ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 98η συνέχεια (Το σωτήριο όραμα )

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Και ύστερα; τι με περιμένει ύστερα;”, αυτή η σκέψη τη βασάνιζε από τη στιγμή που πήρε την απόφαση. “Συχώρα με!, φώναξε κοιτώντας τον ουρανό και κάθισε στο πεζούλι με τα πόδια προς το γκρεμό. Δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί όρθια, ούτε και να κοιτάζει προς τα κάτω. Με μια ματιά αποχαιρέτησε το χωριό που απλωνόταν στο βάθος και έκλεισε τα μάτια. Το μόνο που έμενε ήταν να σπρώξει δυνατά το γερό της χέρι και να βρεθεί στο κενό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε το σταυρό της.΅ Εκείνη τη στιγμή ένα δυνατό τράνταγμα σαν από σεισμό την πέταξε προς τα πίσω και μια λάμψη σαν αστραπή την τύφλωσε. Το σοκ ήταν τόσο δυνατό, που έχασε τις αισθήσεις της.

Οι φωνές του παπά Λευτέρη, που την ακολούθησε ασθμαίνοντας, λίγα λεπτά αφ ότου έφυγε από το σπίτι του, δεν έφτασαν στα αυτιά της Μαρίας. Λίγο η απόσταση που τους χώριζε, λίγο η φουρτούνα στην ψυχή της, εμπόδισαν τις σπαρακτικές του κραυγές, να ακουστούν. Μετανιωμένος από την συμπεριφορά του, που δεν ταίριαζε σε λειτουργό του Υψίστου, έτρεξε- τρόπος του λέγειν- να την προφτάσει, πριν κάνει καμιά τρέλα. Όταν την είδε από μακρυά να παίρνει το μονοπάτι για το λατομείο, σιγουρεύτηκε πως κάτι τέτοιο είχε στο μυαλό της. 

Η αγωνία του να προλάβει το κακό, που έβλεπε να έρχεται με δική του υπαιτιότητα, τον ανάγκασε να αψηφήσει τις προειδοποιήσεις του καρδιολόγου, για την ευαίσθητη καρδιά του. Λαχανιασμένος έφτασε εκεί που βρισκόταν λιπόθυμη η Μαρία. 

 ”Μαριγώ μου!, της φώναξε έντρομος, ανασηκώνοντας το κεφάλι της. “Συγχώρα με τον αμαρτωλό! Δεν ήξερα τι έκανα!” Τα μάτια της Μαρίας τρεμόπαιξαν και το χρώμα άρχισε να επανέρχεται στα μάγουλα της. Ανακουφισμένος ο παπάς έκανε το σταυρό του, δοξάζοντας τον Θεό. Την αγκάλιασε σφικτά και φίλησε το μέτωπο της. 

 ¨Σε ευχαριστώ !”, του είπε μόνο με ξεψυχισμένη φωνή, όταν συνήλθε κάπως. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι, κλαίγοντας για αρκετή ώρα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Όταν σιγά σιγά πήραν το δρόμο της επιστροφής, είχε ήδη σουρουπώσει. “Θα πεινάς σίγουρα παιδί μου”, διαπίστωσε ο παπάς. “Θα ετοιμάσω κάτι πρόχειρο να φάμε. Από τότε που έφυγε η παπαδιά, δύσκολα τα καταφέρνω με την κουζίνα!” 

 Του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. 

“Εγώ θα μαγειρέψω πάτερ. Κάτι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια!” 

 Σάββατο της Τυρινής σήμερα και η Μαρία έφτιαξε μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα, αυγά τηγανιτά και μια σαλάτα με τόνο. Έφαγαν και ήπιαν και λίγο κρασί. 

 “Ξέρεις παπά Λευτέρη”, είπε η Μαρία, πίνοντας την τελευταία γουλιά από το κρασί της. “Ο Κύριος με έσωσε σήμερα”, και του διηγήθηκε το τράνταγμα και την λάμψη που απέτρεψε την αυτοκτονία της.

Ο παπάς κούνησε με επιδοκιμασία το κεφάλι. 

 “Θαυμαστά τα έργα Σου!”, μουρμούρισε με δέος. Η Μαρία συνέχισε να του αφηγείται όλες τις μεταφυσικές εμπειρίες που είχε, και εκείνος την άκουγε αποσβολωμένος. 

 “Έχεις την προστασία των ουρανίων δυνάμεων, κόρη μου!”, αποφάνθηκε, όταν η Μαρία τελείωσε. “Δίχως αυτήν θα ήσουν χαμένη. Μόνο πρόσεξε να μην ξαναπροδώσεις την εμπιστοσύνη του Θεού! Αυτή τη φορά δεν θα υπάρχει σωτηρία!” 

 Του το υποσχέθηκε δακρυσμένη και του φίλησε το χέρι.

Το επόμενο πρωινό, πριν ακόμη κτυπήσει η καμπάνα, ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στην εκκλησία, μετά τον παπά, ήταν η Μαρία. Συμμετείχε για πρώτη φορά, έπειτα από τόσα χρόνια στη θεία μυσταγωγία, με πραγματικό ζήλο. Ο Σπύρος ο ψάλτης, γερασμένος πια, δυσκολευόταν πολύ να ψάλλει σωστά και είχε χάσει τον παλιό του οίστρο. Αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε. Ήταν εκεί για τον Θεό, που είχε αγνοήσει τόσο προκλητικά μέχρι λίγες μέρες πριν, και όχι για να ευχαριστήσει τα αυτιά της με καλλιφωνίες. 

 Λιγοστοί οι χωρικοί που παρακολουθούσαν τη Θεία λειτουργία, και η Μαρία αναπόλησε τις εποχές που δυσκολευόσουν να βρεις κάθισμα. Ο κόσμος πια δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον Θεό, και το χωριό δεν αποτελούσε εξαίρεση! Ο Σαράντης, η Αγγελική, η Λεμονιά και η Μαρίνα ήταν οι μόνοι που την πλησίασαν και αντάλλαξαν λίγα λόγια και ένα φιλί. Ένα περίεργο μούδιασμα υπήρχε διάχυτο στο υπόλοιπο εκκλησίασμα. Η φήμη της πάμπλουτης και αδίστακτης τους έκανε να είναι επιφυλακτικοί μαζί της. Δεν τους κατηγορούσε, όλο το δίκιο με το μέρος τους είχαν, και μπορεί να μην το ήξεραν, το γνώριζε όμως πολύ καλά η ίδια! Με το τέλος της ακολουθίας μίλησε για λίγο με τη Μαρίνα στο προαύλιο και ύστερα μπήκε και πάλι στον άδειο ναό. Έβγαλε το μπλοκ επιταγών της και έκοψε μια στο όνομα του παπά Λευτέρη. Τριάντα χιλιάδες Ευρώ το ποσόν, που τον παρακάλεσε να διαθέσει για εργασίες στην εκκλησία και για βοήθεια σε όποιον γνώριζε πως αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Αποχαιρετίστηκαν με μια θερμή αγκαλιά, και την υπόσχεση της πως θα επισκεπτόταν συχνά το χωριό. 

 Λίγο πριν φύγει για Πειραιά, πέρασε από το σπίτι του Αποστόλη. Η κυρία που τον πρόσεχε , μια Μολδαβή μεσόκοπη, παραξενεύτηκε με αυτή την επίσκεψη. Σπάνια κάποιος ερχόταν να τον δει. Δεν την αναγνώρισε, όπως ήταν αναμενόμενο και η Μαρία έφυγε αφού πρώτα έδωσε ένα μεγάλο ποσό στην γυναίκα, για κάποιες δουλειές που έπρεπε επειγόντως να γίνουν στο σπίτι. Με ανάμικτα συναισθήματα πήρε το δρόμο για τη Χώρα. Από τη μια ανακούφιση, γιατί πήρε την πολυπόθητη συγχώρηση από τον παπά Λευτέρη, κι από την άλλη μια στενοχώρια για την ερήμωση του χωριού, που ερχόταν με γεωμετρική πρόοδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου