Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Και η μάνα άρχισε πάλι τα ίδια. Με το ζόρι μαγείρευε και ύστερα όλη την υπόλοιπη μέρα καθόταν στην πολυθρόνα άπραγη. Πολλές φορές δεν ήξερες αν ζει ή πέθανε. Η συζήτηση μαζί της είχε γίνει πια πολύ δύσκολη. Μονολεκτικές απαντήσεις κι αυτές όταν διατηρούσε κάποια επαφή με το περιβάλλον. Για καλή τους τύχη τα αφεντικά ήταν καλοί άνθρωποι και δεν τους πέταξαν με τις κλωτσιές από το σπίτι, γιατί στην ουσία χάρη τους έκαναν. Όσο κι αν η Αρχοντούλα προσπαθούσε να καλύψει τις ελλείψεις της μάνας, το σπίτι ήταν τεράστιο και οι ανάγκες για τέσσερα άτομα που έπρεπε να εξυπηρετήσει ήταν πολύ μεγάλες. Χώρια που είχε και την κόρη της να νταντεύει. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα Χριστούγεννα θα έδιναν δεξίωση στο σπίτι με είκοσι καλεσμένους. Βέβαια θα έπαιρναν κι άλλο βοηθητικό προσωπικό εκείνες τις ημέρες, αλλά και πάλι τα περισσότερα από τα χέρια της θα περνούσαν.
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων ένας πανικός επικρατούσε σε όλους τους χώρους του σπιτιού. Κυρίως η κουζίνα θύμιζε πολύβουο μελίσσι. Τρεις γυναίκες καθάριζαν λαχανικά και πατάτες, άλλες δυο ετοίμαζαν τα αρνιά και τα γουρούνια για το φούρνο και η μάνα σε μια από τις σπάνιες εκλάμψεις της τύλιγε ντολμαδάκια. Η Αρχοντούλα επέβλεπε τα πάντα και παράλληλα ετοίμαζε τις σαλάτες και τα ορεκτικά.
Στις επτά το βράδυ όλα ήταν υπό έλεγχο. Αφού σιγουρεύτηκε πως τα πάντα ήταν εντάξει ανέβηκε στο δωμάτιο της για ένα μπάνιο. Η κόρη της ξαπλωμένη στην κούνια κοιτούσε το ταβάνι, πράγμα που άλλωστε έκανε τις περισσότερες ώρες της ημέρας.
Αφού τελείωσε το μπάνιο, στέγνωσε τα μαλλιά και τα κτένισε κάνοντας ένα όμορφο κότσο που στερέωσε με ένα ασημένιο κτενάκι. Αυτό ταίριαζε πολύ με το σατέν μαύρο φόρεμα με πούλιες που ήταν το δώρο των αφεντικών για την ημέρα.
Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και το αποτέλεσμα την ικανοποίησε απόλυτα. Θα μπορούσε να σταθεί άξια ανάμεσα στους εκλεκτούς καλεσμένους. Δύο βουλευτές και τρεις πρέσβεις με τις συζύγους τους και κάποιοι άλλοι επώνυμοι που δεν έμαθε ποιοι.
Στις εννέα έφτασαν οι πρώτοι καλεσμένοι και η Αρχοντούλα τους υποδέχθηκε με μια βαθιά υπόκλιση και αφού πήρε τα παλτά τους τούς οδήγησε στο σαλόνι, όπου το τεράστιο τζάκι ανέδιδε μια γλυκιά θαλπωρή.
Σε λίγο ο χώρος ήταν γεμάτος από καλοντυμένους αστούς που απολάμβαναν το ποτό τους συζητώντας χαμηλόφωνα. Τελευταίοι έφτασαν ένα ζευγάρι μεσήλικες που δεν έδειχναν να ταιριάζουν με τους υπόλοιπους. Τα ρούχα τους δεν είχαν τίποτα από την πολυτέλεια των άλλων αν και ήταν προσεκτικά διαλεγμένα. Η οικοδέσποινα τους υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, και ήταν οι μόνοι που αγκάλιασε θερμά.
«Ξαδέλφη!», καλωσόρισε τη νεοφερμένη. «Μόνη σου ήρθες; Τα παιδιά;».
«Τα παιδιά έχουν τις δικές τους παρέες!», της απάντησε χαμογελώντας. «Τι δουλειά έχουν με μας τους γέρους!».
Ξαδέλφη, σκέφτηκε η Αρχοντούλα. Έτσι εξηγείται η οικειότητα.
Κοίταξε προς το μέρος της μητέρας της που καθόταν παράμερα σαν φτωχός συγγενής και την είδε παραξενεμένη να κοιτάζει επίμονα την ξαδέλφη. Κι αυτό δεν ήταν βλέμμα περιέργειας αλλά μάλλον τρόμου! Τον ίδιο που αντίκρισε και στα μάτια της γυναίκας όταν διασταυρώθηκαν οι ματιές τους με τη μάνα. Η ξαδέλφη την πλησίασε διστακτικά για να βεβαιωθεί πως ήταν αυτή που υποψιαζόταν. «Αργυρώ!», της είπε με έκπληξη. «Εσύ είσαι;».
Η μητέρα στριφογύρισε στην καρέκλα της σαν παγιδευμένο αγρίμι. Μόνο αυτή τη συνάντηση δεν έβαζε στο μυαλό της. Όλα θα κατέρρεαν αν άρχιζαν οι αποκαλύψεις. Σηκώθηκε αργά και έσκυψε στο αυτί της γυναίκας. «Εγώ είμαι.», της είπε» κι εκείνη είναι η κόρη μου. Προς Θεού μην καταλάβει τίποτα!».
Πανέξυπνη η ξαδέλφη τα μπάλωσε αμέσως. Με τη μητέρα σου δουλεύαμε μαζί στο εργοστάσιο λίγα χρόνια πριν γεννηθείς!», στράφηκε προς την Αρχοντούλα «Μικρός που είναι ο κόσμος! Αν ποτέ χρειαστείς κάτι παιδί μου έλα να με βρεις, θα χαρώ να βοηθήσω!». Η Αρχοντούλα κοίταξε τη μάνα της που είχε πανιάσει. «Ευχαριστώ απάντησε τελικά. «Προς το παρόν εδώ είμαστε μια χαρά. Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή.!».
Αργά τα ξημερώματα άρχισαν να φεύγουν οι καλεσμένοι και άρχιζε το μαρτύριο του συμμαζέματος. Τους πήρε πάνω από πέντε ώρες να φέρουν το σπίτι σε κάποιο λογαριασμό και αφού έφυγαν και οι υπηρέτες, έπεσαν εξουθενωμένες για ύπνο.
Μόνο μια ερώτηση πρόλαβε να κάνει η Αρχοντούλα στην Αργυρώ. Γιατί τρόμαξε τόσο από την εμφάνιση της ξαδέλφης. Αντί για ξεκάθαρη απάντηση πήρε ένα γρίφο. «Θα μάθεις όταν πεθάνω!», και κλείνοντας τα μάτια σταμάτησε εκεί την κουβέντα, παρά τις προσπάθειες της Αρχοντούλας να ψαρέψει κάτι περισσότερο.
Ούτε τις επόμενες ημέρες κατάφερε κάτι, καθώς η Αργυρώ έδειχνε σημάδια επιδείνωσης. Ο γιατρός που κάλεσαν συνέστησε άμεσα τη μεταφορά της στο νοσοκομείο. Στο ασθενοφόρο έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό, και τρεις ώρες μετά, ένα δεύτερο στο νοσοκομείο, έκοψε το νήμα της ζωής της.
Η Αρχοντούλα την πένθησε σαράντα μέρες και ύστερα πήρε την απόφαση να φύγει από το αρχοντικό. Είχε ήδη φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα και θα αναζητούσε καλύτερη τύχη, για μια πιο υποφερτή ζωή. Για ευτυχισμένη ζωή, ούτε που το σκεφτόταν. Δεν ήταν γεννημένη για κάτι τέτοιο.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου