Ήπιε το
κέρασμα μονορούφι. Δρόσεψε το κορμί της
που έκαιγε από τον πυρετό.
“Λοιπόν γιαγιά, τι νέα”;
“Όπως τα ξέρεις καλή μου. Πορεύομαι και
πάω. Δεν έχω παράπονο! Εσείς τι κάνετε;
Η μαμά”; “Καλά είναι”.
“Την έχασα¨,
παραπονέθηκε, “έχω να τη δω δυο βδομάδες
τώρα. Στην εκκλησιά ανταμωθήκαμε
τελευταία φορά”.
“Μην την
παρεξηγείς”, τη
δικαιολόγησε η Μαριγώ, “Κι αυτή με το ζόρι στέκει από τη μέση της”! “Ας είναι καλά κι ας μην τη βλέπω. Για τον Βασίλη δεν ρωτώ, τον βλέπω που περνά πρώι- μεσημέρι¨.
δικαιολόγησε η Μαριγώ, “Κι αυτή με το ζόρι στέκει από τη μέση της”! “Ας είναι καλά κι ας μην τη βλέπω. Για τον Βασίλη δεν ρωτώ, τον βλέπω που περνά πρώι- μεσημέρι¨.
Ξάφνου εκεί
που μιλούσε, έπεσε το μάτι της στο φάκελο
πάνω στο τραπέζι. “Αχ
κοπέλα μου, μυαλό που τό΄χω!, παραλίγο
να το ξεχάσω”!
Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε
από μέσα ένα γράμμα.
“Από το δικηγόρο τον Ευσταθίου είναι”,
είπε, “αλλά πολύ γραμματιζούμενα τα
γράφει και δε βγάζω νόημα! Ρίξε να χαρείς
και συ μια ματιά”!
Το διάβασε προσεκτικά. Είχε
να κάνει με τα κληρονομικά, που άφησε
κουβάρι πίσω του ο παππούς.Της τα εξήγησε
όσο μπορούσε καλύτερα.
“Μέγας είσαι Κύριε”! απόρησε η γρια,
“Τέσσερα χρόνια πεθαμένος ο μακαρίτης
κι ακόμα δε λένε να βρούνε άκρη”!
Η Μαριγώ
χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι. Τότε
ήταν που είδε με την άκρη του ματιού της
τη φωτογραφία στο πάτωμα. Μια μικρή σαν
αυτή που βάζουν στις ταυτότητες.
Την σήκωσε
χωρίς να το αντιληφθεί η γιαγιά και
γρήγορα την έχωσε στην τσέπη της. Μια
αντρική φυσιογνωμία πρόλαβε να διακρίνει.
Άγνωστος της φάνηκε με την πρώτη βιαστική
ματιά. Βιαζόταν τώρα να φύγει. Ήθελε να
την δει με την ησυχία της.
Να πηγαίνω
και εγώ τώρα”, της είπε διστακτικά, “να
μην είναι μόνη κι η μάνα”!
“Άντε στο
καλό κοπέλα μου και να μη χάνεσαι να σε
χαρώ! Μόνο εσάς έχω στον κόσμο πια”!
Έσκυψε και
τη φίλησε.
“Θα
έρχομαι”, της υποσχέθηκε, “Κάθε μέρα
από δω και πέρα”!
Η γριά έκοψε ένα κλωνί
βασιλικό και της το έδωσε. Την χαιρέτησε
και έφυγε βιαστικά. Πριν ακόμα μακρύνει
δέκα μέτρα, έβγαλε τη φωτογραφία. Ένα
όμορφο παλληκάρι με στολή φαντάρου
απεικόνιζε. Της έκαναν εντύπωση τα μάτια
του. Παρόλο που χαμογελούσε αυτά έδειχναν
μιαν αδιόρατη θλίψη. Από την πίσω μεριά
γραμμένη με στυλό μια ημερομηνία:
4/2/1972. Τίποτα άλλο. Ξανακοίταξε το πρόσωπό
του. Μια περίεργη αίσθηση την κυρίευσε,
ένοιωσε γι΄αυτόν μιαν ανεξήγητη έλξη.
Ποιος ήταν αλήθεια αυτός ο άνθρωπος;
Και τι γύρευε η φωτογραφία του στο
πορτοφόλι της γιαγιάς; Πάντως συγγενής
δεν ήταν. Όλων τις φωτογραφίες τις έχει
δει άπειρες φορές στο άλμπουμ που με
ευλάβεια φυλάει η γιαγιά. Έβαλε πάλι τη
φωτογραφία στην τσέπη. Αποφάσισε να μην
πει τίποτα σε κανέναν. Για να την κρατάει
τόσα χρόνια κρυμμένη η γριά, κάποιο
μεγάλο μυστικό πρέπει να υπάρχει πίσω
της!
Τάχυνε το βήμα της. Πλησίαζε η γιορτή
του Ευαγγελισμού κι έπρεπε να αρχίσουν
το συγύρισμα στο σπίτι. Γιορτάζει η μάνα
εκείνη την ημέρα. Βαγγελιώ την λένε, αν
και κανείς σχεδόν δεν τη φωνάζει μ΄αυτό
το όνομα!
Το καφενεδάκι
του Λουκά, απέναντι από την εκκλησία,
είναι ακόμα κλειστό.
Ο Μανόλης ο Γιαννιός
κι ο Αποστόλης ο Δεσύλας, στέκονται
όρθιοι μπροστά στην κλειστή πόρτα.
“Τι να έπαθε
ρε τούτος”, μίλησε πρώτος ο Μανόλης,
“εφτάμιση η ώρα και να μην έχει ανοίξει
ακόμα”!
“Θα τον βάρεσε η
ρακή από ψες το βράδυ”, χασκογέλασε ο
Αποστόλης, “μια κανάτα ήπιε ο αθεόφοβος”!
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την
κουβέντα του κι ο Λουκάς ο καφετζής,
ξεπρόβαλε από τη γωνία.
“Ίντα έπαθες ρε Λουκά;
Σε πλακώσανε μαθές τα σκεπάσματα”; του
φώναξε ο Αποστόλης.
“Συμπαθάτε με παιδιά, μάτι δεν
έκλεισα όλη τη νύχτα”, του απάντησε
κουρασμένα και γύρισε βιαστικά ν΄ανοίξει,
για να κρύψει τα βουρκωμένα του μάτια.
“Τι συμβαίνει ρε Λουκά”, τον ρώτησε με
πραγματικό ενδιαφέρον ο Μανόλης και
τον άρπαξε απ΄το μπράτσο, “κλαις ρε”;
“Η κυρά μου παιδιά”, ξέσπασε
δακρυσμένος, “δεν είναι καλά”!
Κανείς τους δεν μίλησε πια. Ο
Αποστόλης άναψε τσιγάρο και φύσηξε ψηλά
τον καπνό.“Κωλοαρρώστια”, μουρμούρισε
μέσα από τα δόντια του.
Κάθισαν απέξω
στο τραπεζάκι που τους έβγαλε ο Λουκάς,
αμίλητοι, στεγνοί, σαν να κλαίνε δικό
τους άνθρωπο. Και σάμπως δεν είναι δικός
τους άνθρωπος η κυρα Φωτεινή;
Όλο το
χωριό, δικό του άνθρωπο τη θεωρεί!
“Κρίμα γαμώτο, κρίμα
τη γυναίκα”, έσπασε τη σιωπή ο Μανόλης,
“ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου”!
Γιατί τέτοια αδικία, Θεέ μου!
Ο Λουκάς τους έφερε
τους καφέδες και κάθισε κοντά τους.
“Κάτι πρέπει να κάνω
παιδιά”, τους είπε και τα μάτια του
πέταξαν σπίθες,”δεν μπορώ να την αφήσω
να λιώνει έτσι , σαν το αγιοκέρι! Θα τα
πουλήσω όλα, χωράφια, κτηνά, το μαγαζί,
όλα! Θα την πάω στην Αθήνα, στην Αγγλία,
στην Αμερική! Δεν μπορώ να την βλέπω
έτσι”!
“Έχεις δίκιο Λουκά”, μίλησε μετά από
αρκετή ώρα ο Μανόλης, “γυναίκα σου είναι
και την πονάς. Μα το ξέρεις δα, ο ξορκισμένος
έχει προχωρήσει πολύ και δεν έχει γιατριά
πια! Κάνε κουράγιο, που ξέρεις πάλι, ο
Θεός είναι μεγάλος”!
“Ναι μωρέ”, πετάχτηκε κι ο Αποστόλης,
“θα τη λυπηθεί δε γίνεται! Αυτή είναι
άγιος άνθρωπος”!
Ο Λουκάς σήκωσε τα χέρια
προς τον ουρανό, θαρρείς σα σε βουβή
προσευχή, κι ύστερα σκούπισε τα μάτια
με την ανάστροφη του χεριού
“Εκείνο που με τρώει τούτη
την ώρα, είναι που την αφήνω μονάχη όλη
μέρα! Δε λέω, ο Θεός να τις έχει καλά τις
γειτόνισσες, την προσέχουν όσο μπορούν!
Μα κι αυτές έχουν τα σπιτικά τους, τις
δουλειές τους”.
Ο Αποστόλης κάτι
πήγε να πει, μα το μετάνοιωσε αμέσως.
Τι οφελούνε
οι παρηγοριές, σαν δεν έχουν να προσφέρουν
καμιά βοήθεια;
Ο Λουκάς
σηκώθηκε αργά και μ΄ένα βρεγμένο
σφουγγάρι, βάλθηκε να καθαρίζει τα
τραπέζια.
“Ώρα καλή σας παλικάρια”, χαιρέτησε
ο παπα Λευτέρης τους δυο φίλους και
κάθισε στο τραπέζι τους.
“Καλημέρα παπά”, αντιχαιρέτησαν
μ΄ένα στόμα.
“Συννεφιασμένους σας βλέπω
σήμερα. Ίντα΄χεται”;
“Η κυρά
Φωτεινή”, είπε.
“Χειροτέρεψε ε”
“Αστα να πάνε παπά',
ξανάπε ο Αποστόλης, “μας αφήνει χρόνους
όπου νάναι”!
Ο
Μανόλης σηκώθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να
θυμήθηκε.
“Έρχομαι σε δυο
λεπτά”, είπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου