ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 80η συνέχεια. Το τραγικό τέλος)

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Ένας ελαφρύς Γραίγος επικρατούσε και δεν θα δυσκόλευε καθόλου τους έμπειρους ναυτικούς. Μπορεί το φεγγάρι να μην βγει απόψε αλλά ο ουρανός είναι καθαρός και τίποτα δεν φαίνεται να εμποδίζει την ήρεμη επάνοδο. 

Ο Δήμος έμεινε στο τιμόνι μέχρι τις δέκα, ώσπου ο Αντρέας ο Συριανός τον παρακάλεσε να πάει να ξεκουραστεί. 

“Άντε καπετάνιε, έχεις κοντά εικοσιτετράωρο ξάγρυπνος. Κάθομαι εγώ μέχρι το ξημέρωμα”. Αναγκάστηκε να συμφωνήσει γιατί τα βλέφαρα του βάρυναν. 

“Πέντε η ώρα με ξυπνάς.”, είπε του Αντρέα και του άφησε το πηδάλιο. 

Μπήκε στην καμπίνα του και αφού συμπλήρωσε λάδι στο καντήλι του Αη Νικόλα ξάπλωσε στο κρεβάτι, έτσι με τα ρούχα. Ο απαλός κυματισμός της θάλασσας τον νανούριζε και όπως ήταν κουρασμένος δεν άργησε να κοιμηθεί. Το ξυπνητήρι το είχε ρυθμίσει για τις δυο και έτσι δεν ανησυχούσε μην παρακοιμηθεί. Απόψε έπρεπε να δώσει τη λύση που είχε σχεδιάσει από καιρό. 

Οι εφιάλτες δεν τον άφησαν να κοιμηθεί πάνω από δυο ώρες. Κοίταξε το ρολόι και ήταν μόλις δωδεκάμισι. “Καλύτερα”, σκέφτηκε, “Όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο”.

Σηκώθηκε και έβγαλε όλα του τα ρούχα. Εντελώς γυμνός αναζήτησε το αγαπημένο του μαγιό και το φόρεσε. Η ψύχρα ήταν αισθητή αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε. 

Με χίλιες προφυλάξεις βγήκε από την καμπίνα και κατευθύνθηκε στην πρύμνη. Με δυσκολία κατάφερε να διακρίνει την μικρή άγκυρα του φουσκωτού και την πήρε αγκαλιά. Πέντε με έξι κιλά όλο κι όλο το βάρος της, και με την αλυσίδα έφτανε τα οκτώ περίπου. Ασφάλισε την αλυσίδα στον δεξί του αστράγαλο και κρατώντας την άγκυρα σαν μωρό, σκαρφάλωσε στο κάγκελο. Πέντε δάκτυλα απείχε πια η λύτρωση. Πέντε δάκτυλα που κρατούσαν το σκληρό ξύλο, κρατούσαν κι αυτόν στη ζωή. Μουρμούρισε μια προσευχή και άφησε το κάγκελο. 

Ο Αντρέας ξαφνιάστηκε με το τράνταγμα και τον παφλασμό. Έστριψε τον προβολέα πίσω να δει καλύτερα όμως τίποτα ανησυχητικό δεν παρατήρησε. “Πάλι τα δελφινάκια θέλουν παιχνίδια”, σκέφτηκε χαμογελαστός. 


Στις πέντε ακριβώς κατέβηκε να ξυπνήσει τον Δήμο. Κτύπησε διακριτικά και αφού δεν πήρε απάντηση άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε παραξενεμένος το άδειο κρεβάτι και έριξε μια ματιά στην τουαλέτα. Πουθενά, άφαντος ο καπετάνιος!

Αναστατωμένος ανέβηκε στο κατάστρωμα και άρχισε να φωνάζει το όνομα του. Όλο το πλήρωμα σε λίγα λεπτά βρέθηκε δίπλα του αγουροξυπνημένο. Τους εξήγησε τι συμβαίνει και έψαξαν όλο το πλοίο σπιθαμή με σπιθαμή. Κανένα ίχνος του καπετάνιου. 

Ο Αντρέας κάλεσε το λιμενικό και ανέφερε την εξαφάνιση. Σε λίγη ώρα, σκάφη του λιμενικού αλλά και παραπλέοντα πλοία κτένιζαν την περιοχή.

Αργά το απόγευμα μετά από ώρες άκαρπων ερευνών, το λιμενικό άφησε ένα σκάφος να συνεχίσει το ψάξιμο και συνόδευσε το καΐκι στην Σύρο. Έμπειροι αξιωματικοί ανέλαβαν να ψάξουν το σκάφος για στοιχεία, ενώ το πλήρωμα έδινε κατάθεση στα γραφεία του λιμεναρχείου.

Οι πρώτες σκέψεις των λιμενικών ήταν πως κάποιος δολοφόνησε τον καπετάνιο, όμως δεν έβρισκαν το κίνητρο για μια τέτοια υπόθεση και έτσι μετά από πολύωρες ανακρίσεις που δεν απέδωσαν τίποτα τους άφησαν ελεύθερους. Το καΐκι θα έμενε στη Σύρο μέχρι να κλείσει οριστικά η υπόθεση.

 Ο σημαιοφόρος που ανέλαβε να ενημερώσει την οικογένεια του Δήμου, γνώριζε καλά και τη Φροσούλα και τον Νικολή. Νεαρός είχε δουλέψει ένα καλοκαίρι κι αυτός στο καΐκι του Κωσταντή.

Με βαριά καρδιά σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε, ενώ προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει τις λέξεις για να εξιστορήσει το τραγικό γεγονός. 

Το σήκωσε η Φροσούλα, αφού κτύπησε αρκετές φορές, ενοχλημένη. Κτυπούσε αυγά μαρέγκα για το γλυκό που έφτιαχνε για τον άντρα της που τόσο του άρεσε, και φοβήθηκε μην της κάτσει.

“Παρακαλώ!”, είπε με φανερή βιασύνη.

“Φροσούλα;”, άκουσε μια κάπως γνωστή φωνή, που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει.

“Ποιος είναι;”. 

Της εξήγησε όσο πιο ουδέτερα του επέτρεπε η φόρτιση του, για την εξαφάνιση του Δήμου και τις έρευνες που συνεχίζονταν. “Επίσημα είναι μόνο αγνοούμενος”, κατέληξε λες και αυτό θα ηρεμούσε την άτυχη γυναίκα.

Η κραυγή απόγνωσης ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε ο λιμενικός. Η Φροσούλα τσακισμένη από την απρόσμενη συμφορά έπεσε λιπόθυμη. 

Ο Νικολάκης ταραγμένος από την κραυγή έτρεξε στην κουζίνα. Την βρήκε κάτω αναίσθητη και με χάδια και φιλιά προσπάθησε να την συνεφέρει. Βλέποντας πως δεν κατάφερνε τίποτα βγήκε στην αυλή και έβαλε τις φωνές ζητώντας βοήθεια. Από τους πρώτους έτρεξε η Υπαπαντή, που το σπίτι της απείχε μόλις λίγα μέτρα μακρυά. Μαζί με δυο γειτόνισσες που έτρεξαν κι αυτές να βοηθήσουν, της σήκωσαν τα πόδια ψηλά και της έδωσαν να μυρίσει κολόνια. Επιτέλους η Φροσούλα άνοιξε τα μάτια, αλλά το βλέμμα της έδειχνε πως κάτι τρομερό την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της. 

“Ο Δήμος!”, κατάφερε να ψελλίσει πριν αρχίσει να ουρλιάζει υστερικά.

Η Υπαπαντή, με το ένστικτο της μάνας, κατάλαβε αμέσως πως το μαντάτο που άκουσε η νύφη της από το τηλέφωνο, το οποίο ήταν πεσμένο δίπλα της, έκρυβε θάνατο. Θάνατο που αφορούσε τον γιό της! Οι άλλες γυναίκες  βλέποντας να χάνει το χρώμα της, την κάθισαν στην καρέκλα και της έφεραν νερό. 

“Ο Δήμος τι;”, ρώτησε τη Φροσούλα με μια αμυδρή ελπίδα να μην ακούσει το χειρότερο. 

Οι άναρθρες κραυγές που ήρθαν σαν απάντηση, δεν της άφησαν καμιά αμφιβολία. Με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, σηκώθηκε και πήρε τον εγγονό της, να μην ακούει τον θρήνο.


Δείτε επίσης: Πίνοντας καφέ θυμόμαστε καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου