ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (72η συνέχεια, Η συνάντηση με το παρελθόν)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


”Όχι Αλέξανδρε, δεν είναι στις προτεραιότητες μου κάτι τέτοιο. Μα αν θέλεις μπορείς να αναγνωρίσεις το παιδί. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα σου!” 

 “Είσαι ο μόνος άνθρωπος που άγγιξες την ψυχή μου. Σε χρειάζομαι δίπλα μου, μαζί με τον γιο μας! Υποσχέσου μου πως θα το ξανασκεφτείς;” 

 Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, περισσότερο για να αποφύγει τη συνέχεια μιας κουβέντας που δεν είχε κανένα νόημα. Σε λίγες ώρες θα είχαν τελειώσει όλα, και τότε δεν θα ήξερε που να κρυφτεί και αυτός και η μάνα της! 

 “Θα ξανάρθω πρωί πρωί, πριν πάω στο γραφείο”, είπε χαϊδεύοντας της το πρόσωπο. “Καληνύχτα μωρό μου!” 

 Ο Ερρίκος όλη αυτή την ώρα στεκόταν διακριτικά στον διάδρομο. Με το που έφυγε ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να μπει, όταν είδε να βγαίνουν από το ασανσέρ ο φίλος του με την μητέρα της Μαρίας. Μετά από τις απαραίτητες συστάσεις, μπήκαν και οι τρεις στο δωμάτιο. Η Βασίλαινα την αγκάλιασε με λαχτάρα. 

 “Γιατί παιδί μου δεν με ειδοποίησες νωρίτερα; Να μάθω τέτοια νέα από τον ξένο άνθρωπο!”

 “Δεν ήθελα να σε αναστατώσω. Έπειτα δεν ήξερα πως θα το πάρεις. Ένα εξώγαμο από την κόρη της, δεν είναι ότι καλύτερο για μια χωριάτισσα σαν και σένα! Έτσι δεν είναι;” 

 “Είσαι το παιδί μου! Το μοναδικό πλάσμα που μου απόμεινε στον κόσμο. Όλα τα άλλα δεν με νοιάζουν! 

 “Και ο κόσμος; Ούτε γι αυτόν νοιάζεσαι;” 

 “Ο κόσμος!”, απάντησε με πόνο η Βασίλαινα. “Ο κόσμος είναι κακός Μαριγώ μου! Μόνο να κρίνει ξέρει, λες κι είναι ο Θεός!” 

 ”Έχεις και συ παράπονο; Σε αγαπάνε και σε σέβονται όλοι στο χωριό!” 

 Η Βασίλαινα έσκυψε το κεφάλι για να κρύψει ένα δάκρυ, που βιάστηκε να σκουπίσει .

”Μακάρι να ήξερες! Μακάρι να μπορούσα να σου πω!”, ξέσπασε με τρεμάμενη φωνή, αφήνοντας το ποτάμι από τα μάτια της να ξεχυθεί. 

 Ο Ερρίκος με ένα νόημα έγνεψε πως έπρεπε να τις αφήσουν μόνες. Οι δραματικές αυτές στιγμές δεν επέτρεπαν την παρουσία τρίτων. 

 “Και που να ήξερες πως γνωρίζω τα πάντα!”, συλλογίστηκε η Μαρία και ύστερα της απάντησε με κουρασμένο ύφος. “Έχουμε καιρό να μου τα εξηγήσεις όλα. Θα μείνεις μαζί μου για λίγο καιρό. Έχεις να νταντέψεις το εγγόνι σου, εγώ έχω πολλές δουλειές μόλις βγω από δω!” 

 “Θα μείνω όσο θέλεις, ακόμη και για πάντα αν με χρειάζεσαι! Μόνο πες μου να χαρείς, ποιος είναι ο πατέρας; Γιατί δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι πίστεψα πως είναι ο κύριος που βγήκε πριν από λίγο!” “Αύριο θα τον γνωρίσεις. Αλλά τώρα θέλω να κοιμηθώ. Θα πω του Ερρίκου να σε πάει σπίτι.”

“Δεν θα πάω πουθενά! Εδώ θα μείνω. Έχω κοντά τέσσερα χρόνια να σε δω Μαριγώ μου! Ήσουνα παιδί και σε βρήκα γυναίκα! Δεν πρόκειται να σε αφήσω πια!” 

 “Όπως νομίζεις”, της απάντησε. “Μόνο σε παρακαλώ μη με ξαναπείς Μαριγώ. Μαρία είναι το όνομα μου!” 

 Η Μαρία με το που έκλεισε τα μάτια, αποκοιμήθηκε εξαντλημένη, και η Βασίλαινα καθισμένη στην καρέκλα δίπλα της, την κοιτούσε δίχως να την χορταίνει. Της έλειψε πολύ όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια μετά το χαμό του Βασίλη. Μόνη, με λιγοστά χρήματα και να πρέπει να ανταπεξέλθει στις γραφειοκρατικές διαδικασίες που ακολουθούν ένα θάνατο. Δεν την κατηγορούσε για το φευγιό της, εκτός μόνο από τις πρώτες ημέρες. Ήταν βαρύ το κτύπημα για τις μικρές της πλάτες. Όλος της ο κόσμος κατέρρευσε μέσα σε μια μέρα. Και εν τέλει αποδείχτηκε πως είχε δίκιο να τολμήσει! Αντί να φυτοζωεί σε ένα χωριό που αργοπεθαίνει, σήμερα ήταν μια πετυχημένη επιχειρηματίας με όλο το μέλλον μπροστά της! 

Αποκοιμήθηκε κι αυτή για λίγο. Την ξύπνησε η νοσοκόμα που έφερε το μωρό για θηλασμό. Καμάρωσε για λίγο κόρη και εγγονό και έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Έξι παρά δέκα. 

 “Θα κατέβω να πιω έναν καφέ”, είπε στη Μαρία. “Να σου φέρω κάτι;” 

 Η Μαρία της έγνεψε αρνητικά και κατέβηκε στο μπαρ του ισογείου. Πήρε τον καφέ, κάθισε σε ένα τραπεζάκι απέναντι από την είσοδο, και τότε τον είδε! Αυτός είναι! Θα τον αναγνώριζε ακόμη και ανάμεσα σε χιλιάδες άντρες. Εκεί, ακριβώς απέναντι της στεκόταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής της!

Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και ο Αλέξανδρος κοντοστάθηκε. “Είναι δυνατόν;”, αναρωτήθηκε. Πίσω από το κουρασμένο και πρόωρα γερασμένο πρόσωπο, διέκρινε τα μάτια της! Τα ίδια γαλαζοπράσινα μάτια που τον είχαν αιχμαλωτίσει είκοσι τόσα χρόνια πριν! 

 “Βαγγελίτσα!, της φώναξε με αγωνία, και όταν εκείνη σηκώθηκε, σιγουρεύτηκε πως δεν έκανε λάθος. Με τρεμάμενα χέρια η Βαγγελιώ έπιασε τα δικά του, και αυτός την αγκάλιασε με λατρεία. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι και αμίλητοι αρκετά λεπτά. ΄Πρώτος συνήλθε ο Αλέξανδρος.

 “Ποιος καλός άνεμος σε έφερε στα μέρη μας;”, τη ρώτησε.

 “Γέννησε εχθές η κόρη μου. Έγινα γιαγιά Αλέξανδρε!”

 Ένιωσε το αίμα του να παγώνει, γιατί τότε κατάλαβε τι του θύμιζε το επώνυμο της Μαρίας. 

“Μαρία τη λένε την κόρη σου;”, ρώτησε με την ελπίδα να είναι απλά μια σατανική σύμπτωση. “Μαριγώ, δηλαδή Μαρία, ναι. Την γνωρίζεις;” 

 Την πήρε απαλά από τη μέση και την οδήγησε πίσω στο τραπέζι. Αυτό που θα μάθαινε, καλύτερα να το άκουγε καθισμένη! 

 “Δεν ήξερα, θέλω να το πιστέψεις!”, απολογήθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. “Μου είπε ψέμματα για την οικογένεια της. Ήταν αδύνατο να φανταστώ αυτό το παιχνίδι της μοίρας! Συγχώρεσε με καρδιά μου!”


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου