Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Τις πρώτες μέρες μετά το θάνατο του πατέρα, αυτό της φαινόταν εύκολο. Στην πορεία αποδείχτηκε πως δεν ήταν! Προσπάθησε να ανοιχτεί στον έρωτα, στα παιχνίδια του φλερτ, στη μαγεία της σωματικής και ψυχικής επαφής. Τίποτα δεν κατάφερε, μόνο αηδία της προκαλούσε η προσπάθεια.
Εξ άλλου τα πράγματα στο σπίτι είχαν δυσκολέψει πολύ. Η σύνταξη που πήρε η μάνα, ίσα που έφτανε για το νοίκι, και εκείνη φιλάσθενη δεν μπορούσε να προσφέρει στα έξοδα. Άρα το βάρος έπεφτε στην ίδια. Αυτή έπρεπε να γίνει ο άντρας του σπιτιού. Μια δουλειά οποιαδήποτε θα έφερνε κάποια ανακούφιση. Δε της έλειπαν τα προσόντα. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο, που λίγοι κατάφερναν, και αρκετές γνώσεις αγγλικών θεωρούνταν αρκετά για μια αξιοπρεπή εργασία. Το μόνο εμπόδιο η κακή εικόνα που είχε δημιουργήσει ο μακαρίτης που της έκλεινε τις πόρτες.
Έψαξε παντού, ακόμα και σε δουλειές που δύσκολα θα πήγαιναν γυναίκες. Σε χωράφια, σε σπίτια σαν παραδουλεύτρα, τίποτα. Όλοι της έλεγαν πως δε έχουν ανάγκη από εργάτες, ακόμα κι αν καίγονταν για χέρια που θα βοηθούσαν στις γεωργικές εργασίες.
Απογοητευμένη στράφηκε στην εκκλησία. Ο εφημέριος έδειξε μεν κατανόηση, όμως τα οικονομικά της ενορίας δεν του επέτρεπαν να προσλάβει υπάλληλο. Αρκέστηκε να της προσφέρει μια μικρή βοήθεια, που η αξιοπρέπεια της δεν της επέτρεψε να τη δεχτεί.
Η τελευταία προσπάθεια ευτυχώς στέφθηκε με επιτυχία. Ο κοινοτάρχης, ένας καλός οικογενειάρχης και άνθρωπος, δέχτηκε να βοηθήσει. Η συνταξιοδότηση της γραμματέας του τον επόμενο μήνα, του έδινε αυτή τη δυνατότητα, και τα προσόντα της Αρχοντούλας ήταν παραπάνω από επαρκή γι αυτή τη θέση.
Ενθουσιασμένη από την εξέλιξη, έτρεξε να πει τα χαρμόσυνα νέα στη μητέρα της. Επιτέλους από εδώ και πέρα όλα θα πήγαιναν καλύτερα!
Το πρώτο σκίρτημα του έρωτα το αισθάνθηκε αρκετούς μήνες αργότερα. Ένας νεαρός φαντάρος που υπηρετούσε στην περιοχή, έδειξε το ενδιαφέρον του, και εκείνη για πρώτη φορά δεν ένιωσε άσχημα με την πολιορκία του. Ίσως είχε έρθει η ώρα να ξεπεράσει το παρελθόν και να ζήσει τον έρωτα, αγνά όπως τον είχε ονειρευτεί στα παιδικά της χρόνια. Όμως ο νεαρός δεν ήταν από τα μέρη τους. Κάπου από την Πελοπόννησο ήταν η καταγωγή του και αυτό θα δυσκόλευε μια σοβαρή σχέση, όταν απολυόταν. Παρ όλα αυτά αποφάσισε να προχωρήσει μαζί του με όποιο τίμημα.
Τα άσχημα συναισθήματα επανήλθαν όταν βρέθηκε γυμνή στην αγκαλιά του. Η ναυτία κάθε φορά που τη φιλούσε και τη χάιδευε, δεν της επέτρεπε να χαρεί τις στιγμές. Αν και τον ήθελε πολύ, ο παλιός της εαυτός έστεκε εμπόδιο. Έκανε υπομονή μέχρι την κορύφωση της πράξης υποκρινόμενη ηδονή, που επουδενί υπήρχε. Μόνο όταν ντύθηκαν ένιωσε ανακουφισμένη. Δυστυχώς άλλη ευκαιρία δεν θα του έδινε.
Μάλλον έπρεπε να το πάρει απόφαση πως δεν θα ήταν ποτέ πια κανονική.
Και έτσι τα χρόνια περούσαν χωρίς τίποτα συνταρακτικό να συμβαίνει στη ζωή της. Ακόμα και η δουλειά, της φαινόταν πια βαρετή. Τις περισσότερες ώρες καθόταν άπραγη και μόνο που και που κάποιος έμπαινε και ζητούσε ένα πιστοποιητικό ή άλλη εκδούλευση. Παρέες δεν έκανε με τις άλλες κοπέλες, όσες δηλαδή είχαν μείνει ανύπαντρες, γιατί δεν έβρισκε κανένα κοινό με τα ενδιαφέροντα τους.
Έκανε σκέψεις να φύγει, να κατέβει στην Αθήνα, αναζητώντας καλύτερη τύχη, όμως η μητέρα της την είχε ανάγκη, καθώς μέρα με τη μέρα βάραινε και δεν μπορούσε πια να ανταπεξέλθει ούτε στις καθημερινές δραστηριότητες. Λίγα τα χρόνια που της απέμεναν, όπως αποφάνθηκε ο γιατρός αν και δεν έβρισκε κάποια σοβαρή πάθηση.
Μάλλον είχε παραιτηθεί και επιζητούσε το θάνατο για κάποιο λόγο που ούτε ο γιατρός, ούτε η Αρχοντούλα μπορούσαν να καταλάβουν.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και όλοι είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες για τη γιορτή. Όσοι έτρεφαν γουρούνια έσφαξαν το πιο καλοθρεμμένο και με τις παραδοσιακές μεθόδους έκαναν παστό, λουκάνικα, τσιγαρίδες και ότι άλλο για να βγάλουν το χειμώνα. Οι μάντρες των σπιτιών ασβεστώθηκαν, τα καλά κιλίμια στρώθηκαν στις σάλες και οι νοικοκυρές γύριζαν τα ρούχα των παιδιών το μέσα έξω, για να έχουν την ψευδαίσθηση του καινούργιου.
Η Αρχοντούλα τίποτα από αυτά δεν έκανε. Ούτε γουρούνι είχαν, ούτε δεύτερα κιλίμια. Μόνο ένα τσαπατσούλικο ασβέστωμα έκανε ίσα να μην τη λένε ανεπρόκοπη.
Ότι θα χρειαζόταν για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, θα το αγόραζε την παραμονή. Όχι τίποτα σπουδαία πράγματα, λίγο κρέας, λίγο τυρί και κανένα ζυμαρικό. Δυο ψυχές ήταν κι αυτές λαβωμένες, που χώρος για χαρές και πανηγύρια!
Πολύ θα ήθελε να συμμεριστεί τη χαρά της γειτόνισσας. που σήμερα θα αρραβώνιαζε την κόρη της τη Λενιώ, παλιά της συμμαθήτρια και κατά κάποιο τρόπο φίλη της. Από τις λίγες που διατηρούσε ακόμα μια επαφή. Θα ήθελε λοιπόν να έχει τη διάθεση να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της και να παρευρεθεί στον αρραβώνα, όμως δεν την είχε.
Κάθε μια κοπέλα του χωριού που έβρισκε το δρόμο της γινόταν αγκάθι στην καρδιά της. Για εκείνη ποτέ δεν θα ερχόταν αυτή η ώρα, και το είχε πάρει απόφαση. Δυο μόνο στην ηλικία της έμεναν ανύπαντρες, η μεγάλη κόρη του παπά και η Μαρουσώ.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου