Αυτή τη φορά ο πόνος στο στομάχι ήταν πιο δυνατός από τους προηγούμενους. Αν και ο γιατρός του τον καθησύχαζε πως είναι παρενέργεια των φαρμάκων για την αποτροπή απόρριψης του μοσχεύματος και σύντομα θα περνούσε, ο Βασίλης φοβόταν τα χειρότερα. Τρεις μήνες μετά τη μεταμόσχευση καρδιάς, εξακολουθούσε να υποφέρει όχι μόνο από τους στομαχόπονους, αλλά και τους τρομακτικούς εφιάλτες. Εφιάλτες που δεν τον επισκέπτονταν μόνο στον ανήσυχο ύπνο του, αλλά πολλές φορές και κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στα σαρανταέξι του πια και
μέχρι τη λιποθυμία του στο μετρό του Αιγάλεω δεν είχε επισκεφτεί γιατρό για οτιδήποτε. Γερός σαν ταύρος, όμως η καρδιά τον πρόδωσε τελικά. Λίγο οι καταχρήσεις, λίγο η οικογενειακή προδιάθεση τον έφεραν τελικά στα πρόθυρα του θανάτου. Η καρδιακή ανεπάρκεια δεν αντιμετωπιζόταν με αγωγή και μόνη λύση πρόβαλε η μεταμόσχευση.Στάθηκε τυχερός που βρέθηκε γρήγορα ο κατάλληλος δότης, αν και δεν ήταν μόνο η τύχη που τον βοήθησε! Με ένα τεράστιο ποσό από την αμύθητη περιουσία που κληρονόμησε από τον εφοπλιστή πατέρα του, παρέκαμψε αρκετούς άλλους υποψήφιους λήπτες.
Ξάπλωσε ανάσκελα στον καναπέ και προσπάθησε να ηρεμήσει. Αυτή η στάση τον βοηθούσε να ξεπεράσει τον πόνο. Τουλάχιστον τις προηγούμενες φορές. Δούλεψε κι αυτή τη φορά έστω και αν πήρε περισσότερη ώρα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια γιατί τον ενοχλούσε το φως του ήλιου που έμπαινε απ το παράθυρο. Όταν τα ξανάνοιξε είδε πάλι μπροστά του τον άγνωστο νεαρό που ερχόταν συχνά στα όνειρα αλλά και στα οράματα του. Ήξερε πως είναι ψευδαίσθηση, όμως δεν έπαυε να τον τρομάζει η παρουσία του. Ειδικά σήμερα που τον είδε να κρατάει στο χέρι ένα ματωμένο μαχαίρι.
Έκανε μια κίνηση με το χέρι σαν να ήθελε να διώξει τη φιγούρα και πραγματικά η μορφή εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως. Όμως το όραμα δεν τελείωσε εκεί. Ξαπλωμένο πάνω στο χαλί του σαλονιού, είδε ένα νεκρό κορίτσι με κομμένο το λαιμό. Δεν θα ήταν πάνω από δώδεκα- δεκατριών χρόνων. Ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε, αλλά του φαινόταν σαν να το γνώριζε από πάντα.
Σηκώθηκε αργά και έφτασε στην κουζίνα να πιει λίγο νερό. Ποτέ πριν δεν είχε τέτοιες εμπειρίες και κορόιδευε άλλους που ισχυρίζονταν πως είχαν. Δεν εκμυστηρεύτηκε σε κανένα τα παράξενα που του συνέβαιναν, ούτε καν στη Δώρα που διατηρούσαν δεσμό δυο χρόνια τώρα. Επίκουρη καθηγήτρια αστροφυσικής και ορθολογίστρια, θα τον έστελνε κατευθείαν για ψυχιατρική εξέταση, αυτός όμως δεν ένιωθε καθόλου τρελός και όλα τα απέδιδε στο μετεγχειρητικό σοκ.
Ένιωσε μια δυσφορία σαν να λιγόστευε ο αέρας στο δωμάτιο και αποφάσισε να βγει στο έξω για να αναπνεύσει πιο άνετα. Ο καιρός ήταν ιδανικός για περπάτημα, ούτε πολύ ζέστη, ούτε κρύο και ο ήλιος κρυβόταν πίσω από αραιά σύννεφα. Προχώρησε αρκετά ώσπου αισθάνθηκε την ανάγκη να ξεκουραστεί λίγο πριν συνεχίσει. Όλα τα παγκάκια της μικρής πλατείας ήταν πιασμένα και έτσι μοιράστηκε το πιο απόμακρο με ένα καλοντυμένο κύριο που μιλούσε στο τηλέφωνο. Θα ήταν πάνω κάτω στην ηλικία του, και αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν η ομοιότητα με τον νεαρό των οραμάτων του. Αν εξαιρέσεις βέβαια τη διαφορά στην ηλικία.
«Μην ανησυχείς», άκουσε τον άγνωστο να απευθύνεται στο συνομιλητή του. « Κανείς δεν μπορεί να συνδέσει τα γεγονότα μεταξύ τους! Όλα είναι υπό έλεγχο!».
Ο Βασίλης γύρισε και τον κοίταξε. Δεν ήταν πια ο άντρας που είδε λίγα δευτερόλεπτα πριν! Στη θέση του καθόταν ο νεαρός που τον στοίχειωνε!
Τον τύλιξε μια ομίχλη και μια έντονη ζάλη σκοτείνιασε τα πάντα γύρω του. Σαν να βρέθηκε ξαφνικά σε μια πολυτελή βίλα όπου ο νεαρός μαζί με κάποιον άλλο που πρώτη φορά έβλεπε, βίαζαν εναλλάξ το κορίτσι που είχε δει σε όραμα λίγες ώρες πριν σφαγμένο. Το κοριτσάκι ούρλιαζε αλλά κανείς δεν μπορούσε να το ακούσει λόγω της μεγάλης απόστασης που χώριζε τη βίλα από τα άλλα κτίσματα. Όταν χόρτασαν τις αρρωστημένες τους ορέξεις πάνω στο άγουρο κορμάκι, ξάπλωσαν ικανοποιημένοι στις πολυθρόνες. Η μικρή τότε έκανε το μοιραίο λάθος! Έτρεξε μισόγυμνη προς την εξώπορτα σε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ τους βασανιστές της. Την πρόλαβαν και ο νεαρός την άρπαξε απ τα μαλλιά και την έσυρε στην κουζίνα. Με μια αστραπιαία κίνηση έκοψε το λαιμό της με ένα κοφτερό μαχαίρι που χρησίμευε για το φιλετάρισμα κρεάτων.
Ο άλλος που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε αμέτοχος, έτρεξε προς τη βεράντα και άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού του αηδιασμένος.
«Τι έκανες ρε μαλάκα!», Ούρλιαξε με οργή ανάμικτη με τρόμο. «Ισόβια θα φάμε με τις μαλακίες σου!».
«Τίποτα δεν θα πάθουμε ρε χέστη! Κανείς δεν ξέρει πως είναι εδώ και κανείς δεν θα υποψιαστεί δυο γόνους αριστοκρατικών οικογενειών. Αρκεί να εξαφανίσουμε το πτώμα και να κρατήσουμε τα στόματα μας κλειστά!».
Ο ήχος του κινητού επανέφερε τον Βασίλη στην στην πραγματικότητα. Ή ίσως και όχι! Η άγνωστη αντρική φωνή τον έκανε να ανατριχιάσει.
«Καλησπέρα σας. Δεν με γνωρίζετε αλλά έχω κάτι φοβερό να σας πω! Η κόρη σας είναι νεκρή! Δολοφόνος της είναι ο Σταύρος Αναγνώστου, γιος του βιομηχάνου ηλεκτρικών συσκευών!». Και του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις σκηνές του οράματος που είχε μόλις πριν!
Του έπεσε το τηλέφωνο από τα χέρια και τότε μόνο συνήλθε πραγματικά. Ο νεαρός είχε φύγει και μάταια τον αναζήτησε στο χώρο της πλατείας. Η καρδιά του κτυπούσε ακανόνιστα μετά το τηλεφώνημα που δεν ήταν σίγουρος αν έγινε αλήθεια ή αν ήταν μέρος του οράματος. Έψαξε το τηλέφωνο και σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν τηλεφώνησε τις τελευταίες τρεις ώρες. Ήταν τόσο μπερδεμένος ώστε δεν ήξερε αν η κόρη του ήταν όντως νεκρή ή αν είχε καν κόρη! Όμως είχε ένα όνομα και αυτό ήταν κάτι χειροπιαστό αρκεί να μην ήταν μια ακόμα ψευδαίσθηση.
Ανέτρεξε στην αναζήτηση της google και με τρόμο διαπίστωσε πως αυτό το πρόσωπο υπήρχε και ακριβώς με τις ιδιότητες που του περιέγραψε ο άγνωστος! Μόνο που τώρα αυτός ήταν ο πρόεδρος της εταιρίας μιας και ο πατέρας του είχε αποσυρθεί λίγα χρόνια πριν.
Αποφασισμένος να ξεδιαλύνει το μυστήριο πήρε με απόκρυψη την Ασφάλεια και τους εξιστόρησε όσα του είπε ο άγνωστος. Ο συνομιλητής από το τηλεφωνικό κέντρο τον προέτρεψε να καταθέσει ενόρκως ώστε να κινηθούν οι διαδικασίες, όμως ο Βασίλης δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση αφού τίποτα δεν αποδείκνυε την υποτιθέμενη τηλεφωνική κλήση από τον άγνωστο.
Μια παράτολμη σκέψη να επισκεφτεί τον Αναγνώστου και να τον αιφνιδιάσει του φάνηκε καλή και αποφάσισε να την υλοποιήσει αμέσως.
Σε είκοσι λεπτά βρισκόταν στην είσοδο της επιχείρησης στην Κηφισίας. Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν δεν του επέτρεψε να δει τον πρόεδρο χωρίς ραντεβού.
«Πες του πως πρόκειται για την κόρη μου την Εύα!», του είπε επιτακτικά, παραξενεμένος πως ήρθε στο μυαλό του αυτό το όνομα. «Να δεις πως θα με δεχθεί αμέσως!».
Ο υπάλληλος αφού επικοινώνησε με τον Αναγνώστου, αναγκάστηκε να τον αφήσει να ανέβει.
«Τρίτος όροφος», τον ενημέρωσε και ο Βασίλης ανέβηκε με τα πόδια τα σκαλιά.
«Ποιος είσαι και τι είναι αυτά που είπες για κάποια Εύα;», τον ρώτησε χωρίς να σηκωθεί απ την καρέκλα του.
«Ξέρεις πολύ καλά σε τι αναφέρομαι κάθαρμα!», τον κεραυνοβόλησε. «Αυτή που έσφαξες σαν αρνί πριν χρόνια! Δεν έχει νόημα να το αρνηθείς, μου τα ξέρασε όλα ο φίλος σου που την βιάσατε μαζί πριν τη δολοφονία!».
«Δεν ξέρω τι μαλακίες λες!», του απάντησε οργισμένος .«Αυτή η υπόθεση έχει ξεκαθαρίσει. Αρχικά ήμουνα ύποπτος αλλά δεν υπήρχε κανένα στοιχείο εναντίον μου και δεν μου απαγγέλθηκε καμία κατηγορία. Η μικρή ήταν ερωτευμένη με τον φίλο μου, που παρεμπιπτόντως αποκλείεται να σου μίλησε γιατί σκοτώθηκε σε τροχαίο εφτά χρόνια πριν! Άλλωστε ποτέ δεν βρέθηκε το πτώμα του κοριτσιού. Λοιπόν βγάλε αυτές τις περίεργες ιδέες απ το μυαλό σου και εξαφανίσου! Αρκετά έχασα το χρόνο μου μαζί σου!».
«Δεν τελειώσαμε Αναγνώστου!», τον απείλησε φεύγοντας. «Σκότωσες το παιδί μου κι αυτό δεν θα μείνει ατιμώρητο!».
Βγήκε αναστατωμένος από το γραφείο και μπήκε στο ασανσέρ. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει και το κεφάλι του πονούσε φοβερά.
Στον δεύτερο όροφο μπήκε στο ασανσέρ ένας καλοντυμένος κύριος, πάνω κάτω στην ηλικία του, ίσως λίγο μεγαλύτερος. Του χαμογέλασε φιλικά και τον προσφώνησε με το όνομα του. Πράγμα εντελώς ανεξήγητο, αφού ο ίδιος πρώτη φορά τον έβλεπε στη ζωήτου!
“Με γνωρίζετε;”, τον ρώτησε παραξενεμένος.
“Όχι ακριβώς”, του απάντησε αινιγματικά. “Μόνο που έχεις κάτι δικό μου!”. Την ώρα αυτή το ασανσέρ σταμάτησε στο ισόγειο και ο άντρας έσπευσε να βγει. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και γύρισε προς τον Βασίλη.
“Είσαι σε καλό δρόμο! Μην τα παρατήσεις”, του είπε και χάθηκε από τα μάτια του.
Ο Βασίλης απέμεινε να κοιτάζει τον άδειο διάδρομο σαν χαμένος. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος άνδρας και τι δικό του μπορούσε να έχει; “Μήπως την καρδιά του;”, έκανε την παράλογη σκέψη, που όμως στην ψυχική ταραχή που βρισκόταν, του φάνηκε φυσιολογική!
“Που είσαι;”, ψιθύρισε ψάχνοντας τον απεγνωσμένα για να πάρει τις απαντήσεις που χρειαζόταν.
Εκείνος δεν εμφανίστηκε, άκουσε όμως πεντακάθαρα τη φωνή του στο μυαλό του.
“Αυτός σκότωσε την Εύα! Μου το εκμυστηρεύτηκε ο συνεργός του λίγο πριν πεθάνει.Έχω καταγράψει τη συνομιλία μας σε κασετοφωνάκι. Θα το βρεις στο εξοχικό μου στο Κιάτο, στο συρτάρι του γραφείου μου. Δεν χρειάζεται να σου πω φαντάζομαι που ακριβώς είναι το εξοχικό μου, ούτε που θα βρεις τα κλειδιά!”.
Ναι πραγματικά δεν χρειαζόταν. Και την διεύθυνση ήξερε, άγνωστο πως, και τα κλειδιά που υπήρχαν μέσα σε μια από τις γλάστρες δίπλα στην πόρτα
“Και γιατί δεν το πήγες στην Αστυνομία, να βοηθήσεις τις έρευνες;”, ρώτησε λογικά.
“Γιατί απλά δεν πρόλαβα!”, του απάντησε “Με πρόλαβε το εγκεφαλικό, που με οδήγησε σε κώμα”
Την επόμενη μέρα ο Βασίλης με την κασέτα στα χέρια έφτασε στο ανθρωποκτονιών και την παρέδωσε στους υπεύθυνους για να ξεκαθαρίσουν την υπόθεση και να στείλουν τον υπεύθυνο στο δικαστήριο και την φυλακή.
Τώρα πια ήξερε αν και δεν του το επιβεβαίωσε ποτέ κανείς. Η καρδιά που κτυπόδε στο στήθος του, ήταν του άγνωστου άντρα και όσο κι αν φαίνεται απίστευτο λειτούργησε ως εγκέφαλος, μεταδίδοντας τις πληροφορίες στο υποσυνείδητοι του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου