ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗ ΤΟΝ ΞΕΡΑΝ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ.
Ούτε ρώτησε κανείς τ’ όνομά του, ούτ’ εκείνος το ’πε ποτέ σε κανέναν. Λιγόλογος. Μέτριο, γεροδεμένο κορμί. Πυκνά, σμιχτά φρύδια σκέπαζαν δυο μάτια βαριά. Νιότερος γνωρίζονταν από μια μεγάλη λοξή χαρακιά που ξεκίναγε από το μέτωπο, πέρναγε από το αριστερό μάτι και χάνονταν μέσα στα γένια του. Γερνώντας, κι άλλες αδερφάδες της σκάλισαν το πρόσωπό του. Από κακουχίες σκληρές και έγνοιες, αυτές. Χαράχτηκαν όμως αργά, συμπονετικά. Η πρώτη γίνηκε μεμιάς από πιβουλή ανθρώπινη. Φορούσε τον πιο πολύ καιρό μια κάπα με κουκούλα. Μαύρη χοντρή τριχιά. Tον φύλαγε από το βαρύ μακεδονίτικο κρύο και τον τύλιγε στον μαύρο ύπνο του.
Παλικαράκι μπήκε στα εμπορικά καραβάνια. Από τα Γιάννενα, την Καστοριά, τη Σιάτιστα, τη Θεσσαλονίκη, τη Μοσχόπολη φτάνανε μέχρι Βλαχιά, Βελιγράδι, Τεργέστη, Βιέννη, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι. Σαν έμαθε καλά τους δρόμους και τα περάσματα γίνηκε κυρατζής.[1]
Από μικρός θαμπώνονταν με τ’ αλόγατα και τις φορεσιές του πατέρα και των μπαρμπάδων του. Τσελιγκάδες τρανοί, με βιός. Ζούσαν σε καιρούς δίβουλους και επικίνδυνους. Γύρευαν δύναμη και σιγουριά. Τον μεγάλο, που τ’ άρεσαν τα γράμματα, τον πήγαιναν για παπά. Που θα πει, τα χρόνια εκείνα κεφαλή των ραγιάδων. Τον μικρό όμως, δεν τον κάνανε ζάφτι.[2]
Ένα μεσημέρι, το σόι ήταν μαζεμένο στο κατώι και είχε σοβαρή κουβέντα για τα νιτερέσα της οικογένειας. Λέγαν ν’ ανακατευτούν με το εμπόριο. Εδώ και χρόνους, με συμφωνία ρωσοτουρκική, άνοιξε ο Δούναβης. Οι Ρωμιοί κάνουν ατράνταχτες περιουσίες, έχουν τράπεζες, φτιάνουν αρχοντικά. Σφαλίζουν τη ζωή και τους παράδες τους στην Ευρώπη. Πολλοί πατάγανε πόδι. Δεμένοι με τα κοπάδια τους, πάππου προς πάππου. Πραματευτάδες θα γενούμε στα στερνά; Άκουγε τότε ο μικρός και θάρρευε πως κινούσαν στην ώρα για ταξίδι. Ανέβηκε στον οντά. Εκεί κρέμονταν στη σειρά τα σύμβολα της τσελιγκάδικης ιπποσύνης. Κατέβασε μια κάπα, τη φόρεσε από την κουκούλα και η υπόλοιπη έσερνε πίσω του. Πήγε να κατέβει τη σκάλα. Τον πήρε το βάρος και γκρεμίστηκε κάτω. Τρέξαν όλοι. Είχε ματώσει στο κεφάλι. Του καθάρισαν την πληγή και τον συνεφέρανε. Τότες γεύτηκε, πρώτη φορά, μαζί με τα δάκρυα, αίμα και τσίπουρο. Κοιμήθηκε και συνέχισε τη στράτα του.
Γίνηκε κυρατζής˙ με πενήντα και πάνω μουλάρια. Βάδισε κι αυτός στους χαραγμένους από αιώνες δρόμους των Βαλκανίων. Εκεί το ρωμαίικο μιλιέτι,[3] που βάραινε από τον οθωμανικό ζυγό και τη φτώχεια, έκανε εμπόριο. Έσμιγε τα χούγια και τα όνειρά του με τους άλλους ραγιάδες. Συχνά άλλαζαν τόπους. Παντρεύονταν, σταύρωναν τα αίματά τους και δυνάμωναν οι πονεμένες ράτσες τους. Γίνονταν σκληρές και ακατάβλητες σαν τις πιστές τους μούλες[4] που κουβάλαγαν μερόνυχτα τ’ αγώγια. Μέσα από δύσβατους τόπους, δερβένια, ποτάμια αδιάβατα, διάσελα, κουβαλούσαν υφαντά, δέρματα, μπαχαρικά, καπνό, βαμβάκι, μαλλιά, γράμματα για τους ξενιτεμένους. Γύριζαν στον τόπο τους με παράδες. Κασέλες με προικιά. Εμπορεύματα και ιστορίες… Και ξανά πίσω. Κίνδυνοι πολλοί. Ληστές λεηλατούσαν την πραμάτεια, τους αφάνιζαν. Σε τέτοια συμφορά έπεσε στα τριανταδύο του χρόνια. Εκεί στον δρόμο για το Μοναστήρι πήρε τη σπαθιά. Τα ’χασε όλα και τον παράτησαν για πεθαμένο οι λήσταρχοι. Ένας Εβραίος έμπορος τον βρήκε και τον πήγε στο σπίτι του χριστιανού παπά που λειτουργούσε τότες στον Αη Δημήτρη της Μπίτολα.[5] Ορκισμένος ποιμένας ο παπα-Σταύρος˙ στο χρέος για την λευτεριά του Γένους. Και παπάς και ζευγάς, για να ζήσει, ο ιερέας είχε μάθει καλά ότι βάραινε ο ίδιος ζυγός τους φτωχούς. Μουσουλμάνοι ή χριστιανοί, μπέηδες και τσιφλικάδες, όμοια τυραννούσαν τους δουλευτάδες της γης. Τον γιατροπόρεψε με την παπαδιά του. Χαροπάλευε καιρό και ποτές του δεν γιατρεύτηκε ολότελα. Μα αρχίζανε χρόνια π’ ανασταίνανε και πεθαμένους. Τον Γενάρη του 1821 πήρε κάλεσμα για τη Μολδοβλαχία.
Τον μεγάλο, τον Θεόφιλο, τον φώναζαν Αφεντόπαπα. Σπούδασε στο Φανάρι τη θεολογία και τα τερτίπια της εξουσίας. Ψηλός, με γερακίσιο βλέμμα, βροντερή φωνή, προκαλούσε δέος σαν ιερουργούσε. Δεσπότης δεν ήταν, ούτε ήθελε να γίνει˙ εφήμερη και επικίνδυνη δόξα. Δέσποζε όμως στον τόπο. Είχε βιός και κύρος. Κράταγε ήσυχο το ρωμαίικο μιλιέτι. Αγόραζε τους μπέηδες με μπαξίσια. Με όλους είχε τον τρόπο του. Όπως λέγαν τότε στα μέρη του, «Έδινε ψωμί στον κλέφτη κ’ έστελνε χαμπέρι στον χωροφύλακα». Όριζε αυτός πια τη φαμελιά. Έξω από τον μικρό, που ήταν αντάρτης από φυσικού του. «Τι ανάγκη είχε να παίρνει τα βουνά κα τις κλεισούρες, τριάντα, σαράντα μέρες, μες την απλυσιά και την ψείρα; Κυρατζής! Να γυρνά σαν τον κατσίβελο αντί να νοικοκυρευτεί και να ζει αφεντόπουλο στον τόπο του. Σαν ήθελε πάλι να γίνει έμπορος, έχουμε παράδες και γνωριμίες. Να πάει στη Βενετιά, στη Βιέννη, να ζει αρχοντικά. Μα το χειρότερο είναι πως ανακατεύει στο λειψό του τσερβέλο –φοβούμαι και στις πράξεις– ιδέες καινούργιες, για ρεμπελιό. Θα μας βάνει φωτιά ο τρισκατάρατος! Θα μας φουρκίσει όλους το ντοβλέτι!».[6]
Στον τόπο του ξαναγύρισε φτωχός και τσακισμένος. Γυρολόγος στα χωριά, με δύο μουλάρια, πουλούσε μικροπράματα για τα νοικοκυριά. Μαζί κράταγε και μπιστεμένες γραφές, για ψυχωμένα παλικάρια που δεν βαστάγανε τον βούρδουλα του δυνάστη. Πολλά δεν μπορούσε να κάμει, μα αξιώθηκε ν’ ακούσει ξανά, στα 1854, το κλέφτικο ντουφέκι του γερο-Ζιάκα. Από το Κεφαλοχώρι δεν πέρναγε ποτές. Τον κουβαλήσαν όμως εκεί δυο πονετικοί ξωμάχοι, που τον βρήκαν ένα μεσημέρι, ξέπνοο κάτω από μιάν αγριελιά. Τον άφηκαν στον Άγιο Μήνα, στον πρόναο. Τον σκέπασαν και πήγαν να ψάξουν τον γιατρό.
Ο Αφεντόπαπας, τώρα στα στερνά, δεν έφευγε από την εκκλησιά. Κοίταζε τους αγίους, τον κοίταζαν κι αυτοί, και πάλευε να βγάλει συμπέρασμα για την κρίση. Έβαζε στο ζύγι τα καλά και τα κρίματα, και λογάριαζε. Πάντα με το ζύγι! Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι!
Άκουσε βογγητά. Βγήκε. Είδε τον άρρωστο. Η θωριά του είχε αλλάξει αλλά η φωνή ήταν πάντα προσταχτική. «Ποιος είσαι; Τι κάνεις εδώ;
Μισάνοιξε τα μάτια ο πραματευτής και είδε τον ιερέα. «Αφήνω χρόνους, πάτερ. Ποια εκκλησιά είν’ εδώ;», ψιθύρισε.. «Ο Άγιος Μηνάς», απάντησε ο παπάς. «Καλός είναι ο άγιος Μηνάς. Φέρε την εικόνα του. Ξομολόγησέ με, δώσε μου μεταλαβιά!». Εκείνος τον κοίταξε εξεταστικά για λίγη ώρα.. Κατόπιν έφερε την εικόνα. Φόρεσε το πετραχήλι. Διάβασε λίγα λόγια και άκουε:
– «Άνθρωπος του σπαθιού και της στράτας ήμουν πάτερ. Σπαθάτα θα μιλήσω: θεό δεν είδα κανένα στις τόσες μάχες, στα τόσα μακελειά, σε σφαγές, μαρτύρια αθώων γυναικόπαιδων. Διαβόλους είδα πολλούς, γνώρισα και λίγους αγίους. Μα θεό; Δεν είδα κανένα; Γιαυτό, στο Άγιο της εκκλησιάς θα μιλήσω: Κρίματα, του πολέμου, έχω πολλά. Και κάμποσα της ανθρώπινης σάρκας. Δεν αδίκησα όμως κανέναν, ούτε ωφελήθηκα σε κάτι. Δεν δούλεψα ποτές του Τυράννου, όπως όρισε ο βάρδος μας. Κράτησα το ιερό όρκο που δώσαμε οι ραγιάδες για την λευτεριά μας. Ας πούνε οι μουτήδες, οι φρόνιμοι και οι νοικοκυραίοι ότι μείναν ακριμάτιστοι. Και ο Άγιος ας κάνει την Κρίση του». Βήχας πνιχτός του έκοψε την κουβέντα. Άρχισε πάλι να μιλά. Με ζόρι, κομπιαστά. «…μα πάλι λέω…», είπε τέλος, «…μου χρώσταγε χρόνους αλλιώς θα έσβηνα, το ’19, στις 10 του Μάη, στον δρόμο για την Μπίτολα». Απόμεινε αμίλητος ο Παπαφέντης. Έψαξε στα μάτια, στο πρόσωπο, να δει γνωρίσματα. Δεν σιγουρευότανε. Μα ο τόπος και η μέρα ήταν σημαδιακά. Στις 10 Μάη του 1819. Τη μόνη φορά που έστειλε χαμπέρι στον κλέφτη και έδωσε ψωμί στον χωροφύλακα!
Κοίταζε ο Άγιος Μηνάς! Ο άγιος και στρατιώτης!
γράφει ο Χρήστος Μαργανέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου