ΑΝΤ΄ΑΥΤΟΥ
Ο Μάνθος και ο Γιάννης έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Ομοζυγωτικοί δίδυμοι βλέπεις. Μεγαλύτερος ο Μάνθος κατά μερικά λεπτά, που όμως του έδιναν το άτυπο δικαίωμα να επιβάλεται στον αδελφό του. Άλλα έξι παιδιά είχε η οικογένεια πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Ο μικρότερος πέθανε βρέφος από πνευμονία, οι υπόλοιποι κουτσά στραβά επιβίωσαν τα μαύρα χρόνια της κατοχής.
Ο μεγαλύτερος αδελφός δούλευε στο σιδηρόδρομο και με τα λεφτά που έπαιρνε, όλο και κάτι έβαζαν στο στόμα τους. Λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1944 ο νονός των δίδυμων, με αρκετές γνωριμίες στην κρατική μηχανή, κατάφερε να βάλει και τους δύο στο
ταχυδρομείο. Όποιος τους έβλεπε με τις στολές και τα πηλήκια δεν έκρυβε την έκπληξη του. Πολλές φορές έβλεπαν τον ένα στον Πειραιά και σε λίγα λεπτά τον ξανάβλεπαν στην Κοκκινιά. Φυσικά δεν έβλεπαν τον ίδιο αλλά αυτό δεν το ήξεραν και σταυροκοπιόντουσαν παραξενεμένοι.Όλα πήγαιναν καλά και η πολυμελής οικογένεια άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες με τους τρεις μισθούς. Μέχρι που ο Μάνθος προσχώρησε στην ΕΠΟΝ. Από παιδί είχε μια τάση να συμμετέχει στα κοινά, σε αντίθεση με τον Γιάννη, που δεν έδειχνε να τον απασχολεί τίποτα άλλο πέρα από την οικογένεια του και βέβαια δεν είχε ιδέα για τις δραστηριότητες του αδελφού του, όπως και κανένας άλλος άλλωστε από την οικογένεια. Και μπορεί να ήταν καλά κρυμμένο το μυστικό του Μάνθου, όμως δεν άργησε να πέσει στην αντίληψη κάποιου ρουφιάνου των Γερμανών. Παρακολουθούσε στενά τον Μάνθο, που όσες προφυλάξεις κι αν έπαιρνε, υπήρχαν φορές που του διέφευγαν πράγματα που τον ενοχοποιούσαν. Όπως εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου που με την ταχυδρομική τσάντα γεμάτη προκηρύξεις της οργάνωσης έπεσε σε Γερμανικό περίπολο. Με ψυχραιμία πέταξε την τσάντα σε ένα σωρό σκουπίδια και έφυγε χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους Γερμανούς. Όχι όμως κι από τον ρουφιάνο γείτονα, ο οποίος πήρε την τσάντα και αφού είδε το περιεχόμενο της αποφάσισε να μην πει τίποτα προς το παρόν στους κατακτητές, αλλά να προσπαθήσει να βρει και άλλους πατριώτες που συναναστρέφονταν τον Μάνθο.
Δεν κατάφερε σπουδαία πράγματα γιατί η οργάνωση τηρούσε ευλαβικά τους συνωμοτικούς κανόνες και έτσι δύσκολα μπορούσε κάποιος να τους πλησιάσει.
Ξημέρωσε η 17η Αυγούστου. Οι δυνάμεις κατοχής σε συνεργασία με το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Ειδικής Ασφάλειας έστησαν μπλόκο. Οχήματα που μετέφεραν το πρώτο τάγμα του πρώτου Συντάγματος ευζώνων, Γερμανούς οπλίτες της 11ης αεροπορικής μεραρχίας εδάφους, και μέλη γερμανικής μηχανοκίνητης διμοιρίας, περικύκλωσαν την Κοκκινιά.
Είχαν προηγηθεί στις 15 και 16 Αυγούστου, συμπλοκές ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και την Ελληνική αστυνομία σε συνεργασία με την Ειδική Ασφάλεια Πειραιά, στην συνοικία «Κιλικιανά» και στα Μανιάτικα
Ο Μάνθος ειδοποιημένος από συντρόφους του δεν γύρισε σπίτι το βράδυ της 16ης Αυγούστου, χωρίς όμως να ενημερώσει κανένα από τους δικούς του να προσέχουν. Έτσι ο Γιάννης, παρά τις ικεσίες της μάνας του, αποφάσισε να πάει μέχρι την Οσία Ξένη, να δει από κοντά τι γίνεται.
Με τη απερισκεψία των δεκαοχτώ του χρόνων αψήφησε του κίνδυνο και το αποτέλεσμα ήταν μοιραίο. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην πλατεία όπου είχαν συγκεντρώσει όλους τους άντρες μέχρι εξήντα χρονών. Εκεί γινόταν η διαλογή από τους κουκουλοφόρους, ποιους θα αφήσουν ελεύθερους,, ποιους θα στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ποιου θα οδηγήσουν για εκτέλεση. Στην αρχή η τύχη του χαμογέλασε. Ο Γερμανός επικεφαλής τον έσπρωξε προς αυτούς που θα άφηναν ελεύθερους. Την ώρα που ξεκινούσε μια άγρια φωνή τον πάγωσε.
“Που πας εσύ καθίκι; Εδώ στα δεξιά με τους μελλοθάνατους!”
Δυο στρατιώτες τον έσυραν εκεί και ο χαφιές χαμογέλασε ικανοποιημένος κάτω από την μαύρη κουκούλα. “Νόμιζες πως θα ξεφύγεις κωλόπαιδο!”, μουρμούρισε με άγρια χαρά, καθώς νόμιζε πως έστελνε τον Μάνθο στον θάνατο.
Μια ομοβροντία έκοψε το νήμα της ζωής σαρανταέξι παλικαριών, του Γιάννη συμπεριλαμβανομένου.
Ο θρήνος έδωσε σε λίγες μέρες τη θέση του στην οργή για τη συμπεριφορά του Μάνθου, που είχε αποτέλεσμα τον άδικο χαμό του Γιάννη. Η μάνα ποτέ δεν τον συγχώρεσε, παρά μόνο λίγο πριν τον θάνατό της.
Όμως κι αυτός ποτέ δεν ξεπέρασε το σοκ από εκείνο το συμβάν. Με χιλιάδες ψυχολογικά συμπλέγματα πορεύτηκε τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι και τον δικό του θάνατο πολλά χρόνια αργότερα.
Υ.Γ. Η ιστορία είναι αληθινή, μόνο τα ονόματα άλλαξαν για ευνόητους λόγους. Σε μνημείο που έχει στήσει ο Δήμος Κορυδαλλού, υπάρχει και το πραγματικό όνομα του αδικοχαμένου παιδιού..
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου