Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
"Λέει πως έχει ακούσει με τα αυτιά του, αξιόπιστους ανθρώπους, να λένε ότι υπάρχουν πολλές λίρες κρυμμένες και πως κάποιοι έχουν γίνει πλούσιοι από αυτές!”
“Μάλιστα”, αποκρίθηκε σκεφτικός ο Αργύρης.
“Μακάρι λοιπόν να τα βρει ο Δημήτρης. Στο κάτω κάτω είναι ο μόνος που τα δικαιούται ως κληρονόμος του”.
“Όχι ο μόνος! Υπάρχουν και οι δυο κόρες από τον γάμο του! Άραγε θα ξέρουν αυτές για την περιουσία;”.
”Ποιος ξέρει”, απάντησε δήθεν αδιάφορα ο Αργύρης, αλλά μέσα του άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να
διεκδικήσουν και η μάνα του με την Γιώτα μερίδιο, στην περίπτωση βέβαια που ήταν πραγματικά ο πατέρας τους αυτός.Έμειναν λίγο ακόμη και ετοιμάστηκαν να φύγουν γιατί η ώρα πλησίαζε δέκα. Αποχαιρέτησαν το ζευγάρι και ο Αργύρης δεν δέχτηκε κουβέντα για το ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό.”Άλλωστε στα χρωστούσα, ξέχασες;”, του είπε.
“Επιφυλάσσομαι τότε!”, υποχώρησε ο Δημήτρης. “Την επόμενη φορά, που μάλλον θα είναι η τελευταία, τουλάχιστον για αρκετό καιρό, πληρώνω εγώ! Θα σου τηλεφωνήσω να το κανονίσουμε!”
Αφού άφησαν την Ελπίδα σπίτι, τα δυο αδέλφια αποφάσισαν να γυρίσουν με τα πόδια. Η απόσταση ήταν μεγάλη αλλά θα είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν μόνοι μετά από πολύ καιρό. Εξάλλου κανείς τους δεν βιαζόταν και η νύχτα ήταν γλυκιά.
“Τι σε έκανε να πιστέψεις πως ο πατέρας του Δημήτρη μπορεί να είναι ο παππούς;”, ρώτησε ξαφνικά ο Δήμος.
“Ο Πετρής!”, πέταξε τη βόμβα ο Αργύρης. “Πάντα αναρωτιόμουν που σκατά κληρονόμησε αυτό τον απαίσιο χαρακτήρα! Εσύ δεν είχες ποτέ αυτή την απορία;”.
Ασφαλώς και την είχε ο Δήμος. Κι αυτός έψαχνε ποιανού τα κουσούρια είχε πάρει. Η γιαγιά Μαρίνα ένα κομμάτι μάλαμα, το ίδιο και η Γιώτα. Όσο για τη μάνα, ανεκτίμητος θησαυρός! Όμως απ΄τον παππού δεν είχε παραστάσεις, ούτε άκουσε ποτέ από κανέναν κάτι μεμπτό. Εκτός από κάποια σκόρπια κουτσομπολιά που συνηθίζονται στις μικρές κοινωνίες. Το μόνο που μπορούσε να του προσάψει είναι ότι παράτησε γυναίκα και παιδιά και έφυγε. Αλλά η γιαγιά τον δικαιολογούσε, και ο Δήμος εμπιστευόταν την κρίση της.
“Μα το ότι έφυγε δεν σημαίνει πως ήταν παλιοχαρακτήρας”. επέμεινε.”Μπορεί να είχε τους λόγους του. Αν ήταν αλλιώς θα τον υπερασπιζόταν η γιαγιά;”
“Ίσως έχεις δίκιο Δήμο”, συγκατένευσε ο Αργύρης. “Είναι η αποστροφή που νοιώθω για τον Πετρή, που με οδηγεί σε συμπεράσματα που μπορεί να είναι λανθασμένα!”.
Κατά βάθος πίστευε πως η αλήθεια ήταν αυτή που είχε σχηματίσει στο μυαλό του, όμως δεν είχε αποδείξεις και κάθε παραπάνω προσπάθεια να πείσει τον αδελφό του, θα ήταν μάταιη.
Ήλπιζε ο Δημήτρης να έβρισκε λίγη από την περιουσία του πατέρα του, γιατί αυτό θα ήταν δίκαιο μετά τα όσα πέρασε κι εκείνος και η μάνα του, από αυτόν. Κι αν πραγματικά ο πατέρας του και ο παππούς τους ήταν το ίδιο πρόσωπο, τότε κάτι θα αποκόμιζαν κι αυτοί. Αποφάσισε λοιπόν να παρακολουθεί στενά τον Δημήτρη με την ελπίδα να πάει στο σπίτι πριν φύγουν για Τήνο.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Με την ευκαιρία της Κυριακάτικης αργίας ο Δημήτρης έφτασε νωρίς στο εγκαταλειμμένο αρχοντικό. Ο Αργύρης που έφτασε λίγη ώρα αργότερα δεν τον είδε να μπαίνει, αλλά κατάλαβε πως είναι εκεί καθώς αναγνώρισε το λευκό φιατάκι του, που ήταν παρκαρισμένο λίγα μέτρα πιο κάτω. Αυτό που τον παραξένεψε ήταν το Μίνι Κούπερ με τα φιμέ τζάμια σταματημένο πίσω του ακριβώς. Ασυνήθιστο τέτοιου τύπου αυτοκίνητο να έχει φιμέ τζάμια. Προφανώς ο ιδιοκτήτης του είχε λόγους να κρύβει το εσωτερικό του από αδιάκριτα βλέμματα.
Παρέμεινε μισοκρυμμένος πίσω από μια λεύκα απέναντι από την καγκελόπορτα του σπιτιού. Από εκείνο το σημείο δεν είχε οπτική επαφή με την αυλή που θα έπρεπε να υπάρχει το πηγάδι. Μόνο κάποιοι σκόρπιοι ήχοι που έφταναν στα αυτιά του μαρτυρούσαν ανθρώπινη παρουσία στον χώρο. Αυτοί οι ήχοι και ο οδοκαθαριστής που σκούπιζε το πεζοδρόμιο, με την εμφανή αναπηρία που τον έκανε να κουτσαίνει, ήταν η συντροφιά του στην αναμονή.
“Όλα τα κακά επάνω του πέσανε του άμοιρου”, σκέφτηκε ο Αργύρης με οίκτο, καθώς εκτός από την αναπηρία στο πόδι ο νεαρός οδοκαθαριστής φορούσε και κάτι χοντρά γυαλιά μυωπίας, αλλά και ένα τεράστιο επίδεσμο που έκρυβε όλο σχεδόν το δεξί του μάγουλο. Τον παρακολούθησε να προσπαθεί με δυσκολία να κάνει τη δουλειά του και τον λυπήθηκε.
Ήταν έτοιμος να πλησιάσει να τον βοηθήσει, όταν τον είδε έκπληκτος να μπαίνει στο αρχοντικό. Προφανώς κατά καιρούς ο δήμαρχος έστελνε κάποιον να καθαρίσει την αυλή για να μη γίνεται εστία μόλυνσης. Έπρεπε να βρει τρόπο να ειδοποιήσει τον Δημήτρη για την απρόσμενη επίσκεψη, όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο χωρίς να γίνει αντιληπτός. Χώρια που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να δικαιολογήσει και τη δική του παρουσία εκεί.
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά όταν άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο. Ένα γδούπο σαν κάτι βαρύ να έπεσε από ύψος σε κλειστό χώρο. Με έντονη την ανησυχία για το τι μπορεί να συνέβη, πλησίασε προσεκτικά την μάντρα. Είδε από μακρυά τον υπάλληλο του δήμου, να γεμίζει τη σακούλα απορριμάτων με ξερόχορτα. Κανένα ίχνος του Δημήτρη. Απομακρύνθηκε αρκετά με περίεργα συναισθήματα. Κανονικά έπρεπε να είχε δει τον Δημήτρη, εκτός αν αντιλήφτηκε την είσοδο του οδοκαθαριστή και πρόλαβε να κρυφτεί.
Ο ανάπηρος υπάλληλος φάνηκε στην πόρτα σέρνοντας με δυσκολία δυο μεγάλες σακούλες και ο Αργύρης κρύφτηκε πίσω από το κλειστό περίπτερο στη γωνία. Τον είδε να ανοίγει το μικρό πορτ μπαγκαζ του Κούπερ και να τις στριμώχνει με κόπο μέσα. “Πολύ περίεργο να χρησιμοποιεί αυτό το μικρό αυτοκίνητο για τέτοια δουλειά!”, σκέφτηκε. “Ένα ανοικτό φορτηγάκι θα ήταν ιδανικό”. Περίμενε μέχρι να βάλει μπροστά και να απομακρυνθεί αρκετά και ύστερα έτρεξε προς το σπίτι.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου