ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ 2
Ο Λουκάς τους έφερε τους καφέδες και κάθισε κοντά τους.
“Κάτι πρέπει να κάνω παιδιά”, τους είπε και τα μάτια του πέταξαν σπίθες,”δεν μπορώ να την αφήσω να λιώνει έτσι , σαν το αγιοκέρι! Θα τα πουλήσω όλα, χωράφια, κτηνά, το μαγαζί, όλα! Θα την πάω στην Αθήνα, στην Αγγλία, στην Αμερική! Δεν μπορώ να την βλέπω έτσι”!
“Έχεις δίκιο Λουκά”, μίλησε μετά από αρκετή ώρα ο Μανόλης, “γυναίκα σου είναι και την πονάς. Μα το ξέρεις δα, ο ξορκισμένος έχει προχωρήσει πολύ και δεν έχει γιατριά πια! Κάνε κουράγιο, που ξέρεις πάλι,
ο Θεός είναι μεγάλος”!
“Ναι μωρέ”, πετάχτηκε κι ο Αποστόλης, “θα τη λυπηθεί δε γίνεται! Αυτή είναι άγιος άνθρωπος”!
Ο Λουκάς σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, θαρρείς σα σε βουβή προσευχή, κι ύστερα σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού
“Εκείνο που με τρώει τούτη την ώρα, είναι που την αφήνω μονάχη όλη μέρα! Δε λέω, ο Θεός να τις έχει καλά τις γειτόνισσες, την προσέχουν όσο μπορούν! Μα κι αυτές έχουν τα σπιτικά τους, τις δουλειές τους”.
Ο Αποστόλης κάτι πήγε να πει, μα το μετάνοιωσε αμέσως.
Τι οφελούνε οι παρηγοριές, σαν δεν έχουν να προσφέρουν καμιά βοήθεια;
Ο Λουκάς σηκώθηκε αργά και μ΄ένα βρεγμένο σφουγγάρι, βάλθηκε να καθαρίζει τα τραπέζια.
“Ώρα καλή σας παλικάρια”, χαιρέτησε ο παπα Λευτέρης τους δυο φίλους και κάθισε στο τραπέζι τους.
“Καλημέρα παπά”, αντιχαιρέτησαν μ΄ένα στόμα.
“Συννεφιασμένους σας βλέπω σήμερα. Ίντα΄χεται”;
“Η κυρά Φωτεινή”, είπε.
“Χειροτέρεψε ε”
“Αστα να πάνε παπά', ξανάπε ο Αποστόλης, “μας αφήνει χρόνους όπου νάναι”!
Ο Μανόλης σηκώθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε.
“Έρχομαι σε δυο λεπτά”, είπε.
“Που πας”, τον ρώτησε ο Αποστόλης.
“Κάτι έχω στο νου μου”, απάντησε και έφυγε βιαστικά.
Ο παπα Λευτέρης χτύπησε τα χέρια του.
“Έρχομαι παπά μου”, του φώναξε ο καφετζής από μέσα, “έτοιμο τον έχω”.
“Ώρες ώρες συλλογιέμαι τι θα απογίνω, αν κούφια η ώρα, πάθω κάτι”, είπε ξαφνικά ο Αποστόλης. “Παιδιά σκυλιά δεν έχω, ένα κουφάρι έρημο είμαι. Ο Θεός να φυλάει”!
“Κανένα δεν αφήνει ο Θεός Αποστόλη”, τον παρατήρησε αυστηρά ο παπάς.
“Ούτε φύλο δεν πέφτει απ΄το δεντρί χωρίς το θέλημά του”!
“Το ξέρω παπά, το ξέρω, μα να όταν βλέπω τέτοια πράγματα”.
“Δοκιμασίες είναι Αποστόλη, μας δοκιμάζει ο Θεός και δεν πρέπει να βαρυγκομούμε”!
Ο Αποστόλης δεν μίλησε άλλο. Δεν είχε όρεξη τούτη την ώρα για θεολογίες και τα τέτοια.
Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της κυράς του.
Την φαντάστηκε στο γάμο τους, ψηλή, όμορφη, με τα κατάμαυρα μαλλιά της χυτά πάνω στους ώμους, πιασμένα με ένα μπουκετάκι λεμονανθούς.
Χαμογελούσε ευτυχισμένη, καθώς στηριγμένη στο μπράτσο του πατέρα της, ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας.
Ένας άγγελος ήταν έτσι ντυμένη στα κάτασπρα. Μα οι άγγελοι δεν είναι φτιαγμένοι για τούτη τη γη, και έτσι στο χρόνο επάνω έφυγε για ν΄ανταμώσει τους άλλους αγγέλους.
Πνευμονία είπαν, σε μια βδομάδα πέταξε.
Τριάντα χρόνια τώρα, νύφη την φέρνει στο μυαλό του.
Γέρασε, άσπρισε, κουράστηκε, μα εκείνη πάντα νυφούλα 22 χρονών!
Δεν ξαναπήγε με γυναίκα. Του προξένεψαν πολλές. Όμορφο παληκάρι ήταν, καλοβαλμένο. Μα εκείνος εκεί πιστός στο όνειρό του. Σαν να μην ήθελε να μαγαρίσει τον άγγελό του!
Ένας βαθύς αναστεναγμός του ξέφυγε, καθώς ξανάρθε στην πραγματικότητα.
“Που ταξίδευες πάλι ευλογημένε”; τον ρώτησε ο παπα Λευτέρης.
“Στους ουρανούς παπά μου”, του είπε και το βλέμμα του είχε κάτι το απόκοσμο. “Στους ουρανούς”!
Ο πολύχρωμος κόκορας με το στητό παράστημα, βάλθηκε να διαλαλεί την κυριαρχία του στο κοτέτσι. Ένα γύρο οι κότες τσιμπούσαν τα καλαμπόκια που τους πετούσε η Βασίλαινα.
“Έλα καυχησιάρη”, τον μάλωσε χαϊδευτικά, “το ξέρουμε δα πως είσαι ο άρχοντας εδώ μέσα”!
Έριξε και τους υπόλοιπους σπόρους, γέμισε νερό τις ποτίστρες και μάζεψε τα αυγά στην ποδιά της.
Καθώς έβγαινε από το κοτέτσι άκουσε τη φωνή του Μανόλη να τη φωνάζει. “Βασίλαινα, που είσαι ρε ξαδέρφη”;
“Καλώς τον Μανόλη”, του φώναξε, “κόπιασε μέσα”.
“Δεν ήρθα για επίσκεψη μάτια μου, μα μια ρακή θα την πιω”!
Μπήκαν στο σπίτι και η Βασίλαινα απίθωσε τα αυγά στο τραπέζι. Ύστερα έφερε την κανάτα και τα ρακοπότηρα.
“Ένα ποτηράκι θα το πιω και εγώ ξάδερφε”!
Γέμισε τα ποτήρια.
“Στην υγειά μας”!
“Στις χαρές της Μαριγώς σου”!
Το ήπιαν μονορούφι.
“Μωρέ Βασίλαινα”, αρχίνησε ο Μανόλης, “κάτι θέλω να σου πω, μα μού΄ρχεται δύσκολο”. “Σε καλό σου Μανόλη! Ξένοι είμαστε μαθές”;
Ο Λουκάς τους έφερε τους καφέδες και κάθισε κοντά τους.
“Κάτι πρέπει να κάνω παιδιά”, τους είπε και τα μάτια του πέταξαν σπίθες,”δεν μπορώ να την αφήσω να λιώνει έτσι , σαν το αγιοκέρι! Θα τα πουλήσω όλα, χωράφια, κτηνά, το μαγαζί, όλα! Θα την πάω στην Αθήνα, στην Αγγλία, στην Αμερική! Δεν μπορώ να την βλέπω έτσι”!
“Έχεις δίκιο Λουκά”, μίλησε μετά από αρκετή ώρα ο Μανόλης, “γυναίκα σου είναι και την πονάς. Μα το ξέρεις δα, ο ξορκισμένος έχει προχωρήσει πολύ και δεν έχει γιατριά πια! Κάνε κουράγιο, που ξέρεις πάλι,
ο Θεός είναι μεγάλος”!
“Ναι μωρέ”, πετάχτηκε κι ο Αποστόλης, “θα τη λυπηθεί δε γίνεται! Αυτή είναι άγιος άνθρωπος”!
Ο Λουκάς σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, θαρρείς σα σε βουβή προσευχή, κι ύστερα σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού
“Εκείνο που με τρώει τούτη την ώρα, είναι που την αφήνω μονάχη όλη μέρα! Δε λέω, ο Θεός να τις έχει καλά τις γειτόνισσες, την προσέχουν όσο μπορούν! Μα κι αυτές έχουν τα σπιτικά τους, τις δουλειές τους”.
Ο Αποστόλης κάτι πήγε να πει, μα το μετάνοιωσε αμέσως.
Τι οφελούνε οι παρηγοριές, σαν δεν έχουν να προσφέρουν καμιά βοήθεια;
Ο Λουκάς σηκώθηκε αργά και μ΄ένα βρεγμένο σφουγγάρι, βάλθηκε να καθαρίζει τα τραπέζια.
“Ώρα καλή σας παλικάρια”, χαιρέτησε ο παπα Λευτέρης τους δυο φίλους και κάθισε στο τραπέζι τους.
“Καλημέρα παπά”, αντιχαιρέτησαν μ΄ένα στόμα.
“Συννεφιασμένους σας βλέπω σήμερα. Ίντα΄χεται”;
“Η κυρά Φωτεινή”, είπε.
“Χειροτέρεψε ε”
“Αστα να πάνε παπά', ξανάπε ο Αποστόλης, “μας αφήνει χρόνους όπου νάναι”!
Ο Μανόλης σηκώθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε.
“Έρχομαι σε δυο λεπτά”, είπε.
“Που πας”, τον ρώτησε ο Αποστόλης.
“Κάτι έχω στο νου μου”, απάντησε και έφυγε βιαστικά.
Ο παπα Λευτέρης χτύπησε τα χέρια του.
“Έρχομαι παπά μου”, του φώναξε ο καφετζής από μέσα, “έτοιμο τον έχω”.
“Ώρες ώρες συλλογιέμαι τι θα απογίνω, αν κούφια η ώρα, πάθω κάτι”, είπε ξαφνικά ο Αποστόλης. “Παιδιά σκυλιά δεν έχω, ένα κουφάρι έρημο είμαι. Ο Θεός να φυλάει”!
“Κανένα δεν αφήνει ο Θεός Αποστόλη”, τον παρατήρησε αυστηρά ο παπάς.
“Ούτε φύλο δεν πέφτει απ΄το δεντρί χωρίς το θέλημά του”!
“Το ξέρω παπά, το ξέρω, μα να όταν βλέπω τέτοια πράγματα”.
“Δοκιμασίες είναι Αποστόλη, μας δοκιμάζει ο Θεός και δεν πρέπει να βαρυγκομούμε”!
Ο Αποστόλης δεν μίλησε άλλο. Δεν είχε όρεξη τούτη την ώρα για θεολογίες και τα τέτοια.
Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της κυράς του.
Την φαντάστηκε στο γάμο τους, ψηλή, όμορφη, με τα κατάμαυρα μαλλιά της χυτά πάνω στους ώμους, πιασμένα με ένα μπουκετάκι λεμονανθούς.
Χαμογελούσε ευτυχισμένη, καθώς στηριγμένη στο μπράτσο του πατέρα της, ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας.
Ένας άγγελος ήταν έτσι ντυμένη στα κάτασπρα. Μα οι άγγελοι δεν είναι φτιαγμένοι για τούτη τη γη, και έτσι στο χρόνο επάνω έφυγε για ν΄ανταμώσει τους άλλους αγγέλους.
Πνευμονία είπαν, σε μια βδομάδα πέταξε.
Τριάντα χρόνια τώρα, νύφη την φέρνει στο μυαλό του.
Γέρασε, άσπρισε, κουράστηκε, μα εκείνη πάντα νυφούλα 22 χρονών!
Δεν ξαναπήγε με γυναίκα. Του προξένεψαν πολλές. Όμορφο παληκάρι ήταν, καλοβαλμένο. Μα εκείνος εκεί πιστός στο όνειρό του. Σαν να μην ήθελε να μαγαρίσει τον άγγελό του!
Ένας βαθύς αναστεναγμός του ξέφυγε, καθώς ξανάρθε στην πραγματικότητα.
“Που ταξίδευες πάλι ευλογημένε”; τον ρώτησε ο παπα Λευτέρης.
“Στους ουρανούς παπά μου”, του είπε και το βλέμμα του είχε κάτι το απόκοσμο. “Στους ουρανούς”!
Ο πολύχρωμος κόκορας με το στητό παράστημα, βάλθηκε να διαλαλεί την κυριαρχία του στο κοτέτσι. Ένα γύρο οι κότες τσιμπούσαν τα καλαμπόκια που τους πετούσε η Βασίλαινα.
“Έλα καυχησιάρη”, τον μάλωσε χαϊδευτικά, “το ξέρουμε δα πως είσαι ο άρχοντας εδώ μέσα”!
Έριξε και τους υπόλοιπους σπόρους, γέμισε νερό τις ποτίστρες και μάζεψε τα αυγά στην ποδιά της.
Καθώς έβγαινε από το κοτέτσι άκουσε τη φωνή του Μανόλη να τη φωνάζει. “Βασίλαινα, που είσαι ρε ξαδέρφη”;
“Καλώς τον Μανόλη”, του φώναξε, “κόπιασε μέσα”.
“Δεν ήρθα για επίσκεψη μάτια μου, μα μια ρακή θα την πιω”!
Μπήκαν στο σπίτι και η Βασίλαινα απίθωσε τα αυγά στο τραπέζι. Ύστερα έφερε την κανάτα και τα ρακοπότηρα.
“Ένα ποτηράκι θα το πιω και εγώ ξάδερφε”!
Γέμισε τα ποτήρια.
“Στην υγειά μας”!
“Στις χαρές της Μαριγώς σου”!
Το ήπιαν μονορούφι.
“Μωρέ Βασίλαινα”, αρχίνησε ο Μανόλης, “κάτι θέλω να σου πω, μα μού΄ρχεται δύσκολο”. “Σε καλό σου Μανόλη! Ξένοι είμαστε μαθές”;
Ξαναγέμισε το ποτήρι του και άναψε τσιγάρο, σαν να ήθελε να κερδίσει χρόνο.
“Είσαι καλός άνθρωπος ξαδέρφη, πονόψυχη, θα καταλάβεις”. Στριφογύρισε στην καρέκλα του, τίναξε τη στάχτη στο τασάκι. Δίστασε, εν τέλει το πήρε απόφαση.
“Η κυρά Φωτεινή”, είπε, “είναι χάλια”!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου