Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Στάθηκε διστακτικός έξω από την πόρτα της αυλής και περιεργάστηκε το χώρο. Τρεις φιστικιές και μια λεμονιά πνιγμένες στα αγριόχορτα πάλευαν να επιζήσουν χωρίς φροντίδα όπως μαρτυρούσε η κατάσταση τους. Άνοιξε την πόρτα που έτριξε παραπονεμένα και προσπαθώντας να αποφύγει τα χώματα που υπήρχαν παντού στο στενό τσιμεντένιο διάδρομο πλησίασε το ανοικτό παράθυρο και έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του σπιτιού. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο σχετικά μεγάλο και μια χαμηλή πόρτα που πιθανόν οδηγούσε στην κουζίνα ήταν ότι μπόρεσε να δει. Καθισμένη με την πλάτη προς το παράθυρο μια γυναίκα καθάριζε χόρτα. Έμοιαζε γύρω στα πενήντα και το όλο της παρουσιαστικό έδειχνε άνθρωπο με ευγενική καταγωγή.
Κτύπησε την πόρτα και περίμενε να του ανοίξει. Πέρασαν λίγα λεπτά μέχρι να γίνει αυτό αλλά όταν την είδε μπροστά του κατάλαβε το λόγο της αργοπορίας. Η γυναίκα είχε σοβαρό κινητικό πρόβλημα και μόνο με τη βοήθεια του μπαστουνιού κατάφερνε να κάνει μερικά βήματα. Ο Μάνος ζήτησε συγγνώμη που την ταλαιπώρησε και εκείνη τον ρώτησε το λόγο της επίσκεψης του, δίχως να τον καλέσει να περάσει μέσα.
«Πρόκειται για την πεθερά μου, την μοναχή Χριστονύμφη.», της είπε. «Έμαθα ότι σας επισκέφθηκε πρόσφατα.».
Έδειξε μια μικρή ταραχή αλλά του απάντησε με σταθερή φωνή.
«Ναι είναι αλήθεια. Με επισκέπτεται συχνά και με βοηθάει με τις δουλειές του σπιτιού. Βλέπετε δεν είμαι ικανή για πολλά πράγματα! Ας την έχει ο Θεός καλά.».
«Την έχουμε χάσει από χθες το απόγευμα. Μήπως ξέρετε τίποτα σχετικό;».
«Τι πάει να πει την χάσατε;», έκανε έκπληκτη. «Πριν καμιά ώρα μιλήσαμε στο τηλέφωνο και με ρώτησε αν χρειάζομαι κάτι.».
«Και δεν σας είπε που βρίσκεται;».
«Όχι γιατί να μου πει κάτι τέτοιο. Υποτίθεται στο μοναστήρι θα ήταν!».
Ξαφνικά ο Μάνος θυμήθηκε τον ηλικιωμένο που τους είδε μαζί το αγόρι.
«Την τελευταία φορά ήρθαν σπίτι σας με έναν κύριο. Γνωρίζετε ποιος είναι;».
«Ο κουνιάδος μου. Είχε έρθει να με δει και συναντήθηκαν στο δρόμο. Την γνωρίζει από χρόνια, πριν καλογερέψει».
«Που μπορώ να τον βρω; Ίσως ξέρει που μπορεί να πήγε η Χριστονύμφη!».
«Αν και δεν νομίζω πως θα ξέρει, θα σας πω. Μένει στην Καστέλα στην οδό Κάνιγγος». Δυστυχώς δεν έχω το τηλέφωνο του. Πάντα αυτός παίρνει να ρωτήσει τι κάνω. Και τώρα αν δεν θέλετε κάτι άλλο σας παρακαλώ να φύγετε. Πρέπει να ξαπλώσω. Η μέση μου με πεθαίνει!».
Σεβάστηκε την επιθυμία της και αφού την ευχαρίστησε μπήκε στο αυτοκίνητο αλλά δεν ξεκίνησε αμέσως. Άναψε ένα τσιγάρο και προσπάθησε να ταξινομήσει τις σκέψεις του. Το σίγουρο ήταν πως η πεθερά του φοβόταν μια συνάντηση μαζί του. Αυτό που δεν ήταν ξεκάθαρο είναι από πού πηγάζει αυτός ο φόβος. Εντάξει έκανε μια αποτρόπαιη πράξη στα νιάτα της όμως πέρασαν τόσα χρόνια και εξάλλου την είχε ήδη εξομολογηθεί στον παπά Διονύση. Εκτός αν γνώριζε περισσότερα και που ήθελε να κρύψει, όπως για παράδειγμα να ήξερε ποιος κτύπησε την Αρχοντούλα, ή ακόμα χειρότερα να ήταν η ίδια που το έκανε μαζί με τον συνεργό της, που δεν αποκλείεται να ήταν ο άντρας που ήρθαν μαζί στο Μεσαγρό. Αυτή η σκέψη δεν του φάνηκε πολύ λογική. Αν την κτύπησαν με σκοπό όπως όλα δείχνουν να τη σκοτώσουν, τότε γιατί την φυγάδευσε διακινδυνεύοντας να κατηγορηθεί για απόπειρα φόνου;
Έβαλε μπρος και ξεκίνησε για την Αίγινα. Αν βιαζόταν υπήρχε περίπτωση να προλάβει το τελευταίο δρομολόγιο για Πειραιά. Ούτως ή άλλως η παραμονή του εδώ δεν μπορούσε να φέρει κάποιο αποτέλεσμα.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου