Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Η Αρχοντούλα δεν ήταν κανένα σπουδαίο πρόσωπο για να ενδιαφέρονται αυτοί οι τύποι. Μέχρι πριν λίγο καιρό ζούσε σε ένα χαμόσπιτο και τελευταία άστεγη στον Πειραιά. Άρα κάτι σκοτεινό πολύ πίσω πρέπει να στοιχειώνει το παρόν της.
Τελείωσε βιαστικά με τις δουλειές, αφού είχε και τη βοήθεια των γυναικών, και έφυγε. Βρήκε την Αρχοντούλα στο κρεβάτι να τρέμει. Ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο της και διαπίστωσε πως έχει πυρετό και μάλιστα αρκετά υψηλό. «Πάω να φέρω το θερμόμετρο και ένα παυσίπονο», της είπε γλυκά. «Καίγεσαι στον πυρετό καλή μου!».
«Θυμήθηκα κάτι!», του είπε αντί για άλλη απάντηση. « Μια νοσοκόμα να με τραβάει με το ζόρι και να μπαίνουμε σε ένα μαύρο αυτοκίνητο. Εγώ κρατούσα το μωρό στην αγκαλιά που έκλαιγε ασταμάτητα. Κατεβήκαμε στον Πειραιά μπήκαμε σε ένα καΐκι και πήγαμε στην Αίγινα. Εκεί την έχασα.
Εξαφανίστηκε και μας άφησε εκεί μόνες. Αυτά θυμήθηκα ή μήπως τα φαντάστηκα από τον πυρετό;».Ούτε ο παπάς ήταν σίγουρος για κάποιο από τα δύο. Αν δεν είχε μεσολαβήσει η συνομιλία με τον Αντώνη, θα πίστευε στο δεύτερο. Τώρα όμως ταλαντευόταν.
«Θα πιεις το παυσίπονο να σου πέσει ο πυρετός και τότε θα ξεκαθαρίσει μέσα σου η αλήθεια!», της είπε και πήγε στην κουζίνα.
Δεν ήταν το μόνο που θυμήθηκε η Αρχοντούλα. Άσχετα αν δεν είπε τα υπόλοιπα του παπά γιατί δεν εμπιστευόταν πια κανένα. Ίσως γινόταν υπερβολική αλλά καλύτερα φύλαγε τα ρούχα σου! Μια ακόμα ανάμνηση που της ήρθε ήταν ο γάμος της. Έβλεπε καθαρά τα πρόσωπα των καλεσμένων όταν της εύχονταν «να ζήσετε». Όμως τα πρόσωπα του άντρα της και των κουμπάρων της φαίνονταν θολά. Μετά βίας διέκρινε αμυδρά τα χαρακτηριστικά τους. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ο γαμπρός ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι πιο ψηλός και σχετικά εύσωμος. Όχι παχύς αλλά με λίγα περισσότερα κιλά. Κι άλλες μπερδεμένες εικόνες ήρθαν στο μυαλό της, όμως όχι ξεκάθαρες μνήμες.
Ήπιε το παυσίπονο που έφερε ο παπάς και το γάλα που της ετοίμασε. Αν και τα ρίγη την ταλαιπωρούσαν περιέργως ένιωθε μιαν ανεξήγητη ευφορία. Ίσως επιτέλους σιγά-σιγά άνοιγε η κουρτίνα που κάλυπτε τα χαμένα της χρόνια και αποκαλυπτόταν η αλήθεια, η οποία όποια κι αν ήταν, είναι καλύτερη απ το σκοτάδι που τα κάλυπτε.
Εν τω μεταξύ στο δρόμο για το πατρικό ο Αντώνης θυμήθηκε την καρφίτσα. Ήταν ευκαιρία να τη δώσει στην Αρχοντούλα, να φύγει από πάνω του το βάρος της φύλαξης της. Αυτή η ευθύνη του ανατέθηκε χωρίς να το επιδιώξει και ποτέ δεν κατάλαβε γιατί πέρασε στα χέρια του, ενώ την βρήκαν ο Μάνος με τον γιο του.
«Κισμέτ!», κατέληξε αυτός ο κατά τα άλλα ορθολογιστής επιστήμονας, που μετά τα τελευταία γεγονότα, μόνο τέτοιος δεν αισθανόταν!
«Πάμε κάπου να τσιμπήσουμε;», ρώτησε τα κορίτσια. «Ούτως ή άλλως τα φαγητά της μάνας μου δεν τρώγονται!»
________
ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΦΛΕΒΑΡΗΣ 1936
Το τσουχτερό κρύο σε συνδυασμό με το χιονόνερο που έπεφτε από νωρίς το πρωί, έκανε την Αρχοντούλα να τυλιχτεί πιο σφικτά με το παλτό της. Το μωρό σκεπασμένο με τις κουβέρτες του έδειχνε ήρεμο και κοιμόταν στο καρότσι του. Με τη διεύθυνση της ξαδέλφης της αφεντικίνας στο χέρι, έψαχνε το σπίτι της. Κάπου εδώ γύρω της είπε ένας περαστικός που ρώτησε. «Καλλιόπη Εφραίμογλου, Κάνιγγος 36, Καστέλλα», έγραφε το σημείωμα και με δυο ακόμα ερωτήσεις έφτασε έξω από την πόρτα του διώροφου. Κτύπησε το κουδούνι και περίμενε να της ανοίξουν. Αντί γι αυτό εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου η Καλλιόπη φορώντας μια χοντρή ρόμπα και γάντια στα χέρια.
«Αρχοντούλα! Τι έκπληξη!» φώναξε στη θέα του απρόσμενου επισκέπτη. «Σου ανοίγω ανέβα κόρη μου!».
Το σπίτι αν και απ έξω έδειχνε παλιό και ταλαιπωρημένο στο εσωτερικό του ήταν υπέροχο. Στη μεγάλη σάλα ένα κομψό τζάκι με τα ξύλα να τριζοβολούν και ακριβά χαλιά στο πάτωμα. Πίνακες στον τοίχο που η Αρχοντούλα αν και δεν είχε ιδέα από τέχνη, κατάλαβε πως θα άξιζαν μια περιουσία. Κεντητά πετσετάκια εξαιρετικής τέχνης σκέπαζαν το τραπέζι και τον μπουφέ που φιλοξενούσε κρυστάλλινα ποτήρια και ασημένια σερβίτσια. Όλα μαρτυρούσαν πλούτο αλλά και γούστο. Το γούστο είναι έμφυτο, όμως ο πλούτος δεν έρχεται έτσι απλά, σκέφτηκε η Αρχοντούλα κοιτώντας έκθαμβη τριγύρω.
«Κάθισε κορίτσι μου!», την παρότρυνε η Καλλιόπη δείχνοντας της την κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα. «Πάω να σας ετοιμάσω κάτι να βάλετε στο στόμα σας. Σίγουρα θα είστε θεονήστικες!».
«Έναν καφέ μόνο αν είναι εύκολο παρακαλώ», ζήτησε ευγενικά. «Η μικρή έχει πιεί το γάλα της και είναι μια χαρά!».
«Καλά- καλά», αποκρίθηκε η νοικοκυρά και έφυγε προς την κουζίνα.
Η Αρχοντούλα περιεργάστηκε τις φωτογραφίες πάνω στο τζάκι. Μια από το γάμο της Καλλιόπης, και οι υπόλοιπες των παιδιών σε διαφορετικές ηλικίες. Δυο αγόρια χωρίς μεγάλη διαφορά στα χρόνια, δυο με τρία περίπου. Όμορφα παιδιά που τώρα θα ήταν όμορφοι άντρες βάσει των χρονολογιών που διάβασε στις φωτογραφίες. Ο μεγαλύτερος είχε τη δική της ηλικία. Τον περνούσε μόνο τέσσερις μήνες. Μάλλον εργένηδες και οι δυο, αλλιώς θα υπήρχαν φωτογραφίες από τους γάμους τους.
Η Καλλιόπη γύρισε κρατώντας ένα δίσκο και τον ακούμπησε στο τραπέζι. Αχνιστός καφές και κουλουράκια διάφορα, που έσπαγαν τη μύτη με τις μυρωδιές τους.
«Λοιπόν; Ρώτησε αφού έσπρωξε τον καφέ και τα κουλουράκια προς τη μεριά της Αρχοντούλας. «Έμαθα για το θάνατο της μητέρας σου και λυπήθηκα πολύ! Δυστυχώς το έμαθα μετά την κηδεία και έτσι δεν μπόρεσα να έρθω», συνέχισε βάζοντας ένα τσιγάρο στη μακριά της πίπα που το άναψε με ένα αναπτήρα βενζίνης. Πρόσφερε και στην Αρχοντούλα τσιγάρο. «Καπνίζεις έτσι δεν είναι;». Κούνησε εκείνη αρνητικά το κεφάλι και αρκέστηκε σε ένα κουλουράκι που βούτηξε στον καφέ και το δάγκωσε με ευχαρίστηση.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου