ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 95η συνέχεια (Υπερφυσική παρουσία )

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Ο υπέργηρος ιερομόναχος άκουσε την ιστορία της Μαρίας με περίσκεψη. Πολλές ψυχές είχαν ακουμπήσει τις ψυχές τους στο πετραχήλι του, στα πενήντα χρόνια που εξομολογούσε. Αυτή όμως η ψυχή δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Τόσο φοβισμένη, τόσο χαμένη στην άβυσσο των παραισθήσεων, τον δυσκόλευε να ξεχωρίσει την αλήθεια από το παραλήρημα. Ήταν αληθινή η μετάνοια της ή μήπως μόνον ο φόβος την οδήγησε κοντά του; Προσευχήθηκε θερμά να πάρει απάντηση από τον Θεό. 

“Δεν είσαι ακόμη έτοιμη για την πραγματική μετάνοια”, κατέληξε τελικά. “Ο χαμός του παιδιού σου σε συγκλόνισε, όμως οι επιρροές του κακού είναι εμφανείς στην ψυχή σου. Κανονικά θα έπρεπε να σου ζητήσω να παραδοθείς στην Αστυνομία. Αυτό θα εξυπηρετούσε την δικαιοσύνη των ανθρώπων, αλλά όχι του Θεού. Θα σου προτείνω λοιπόν αυστηρή νηστεία την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και κάτι ακόμη δυσκολότερο. Να ζητήσεις την συγχώρηση από όσους ανθρώπους έβλαψες και είναι ακόμη εν ζωή. Όσο για τους νεκρούς, σαρανταλείτουργο με μνημόνευση των ονομάτων τους και ελεημοσύνη, σύμφωνα με την οικονομική σου δυνατότητα. Το Μεγάλο Σάββατο σε περιμένω πάλι εδώ, για να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα και να αποφασίσουμε τη συνέχεια!” 

 Η Μαρία σηκώθηκε με βαριά καρδιά. Φανταζόταν πως θα ήταν πολύ πιο εύκολη η συνάντηση. Είχε έρθει αποφασισμένη να αδειάσει την ψυχή της και να πάρει την άφεση των αμαρτιών της, δίχως όρους και προϋποθέσεις! Η νηστεία δεν την τρόμαζε τόσο. Έτσι κι αλλιώς από παιδί ήταν ολιγόφαγη. Αυτό που την φόβιζε ήταν η αντίδραση των ανθρώπων που είχε πληγώσει. Για την Καλλιόπη ήταν σίγουρη πως θα την συγχωρούσε, αν δεν την είχε ήδη. Ο Θανάσης, και η Ευγενία, μάλλον εύκολα θα την συγχωρούσαν κι αυτοί, μετά την οικονομική τους αποκατάσταση. Αλλά τι θα γινόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει τους γονείς του Αριστείδη; Την Βαγγελιώ; Τον παπά Λευτέρη; Τον Γιώργο; Μαύρη απελπισία την τύλιξε. 

Όχι δεν μπορούσε να σταθεί απέναντι τους! Το πιθανότερο ήταν κάποιος από όλους να την καταδώσει στην Αστυνομία, ίσως όχι η Βαγγελιώ αλλά οι άλλοι είχαν κάθε λόγο και το δίκιο με το μέρος τους. Αποδείξεις δεν υπήρχαν αν δεν ομολογούσε η ίδια, όμως δεν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να αντέξει τις ανακρίσεις. Ο φόβος του Θεού που για λίγο άγγιξε την ψυχή της παραμέρισε, και την θέση του πήρε ο τρόμος της φυλακής και της διαπόμπευσης. 

Έφυγε γρήγορα πριν εμφανιστεί η Καλλιόπη και έτρεξε στο αυτοκίνητο. Θα άφηνε πίσω το μοναστήρι, τους παπάδες και τις ενοχές. Τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να απειλήσει τη ζωή της, αν η ίδια δεν έδινε το δικαίωμα! Και δεν είχε σκοπό να το δώσει. Με μεγάλη ταχύτητα πήρε το δρόμο για την Χαλκίδα. Ένα δρόμο δύσκολο γεμάτο απότομες στροφές και ολισθηρό μετά τις χιονοπτώσεις των τελευταίων ημερών. Σε μια στροφή που δεν είχε καλή ορατότητα πετάχτηκε μπροστά της ένα ζώο. Αλεπού, σκύλος; Δεν πρόλαβε να διακρίνει.

Στην προσπάθεια να το αποφύγει, έχασε τον έλεγχο και έπεσε με δύναμη στις προστατευτικές μπάρες. Ευτυχώς άντεξαν οι μπάρες και δεν κατέληξε στο γκρεμό που ανοιγόταν απειλητικός από κάτω. Πονούσε παντού και το αίμα της πότισε το κάθισμα. Με δυσκολία κατάφερε να τηλεφωνήσει στην Καλλιόπη δευτερόλεπτα πριν χάσει τις αισθήσεις της.

Σε λίγη ώρα ασθενοφόρο την μετέφερε στο κέντρο υγείας και από εκεί στο ΚΑΤ, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της. Με σπασίματα σε χέρι και πλευρά, που δεν φαίνονταν ιδιαίτερα σοβαρά, αλλά με βαριά διάσειση που ανησυχούσε τους γιατρούς. Η αξονική έδειξε ένα αιμάτωμα αρκετά εκτεταμένο, το οποίο αποφάσισαν σε πρώτη φάση, να αντιμετωπίσουν συντηρητικά. 

Τρεις μέρες μετά οι εξετάσεις έδειξαν σημαντική βελτίωση και το αιμάτωμα είχε συρρικνωθεί. Όμως η Μαρία δεν έδειχνε σημάδια ανάκαμψης. Τις λίγες ώρες που ήταν ξύπνια μιλούσε ασυνάρτητα και δεν αναγνώριζε κανέναν από όσους την επισκέπτονταν. Ούτε τη Βαγγελιώ, ούτε τον Αλέξανδρο, ούτε τον Ερρίκο. Μόλις μια βδομάδα μετά κατάφερε να μιλήσει κάπως λογικά και να αρχίσει επιτέλους να αντιλαμβάνεται τους γύρω της. 

Τον νεαρό γιατρό που μπήκε στο δωμάτιο, πρώτη φορά τον έβλεπε η Βαγγελιώ, που όλες αυτές τις ημέρες ξαγρυπνούσε στο προσκέφαλο της Μαρίας. Με ένα νεύμα αυτός, χωρίς να πει κουβέντα, έδειξε στη Βαγγελιώ πως έπρεπε να βγει. “Λοιπόν Μαριγώ, πως είμαστε σήμερα;”, την ρώτησε γλυκά. “Δεν είμαι σίγουρη γιατρέ. Σαν μια ομίχλη να έχω στο κεφάλι μου, που με εμποδίζει να θυμηθώ πράγματα”, του απάντησε κουρασμένη. 

 “Όλα θα πάνε καλά!”, την ενθάρρυνε. “Και θα θυμηθείς και θα κάνεις αυτό που πρέπει! Έχεις αναλάβει μια δέσμευση απέναντι στον Θεό. Μην το ξεχάσεις ποτέ!” 

 “Δεν σας έχω ξαναδεί”, του είπε απορημένη. “Είστε καινούργιος εδώ; Και που ξέρετε τόσα για μένα, ακόμη και το όνομα που δεν χρησιμοποιώ πια;” 

 Αντί για απάντηση της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο και ανοίγοντας την μπαλκονόπορτα βγήκε στη μικρή βεράντα. 

 Οι τραπεζοκόμες άρχισαν να μοιράζουν το βραδινό στους ασθενείς, και μια από αυτές έφτασε στο δωμάτιο της Μαρίας. “Είναι μέσα ο γιατρός”, την προειδοποίησε η Βαγγελιώ. Εκείνη την κοίταξε παραξενεμένη. 

 “Ο γιατρός εφημερίας είναι στο γραφείο του, μόλις πριν λίγο τον χαιρέτησα!”

 Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. “Ορίστε κανείς δεν είναι εδώ!”, είπε στην εμβρόντητη Βαγγελιώ. “Μόνο σας παρακαλώ μην αφήνετε ανοικτή την μπαλκονόπορτα. Είναι χειμώνας ακόμη και σέρνονται ιώσεις.” 

 Οι δυο γυναίκες απόμειναν να κοιτάζονται σαν χαμένες, μόλις έφυγε η τραπεζοκόμος. “Που πήγε;”, ρώτησε με τρόμο η Βαγγελιώ.


Δείτε επίσης: Απίθανα δώρα σε φανταστικές τιμές μόνο στο Temu!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου