Τρίτο μέρος
“Το ξέρω.
Χτες το απόγευμα πήγα. Ένα κουρέλι
απόμεινε η κακομοίρα”! “Κάτι πρέπει
να κάνουμε ξαδέρφη, Τούτες τις στερνές
ώρες να μη μένει μονάχη”. “Έχεις δίκιο Μανόλη, μα
ποιος να συντρέξει; Άντε μιαν ώρα να
πας, δύο, ύστερα”; “Αυτό θέλω να σου πω. Εσείς
γυναίκες είσαστε, όλα από τα χέρια σας
περνάνε, δεν έχετε χρόνο. Εμείς πάλι
άχρηστοι μέσα στο σπίτι! Τι να προσφέρουμε
στην έρημη; Γιαυτό κάτι σκέφτηκα,
να με συμπαθάς δεν είναι κι εύκολο”.
να με συμπαθάς δεν είναι κι εύκολο”.
“Πες το Μανόλη
κι αν βοηθάει να το κάνουμε. Ψυχικό
είναι, να βοηθήσουμε”!
“ Η Μαριγώ”, είπε ξερά
ο Μανόλης και σταμάτησε για να δει τις
αντιδράσεις
Σάλεψε στην
καρέκλα η Βασίλαινα.
”Η Μαριγώ”, επανέλαβε σαν αντίλαλος.
“ Ναι κυρά
μου”, την ενθάρρυνε, Δεν πάει σχολείο
φέτος. Άξια είναι, συντρέχτρα, θα τα
καταφέρει! Κι ύστερα ο μπαρμπα Λουκάς
τον έχει τον τρόπο του, δεν θα την αφήσει
έτσι”!
“Αυτό να μην
το ξαναπείς”, τον αποπήρε οργισμένη,
“αν είναι να βοηθήσουμε δεν θα το κάνουμε
για τους παράδες”
-------------------------------------------
Ο ήλιος είχε
ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Ένας
καθάριος ανοιξιάτικος ήλιος, που έλουζε
με φως και χρώματα, το όμορφο κυκλαδονήσι.
Η Μαριγώ κουβαλούσε
με τον κουβά νερό από τη στέρνα και
γέμιζε τις ποτίστρες των ζώων. Οι αγελάδες
ανέμελες βοσκούσαν το φρέσκο χορτάρι.
Ένα μικρό μοσχαράκι χοροπηδούσε δίπλα
στη μητέρα του. Ήταν μόλις δέκα ημερών!
Η Μαριγώ του χάιδεψε το λαιμό. Πιο πέρα,
στην άκρη του χωραφιού,ο Βασίλης, γυμνός
από τη μέση και πάνω, έσκαβε με την αξίνα.
Στάλες ιδρώτα λαμπύριζαν πάνω στο
καλοφτιαγμένο του κορμί. Η Μαριγώ
απόμεινε να τον κοιτάζει με θαυμασμό.
Τέτοιο φανταζόταν τον άντρα που
θα έπαιρνε. Λεβέντη, με στιβαρά μπράτσα
και πλάτες αντρίκειες, δυνατές, να μη
λυγίζουν στα βάρητα! Πήρε την κανάτα με
το νερό και τον πλησίασε.
“Διψάς”;
Εκείνος
παράτησε την αξίνα καταγής, πήρε την
κανάτα από τα χέρια της και ήπιε αχόρταγα.
Άμα ξεδίψασε, έριξε στις χούφτες και
έπλυνε το πρόσωπό του.
“Κάτσε
να ανασάνουμε μια στάλα”.
Κάθισαν κάτω από τη γέρικη
ελιά.
Η
Μαριγώ έβγαλε την πετσέτα με το
προσφάι.Έφαγαν αμίλητοι.
“Αύριο λέω να
κατέβω στη Χώρα”, είπε ξαφνικά, “έχω
κάτι δουλειές στο συνεταιρισμό. Θες να
έρθεις μαζί μου”;
“Τι σόι
άνθρωπος είναι”, συλλογίστηκε η Μαριγώ,
διάβολος είναι μα ώρες ώρες μεταμορφώνεται
σε άγγελο”. Ποτέ δεν την κανάκεψε σαν
πατέρας, ποτέ δεν την φώναξε με το όνομά
της και καλή κουβέντα δύσκολα βγαίνει
από το στόμα του. Ήθελε να τον αγκαλιάσει,
να κλάψει στο στήθος του, να τον μαλακώσει!
Να γίνει, έστω και τώρα ο πατέρας , που
τόσο της έλειψε όλα αυτά τα χρόνια.
“Γιατί με αποφεύγεις”, της
είπε με φωνή που δύσκολα καταλάβαινες
αν έκρυβε παράπονο ή οργή.
Φοβήθηκε πως θα ξαναγίνει ο αγριάνθρωπος
που γνώριζε.
“Δεν σ΄αποφεύγω”,
είπε μόνο.
“Με αποφεύγεις!
Ώρες ώρες θαρρώ πως με μισείς κι
όλας!Γιατί; Σκοτώνομαι όλη μέρα για να
μην σου λείψει τίποτα”!
“Όχι δεν σε μισώ”, θέλησε να του
φωνάξει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
“Θέλω να σ΄αγαπήσω, μα δεν μου δίνεις
την ευκαιρία”!
Άπλωσε το
χέρι να την αγκαλιάσει, μα η Μαριγώ
τραβήχτηκε ξαφνιασμένη. Συννέφιασε,
αγρίεψε το μάτι του! Του ήρθε να την
αρπάξει απ΄το μαλλί και να της αστράψει
δυο χαστούκια.Τελικά έδωσε τόπο στην
οργή. Σηκώθηκε και πήρε πάλι την αξίνα.
Άρχισε να κτυπά το χώμα δυνατά, με μανία,
σάμπως αυτό να έφταιγε για το φέρσιμο
της μικρής. Το μυαλό του θολό ακόμα από
την οργή, δεν μπορούσε να χωρέσει την
συμπεριφορά της!“Γιατί να μου φέρεται
έτσι, διάολε! Πατέρας της είμαι! Κι αν
πω και μια κουβέντα παραπάνω, τι”;
Συλλογίστηκε απορημένος.
Έφερε στο
νου του τον καιρό που ήταν μικρή. Ποτέ
δεν έκρυψε πως προτιμούσε αγόρι. Άλλο
πράγμα ο γιος έλεγε, αλλά το πήρε απόφαση.
Αυτά τα κανονίζει ο Μεγαλοδύναμος!
Προσπάθησαν να κάνουν κι άλλο παιδί
όμως δεν τα κατάφεραν ώσπου πέρασαν τα
χρόνια και κουράστηκαν να περιμένουν.
Δεν τα έβαλε ποτέ με τη γυναίκα
του. Κακότροπο τον λένε, άγριο, μα άδικο
κανείς δεν βρέθηκε να τον πει. Με τη
μοίρα τα έβαλε ναι, και με τον Θεό πολλές
φορές!”Δεν τα μοιράζει δίκαια”, έλεγε,
“σε άλλους δίνει του Αβραάμ τα καλά και
σε άλλους του Ιώβ τα βάσανα”! Μα τους
ανθρώπους ποτέ δεν τους συνερίστηκε.
Κουβάρι γύριζαν στο μυαλό του οι σκέψεις,
καθώς ο θυμός του λίγο λίγο ημέρευε.
Θυμήθηκε τον καιρό που η Μαριγώ αρχίνησε
τα πρώτα της λογάκια. Ίλη τον φώναζε κι
αυτός καμάρωνε. Έτρεχε να τον αγκαλιάσει
καθώς γυρνούσε το απόγιομα κατάκοπος..απέφευγε
είναι η αλήθεια να παίζει μαζί της και
να της δείχνει την αγάπη του.“Αυτά είναι
γυναικείες δουλειές¨, έλεγε. “Μα αυτό
τι σημαίνει πως δεν την αγαπώ; “Φωτιά
να πέσει να με κάψει”!
Μικρό
παλικαράκι ήταν όταν γεννήθηκε. Μόλις
απολύθηκε από τον στρατό παντρεύτηκε,
και στο χρόνο επάνω την σκάρωσαν.
Εικοσιτεσσάρων χρονών έγινε πατέρας.
Νέος ήταν κι η καρδιά του πετούσε. Ήθελε
κι αυτός να βγει, να γλεντήσει με τους
φίλους, να πιει. Μα έσφιξε την καρδιά
του. Στρίμωξε τις επιθυμίες βαθιά μέσα
του κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά.
Όλοι έχουν να το λένε στο χωριό, πως
είναι ο καλύτερος νοικοκύρης. Λεφτά
πολλά ποτέ δεν απόκτησε, όμως τα πρεπούμενα
πάντα υπήρχαν κι όλο και κάτι έμενε στην
πάντα για δύσκολες ώρες.
Έβγαλε από την
τσέπη το μαντήλι και σκούπισε το μέτωπό
του. Βαριανάσαινε από την προσπάθεια.
Τα χέρια του είχαν μουδιάσει πια. Έμεινε
για λίγο ακουμπισμένος στην αξίνα να
συνεφέρει. Το μάτι του έπεσε στη Μαριγώ.
Ζαλωμένη ένα δεμάτι άχυρα προχωρούσε
παραπατώντας από το βάρος. “Όμορφη
είναι”, συλογίστηκε , “γλυκιά, σπαθάτη,
κι έγινε γυναίκα πια. Όπου να΄ναι θα
βρει το δρόμο της, θα φύγει”.
Τούτη η σκέψη
τον βασάνιζε τελευταία. Τα παλληκάρια
του χωριού, μόλις έβγαζαν τρίχα στο
απανόχειλο έπαιρναν των ομματιών τους!
Άλλος στα καράβια, άλλος στη Χώρα κι
άλλοι, οι πιο πολλοί στην Αθήνα. Δυο τρία
είχαν απομείνει πια εδώ, και τα κορίτσια
πολύ περισσότερα! Δεν ήθελε να τη χάσει.
Η Αθήνα είναι μακρυά και είναι άσχημη,
τσιμεντένια, βαριά δίχως ήλιο. Όχι δεν
θα την άφηνε να φύγει!
“Εδώ θα
μείνουμε”, πείσμωσε, “θα βγάλουμε ρίζες
σε τούτα τα χώματα”! Πήρε κουράγιο από
τις ίδιες του τις σκέψεις. Έβγαλε τα
τσιγάρα του και άναψε ένα. Δεν κάπνιζε
πολύ, όμως τρία-τέσσερα την ημέρα τα
αποζητούσε.
Η Μαριγώ ένοιωσε το βλέμμα
του πάνω της. Παράτησε το δεμάτι μπροστά
στο στάβλο και γύρισε προς το μέρος του.
”Τελείωσες”; τη
ρώτησε.
Κούνησε
καταφατικά το κεφάλι.
“Τότε τράβα”, της είπε ήρεμα.
Κίνησε να
φύγει.
“Που΄σαι”,
της ξαναφώναξε,“Πέρνα κι απ τη γιαγιά,
μην και χρειάζεται τίποτα”.
Πήρε αργά η Μαριγώ
το δρόμο πίσω για το χωριό. Τα μάτια της
πονούσαν από τον ήλιο και τον πυρετό
που ξαναγύριζε. Βαριά ήταν η ψυχή της.
Είχε δεν είχε τον αγρίεψε πάλι!
Δεν ήθελε να γίνει
έτσι., ήθελε να φιλιώσουν, να πάψουν
επιτέλους να τρώγονται σαν τα σκυλιά!
“Ποιος δαίμονας μπαίνει πάντα ανάμεσα
μας την τελευταία στιγμή”; αναρωτήθηκε
με θλίψη. Πόσο όμορφη θα γινόταν η ζωή
τους, αν μπορούσαν να πλησιάσουν ο ένας
τον άλλο! Η ζωή στο χωριό, της αρέσει και
δεν θα την άλλαζε με τίποτα! Δυο φορές
που κατέβηκε στην Αθήνα, δεν έβλεπε την
ώρα να γυρίσει πίσω. Της άρεσε να παίρνει
τα μονοπάτια και να χάνεται στα χωράφια
με τις παπαρούνες και τα θυμάρια. Να
μυρίζει το χώμα μετά από τη φθινοπωριάτικη
μπόρα. Να κάθεται με τις ώρες μπροστά
στο τζάκι και να κοιτάζει σαν υπνωτισμένη
τα ξύλα να τριζοβολάνε, τις κρύες
χειμωνιάτικες νύχτες. Όλα όσα μαγεύουν
τα κορίτσια της ηλικίας της, την αφήνουν
παγερά αδιάφορη. Στη Χώρα, εκτός από τις
ώρες του σχολείου, σπάνια κατεβαίνει.
Ακόμα κι ο έρωτας φαντάζει γι΄αυτήν σαν
κάτι το πολύ μακρινό. Αισθάνεται αμήχανα,
όταν ακούει την Καλλιόπη να της αραδιάζει
όλες αυτές τις ιστορίες για τα αγόρια
που ερωτεύεται. Και ερωτεύεται πολύ
συχνά, είναι η αλήθεια! Όχι πως δεν θα
ήθελε να γνωρίσει ένα αγόρι που να της
αρέσει. Να κάνουν παρέα, να το αγαπήσει!
Μα τέτοιο αγόρι μέχρι σήμερα δεν έτυχε
να συναντήσει.
Της άρεσαν και τα γράμματα,
όχι πως ήθελε να σπουδάσει, μόνο να
τελειώσει το λύκειο. Ο κοινοτάρχης ο
κυρ Παύλος, της το έχει τάξει να την
κάνει γραμματέα της κοινότητας, κι αυτή
η θέση απαιτεί απολυτήριο λυκείου.
Είχε πια φτάσει
στα πρώτα σπίτια του χωριού. Το μικρό
σπιτάκι της γιαγιάς, χωμένο μέσα στις
μπουκαμβίλιες, έμοιαζε να έχει βγει
λες, από τα παραμύθια που της έλεγε, όταν
την ντάντευε στα γόνατά της.
Καθόταν στην βεράντα και κεντούσε.
Χρόνια ολόκληρα τη θυμάται με ένα
βελονάκι στο χέρι. Πάντοτε απορούσε τι
έκανε όλα αυτά τα κεντήματα! Την είδε
και το πρόσωπό της έλαμψε. “Καλώς την
κοπελιά μου”! την χαιρέτησε, “Κόπιασε”!
Έπεσε στην
αγκαλιά της και τη φίλησε γλυκά.
Μοσχομύριζε σαπούνι και κολόνια λεμόνι.
“Τι κάνεις γιαγιά”; τη ρώτησε, “πως τα
περνάς”;
“Δόξα νά΄χει ο
Θεός παιδί μου! Καλά είμαι, μόνο τούτο
το ρημάδι το πόδι μου με σφάζει, κάθε
που αλλάζει ο καιρός”!
Είχε μιαν
αναπηρία στο δεξί της πόδι. Ένα παλιό
σπάσιμο όταν ήταν ακόμα παιδούλα, της
άφησε το κουσούρι. Γιατρός δεν υπήρχε
στο χωριό, μια πρακτική την γιατροπόρεψε.
Στραβόπιασε το σπάσιμο κι έμεινε έτσι.
Σηκώθηκε
αργά και κούτσα κούτσα κίνησε για την
κουζίνα.
“Κάτσε να σε φιλέψω λεμονάδα”, της
είπε, “Σου αρέσει ακόμα, έτσι δεν είναι”;
“Μην κουράζεσαι
για μένα γιαγιά. Βάζω και μόνη μου”!
“Σε καλό σου κόρη μου!
Δεν είμαι και ντιπ άχρηστη ακόμα”, της
είπε χαμογελώντας.
Έφερε τη λεμονάδα. Φρέσκια,
σπιτική.
“Στην υγειά
σου γιαγιά”!
“Στις χαρές σου Μαριγώ μου”!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου