Της Ελένης Παπαδάκου
Ο πατέρας μου έσπασε τον γοφό του βλέποντας Ολυμπιακούς αγώνες. Σηκώθηκε απ’ τον καναπέ να πάει στην κουζίνα για νερό, γλίστρησε κι έπεσε. Η αποκατάσταση της υγείας του ήταν δύσκολη. Έμεινε δυο βδομάδες στην κλινική και γύρισε σπίτι με την προοπτική να μείνει κατάκοιτος όσο διάστημα χρειαζόταν. Η γυναίκα του, που δεν τον αγαπούσε και του το ’λεγε συχνά, αρνήθηκε πεισματικά να τον φροντίσει – δεν θα γινόταν αυτή
η αποκλειστική νοσοκόμα του. Ένιωθε να πνίγεται στη σκέψη ότι στο εξής θα υπηρετούσε έναν ανήμπορο γέρο, που της ήταν κι αντιπαθής από πάνω. Έβλεπε να στραγγαλίζεται κάθε της σχέδιο, κάθε όνειρο. Τόσα χρόνια ζούσε σαν παραδουλεύτρα στο σπίτι της, όλο μαγείρευε, συγύριζε, δεν είχε ταξιδέψει πουθενά, δεν είχε γνωρίσει κόσμο, δεν είχε ερωτευθεί.Προσέλαβε λοιπόν την ίδια αποκλειστική που τον πρόσεχε στο νοσοκομείο, φαινόταν καλλιεργημένη κοπέλα, του μιλούσε και του διάβαζε καθημερινά τις σημειώσεις της, που έγραφε σ’ ένα τετράδιο. Το ’χε βαφτίσει το καταφύγιό της. Ήταν πρωτότυπο για μια νοσοκόμα ν’ αξιοποιεί έτσι τον χρόνο τα βράδια, να ’ναι εκκολαπτόμενη συγγραφέας. Τον πατέρα μου τον είχε μετατρέψει σε πιστό ακροατή της και θαυμαστή. Την άκουγε ώρες σιωπηλός να διηγείται τις ιστορίες της και κουνούσε συνεπαρμένος το κεφάλι. Τα κείμενά της ήταν μικρά, με κοφτό τέλος και ανατροπές. Μας παρατηρούσε όλη μέρα, τις κινήσεις μας, τη συμπεριφορά μας, κυρίως τη μητέρα μου δηλαδή, κι έμοιαζε να τα καταγράφει όλα στο μυαλό και μετά στο τετράδιο της.
Η μητέρα μου έβλεπε με καχυποψία και φθόνο αυτήν τη στενή, κάπως περίεργη σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Ένας φόβος την είχε κυριεύσει, της είχε γίνει εμμονή. Αγωνιούσε μήπως την κάνει διήγημα, παγιδεύοντάς την για πάντα στο χαρτί. Και το χειρότερο, μήπως αποκαλυφθεί έτσι πως ζούσε χωρίς αγάπη. Αποφάσισε να αντιδράσει. Σκέφτηκε να παρακολουθήσει διακριτικά τις κινήσεις της.
Μια μέρα άνοιξε κρυφά την τσάντα της, βρήκε το σημειωματάριο. Άρχισε να διαβάζει. Η καινούργια ιστορία αφορούσε έναν γέρο με σπασμένο γοφό. Δεν βρέθηκε φροντιστής στο περιβάλλον του, δεν τον αγαπούσε κανείς. Την έπιασε πανικός, είχε αιχμαλωτιστεί στη σελίδα. Είδε τις λέξεις να ορθώνονται μπροστά της, να της βγάζουν τη γλώσσα, να την καταπίνουν. Όχι, έπρεπε να τον θρυμματίσει αυτόν τον καθρέφτη, αυτό το είδωλο του εαυτού της. Κινήθηκε αστραπιαία. Έκλεψε το τετράδιο, απέλυσε τη συγγραφέα, πήρε τη θέση της στην καρέκλα, συνέχισε το γράψιμο.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ελένη Παπαδάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966. Είναι φιλόλογος, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Ιστορία-Αρχαιολογία.
Από το bookpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου