Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Η Μαρίνα ποτέ δεν αντιδρούσε σε αυτή την συμπεριφορά. Άντρας της ήταν και τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε με ένα πάθος τόσο ανεξήγητο, που κανείς ούτε στο χωριό, ούτε και στην οικογένεια της καταλάβαινε. Κι όταν της ανακοίνωσε πως θα φύγει στην Αθήνα να δουλέψει μαρμαράς, τον δικαιολόγησε. “Για τα παιδιά μας πάει”, έλεγε στους δικούς της που αντιδρούσαν. “Να βγάλει λεφτά, να μην τους λείψει τίποτα!”. Και το πίστευε η άμοιρη!
Μόνο που ο μπάρμπα Δήμος, άλλα είχε στο μυαλό του με το που έφτασε στην πρωτεύουσα.
Απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις του γάμου και των παιδιών, σύντομα παράτησε τη δουλειά στα μάρμαρα κι έπιασε δουλειά σε έναν τεκέ στην Δραπετσώνα. Σέρβιρε τους μαστουρωμένους πελάτες ρακές ή καφέδες, έβαζε τουμπεκί στους ναργιλέδες, σκούπιζε τα ξεράσματα, και όταν τελείωνε καθόταν δίπλα στον Φανούρη και μάθαινε μπουζούκι. Γρήγορα τα χέρια του έβγαζαν φωτιές όταν άγγιζε τις χορδές του. “Ρε συ τούτος εδώ θα γίνει σπουδαίος!”, θαύμαζε ο Φανούρης και του χάρισε το πρώτο του όργανο.Στο χρόνο επάνω άνοιξε τα φτερά του. Από τεκέ σε καφενείο μέχρι σπηλιά στην Πειραϊκή, όπου έπαιζε και τραγουδούσε γινόταν χαμός. Δίπλα σε μύθους του ρεμπέτικου όπως ο Γιοβάν Τσαούς, ο Ρεγγίνας, ο Ζυμαρίτης, ο Μιμίκος Βογιατζής και τόσους άλλους, τελειοποίησε την τεχνική του και σκάρωσε και τα πρώτα του τραγούδια, που αμέσως αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από όλους.
Έβγαλε λεφτά, πολλά λεφτά. Τον πήγε ρέντα και στα ζάρια και έτσι έφτιαξε περιουσία. Τακίμιασε και με την Ποπάρα, τον θρύλο της εποχής. Τραγουδιάρα με φωνή αηδονιού και κορμί που ποθούσαν όλοι μα λίγοι γεύονταν. Όμορφη πολύ δεν ήταν, μα είχε κάτι μάτια που μάγευαν. Μαύρα, κατάμαυρα, που αν τα κοιτούσες λίγη ώρα σε υπνώτιζαν.
Κάπου κάπου έστελνε λίγα χρήματα και στη γυναίκα του, που ξενοδούλευε για να τα φέρει βόλτα. Στο νησί δυο φορές κατέβηκε όλα αυτά τα χρόνια. Την πρώτη για την κηδεία της μάνας του, και τη δεύτερη μαζί με την Ποπάρα για καλοκαίρι. Την έβαλε σπίτι και κοιμόταν στο νυφικό τους κρεββάτι, πράγμα που η Μαρίνα το δέχτηκε καρτερικά. “Άντρας είναι”, τον δικαιολογούσε, “Θα κάνει τα δικά του!”.
Από τότε ούτε ξαναπήγε στο χωριό, ούτε ξαναέστειλε τίποτα.
Ήταν πια η εποχή που ανέτελλε το αστέρι του Μάρκου Βαμβακάρη. Μια κουβέντα που άκουσε ένα βράδυ στην Τρούμπα που έπαιζε εκείνο τον καιρό, τον αναστάτωσε. “Καλός ο Δήμος ρε παιδί μου, όμως Μάρκος δεν είναι!”.
Το πήρε πολύ βαριά. Δεν είχε μάθει να έρχεται δεύτερος. Δεν το ανεχόταν. Μαστουρωμένος όπως ήταν όρμησέ πάνω στον θαμώνα που ξεστόμισε τον προσβλητικό, όπως θεώρησε λόγο, και τον ξεκοίλιασε με την κάμα. Έζησε, πέθανε δεν έμαθε. Πρόλαβαν και τον φυγάδευσαν πριν πλακώσουν οι πολιτσμάνοι.
Έτσι χάθηκε από την νύχτα. Με το που πέρασε λίγος καιρός και ξεχάστηκε το περιστατικό, άνοιξε ένα μικρό μπακάλικο στην Κοκκινιά που τα πήγε αρκετά καλά. Κι ύστερα γύρω στο 1938 μετακόμισε στην Αθήνα κι έφτιαξε ένα από τα μεγαλύτερα μαγαζιά με Εδώδιμα και αποικιακά. Μέχρι και εισαγωγές έκανε και το χρήμα έρεε άφθονο.
Η Ποπάρα τον ακολούθησε αναγκαστικά. Καινούργιες κοπέλες νεότερες βγήκαν στην πιάτσα και έτσι βρέθηκε στα αζήτητα. Είχαν χωρίσει από καιρό, αλλά την κράτησε κοντά του από συμφέρον όπως έκανε πάντα. Σκλάβα την είχε στο μαγαζί. Όλες τις βαριές δουλειές αυτή τις έκανε, και τις έδινε ψίχουλα, κι αυτό αν ήταν στις καλές του. Πολλές φορές την έσπρωχνε σε πλούσιους φίλους του, με το αζημίωτο φυσικά! Τα υπέμενε όλα αδιαμαρτύρητα η Ποπάρα. Που αλλού να πήγαινε; Μονάχη στον κόσμο, αγράμματη, μόνο τα νιάτα και το κορμί της είχε σαν όπλα, αλλά κι αυτά σιγά σιγά μαραίνονταν από τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις.
Ο Δήμος είχε νοικιάσει ένα διώροφο νεοκλασικό στην Πειραιώς, από έναν ξεπεσμένο έμπορο, και είχε σπιτώσει μια μικρούλα από τη Θήβα, την Διονυσία, που μετά το θάνατο των γονιών της αναγκάστηκε να βγει για το μεροκάματο. Την είχε στη δούλεψη του και στο κρεββάτι του χωρίς λεφτά. Μόνο φαγητό και στέγη. Στους δυο μήνες έμεινε έγκυος, πράγμα που εξόργισε τον Δήμο, λες κι εκείνη έφταιγε. Την σάπιζε στο ξύλο για να αποβάλει, φαίνεται όμως πως το έμβρυο είχε άγιο! Σε εφτά ακόμη μήνες ένα όμορφο αγοράκι προστέθηκε στην οικογένεια. Ήθελε δεν ήθελε το αποδέχτηκε. Στο κάτω κάτω ένα αγόρι του χρειαζόταν για διάδοχος, γιατί τις κόρες του ούτε να τις ξέρει.
Μόνο που οι καινούργιες ευθύνες τον έκαναν ακόμη χειρότερο. Με το παραμικρό ξεσπούσε στην ταλαίπωρη την Διονυσία. Ξύλο αλύπητο, φασαρίες, εξευτελισμοί. Μια φορά μέχρι μαχαίρι της έβαλε στο λαιμό, κι αν δεν προλάβαινε η Ποπάρα να τον σταματήσει θα την είχε σκοτώσει. Έτσι ένα πρωί του Οκτώβρη χαράματα, πήρε η Διονυσία το μωρό και εξαφανίστηκε. Καλύτερα να πέθαιναν κι οι δυο από την πείνα παρά να υποφέρουν στα χέρια του. Δεν τους έψαξε ο Δήμος. Μπορεί και να χάρηκε που δεν θα τους έβλεπε ξανά μπροστά του. Γιατί τώρα άλλα είχε στο μυαλό του.
Ο μεγάλος πόλεμος που είχε ξεκινήσει στην Ευρώπη, μπορεί να κτυπούσε και την πόρτα της Ελλάδας. Δεν το πίστευαν πολλοί αυτό, όμως ο Δήμος δεν ήταν από τους πολλούς. Άρχισε να αγοράζει τεράστιες ποσότητες λαδιού, αλευριού, καφέ, ζάχαρης και να τα καταχωνιάζει σε διάφορες αποθήκες, που κρατούσε μυστικές από όλους. Κι έτσι εκείνο τον φοβερό χειμώνα του 1941, με την πείνα να θερίζει χιλιάδες ανθρώπους, ήταν πανέτοιμος. Μια χούφτα καφέ έδινε, δέκα λίρες έπαιρνε. Τενεκέδες γέμιζε με αυτές και τις καταχώνιαζε σε μέρη που ούτε ο ίδιος ήταν σίγουρο πως θα θυμόταν σε λίγο καιρό. Και με τους κατακτητές μια χαρά τα πήγαινε. Κάρφωνε όποιον πατριώτη έπεφτε στην αντίληψη του πως κάτι ετοίμαζε, και έτσι τους ήταν χρήσιμος και δεν τον ενοχλούσαν. Μα ξημέρωσε επιτέλους η μέρα της απελευθέρωσης. Ποτάμια ξεχύθηκαν οι Έλληνες στους δρόμους να γιορτάσουν την ανάσταση της πατρίδας. Μόνο λίγοι δεν χάρηκαν μ΄αυτή την εξέλιξη. Κι όχι μόνο δεν χάρηκαν αλλά τρομοκρατήθηκαν στην ιδέα πως θα πληρώσουν τη συνεργασία με τους Γερμανούς,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου