ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ (28η συνέχεια. ( Ο θάνατος)

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο 


Τα αφεντικά της προσπάθησαν να την μεταπείσουν με κάθε τρόπο. Είχαν αγαπήσει και την ίδια και την κορούλα της, και άλλωστε ήταν τόσο ευχαριστημένες από τη δουλειά της. Όμως η απόφαση της ήταν αμετάκλητη. Θα έπεφτε στα βαθιά και όπου ήθελε ας βγει! Πρώτα όμως έπρεπε να επισκεφτεί την ξαδέλφη της αφεντικίνας. Επιτέλους ήλθε η ώρα να μάθει τα μυστικά που κρύβει αυτή η γυναίκα, και τώρα δεν υπήρχε το εμπόδιο της μητέρας. 

___________

     ΑΘΗΝΑ1975

Το τηλεφώνημα του πατέρα δεν άφηνε πολλά περιθώρια στον Αντώνη. Η κατάσταση της μητέρας δεν ήταν και πολύ καλή. Ο γιατρός υποψιαζόταν νεφρική ανεπάρκεια και ζήτησε να εξεταστεί από νεφρολόγο. Ξεκίνησε με ένα βάρος στην ψυχή. Την αγαπούσε τη μάνα του. Ίσως με τον πατέρα να είχε ένα πιο εγκεφαλικό δεσμό, όμως εκείνη  ήταν το συναισθηματικό του δέσιμο, παρόλο που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα εκδηλωτική μαζί του. Ο Αντώνης το απέδιδε στις δυο αποβολές που έκανε μετά τη δική του γέννηση. 

Έφτασε στο πατρικό της Βερανζέρου και κοίταξε με νοσταλγία την αυλή που πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από τότε πολλά άλλαξαν βέβαια, καθώς τώρα το φρόντιζε κηπουρός και όλα έδειχναν πιο ζωντανά. Ακόμα και η γέρικη μουριά φαινόταν να ξανάνιωσε. 

Μπήκε στο σπίτι σκουπίζοντας τα πόδια στο χαλάκι της εισόδου. Οι γονείς του σχολαστικοί με την καθαριότητα δεν ανέχονταν ούτε κόκκο σκόνης, πόσο μάλλον χώματα και λάσπες. Η μητέρα καθόταν στην άνετη πολυθρόνα του σαλονιού και έπλεκε. Πάντα τη θυμόταν να πλέκει ο Αντώνης και απορούσε που διάολο πήγαιναν όλα αυτά τα πλεκτά. Έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο και εκείνη ανταπέδωσε τον ασπασμό.

«Πρέπει να μάθεις ότι πεθαίνω για να έρθεις να με δεις!», του παραπονέθηκε.

«Έλα ρε μάνα!», της απάντησε αγκαλιάζοντας την «Πως σου αρέσει να υπερβάλλεις!».

Ο πατέρας βημάτιζε νευρικός με το τσιγάρο στο χέρι. Έδειχνε αρκετά καταβεβλημένος από την τελευταία φορά που τον είδε ο Αντώνης. Η υγεία της μάνας τον είχε επηρεάσει και αυτό φαινόταν ξεκάθαρα.

«Θα πιείς καφέ ή προτιμάς ένα χυμό», τον ρώτησε 

«Μια μπύρα θα ήταν πολύ καλύτερη!», του απάντησε. «Μισή-μισή!».

Ο πατέρας φώναξε την υπηρέτρια να δώσει την παραγγελία.

«Μυρτώ! Έλα κορίτσι μου σε παρακαλώ!».

Ο αιώνια ευγενικός κύριος Δημήτρης, σκέφτηκε ο Αντώνης. Πάντα με τον καλύτερο τρόπο μιλούσε ακόμα και σε πολλούς που δεν το άξιζαν!

Η Μυρτώ μπήκε και μόλις είδε τον Αντώνη, χαμογέλασε. «Τι κάνετε κύριε;», τον ρώτησε «Καιρό έχουμε να σας δούμε».

  Τα μαύρα ρούχα που φορούσε έκαναν εντύπωση στον Αντώνη. Σχεδόν καλοκαίρι ακόμα και πάντως δεν ήταν το αγαπημένο της χρώμα από όσο θυμόταν.

«Έχασε τον πατέρα της πρόσφατα», του εξήγησε ο πατέρας, αφού η Μυρτώ πήγε στην κουζίνα να φέρει την μπύρα..

«Πέθανε ο Θύμιος;», έκανε έκπληκτος ο Αντώνης.

«Στην πραγματικότητα είχε πεθάνει καιρό», απάντησε με θλίψη. «Τώρα απλά ήρθε και ο βιολογικός θάνατος. Τον έπνιξαν σαν το σκυλί στο λιμάνι στον Πειραιά. Εκεί έμενε από τότε που τον έδιωξα.».

 Ο Αντώνης τινάχτηκε σαν να τον κτύπησε το ρεύμα. Ώστε ο Θύμιος ήταν ο Ήφαιστος; Δεν γνώριζε καν πως δεν δούλευε πια για τον πατέρα του. Αν δεν είχε τα μαλλιά και τα μούσια, θα τον είχε αναγνωρίσει σίγουρα, και τουλάχιστον θα έλεγαν το όνομα του στην κηδεία και όχι απλά «τον δούλο Σου».

«Την Κυριακή είναι το μνημόσυνο του», συνέχισε ο πατέρας πίνοντας μια γουλιά από τη μπύρα. «Σε μια εκκλησία στη Δραπετσώνα. Ένας παλαιοημερολογίτης παπάς το έχει αναλάβει, ο ίδιος που τον κήδεψε». 

«Εγώ έκανα τη νεκροτομή!», είπε λυπημένος. «Όμως ήταν αδύνατο να τον αναγνωρίσω έτσι που είχε αλλάξει!».

Ο πατέρας ήταν φανερό πως δεν ήθελε να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση. Ίσως οι τύψεις πως δεν προστάτεψε τον Θύμιο όταν είχε ανάγκη από βοήθεια, ίσως η υγεία της γυναίκας του, τον έκαναν να αισθάνεται άβολα, και ο Αντώνης το κατάλαβε και σταμάτησε τις αναφορές στο θέμα. Από εκεί και πέρα, η κουβέντα περιστράφηκε γύρω απ΄την μητέρα και το πώς έπρεπε να χειριστούν την κατάσταση από εδώ και πέρα. Ο Αντώνης θεώρησε πως το καλύτερο θα ήταν να γίνει εισαγωγή στο νοσοκομείο για να έχει την περίθαλψη που χρειαζόταν. Θα το κανόνιζε με τον Μάνο να μπει το συντομότερο δυνατό.   

Προτίμησε να τον δει από κοντά και έτσι κατευθύνθηκε προς τον Ευαγγελισμό. Είχαν καιρό να βρεθούν και αυτό ήταν καλύτερο από ένα τυπικό τηλεφώνημα. Για κακή του τύχη το νοσοκομείο εφημέρευε και όλοι οι χώροι ήταν γεμάτοι ασθενείς που περίμεναν να εξεταστούν. Αν και φοβόταν πως ο Μάνος θα ήταν πολύ απασχολημένος ανέβηκε στη Παθολογική μήπως τελικά τον πετύχει σε κάποιο διάλειμμα. Στο γραφείο των γιατρών δεν ήταν κανείς και γι αυτό απευθύνθηκε στην προϊσταμένη για πληροφορίες. Εκείνη τον ενημέρωσε πως ο Μάνος ήταν στην εντατική για έναν εμφραγματία που έφεραν πριν από λίγο.

Απόμεινε διστακτικός στο αν έπρεπε να φύγει ή να περιμένει λίγο. Τελικά κατέληξε στο δεύτερο. Κάθισε στο σαλονάκι του ορόφου και έπιασε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό που ήταν παρατημένο στο τραπεζάκι. Δεν θα είχα περάσει δέκα λεπτά όταν είδε το Μάνο να πλησιάζει το γραφείο. Έτρεξε και τον πρόλαβε πριν φύγει πάλι.

«Αυτό είναι από τα άγραφα!», έκανε έκπληκτος ο γιατρός. «Μόλις ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω!».

«Για κάποιο συγκεκριμένο λόγο ή εθιμοτυπικά;», τον ρώτησε.

«Φέρανε τον μπάρμπα Νίκο με βαρύ έμφραγμα! Υπέθεσα πως θα σε ενδιέφερε!».

«Ασφαλώς και με ενδιαφέρει! Πως είναι;».

«Προς το παρόν τον σταθεροποιήσαμε αλλά φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρει!». 

«Μπόρεσε να σου μιλήσει;».

«Αμφιβάλω αν με αναγνώρισε καν! Ήρθε σε πολύ άσχημη κατάσταση και τώρα είναι σε καταστολή.».

«Ήρθε κανείς μαζί του;».

«Η κόρη του. Η καημένη μοιάζει χαμένη. Πρώτη φορά κατεβαίνει στην Αθήνα και ήρθε για τον λάθος λόγο.».


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου