ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (19η συνέχεια)

 Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


“Έλα παραπονιάρα! Μια χαρά είσαι!” 

 “Ας είναι, πες μου τα δικά σου!”

 Κουβέντιασαν λίγο για τα καθημερινά τους προβλήματα και κουτσομπόλεψαν καμπόσους! 

 “Δεν μου λες μάνα”, ρώτησε ξάφνου η Βασίλαινα. “Κρατάς ακόμα καμιά φωτογραφία του

Αλέξανδρου;”. 

 “Μπα σε καλό σου Βαγγελιώ!”, απάντησε ταραγμένη η γριά. “Θες να μας ακούσουν όλοι στο χωριό;”. Σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα. “”Μου φαίνεται θαρρώ πως έχω μια. Μα τι έχει να κάνει;”. 

 “Από πότε έχεις να την δεις;”. 

 “Μα τι σε έπιασε ευλογημένη; Που θες να ξέρω! Είχα ξεχάσει πια πως υπάρχει, μάλλον στην τσάντα θα είναι.”.

 “Δεν είναι μάνα! Η Μαριγώ την έχει!” 

 “Χριστός κι Απόστολος”, έκανε έκπληκτη η γιαγιά. “Και που τη βρήκε μαθέ;”.

 “Δεν ξέρω, μα την έχει! Τι θα κάνουμε μάνα; Φοβάμαι μην πάρει μυρωδιά ο άντρας μου!”.

 “Αυτό δα μας έλειπε! Θα της μιλήσω εγώ. Κάτι θα βρω να τα μπαλώσω!”. 

 “Μίλα της να χαρείς! Χανόμαστε! Κομμάτια θα μας κάνει αν...”

“Αυτό να μην το ξαναπείς!”, τη σταμάτησε αυστηρά. “Αυτή η ιστορία δεν πρέπει να μαθευτεί ποτέ! |Το μυστικό πρέπει να το πάρουμε στον τάφο μας! Για το καλό όλων μας!”. 

 “Το ίδιο λέω και γω μάνα. Μεταξύ μας να μείνει!” Η γριά σταμάτησε να σκεφτεί. “Ο Αλέξανδρος! Πόσα χρόνια πίσω! Ένα κύμα νοσταλγίας πλημμύρισε την ψυχή της. “Πως έρχονται τα πράγματα! Αν είχαμε το θάρρος να πούμε ναι τότε! Είπαμε όχι και προκόψαμε!” Μα και η Βαγγελιώ παρόμοιες σκέψεις έκανε. “Ποιος να τόλεγε πως θα τον ξανάβρισκα μπροστά μου, μετά από τόσα χρόνια! Πως θάταν αλήθεια η ζωή μου, αν είχα πάρει αλλιώς την απόφαση;”. Απάντηση δεν έδωσε στον εαυτό της. Δεν είχε άλλωστε. Περπάτησαν έτσι σιωπηλές, βυθισμένες στο παρελθόν και τις αγωνίες τους.


“Να προσέχεις Αποστόλη τον μικρό”, τον συμβούλεψε ο Μανόλης. “Μην τον αφήνεις να έχει πολλά πολλά με τις κοπέλες! Παλιά μυαλά έχουμε στο χωριό μας!”. 

 “Δίκιο έχεις”, του αποκρίθηκε, “μα τι να κάνω; Να του κλείσω το στόμα μπορώ: Ύστερα, γρήγορα θα φύγει, δεν είναι θέμα!”.

 “Δεν ξέρω, μα καλό είναι να έχεις το νου σου!”. 

 Σαν να πήρε χαμπάρι ο Αριστείδης πως κουβέντιαζαν για αυτόν. “Τι είναι θείε; Συμβαίνει κάτι;”. “Τίποτα γιε μου να σε χαρώ! Εδώ τα λέμε με τον Μανόλη. Συμπάθα μας αν σε παραμελήσαμε λίγο!”. Ο Αριστείδης δεν επέμεινε, ξεμάκρυνε από τους δυό τους και πλησίασε τα κορίτσια.

Προχώρησε πίσω τους αρκετή ώρα, ώσπου η πομπή έφτασε πάλι στην εκκλησία. Ένας ένας πέρασαν κάτω από τον επιτάφιο, που κρατούσαν ψηλά τέσσερις γεροδεμένοι χωρικοί. Σκόπιμα η Καλλιόπη έμεινε πίσω από τις άλλες, για να βρεθεί κοντά στον Αριστείδη. 

 ”Κοίτα τη λυσσασμένη!”, μουρμούρισε η Δήμητρα. “Λεπτό δεν τον αφήνει από τα μάτια της”! 

“Ρεζίλι έχει γίνει με τα καμώματα της!”, συμφώνησε κι η Μαρίνα. 

 “Έλα Μαριγώ μου”, φώναξε η Βασίλαινα. “Ώρα να φύγουμε. Καληνύχτα κορίτσια, και του χρόνου!”. “Καλή Ανάσταση¨, την αντιχαιρέτησαν όλες. 

 Η Καλλιόπη έκανε πως δεν τις είδε, καθώς πέρασαν δίπλα της. “Τι έπαθε αυτή;”, ρώτησε η Βασίλαινα. “Μπορεί να μην μας είδε”, τη δικαιολόγησε η Μαριγώ. “γιατί να μην μας μιλήσει;”. “Ποιος ξέρει! Τώρα δα μιλούσε με τον ανιψιό του Αποστόλη. Φουρτουνιασμένη την είδα. Ποιος ξέρει!”. 

 “Ωχ αδερφέ! Δεν θα το βάλουμε δα και μαράζι!”, έκλεισε την κουβέντα η Μαριγώ.

”Τι τρέχει με τον μικρό και τη δικιά μας;”, ρώτησε κρυφά τη γυναίκα του ο Βασίλης, που τις είχε πλησιάσει. “Πολλά ψου ψου βλέπω!”. 

 “Σώπα καημένε! Δυό τρεις κουβέντες ανταλλάξανε! Σιγά μην είναι η κόρη μας για περισσότερα! Την ξέρεις δα τι ντροπαλή είναι!”. 

 “Αχ και να μπορούσα να σου πω!”, σκέφτηκε ο Βασίλης. “Τόσο ντροπαλή, που ρίχτηκε στον ίδιο της τον πατέρα!”. Κατάπιε τον πόνο που του προξένησε η θύμηση, και προσπάθησε να δείχνει ήρεμος. “Πάντως καλό παιδί μου φαίνεται! Ήσυχο!”. “Φαντάρος είναι θαρρώ, ή μήπως σπουδάζει; δεν θυμάμαι!”.

 “Σπουδάζει. Ηλεκτρολόγος, ηλεκτρονικός; κάτι τέτοιο.”. 

 Η Μαριγώ σαν έφτασαν σπίτι, καληνύχτισε βιαστικά και κλείστηκε στην κάμαρά της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, έτσι με τα ρούχα. Το μυαλό της γύριζε συνέχεια στον Αριστείδη. Τον αγαπούσε; Ήταν αυτή η έντονη επιθυμία να βρίσκεται συνεχώς κοντά του έρωτας; Μα αν ήταν γιατί ήταν τόσο διαφορετικό από αυτό που είχε νιώσει για τον Βασίλη; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί, για να ξεφύγει από τις αδιέξοδες σκέψεις. Δεν τα κατάφερε. Χαράματα σχεδόν την πήρε ο ύπνος. Και ήταν πάλι ανήσυχος, γεμάτος όνειρα και εφιάλτες.


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου