ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (23η συνέχεια)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Η Μαριγώ γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η διαίσθηση της της έλεγε ότι αυτή η επίσκεψη της γιαγιάς δεν ήταν εθιμοτυπική. Σίγουρα κάτι σοβαρό είχε να κουβεντιάσει με την κόρη της. Αποφάσισε να μπει αθόρυβα και να κρυφακούσει. Τρύπωσε από το χαμηλό παράθυρο της κάμαρας της και στάθηκε πίσω από την πόρτα της κουζίνας.

 “Και συ ρε μάνα! Τι σου ήρθε να κρατάς τη φωτογραφία μετά από τόσα χρόνια!”, άκουσε τη μάνα της να ρωτάει. “Είδες πως

μπλέξαμε τώρα”! 

 “Τώρα έγινε κόρη μου. Μα σου είπα.όλα θα τα διορθώσω. Θα της πω πως ήταν ο γιος ενός φίλου του άντρα μου, που τον φιλοξενούσαμε για λίγο καιρό”. 

 “Και θα το πιστέψει! Ξέρεις πως είναι πολύ έξυπνη”. “Και λοιπόν τι θέλεις να της πω; Την αλήθεια”! Η Βαγγελιώ της έκλεισε έντρομη το στόμα με την παλάμη. 

 “Τρελάθηκες! Μην ξεστομίζεις τέτοιες κουβέντες ούτε για χωρατό”! 

 Ένας ανεπαίσθητος ήχος από το διπλανό δωμάτιο, τις έκανε να σταματήσουν αμέσως την κουβέντα. Ήταν η ανάσα της Μαριγώς που βγήκε βαριά από την υπερένταση. Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κρυφτεί άλλο και μπήκε μέσα. Προσπάθησε να δείχνει όσο πιο ψύχραιμη μπορούσε, για να μην καταλάβουν ότι άκουσε. Όλο της το είναι έψαχνε απεγνωσμένα την απάντηση! Ποιο τρομερό μυστικό κρύβουν οι δυό τους; Τι είναι αυτό που τις τρομάζει τόσο, δεκαεπτά χρόνια μετά! Έπρεπε να μάθει με κάθε τίμημα. Έδωσε τη φυτίνη στη μάνα της και κάθισε απέναντι από τη γιαγιά. Η Βαγγελιώ βρήκε μια πρόφαση και έφυγε. 

 “Λοιπόν γιαγιά, όλα καλά”; 

 “Μ΄αφήνουν αυτοί οι δικηγόροι παιδί μου να είμαι καλά! Βδέλλες! Κολλάνε πάνω σου και δεν φεύγουν αν δεν σου ρουφήξουν και την τελευταία σταγόνα αίμα”! 

 “Με τον Ευσταθίου τα έχεις πάλι”; 

 |”Μ΄αυτόν, ποιον άλλο; Όλο ψάχνει και ψάχνει και άκρη δε βρίσκει. Τώρα μου είπαν για κάποιον άλλο. Μεγάλος και τρανός λέει, Αθηναίος. Αλέξανδρος Ιωάννου. Αν δεν βρει αυτός λύση, μην περιμένεις από άλλον, μου είπαν. Και ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Τον ξέρω από νεαρό παλληκάρι! Ήταν γιος ενός φίλου του παππού σου, και τον φιλοξενούσαμε κάποιες μέρες πριν πολλά χρόνια! Μόνο που δεν ήξερα πως είχε προκόψει τόσο”! 

 Η Μαριγώ, άθελα της χαμογέλασε. Ακόμα κι αν δεν είχε ακούσει την κουβέντα της γριάς με τη μάνα, δύσκολα θα πίστευε τέτοιο παραμύθι! Τουλάχιστον έμαθε το όνομα του, αν βέβαια έλεγε αλήθεια, έστω και μόνο σ΄αυτό η γριά. 

 “Κάπου είχα μια φωτογραφία του, μα δεν την βρίσκω πια. Κάπου θα παράπεσε φαίνεται.”, ξανάπε η γιαγιά, καθώς δεν είχε αντιληφθεί πως ήταν μάταιο να συνεχίσει. 

 “Και λες να πας να τον βρεις;”, .


“Μα είσαι καλά! Στα χάλια που έχω; Θα μηνύσω του Μάρκου, ξέρεις του μπάρμπα Λουκά το γιο, να τον βρει και βλέπουμε”! 

 “Θα μπορούσα να πάω εγώ!”, της πέταξε προκλητικά η Μαριγώ. “Δυό τρεις μέρες θα έμενα στη Ρηνιώ και θα τα κανόνιζα”. 

 Η γριά κόντεψε να πάθει αποπληξία στο άκουσμα αυτό. Η ταραχή της ήταν τόσο εμφανής, που η Μαριγώ σχεδόν τη λυπήθηκε. 

 “Σώπα παιδί μου!”, κατάφερε να ψελλίσει. “Ο Μάρκος έχει άκρες στην Αθήνα και θα τα καταφέρει. Εσύ παιδί πράγμα, τι δουλειά έχεις”! 

 Η Μαριγώ δεν συνέχισε. Από τη γρια δεν θα μάθαινε τίποτα άλλο. Ίσως με τη Βαγγελιώ έβγαζε κάτι παρά πάνω. Σηκώθηκε και ανακάτεψε τη μαγειρίτσα. Η γριά σηκώθηκε να φύγει, ενώ μέσα της αναθεμάτιζε την αφέλεια της να αποκαλύψει το πραγματικό όνομα και την ιδιότητα του Αλέξανδρου. “Να πηγαίνω και γω. Νύχτωσε πια και πρέπει να περάσω και από την εκκλησία να αφήσω το πρόσφορο για τη Λειτουργία! Καλή Ανάσταση”! “Επίσης! Θα βρεθούμε τη νύχτα στην Αγιά Μαρίνα”.


Προχώρησε η νύχτα και στον ναό μόνος ο παπάς, γονατιστός μπροστά στην εικόνα του Χριστού, με δακρυσμένα τα μάτια προσεύχεται. 

“Πως να αναστήσω Κύριε, που η ψυχή μου είναι μαύρη; Εσύ ζητάς να συγχωρούμε τους εχθρούς μας, και γω δεν μπορώ να συγχωρήσω μήτε το παιδί μου! Δώσε μου πίστη Παντοδύναμε! Χάρισε μου την γαλήνη Σου. Βοήθησε με να ξαναβρώ τη νεανική μου αφοσίωση και τον θείο έρωτα για το Πανάγιο Σου πρόσωπο”! Φύλαγε την Ειρηνούλα μου Θεέ μου, γιατί έχω κακό προαίσθημα, αλλά ο εγωισμός μου δεν με αφήνει να την πλησιάσω|! 

 Ο Σπύρος ο ψάλτης κοίταξε το ρολόι του. “Παπά μου έντεκα η ώρα”! 

 Σηκώθηκε με κόπο ο παπάς. 

 “Σήμανε ευλογημένε”, απάντησε κουρασμένος. 

 Ομάδες έφταναν οι πιστοί στην ολόφωτη εκκλησία. Οι καμπάνες χαρμόσυνα διαλαλούσαν το ελπιδοφόρο μήνυμα της Ανάστασης. Αγουροξυπνημένα παιδάκια με τις φανταχτερές λαμπάδες τους στα χέρια, μάλωναν για το ποια είναι η πιο όμορφη. Στο προαύλιο η Μαρίνα συζητούσε χαμηλόφωνα με την Δήμητρα. 

 “Άργησαν οι άλλες μου φαίνεται Δήμητρα”. “Η Μαριγώ κυρίως, γιατί η Καλλιόπη το συνηθίζει! Και οι γονείς της έχουν έρθει από ώρα”! 

 “Καλώς τα δεχτήκαμε!¨, ξανάπε η Μαρίνα. “Να κι ο κυρ Αποστόλης με τον ανιψιό του”! Χαιρετήθηκαν θερμά και μπήκαν μαζί μέσα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου