ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ 2


Πρώτο μέρος

Κοίταξε με συμπόνοια τη μάνα. Ούτε σαράντα χρονών κι έμοιαζε τουλάχιστον για εξήντα. Τα δεκαπέντε χρόνια δίπλα στον τύραννο, βάραιναν στους ώμους της, τουλάχιστον διπλάσια. Εξακολουθούσε όμως να είναι όμορφη παρ΄όλα αυτά! Άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε το μάγουλο. Εκείνη χαμογέλασε γλυκά.
-Είσαι καλύτερα σήμερα μωρό μου; τη ρώτησε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Δεν ήθελε να τις φορτώσει κι άλλες στενοχώριες.
 -Μόνο κάνε γρήγορα, μην σ΄αποπάρει πάλι, ο καταραμένος! Μα σαν συλλογίστηκε πως
ξεστόμισε βλαστήμια, σταυροκοπήθηκε φοβισμένη. -Ήμαρτον Κύριε, μουρμούρισε! Κι ύστερα, σαν για ν΄αποδιώξει την κακιά σκέψη. “Να ντυθείς καλά Μαριγώ μου! Ο καιρός είναι κρύος ακόμα”!
Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του κοριτσιού. Της άρεσε να τη φωνάζουν Μαριγώ. Απόσωσε την κούπα με το γάλα και σηκώθηκε. Φίλησε τη μάνα, φόρεσε το μπουφάν της και βγήκε.
-Στο καλό παιδί μου, την κατευόδωσε η Βασίλαινα, η Παναγιά μαζί σου!
Ένα σμάρι σπουργίτια πέταξαν ξαφνιασμένα, καθώς η Μαρία έκλεισε πίσω της τη σιδερένια αυλόπορτα. Ένας υπέροχος ήλιος έλουζε ήδη το χωριό, ντύνοντας το με χρυσαφιές ανταύγειες. Οι ανοιξιάτικες μυρωδιές μεθούσαν το μυαλό και την ψυχή. Η ελληνική φύση μοίραζε και πάλι απλόχερα τις ομορφιές της! Η Μαρία ανάσανε βαθιά. Ο καθαρός αέρας της έκανε καλό. Η πρωινή αδιαθεσία της, είχα σχεδόν υποχωρήσει. Μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, σταυροκοπήθηκε ευλαβικά. Ο παπά-Λευτέρης τη χαιρέτησε χαμογελώντας.      
 -Καλή σου μέρα Μαριγώ! Ο Θεός μαζί σου!
-Καλημέρα πάτερ! Την ευχή σου.
Το παλιό λεωφορείο ήταν ήδη στη μικρή πλατεία, περιμένοντας τα σχολιαρόπαίδια. Κοντοστάθηκε, κι ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό. Τα ζήλευε αυτά τα παιδιά. Φέτος θα πήγαινε στη δευτέρα λυκείου, αν εκείνη η δισκοπάθεια, δεν κρατούσε τη μάνα τρεις μήνες στο κρεβάτι. “Του χρόνου το δίχως άλλο”, συλλογίστηκε, “το δίχως άλλο”!
Χαμένη καθώς ήταν στις σκέψεις της δεν αντιλήφτηκε την Καλλιόπη που την πλησίασε αθόρυβα.
-Μπαμ! Της φώναξε ξαφνικά, κι η Μαρία ίσα που κατάφερε να μην σωριαστεί, από την τρομάρα της. -Θεότρελη, τη μάλωσε, με κατατρόμαξες πρωί πρωί!
Η Καλλιόπη την αγκάλιασε από τους ώμους, σκασμένη στα γέλια.
-Χρειάζεται και καμιά πλακίτσα πότε πότε! Ξυπνάνε τα αίματα βρε αδερφέ! Περπάτησαν μαζί ως το λεωφορείο.
-Τυχερούλα, την πείραξε η Καλλιόπη, νά ξερες από τι μπελάδες  γλίτωσες φέτος! Ζορίστηκαν πολύ τα πράγματα φέτος. Σφίξανε πολύ σου λέω, μην τα συζητάς!
-Μην το λες, τη διέκοψε η Μαρία. Μ΄αρέσει το σχολείο. Δεν ξέρεις πόσο θα ήθελα να ερχόμουν μαζί σας!
-Ωχ καημένη, την αποπήρε η Καλλιόπη, έχουν δίκιο μου φαίνεται, που σε λένε σπασίκλα!
 Χαιρετηθήκανε μ΄ένα φιλί, κι η Μαρία απόμεινε να κοιτάζει το λεωφορείο, ώσπου χάθηκε από τα μάτια της. Αναστέναξε βαθιά, κι ύστερα πήρε αργά το δρόμο για το χωράφι.

 Το καφενεδάκι του Λουκά, απέναντι από την εκκλησία, είναι ακόμα κλειστό. Ο Μανόλης ο Γιαννιός κι ο Αποστόλης ο Δεσύλας, στέκονται όρθιοι μπροστά στην κλειστή πόρτα.
-Τι να έπαθε ρε τούτος, μίλησε πρώτος ο Μανόλης, εφτάμιση η ώρα και να μην έχει ανοίξει ακόμα! -Θα τον βάρεσε η ρακή από ψες το βράδυ, χασκογέλασε ο Αποστόλης, μια κανάτα ήπιε ο αθεόφοβος!
 Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του κι ο Λουκάς ο καφετζής, ξεπρόβαλε από τη γωνία.
-Ίντα έπαθες ρε Λουκά; Σε πλακώσανε μαθές τα σκεπάσματα; του φώναξε ο Αποστόλης.
 -Συμπαθάτε με παιδιά, μάτι δεν έκλεισα όλη τη νύχτα, του απάντησε κουρασμένα και γύρισε βιαστικά ν΄ανοίξει, για να κρύψει τα βουρκωμένα του μάτια.
-Τι συμβαίνει ρε Λουκά, τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Μανόλης και τον άρπαξε απ΄το μπράτσο, κλαις ρε;
-Η κυρά μου παιδιά, ξέσπασε δακρυσμένος, δεν είναι καλά! Κανείς τους δεν μίλησε πια. Ο Αποστόλης άναψε τσιγάρο και φύσηξε ψηλά τον καπνό.
“Κωλοαρρώστια”, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
Κάθισαν απέξω στο τραπεζάκι που τους έβγαλε ο Λουκάς, αμίλητοι, στεγνοί, σαν να κλαίνε δικό τους άνθρωπο. Και σάμπως δεν είναι δικός τους άνθρωπος η κυρα Φωτεινή; Όλο το χωριό, δικό του άνθρωπο τη θεωρεί!
-Κρίμα γαμώτο, κρίμα τη γυναίκα, έσπασε τη σιωπή ο Μανόλης, ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου!
  Γιατί τέτοια αδικία, Θεέ μου; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου