερδεμένη. Αυτή φαινόταν πως ήταν η αλήθεια. Δεν είχε λόγο να ταπεινωθεί έτσι η Βαγγελιώ μπροστά της, αν ήταν αλλιώς. Τότε γιατί ο γιατρός έστησε όλο αυτό το παραμύθι, και μάλιστα λίγο πριν πεθάνει; Κουράστηκε να ψάχνει απαντήσεις σε ερωτήματα που ήταν μάλλον δύσκολο αν όχι αδύνατον να απαντηθούν. Καιρός να ασχοληθεί με την δουλειά της, που ήταν η μόνη που δεν την είχε απογοητεύσει μέχρι τώρα!

Οι μέρες κύλησαν με τη Μαρία να έχει πέσει με τα μούτρα στην προετοιμασία της καλοκαιρινής κολεξιόν. Καμιά άλλη κουβέντα πάνω στο θέμα δεν ξανάκανε με την μάνα. Οι μοναδικές συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από το παιδί και το σπίτι. Ο Αλέξανδρος απέφευγε να έρχεται συχνά και όταν το έκανε φρόντιζε να είναι και οι δυο τους εκεί. Από τη στιγμή που η Μαρία έμαθε τα πάντα, ντρεπόταν να την δει μόνη. Αλλά και η ίδια δεν έδειχνε διάθεση να τον συναντήσει. Αφού τελικά δεν ήταν πατέρας της, έπαψε το ενδιαφέρον της γι αυτόν. Το μόνο κέρδος από αυτή την ιστορία ήταν το παιδί της που λάτρευε. Το μοναδικό πλάσμα που αγαπούσε πια! 

 Ο Ερρίκος μπήκε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά! 

 “Ψάξε για καινούργιο χώρο.”, της είπε ενθουσιασμένος.” Έχουμε τόσες παραγγελίες, που στο τέλος θα αφήνουμε τα ρούχα στο δρόμο!” 

 “Αν πάει κι αυτή η σεζόν το ίδιο καλά, σκέφτομαι να αγοράσω το κτίριο και τα γύρω οικόπεδα.”, του απάντησε. “Είναι περίπου πέντε στρέμματα. Τα λεφτά όμως δεν φτάνουν, οπότε θα αναγκαστώ να πάρω δάνειο.” 

 “'Όλοι παίρνουν Μαρία. Αν περίμεναν μόνο από τα δικά τους κεφάλαια, θα έμεναν στη μιζέρια!” Έκανε το σήμα της νίκης με τα δάχτυλα και έκανε να φύγει. Γύρισε αμέσως χτυπώντας το μέτωπο με το χέρι. 

“Τι να πάρω της μάνας σου;”, ρώτησε. “Αύριο δεν γιορτάζει;” 

 Ούτε που είχε περάσει από το μυαλό της. Οτιδήποτε αφορούσε τη θρησκεία την άφηνε παγερά αδιάφορη. Και ειδικά η συγκεκριμένη γιορτή της έφερνε άσχημες αναμνήσεις, κάθε φορά που ερχόταν! 'Ότι θέλεις πάρε”, του είπε άχρωμα. “Διάλεξε και κάτι για μένα. Βαριέμαι και που σκέφτομαι τη διαδικασία.” 

 Έξω είχε ήδη νυχτώσει. Κοίταξε το ρολόι. Εννιά παρά δέκα. Τακτοποίησε τα χαρτιά της και τα έκλεισε στο φοριαμό. Το κεφάλι της πονούσε τρομερά εδώ και λίγη ώρα. Έβαλε ένα αναβράζον παυσίπονο στο νερό. Κάτι έπρεπε να κάνει με αυτούς τους πονοκεφάλους που τη βασάνιζαν τελευταία. Οι εξετάσεις που έκανε δεν έδειχναν κάτι παθολογικό, αλλά μάλλον οφείλονταν στο στρες, όπως της είπαν οι γιατροί. Όμως και ο ύπνος της ήταν ανήσυχος και διακοπτόμενος. Ξυπνούσε περισσότερο κουρασμένη από πριν κοιμηθεί. Και αυτοί οι εφιάλτες! Κάθε βράδυ και χειρότεροι. Ανεξήγητοι, τρομακτικοί, που τη γέμιζαν φόβο. Ο Ερρίκος που του είχε εκμυστηρευτεί όλα αυτά, της συνέστησε να επισκεφτεί ψυχολόγο, και μάλλον θα το έκανε σύντομα. Όταν γύρισε σπίτι βρήκε τη μάνα στην κουζίνα. Υπέροχες μυρωδιές ξεχασμένες από χρόνια γέμισαν τη Μαρία με νοσταλγία. Ένας υπέροχος μπακλαβάς, με λάδι αντί για βούτυρο, ρόδιζε στον φούρνο

Αυτό το γλυκό έφτιαχνε κάθε χρόνο τέτοια μέρα η Βαγγελιώ, λόγω νηστείας., και τράταρε τους καλεσμένους της. 

 ”Ήρθες κόρη μου.”, την καλωσόρισε. “Έχει γεμιστά, να σου βάλω;” 

 “Έφαγα λίγη πίτσα στο γραφείο. Δεν πεινάω.”. 

 “Δεν κρατάς πια τη νηστεία.”, της παραπονέθηκε. ”Παλιά ούτε λάδι δεν έτρωγες όλη τη βδομάδα!” “Παλιά όλα ήταν αλλιώς! Όλοι είμαστε αλλιώς τότε!”, της απάντησε ψυχρά και ανέβηκε στο δωμάτιο του μωρού. Κοιμόταν μακάρια και αφού το φίλησε γλυκά πήγε κατευθείαν για ύπνο, που τόσο της έλειπε τελευταία. Οι απαίσιοι εφιάλτες δεν έλειψαν ούτε αυτή τη νύχτα. Όταν άνοιξε τα μάτια η ώρα ήταν ακόμη τέσσερις παρά τέταρτο. Νύσταζε τρομερά, αλλά η προοπτική ενός ακόμα εφιάλτη την ανάγκασε να σηκωθεί. Έφτιαξε καφέ και βγήκε στην βεράντα. Έφερε στο νου το τελευταίο όνειρο που ήταν η αφορμή να ξυπνήσει. Την κυνηγούσαν λέει, κάτι παράξενα όντα με ανθρώπινες μορφές. Σαν τα τέρατα της μυθολογίας, μόνο πολύ πιο τρομακτικά. Άκουγε τις φωνές τους που την καλούσαν να πάει μαζί τους, άλλοτε με υποσχέσεις και άλλοτε με απειλές. Κάτι τα εμπόδιζε να την πάρουν με τη βία. Ήταν σίγουρη πως στο όνειρο ήξερε ποιο ήταν αυτό το εμπόδιο, όμως τώρα δεν μπορούσε να το θυμηθεί. Κάτι της έλεγε πως αν κατάφερνε να το βρει, θα ήταν η λύση στα προβλήματα της. Όσο όμως κι αν έστυβε το μυαλό της ήταν αδύνατο να θυμηθεί οτιδήποτε. Ώσπου ξαφνικά μέσα στην ησυχία της νύχτας, άκουσε πεντακάθαρα τη φωνή της παράξενης γριάς του λατομείου:” Θα σου δώσω εγώ κάτι που θα σε προστατεύει στη ζωή σου”!

Αυτό ήταν! Το φυλαχτό που είχε ξεχάσει παραπεταμένο σε κάποιο συρτάρι, θα την έβγαζε από τα αδιέξοδα και θα την προστάτευε. Σηκώθηκε γρήγορα και έτρεξε στο δωμάτιο της. Της πήρε αρκετή ώρα να το ανακαλύψει, κάτω από διάφορα άχρηστα μικροαντικείμενα που θα έπρεπε από καιρό να είχε πετάξει. Το κράτησε δίπλα στο φως του πορτατίφ. Ένα απλό μικρό τριγωνικό κομμάτι μαύρο πανί με ένα περίεργο σύμβολο κεντημένο πάνω του. Κάτι σαν αστέρι με μια δυσδιάκριτη μορφή στο κέντρο του. Το πίεσε με τα δάχτυλα και ένιωσε κάτι σκληρό να κρύβει μέσα του. Μεθαύριο που θα άνοιγαν τα μαγαζιά θα το πήγαινε να το βάλουν σε μια ασημένια θήκη. Το έβαλε στην τσάντα της και κατέβηκε στο σαλόνι. Καλημέρισε τη Βαγγελιώ που μόλις είχε ξυπνήσει, της πέταξε ένα τυπικό “χρόνια πολλά”, και έφυγε. Η πρώτη της σκέψη μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο, ήτα να πάει στη βιοτεχνία, αλλά το μετάνιωσε γρήγορα. Όλοι θα έλειπαν λόγω της αργίας και η ίδια δεν είχε κάτι σπουδαίο να κάνει εκεί. Ένας καφές στην πλατεία της φάνηκε υπέροχη ιδέα. Τα πιτσιρίκια που μαζεύονταν για την καθιερωμένη παρέλαση, της έφεραν στο νου, τις δικές της ανέμελες παρόμοιες στιγμές στο νησί.

Ένας νεαρός την πλησίασε δειλά. 

 “Σας ξέρω από κάπου;”, τη ρώτησε συνεσταλμένος. 

 Η Μαρία γέλασε με το τόσο κοινότυπο πλησίασμα. Άλλος ένας από τους ενοχλητικούς τύπους που δεν έχαναν ευκαιρία όταν έβλεπαν μοναχική κοπέλα! Γύρισε και τον κοίταξε έτοιμη να του κόψει τη φόρα, όμως στη ματιά του είδε μιαν αθωότητα που την έκανε να αλλάξει γνώμη. Ήταν γύρω στα τριάντα, ίσως και λίγο μικρότερος με όμορφα χαρακτηριστικά, και το ευγενικό του παρουσιαστικό του προσέδιδε επιπλέον γοητεία. “Δεν νομίζω”, του αποκρίθηκε τελικά. “Εκτός αν ασχολείστε με τη μόδα!” 

 “Και όμως.”, επέμεινε εκείνος. “Είμαι σίγουρος πως έχουμε συναντηθεί κάπου!” 

 Τον κοίταξε πάλι προσεκτικά και αυτή τη φορά κάτι της θύμισε. 

 “Στο ξενοδοχείο στον Κορυδαλλό!”, του είπε ξαφνικά, καθώς τον αναγνώρισε. “Στη ρεσεψιόν, αν δεν κάνω λάθος.” “Επιτέλους!” αναφώνησε ανακουφισμένος.” Φοβόμουν πως θα παρεξηγήσετε την επιμονή μου!” 

Τον προσκάλεσε να καθίσει μαζί της. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο μετά τον Αλέξανδρο. 

 “Με τι ασχολείσαι τώρα;”, τον ρώτησε. 

 “Είμαι συντηρητής έργων τέχνης της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Δουλεύω στην αρχαιολογική υπηρεσία. Εκείνο τον καιρό συμπλήρωνα τα λίγα χρήματα που έστελναν οι γονείς μου για τις σπουδές, δουλεύοντας τα ρεπό του ρεσεψιονίστ.” 

 “Ενδιαφέρουσα δουλειά ακούγεται.”, απάντησε εντυπωσιασμένη. 

 “Ασφαλώς! Η επαφή με την ιστορία του τόπου μας, η ανάδειξη της αξίας των δημιουργών του παρελθόντος, είναι υπέροχη! Το να ξέρεις ότι συνέβαλες να περάσουν στις επόμενες γενιές αυτά τα αριστουργήματα, σε γεμίζει ευτυχία” 

 “Αλλά η υλική ανταμοιβή, φαντάζομαι δεν είναι αντάξια του έργου σου!” 

 “Και βέβαια όχι! Όμως δεν είναι αυτό το σπουδαιότερο, έτσι δεν είναι;”, τη ρώτησε και αν περίμενε καταφατική απάντηση μάλλον λάθεψε. 

 “Έχουν και τα χρήματα την αξία τους”, απάντησε με αλαζονεία. “Εγώ για παράδειγμα αν και είμαι αρκετά μικρότερη σου, βγάζω τουλάχιστον τα δεκαπλάσια!”

 “Με νόμιμο τρόπο ελπίζω!”, της είπε χαμογελώντας. 

“Είμαι ιδιοκτήτρια μιας μεγάλης μονάδας κατασκευής και εμπορίας γυναικείων ενδυμάτων”, τόνισε φανερά ενοχλημένη από τον άκομψο τρόπο της παρατήρησης του. 

 “Συγγνώμη!”, απολογήθηκε μετανιωμένος. “Δεν ήθελα να σε θίξω. Ένα χαζό αστείο ήταν που νόμιζα πως είναι έξυπνο!” 

 Του έγνεψε με μια χειρονομία κάτι σαν δεν πειράζει και του έδωσε την κάρτα της. 

 “Εδώ θα με βρεις, αν θελήσεις να τα ξαναπούμε”, του είπε και σηκώθηκε να φύγει.

“Το συντομότερο! Να είσαι σίγουρη. Δεν έχω ξέρεις μεγάλο κύκλο γνωριμιών και η παρέα σου θα μου είναι πολύτιμη”. 

 Τον χαιρέτησε και έφυγε για το σπίτι. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασαν οικογενειακά, κατά κάποιον τρόπο. Ο Αλέξανδρος, ο Ερρίκος με τον φίλο του τον Χρήστο και οι δυο τους. Έφαγαν μπακαλιάρο πλακί και τηγανιτό που είχε ετοιμάσει η Βαγγελιώ και κουβέντιασαν ανώδυνα θέματα, κυρίως γύρω από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Όταν αργά το βράδυ έφυγαν οι επισκέπτες και η Μαρία τάισε το μωρό, κάτι που δεν είχε την ευκαιρία να κάνει συχνά, η Βαγγελιώ την πλησίασε διστακτικά. 

 “Την άλλη βδομάδα σαραντίζεις. Πρέπει να πας το παιδί στην εκκλησία για την ευχή.” 

“Μάλιστα!”, απάντησε με έναν τρόπο που δεν φανέρωνε τα αισθήματα της. 

 “Δεν ξέρω πως γίνεται εδώ στην Αθήνα. Φαντάζομαι πρέπει να ενημερώσεις πρώτα τον παπά". 

“Εντάξει, θα δούμε”, σταμάτησε εκεί τη συζήτηση η Μαρία και ανέβηκε στο δωμάτιο της.

Το πρωί ξύπνησε πάλι με τον καταραμένο πονοκέφαλο. Ένιωθε το βουητό στα αυτιά της και το αίμα στις φλέβες της να χτυπάει δυνατά. Μέτρησε την πίεση. Κανονική, 11 με 7. Πήρε πάλι παυσίπονο και τηλεφώνησε του Ερρίκου. 

 “Κλείσε μου ένα ραντεβού με τον ψυχολόγο που είπες. Και σήμερα αν γίνεται!” 

 Μπήκε στο παιδικό δωμάτιο την ώρα που η Βαγγελιώ άλλαζε το μωρό. 

 “Χλωμή μου φαίνεσαι Μαριγώ μου! Δεν κοιμήθηκες καλά;”, τη ρώτησε με αγωνία η μάνα. 

 “Όχι!”, ούρλιαξε σχεδόν και το μωρό έβαλε τρομαγμένο τα κλάματα. “Και σου έχω πει χίλιες φορές να με φωνάζεις Μαρία!”. 

 Έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Τα νεύρα της ήταν τόσο τεντωμένα που μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια τη διαδρομή τους. Αυτό το πρωινό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να θυμηθεί στη ζωή της. Διάθεση κάτω από το μηδέν, φρικτά προαισθήματα δίχως συγκεκριμένη αιτία, πονοκέφαλος, ναυτία. Με πολύ κόπο κατάφερε να φτάσει στη βιοτεχνία, σταματώντας τουλάχιστον έξι φορές στο δρόμο, να συνεφέρει λίγο. Ούτε το δυνατό παυσίπονο έκανε αυτή τη φορά τη δουλειά του, καθώς ο πονοκέφαλος έγινε πια ανυπόφορος. Ο Ερρίκος τρόμαξε στη θέα της! 

“Τα χάλια σου έχεις!”, διαπίστωσε. “Είχες πάλι τους φοβερούς εφιάλτες;” 

 “Μόνιμη συντροφιά μου.”, ψέλλισε κουρασμένη. “Έκλεισες ραντεβού;” 

 “Στις πέντε το απόγευμα. Ελπίζω να σε βοηθήσει, έχει πολύ καλή φήμη.” 

 Τον έδιωξε με μια χειρονομία και προσπάθησε να ξεκινήσει τη δουλειά. Αδύνατον! Όλα γύριζαν σαν να βρισκόταν σε τρικυμία. Μια τρικυμία που δεν ήταν απλά σχήμα λόγου. Ένας ωκεανός σε θύελλα έμοιαζε το μυαλό της. Σκέψεις η μια πίσω από την άλλη σαν πελώρια κύματα ταρακουνούσαν όλο της το είναι.

Φαντάσματα του παρελθόντος γύρισαν πάλι ζητώντας δικαίωση. Αδικοχαμένοι άνθρωποι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χάθηκαν εξ αιτίας της στοίχειωναν την ύπαρξη της. Ήταν μόλις πριν λίγο καιρό που οι Ερινύες αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί της. Κοντά τέσσερα χρόνια τώρα, ούτε η παραμικρή τύψη δεν τάραξε τη ζωή της, και τώρα, σαν κάποιο αόρατο χέρι να τους άνοιξε την πόρτα, εισέβαλαν βίαια στον ψυχικό της κόσμο και τον καταρράκωσαν. Η αποκάλυψη της αλήθειας σχετικά με τους γονείς της, αντί να τη λυτρώσει, της κατάστρεψε ότι είχε βάλει στόχο ζωής. Την εκδίκηση! 

 Σύρθηκε με πολύ κόπο ως το μικρό ψυγείο. Το στόμα της ήταν κατάξερο, όμως στην προσπάθεια της να πιει λίγο νερό, το μπουκάλι της έφυγε απ το χέρι και έσπασε γεμίζοντας το πάτωμα γυαλιά και νερά. Βγήκε παραπατώντας από το γραφείο της, ζήτησε από τη γραμματέα της να τα μαζέψει, και ύστερα αργά αργά κατευθύνθηκε προς το σχεδιαστήριο. Είχε ανάγκη να ξεφύγει λίγο από το ζοφερό κόσμο που ζούσε. Δεν ασχολούταν πια ενεργά με τον σχεδιασμό παρά μόνο στην αρχική ιδέα. Όλα τα υπόλοιπα τα αναλάμβαναν οι τέσσερις σχεδιαστές που είχε προσλάβει. Παρακολούθησε, όσο της επέτρεπε η κατάσταση της, την ετοιμασία των καλοκαιρινών δειγμάτων, αλλά δεν άντεξε για πολύ. Αφού τους ευχήθηκε καλή συνέχεια ξαναγύρισε στο γραφείο της και προσπάθησε να κλείσει λίγο τα μάτια της, πράγμα που κατάφερε έστω και για λίγη ώρα. 

 Όταν ξύπνησε αισθανόταν κάπως καλύτερα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει δραματικά, όμως τα συμπτώματα έγιναν πιο υποφερτά. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και αφού βάφτηκε ελαφρά ξεκίνησε για τον ψυχολόγο. Στις πέντε παρά είκοσι ήταν ήδη στο γραφείο του στο Κολωνάκι. Η γραμματέας του μια ξανθιά καλλονή γύρω στην ηλικία της, την οδήγησε στον προθάλαμο, μέχρι να τελειώσει ο γιατρός με τον ασθενή που ήταν ήδη μέσα, και της πρόσφερε μια πορτοκαλάδα. Τα λίγα λεπτά που περίμενε αναρωτήθηκε αν είχε νόημα αυτή η επίσκεψη. Από όσο ήξερε θα έπρεπε να βγάλει τα εσώψυχα της σε έναν άγνωστο, και αυτό δεν ήταν δυνατόν να το κάνει. Είχε τόσα τραγικά να κρύψει, ώστε αμφέβαλε αν θα μπορούσε να την βοηθήσει.

 Ίσως είχε σηκωθεί να φύγει αν εκείνη τη στιγμή δεν άνοιγε η πόρτα του γραφείου. Ένας σαραντάρης, που σε τίποτα δεν θύμιζε επιστήμονα, συνόδεψε τη μεσόκοπη ασθενή του στην έξοδο και ύστερα στράφηκε στην Μαρία. 

 “Η κυρία Νομικού; Περάστε παρακαλώ!” 

 Όταν μπήκε στο γραφείο δεν είδε τίποτα από ότι είχε στο μυαλό της από γραφεία ψυχολόγων. Ούτε καναπέ που υποτίθεται ξαπλώνει ο ασθενής, ούτε κάτι άλλο που να θυμίζει ιατρείο. Μόνο το τραπέζι του γιατρού και μια αναπαυτική πολυθρόνα που την οδήγησε να καθίσει. 

 “Λοιπόν”, ξεκίνησε ο γιατρός,” Τι ακριβώς αντιμετωπίζετε;” Του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τα συμπτώματα που την βασάνιζαν καιρό τώρα.

Επέμεινε ιδιαίτερα στους πονοκεφάλους και τους εφιάλτες, αποφεύγοντας να του πει για τα οράματα και τις φωνές. Στις ερωτήσεις του σχετικά με την παιδική της ηλικία προσπάθησε να είναι όσο πιο προσεκτική γινόταν, χωρίς να του κρύβει όσα έπρεπε και επιτρεπόταν να μάθει. Του ανέλυσε την αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα και τον άβουλο χαρακτήρα της μάνας. Τη σκληρή δουλειά στο χωράφι, το σταμάτημα του σχολείου, την σχεδόν ανύπαρκτη τότε προσωπική της ζωή. 

 “Είναι φανερό”, έκανε την πρώτη διάγνωση, ”πως κάπου εκεί βρίσκεται η αιτία των προβλημάτων σας. Το θέμα είναι να ψάξουμε ποιο ακριβώς αίτιο πυροδοτεί όλες αυτές τις αντιδράσεις. Αν δεν έχετε κάτι πιο συγκεκριμένο να θυμηθείτε, θα πρότεινα την ύπνωση. Πρόκειται για μια ακίνδυνη και ανώδυνη μέθοδο, που θα μας οδηγήσει στη άκρη του νήματος.” 

 Στο άκουσμα αυτής της ιδέας η Μαρία τρομοκρατήθηκε. Σε μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να αποκαλύψει πράγματα που κανείς και ποτέ δεν έπρεπε να μάθει! Κατά πάσα πιθανότητα βέβαια τίποτα από όσα έλεγε μέσω αυτής της διαδικασίας δεν θα μπορούσε να τη βλάψει, αφ ενός λόγω του ιατρικού απόρρητου, και αφ ετέρου γιατί κανείς δεν θα ήταν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο απλά για παραλήρημα και όχι πραγματικές καταστάσεις. Τελικά αποφάσισε να το τολμήσει προκειμένου να γλυτώσει από τις οδυνηρές εμπειρίες που ζούσε. Σε λίγα λεπτά με τις εντολές του γιατρού βρέθηκε σε κατάσταση ύπνωσης. 

 “Που είσαι τώρα Μαρία;”

"Σπίτι, μόλις βγήκα από το ντους. Φοράω το μπουρνούζι μου και πιάνω να φορέσω το Σταυρό μου που είχα βγάλει πριν. Μια φωνή γυναικεία μου φωνάζει να μην το κάνω.” 

 “Την έχεις ξανακούσει αυτή τη φωνή;” “Όχι πρώτη φορά είναι.” 

 “Τελικά κάνεις ότι σου είπε;” 

“Ναι. Παίρνω το Σταυρό και τον βάζω στο συρτάρι μου.” 

 “Πάμε πιο μπροστά τώρα Μαρία. Που βρίσκεσαι;”

“Έξω από την Αγία Μαρίνα με τις φίλες μου. Μόλις έχει τελειώσει η λειτουργία του Ευαγγελισμού. Ο πατέρας μόλις βγαίνει κι αυτός. Και πάλι η ίδια φωνή να μου λέει πόσο όμορφος είναι και πόσο ερωτευμένη είμαι μαζί του.” 

 “Εσύ αισθάνεσαι έτσι Μαρία;” 

 “Είμαι μπερδεμένη. Τώρα που με πιάνει από τη μέση αισθάνομαι μια περίεργη γλύκα παντού.” 

“Πάμε πιο μπροστά. Πήγατε σπίτι;” 

 “Ναι. Τι όμορφα τα μάτια του! Όλα του είναι όμορφα! Τον θέλω και με θέλει κι αυτός.” 

“Προχωράτε σε κάτι άλλο;”. 

 “Όλα του είναι όμορφα! Τον θέλω και με θέλει κι αυτός.”, 

 “Πάμε ακόμα πιο μπροστά. Τι γίνεται τώρα;”

 “Όλα του είναι όμορφα! Τον θέλω και με θέλει κι αυτός.” επανέλαβε μονότονα.

Ο γιατρός κατάλαβε πως δεν έπρεπε να συνεχίσει άλλο. Την ξύπνησε με το προκαθορισμένο συνθηματικό. Τον κοίταξε μισοζαλισμένη ακόμα. 

 “Βρήκατε κάτι;”, ρώτησε γεμάτη αγωνία. 

 “Φοράτε Σταυρό;”, ρώτησε με τη σειρά του ο γιατρός, και ήταν τόσο άσχετη αυτή η ερώτηση σχετικά με την απορία της, που ξαφνιάστηκε.

 “Έχει σημασία; ΄Όχι δεν φοράω εδώ και πολλά χρόνια;” 

 “Δεν θα είχε αν δεν το αναφέρατε εσείς, πράγμα που σημαίνει πως κάτι σημαντικό σας ανάγκασε να το ανακαλέσετε στην μνήμη σας. Αλήθεια ήταν συνειδητή σας επιλογή ή έγινε τυχαία;” 

 “Δεν θυμάμαι. Πάντως έχω κόψει την επαφή μου με τη θρησκεία, οπότε δεν έχει νόημα.” 

 “Στην αναδρομή αναφέρατε δυο φορές για μια περίεργη γυναικεία φωνή που σας υπέβαλε σκέψεις. Θυμάστε κάτι γι αυτό;” 

 'Όχι. Ποτέ δεν θυμάμαι να άκουσα φωνές!”, του είπε κατηγορηματικά, και όσον αφορούσε το παρελθόν δεν έλεγε ψέματα, αν εξαιρέσεις του λευκοντυμένου άντρα. Μόνο τελευταία άκουσε τη φωνή της γριάς στην βεράντα. 

 Ο γιατρός της εξιστόρησε με λεπτομέρεια, ότι αποκαλύφθηκε στην διάρκεια της ύπνωσης, τονίζοντας με έμφαση την παράξενη ερωτική έλξη προς τον πατέρα της και της εξήγησε πως θα χρειάζονταν αρκετές συνεδρίες ακόμη. Τον ευχαρίστησε και έφυγε, περίπου το ίδιο μπερδεμένη με όσο ήρθε. Το μόνο καινούργιο που βγήκε από την επίσκεψη ήταν η ιστορία με τον Σταυρό και οι φωνές εκείνη την ημέρα που ξεκίνησαν όλα. Να ήταν άραγε η φωνή της γριάς; Μάλλον όχι γιατί δεν την είχε συναντήσει τότε, αλλά αρκετά αργότερα. Ευτυχώς ο πονοκέφαλος είχε υποχωρήσει σημαντικά και μόνο η βαριά διάθεση της εξακολουθούσε να επιμένει. Ένα ποτό θα βοηθούσε την κατάσταση. Τηλεφώνησε στον Ερρίκο από το περίπτερο και τον κάλεσε να βγούνε. Δεν ήθελε και πολλά παρακάλια μιας και είχε πήξει με όλον αυτό τον φόρτο εργασίας. Αργά το βράδυ εμφανώς πιο ήρεμη γύρισε σπίτι και μετά τις απαραίτητες κουβέντες με τη Βαγγελιώ και το παιχνίδι με το μικρό έπεσε για ύπνο. Ήρεμο και γαλήνιο ύπνο μετά από πολύ καιρό!


Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε με πολύ καλύτερους οιωνούς. Η Μαρία ξύπνησε με πολύ καλή διάθεση καθώς τίποτα δεν τάραξε τον ύπνο της τη νύχτα. Ακόμα και ο πονοκέφαλος είχε εξαφανιστεί. Στο δωμάτιο του παιδιού επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο μικρός κοιμόταν ήρεμος καλοταϊσμένος από τη Βαγγελιώ. Τον φίλησε και κατέβηκε στην κουζίνα. Με ανακούφιση βρήκε τον καφέ έτοιμο στην καφετιέρα. Έβαλε μια κούπα και αφού ήπιε μερικές γουλιές, αναζήτησε τη μάνα. Την βρήκε στον καναπέ του σαλονιού με μισόκλειστα τα μάτια. Είχε κουραστεί πολύ τελευταία με τη φροντίδα του σπιτιού και του μωρού.. Σκέφτηκε μήπως έπρεπε να πάρει μια κοπέλα να την ξεκουράζει λίγο, αλλά γρήγορα το απέκλεισε. Ποτέ δε θα δεχόταν κάτι τέτοιο η Βαγγελιώ!

Έφυγε αθόρυβα για να μην την ξυπνήσει. Από το δωμάτιο της, την ώρα που ετοιμαζόταν για την δουλειά, τηλεφώνησε του Ερρίκου. Είχε περάσει η ώρα και θα ανησυχούσε. Της είπε πως είχε καλά νέα και της ζήτησε να πάει το συντομότερο.

Τα καλά νέα ήταν πως μεγάλη αλυσίδα της Αγγλίας ενδιαφέρθηκε για συνεργασία με τη ΝΟΜΑΡ. Αυτό με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς σήμαινε δεκάδες εκατομμύρια τη σεζόν! 

“Καιρός να βάλεις μπροστά τα σχέδια της επέκτασης!”, της φώναξε ενθουσιασμένος ο Ερρίκος. Πράγματι, τώρα πια ήταν επιτακτική ανάγκη το δάνειο. Αμέσως τηλεφώνησε του Αλέξανδρου και του είπε τα νέα. Του ζήτησε να την βοηθήσει με τις διαδικασίες στην τράπεζα. Της υποσχέθηκε πως θα ξεκινούσε σήμερα κιόλας τις επαφές. 

 “Δουλειά τώρα!” είπε επιτακτικά στον Ερρίκο. “Σε λίγο θα αναλάβεις περισσότερα καθήκοντα.”, 

“Ήμαρτον!”, αναφώνησε αυτός θεατρικά. ” Μήπως να φέρω και το ράντζο μου εδώ!” 

 Γέλασαν και οι δύο τους και ο Ερρίκος έφυγε να συνεχίσει τη δουλειά του. Η Μαρία δεν μπορούσε να συνέλθει από την απίστευτη εξέλιξη που πήρε η ζωή της. Οι δημιουργίες της θα έμπαιναν σε ένα από τους μεγαλύτερους οίκους που διαμόρφωναν την παγκόσμια μόδα! Αν όλα πήγαιναν καλά, σε λίγα χρόνια θα είχε αποκτήσει όσα δεν μπορούσε να ονειρευτεί στα πιο τρελά της όνειρα. Της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί στη δουλειά και αποφάσισε να βγει μια βόλτα να πάρει αέρα. Τη στιγμή που έβγαινε από την πόρτα τη σταμάτησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. 

 “Μαρία εσύ;”, άκουσε την αντρική φωνή από την άλλη μεριά. Κάτι της θύμισε όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς. 

 “Ο Θανάσης είμαι, το παιδί στη ρεσεψιόν.”, συνέχισε μετά τη σιωπή της. 

 ”Έλα”, του απάντησε με κάποια έκπληξη. “Να πω την αλήθεια δεν περίμενα τηλεφώνημα σου τόσο γρήγορα. Και ούτε το όνομα σου δεν ήξερα!” 

 “Είμαι στην περιοχή σου και θα ήθελα να σε δω. Έχεις λίγο χρόνο;” 

 “Σε δέκα λεπτά στην είσοδο των γραφείων μας. Σε περιμένω.” Έφτασε στην ώρα του και ξεκίνησαν μαζί για το κέντρο. Στο δρόμο δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες και κατέληξαν σε ένα ουζερί στην Αριστείδου. 

" Ευχαριστώ που δέχτηκες να βγεις μαζί μου.”, της είπε μετά το πρώτο ούζο. “Φοβόμουν πως θα με απέρριπτες!” 

 “Γιατί να το κάνω;”, τον ρώτησε. “Μου είσαι αρκετά συμπαθής και αισθάνομαι όμορφα δίπλα σου.” 

 “Με κάνεις ευτυχισμένο Μαρία! Μια ανεξήγητη έλξη με τραβάει κοντά σου. Είχα χρόνια να νιώσω αυτό το συναίσθημα!” 

 “Δεν μιλάει το ούζο ελπίζω”, του είπε με χαμόγελο. Της χαμογέλασε κι αυτός και της χάιδεψε το χέρι.

“Μην με φέρνεις σε πιο δύσκολη θέση, από ότι ήδη είμαι!”. την παρακάλεσε. “Δεν ξέρω πως να πλησιάσω μια γυναίκα με τη δική σου προσωπικότητα!”

“Με τον μόνο τρόπο που δεν λαθεύει ποτέ”, του απάντησε τρυφερά. “Την αγάπη!” 

 Μίλησαν αρκετή ώρα ακόμη και ήπιαν τουλάχιστον τρία καραφάκια. Χώρισαν, με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν την επόμενη. 

 Ο Θανάσης με βία είχε τα χρήματα να επιστρέψει σπίτι. Με το μάτι στο ταξίμετρο, μετρούσε τις δραχμές που είχε στη διάθεση του. Τελικά κατέβηκε ένα χιλιόμετρο πριν τον προορισμό του, για να μην ρεζιλευτεί στον ταξιτζή. Αυτό το κορίτσι ήταν ότι καλύτερο είχε ονειρευτεί. Έξυπνη, όμορφη, πετυχημένη. Και δυστυχώς πλούσια! Πολύ πλούσια για να τρέφει ελπίδες. Ο μισθός του, ίσα που θα επαρκούσε για τα καλλυντικά της. Αλλά πάλι, μπορούσε να αναπληρώσει την οικονομική του ανεπάρκεια, με την γνώση και το ταλέντο του, που σίγουρα της έλειπαν. Δεν το σκεφτόταν ως πλεονέκτημα του, αλλά ως άμυνα απέναντι στην αδιαμφισβήτητη ανωτερότητα της σε κοινωνικό επίπεδο. Ίσως όμως έκανε μάταια σχέδια. Η Μαρία δεν έδειχνε από τους ανθρώπους που αρέσκονται σε ρομαντικές ιστορίες. “Ο χρόνος θα δείξει”, αποφάνθηκε. 

 Από τη μεριά της η Μαρία ήταν ενθουσιασμένη από τα καινούργια δεδομένα. Νέο ξεκίνημα στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, αλλά και νέα αρχή στην αισθηματική της ζωή, που είχε βαλτώσει τους τελευταίους μήνες. Εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες με τον Θανάση, όμως αυτό θα έφερνε την ισορροπία ανάμεσα τους. Η σχεδόν παιδική του αφέλεια της ξυπνούσε προστατευτικά αισθήματα, που μπορεί να μην ήταν ακριβώς έρωτας, όμως δεν απείχαν και πολύ από αυτόν. Γύρισε στη βιοτεχνία και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Τηλέφωνα στους προμηθευτές, προετοιμασία για την υποδοχή της αντιπροσωπείας των Εγγλέζων, ότι τέλος πάντων είχε αφήσει σε εκκρεμότητα λόγω της προηγούμενης κακής της διάθεσης. Αργά το απόγευμα το τηλεφώνημα του Αλέξανδρου την ανέβασε ακόμη πιο ψηλά! Το ραντεβού στην τράπεζα το έκλεισε για την επομένη το πρωί, και όπως την διαβεβαίωσε ο διευθυντής ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος σε σχέση με το δάνειο. Την πρόταση του να το γιορτάσουν με έξοδο για φαγητό την απέρριψε ευγενικά, επικαλούμενη φόρτο εργασίας. Άλλωστε μόνο σαν εργαλείο της δουλειάς της έβλεπε πια τον Αλέξανδρο, έστω κι αν ήταν και πατέρας του παιδιού της.

______

Η έγκριση του δανείου αποδείχτηκε μια τυπική διαδικασία. Όλα έγιναν εύκολα χάρη στην επάρκεια της προετοιμασίας του Αλέξανδρου, αλλά και στην οικονομική ευρωστία της ΝΟΜΑΡ. Σε λίγες μέρες όλα ήταν έτοιμα για το μεγάλο ξεκίνημα. Αγοράστηκε ο γύρω χώρος και άρχισαν αμέσως οι μελέτες της διαμόρφωσης. Εν τω μεταξύ, με βαριά καρδιά η Μαρία, είχε πάει το μωρό στην εκκλησία για το σαράντισμα. Παρακολούθησε αδιάφορη, ίσως και με δυσφορία το τελετουργικό και πήρε το παιδί από τα χέρια του ιερέα χωρίς να του φιλήσει το χέρι, όπως συνηθίζεται. Ανακουφισμένη με το τέλος της διαδικασίας που δεν την ήθελε αλλά την επέβαλαν οι συνθήκες, γύρισε το μωρό σπίτι και επέστρεψε στο βασίλειο της, που σε λίγους μήνες θα γινόταν αυτοκρατορία! 


 Με τον Θανάση έβγαιναν συχνά, όσο βέβαια της επέτρεπαν οι αυξημένες υποχρεώσεις της. Τίποτα δεν είχε προχωρήσει, πέρα από τρυφερά τετ-α-τετ και ρομαντικά δείπνα. Η ατολμία, μπορεί και απειρία του Θανάση δεν του άφηναν περιθώρια για πρωτοβουλίες, όσο και αν διακαώς το επιθυμούσε. Αλλά και η Μαρία δεν βιαζόταν. Τα σχέδια της γι αυτή τη σχέση ξεπερνούσαν την απλή σεξουαλική επαφή. 

 “Τι θα κάνουμε το Πάσχα;”, την ρώτησε το βράδυ Σαββάτου του Λαζάρου όταν έτρωγαν σε μια γραφική ψαροταβέρνα στην Πειραϊκή. 

 “Ότι κάνουμε και τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου!”, του απάντησε ανόρεχτα. “Δουλειά, σπίτι, μωρό.” 

 “Τουλάχιστον μια μικρή ολοήμερη έξοδο κάπου εδώ κοντά;”, επέμεινε ο Θανάσης. 

 “Θα δούμε”, είπε βαριεστημένα.

Τελικά υπέκυψε στα παρακάλια του. Κανόνισαν διανυκτέρευση για το Μεγάλο Σάββατο σε ξενοδοχείο στην Πάτρα, που θα περιλάμβανε Πασχαλινό δείπνο και ανήμερα όλα τα σχετικά, με ψήσιμο οβελία και γιορταστικό πρόγραμμα. Την επιστροφή την κανόνισαν για τη Δευτέρα το απόγευμα. Ευτυχώς ο Αλέξανδρος, αν και πληγωμένος από την αδιαφορία της Μαρίας, προσκάλεσε τη Βαγγελιώ στο Λουτράκι και έτσι δεν θα έμενε μόνη.

Δεν το μετάνιωσε που δέχτηκε την πρόταση του. Όχι μόνο πέρασαν πολύ καλά και ξέφυγε από τις καθημερινές σκοτούρες, αλλά και ο Θανάσης ξεπερνώντας την έμφυτη δειλία του προχώρησε πιο δυναμικά. Τη νύχτα της Ανάστασης της πρόσφερε ένα δαχτυλίδι αρραβώνα, όχι και τόσο ακριβό βέβαια, που αγόρασε με αιματηρές οικονομίες και τη βοήθεια του δώρου του Πάσχα. Η Μαρία το δέχτηκε με ενθουσιασμό και λίγο αργότερα στο δωμάτιο ολοκλήρωσαν τη σχέση τους. Τίποτα συνταρακτικό, όπως ακριβώς ανέμενε η Μαρία, όμως με πολύ τρυφερότητα που άγγιξε την καρδιά της. Η Πασχαλιά ηλιόλουστη όπως της πρέπει, πέρασε με πολύ καλή διάθεση για το ζευγάρι. Έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν και νωρίς το βράδυ έπεσαν εξουθενωμένοι για ύπνο.

Με την επιστροφή τους όλα γύρισαν στους συνηθισμένους ρυθμούς. Οι εργασίες ανέγερσης των νέων κτιρίων θα άρχιζαν μέσα στον Μάη, και δεν θα κρατούσαν πάνω από δυο μήνες καθώς πολλά από τα μέρη που θα τα αποτελούσαν είχε επιλεγεί να είναι προκατασκευασμένα. Ο Θανάσης τώρα πια μπαινόβγαινε στα γραφεία της ΝΟΜΑΡ με την άνεση που του προσέφερε η ιδιότητα του ως του αγαπημένου της Μαρίας. Μόνο τις ώρες που εργαζόταν έλειπε από εκεί. 

 Η Βαγγελιώ που τον γνώρισε λίγες μέρες μετά το Πάσχα, δεν έκρυβε την συμπάθεια της γι αυτόν. Μακάρι να προχωρούσε η κόρη της επιτέλους στο γάμο! Έτσι θα αποκτούσε και ο μικρός μια κανονική οικογένεια, μιας και με τον Αλέξανδρο δεν υπήρχε περίπτωση επανασύνδεσης. Όχι πως την ενοχλούσε κάτι τέτοιο. Αντίθετα το δέχτηκε με ανακούφιση. Δεν θα μπορούσε ποτέ να δει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, σύζυγο του παιδιού της!

Στα μέσα του Ιούλη οι καινούργιες εγκαταστάσεις ήταν ήδη έτοιμες. Στη μεγάλη δεξίωση των εγκαινίων παρευρέθηκε όλος ο κόσμος της μόδας όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και πολλές Ευρωπαϊκές και Βαλκανικές χώρες. Διθυραμβικά δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά, ήρθαν τις αμέσως επόμενες ημέρες, εκτινάσσοντας την δημοτικότητα και την αναγνώριση του νέου κολοσσού. Η ΝΟΜΑΡ έγινε ανώνυμη εταιρία, με σχεδόν αποκλειστικό μέτοχο τη Μαρία. Ένα 8% πέρασε στα χέρια του Ερρίκου, και περίπου 15% σε διάφορους επενδυτές. Εκτός από τον Εγγλέζικο οίκο που ήδη επισημοποίησε τη συνεργασία, ενδιαφέρον έδειξαν και Γερμανικές και Ιταλικές αλυσίδες. Το φθινόπωρο που έμπαινε τον άλλο μήνα θα έφερνε την εκτόξευση της εταιρίας σε σφαίρες που κανείς δεν είχε διανοηθεί στο ξεκίνημα της! 

 Η σχέση της Μαρίας με τον Θανάση προχωρούσε χωρίς προβλήματα. Εντελώς προβλέψιμες ερωτικές συναντήσεις, ήρεμες συζητήσεις και απλές καθημερινές χαρές διάνθιζαν την ζωή τους, και όσο κι αν δεν ήταν ότι ακριβώς επιζητούσε η Μαρία, την ικανοποιούσε προς το παρόν. 

 Οι διακοπές φάνταζαν απρόσιτη πολυτέλεια. Μόνο από τις 14 ως τις 18 Αυγούστου επέτρεψε στο προσωπικό αλλά και στον εαυτό της να λείψουν. Οι υποχρεώσεις πολλές και ο χρόνος λίγος για την ολοκλήρωση τους. Στα δικαιολογημένα παράπονα του Θανάση, που η δική του άδεια άρχιζε στις 20 του μήνα, υποσχέθηκε διακοπές με την πρώτη ευκαιρία. Στην επιμονή του να περάσουν τις λίγες μέρες της άδειας της μαζί στην Εύβοια, που έπρεπε να επισκεφτεί ένα μοναστήρι με σπάνιες βυζαντινές αγιογραφίες, στο πλαίσιο της δουλειάς του, ενέδωσε έστω και απρόθυμα. Σίγουρα επιθυμούσε κάτι πιο κοσμοπολίτικο από βαρετές καλόγριες και καταθλιπτικά μοναστήρια, όμως του έκανε το χατίρι. Έκλεισε δωμάτιο σε ένα ακριβό ξενοδοχείο στη Χαλκίδα και το Σάββατο, παραμονή της Παναγίας βρίσκονταν εκεί. 

 “Θα δεις πως δεν θα μετανιώσεις που αποδέχτηκες την πρόσκληση μου”, της είπε στο εστιατόριο που δειπνούσαν.

“ Οι αγιογραφίες της μονής είναι του 800 μΧ, Βυζαντινής τεχνοτροπίας, αλλά δυστυχώς σε κακή κατάσταση. Η υπηρεσία αποφάσισε με τη συνδρομή κοινοτικών κονδυλίων να τις επαναφέρει στην αρχική τους κατάσταση, και μου ανέθεσαν την μελέτη.” 

 “Τόσο καλά”, ειρωνεύτηκε. Θα περάσω τις τρεις μέρες ξεκούρασης μου μέσα σε μουχλιασμένες εκκλησίες, παρέα με άπλυτες γεροντοκόρες, που προτίμησαν τον αργό θάνατο από την χαρά της ζωής!” 

 “Δεν είναι έτσι!”, προσπάθησε να την αντικρούσει. “Φυλάνε Θερμοπύλες, και αγαπάνε αυτό που κάνουν όπως και εσύ.” “Εγώ ζω!”, του απάντησε με θράσος. “Δεν παραιτήθηκα για μια ουτοπία. Τέλος πάντων, λίγο χρόνο θα βρούμε για κάτι πιο συναρπαστικό;” 

 “Σε έχω απογοητεύσει ποτέ καρδιά μου;” Προτίμησε να μην απαντήσει. Δεν θα άρεσε και στους δυο η συνέχεια της κουβέντας.

Νωρίς το πρωί ξεκίνησαν και λίγο πριν τις εννιά έφτασαν στο μοναστήρι του Ελικώνα. Η πανηγυρική Θεία λειτουργία δεν είχε ακόμη τελειώσει και οι προσκυνητές, αρκετές δεκάδες από όλη την Εύβοια, συνωστίζονταν στον περίβολο του καθολικού. Ο Θανάσης μπήκε μέσα, ενώ η Μαρία προτίμησε να καθίσει στο πεζούλι περιμένοντας ανυπόμονα να τελειώσει αυτή η αγγαρεία!Κάθε λέξη, κάθε ψαλμός, της προκαλούσε αφόρητη δυσφορία. Απορούσε με τον εαυτό της που κάποτε έβρισκε αυτές τις μακρόσυρτες αηδίες ενδιαφέρουσες. Ανούσιες κραυγές, τερτίπια εντυπωσιασμού από επιδειξίες ψαλτάδες, και θεατρικές κορώνες παπάδων που προσπαθούσαν να πείσουν τους αφελείς πιστούς για την αγιότητα τους! Αν και όφειλε να παραδεχτεί πως το περιβάλλον ήταν μαγευτικό. Παρτέρια με λουλούδια πολύχρωμα, πετροκτισμένες βρύσες, αίθρια με κεραμοσκεπές για την ανάπαυση των επισκεπτών, συνέθεταν ένα πολύ όμορφο και προσεγμένο σκηνικό. Τα κελιά των μοναζουσών, παλιάς κατασκευής αλλά πρόσφατα ανακαινισμένα, δημιουργούσαν μιαν επιβλητική ατμόσφαιρα αρχαίου κάλλους. 

 Σηκώθηκε για μια μικρή βόλτα στους χώρους του μοναστηριού. Τα βήματα της την οδήγησαν στο μικρό νεκροταφείο, με τους απέριττους τάφους. Διάβασε αδιάφορα τα ονόματα στους ξύλινους σταυρούς και τις ημερομηνίες θανάτου. Μόνο μία ήταν φετινή. “Ησυχία μοναχή, 3/4/1912- 8/51993. Οι καμπάνες που σήμαιναν το τέλος της λειτουργίας, την ανάγκασαν να επιστρέψει στο καθολικό. Ο Θανάσης συνομιλούσε με μια ηλικιωμένη καλόγρια και από το σεβασμό που της έδειχνε, η Μαρία συμπέρανε πως θα ήταν η ηγουμένη. Προσπάθησε να απομακρυνθεί για να αποφύγει τη δυσάρεστη συνάντηση, όμως ο Θανάσης την είχε δει ήδη και τη φώναξε κοντά τους. 

 “Μαρία, από εδώ η ηγουμένη Μακαρία”, της την συνέστησε. “Χαίρω πολύ.”, απάντησε ψυχρά εκείνη.

Ο Θανάσης την κοίταξε με μάλλον άγριο βλέμμα. 

 “Νομίζω η σωστή προσφώνηση είναι: Την ευχή σας!”, την παρατήρησε αυστηρά, αλλά η ηγουμένη χαμογέλασε καλοσυνάτα. 

 “Δεν είναι υποχρεωμένοι όλοι να ξέρουν το τυπικό”, τον μάλωσε. “, και άπλωσε το χέρι προς την Μαρία. Εκείνη αν και ήξερε καλά πως η πρέπουσα κίνηση ήταν να το φιλήσει, αρκέστηκε σε μια απλή χειραψία. Η ηγουμένη δεν φάνηκε να ενοχλείται από την απρέπεια σε αντίθεση με τον Θανάση που έδειξε φανερά τη δυσαρέσκεια του. 

 ”Περάστε στο Αρχονταρίκι για έναν καφέ”, τους προσκάλεσε η ηγουμένη. “Έπειτα έχουμε όλο τον καιρό να δούμε τις αγιογραφίες”. 

 Η Μαρία αρνήθηκε την πρόσκληση προφασιζόμενη ξαφνική αδιαθεσία. Επικαλέστηκε την ανάγκη για καθαρό αέρα και τους γύρισε την πλάτη. Περπατώντας άσκοπα το μάτι της έπεσε σε δυο νεαρές καλόγριες που συζητούσαν χαμηλόφωνα όρθιες στο αίθριο. Θα πρέπει να ήταν πάνω κάτω στην ηλικία της, τουλάχιστον η μία γιατί η δεύτερη έδειχνε μερικά χρόνια μεγαλύτερη. Περίεργο της φάνηκε πως η πιο μεγάλη έδειχνε σεβασμό απέναντι στην νεότερη. Πλησίασε διακριτικά σε απόσταση να μπορεί να ακούει τη συνομιλία τους. Αν και προσπάθησε να περάσει απαρατήρητη, δεν διέφυγε της προσοχής τους. Γύρισαν και την κοίταξαν με ιλαρό βλέμμα. “Μαριγώ!”, άκουσε να της φωνάζει αυτή που φαινόταν η νεότερη.”Χριστέ μου είσαι εσύ πραγματικά;” 

 Άργησε να αναγνωρίσει την παλιά φιλενάδα κάτω από το σχήμα της μοναχής. 

“Καλλιόπη!, της είπε με φωνή που δεν έκρυβε την απέχθεια της. “Πως έγινες έτσι καημένη!” 

 Η δεύτερη καλόγρια απομακρύνθηκε αφού έβαλε μετάνοια. “Έλα να καθίσουμε λίγο”, πρότεινε η Ιουλίτη, παραβλέποντας το επιθετικό της ύφος. “'Έχουμε τόσα χρόνια να τα πούμε. ”. Δέχτηκε με βαριά καρδιά, αφήνοντας ωστόσο αρκετό χώρο ανάμεσα τους, σαν να μην ήθελε καν να την αγγίξει. 

 “Τα δικά σου τα ευχάριστα τα έχω μάθει”, συνέχισε πρόσχαρα. “Μου τα πρόφτασε η μητέρα μου. Μπράβο Μαριγώ, τα κατάφερες καλά στη ζωή σου!” 

 “Μα και συ!”, ειρωνεύτηκε η Μαρία. “Σκέτο μανεκέν είσαι μ΄αυτή την κελεμπία! Όμως”, σοβαρεύτηκε απότομα. “μην με ξαναπείς με αυτό το ηλίθιο όνομα! Μαρία με λένε!” 

 “Λοιπόν Μαρία”, απάντησε τονίζοντας το όνομα, “όσο κι αν δεν μπορείς να το καταλάβεις, είμαι ευτυχισμένη εδώ. Έχω ότι ονειρεύτηκα. Αδελφές που με αγαπάνε, τη φύση, τον Θεό! Εσύ;” 

“Εγώ;”, κάγχασε προκλητικά. “Εγώ έχω ότι δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ! Χρήματα που αγοράζουν όλο το μοναστήρι, φήμη, καριέρα συνεχώς ανερχόμενη, και κυρίως ένα πανέμορφο παιδί. Δεν τα λες και λίγα!”

“Ασφαλώς και δεν είναι λίγα.”, συμφώνησε ήρεμα η Ιουλίτη. “Θα πρέπει να δοξάζεις τον Θεό για την επιτυχία σου. Όμως, ευτυχισμένη είσαι καλή μου;” 

 “Η ευτυχία είναι στιγμές. Κανείς δεν είναι ευτυχισμένος για πάντα, εκτός αν βρίσκεται στη Νιρβάνα! Μη μου πεις πως βρίσκεσαι εκεί!” 

 “Έχω την αγάπη του Θεού Μαρία! Μόνο Αυτός είναι η πηγή της ευτυχίας! Εύχομαι να το ανακαλύψεις και συ. Από τους ανθρώπους θα προδοθείς κάποτε, από το Θεό ποτέ! Να το θυμάσαι πάντα αυτό!” 

 Η Μαρία σηκώθηκε βαριεστημένη. Αυτές οι μεταφυσικές αναζητήσεις την κούραζαν τρομερά. Δεν πίστευε σε Θεό, δεν την ενδιέφερε καν η ύπαρξη Του. Έβγαλε μια κάρτα και την έδωσε στην Ιουλίτη. 

 “Εδώ θα με βρεις όποτε χρειαστείς κάτι. Όμως να χαρείς, μην πεις αυτό το αστείο όνομα στη γραμματέα μου, γιατί θα το περάσει για φάρσα! Η Καλλιόπη θα πεις.” 

 Πικράθηκε η Ιουλίτη από τη συμπεριφορά της, όμως κατάφερε να χαμογελάσει. Έβγαλε με τη σειρά της ένα μικρό βιβλιαράκι με την ιστορία της Μονής και της το έδωσε. 

 “Έχει το τηλέφωνο του μοναστηριού στην πρώτη σελίδα. Και βέβαια φρόντισε να με ζητήσεις με το “αστείο” όνομα! Έτσι με ξέρουν οι αδελφές. Στο καλό, καλή τύχη, και χρόνια πολλά για την γιορτή σου!” 

 Περιπλανήθηκε άσκοπα στους χώρους της μονής, με μια περίεργη διάθεση. Η συνάντηση με την Καλλιόπη, επανέφερε παλιές μνήμες που προσπαθούσε να θάψει στα βάθη του μυαλού της. Αυτή η απίστευτη ηρεμία με την οποία αντιμετώπισε η Καλλιόπη τις προσβολές της, αντί να τη συνετίσει, της δημιούργησε θυμό, μπορεί και μίσος ακόμη. Αρνιόταν να πιστέψει πως η έξαλλη έφηβη με την άσωτη ζωή, μεταμορφώθηκε ξαφνικά στη σεμνή και θεοφοβούμενη μοναχή, που αντίκρισε πριν από λίγο. Κι ύστερα όλων τα πρόσωπα εκεί μέσα εξέπεμπαν την ίδια ηρεμία, που η ίδια αδυνατούσε να νιώσει. Αντίθετα, ταραχή και μια ακατανίκητη επιθυμία να φύγει τρέχοντας, ήταν ότι ακριβώς αισθανόταν. 

 Ο Θανάσης, που την αναζητούσε αρκετή ώρα, την βρήκε να κάθεται σε ένα πέτρινο πεζούλι κοντά στην είσοδο της μονής. Με κόπο την έπεισε να τον ακολουθήσει στο καθολικό. Η ταραχή της μεγάλωσε με την είσοδο της στο μισοσκότεινο ναό. Τα βλέμματα των αυστηρών αγίων που γέμιζαν τους τοίχους, την έκαναν να ανατριχιάσει. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ένιωθε πως κοιτούσαν αποκλειστικά και μόνο εκείνη! 

 Η ηγουμένη που στεκόταν στη πόρτα κατάλαβε την αναστάτωση της, όμως δεν τόλμησε να την πλησιάσει. Μια πολύ αρνητική ενέργεια αισθανόταν να βγαίνει από αυτό το κορίτσι και αυτή η τόσο έμπειρη στον πνευματικό πόλεμο την συνέλαβε αμέσως. Αποφάσισε να ενημερώσει τον Θανάση.

Ίσως εκείνος με την αγάπη να μπορούσε να την οδηγήσει στον κατάλληλο πνευματικό “γιατρό”

Ο Θανάσης κρατούσε διαρκώς σημειώσεις και σκιτσάριζε πρόχειρα τις αγιογραφίες. Ακριβείς μετρήσεις θα έκανε το συνεργείο που θα παραλάμβανε την αρχική του εισήγηση. Πήρε προσεκτικά λίγο από το επίχρισμα για εργαστηριακή έρευνα, και το τοποθέτησε σε ειδικό αποστειρωμένο κουτί.. 

 ”Αν τελειώσατε, μπορούμε να πάμε στην τράπεζα. Σε λίγο θα σερβιριστεί το γεύμα”, είπε διστακτικά η ηγουμένη. 

 Πριν προλάβει να απαντήσει ο Θανάσης, τον πρόλαβε η Μαρία. 

“Μόλις τελειώσουμε θα φύγουμε. Είμαι σε ολιγοήμερες διακοπές και δεν σκοπεύω να τις χαραμίσω κλεισμένη εδώ!” 

 Ο Θανάσης κατακόκκινος από ντροπή, αναγκάστηκε να συμφωνήσει μαζί της, ευχαριστώντας θερμά την ηγουμένη. Έμειναν ακόμη περίπου σαράντα λεπτά, μέχρι να ολοκληρωθεί το πλάνο του Θανάση. Η Μαρία προχώρησε προς το αυτοκίνητο και η ηγουμένη βρήκε την ευκαιρία να εκθέσει του Θανάση, τους φόβους και τις υποψίες της, 

 “Είναι πολύ πιεσμένη αυτόν τον καιρό”, την δικαιολόγησε αυτός. “Συνήθως είναι ευγενική και γλυκιά”. 

 “Μακάρι να έχεις δίκιο παιδί μου! Όμως φοβάμαι πως συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό. Καλό θα είναι να ζητήσετε τη γνώμη και την βοήθεια πνευματικού.” 

 Ο Θανάσης κούνησε το κεφάλι με συγκατάβαση. Αυτό με τις καλόγριες να βλέπουν παντού αόρατους εχθρούς, ξεπερνούσε την δική του σχέση με τη μεταφυσική. Την αποχαιρέτησε φιλώντας της το χέρι. 

 “Στο καλό να πάτε, και ο Θεός μαζί σας”, αντιχαιρέτησε εκείνη. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι την Χαλκίδα δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Η συμπεριφορά της Μαρίας προς την ηγουμένη είχε ενοχλήσει αλλά και είχε παραξενέψει τον Θανάση. Στους λίγους μήνες γνωριμίας τους τίποτα δεν τον προδιέθετε για μια τέτοια αντιμετώπιση απέναντι σε έναν άνθρωπο του Θεού. Όχι ότι ο ίδιος είχε ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησία, πάντως φρόντιζε να κρατάει τουλάχιστον τους τύπους. Έφτασαν αργά το απόγευμα στο ξενοδοχείο και μετά από ένα γρήγορο ντους κατέβηκαν στο εστιατόριο. Όλη την ημέρα δεν είχαν φάει τίποτα και η πείνα έκανε αισθητή την παρουσία της. 

 “Θα με παντρευτείς;”, πέταξε σαν βόμβα την ερώτηση, μετά από τόσες ώρες σιωπής η Μαρία, την ώρα που απολάμβαναν τις καλοψημένες μπριζόλες τους. 

Το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει ο Θανάσης ήταν αυτό! Καμία προηγούμενη αναφορά δεν είχε γίνει πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, και άλλωστε η συγκυρία δεν ευνοούσε τέτοια απόφαση. 

 “Το εννοείς πραγματικά;” ρώτησε με τη σειρά του μετά από αρκετή σκέψη.

“Ποτέ δεν λέω κάτι χωρίς να το έχω ζυγίσει πριν! Ταιριάζουμε, μ΄αγαπάς γιατί όχι;”

“Σε αγαπάω ναι! Όμως εσύ;” 

 “Κουτέ!”, του είπε με νάζι. “Θα έτρεχα μαζί σου στις ερημιές, αν δεν σε αγαπούσα;” 

 Ο Θανάσης έμεινε σκεφτικός για λίγο. Την αγαπούσε τη Μαρία. Τον έλκυε η ομορφιά, η δυναμικότητα, το ταπεραμέντο της. Επιζητούσε τη συντροφιά της, τις υπέροχες ερωτικές στιγμές που του χάριζε. Βαθιά μέσα του ήλπιζε σε μια τέτοια προοπτική, ίσως όχι και εντελώς ανυστερόβουλα! Η οικονομική άνεση της, αποτελούσε σίγουρα ένα επιπλέον δέλεαρ. Όμως μετά τη σημερινή συμπεριφορά της, άρχισε να έχει ενδοιασμούς. Αυτή η μέχρι τώρα άγνωστη πτυχή του χαρακτήρα της, τον τρόμαξε αρκετά. Κι αν του επιφύλασσε και άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις; 

 “Αν και λίγο ανορθόδοξη η πρόταση γάμου”, της είπε τελικά, “γιατί συνήθως ο άντρας είναι που παίρνει τέτοια πρωτοβουλία, θα ήμουν τρελός να μην δεχτώ! Πόσες ευκαιρίες παρουσιάζονται στη ζωή να είσαι με τον άνθρωπο που αγαπάς;” 

 “Από αύριο ψάχνουμε για καινούργιο σπίτι!”, αναφώνησε πρόσχαρα. “Και μετά τα Χριστούγεννα, μας περιμένει το Δημαρχείο!” 

 Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Ο πολιτικός γάμος δεν αποτελούσε επιλογή του, και πολύ περισσότερο των γονιών του. Απλοί άνθρωποι της επαρχίας, δεν υπήρχε περίπτωση να συναινέσουν σε τέτοια απόφαση. Για μια στιγμή σκέφτηκε να εκφράσει την αντίθεση του, όμως προτίμησε να το αφήσει για αργότερα. Εξάλλου είχε όλο τον καιρό μπροστά του, για να της αλλάξει γνώμη. 

 “Πάμε κάπου να το γιορτάσουμε;”, της πρότεινε. “Έχουμε δυο λόγους γι αυτό, την πρόταση αλλά και τη γιορτή σου!” 

 “Ξέρω ένα πολύ καλό μέρος”, του απάντησε χαμογελαστή. Το 212 δωμάτιο, με θέα την παραλία!” 

 Το υπονοούμενο ήταν σαφές και ο Θανάσης δεν έχασε την ευκαιρία. Ανέβηκαν στο δωμάτιο και έκαναν παθιασμένο σεξ, που κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Και ύστερα εξουθενωμένοι παραδόθηκαν στις αγκάλες του Μορφέα.

Η Μαρία ξύπνησε πριν τον Θανάση, και αν και η πρώτη σκέψη της ήταν να παραγγείλει το πρωινό στο δωμάτιο, τελικά αποφάσισε να κατέβει στο σαλόνι. Έπρεπε να τηλεφωνήσει σπίτι, να δει αν όλα πήγαιναν καλά. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, άρχισε να σκέφτεται το χθεσινό βράδυ. Δεν ήταν σίγουρη αν έκανε καλά που πρότεινε γάμο στο Θανάση. Η συντηρητική αντιμετώπιση του σε σχέση με τις επιλογές της την προβλημάτιζαν, Και από την άλλη δεν ζούσε μαζί του τίποτα από αυτά που χαρακτηρίζουν ένα μεγάλο έρωτα. Εντάξει, της άρεσε να είναι κοντά του, αλλά έφτανε αυτό για μια τόσο σοβαρή δέσμευση; Αν δεν υπήρχε το παιδί και η Βαγγελιώ δεν θα προχωρούσε ποτέ σε μια τέτοια κίνηση. Ας όψονται όμως οι μικροαστικές αντιλήψεις του περίγυρου της, που την ανάγκαζαν να συμβιβαστεί!

Άλλωστε και οι πελάτες εμπιστεύονται πιο εύκολα μια οικογενειακή επιχείρηση, κι αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που αποφάσισε αυτό το γάμο. Και σε τελική ανάλυση, πάντα υπήρχε η λύση του διαζυγίου, αν και μπορεί να της στοίχιζε λίγο ακριβά! Ο ερχομός του Θανάση την έβγαλε από τις σκέψεις της. 

 “Τι θα κάνουμε σήμερα;”, τον ρώτησε αφού ήπιε μερικές γουλιές απ τον καφέ της. 

 “Κανονικά θα έπρεπε να ανέβω στο μοναστήρι. Υποτίθεται αυτός είναι ο λόγος που είμαι εδώ! Όμως φρόντισα να τελειώσω τις πρώτες εκτιμήσεις και έχω την πολυτέλεια να αφιερωθώ σε σένα!” 

 ”Μπάνιο η ούζο; Προτιμώ το δεύτερο!” 

 ”Γεννηθήτω το θέλημα σου!, είπε με στόμφο αλλά το μετάνιωσε στη στιγμή, καθώς θυμήθηκε την αποστροφή της σε ότι αφορούσε την θρησκεία. Ευτυχώς δεν έδειξε να ενοχλείται και ανάσανε με ανακούφιση.

______

Η επιστροφή τους στην Αθήνα σήμανε συναγερμό για την Μαρία. Τα δείγματα για το φθινόπωρο ήταν ήδη έτοιμα και η έκθεση πλησίαζε. Οι παραγγελίες, από το εξωτερικό κυρίως, έρχονταν με καταιγιστικούς ρυθμούς, και ο φόβος μήπως δεν κατάφερναν να ανταποκριθούν στη ζήτηση, είχε καταλάβει όλους. Ο μόνος ψύχραιμος αποδείχτηκε ο συνήθως αγχωτικός Ερρίκος. 

 “Μπορούμε να δώσουμε φασόν μερικά κομμάτια”, πρότεινε στο συμβούλιο. “

 ”Ούτε συζήτηση!”, τον απέκρουσε η Μαρία. “'Ότι πουλάμε θα βγαίνει από εδώ! Θέλω να έχω τον έλεγχο και της παραμικρής λεπτομέρειας!”

 ”Τότε θα χρειαστούμε περισσότερο προσωπικό”, αντέτεινε. “Είσαι σίγουρη πως το αντέχουμε;” 

 ”Να προσλάβεις όσους χρειαστούν. Στην ποιότητα δεν πρόκειται να κάνουμε εκπτώσεις.” 

 Και όπως πάντα είχε δίκιο! Τα δεκαπέντε επιπλέον άτομα που προσέλαβαν αποδείχτηκαν λίγα σε σχέση με τις παραγγελίες από την έκθεση που ξεπέρασαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις! Λες και δεν υπήρχαν άλλες επιχειρήσεις στον χώρο, όλοι έπεσαν σαν πεινασμένοι στις δημιουργίες της ΝΟΜΑΡ! Πάνω από ογδόντα εκατομμύρια οι πρώτες παραγγελίες, και σύμφωνα με τις εντολές της Μαρίας, σχεδόν αποκλειστικά σε μετρητά! 

 Η συνεργασία με τους Εγγλέζους προχωρούσε με συνεχώς ανοδικούς ρυθμούς,, και ήδη ξεκινούσαν οι εξαγωγές σε πέντε ακόμη Ευρωπαϊκές χώρες. Η Μαρία σχεδόν δεν έφευγε από το εργοστάσιο πια. Είχε διαμορφώσει ένα χώρο δίπλα στο γραφείο της και εκεί ξεκουραζόταν λίγο, πριν ξαναμπεί δυναμικά στον κυκεώνα των υποχρεώσεων. Τα τηλέφωνα δεν σταματούσαν να κτυπούν είτε από πελάτες που ζητούσαν συνεχώς επαναλήψεις, είτε από προμηθευτές για να δειγματίσουν τα νέα τους υφάσματα. Ο Θανάσης ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται τις ελάχιστες ώρες που είχε η Μαρία με τον γιο της. Σε κάποια από αυτές τις ώρες έψαξαν και βρήκαν μια δυόροφη μεζονέτα στη Νέα Ερυθραία για να είναι κοντά στην έδρα της επιχείρησης. Ένα υπέροχο σπίτι 140 συνολικά τετραγωνικών με ιδιόκτητο γκαράζ και ακάλυπτο χώρο με παρτέρια λουλουδιών και εξωτερικό καθιστικό. Το ενοίκιο αρκετά τσουχτερό, αλλά αυτό δεν απασχολούσε την Μαρία. Έβγαζε τόσα που σίγουρα δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα. 

 Τον γάμο τον κανόνισαν για τις δεκάξι του Γενάρη. Μετά από έναν ομηρικό καυγά έφτασε στα πρόθυρα να τον διαλύσει, όμως τελικά υποχώρησε για άλλη μια φορά. Δέχτηκε να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο, για να ικανοποιήσει τους γονείς του Θανάση, αλλά και τη Βαγγελιώ, που ήταν ανυποχώρητοι στο θέμα αυτό. Όσο για τον Αλέξανδρο, είχε πια συμβιβαστεί με την ιδέα πως έχασε οριστικά την Μαρία. Τον παρηγορούσε ωστόσο ότι κάτι τους ένωνε για πάντα και αυτό δεν μπορούσε κανείς να το αλλάξει. Το παιδί που στην αρχή δεν ήθελε, τώρα ήταν ο σκοπός της ζωής του. Είχε αποφασίσει να το αναγνωρίσει, αλλά ακόμη δεν το είχε συζητήσει μαζί της. Όλο τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε μαζί του και με τη Βαγγελιώ.

Οι δυο παλιοί εραστές είχαν γίνει πια καλοί φίλοι, που αποζητούσαν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, χωρίς ερωτικά σκιρτήματα που θα εμπόδιζαν την προσέγγιση, αλλά με μια αγνή φιλία και αλληλοσεβασμό.


Ο γάμος αποτέλεσε το γεγονός της χρονιάς για τα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Αστραφτερή η Μαρία μέσα στο πανάκριβο νυφικό γαλλικού οίκου έλαμπε πραγματικά. Αλλά και ο γαμπρός δεν υστερούσε σε τίποτα. Με το μπλε σκούρο BOSS κοστούμι, το λευκό πουκάμισο με το παπιγιόν, έμοιαζε σταρ χολιγουντιανής ταινίας! Οι καλεσμένοι γέμισαν ασφυκτικά τον ναό των Ταξιαρχών στον Κορυδαλλό, όπου ο οικείος Μητροπολίτης τέλεσε το μυστήριο.

 Η Μαρία παρ΄όλη τη δυσφορία που της προκαλούσε το περιβάλλον έδειχνε ευτυχισμένη. Η δε Βαγγελιώ κρατώντας αγκαλιά το εγγονάκι της καμάρωνε με βουρκωμένα μάτια το βλαστάρι της. Πόσο θα ήθελε να ήταν εδώ και ο Βασίλης να μοιραστούν την χαρά! Κουμπάρος φυσικά ο Ερρίκος, που για πρώτη φορά στη ζωή του φόρεσε γραβάτα. Ο μόνος που δεν συμμεριζόταν αυτή τη χαρά ήταν ο Αλέξανδρος. Έβλεπε την αγαπημένη του στο πλάι κάποιου άλλου, και οι μνήμες τον βασάνιζαν ανελέητα. Ότι τόσον καιρό είχε θάψει βαθιά μέσα του ξυπνούσε από το λήθαργο και απειλούσε την λογική του. Με κόπο κατάφερε τελικά να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. Η δεξίωση που ακολούθησε σε κτήμα στο Κορωπί θα έμενε χαραγμένη στη μνήμη των 180 καλεσμένων για πάντα! Τα εκλεκτότερα εδέσματα συνδυασμένα με ακριβά Γαλλικά κρασιά, και η ζωντανή ορχήστρα απογείωσαν το κέφι. Αργά προς το ξημέρωμα άρχισαν να φεύγουν οι πρώτοι. Το ζευγάρι επέστρεψε σπίτι το πρωί πια. Η Βαγγελιώ με το μωρό είχαν φύγει, μαζί με τον Αλέξανδρο από νωρίς. Πρώτη νύχτα, ή μάλλον πρώτο πρωινό γάμου δίχως καμία ένταση. Εξάλλου δεν είχαν κάτι καινούργιο να ανακαλύψουν και έτσι έπεσαν αμέσως για ύπνο.

Την Μαρία την ξύπνησε το μεσημέρι το τηλεφώνημα του Αλέξανδρου. Απορημένη σήκωσε το ακουστικό, μιας και μόλις λίγες ώρες πριν ήταν μαζί. “Συγγνώμη που σε ξύπνησα”, απολογήθηκε. “Όμως με παρακάλεσε η κυρία Καμβύση να πας επειγόντως να την δεις. Είναι στα τελευταία της στο “Υγεία”, και μου είπε πως δεν έχει πολύ χρόνο. Μου έδωσε την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό” 

 Τον ευχαρίστησε και άρχισε αμέσως να ετοιμάζεται. Ίσως σήμερα να έβρισκε απάντηση σε ερωτήματα που τη βασάνιζαν χρόνια. Άφησε σημείωμα στο Θανάση, πως θα έλειπε για λίγο, επικαλούμενη ξαφνικό ραντεβού με προμηθευτή. Κατέβηκε και αφού χαιρέτησε τη Βαγγελιώ και φίλησε το παιδί έφυγε βιαστική.

Στη διαδρομή προς το θεραπευτήριο, έφερε στο μυαλό της την πρώτη εκείνη συνάντηση με τη γρια στο λατομείο. Την απίστευτη ιστορία που της διηγήθηκε, τις νεράιδες, τις αγγελούδες. Χάιδεψε το φυλαχτό με την ασημένια θήκη, που φορούσε στον λαιμό. “Πραγματικά δουλεύει”, σκέφτηκε. “Όλα πάνε από το καλό στο καλύτερο από τότε που το έχω!”. Έφτασε στο νοσοκομείο και αφού ενημερώθηκε στην ρεσεψιόν, ανέβηκε στο δωμάτιο της γριάς. Κτύπησε διακριτικά την πόρτα και αν και δεν πήρε απάντησε την άνοιξε και μπήκε. Ξαπλωμένη στο μοναδικό κρεββάτι η κυρία Καμβύση, ανέπνεε με δυσκολία φορώντας τη μάσκα οξυγόνου. Μόλις είδε τη Μαρία μια υποψία χαμόγελου σχηματίστηκε στα χείλη της. Έβγαλε τη μάσκα και τη χαιρέτησε. 

 “Ήρθες! Φοβόμουν πως δεν θα έπαιρνες στα σοβαρά την πρόσκληση μου.” 

 “Ξαφνιάστηκα είναι η αλήθεια”, της απάντησε. “Μετά από τόσα ψέματα που μου είπες, δεν φανταζόμουν πως υπήρχε κάτι άλλο να συζητήσουμε!” 

 “Έχεις δίκιο για τα ψέματα. Οι μόνες αλήθειες σε ότι σου εξιστόρησα τότε είναι πως ο πατέρας μου ήταν παπάς, όχι βέβαια στη Δονούσα αλλά εδώ στην Αθήνα, και ότι ο γιος μου ήταν πρέσβης. Τώρα είναι σύμβουλος του υπουργού εξωτερικών.” 

 Ξανάβαλε την μάσκα και πήρε μερικές ανάσες. 

 “Δεύτερο παιδί δεν έκανα ποτέ, μόνο τρεις αποβολές”, συνέχισε την εξομολόγηση της. “Με τον άντρα μου, μετά τη γέννηση του γιου μας και τις αποβολές, ζούσαμε συμβατικά μαζί για τα μάτια του κόσμου και για το παιδί . Στα τριάντα μου γνώρισα τον Απόστολο Ηλιάδη, πέντε χρόνια μικρότερο μου που μόλις είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο. Αγαπηθήκαμε με πάθος. Εγώ ήμουν ήδη λέκτορας στη Φιλοσοφική της Αθήνας και έψαχνα μέσα μου την αλήθεια, όπως κάθε φιλόσοφος που σέβεται τον εαυτό του!” 

 Σταμάτησε για δεύτερη φορά, καθώς ήταν φανερό πως κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να αναπνεύσει. Μετά από λίγα λεπτά στο οξυγόνο, συνέχισε την αφήγηση της. 

 “Ο Απόστολος είχε κι αυτός παρόμοιες μεταφυσικές ανησυχίες. Παράξενο πράγμα για κάποιον που ακολουθούσε τις θετικές επιστήμες, αλλά τις είχε. Εντρυφήσαμε μαζί σε αρχαίες δοξασίες, σε τεχνικές μαγείας που δύσκολα θα τολμούσε κάποιος. Το αγαπημένο μας ήταν να καλούμε πνεύματα από τον άλλο κόσμο. Παιχνίδια που τότε θεωρούσαμε ακίνδυνα. Δεν ήταν όμως! Τα χρόνια περνούσαν και εμείς βυθιζόμασταν όλο και πιο βαθιά σε κόσμους σκοτεινούς, σε δρόμους που μας οδηγούσαν να πιστέψουμε πως γινόμαστε θεοί! Παρακολουθούσαμε τις ζωές ανύποπτων ανθρώπων, και την κατάλληλη στιγμή, επεμβαίναμε προσπαθώντας να επηρεάσουμε την έκβαση τους. Στην αρχή δεν καταφέρναμε και πολλά, όμως στη συνέχεια βελτιώσαμε τις τεχνικές μας και είχαμε θεαματικά αποτελέσματα!” 

 Την σταμάτησε απότομα ένας δυνατός βήχας, και η Μαρία πίστεψε πως αυτό ήταν το τέλος της. Εκείνη όμως αφού έβαλε και πάλι το οξυγόνο έδειξε να συνέρχεται.

Αυτή τη φορά άργησε πολύ να συνεχίσει. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν και η προσπάθεια να μιλήσει γινόταν όλο και πιο οδυνηρή. 

 “Όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο, μόλις είχε έρθει από την Κύπρο”, ξανάρχισε με αδύναμη φωνή, που ίσα που ακουγόταν. “Εγώ τον βοήθησα με τις γνωριμίες μου να σταθεί στα πόδια του. Σιγά σιγά και με το ταλέντο του, έφτασε να γίνει αυτός που είναι σήμερα. Από εκείνον έμαθα την ιστορία με τη μητέρα σου, και έτσι σε επέλεξα για το επόμενο και σημαντικότερο πείραμα! Είχες όλες τις προδιαγραφές. Απλή αφελής χωριατοπούλα, δεμένη με την οικογένεια και τον περίγυρο σου, και με μια περίεργη σχέση αγάπης-μίσους με τον πατέρα σου. Άρχισα να σε παρακολουθώ, κατά τύχη, από τότε στο σπίτι της γιαγιάς σου, όταν βρήκες τη φωτογραφία του Αλέξανδρου. Σε είδα κρυμμένη πίσω από τη μάντρα του διπλανού χωραφιού να την κοιτάζεις παραξενεμένη, και τότε συνέλαβα την ιδέα! Θα σου έβαζα στο μυαλό να ερωτευτείς τον πατέρα σου και θα έπειθα τον Απόστολο που ήταν στα τελευταία του να γράψει την επιστολή, που τελικά σου έδωσε ο γιος του, με τη δήθεν αποκάλυψη για τον πραγματικό σου πατέρα.” 

 Η Μαρία την κοιτούσε αποσβολωμένη, καθώς σταμάτησε για ακόμη μια φορά για να βάλει τη μάσκα. Ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια αυτές οι τερατολογίες ή μήπως αποτελούσαν παραλήρημα της ετοιμοθάνατης; Μπορεί πραγματικά κάποιος να παρέμβει με τέτοιο τρόπο στο μυαλό του ανθρώπου και να του υποβάλει σκέψεις και συναισθήματα; Η γρια σαν να διάβασε τις σκέψεις της με πολύ κόπο συνέχισε την αφήγηση. “Θα αναρωτιέσαι πως μπόρεσα να μπω στο μυαλό σου! Έχεις ακούσει φαντάζομαι για την τηλεπάθεια. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα, μόνο που πρέπει να την καλλιεργήσουν. Εγώ και ο Απόστολος το καταφέραμε με πολύ προσπάθεια, αλλά και τη βοήθεια άλλων μυημένων. Το μόνο εμπόδιο που αντιμετώπισα ήταν ο Σταυρός που φορούσες και με κάποιο τρόπο μπλόκαρε την προσπάθεια μου. Την ευκαιρία την βρήκα όταν Τον έβγαλες κάποια στιγμή. Δεν σε έβλεπα βέβαια, όμως ένιωσα πως εκείνη τη στιγμή ήσουν ευάλωτη. Σου επέβαλα να μην Τον ξαναφορέσεις και μετά όλα έγιναν πολύ εύκολα. Τη μέρα του Ευαγγελισμού ήμουν στην εκκλησία και εγώ. Δεν με πρόσεξες μέσα σε τόσο κόσμο, και εκεί την ώρα που συζητούσες με τις φίλες σου, έβαλα στο νου σου τον έρωτα για τον πατέρα σου!” 

 “Δηλαδή”, της φώναξε αγριεμένη, “εσύ τα ξεκίνησες όλα!” 

 “Θα έλεγα πως επίσπευσα κάποιες διαδικασίες. Είχες αρχίσει να βλέπεις με άλλο μάτι τον Βασίλη, αλλιώς δεν θα μπορούσα τόσο εύκολα να σε υποβάλω. Εξ άλλου την τιμωρία που είχες σκοπό να επιβάλεις στη μάνα σου και τον υποτιθέμενο πατέρα σου, μόνη σου την αποφάσισες. Εγώ δεν είχα καμία συμμετοχή σε αυτό. Όπως και για τους τρεις φόνους, πάλι δική σου επιλογή ήταν!” 

 Η Μαρία πάγωσε στο άκουσμα των τελευταίων λόγων της. Ώστε τα ήξερε όλα! Άραγε είχε μιλήσει σε κάποιον άλλο για αυτό; Η γρια έδειχνε πως δεν είχε πια κουράγιο να συνεχίσει.

Με τα μάτια κλειστά βαριανάσαινε ακόμη και με τη βοήθεια του οξυγόνου. 

 “Και με το φυλακτό; Τι έγινε με το φυλακτό;”, ρώτησε με αγωνία η Μαρία, αν και φοβόταν πως δεν θα έπαιρνε απάντηση. 

Η γρια έκανε ένα μορφασμό πόνου και προσπάθησε να απαντήσει. Έβγαλε τη μάσκα και το πρόσωπο της μελάνιασε. “Το είχε βρει ο άντρας μου σε μια ανασκαφή”, είπε τόσο σιγανά που η Μαρία σχεδόν κόλλησε το αυτί στο στόμα της για να ακούσει. “Μαγικό αρχαίο ξόρκι που χρησιμοποιούσαν για μαγικές τελετές. Είναι..μην..” 

 Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που μπόρεσε να αρθρώσει. Η αναπνοή της έγινε βαριά σαν ρόγχος θανάτου. Θορυβημένη πάτησε το κουμπί έκτακτης ανάγκης, και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το δωμάτιο γέμισε γιατρούς και νοσοκόμες. Ένας νεαρός γιατρός την έσπρωξε μαλακά στο διάδρομο και έκλεισε την πόρτα. Όταν σε λίγα λεπτά βγήκαν και η προϊσταμένη κλείδωσε την πόρτα, συνειδητοποίησε πως όλα είχαν τελειώσει. Η κυρία Καμβύση ταξίδεψε προς το άγνωστο που αναζήτησε σε όλη της τη ζωή. Το μεγάλο μυστικό σχετικά με το φυλακτό μάλλον θα παρέμενε αναπάντητο, αν και η Μαρία είχε αποφασίσει να το κρατήσει ούτως ή άλλως. Κατέβηκε στο σαλόνι του θεραπευτηρίου και πήρε έναν εσπρέσο. Κάθισε σε ένα τραπεζάκι και προσπάθησε να ταξινομήσει τα καινούργια δεδομένα. Η γρια είχε δίκιο. Όσο κι αν εκείνη προκάλεσε την αρχή των προβλημάτων, η συνέχεια βάρυνε αποκλειστικά την ίδια. Ούτε και τώρα όμως κατηγορούσε για κάτι τον εαυτό της. Όλοι όσοι πήραν την τιμωρία από τα χέρια της, με κάποιον τρόπο την είχαν βλάψει, εκτός ίσως από τη Ρηνιώ, που ήταν η μόνη που πλήρωσε αμαρτίες άλλων και μια κακιά στιγμή. Σηκώθηκε αργά, μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

Ο Θανάσης την περίμενε βλέποντας τηλεόραση μπροστά στο αναμμένο τζάκι 

 “Πήγε καλά το ραντεβού σου;”, τη ρώτησε με ενδιαφέρον. “Κάτι καινούργια δείγματα από την Κίνα”, απάντησε. “Είναι η νέα τάση. Φτηνά και σε καλό επίπεδο.” 

 “Φτηνά και καλά; Περίεργο μου ακούγεται.” 

 Η Μαρία δεν είχε καμιά διάθεση να συνεχίσει την κουβέντα. Κούνησε τους ώμους σαν να έλεγε θα δούμε, και ανέβηκε στο δωμάτιο του μωρού. Η Βασίλαινα λαγοκοιμόταν δίπλα στο πάρκο που καθόταν ο μικρός. Τον πήρε στην αγκαλιά και κατέβηκε και πάλι στο σαλόνι. 

 “Τι μαγείρεψε η μάνα μου;” ρώτησε τον Θανάση. “Χοιρινό με σέλινο, αλλά ακόμη δεν το έχει αυγοκόψει.” 

 Η Μαρία άφησε το παιδί στον Θανάση και πήγε στην κουζίνα να αποτελειώσει το φαγητό. Την ώρα που έβαζε τα αυγά στο μπολ για το αυγολέμονο κτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Αλέξανδρος που ήθελε να μάθει νέα από την επίσκεψη της στο νοσοκομείο.

Δεν είχε σκοπό βέβαια να του αποκαλύψει έστω και το παραμικρό από τη συνομιλία που είχαν. 

“Μόλις και την πρόλαβα ζωντανή”, του είπε ψέματα. “Ψυχορραγούσε ήδη όταν πήγα. Σε λίγα λεπτά πέθανε χωρίς να συνέλθει καθόλου.” 

 ”Κρίμα”, ψέλλισε λυπημένος. “Έφυγε ένας υπέροχος επιστήμονας και άνθρωπος! Δεύτερη μητέρα μου την αισθανόμουν. Θα τηλεφωνήσω του γιου της να μάθω για την κηδεία. Αλήθεια θα έρθεις και συ;” 

 “Μπορεί, μάθε ημέρα και ώρα και θα προσπαθήσω.” 

 Έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε με το μαγείρεμα. Ένας ξαφνικός πόνος χαμηλά στην κοιλιά, την έκανε να διπλωθεί. Προφανώς άρχιζε η περίοδος της, σκέφτηκε, που ήδη είχε καθυστερήσει τρεις μέρες. Πήγε στην τουαλέτα για να προλάβει την αιμορραγία, που όμως δεν ήρθε. Περίμενε αρκετά λεπτά ακόμη και ξαναγύρισε στην κουζίνα. Τρεις μέρες καθυστέρηση μπορεί να μην είναι και τόσο ασυνήθιστο, όμως η Μαρία άρχισε να ανησυχεί με το ενδεχόμενο να είναι και πάλι έγκυος! Και τελικά δεν είχε άδικο να ανησυχεί. Η καθυστέρηση εξακολούθησε και το τεστ επιβεβαίωσε την υποψία.

Δυο μήνες τώρα η μόνη σκέψη της είναι να απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο έμβρυο. Η έκτρωση φαντάζει μονόδρομος στο μυαλό της. Ένα παιδί θα ήταν εμπόδιο αυτό τον καιρό, και εξάλλου δεν ήθελε επιπλέον δέσιμο με το Θανάση. Ήδη είχε μετανιώσει γι αυτό τον βιαστικό γάμο. Οι μικροαστικές του αντιλήψεις, αν και είχαν διαφανεί από την αρχή, τώρα την ενοχλούσαν αφόρητα. Παντόφλες, τηλεόραση και πυτζάμες, με το που γύριζε σπίτι. Αυτές οι ανυπόφορες πυτζάμες που της έφερναν ναυτία! 

Ευτυχώς λίγες στιγμές ήταν αναγκασμένη να υπομένει την παρουσία του. Το καμάρι της, η ΝΟΜΑΡ απαιτούσε να βρίσκεται στο γραφείο της τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Η συνεχώς ανοδική της πορεία είχε εκπλήξει τους πάντες και έκανε τους ανταγωνιστές να κλείνουν ο ένας μετά τον άλλο. Δεν υπήρχε πόλη στην Ελλάδα που κάποιο κατάστημα να μην είχε δημιουργίες της, ούτε μοντέρνα γυναίκα να μην φοράει κάτι δικό της! Οι κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις, δούλευαν σχεδόν αποκλειστικά για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί της Μαρίας, αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Το μόνο που έμενε ήταν να τελειώνει με το μωρό που μεγάλωνε μέσα της. 

 Ο γυναικολόγος στην αρχή είχε τις αντιρρήσεις του. “Συμφωνεί ο πατέρας του παιδιού;¨, την ρώτησε. 

 Η απάντηση της, αρκετές χιλιάδες δραχμές, έκαμψαν τις όποιες αντιστάσεις του! Σε λίγη ώρα όλα είχαν τελειώσει. Το έμβρυο ποτέ δεν θα γινόταν ολοκληρωμένος άνθρωπος, και αν έλειπαν οι καταραμένες πληγές στα χέρια και το πλευρό της Μαρίας, τίποτα δεν θα σκίαζε τη χαρά της για την αίσια έκβαση. Απέφυγε να γυρίσει σπίτι, καθώς οι πληγές, για πρώτη φορά δεν έλεγαν να κλείσουν!

Μπορεί ο παράξενος λευκοφόρος να μην εμφανίστηκε, όμως τα σημάδια ήταν εμφανή παρόλο που η αιμορραγία είχε σταματήσει. Περιπλανήθηκε πολύ ώρα χωρίς σκοπό και προορισμό ώσπου να σταματήσουν τα συμπτώματα. Δεν είχε ποτέ καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς τι προξενούσε αυτή την αντίδραση του οργανισμού της, κάθε φορά που έκανε κάτι αντίθετο με την κρατούσα αντίληψη περί ηθικής. Ήταν τιμωρία; Ήταν προειδοποίηση; Ένα παιχνίδι του μυαλού της ίσως; 

Ιδέα δεν είχε, και ούτε και διάθεση να το αναλύσει. Εδώ ώρες ατέλειωτες με τον ψυχολόγο και δεν βρήκε άκρη, θα έβρισκε τώρα! 

 Αργά το βράδυ επέστρεψε σπίτι και βρήκε τον Θανάση στην ίδια αξιοθρήνητη κατάσταση όπως συνήθως. Αξύριστο, μίζερο μέσα στις λερωμένες με σάλτσες πυτζάμες του, αποβλακωμένο μπροστά στην τηλεόραση. Δίπλα του στον καναπέ η Βαγγελιώ το ίδιο αποχαυνωμένη. Αηδίασε με το θέαμα και πετώντας ένα ξερό καλησπέρα ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρα. Κάτι έπρεπε να κάνει με την προσωπική της ζωή που βάλτωνε ενώ είχε όλες τις προδιαγραφές να γίνει συναρπαστική. Ήταν μόλις εικοσιένα και κάτι, με τεράστια οικονομική επιφάνεια, επιτυχημένη επιχειρηματίας και πολύ όμορφη κατά γενική ομολογία. Κρίμα να χαραμίζεται σε μια σχέση που ήταν λάθος από την αρχή της. Και δυστυχώς η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική της, άρα και τη λύση έπρεπε να τη δώσει η ίδια!

_____


ΕΝΤΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


Αυτά τα Χριστούγεννα του 2005, το μοναστήρι γιόρταζε τα τρία χρόνια ηγουμενίας της Ιουλίτης. Τρία χρόνια μέσα στα οποία η Μονή άλλαξε πραγματικά πρόσωπο. Μετά την κοίμηση της ηγουμένης Μακαρίας, οι μοναχές ομόφωνα εξέλεξαν στην θέση της την Ιουλίτη. Η επάρκεια της στα καθήκοντα που είχε επωμιστεί την περίοδο της ασθένειας της Μακαρίας, είχαν πείσει τις αδελφές πως ήταν η καταλληλότερη να την διαδεχτεί. 

Ο ζήλος της για την εκκλησιαστική τάξη, οι οργανωτικές της ικανότητες αλλά και η αγάπη που περιέβαλε όλες ήταν σίγουρα ένας επιπλέον λόγος για αυτή την επιλογή. Από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε, έθεσε πρώτη της προτεραιότητα την ενίσχυση της Μονής με νέο έμψυχο δυναμικό. Οι υπάρχουσες μοναχές, περασμένης ηλικίας, δεν επαρκούσαν για την ανάπτυξη που είχε θέσει ως στόχο. Με τις δικές της ενέργειες αλλά και τη βοήθεια του Μητροπολίτη έξι νέες μοναχές προστέθηκαν στην αδελφότητα τον πρώτο χρόνο. 

Όλες μεταξύ εικοσιπέντε μέχρι τριανταεπτά η μεγαλύτερη, και με ικανοποιητικό επίπεδο μόρφωσης. Μια μάλιστα εξ αυτών ήταν πτυχιούχος φυσικομαθηματικός. Σήμερα το μοναστήρι αριθμεί εικοσιδύο μοναχές και μόνιμο εφημέριο. 

 Με τη βοήθεια γεωπόνων και εργατών από τα γύρω χωριά ξαναζωντάνεψε τους παλιούς παραμελημένους αμπελώνες και το περασμένο φθινόπωρο έκαναν την πρώτη σοδειά. Το κρασί, με τις κατάλληλες ποικιλίες που είχαν επιλέξει οι γεωπόνοι βγήκε εξαιρετικό! Όσοι το δοκίμασαν έμειναν με τις καλύτερες εντυπώσεις και γι αυτό φύτεψαν ένδεκα ακόμη στρέμματα που δεν είχαν καλλιεργηθεί ποτέ πριν. Εφέτος θα έβγαινε μια σημαντική ποσότητα κρασιού που θα εμφιάλωναν και θα πωλούσαν, αυξάνοντας έτσι τα έσοδα της Μονής. 

 Αλλά δεν ήταν μόνο αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες που είχε επιτύχει η Ιουλίτη. Προσέλαβε έμπειρο αγιογράφο που δίδαξε την τέχνη σε όσες μοναχές ήθελαν και διέθεταν κάποιο ταλέντο,με αποτέλεσμα οι εικόνες να πωλούνται στους επισκέπτες, που είχαν αυξηθεί σημαντικά, στο χώρο έκθεσης που είχε δημιουργηθεί γι αυτό το σκοπό. 

Επίσης τρεις μοναχές είχαν αναλάβει να παράγουν γλυκά του κουταλιού από τα πολλά οπωροφόρα της περιοχής,καθώς και σπιτικά λικέρ. Τα λίγα ακίνητα που διέθετε η μονή από διάφορες δωρεές αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, με αρκετά ικανοποιητικά ενοίκια. 

 Η ίδια τις ελάχιστες ώρες που είχε ελεύθερες έγραφε. Έγραφε συνεχώς βίους αγίων σχετικά άγνωστων στο ευρύ κοινό, εντρυφώντας σε παμπάλαια συναξάρια που είχε στη διάθεση της η μονή και κινδύνευαν να καταστραφούν από τη φθορά του χρόνου. Η φήμη της είχε ξεπεράσει τα όρια της Εύβοιας και εκατοντάδες προσκυνητών κατέφθαναν από όλη σχεδόν την Ελλάδα για να την γνωρίσουν και να πάρουν την ευχή της.

Όλοι έμεναν έκπληκτοι την πρώτη φορά που την συναντούσαν. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτή η νεαρή γυναίκα ήταν η φημισμένη αγία ηγουμένη. Περίμεναν μια σεβάσμια γερόντισσα να έχει αυτό τον ρόλο! Αλλά αν η πρώτη αντίδραση των περισσότερων ήταν αρνητική, άλλαζαν αμέσως γνώμη με την συζήτηση μαζί της. Οι θεολογικές και όχι μόνο γνώσεις της εντυπωσίαζαν και τους πιο απαιτητικούς επισκέπτες. 

 Η Ιουλίτη σηκώθηκε αργά από το γραφείο της και άρχισε να ετοιμάζεται για την πανηγυρική Χριστουγεννιάτικη λειτουργία, κατά την οποία θα ιερουργούσαν εκτός από τον εφημέριο της μονής, άλλοι τρεις ιερείς που είχαν έρθει από την Θεσσαλονίκη μαζί με προσκυνητές. Ο ξενώνας του μοναστηριού, που είχε κι αυτός ανακαινιστεί πρόσφατα, ήταν ασφυκτικά γεμάτος.

Περίπου τριανταπέντε άτομα, όσα είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει, ξεκουράζονταν μέχρι την ώρα που θα σήμαιναν οι καμπάνες. 

 Η ηγουμένη έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και βγήκε. Το χιονισμένο τοπίο έμοιαζε ονειρικό. Είχε πάψει η χιονόπτωση από νωρίς το βράδυ, αλλά το κρύο παρέμενε τσουχτερό. Η απόλυτη σιγή που βασίλευε σε όλους τους χώρους, το φωτισμένο καθολικό, η προσμονή του μεγάλου γεγονότος της Γέννησης του Χριστού, γέμιζαν την ψυχή της με μια απέραντη γαλήνη! 

Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και προσευχήθηκε με θέρμη, δοξολογώντας τον Κύριο. Πως θα ήταν αλήθεια η ζωή της αν δεν την είχε καλέσει κοντά Του; Δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί αυτή την πιθανότητα! Όλα τα κοσμικά, της φαίνονταν πια τόσο μάταια και ρηχά. Οι αναμνήσεις από την περίοδο της νιότης της έρχονταν κατά καιρούς, όχι όμως με τη σφοδρότητα των πρώτων χρόνων. Απαλές, ανώδυνες θύμησες, που άφηναν μόνο μια υποψία νοσταλγίας και γρήγορα εξαφανίζονταν. 

Το κρύο άρχισε να γίνεται ανυπόφορο και έτσι τάχυνε το βήμα της και μπήκε στον ναό. Άναψε το κερί της και τότε πρόσεξε τον άντρα που καθόταν στο στασίδι πίσω απ το ψαλτήρι. Της φάνηκε γνωστός, αν και το ατημέλητο παρουσιαστικό και τα μακριά του γένια την εμπόδιζαν να προσδιορίσει από που. Τον πλησίασε αθόρυβα και τότε παρατήρησε πως έτρεμε. Μέσα στην εκκλησία δεν έκανε κρύο καθώς τα καλοριφέρ δούλευαν από νωρίς, άρα άλλη θα ήταν η αιτία. 

“Είστε καλά;”, τον ρώτησε με φανερό ενδιαφέρον. 

 Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι και τα κατακόκκινα μάτια του πρόδιδαν αϋπνία ίσως και κάτι πιο σοβαρό. Δίπλα του, σε μια μεγάλη πλαστική σακούλα από πολυκατάστημα ήταν όλα τα υπάρχοντα του. Μερικά βρώμικα ρούχα και μια κουβέρτα. Δεν είχε δύναμη ούτε να μιλήσει καν. Με μια χειρονομία έδειξε πως πεινούσε. Η Ιουλίτη τον σήκωσε απαλά, πήρε την σακούλα και με αργά βήματα, αφού τον σκέπασε με την κουβέρτα, τον οδήγησε προς την τράπεζα της μονής. Έδωσε εντολή στην μοναχή που διακονούσε εκεί να του ετοιμάσει κάτι. Σε λίγα λεπτά του έφερε ζεστό γάλα, ψωμί και ένα κομμάτι τυρί. Αφού έφαγε με λαιμαργία, η ηγουμένη θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη ώρα να τον ρωτήσει ποιος είναι και πως βρέθηκε εκεί.

“Είναι η πρώτη φορά που έρχεστε εδώ; Γιατί έχω την εντύπωση πως σας έχω ξαναδεί.” 

 “Άλλη μια φορά, πριν αρκετά χρόνια. Εργαζόμουν τότε στην αρχαιολογική υπηρεσία και είχα έρθει για την μελέτη αποκατάστασης των αγιογραφιών”, απάντησε με σκυμμένο το κεφάλι ενώ τα χέρια του εξακολουθούσαν να τρέμουν ελαφρά. “Είπατε εργαζόσασταν, αυτό σημαίνει πως δεν εργάζεστε πια”, τον ρώτησε με περιέργεια. 

 “Είναι μεγάλη και θλιβερή ιστορία αδελφή!”, απάντησε με κουρασμένο ύφος. “Θα θέλαμε ώρες για να την συζητήσουμε.” “Έχουμε καιρό μετά το τέλος της λειτουργίας”, του είπε γλυκά, ακούγοντας την καμπάνα να σημαίνει. 

“Στην κατάσταση που είσαστε δεν μπορείτε να έρθετε μαζί μας. Θα πω στις αδελφές να σας βολέψουν στον ξενώνα να κοιμηθείτε λίγο. Οι προσκυνητές θα είναι στην εκκλησία, και θα υπάρχει ένα κρεβάτι ελεύθερο. Θα σας δώσουν καθαρά ρούχα και θα φάτε μαζί μας. Θα βρούμε λύση στα προβλήματα σας, θα δείτε!” 

 Την ευχαρίστησε με δακρυσμένα μάτια και ακολούθησε τη μοναχή που θα τον οδηγούσε στον ξενώνα. Η ηγουμένη ξεκίνησε για τον ναό με ένα κόμπο στο λαιμό. “Πόση δυστυχία κρύβεται στον κόσμο Θεέ μου!”, συλλογίστηκε με πόνο. 

 Η λαμπρή λειτουργία της Γέννησης τελείωσε γύρω στις εννιά το πρωί. Μετά από το ελαφρύ πρόγευμα η Ιουλίτη επιθεώρησε τις εργασίες για το μεσημεριανό γεύμα. Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια για να ευχαριστηθούν την φιλοξενία οι επισκέπτες. Ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα πήγε στο κελί της να ξεκουραστεί λίγο. Τη λίγη ώρα που έκλεισε τα μάτια, φαίνεται πως την πήρε ο ύπνος. 

Ονειρεύτηκε πως βρισκόταν στο χωριό της, ψηλά στο λατομείο. Μαζί της η Μαριγώ και ο Αριστείδης, που της ανήγγειλε του αρραβώνες τους. Έφυγαν αγκαλιασμένοι οι δυό τους και η ίδια απόμεινε να τους κοιτάζει να απομακρύνονται. Τους φώναξε να γυρίσουν πίσω αλλά δεν έδειξαν να της δίνουν σημασία. Έτρεξε πίσω τους, αλλά όσο και αν προσπαθούσε να τους πλησιάσει, εκείνοι απομακρύνονταν περισσότερο, αν και βάδιζαν αργά. Πετάχτηκε τρομαγμένη, απ το παράξενο όνειρο. Είχε σχεδόν πέντε μήνες να επικοινωνήσει με τη Μαριγώ και το μυαλό της πήγε στο κακό. Σχημάτισε τον αριθμό της, αλλά το έκλεισε αμέσως. Θα ήταν κλειστά σήμερα το εργοστάσιο, ούτως ή άλλως, και του σπιτιού της δεν το είχε. Με άσχημα προαισθήματα κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία. Χαιρέτησε με μια υπόκλιση τους παρευρισκόμενους που σηκώθηκαν με την είσοδο της και πήρε τη θέση της δίπλα στους ιερείς. Με το βλέμμα αναζήτησε τον άγνωστο άντρα και με ανακούφιση τον είδε να κάθεται, καθαρός και χτενισμένος, στη άκρη της τράπεζας κοντά στην είσοδο. Αφού τελείωσε το γεύμα οι επισκέπτες αποσύρθηκαν στον ξενώνα για λίγη ξεκούραση, καθώς το απόγευμα θα ξεκινούσαν το ταξίδι της επιστροφής. Η Ιουλίτη σηκώθηκε και με ένα νεύμα κάλεσε τον άντρα να την ακολουθήσει.

Τον οδήγησε στο αρχονταρίκι και έφτιαξε καφέ και για τους δυο. 

 “Καπνίζετε;” τον ρώτησε καθώς τον είδε να ψάχνει απεγνωσμένα τις τσέπες του. Έγνεψε καταφατικά και η ηγουμένη άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα μισογεμάτο πακέτο, που κάποιος προσκυνητής είχε ξεχάσει εκεί από καιρό. 

 “Κανονικά απαγορεύεται το κάπνισμα στους χώρους της μονής, αλλά θα γίνει μια εξαίρεση για σας”, του είπε χαμογελώντας. Άναψε τσιγάρο αυτός και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Φύσηξε ψηλά τον καπνό και άρχισε την αφήγηση του. 

 “Είστε πολύ καλή αγία ηγουμένη! Κανείς δεν μου έχει φερθεί τόσο καλά όσο εσείς. Ακόμη και τον καιρό που είχα τα πάντα, όλοι με πλησίαζαν γιατί είχαν κάτι να κερδίσουν από μένα. Ξέρετε δεν ήμουν πάντα το ρεμάλι που έχετε μπροστά σας!” Ήπιε μια γουλιά καφέ για να κρύψει το τρέμουλο στη φωνή του και συνέχισε. 

“ Το όνομα μου είναι Θανάσης. Όπως σας είπα ήδη, εργαζόμουν για την αρχαιολογική υπηρεσία με την ιδιότητα του συντηρητή έργων τέχνης. Μια εργασία που αγαπούσα και με γέμιζε απόλυτα. Πριν δώδεκα χρόνια γνώρισα μια κοπέλα που μου άρεσε. Με εκείνη είχαμε έρθει τότε εδώ. Λίγους μήνες μετά παντρευτήκαμε και από εκεί και πέρα άρχισε ο κατήφορος μου!” 

 Σταμάτησε πάλι για λίγο και άναψε κι άλλο τσιγάρο. Η Ιουλίτη τον κοίταξε και τότε αναγνώρισε τον νεαρό άντρα που συνόδευε τη Μαριγώ, τη μια και μοναδική φορά που επισκέφτηκε το μοναστήρι! Ώστε λοιπόν είχε παντρευτεί και δεν της ανάφερε ποτέ τίποτα! 

 “Είπατε πως αγαπιόσασταν, τι μεσολάβησε και ήρθαν αλλιώς τα πράγματα;”, ρώτησε για να τον παροτρύνει να συνεχίσει, καθώς τον είδε διστακτικό.

 “Από τις πρώτες ημέρες του γάμου, ένιωσα να βαραίνω. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα απολύτως από τη στιγμή που γύριζα σπίτι. Αισθανόμουν σαν ένας βαριεστημένος γέρος που τα χρόνια μιας ανούσιας συμβίωσης, τον ανάγκαζαν σε μια ζωή που και δεν ήθελε αλλά και δεν είχε επιλέξει! Καμία προσπάθεια από τη μεριά της γυναίκας μου να με ξεβαλτώσει. Αντίθετα απορροφημένη από τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις ξεχνούσε ακόμη και πως υπάρχω. Κάποια στιγμή έκανα το λάθος να θίξω τον κολλητό της συνεργάτη, έναν κίναιδο που την επηρέαζε σε βαθμό ανεξήγητο. Με χαστούκισε και τότε την χτύπησα! Την χτύπησα άσχημα, τόσο που αν δεν έμπαινε στη μέση η μάνα της δεν ξέρω τη κατάληξη θα είχε ο καυγάς!” 

 Σταμάτησε για ακόμα μια φορά καθώς το τρέμουλο στα χέρια του έγινε πιο έντονο. 

 “Μήπως υπάρχει κάτι να πιω;”, ρώτησε παρακλητικά. Η Ιουλίτη ταλαντεύτηκε για λίγο. Το πρόβλημα αλκοολισμού του φαινόταν ξεκάθαρα, από την άλλη έπρεπε να μάθει τη συνέχεια. 

 “Ένα ποτήρι κρασί μόνο. Μου το υπόσχεσαι;”, του είπε αποφασιστικά. Έγνεψε καταφατικά και ήπιε μονορούφι το κρασί που του σέρβιρε.

“Από εκεί και πέρα ήταν αδύνατον να συνεχίσουμε μαζί. Μου πρότεινε ένα τεράστιο ποσό- 100000 Ευρώ- για να συναινέσω στο διαζύγιο και να υπογράψω πως δεν έχω άλλη απαίτηση. Το δέχτηκα δίχως δεύτερη σκέψη. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Τόσα λεφτά δεν θα έβγαζα από τη δουλειά μου ούτε σε πέντε χρόνια. Εκεί άρχισε η κατρακύλα! Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου και έμπλεξα σε περίεργες παρέες, με τζόγο και ξενύχτια. Σε λίγους μήνες έχασα τα πάντα και χρωστούσα σε τοκογλύφους ένα μεγάλο ποσόν. Κατάντησα ζητιάνος, άστεγος και αλκοολικός. Έξι μήνες κοιμόμουν στα παγκάκια, ώσπου ήρθε ο χειμώνας και τα πράγματα δυσκόλεψαν κι άλλο. Έριξα τον εγωισμό μου και πήγα στη γυναίκα μου ζητώντας της μια δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να μπορούσα να επιβιώσω. Με έδιωξε σαν αδέσποτο σκυλί. Λίγο έλειψε να βάλει τους ανθρώπους της να με πετάξουν έξω με τη βία. Τελικά κατέληξα στη Χαλκίδα, όπου ένας γνωστός έχει ταβέρνα και έκανα κάποια μεροκάματα πότε σαν βοηθός σερβιτόρου, και πότε στην κουζίνα. Ώσπου πριν ένα μήνα ήρθε το ΙΚΑ και αναγκάστηκα να φύγω. Τότε θυμήθηκα το μοναστήρι σας και με χίλιους κόπους κατάφερα να έρθω. Λίγο ωτο-στοπ, λίγο ποδαρόδρομος, έφτασα εξαντλημένος εδώ. Αυτή είναι η ιστορία μου.”, κατέληξε με παράπονο. 

 Η Ιουλίτη απόμεινε σιωπηλή. Το δράμα του της έφερε στο νου την παραβολή του Ασώτου, μόνο που σ΄αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε ο στοργικός πατέρας που θα τον ξανάβαζε στο σπίτι του και στην αγκαλιά του. 

 “Παιδιά δεν είχατε, έτσι δεν είναι;”, τον ρώτησε με αγωνία. “Όχι, ούτε σαν σκέψη δεν περνούσε κάτι τέτοιο από το μυαλό της γυναίκας μου. Έχει ήδη ένα αγοράκι, τον Φίλιππο, από μια προηγούμενη σχέση, και δεν ήθελε με τίποτα δεύτερο.” 

 Ένα αγκάθι τρύπησε την καρδιά της ηγουμένης. Τόσα χρόνια και να μην της έχει πει τίποτα η Μαριγώ! Και καλά για τον γάμο της, αλλά να της κρύψει και πως έχει παιδί; Έκλεισε για λίγο τα μάτια, για να ηρεμήσει. Αυτή τη στιγμή προτεραιότητα είχε η κατάσταση του Θανάση. 

 “Υπάρχει ένα καλύβι περίπου ένα χιλιόμετρο από εδώ, που ανήκει στο μοναστήρι.”, του είπε μετά από αρκετή σκέψη. “Είναι σε σχετικά καλή κατάσταση, αν και χρειάζεται δουλειά για να γίνει κατοικήσιμο. Μπορώ να σας το παραχωρήσω και να σας πάρω στη δούλεψη μας. Υπάρχουν εργασίες τόσο στα χωράφια, όσο και μέσα στη μονή. Όλοι χρειαζόμαστε μια δεύτερη ευκαιρία!” 

 Ο Θανάσης της άρπαξε το χέρι και το φίλησε με λατρεία. “Είστε αγία!, ψέλλισε βουρκωμένος. “Αγία!” 

 Η ηγουμένη ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του.

”Ένας απλός άνθρωπος είμαι”, του απάντησε ταπεινά. “Και μάλιστα από τους πιο αμαρτωλούς!”

______

Τα τελευταία χρόνια η ΝΟΜΑΡ ακολουθώντας τις επιταγές των νέων δεδομένων στο εμπόριο, ανοίχτηκε στο χώρο της λιανικής πώλησης. Έντεκα καταστήματα στην Αττική, πέντε στη Βόρειο Ελλάδα και έξι ακόμη σε ισάριθμες μεγάλες πόλεις με τον διακριτικό τίτλο Charmant by NOMAR, απετέλεσαν την αρχή μιας νέας πιο ελπιδοφόρας εξέλιξης της εταιρίας. 

Σήμερα εικοσιτρία ακόμη καταστήματα στην Ελλάδα και επτά στην Κύπρο, με τη μέθοδο του franchise έχουν προστεθεί στο δυναμικό της, εκτοξεύοντας τα κέρδη. Με εξαγωγές σε πάνω από δέκα χώρες και με σκέψεις για εισαγωγή στο χρηματιστήριο. 

 Η Μαρία είναι πια η πιο γνωστή γυναίκα στο χώρο της μόδας στην Ελλάδα. Εφέτος μάλιστα ανακηρύχθηκε επιχειρηματίας της χρονιάς, από γνωστό περιοδικό που της είχε πολυσέλιδο αφιέρωμα και μια μεγάλη συνέντευξη. Οι προτάσεις γάμου έπεφταν βροχή, από όλους σχεδόν τους πιθανούς και απίθανους τύπους της υψηλής κοινωνίας. Στα τριαντατρία της παρέμενε το ίδιο ή μάλλον πολύ περισσότερο γοητευτική. Όλα αυτά τα χρόνια η μόνη σοβαρή σχέση της ήταν πριν πέντε χρόνια, με έναν ανερχόμενο ηθοποιό, γνωστό από τις συμμετοχές του σε επιτυχημένα σήριαλ της τηλεόρασης. 

Ο δεσμός τους κράτησε κοντά δυο χρόνια και πιθανόν θα κατέληγε σε γάμο, αν δεν τον έπιανε στα πράσα με νεαρή συμπρωταγωνίστρια του. Όλες οι υπόλοιπες, ρηχές και επιπόλαιες, μόλις κρατούσαν από λίγες ημέρες μέχρι μήνες το πολύ. 

 Ο γιος της, ο Φίλιππος είναι ένα πραγματικά προικισμένο παιδί. Ο καλύτερος μαθητής στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, και με ενδιαφέροντα που συνήθως συναντάς σε πολύ μεγαλύτερα παιδιά. Σήμερα στα δώδεκα του μιλάει ήδη άπταιστα Αγγλικά και αρκετά καλά Ιταλικά Οι δε γνώσεις του στην πληροφορική υπερβαίνουν κι αυτές έμπειρων χρόνια χρηστών. Το μόνο ίσως προβληματικό στον χαρακτήρα του, η έντονη διάθεση για απομόνωση. Πέρα από το σχολείο και το φροντιστήριο, οι έξοδοι του είναι σπάνιες και δεν διαρκούν πάνω από μια ώρα. Κουράζεται εύκολα με τη σωματική δραστηριότητα αν και το βάρος του είναι κανονικό. Η Μαρία το αποδίδει στην έλλειψη άσκησης, παρότι η Βαγγελιώ ανησυχεί λίγο. Ο Αλέξανδρος, που είχε αναγνωρίσει το παιδί, καθησύχαζε τους φόβους της. Ο μικρός είναι πιστό αντίγραφο της δικής του παιδικής ζωής. Έτσι ήσυχο και λίγο μαλθακό ήταν σαν παιδί και ο ίδιος.

Οι μέρες των γιορτών πέρασαν ήρεμες, με εξαίρεση ένα διήμερο στο Καρπενήσι, σε ένα ονειρικό σαλέ, τα Φώτα. Από την άλλη μέρα όλα ΄μπήκαν στη ρουτίνα της καθημερινότητας, πράγμα που δεν ενοχλούσε καθόλου τη Μαρία. Μάλλον η αποχή έστω και μιας ημέρας από το γραφείο, της δημιουργούσε σύνδρομο στέρησης!

_______

Οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ παρουσίαζαν αυτό το πρωινό ασυνήθιστη κίνηση. Ο μικρός Φίλιππος προσπαθούσε απεγνωσμένα να χωθεί ανάμεσα στο πλήθος, το οποίο ακολουθούσε τους Ρωμαίους στρατιώτες, που οδηγούσαν τον φορτωμένο με τον Σταυρό κατάδικο, στον Γολγοθά. Το μικρό του ανάστημα τον έφερνε σε μειονεκτική θέση, απέναντι σε γεροδεμένους άντρες που ούρλιαζαν σε μιαν άγνωστη για τον ίδιο γλώσσα. Τελικά κατάφερε με πολύ κόπο να περάσει. Βρέθηκε πίσω ακριβώς από τον καταματωμένο άντρα που γονάτιζε κάτω από το βάρος του Σταυρού. Από τη θέση που ήταν δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του, και όταν επιχείρησε να πλησιάσει περισσότερο, ένας αγριωπός στρατιώτης, κούνησε απειλητικά το μαστίγιο, αποτρέποντας τον. 

 Μετά από πολύ ώρα, έφτασαν στην κορυφή του λόφου. Οι στρατιώτες έβγαλαν το ματωμένο χιτώνα του κατάδικου και τον ξάπλωσαν πάνω στο Σταυρό. Άρπαξαν τα μεγάλα σφυριά και άρχισαν να καρφώνουν τα χέρια και τα πόδια Του. Ο Φίλιππος έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά με τα χεράκια του, μην υποφέροντας το αποκρουστικό θέαμα, αλλά και τις κραυγές πόνου του άτυχου άντρα. Όταν τελείωσαν οι στρατιώτες το αποτρόπαιο έργο τους, σήκωσαν τον Σταυρό και τον έστησαν όρθιο, ανάμεσα σε δυο άλλους σταυρωμένους.. Παραδίπλα μια γυναίκα συντετριμμένη έκλαιγε γοερά και ένας νεαρός άντρας, περίλυπος κι αυτός, προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Ο μικρός Φίλιππος κατάλαβε πως πρέπει να ήταν η μητέρα του Σταυρωμένου. 

 Οι στρατιώτες καθισμένοι σε ένα βράχο έπαιζαν ζάρια, για να σκοτώσουν την ώρα τους, αλλά και για να μοιράσουν τα ρούχα των κρεμασμένων. Προσπάθησε να πλησιάσει τον Σταυρό και κανείς δεν τον εμπόδισε αυτή τη φορά. Ούτε οι στρατιώτες έκαναν κάποια κίνηση προς το μέρος του, αν και προηγουμένως σταμάτησαν τη γυναίκα με τον νεαρό να φτάσουν πιο κοντά. Άγγιξε το τραχύ ξύλο και το αίμα από τα πόδια του Σταυρωμένου έβαψε τα χέρια του. Σήκωσε τα ματάκια του και αντίκρισε το πρόσωπο Του. Σαν να του φάνηκε πως του χαμογέλασε! Μα ήταν δυνατόν μέσα σε τέτοιους φρικτούς πόνους, να μπορεί κάποιος να χαμογελάει; Το βλέμμα του άγνωστου άντρα, έδειχνε μια καλοσύνη και αγάπη, που ποτέ δεν είχε ξαναδεί ούτε στα μάτια των δικών του ανθρώπων. Ακόμη και τους σταυρωτές Του με την ίδια αγάπη τους κοίταζε! 

 Ο μικρός Φίλιππος έβαλε τα κλάματα. Ήθελε να μπορούσε να Τον αγκαλιάσει, να του πει πως Τον αγαπάει! 

 “Φίλιππε!”, άκουσε τη γλυκιά Του φωνή, ή μπορεί και να του φάνηκε πως την άκουσε.” Μην λυπάσαι, έτσι έπρεπε να γίνει! Γιατί σας αγαπάω όλους και σας θέλω κοντά μου!”

“Και εγώ σε αγαπάω”, του φώναξε σπαρακτικά. “Δεν θέλω να σε βλέπω να πονάς!” 

 Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει παρόλο που υπήρχαν μόνο λίγα σύννεφα. Σε μερικά λεπτά σχεδόν απόλυτο σκοτάδι επικράτησε αν και η νύχτα αργούσε ακόμη. Θορυβημένοι οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μην μπορώντας να δώσουν εξήγηση για το τρομακτικό συμβάν. Μια κραυγή ακούστηκε από το ύψος του Σταυρού: 

“Τετέλεσται”. Μια λέξη που ο μικρός Φίλιππος δεν ήξερε το νόημα της, όμως κατάλαβε πως ήταν πολύ σημαντική. Και τότε ένας φοβερός σεισμός συντάραξε την πόλη! Ο Φίλιππος αγκάλιασε τον Σταυρό σε μια προσπάθεια να κρατηθεί όρθιος. Πίσω του άκουσε τον επικεφαλής των στρατιωτών να λέει κάτι που του θύμιζε τα Ιταλικά που ήξερε, αλλά ταυτόχρονα ήταν αρκετά διαφορετικό. Γύρισε και αντίκρισε το πρόσωπο του αλλοιωμένο από τον τρόμο, να κοιτάζει με δέος τον νεκρό Σταυρωμένο. Μια ακόμη δόνηση ισχυρότερη από την πρώτη έκανε τον Φίλιππο να πέσει με την πλάτη στο χώμα και να χάσει τις αισθήσεις του.


--------


Ο γυμναστής του σχολείου με το που έφτασε πάνω από τον λιπόθυμο Φίλιππο, κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Φώναξε να καλέσουν αμέσως ασθενοφόρο και με μαλάξεις προσπάθησε να επαναφέρει τον μικρό, που δεν είχε ανάσα. Ευτυχώς ανταποκρίθηκε γρήγορα και συνήλθε κάπως. Οι διασώστες του ΕΚΑΒ που ήρθαν πολύ γρήγορα, τον έβαλαν στο φορείο, του έδωσαν οξυγόνο και έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα για το Παίδων. 

 Το τηλεφώνημα από τον διευθυντή του εκπαιδευτηρίου, πάγωσε την Μαρία. Σε αλλόφρονα κατάσταση, παράτησε τα πάντα και έτρεξε στο αυτοκίνητο. Με τα μάτια θολά και τους παλμούς να ξεπερνάνε όλα τα όρια κατευθύνθηκε στο νοσοκομείο. Στην διαδρομή ειδοποίησε από το κινητό τον Αλέξανδρο. Η Βαγγελιώ είχε κατέβει λίγες μέρες στο νησί και δεν θεώρησε σκόπιμο να την ταράξει. Με την ψυχή στο στόμα πάρκαρε όπως όπως και τρέχοντας έφτασε στην υποδοχή. Η αντιμετώπιση της κοπέλας στη ρεσεψιόν την άγχωσε περισσότερο.

 “Θα σας πουν οι γιατροί”, ήταν η απάντηση στην αγωνία της. Μια απάντηση που προφανώς θα έλεγε σε όλους, σαν να ήταν μαγνητοφωνημένη. Ο Αλέξανδρος μπήκε κι αυτός εκείνη τη στιγμή αλαφιασμένος 

 “Που τον έχουν;”, την ρώτησε με αγωνία. Του έκανε νόημα να την ακολουθήσει και πήγαν στα εξωτερικά ιατρεία. Ο παιδοκαρδιολόγος που είχε αναλάβει τον μικρό τους οδήγησε στο γραφείο του. 

 “Λοιπόν γιατρέ;”. Ρώτησε ο Αλέξανδρος καθώς της Μαρίας είχε κοπεί η φωνή.

“Δεν πρόκειται να σας κρυφτώ. Τα πράγματα είναι πολύ ανησυχητικά!” απάντησε με σοβαρό ύφος.

“Το παιδί βρίσκεται στο τελικό στάδιο καρδιακής ανεπάρκειας. Βέβαια θα χρειαστούν μερικές εξετάσεις ακόμη, όμως η κλινική του εικόνα είναι δραματική!” 

 Η Μαρία ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Το παιδί της που λάτρευε βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, κι αυτή ανήμπορη αν και πάμπλουτη να το βοηθήσει. Όχι, δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κανένα κακό στον Φίλιππο!

Στην ανάγκη θα τίναζε στον αέρα τη ΝΟΜΑΡ, προκειμένου να μαζέψει όσα χρήματα χρειάζονται για να γίνει καλά! Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να κρατήσει ίχνη ψυχραιμίας. 

 “Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα γιατρέ;”, ρώτησε με την ελπίδα πως η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. 

 “Αν επιβεβαιωθούν εργαστηριακά οι πρώτες ενδείξεις, τότε δυστυχώς οι επιλογές μας δεν είναι πολλές. Θα ακολουθήσουμε φαρμακευτική αγωγή και θα προβούμε σε τοποθέτηση συσκευής μηχανικής υποβοήθησης. Βέβαια η μεταμόσχευση αποτελεί την οριστική λύση, αν έχουμε τον χρόνο να περιμένουμε!” 

 Δεν τόλμησε να ρωτήσει πόσος ήταν αυτός ο χρόνος. Το έκανε όμως η Μαρία ξαναβρίσκοντας λίγη από τη χαμένη αυτοκυριαρχία της. 

 “Αυτή τη στιγμή δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς”, απάντησε στην ερώτηση ο γιατρός.” Πάντως όχι περισσότερο από μερικούς μήνες μέχρι ένα-δύο χρόνια. Αυτό που με προβληματίζει είναι πως δεν αναγνωρίσατε τα σημάδια νωρίτερα! Και αν όχι εσείς, τουλάχιστον ο παιδίατρος που το παρακολουθούσε!” 

 “Δεν αρρώστησε ποτέ σοβαρά, πέρα από κάποιες συνηθισμένες ιώσεις”, είπε αποκαμωμένη η Μαρία. “Κουραζόταν σχετικά εύκολα, αλλά το αποδίδαμε στην έλλειψη άσκησης” 

 “Μα το πιστοποιητικό για την συμμετοχή του στην γυμναστική γιατρός δεν το έδωσε; Θα έπρεπε με την πρώτη ματιά να καταλάβει το πρόβλημα!” 

 “Ξέρετε πως γίνονται αυτά τα πράγματα", απάντησε συντετριμμένος ο Αλέξανδρος. Ακόμα και τηλεφωνικά!” 

 Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. Αυτοί οι επιπόλαιοι συνάδελφοι που παίρνουν στο λαιμό τους αθώα πλάσματα και δυσφημούν έναν ολόκληρο κλάδο. 

 “Μπορούμε να τον δούμε;” ρώτησε η Μαρία. 

 “Μπορείτε ασφαλώς, μόνο όμως για λίγο. Θα πρέπει να ηρεμήσει και να ξεκουραστεί. Αύριο θα είναι μια δύσκολη μέρα γεμάτη εξετάσεις. Και βέβαια δεν χρειάζεται να σας πως πως πρέπει να είσαστε όσο ψύχραιμοι είναι δυνατόν μπροστά του.” 

Κοιμόταν ήρεμα όταν μπήκαν στο δωμάτιο. Η Μαρία του χάιδεψε τρυφερά το μέτωπο προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να κυλήσουν από τα μάτια της.

“Θα κάνω τα πάντα!”,του υποσχέθηκε με σιγανή φωνή. “Τίποτα δεν θα με εμποδίσει προκειμένου να γίνεις καλά αστέρι μου!” 

 Άρπαξε από το μανίκι τον Αλέξανδρο και τον έβγαλε σχεδόν με τη βία έξω. 

 “Πρέπει να βρούμε μόσχευμα οπωσδήποτε!”, του είπε επιτακτικά. “Με όποιο κόστος και με όποιο τίμημα!” 

 “Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αγοράσουμε καρδιά μου.”, της απάντησε με λύπη. “Μόνο αν βρεθεί συμβατός δότης και αν συναινέσει η οικογένεια του.” 

 “Φρόντισε να βρεθεί!”,του είπε με το ίδιο ύφος. “Ακόμη κι αν χρειαστεί να πεθάνει κάποιος για να ζήσει ο Φίλιππος!” 

 Ο Αλέξανδρος δεν είχε τη διάθεση να παρακολουθήσει το παραλήρημα της. Καταλάβαινε τον πόνο και την αδυναμία της να δεχτεί το ξαφνικό χτύπημα της μοίρας, όμως αυτή η κυνική αντιμετώπιση, του προξενούσε μεγαλύτερη φόρτιση από όση ήδη είχε με τις τελευταίες άσχημες ειδήσεις. 

 “Όλα θα πάνε καλά!”, προσπάθησε να διασκεδάσει την αγωνία της. “Σίγουρα θα είναι ψηλά στη λίστα προτεραιότητας, λόγω και της ηλικίας του. Προσπάθησε να ηρεμήσεις.” 

“Χρειάζομαι μια καρδιά για το παιδί μου, και θα την βρω έστω κι αν χρειαστεί να την ξεριζώσω με τα ίδια μου τα χέρια!”, του φώναξε έξαλλη και ξαναμπήκε στο δωμάτιο.

Κανείς τους δεν κοιμήθηκε αυτή τη δύσκολη νύχτα. Η Μαρία ξαγρύπνησε στο προσκεφάλι του μικρού, κοιτώντας κάθε λίγα δευτερόλεπτα αν αναπνέει, και ο Αλέξανδρος ανεβοκατεβαίνοντας από τον διάδρομο στο μπαρ για καφέ και τσιγάρο. Στο μυαλό του γυρνούσε συνέχεια η επιμονή της Μαρίας να βρεθεί μόσχευμα με οποιονδήποτε τρόπο. Και ο ίδιος ήθελε να ζήσει το παιδί του. Ευχόταν, όπως όλοι που βρέθηκαν στην ίδια δυσάρεστη θέση, να πεθάνει κάποιος για να δώσει ζωή στον γιο του. Άλλο όμως αυτό και άλλο να θέλεις να προκαλέσεις εσύ αυτό τον θάνατο, που θα έφερνε τη λύτρωση. Αρνιόταν να πιστέψει πως η γυναίκα που κάποτε, ίσως και τώρα ακόμη, είχε αγαπήσει τόσο πολύ, μεταμορφώθηκε σε αυτό το αδίστακτο πλάσμα. 

 Ο Ερρίκος που έφτασε θορυβημένος, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Ανέβηκαν μαζί στο δωμάτιο, την ώρα που μετέφεραν το μικρό για εξετάσεις. Εμφανώς καταβεβλημένη η Μαρία, στηρίχτηκε στο μπράτσο του Ερρίκου, για να μην καταρρεύσει.

Αργά το απόγευμα και ενώ η αγωνία όλων είχε κορυφωθεί ο γιατρός κάλεσε τους γονείς για ενημέρωση. Δυστυχώς οι φόβοι του είχαν αποδειχθεί βάσιμοι. Η καρδιά του Φίλιππου ήταν σε άθλια κατάσταση και η συντηρητική αγωγή δεν μπορούσε να φέρει θεαματικά αποτελέσματα. Ίσως μόνο λίγο χρόνο. Πολύ λίγο όμως! Αύριο θα τον έβαζαν χειρουργείο για την εμφύτευση της συσκευής υποστήριξης. 

 “Από εκεί και πέρα ο Θεός βοηθός!”, κατέληξε με απογοήτευση. 

 “Δηλαδή;”, ρώτησε τσακισμένος ο Αλέξανδρος. “Μόνο σε ένα θαύμα μπορούμε να ελπίζουμε πια;”

” Στο θαύμα και στην έγκαιρη εύρεση κατάλληλου μοσχεύματος”, απάντησε με μια χειρονομία αδυναμίας.

Λίγες μέρες μετά, αφού έλαβαν τις πρέπουσες οδηγίες απ τους γιατρούς, επέστρεψαν σπίτι. Κάθε δεκαπέντε μέρες είχαν την υποχρέωση να επισκέπτονται το νοσοκομείο για να παρακολουθούν οι θεράποντες την πορεία του παιδιού Η Μαρία προσέλαβε δυο αποκλειστικές νοσοκόμες για να βρίσκονται δίπλα στον Φίλιππο 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Έδωσε σαφείς εντολές στην Βαγγελιώ, να μην πλησιάζει το παιδί με δακρυσμένα μάτια ή περίλυπο ύφος. Χαμογελαστή και ευδιάθετη έπρεπε να δείχνει όσο κι αν αυτό ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο. 

 Στο μυαλό της Μαρίας από τη στιγμή που γύρισαν από το νοσοκομείο, κυριαρχούσε μόνο μια σκέψη. Με ποιο τρόπο θα κατάφερνε να εξασφαλίσει μόσχευμα για το βλαστάρι της. Οι κανονικές διαδικασίες συνήθως αργούσαν πολύ και δεν είχε σκοπό να το διακινδυνεύσει ακολουθώντας αυτό το δρόμο. Αποφάσισε να απευθυνθεί στο Μάρκο. Αυτός με τις γνωριμίες του στον υπόκοσμο μπορούσε να βοηθήσει. Του τηλεφώνησε και την ίδια μέρα τον επισκέφτηκε στο γραφείο του. Την άκουσε προσεκτικά αλλά το ύφος του φανέρωνε πως δεν συμφωνούσε. 

 “Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα Μαρία! Κάποιες παρανομίες μπορεί να κάνουμε, όμως δεν είμαστε εγκληματίες!” 

 “Άλλη πληροφόρηση έχω.”, του απάντησε προκλητικά. “Κάποτε σε έσωσα, τώρα πρέπει να το ανταποδώσεις!” 

 Ο Μάρκος απόμεινε σκεφτικός για λίγο. Αν πραγματικά αυτή τον είχε προειδοποιήσει τότε για το καρτέρι που του είχαν στήσει, της το χρωστούσε. Εξάλλου τι θα σήμαινε γι αυτόν ένας φόνος ακόμη; Τα λεφτά ήταν πολλά και δεν θα άφηνε την ευκαιρία. 

 ”Δεν υπόσχομαι τίποτα”, της είπε στο τέλος. “Καταλαβαίνεις πως δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων δώσε μου αντίγραφα των εξετάσεων να δω τι μπορώ να κάνω” 

 “Μόνο βιάσου!”, τον παρακάλεσε. “Και θα έχεις όσα χρήματα θέλεις!” 

 Έφυγε από τον Μάρκο με μια μικρή ελπίδα να δίνει τη θέση της στην απελπισία. Από τα λίγα που ήξερε πάνω στο θέμα, υπάρχουν ολόκληρα κυκλώματα που εμπορεύονται ανθρώπινα όργανα, κυρίως σε φτωχές χώρες της Αφρικής. Δεν την ένοιαζε αν πέθαιναν χιλιάδες παιδιά, αρκεί να ζούσε το δικό της!

Στο σπίτι η Βαγγελιώ έπαιζε το θέατρο που της έταξε η μοίρα. Ώρες στο δωμάτιο της έκλαιγε και προσευχόταν για το θαύμα, και ύστερα φορούσε ένα πλατύ χαμόγελο και έκανε παρέα στο εγγόνι της, που έδειχνε να καταλαβαίνει την τραγικότητα της κατάστασης, αν και όλοι προσπαθούσαν να του κρύψουν την τρομερή αλήθεια. Σε μια από αυτές τις στιγμές ο Φίλιππος την ρώτησε κάτι που την ξάφνιασε.

“Γιατί δεν μου μιλήσατε ούτε εσύ ούτε η μαμά ποτέ, για το Θεό;” 

 Η Βαγγελιώ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Αν του έλεγε πως αυτή ήταν η επιλογή της κόρης της, θα τον έστρεφε εναντίον της. Από την άλλη και η ίδια δεν είχε δείξει κανένα ζήλο στο να τον οδηγήσει στην εκκλησία. Από τον καιρό που είχε έρθει στην Αθήνα, ο Θεός σαν να μίκρυνε μέσα της. Μόνο στην αρχή ακολουθούσε την παράδοση. Με την πάροδο του χρόνου άλλαξε τόσο που μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα άναβε κανένα κερί. Κι αν προσευχόταν που και που, το έκανε σε στιγμές απελπισίας, και δίχως να πολυπιστεύει πως την ακούει κανείς! 

 “Μα στο σχολείο δεν κάνετε θρησκευτικά;”, προσπάθησε να δικαιολογηθεί. “Εκεί δεν σας μιλούν για τον Θεό;” 

 “Αλήθεια γιαγιά, πιστεύεις πως δίνει κανείς σημασία τι λέει ο δάσκαλος εκείνη την ώρα; Πιο πολύ σαν κενή ώρα την αντιμετωπίζουμε! Ξέρεις πως ακόμα και την ιστορία του Χριστού, μόνος μου την ανακάλυψα;” 

 Η Βαγγελιώ κατέβασε ντροπιασμένη το κεφάλι. Τι να απαντήσεις στην εύλογη αιτίαση του παιδιού; Να του παραθέσεις τις ανούσιες φιλοσοφίες της Μαρίας, πως πρέπει να μεγαλώσει πρώτα και ύστερα να κρίνει και να αποφασίσει μόνος του; Ο μικρός περίμενε μάταια μιαν απάντηση. Είδε τον δισταγμό της γιαγιάς και αποφάσισε να της μιλήσει ανοικτά. “Τον είδα και μου μίλησε!”, είπε με τα ματάκια του να φωτίζονται. “Είναι τόσο καλός και τόσο πονεμένος!” 

 Ο φόβος μπήκε για τα καλά στην ψυχή της. Τι είδους εμπειρία μπορεί να έχει ένα παιδί που κανείς δεν το καθοδήγησε, από τον Θεό; 

 “Ναι”, κατάφερε τελικά να του πει. ”Είναι πραγματικά καλός. Πολύ καλός!”, και βγήκε βιαστικά για να κρύψει την ταραχή και τα δάκρυα της.


Τα καλά νέα που ήλπιζαν, δεν ήρθαν μετά την πρώτη επίσκεψη στο παίδων. Αντίθετα, η πορεία της υγείας του Φίλιππου έβαινε διαρκώς επιδεινούμενη, σε σημείο να έχει καταστραφεί ένα μέρος της πληγωμένης του καρδιάς. Το μοιραίο ερχόταν μέρα με την ημέρα όλο και πιο κοντά και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να αναστρέψει την κατάσταση. Τίποτα εκτός του συμβατού δότη, που όμως δεν βρισκόταν. Η πρόταση των γιατρών να μείνει το παιδί στο νοσοκομείο, βρήκε κάθετα αντίθετη τη Μαρία. Τον ήθελε κοντά της και θα πάλευε με νύχια και με δόντια να τον σώσει! Με την επιστροφή σπίτι, πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Μάρκο. 

 “Δώσε μου λίγο χρόνο”, της είπε. “Δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη αυτά!” 

 “Δεν έχω χρόνο”, ούρλιαξε αγριεμένη. “Και το αύριο ακόμα είναι πολύ!” Έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε αναστατωμένη.

Περπάτησε χωρίς λόγο και προορισμό. Κάθε περαστικό που συναντούσε τον έβλεπε σαν εν δυνάμει υποψήφιο δότη. Αν ήξερε ποιος είναι συμβατός με το παιδί, θα τον σκότωνε εκείνη τη στιγμή, χωρίς κανένα δισταγμό! Έκλεισε στη χούφτα το φυλακτό. “Τώρα σε χρειάζομαι πιο πολύ από κάθε άλλη φορά”, σκέφτηκε. “Προστάτεψε το γιο μου όπως προστάτευες τη γρια και μένα μέχρι τώρα!” Στο θολωμένο μυαλό της οι δυνάμεις του φυλακτού είχαν πάρει μυθικές διαστάσεις. Τόσων αιώνων σοφία, δεν μπορεί να έκαναν λάθος. 

 Γύρισε σπίτι αρκετά πιο αισιόδοξη. Η επαφή της με το μαγικό ξόρκι, της αναπτέρωσε την ελπίδα. Όταν σιγουρεύτηκε πως ο μικρός ήρεμος καθόταν μπροστά στον υπολογιστή, και η νοσοκόμα μαζί με τη Βαγγελιώ ήταν κοντά του βλέποντας τηλεόραση, αποφάσισε να πάει στο εργοστάσιο. Με όλα αυτά είχε αφήσει πίσω τις δουλειές, αν και η παρουσία της πια δεν ήταν και τόσο απαραίτητη, πέρα από τις τυπικές διαδικασίες. Οι συνεργάτες της ήταν ικανοί και έμπειροι, για να φέρνουν σε πέρας οποιαδήποτε αποστολή.

Η Βαγγελιώ πλησίασε τον Φίλιππο για να ρωτήσει μήπως χρειάζεται κάτι. 

 “Κάτσε λίγο δίπλα μου”, της είπε με σιγανή φωνή. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε. “Βλέπεις;”, την ρώτησε ο μικρός, δείχνοντας της την εικόνα στην οθόνη του υπολογιστή.” Αυτός είναι ο Χριστός! Στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο όμορφος! Αν δεις μια φορά τα μάτια Του, δεν πρόκειται να τα ξεχάσεις ποτέ!” “

Όνειρο θα είδες αγόρι μου”, του είπε η Βαγγελιώ, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη. 

 “Δεν ήταν όνειρο. Ήμουν εκεί!”, της απάντησε με έμφαση. “Και πολύ σύντομα θα ξαναπάω. Με θέλει κοντά Του, μου το είπε!” Τρέμοντας από τον φόβο και την συγκίνηση, προσπάθησε να κρατήσει ίχνος ψυχραιμίας.

 “Θα πας κοντά Του, όμως σε πάρα πολλά χρόνια. Όταν γεράσεις και έχεις πολλά εγγονάκια, τότε όπως όλοι μας, θα πας.” 

 Ο Φίλιππος της χαμογέλασε με συγκατάβαση. Ήξερε την κατάσταση της υγείας του από την πρώτη στιγμή. Το έψαξε στο Ίντερνετ όταν άκουσε μιαν απρόσεκτη νοσοκόμα να αναφέρει την πάθηση του, ενώ νόμιζε πως κοιμόταν. Δεν φοβόταν όμως! Η μεταφυσική του εμπειρία τον γέμιζε προσδοκία να συναντήσει πάλι Εκείνον. 

 “Θέλω να φέρεις τον παπά αύριο”, είπε ξαφνικά και η γιαγιά ένιωσε ανατριχίλα. “Πρέπει να φύγω έτοιμος. Μόνο να μην το μάθει η μαμά, γιατί δεν θα το επιτρέψει!” 

 Κάθε προσπάθεια να κρατηθεί κατέρρευσε με τα τελευταία του λόγια. Ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα, που το διέκοψε μόνο η αυστηρή ματιά της αποκλειστικής νοσοκόμας. Βγήκε παραπατώντας από το δωμάτιο. Δεν είχε δικαίωμα να στερήσει αυτή την επιθυμία του παιδιού, που έμοιαζε από τις τελευταίες του. Φόρεσε το παλτό της και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία, να εκτελέσει την εντολή του.

Το επόμενο πρωί με το που έφυγε η Μαρία, η Βαγγελιώ τηλεφώνησε στον ιερέα, που είχε ειδοποιήσει από βραδύς. Σε λίγη ώρα έφτασε σπίτι και συναντήθηκε με τον Φίλιππο. Άκουσε με προσοχή την εξομολόγηση του, του διάβασε την συγχωρητική ευχή και τον μετάλαβε. Με την εμπειρία τόσων χρόνων στη διακονία των ενοριτών του, διέκρινε το τέλος που πλησίαζε, γι αυτό διάβασε μυστικά και την ευχή προς ετοιμοθάνατο. Εντύπωση μεγάλη του έκανε η γαλήνη στο πρόσωπο του παιδιού. Ούτε σε κατά τεκμήριο αγίους, που έτυχε να συναντήσει, είδε τέτοια ιλαρότητα και εγκαρτέρηση μπροστά στο θάνατο! Τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό του που περιείχε λείψανα αγίων και σηκώθηκε. 

 Ο Μικρός Φίλιππος έπιασε το χέρι του και προσπάθησε να το φιλήσει. Με μια απότομη κίνηση ο ιερέας το τράβηξε και έπιασε το δικό του. 

“Το έλασσον ευλογείται υπό του μείζονος”, του είπε με σεβασμό και του φίλησε το χέρι.

Αργά το απόγευμα η Μαρία συνοδευόμενη από τον Ερρίκο, που δεν εννοούσε να την αφήσει μόνη, επέστρεψαν σπίτι. Από τα βλέμματα της Βαγγελιώς και του Αλέξανδρου κατάλαβαν πως αυτό που φοβόντουσαν ήταν ήδη πολύ κοντά. 

 “Έχω ειδοποιήσει για ασθενοφόρο”, ψέλλισε ο Αλέξανδρος. 

 Η Μαρία έτρεξε με αγωνία στο δωμάτιο. Η νοσοκόμα κρατούσε με στοργή το κεφαλάκι του Φίλιππου, σε μια προσπάθεια να τον βοηθήσει να αναπνεύσει. Έπεσε στα γόνατα και τον αγκάλιασε με στοργή. 

 “Μην κλαις μαμά”, της είπε με μισοσβησμένη φωνή.”Δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυπάσαι!” Και ξαφνικά γύρισε τα ματάκια του προς την πόρτα και όλο του το πρόσωπο φωτίστηκε. “Ήρθες!”,φώναξε με λατρεία.”Το ήξερα πως θα έρθεις!” 

 Το εκτυφλωτικό φως που άστραψε ανάγκασε τη Μαρία να στρέψει το βλέμμα της. Και τότε τα μάτια της ψυχής της άνοιξαν και αναγνώρισε ποιος ήταν ο λευκοντυμένος άντρας που την επισκεπτόταν στις δυσκολίες της! 

 “Μην μου τον πάρεις!”, Τον ικέτεψε. “Μην μου τον πάρεις!” 

 Της χαμογέλασε γλυκά ,άνοιξε τα χέρια Του μια μεγάλη αγκαλιά, και παίρνοντας μαζί Του την τελευταία ανάσα, μαζί με την ψυχή του Φίλιππου, εξαφανίστηκε. 


H νοσοκόμα δακρυσμένη έκλεισε τα ματάκια του Φίλιππου, και ύστερα έτρεξε προς την Μαρία που έπεσε λιπόθυμη. Ο Ερρίκος την πήρε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στο σαλόνι. Από το δωμάτιο ακούγονταν οι σπαρακτικές οιμωγές της Βαγγελιώς και οι λυγμοί του Αλέξανδρου. Η Μαρία έβγαλε μια υστερική κραυγή και σε έξαλλη κατάσταση άρπαξε τη θήκη με το φυλακτό και την τράβηξε με βία. 

 “Καταραμένη μάγισσα! Καταραμένο φυλακτό!”,ούρλιαξε και ανοίγοντας τη θήκη το έβγαλε και το πέταξε στο αναμμένο τζάκι.

Μια απαίσια μυρωδιά απλώθηκε στο χώρο. Τόσο έντονη και ενοχλητική, που ο Ερρίκος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα αν και έξω έπεφτε χιονόνερο και το κρύο ήταν διαπεραστικό. 

 Το τηλεφώνημα του Μάρκου ήταν ότι πιο αταίριαστο αυτή την ώρα. Την πληροφορούσε πως κάτι υπήρχε και ζητούσε διορία λίγων ημερών. 

 “Δεν υπάρχει λόγος πια!'”,του είπε με σβησμένη φωνή, και του ζήτησε να σταματήσει την αναζήτηση. 

 “Έχεις κάτι να σταματάει τον πόνο;”, ρώτησε με παράπονο τον Ερρίκο. 

 “Μακάρι να είχα καρδιά μου!”, της απάντησε βουρκωμένος. “Μόνον ο χρόνος, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος.” Αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον που θα μπορούσε να απαλύνει την οδύνη της. Και ποιος άλλος θα ήταν καταλληλότερος από την παλιά καλή της φίλη; Η χαρά της ηγουμένης με την κλήση της Μαρίας, μετατράπηκε αυτόματα σε θλίψη στο άκουσμα της τρομερής είδησης. Με δυσκολία κατάφερε να αρθρώσει λίγα λόγια παρηγοριάς και υποσχέθηκε σε λίγες ώρες να βρεθεί κοντά της. 

 Όλα τα διαδικαστικά τα ανέλαβε ο Ερρίκος. Κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση. Η ταφόπλακα που σε λίγο θα σκέπαζε το πρόωρα αδικοχαμένο παιδί, είχε ήδη σκεπάσει γονείς και γιαγιά! Ο γιατρός υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου και οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών πήραν το νεκρό παιδί για τις απαραίτητες ετοιμασίες. 

 Μια περίεργη ηρεμία διαγραφόταν στο πρόσωπο της Μαρίας, και όλοι το πρόσεξαν παρ΄όλη την υπερένταση τους. Πέρα από το ξέσπασμα της με το φυλακτό, τίποτα άλλο δεν έδειχνε τον ανυπόφορο πόνο που ήταν φυσικό να αισθάνεται. Το χαμόγελο στα χειλάκια του γιου της, που τόσο έμοιαζε με εκείνο του λευκοντυμένου άντρα, και διατηρήθηκε ακόμη και μετά τον θάνατο του, την είχαν πείσει πως ταξίδεψε σε πολύ καλύτερο κόσμο. Και ήταν εκείνη που έδινε κουράγιο στην καταρρακωμένη Βαγγελιώ και τον Αλέξανδρο, που μόλις και μετά βίας στέκονταν μετά από αρκετά χάπια βαλεριάνας. Ο Ερρίκος την πλησίασε με ένα ποτήρι ουίσκι. 

 “Θα σου κάνει καλό.”, την προέτρεψε. 

 Το ήπιε με μικρές γουλιές και ύστερα σηκώθηκε και ανέβηκε στο δωμάτιο της. Έψαξε την κοσμηματοθήκη για τον Σταυρό της. Κανονικά κάπου εκεί θα έπρεπε να ήταν, όμως δεν τον βρήκε. Άδειασε όλη σχεδόν την ντουλάπα και τελικά Τον ανακάλυψε μέσα σε ένα φάκελο με παλιές φορολογικές δηλώσεις. Της ήταν αδύνατον να θυμηθεί πως Τον καταχώνιασε εκεί, αλλά της αρκούσε που Τον κρατούσε πάλι στα χέρια της! Τον κοίταξε σαν να Τον έβλεπε για πρώτη φορά. Συναισθήματα ξεχασμένα από χρόνια, ξύπνησαν με το άγγιγμα Του! 

 “Πάντα ήσουν εκεί και με περίμενες!” , μονολόγησε φιλώντας τον γλυκά. “Και εγώ η ανόητη..”

Δυο μέρες μετά έγινε η κηδεία. Σύσσωμο το προσωπικό της εταιρίας, οι μαθητές του εκπαιδευτηρίου και αρκετές δεκάδες ακόμη γνωστών και φίλων έδωσαν το παρόν στο τελευταίο ταξίδι του Φίλιππου. Η Ιουλίτη, ούτε δευτερόλεπτο δεν άφησε από την αγκαλιά της τη Μαρία, που τους εξέπληξε όλους με την αξιοπρεπή στάση με την οποία αντιμετώπισε το τραγικό γεγονός. Κάποιοι σχολίασαν αρνητικά αυτή την συμπεριφορά, όχι όμως η ηγουμένη. Αυτή κατάλαβε αμέσως την πνευματική αλλοίωση που είχε υποστεί, και αν και δεν ήξερε τον λόγο, ήταν σίγουρη πως η παλιά καλή της φίλη επέστρεψε στην Αλήθεια, έστω και με τον πιο οδυνηρό τρόπο! 

 Το πρόσωπο του Φίλιππου σε τίποτα δεν θύμιζε νεκρό. Ούτε καν η χαρακτηριστική χλομάδα άλλαζε την εντύπωση. Πολλοί μουρμούριζαν μεταξύ τους πως επρόκειτο για θαυμαστό γεγονός.. Ο επίσκοπος που είπε λίγα λόγια στο τέλος της τελετής, δεν δίστασε να μιλήσει για σημάδια αγιότητας. Το χαμόγελο που ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του νεκρού παιδιού το απεδείκνυε! Μόνο πάνω από τον τάφο λύγισε η Μαρία, και αν δεν την συγκρατούσαν η ηγουμένη και ο Ερρίκος, θα κατέρρεε πάνω στο φέρετρο.

Το βράδυ κανείς από τους τρεις δεν είχε διάθεση να γυρίσει σπίτι. Δεν μπορούσαν να αντέξουν την απουσία. Όλα εκεί θύμιζαν τον Φίλιππο, η αύρα του ήταν διάχυτη σε όλους τους χώρους. Η Βαγγελιώ ακολούθησε τον Αλέξανδρο στο διαμέρισμα του, και Η Μαρία με την Ιουλίτη προτίμησαν την λύση του ξενοδοχείου. Έτσι κι αλλιώς, κανένας δεν επρόκειτο να κοιμηθεί αυτή την νύχτα. Η ηγουμένη επιστράτευσε ότι θυμόταν από τους πατέρες για να παρηγορήσει την φίλη της. Σε πολλά σημεία αυτοσχεδίαζε, για να κάνει πιο κατανοητά όσα θεωρούσε δύσκολα να αφομοιωθούν από την Μαρία. Έδειχνε να προσπαθεί να παρακολουθήσει, όμως η πληγή ήταν πολύ νωπή ακόμη και μάτωνε συνέχεια. 

 “Υπάρχει τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους νεκρούς;”, ρώτησε με αγωνία. 

 “Χάσμα μέγα εστήρικται, μεταξύ υμών και ημών! Έτσι είπε ο Χριστός μας, και έτσι είναι.”, απάντησε η ηγουμένη. “Κάποιες ελάχιστες φορές επιτρέπει ο Κύριος μια τέτοια επαφή, αν είναι προς το συμφέρον της ψυχής. Όμως σε κάθε Θεία Λειτουργία επικοινωνούμε με τους κεκοιμημένους μέσω της Θείας Ευχαριστίας!” 

 “Δεν το αντέχω Καλλιόπη!”, της είπε με συντριβή. ”Φοβάμαι πως τα δικά μου εγκλήματα έφεραν αυτή την τιμωρία του Θεού!” 

 “Αυτό να μην το ξαναπείς!”, την μάλωσε αυστηρά. “Τα δικά μας λάθη πληρώνουμε, δεν μας τιμωρεί ο Θεός. Ο Θεός είναι η απόλυτη Αγάπη! Επιλέγουμε την άρνηση στο θέλημα Του; Ε, τότε ζούμε την κόλαση μας! Εκείνος ποτέ δεν μας απορρίπτει, ότι κι αν έχουμε κάνει, όσο κι αν έχουμε αμαρτήσει. Αρκεί ένα ήμαρτον και μας δέχεται πάλι στην βασιλεία Του, σαν στοργικός Πατέρας!” 

 ”Δηλαδή, υπάρχει ελπίδα να με συγχωρήσει, ακόμη και μετά από όλα όσα έχω κάνει;”, ξαναρώτησε με αμφιβολία η Μαρία.

“Συγχώρεσε τους σταυρωτές του γλυκιά μου! Είναι δυνατόν να μην συγχωρέσει εσένα;” 

“Υπάρχουν τόσα που δεν ξέρεις”, ομολόγησε. “Δεν είναι μόνο ο θάνατος του Αριστείδη!” 

 Η Ιουλίτη έβαλε την παλάμη στο στόμα της Μαρίας, αποτρέποντας την να συνεχίσει. “Όχι τώρα, και όχι σε εμένα!”, της είπε αποφασιστικά. “Ότι έχεις να πεις, πρέπει να τα ακούσει μόνον ο Θεός και ο πνευματικός σου. Όταν αισθανθείς την συντριβή για τις πράξεις σου, και μετανοήσεις θα σε οδηγήσω στον δικό μου. Είναι διακριτικός και φωτισμένος ιερέας”. 

 “Είμαι έτοιμη!”, απάντησε με ζέση. “Θέλω να βγάλω αυτό το βάρος από μέσα μου!” Και με τα λόγια αυτά ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα, που συντάραξε την ηγουμένη. Η μεταστροφή της Μαρίας ήταν ολοφάνερη, όμως δεν ήταν σίγουρη αν αυτό οφειλόταν σε πραγματική μετάνοια, ή ήταν απλώς τύψεις παρόμοιες με του Ιούδα, που τον οδήγησαν στην απόγνωση και την αυτοχειρία. 

 “Θα σου πρότεινα, αν και ξέρω πως είναι πολύ δύσκολο, να έρθεις για λίγες μέρες στο Μοναστήρι.”, της είπε τελικά με δισταγμό.” Εκεί θα βρεις την ηρεμία που σου είναι απαραίτητη και θα συναντήσεις τον γέροντα μου. Εκείνος έχει την εμπειρία και την γνώση να σε καθοδηγήσει. 

 ”Μεθαύριο φεύγουμε μαζί!”, απάντησε με ζήλο. “Να τακτοποιήσω μερικές εκκρεμότητες στην εταιρία, που απαιτούν την παρουσία μου, και ξεκινάμε!” 

 Έμειναν αρκετή ώρα ξάγρυπνες μέχρι που κάποια στιγμή κοντά στο χάραμα τα μάτια της ηγουμένης βάρυναν από την αϋπνία και την ένταση της ημέρας. Άθελα της παραδόθηκε σε έναν λυτρωτικό ύπνο. Έναν ύπνο που κράτησε μόλις μερικά λεπτά, καθώς την ξύπνησε η φωνή της Μαρίας, που φαινόταν να συνομιλεί με κάποιον. Ταραγμένη κοίταξε γύρω της αλλά κανείς δεν υπήρχε στο δωμάτιο εκτός από τις δυο τους! 

 “Ήταν εδώ!”, της εξήγησε με απόκοσμη χροιά η Μαρία. “Όρθιος, γελαστός, ντυμένος στα κατάλευκα! Τον παρακάλεσα να μείνει κοντά μας, όμως μου είπε πως εκεί που βρίσκεται είναι πολύ καλύτερα, και πως ακόμα και αν είχε επιλογή, εκεί θα έμενε!” 

 Αν δεν υπήρχε αυτή η εξαίσια μυρωδιά διάχυτη παντού, ίδια με εκείνη στους Αγίους Αποστόλους, η ηγουμένη θα πίστευε πως ήταν φαντασία του πονεμένου της μυαλού. Τώρα δεν ήξερε τι να πιστέψει! Κι αν ήταν δαιμονικός πειρασμός; Μήπως δεν παρουσιάζεται ο πονηρός ακόμη και σαν άγγελος, όπως βεβαιώνουν οι πατέρες; Προτίμησε να μην δώσει συνέχεια. Απλά της χάιδεψε το κεφάλι και ξεκίνησε να διαβάζει τον όρθρο.

________

Ο υπέργηρος ιερομόναχος άκουσε την ιστορία της Μαρίας με περίσκεψη. Πολλές ψυχές είχαν ακουμπήσει τις ψυχές τους στο πετραχήλι του, στα πενήντα χρόνια που εξομολογούσε. Αυτή όμως η ψυχή δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Τόσο φοβισμένη, τόσο χαμένη στην άβυσσο των παραισθήσεων, τον δυσκόλευε να ξεχωρίσει την αλήθεια από το παραλήρημα. Ήταν αληθινή η μετάνοια της ή μήπως μόνον ο φόβος την οδήγησε κοντά του; Προσευχήθηκε θερμά να πάρει απάντηση από τον Θεό. 

“Δεν είσαι ακόμη έτοιμη για την πραγματική μετάνοια”, κατέληξε τελικά. “Ο χαμός του παιδιού σου σε συγκλόνισε, όμως οι επιρροές του κακού είναι εμφανείς στην ψυχή σου. Κανονικά θα έπρεπε να σου ζητήσω να παραδοθείς στην Αστυνομία. Αυτό θα εξυπηρετούσε την δικαιοσύνη των ανθρώπων, αλλά όχι του Θεού. Θα σου προτείνω λοιπόν αυστηρή νηστεία την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και κάτι ακόμη δυσκολότερο. Να ζητήσεις την συγχώρηση από όσους ανθρώπους έβλαψες και είναι ακόμη εν ζωή. Όσο για τους νεκρούς, σαρανταλείτουργο με μνημόνευση των ονομάτων τους και ελεημοσύνη, σύμφωνα με την οικονομική σου δυνατότητα. Το Μεγάλο Σάββατο σε περιμένω πάλι εδώ, για να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα και να αποφασίσουμε τη συνέχεια!” 

 Η Μαρία σηκώθηκε με βαριά καρδιά. Φανταζόταν πως θα ήταν πολύ πιο εύκολη η συνάντηση. Είχε έρθει αποφασισμένη να αδειάσει την ψυχή της και να πάρει την άφεση των αμαρτιών της, δίχως όρους και προϋποθέσεις! Η νηστεία δεν την τρόμαζε τόσο. Έτσι κι αλλιώς από παιδί ήταν ολιγόφαγη. Αυτό που την φόβιζε ήταν η αντίδραση των ανθρώπων που είχε πληγώσει. Για την Καλλιόπη ήταν σίγουρη πως θα την συγχωρούσε, αν δεν την είχε ήδη. Ο Θανάσης, και η Ευγενία, μάλλον εύκολα θα την συγχωρούσαν κι αυτοί, μετά την οικονομική τους αποκατάσταση. Αλλά τι θα γινόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει τους γονείς του Αριστείδη; Την Βαγγελιώ; Τον παπά Λευτέρη; Τον Γιώργο; Μαύρη απελπισία την τύλιξε. 

Όχι δεν μπορούσε να σταθεί απέναντι τους! Το πιθανότερο ήταν κάποιος από όλους να την καταδώσει στην Αστυνομία, ίσως όχι η Βαγγελιώ αλλά οι άλλοι είχαν κάθε λόγο και το δίκιο με το μέρος τους. Αποδείξεις δεν υπήρχαν αν δεν ομολογούσε η ίδια, όμως δεν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να αντέξει τις ανακρίσεις. Ο φόβος του Θεού που για λίγο άγγιξε την ψυχή της παραμέρισε, και την θέση του πήρε ο τρόμος της φυλακής και της διαπόμπευσης. 

Έφυγε γρήγορα πριν εμφανιστεί η Καλλιόπη και έτρεξε στο αυτοκίνητο. Θα άφηνε πίσω το μοναστήρι, τους παπάδες και τις ενοχές. Τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να απειλήσει τη ζωή της, αν η ίδια δεν έδινε το δικαίωμα! Και δεν είχε σκοπό να το δώσει. Με μεγάλη ταχύτητα πήρε το δρόμο για την Χαλκίδα. Ένα δρόμο δύσκολο γεμάτο απότομες στροφές και ολισθηρό μετά τις χιονοπτώσεις των τελευταίων ημερών. Σε μια στροφή που δεν είχε καλή ορατότητα πετάχτηκε μπροστά της ένα ζώο. Αλεπού, σκύλος; Δεν πρόλαβε να διακρίνει.

Στην προσπάθεια να το αποφύγει, έχασε τον έλεγχο και έπεσε με δύναμη στις προστατευτικές μπάρες. Ευτυχώς άντεξαν οι μπάρες και δεν κατέληξε στο γκρεμό που ανοιγόταν απειλητικός από κάτω. Πονούσε παντού και το αίμα της πότισε το κάθισμα. Με δυσκολία κατάφερε να τηλεφωνήσει στην Καλλιόπη δευτερόλεπτα πριν χάσει τις αισθήσεις της.

Σε λίγη ώρα ασθενοφόρο την μετέφερε στο κέντρο υγείας και από εκεί στο ΚΑΤ, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της. Με σπασίματα σε χέρι και πλευρά, που δεν φαίνονταν ιδιαίτερα σοβαρά, αλλά με βαριά διάσειση που ανησυχούσε τους γιατρούς. Η αξονική έδειξε ένα αιμάτωμα αρκετά εκτεταμένο, το οποίο αποφάσισαν σε πρώτη φάση, να αντιμετωπίσουν συντηρητικά. 


Τρεις μέρες μετά οι εξετάσεις έδειξαν σημαντική βελτίωση και το αιμάτωμα είχε συρρικνωθεί. Όμως η Μαρία δεν έδειχνε σημάδια ανάκαμψης. Τις λίγες ώρες που ήταν ξύπνια μιλούσε ασυνάρτητα και δεν αναγνώριζε κανέναν από όσους την επισκέπτονταν. Ούτε τη Βαγγελιώ, ούτε τον Αλέξανδρο, ούτε τον Ερρίκο. Μόλις μια βδομάδα μετά κατάφερε να μιλήσει κάπως λογικά και να αρχίσει επιτέλους να αντιλαμβάνεται τους γύρω της. 

Τον νεαρό γιατρό που μπήκε στο δωμάτιο, πρώτη φορά τον έβλεπε η Βαγγελιώ, που όλες αυτές τις ημέρες ξαγρυπνούσε στο προσκέφαλο της Μαρίας. Με ένα νεύμα αυτός, χωρίς να πει κουβέντα, έδειξε στη Βαγγελιώ πως έπρεπε να βγει. “Λοιπόν Μαριγώ, πως είμαστε σήμερα;”, την ρώτησε γλυκά. “Δεν είμαι σίγουρη γιατρέ. Σαν μια ομίχλη να έχω στο κεφάλι μου, που με εμποδίζει να θυμηθώ πράγματα”, του απάντησε κουρασμένη. 

 “Όλα θα πάνε καλά!”, την ενθάρρυνε. “Και θα θυμηθείς και θα κάνεις αυτό που πρέπει! Έχεις αναλάβει μια δέσμευση απέναντι στον Θεό. Μην το ξεχάσεις ποτέ!” 

 “Δεν σας έχω ξαναδεί”, του είπε απορημένη. “Είστε καινούργιος εδώ; Και που ξέρετε τόσα για μένα, ακόμη και το όνομα που δεν χρησιμοποιώ πια;” 

 Αντί για απάντηση της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο και ανοίγοντας την μπαλκονόπορτα βγήκε στη μικρή βεράντα. 

 Οι τραπεζοκόμες άρχισαν να μοιράζουν το βραδινό στους ασθενείς, και μια από αυτές έφτασε στο δωμάτιο της Μαρίας. “Είναι μέσα ο γιατρός”, την προειδοποίησε η Βαγγελιώ. Εκείνη την κοίταξε παραξενεμένη. 

 “Ο γιατρός εφημερίας είναι στο γραφείο του, μόλις πριν λίγο τον χαιρέτησα!”

 Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. “Ορίστε κανείς δεν είναι εδώ!”, είπε στην εμβρόντητη Βαγγελιώ. “Μόνο σας παρακαλώ μην αφήνετε ανοικτή την μπαλκονόπορτα. Είναι χειμώνας ακόμη και σέρνονται ιώσεις.” 

 Οι δυο γυναίκες απόμειναν να κοιτάζονται σαν χαμένες, μόλις έφυγε η τραπεζοκόμος. “Που πήγε;”, ρώτησε με τρόμο η Βαγγελιώ.

“Βγήκε στη βεράντα”, της απάντησε το ίδιο τρομαγμένη. “Μετά δεν ξέρω!” 

 Η Βαγγελιώ σταυροκοπήθηκε συγκλονισμένη και η Μαρία την κάλεσε να καθίσει δίπλα της. Αν και εξοικειωμένη με τις μεταφυσικές εμπειρίες, η σημερινή ξεπερνούσε όλες τις προηγούμενες. Αυτή τη φορά υπήρχε και δεύτερος αυτόπτης μάρτυρας. Υπήρχε και η ανοιχτή πόρτα που αποδείκνυε την εξώκοσμη παρουσία. 

 “Πόσες φορές μου έστειλαν μήνυμα οι ουρανοί, και εγώ πέταξα στα σκουπίδια τις προειδοποιήσεις τους!”, μονολόγησε συντετριμμένη, και η Βαγγελιώ την κοίταξε με έκδηλη απορία.

“Συγχώρα με μάνα!”, ξεκίνησε την εξομολόγηση, αποφασισμένη αυτή την φορά να φτάσει ως το τέλος. Ως την κάθαρση! Της αφηγήθηκε όλη την ιστορία χωρίς να κρύψει την παραμικρή λεπτομέρεια. Ούτε στιγμή δεν προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό της, αντίθετα περιέγραψε με ανατριχιαστική ειλικρίνεια όλες τις αποτρόπαιες πράξεις της. Επέμεινε με ιδιαίτερη έμφαση στο άνομο πάθος της για τον πατέρα της και τον τραγικό θάνατο που του επιφύλαξε. Όλη αυτή την ώρα τα μάτια της ήταν διαρκώς δακρυσμένα, όπως και της Βαγγελιώς που δεν την διέκοψε στιγμή. Με το τέλος της διήγησης η Μαρία ξέσπασε σε ένα γοερό κλάμα. Αγκαλιασμένες έκλαψαν και οι δυο για πολύ ώρα. 

 “Συγγνώμη μάνα!”, επανέλαβε η Μαρία με τρεμάμενη φωνή. “Γιατί;”, ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να πει η Βαγγελιώ, έπειτα από αρκετά λεπτά σιωπής., αλλά η Μαρία δεν είχε κάτι να απαντήσει, μόνο την κοίταξε με βλέμμα που φανέρωνε αβάσταχτο πόνο.

 “Μετάνιωσες τώρα, έτσι δεν είναι”, ξαναρώτησε η Βαγγελιώ με ελπίδα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, ενώ τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα. “ 

 ”Θα παραδοθώ στην Αστυνομία”, είπε ξαφνικά κάνοντας την Βαγγελιώ να αναπηδήσει έντρομη. 

“Προς Θεού παιδί μου! Πέρασαν τόσα χρόνια, τι θα ωφελήσει αυτό;” 

 “Θα αποδοθεί δικαιοσύνη μάνα! Θα μάθουν την αλήθεια οι άνθρωποι τους. Λίγο είναι;” 

 “Και θα αλλάξει κάτι κόρη μου; Απλώς θα καταστρέψεις δυο ζωές ακόμη. Τη δική σου και τη δική μου!” 

 “Δεν ξέρω”, μουρμούρισε αποκαμωμένη. “Πραγματικά δεν ξέρω.” 

 Και αλήθεια δεν ήξερε. Η σκέψη να παραδοθεί της φαινόταν η πιο δίκαιη. Έπρεπε να πληρώσει για τα εγκλήματα της, όμως μήπως η ταπείνωση που θα ένοιωθε απέναντι στους ανθρώπους που είχε πικράνει, δεν θα ήταν χειρότερη και από το πιο σκοτεινό μπουντρούμι; Είναι τρομακτικά οδυνηρό να ξεγυμνώσεις την ψυχή σου και να παραδεχτείς τα λάθη και τα κρίματα σου, ενώ κανείς δεν σε αναγκάζει. Εξ άλλου αυτή ήταν και η εντολή του γέροντα, που σίγουρα κάτι παραπάνω ήξερε! Σηκώθηκε αργά και με προσοχή για να κάνει μερικά βήματα στον διάδρομο. Ένα τράβηγμα στο νεύρο του αριστερού ποδιού την ανάγκαζε να κουτσαίνει ελαφρά και να το κινεί με δυσκολία.

Αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Είχε τόσα να σκεφτεί και τόσα να κάνει τις επόμενες μέρες, που αυτό φαινόταν ασήμαντο.

Με την έξοδο της από το νοσοκομείο, τρεις μέρες μετά, πήρε ταξί κατευθείαν για το εργοστάσιο. Το αυτοκίνητο της είχε τα κακά του χάλια και το άφησε στη μάντρα για παλιοσίδερα. Την υποδέχθηκαν όλοι με ενθουσιασμό, κυρίως βέβαια ο Ερρίκος που στάθηκε πραγματικός βράχος όλο αυτό το διάστημα. “Κάλεσε τους μετόχους αύριο για έκτακτο συμβούλιο”, του είπε μετά το καλωσόρισμα. “ Έχω σημαντικές ανακοινώσεις να κάνω!” 

 Ο Ερρίκος προσπάθησε να μάθει περισσότερα, αλλά του το ξέκοψε αμέσως. 

 “Αύριο!”, επέμεινε σταθερά. 

 Έψαξε το τηλέφωνο της Ευγενίας και την κάλεσε. Παραξενεμένη εκείνη την άκουσε να την προσκαλεί στο αυριανό συμβούλιο, μετά από τόσα χρόνια. Αν και διστακτικά, δέχτηκε. Τον Θανάση ήξερε που θα τον έβρισκε. Την είχε ενημερώσει η Καλλιόπη, που της τηλεφωνούσε πάνω από δέκα φορές την ημέρα για να μαθαίνει τα νέα της υγείας της. Απέμεναν τα πιο δύσκολα. Έπρεπε να βρει τους γονείς του Αριστείδη, και ο Αποστόλης δεν μπορούσε να βοηθήσει, καθώς έπασχε από Αλτσχάιμερ πέντε χρόνια τώρα, και ζούσε στον κόσμο του. Ζήτησε το τηλέφωνο από τον ΟΤΕ, ελπίζοντας να είναι στο όνομα κάποιου από τους δύο, όμως δεν βρέθηκε τέτοια καταχώριση. Τηλεφώνησε τελικά σε ένα γραφείο ιδιωτικών ντετέκτιβ, που είχε συνεργαστεί στο παρελθόν, και τους ανέθεσε να τους βρουν. 

 Επόμενη κίνηση της ήταν να καλέσει τον Αλέξανδρο να παρευρίσκεται κι αυτός αύριο. Έγραψε στον υπολογιστή την εισαγωγή που θα έκανε στους μετόχους, αφού την άλλαξε αρκετές φορές. Το τελικό αποτέλεσμα την ικανοποίησε και το εκτύπωσε. Όλα έτοιμα! Από αύριο όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους!

Το επόμενο πρωινό οι μέτοχοι άκουσαν έκπληκτοι τη Μαρία να τους ανακοινώνει τις αποφάσεις της. Κανείς τους δεν περίμενε μια τέτοια εξέλιξη, όσο κι αν αυτή η ξαφνική σύγκλιση τους είχε προϊδεάσει για σημαντικές αλλαγές. Με λίγα λόγια παραχωρούσε τις μετοχές της στον Ερρίκο, κρατώντας για τον εαυτό της ένα είκοσι τοις εκατό, καθιστώντας τον έτσι πλειοψηφικό μέτοχο. Μαζί με το 8% που ήδη κατείχε, έφτανε το 65%. Η πρόταση της να τον εκλέξουν πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο έγινε ομόφωνα αποδεκτή, όπως και η θέση της διευθύντριας πωλήσεων για την Ευγενία. 

Ο Αλέξανδρος ανέλαβε να φέρει σε πέρας όλα τα διαδικαστικά, και η Μαρία αφού τους ευχαρίστησε θερμά για την συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια τους αποχαιρέτησε συγκινημένη. Ο Ερρίκος σε κατάσταση υστερίας προσπάθησε να την κάνει να αλλάξει γνώμη. 

 “Πάντα θα είσαι ο καλύτερος μου φίλος!”, του υποσχέθηκε. “Τίποτα δεν θα αλλάξει στη σχέση μας, εκτός ίσως από την γκρίνια μου, που δεν πιστεύω να σου λείψει!”

Φεύγοντας από το εργοστάσιο η πρώτη της σκέψη ήταν να πάει στο νεκροταφείο. Ο τάφος του Φίλιππου δεν είχε ετοιμαστεί ακόμη. Βρήκε έναν παπά, έκανε τρισάγιο. Και ύστερα κάθισε στον διπλανό τάφο και άρχισε νοερή κουβέντα με το γιο της. Τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της, θάμπωσαν τα γυαλιά ηλίου που φορούσε. 

 Μέσα στην απόλυτη ησυχία του κοιμητηρίου, ο ήχος κλήσης του κινητού, την έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένη. Ήταν από το γραφείο των ντετέκτιβ που την ενημέρωσαν για την έρευνα που τους είχε αναθέσει. Οι γονείς του Αριστείδη, μαζί με την μικρότερη κόρη τους, είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο πριν τρία χρόνια σε τροχαίο στην Μαλακάσα. Κανονικά θα έπρεπε να δεχτεί τα νέα με ανακούφιση, όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο! Αντίθετα μεγάλωσαν οι ενοχές της, γιατί συνέβαλε και η ίδια στο ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης οικογένειας. Με βαριά καρδιά και ακόμη πιο βαρύ βήμα, εξ αιτίας και του προβλήματος στο πόδι, ξεκίνησε για το σπίτι. 


 Μετά από πολλά χρόνια ένιωσε την ανάγκη να προσευχηθεί. Είχε ξεχάσει σχεδόν πως γίνεται, γι αυτό έκλεισε τα μάτια και άρχισε να λέει ότι της ερχόταν στο μυαλό, σαν να συνομιλούσε με έναν καλό της φίλο. Η ηρεμία που ήρθε στην ψυχή της, απέδειξε πως αυτός ήταν ο σωστός τρόπος να προσεγγίσει το Θείο, μετά από τόσο καιρό άρνησης. 

 Κατέβηκε πιο ήρεμη στην κουζίνα και έφτιαξε καφέ. Η Βαγγελιώ έλειπε για κάποια αναγκαία ψώνια. Έφτανε η ώρα που θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον παπά Λευτέρη κι αυτό την γέμιζε φόβο και αγωνία. Όμως όποιο και να ήταν το αποτέλεσμα, ήταν υποχρεωμένη να το δεχτεί. Η ίδια δεν θα συγχωρούσε ποτέ το φονιά του παιδιού της. Δεν ήταν έτοιμη για τέτοιο μεγαλείο ψυχής! Η ελπίδα της ήταν να είναι ο παπάς καλύτερος χριστιανός από αυτήν. Από τότε που έχασε την παπαδιά του πρόπερσι από καρκίνο, είχε καταπέσει πολύ, όπως την ενημέρωσε η μάνα της. Ούτως ή άλλως όλα θα ξεκαθάριζαν αύριο, που θα κατέβαινε στο χωριό..

Όταν το επόμενο μεσημέρι έφτασε στο νησί η πρώτη της κίνηση ήταν να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο. Αν και μετά το ατύχημα φοβόταν αρκετά την οδήγηση, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μετακινείται εκεί. 

 Η Χώρα είχε αλλάξει πολύ από τότε που την εγκατέλειψε, και όχι προς το καλύτερο! Κτίρια αμφιβόλου αισθητικής, αλλοίωναν το χρώμα της, και δεκάδες μαγαζιά τουριστικού ενδιαφέροντος, της έδιναν μεν έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αλλά από την άλλη δεν ταίριαζαν με την Κυκλαδίτικη απλότητα του τοπίου. Απογοητευμένη από την εικόνα δεν έκατσε ούτε για έναν καφέ. 

 Ευτυχώς το χωριό της δεν είχε υποστεί αυτή την αλλοτρίωση! Η εξέλιξη βέβαια είχε φτάσει και εδώ, όμως κρατούσε πολλά από την παραδοσιακή του ταυτότητα. Πέρασε μπροστά από το παλιό καφενεδάκι του Λουκά, που είχε κλείσει πια και ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό.

Αναπόλησε τα χρόνια της παιδικής της αθωότητας, τότε που τίποτα δεν έδειχνε τον τραγικό δρόμο που θα έπαιρνε η ζωή της. Η νοσταλγία μόλις άνοιξε τη σιδερένια αυλόπορτα, μεταβλήθηκε σε ταραχή, όταν αντίκρισε το σημείο που έπεσε νεκρός ο πατέρας της. Για έναν ανεξήγητο λόγο, προσπέρασε χωρίς να πατήσει τις πλάκες που ακούμπησε το άψυχο κορμί του. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο πατρικό της. Όλα σχεδόν όπως τα είχε αφήσει! Τα ίδια κεντημένα μαξιλάρια στον καναπέ, τα παλιομοδίτικα σεμέν παντού, η καράφα με τα ρακοπότηρα στο σερβάν! Ανέβηκε στο δωμάτιο της για να αλλάξει ρούχα και αφού άνοιξε τα παράθυρα για να αεριστεί, ετοιμάστηκε για την μεγάλη στιγμή. Την συνάντηση με τους δαίμονες του παρελθόντος!

Ο παπά Λευτέρης την δέχτηκε με χαρά, αλλά και μεγάλη έκπληξη. Στην αρχή δεν την αναγνώρισε, άλλωστε είχαν περάσει δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που την είδε. Κοριτσάκι έφυγε, εντυπωσιακή γυναίκα επέστρεψε. 

 “Κάθισε κόρη μου!”, της είπε πρόσχαρα. “Θα πιούμε καφεδάκι, έτσι δεν είναι;”, και χωρίς να περιμένει την απάντηση, έβαλε το μπρίκι στη φωτιά. 

 “Λοιπόν τι νέα από την Πρωτεύουσα;”, τη ρώτησε, αφού ακούμπησε τους μισοχυμένους καφέδες- μιας και το αρχόμενο Πάρκισον τον δυσκόλευε να κρατήσει τα φλυτζάνια-.στο τραπέζι. 

 Η Μαρία ήπιε μια γουλιά καφέ και μπήκε στο θέμα χωρίς περιστροφές. Αν το καθυστερούσε και το έφερνε γύρω γύρω, το πιθανότερο ήταν να μετανιώσει και να φύγει τρέχοντας. Τα μάτια του παπά άνοιξαν διάπλατα με τις αποκαλύψεις. Έκλεισε στη χούφτα το κομποσκοίνι του για να πάρει κουράγιο και να κρατήσει όσο ήταν δυνατόν την ψυχραιμία του. Η Μαριγώ, η Μαριγούλα; Το πιο αγαπημένο του παιδί από όλα στο χωριό να του κάνει τέτοιο κακό; Τι της έφταιξαν και τους σκότωσε με τόσο άδικο και βίαιο τρόπο; Σηκώθηκε βαρύς και της έδειξε την πόρτα. Ούτε τα δάκρυα της, ούτε οι η συγγνώμη της μπορούσαν να μαλακώσουν τον πόνο και την οργή που ένιωθε. 

 “Φύγε!”, της είπε ξερά. “Ο Θεός μπορεί να σε συγχωρήσει, εγώ δυστυχώς δεν μπορώ!” 

 “Μη με διώχνεις!”, τον ικέτεψε. “Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με!” 

 Αντί άλλης απάντησης ο παπά Λευτέρης άνοιξε την πόρτα και την περίμενε να βγει. Γύρισε και τον κοίταξε με απόγνωση που έγινε οδύνη, καθώς άκουσε να την κλείνει με βία πίσω της. Με αργά βήματα και κουτσαίνοντας πήρε το μονοπάτι για το λατομείο. Εκεί που άρχισαν όλα, εκεί πήρε την απόφαση να κλείσει τον κύκλο! Η ελπίδα πως είχε δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία, εξανεμίστηκε με τον πιο τραγικό τρόπο. Τώρα η χειρότερη λύση φάνταζε στο ταραγμένο της μυαλό ως η μοναδική. Έφτασε με κόπο επάνω και στάθηκε μπροστά στο πεζούλι από όπου πέταξε στον γκρεμό τον Αριστείδη. Εκεί από το ίδιο σημείο αποφάσισε να γράψει το τέλος της θλιβερής της ύπαρξης. Λίγα δευτερόλεπτα και όλα θα τελείωναν.

Και ύστερα; τι με περιμένει ύστερα;”, αυτή η σκέψη τη βασάνιζε από τη στιγμή που πήρε την απόφαση. “Συχώρα με!, φώναξε κοιτώντας τον ουρανό και κάθισε στο πεζούλι με τα πόδια προς το γκρεμό. Δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί όρθια, ούτε και να κοιτάζει προς τα κάτω. Με μια ματιά αποχαιρέτησε το χωριό που απλωνόταν στο βάθος και έκλεισε τα μάτια. Το μόνο που έμενε ήταν να σπρώξει δυνατά το γερό της χέρι και να βρεθεί στο κενό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε το σταυρό της.΅ Εκείνη τη στιγμή ένα δυνατό τράνταγμα σαν από σεισμό την πέταξε προς τα πίσω και μια λάμψη σαν αστραπή την τύφλωσε. Το σοκ ήταν τόσο δυνατό, που έχασε τις αισθήσεις της.

Οι φωνές του παπά Λευτέρη, που την ακολούθησε ασθμαίνοντας, λίγα λεπτά αφ ότου έφυγε από το σπίτι του, δεν έφτασαν στα αυτιά της Μαρίας. Λίγο η απόσταση που τους χώριζε, λίγο η φουρτούνα στην ψυχή της, εμπόδισαν τις σπαρακτικές του κραυγές, να ακουστούν. Μετανιωμένος από την συμπεριφορά του, που δεν ταίριαζε σε λειτουργό του Υψίστου, έτρεξε- τρόπος του λέγειν- να την προφτάσει, πριν κάνει καμιά τρέλα. Όταν την είδε από μακρυά να παίρνει το μονοπάτι για το λατομείο, σιγουρεύτηκε πως κάτι τέτοιο είχε στο μυαλό της. 

Η αγωνία του να προλάβει το κακό, που έβλεπε να έρχεται με δική του υπαιτιότητα, τον ανάγκασε να αψηφήσει τις προειδοποιήσεις του καρδιολόγου, για την ευαίσθητη καρδιά του. Λαχανιασμένος έφτασε εκεί που βρισκόταν λιπόθυμη η Μαρία. 

 ”Μαριγώ μου!, της φώναξε έντρομος, ανασηκώνοντας το κεφάλι της. “Συγχώρα με τον αμαρτωλό! Δεν ήξερα τι έκανα!” Τα μάτια της Μαρίας τρεμόπαιξαν και το χρώμα άρχισε να επανέρχεται στα μάγουλα της. Ανακουφισμένος ο παπάς έκανε το σταυρό του, δοξάζοντας τον Θεό. Την αγκάλιασε σφικτά και φίλησε το μέτωπο της. 

 ¨Σε ευχαριστώ !”, του είπε μόνο με ξεψυχισμένη φωνή, όταν συνήλθε κάπως. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι, κλαίγοντας για αρκετή ώρα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Όταν σιγά σιγά πήραν το δρόμο της επιστροφής, είχε ήδη σουρουπώσει. 

“Θα πεινάς σίγουρα παιδί μου”, διαπίστωσε ο παπάς. “Θα ετοιμάσω κάτι πρόχειρο να φάμε. Από τότε που έφυγε η παπαδιά, δύσκολα τα καταφέρνω με την κουζίνα!” 

 Του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. 

“Εγώ θα μαγειρέψω πάτερ. Κάτι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια!” 

 Σάββατο της Τυρινής σήμερα και η Μαρία έφτιαξε μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα, αυγά τηγανιτά και μια σαλάτα με τόνο. Έφαγαν και ήπιαν και λίγο κρασί. 

 “Ξέρεις παπά Λευτέρη”, είπε η Μαρία, πίνοντας την τελευταία γουλιά από το κρασί της. “Ο Κύριος με έσωσε σήμερα”, και του διηγήθηκε το τράνταγμα και την λάμψη που απέτρεψε την αυτοκτονία της.

Ο παπάς κούνησε με επιδοκιμασία το κεφάλι. 

 “Θαυμαστά τα έργα Σου!”, μουρμούρισε με δέος. Η Μαρία συνέχισε να του αφηγείται όλες τις μεταφυσικές εμπειρίες που είχε, και εκείνος την άκουγε αποσβολωμένος. 

 “Έχεις την προστασία των ουρανίων δυνάμεων, κόρη μου!”, αποφάνθηκε, όταν η Μαρία τελείωσε. “Δίχως αυτήν θα ήσουν χαμένη. Μόνο πρόσεξε να μην ξαναπροδώσεις την εμπιστοσύνη του Θεού! Αυτή τη φορά δεν θα υπάρχει σωτηρία!” 

 Του το υποσχέθηκε δακρυσμένη και του φίλησε το χέρι.

Το επόμενο πρωινό, πριν ακόμη κτυπήσει η καμπάνα, ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στην εκκλησία, μετά τον παπά, ήταν η Μαρία. Συμμετείχε για πρώτη φορά, έπειτα από τόσα χρόνια στη θεία μυσταγωγία, με πραγματικό ζήλο. Ο Σπύρος ο ψάλτης, γερασμένος πια, δυσκολευόταν πολύ να ψάλλει σωστά και είχε χάσει τον παλιό του οίστρο. Αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε. Ήταν εκεί για τον Θεό, που είχε αγνοήσει τόσο προκλητικά μέχρι λίγες μέρες πριν, και όχι για να ευχαριστήσει τα αυτιά της με καλλιφωνίες. 

 Λιγοστοί οι χωρικοί που παρακολουθούσαν τη Θεία λειτουργία, και η Μαρία αναπόλησε τις εποχές που δυσκολευόσουν να βρεις κάθισμα. Ο κόσμος πια δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον Θεό, και το χωριό δεν αποτελούσε εξαίρεση! Ο Σαράντης, η Αγγελική, η Λεμονιά και η Μαρίνα ήταν οι μόνοι που την πλησίασαν και αντάλλαξαν λίγα λόγια και ένα φιλί. Ένα περίεργο μούδιασμα υπήρχε διάχυτο στο υπόλοιπο εκκλησίασμα. Η φήμη της πάμπλουτης και αδίστακτης τους έκανε να είναι επιφυλακτικοί μαζί της. Δεν τους κατηγορούσε, όλο το δίκιο με το μέρος τους είχαν, και μπορεί να μην το ήξεραν, το γνώριζε όμως πολύ καλά η ίδια! Με το τέλος της ακολουθίας μίλησε για λίγο με τη Μαρίνα στο προαύλιο και ύστερα μπήκε και πάλι στον άδειο ναό. Έβγαλε το μπλοκ επιταγών της και έκοψε μια στο όνομα του παπά Λευτέρη. Τριάντα χιλιάδες Ευρώ το ποσόν, που τον παρακάλεσε να διαθέσει για εργασίες στην εκκλησία και για βοήθεια σε όποιον γνώριζε πως αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Αποχαιρετίστηκαν με μια θερμή αγκαλιά, και την υπόσχεση της πως θα επισκεπτόταν συχνά το χωριό. 

 Λίγο πριν φύγει για Πειραιά, πέρασε από το σπίτι του Αποστόλη. Η κυρία που τον πρόσεχε , μια Μολδαβή μεσόκοπη, παραξενεύτηκε με αυτή την επίσκεψη. Σπάνια κάποιος ερχόταν να τον δει. Δεν την αναγνώρισε, όπως ήταν αναμενόμενο και η Μαρία έφυγε αφού πρώτα έδωσε ένα μεγάλο ποσό στην γυναίκα, για κάποιες δουλειές που έπρεπε επειγόντως να γίνουν στο σπίτι. Με ανάμικτα συναισθήματα πήρε το δρόμο για τη Χώρα. Από τη μια ανακούφιση, γιατί πήρε την πολυπόθητη συγχώρηση από τον παπά Λευτέρη, κι από την άλλη μια στενοχώρια για την ερήμωση του χωριού, που ερχόταν με γεωμετρική πρόοδο.

Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός για θαλάσσια ταξίδια και οι επιβάτες λιγοστοί, έτσι είχε όλη την άνεση να καθίσει αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα του σαλονιού της πρώτης θέσης. Ο πόνος από τα πλευρά της άρχισε να γίνεται έντονος και πήρε δυο παυσίπονα. Κουρασμένη όπως ήταν από το διήμερο έκλεισε τα μάτια και δεν άργησε να την πάρει ο ύπνος. Την ξύπνησαν οι φωνές των μικροπωλητών όταν το πλοίο έπιασε τη Σύρο. Ενοχλημένη προσπάθησε να κοιμηθεί και πάλι, όμως στάθηκε αδύνατο. 

Παράγγειλε ένα φρέντο και άνοιξε ένα περιοδικό που βγήκε παρατημένο στο τραπεζάκι δίπλα της. Το ξεφύλλισε ανόρεχτα, ώσπου το μάτι της έπεσε σε ένα αφιέρωμα του περιοδικού στον Μανταμάδο της Λέσβου. Η εικόνα του Ταξιάρχη της τράβηξε αμέσως την προσοχή. Ποτέ δεν την είχε ξαναδεί και το πρόσωπο που απεικόνιζε της φαινόταν παράξενα γνωστό. 

Αναπήδησε ξαφνιασμένη καθώς συνειδητοποίησε πως έμοιαζε εκπληκτικά με τον νεαρό γιατρό στο ΚΑΤ! Αδιαφορώντας για τα βλέμματα των επιβατών, προσκύνησε με λατρεία τον Αρχάγγελο, τάζοντας στη χάρη Του να επισκεφτεί τον ναό του το συντομότερο. 

 Και αυτό έγινε στα σαράντα του Φίλιππου, στις εικοσιέξι του Μάρτη. Μιας και μεσολαβούσε η αργία του Ευαγγελισμού και η επομένη ήταν Κυριακή, μπόρεσαν να έρθουν και ο Ερρίκος και ο Αλέξανδρος. Το δέος που ένιωσε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα, δεν ήταν κάτι που μπορεί να περιγραφεί με λόγια! “Σε ευχαριστώ!”, ψιθύρισε δακρυσμένη. “Δεν ξέρω γιατί αξίζω την προστασία Σου, εγώ η μεγαλύτερη αμαρτωλή του κόσμου!”

Η επόμενη κίνηση της Μαρίας ήταν να συναντηθεί με τον Γιώργο. Το τελευταίο εμπόδιο στο δρόμο προς τη λύτρωση, αφού το θέμα με τον πρώην άντρα της είχε λυθεί με τον καλύτερο τρόπο. Του προσέφερε μια καλή θέση στην επιχείρηση, την οποία αρνήθηκε γιατί ήταν πολύ ευχαριστημένος με την απασχόληση του στο μοναστήρι. Έτσι κατέθεσε στο λογαριασμό του πενήντα χιλιάδες, που τις δέχτηκε με ευγνωμοσύνη, και όλα έληξαν ομαλά. 

 Με τον Γιώργο τα πράγματα ήταν αρκετά πιο περίπλοκα. Είχε γίνει αιτία να τον απομακρύνει από το παιδικό του όνειρο, και τον είχε καταδικάσει σε μια ζωή μακριά από ότι είχε σχεδιάσει. Η ηγουμένη, που διατηρούσε επαφή μαζί του, την ενημέρωσε πως είχε διοριστεί σε γυμνάσιο του Περάματος, και ταυτόχρονα πρωτοψάλτης σε ενοριακό ναό της περιοχής. Προτίμησε να τον συναντήσει στο σχολείο. Ίσως του δημιουργούσε πρόβλημα αν την έβλεπε ξαφνικά μπροστά του στην εκκλησία. 

 Την δέχτηκε με καλοσύνη και κατανόηση. Δεν υπήρχε τίποτα να της συγχωρήσει, όπως της είπε, έφταιξε και ο ίδιος τουλάχιστον όσο και εκείνη. Τον αγκάλιασε συγκινημένη και πήραν μαζί την απόφαση να συναντιόνται πιο συχνά!


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

4 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2009

Χαράματα την ξύπνησε το κλάμα της μικρούλας Αρετής. Ευτυχώς γιατί είχε πολλά να προλάβει πριν το ταξίδι. Σηκώθηκε γρήγορα για να μην ξυπνήσει ο Γιώργος που κοιμόταν ακόμη, από τη φασαρία. Τάισε το μωρό, του άλλαξε την πάνα και το κράτησε με στοργή. Ήρθε στην ζωή πριν οκτώ μήνες για να ολοκληρώσει την ευτυχία τους, που ξεκίνησε με τον γάμο τους δυο χρόνια πριν. Δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Φίλιππου αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση. 

 Όλο αυτό το διάστημα μετά την πρώτη τους συνάντηση, η σχέση τους διατηρήθηκε πλατωνική, καθώς ο Γιώργος έμεινε πιστός στον όρκο αγαμίας που είχε δώσει. 

 Ο γάμος τους δεν είχε τίποτα από την γκλαμουριά του πρώτου με τον Θανάση. Με ένα απλό γρι ταγέρ και λευκό πουκάμισο έφτασε νύφη στο εξωκλήσι στην Βουλιαγμένη, όπου την περίμενε ο Γιώργος και οι καλεσμένοι. Μόνο ο Ερρίκος, που θα γινόταν άλλη μια φορά κουμπάρος, ήταν εκτός του κύκλου των συγγενών, που δεν ξεπερνούσαν τους δέκα. 

 Ύστερα όλα πήραν τον δρόμο τους. Η Μαρία αγόρασε στο χωριό τα διπλανά με τα δικά τους κτήματα και έτσι απέκτησε σύνολο είκοσι στρέμματα Ανέθεσε να της φτιάξουν ένα σπίτι αρκετά ευρύχωρο και λειτουργικό, αλλά χωρίς καμιά υπερβολή. Εντολή της να ακολουθήσουν τις παραδοσιακές μορφές του οικισμού. Έκτισε ακόμη ένα εκκλησάκι προς τιμήν του αποστόλου Φίλιππου, που τα θυρανοίξια τα είχε προγραμματίσει την ημέρα της γιορτής του, στις 14 Νοέμβρη. Ανακαίνισε επίσης το πατρικό της, όπου θα έμενε η Βαγγελιώ με τον Αλέξανδρο, που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν, σαν δυο καλοί φίλοι και τίποτα περισσότερο. Το χωριό θα κουτσομπόλευε, αλλά αυτό δεν τους ένοιαζε καθόλου! Ήταν ευτυχισμένοι μαζί, έστω και χωρίς σαρκική επαφή. 

 Η Μαρία αγόρασε ένα 4χ4 αγροτικό, κράτησε μερικά χρήματα για την αγορά ενός μικρού τρακτέρ και μερικών ζώων, που είχε σκοπό να αποκτήσει, και όλεςτις υπόλοιπες αποταμιεύσεις της τις διέθεσε σε αγαθοεργίες. 

Ο μισθός του Γιώργου, που ήδη είχε πάρει μετάθεση για το Λύκειο του νησιού και τα μερίσματα από τις μετοχές της, έφταναν και περίσσευαν για την καινούργια τους ζωή. Εξ άλλου λίγα πράγματα θα αγόραζαν σε λίγο καιρό. Τα χωράφια και τα ζώα θα τους έδιναν με το παραπάνω ότι χρειαζόντουσαν! 

 Σήμερα θα έφευγαν για πάντα από την Αθήνα! Εκεί στην ομορφιά του απέραντου γαλάζιου, θα αναζητούσαν την ηρεμία που τόσο τους είχε λείψει.

Αφού μάζεψε τα τελευταία μικροπράγματα που θα έπαιρναν μαζί, μιας και τα περισσότερα τα είχαν ήδη στείλει με την μεταφορική, ξύπνησε με ένα φιλί τον Γιώργο. Την ώρα που έπιναν τον καφέ τους, κτύπησε το κινητό της Μαρίας. Ήταν η ηγουμένη που τηλεφώνησε για να τους αποχαιρετίσει. Θα κατέβαινε και η ίδια τον Νοέμβρη μετά από αρκετά χρόνια να δει τους γονείς της και να παραστεί στα θυρανοίξια του εξωκλησιού. 

 “Να προσεύχεσαι για μας!”,της ζήτησε η Μαρία. “Και για τους νεκρούς”, συμπλήρωσε με ένα κόμπο στο λαιμό. 

 Ο Γιώργος φόρτωσε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και ακούμπησε με σεβασμό το κασελάκι με τα οστά του Φίλιππου στο κάθισμα του συνοδηγού. Σε λίγες ώρες θα έπαιρναν τη θέση τους στο μικρό οστεοφυλάκιο δίπλα στο εκκλησάκι. Οι δρόμοι δεν είχαν μεγάλη κίνηση και έτσι σε μισή ώρα έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ήδη τους περίμενε ο Ερρίκος. Ο Γιώργος κατέβηκε για λίγο να αποχαιρετήσει τον καλό τους φίλο και ύστερα μπήκε στο γκαράζ του πλοίου. Η Μαρία με το μωρό στην αγκαλιά χάιδεψε το μάγουλο του Ερρίκου και τον φίλησε γλυκά. 

 “Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα!”, του είπε συγκινημένη. 

 Ο Ερρίκος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. “Στο καλό Μαρία μου!”, της φώναξε με πόνο καθώς απομακρυνόταν.”Να προσέχεις!” 

 Γύρισε βουρκωμένη και τον κοίταξε τρυφερά. 

 “Μαριγώ με λένε καλέ μου φίλε!”, του απάντησε με χαμόγελο. “Μαριγώ!”, και ανέβηκε αργά τις σκάλες του πλοίου. 


ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου