ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 51η συνέχεια. Η τυχαία συνάντηση)

Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


 “Όλα άλλαξαν πριν έντεκα χρόνια”, συνέχισε ο ζητιάνος την αφήγηση με φωνή σπασμένη από τη θύμηση τραγικών γεγονότων. 

“Ένα πρωί του Φλεβάρη μου την είχαν στήσει έξω από το σπίτι. Κατέβαινα να πάω τη μικρή μου κόρη σχολείο και να φύγω για το καφενείο μου. Πόσοι πυροβολισμοί πέσανε δεν μπόρεσα να ακούσω, πάντως μια σφαίρα με πήρε ξώφαλτσα στο πόδι και μια δεύτερη καρφώθηκε στο κεφάλι της μικρής! Δεν θυμάμαι τίποτα από εκεί και πέρα γιατί έπεσα λιπόθυμος. Το φαντάζεσαι; Εγώ ο σκληρός και αδίστακτος κατέρρευσα με το θέαμα. Ακόμα δεν μπορώ να βγάλω από το νου μου την εικόνα! Αίματα παντού ανάμικτα με τα μυαλά του βλασταριού μου! Δεν άντεξα φίλε!” 

Ο Δήμος έστριψε τσιγάρο και του το έδωσε. Το πήρε με τρεμάμενα χέρια ενώ δάκρυα αυλάκωναν το ηλιοκαμένο του πρόσωπο. 

“Από τότε ήρθε η κατηφόρα. Οι αρχές έψαξαν την υπόθεση και κατέληξαν πως κάποιος ή κάποιοι που καταστράφηκαν από τα πανωτόκια με εκδικήθηκαν. Άνοιξαν βλέπεις τα στόματα και έφτασαν να μάθουν οι μπάτσοι τα πάντα. Δεν μου έφτανε ο πόνος για τον άδικο χαμό του παιδιού μου, έκανα και πέντε χρόνια στη στενή και έχασα και τα λεφτά που μου χρωστούσαν. Είναι αυτό που έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου: Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα!” 

Κλονίστηκε ο Δήμος με την ιστορία του ζητιάνου. Δεν ήταν ο θάνατος, ούτε η καταστροφή που τον συντάραξαν. Κυρίως η ομοιότητα με τα δικά του σχέδια του έβαλαν δυσάρεστες σκέψεις. Στόχευε ψηλά και από εκεί πάνω η πτώση είναι θεαματική. Το παραμικρό λάθος θα ήταν ολέθριο γιαυτό ορκίστηκε να είναι προσεκτικός, για να μην έχει την τύχη του ζητιάνου. Έβγαλε άλλα δυο κατοστάρικα και του τα έχωσε στην τσέπη . Σηκώθηκε να φύγει μα εκείνος τον κράτησε από το χέρι. 

“Βλέπω στη ματιά σου την ίδια φλόγα που είχα στο ξεκίνημα μου!”, τον προειδοποίησε. “Όταν έχεις τα πάντα αισθάνεσαι θεός. Πρόσεχε όμως γιατί δεν είσαι!” 

Τράβηξε βίαια το χέρι του και έφυγε γυρίζοντας του την πλάτη. 

“Πως σε λένε;”, του φώναξε ο ζητιάνος. “Για να ξέρω για ποιον θα προσεύχομαι”. 

“Δεν χρειάζεται”, απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. “Το όνομα μου κάποτε θα το μάθεις σίγουρα! Όσο για τις προσευχές, κράτησε τες για τον εαυτό σου!”.  

---------

Η Ελπίδα, κουλουριασμένη στο κάθισμα της, προσπαθούσε να καταπιεί την αναγούλα που της έφερναν τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου. Η δραμαμίνη που πήρε πριν ξεκινήσουν ελάχιστα βοήθησε. Κάποια στιγμή δοκίμασε να βγει στον καθαρό αέρα, αλλά ο μανιασμένος βοριάς την έκανε να επιστρέψει γρήγορα. Έτσι όταν άκουσε τον Αργύρη να την ρωτάει αν θέλει κάτι από το μπαρ, ανακατεύτηκε ακόμα περισσότερο. Σε παρόμοια, αν και όχι τόσο τραγική κατάσταση βρισκόταν και η μητέρα της που επίσης αρνήθηκε οτιδήποτε. Μόνο ο πατέρας ζήτησε ένα καφέ και προσφέρθηκε να πάει μαζί του. Ο Αργύρης έδειξε με το χέρι μάνα και κόρη, σαν να του έλεγε πως καλύτερα να μείνει δίπλα τους να τις προσέχει.

Η ουρά μπροστά στο μπαρ ήταν τεράστια και η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη από τη μπόχα που ερχόταν κάπου μπροστά του. Υπέθεσε με μια γρήγορη ματιά ότι προερχόταν από τη γηραιά μαυροφορεμένη κυρία, που μάλλον δεν μπορούσε να ελέγξει τα αέρια της. Στην προσπάθεια του να αποφύγει την ανυπόφορη μυρωδιά έστρεφε το κεφάλι δεξιά και αριστερά. Και τότε σε ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο, είδε τη γυναίκα που είχε συναντήσει στου Ζόναρς. Την κοπέλα που έφυγε μαζί με τον Πετρή. Αυτή τη φορά δεν ήταν με τον αδελφό του, αλλά με έναν κύριο αρκετά μεγαλύτερο της, που θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Μόνο που η όλη στάση τους δεν μαρτυρούσε σχέση πατέρα κόρης, αλλά παρέπεμπε σε κάτι πιο ερωτικό.

Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και η γυναίκα φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Περίεργη ικανότητα μιας και λίγες στιγμές τον είχε δει χθες στην Αθήνα. Το είχε όμως από πάντα αυτό το ταλέντο. Φωτογράφιζε στη μνήμη της πρόσωπα με μεγάλη ευκολία. Κυρίως αν τις έλεγαν κάτι. Και αυτός ο νέος της έλεγε. Της θύμιζε κάπως τον Πέτρο αλλά στο πιο σοφιστικέ. 

Δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ήθελαν κοντά τρεις ώρες ακόμη για τον προορισμό τους και η κουβέντα με τον Αλέξη ήταν βαρετή όπως πάντα, οπότε με λίγο φλερτ το ταξίδι θα γινόταν πιο ευχάριστο. 

Ρώτησε τον άντρα της αν θέλει κάτι και αφού της απάντησε αρνητικά, σηκώθηκε και πήγε στην ουρά, πίσω από τον Αργύρη. Ο Αλέξης είχε κλείσει τα μάτια και μάλλον ήταν έτοιμος να κοιμηθεί. | “Με παρακολουθείτε;”, τον ρώτησε προκλητικά, ακουμπώντας το στήθος στην πλάτη του. “Τέτοια σύμπτωση να ξαναβρεθούμε μέσα σε λίγες ώρες, μοιάζει πολύ περίεργη!”.

”Τι λόγο θα είχα να σας παρακολουθώ;”, απόρησε ο Αργύρης. “Πέρα βέβαια από την εντυπωσιακή σας ομορφιά!” 

“Ελπίζω να κατάλαβες πως αστειεύομαι!”, απάντησε γυρνώντας απότομα στον ενικό.”Μόνος ταξιδεύεις;”. 

Προτίμησε να μην της πει την αλήθεια. Του άρεσε αυτό το παιχνίδι μαζί της, και εξάλλου ήθελε και να την ψαρέψει σχετικά με τον αδελφό του. 

“Με συγγενείς”, είπε αόριστα. “Κατεβαίνουμε για του Ευαγγελισμού στην Τήνο” 

“Κρίμα!”, του απάντησε απογοητευμένη. ΅Εμείς πάμε Σύρο για λίγες μέρες”


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου