Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Η ίδια όμως γνώριζε πολύ καλά, πως τίποτα δεν ήταν διαφορετικό, ακόμα και πριν συμβεί ο βιασμός. Κουβαλούσε από μικρή τον προσωπικό της δαίμονα, όπως όλοι οι άνθρωποι άλλωστε! Μόνο που αυτή δεν προσπάθησε ποτέ να τον νικήσει. Από μέσα άρχισαν να ακούγονται οι γνωστοί καθημερινοί ήχοι. Τα πιάτα που έπλενε η Αγγελική, το Β΄πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Όλα ίδια όπως κάθε μέρα. Μόνο που σήμερα όλα γίνονταν μηχανικά, δίχως κέφι.
“Την αποπήρες άσχημα χτες βράδυ¨, ψέλλισε ο Σαράντης. “Δε λέω το παράκανε, μα στο τέλος τέλος, παιδί είναι”!
“Παιδί!”, κάγχασε η Αγγελική, δίχως
να γυρίσει. “Ξέρεις πολλά παιδιά στην ηλικία της, να έχουν πάει με τους μισούς άντρες του χωριού”;“Κουτσομπολιά του κόσμου, είναι αυτά!”, φώναξε οργισμένος ο Σαράντης. “Εντάξει, ντύνεται λίγο τολμηρά, κάνει παρέα με πολλά αγόρια. Μα δεν είναι πουτάνα! Λίγη προσοχή θέλει και θα στρώσει”!
Η Αγγελική δεν αντιμίλησε. Αυτή ήξερε καλά, πως ποτέ δεν θα έστρωνε η κόρη της. Είχε κάτι από την ίδια. Η μόνη τους ίσως διαφορά είναι πως αυτή ποτέ δεν τόλμησε! Και δεν ήξερε αν ήταν καλύτερο αυτό. Γιαυτό της μιλούσε άσχημα. Τον εαυτό της μάλωνε πιο πολύ! Η Καλλιόπη δεν είχε διάθεση να ακούσει περισσότερα. Έφυγε αθόρυβα για μια βόλτα στο χωριό. Περπάτησε στους άδειους δρόμους, με το μυαλό γεμάτο σκέψεις και ενοχές. Πόσο ζήλευε τους καλούς οικογενειάρχες που μακάρια κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου! Ευτυχισμένοι μετά από τη νυχτερινή ευωχία, Με τις μικρές χαρές που χρωματίζουν τις ζωές τους. “Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος, ναν΄ήμερος νάν άκακος. Λίγο φαί λίγο κρασί. Χριστούγεννα κι Ανάσταση”, όπως έλεγε σοφά ο Ελύτης!
Πλησιάζοντας το σπίτι της Μαριγώς, είδε ασυνήθιστη κίνηση. Φωτιά είχαν ανάψει σε ένα μεγάλο λάκκο, που σε λίγο θα έψηναν το αρνί και το κοκορέτσι. Ο Αριστείδης είχε το γενικό πρόσταγμα. Πόσο θα ήθελε να είναι δίπλα του και να τον βοηθάει στις ετοιμασίες! Μα αυτό το προνόμιο το είχε δυστυχώς άλλη. Αναστέναξε με απογοήτευση και συνέχισε το δρόμο της. Περιπλανήθηκε ώρες, ώσπου αποκαμωμένη γύρισε με βαριά καρδιά σπίτι. Κάθισε στο τραπέζι με τους γονείς της, αμίλητη σαν σε κηδεία. Το ίδιο αμίλητοι κι αυτοί. Πένθιμη πασχαλιά για όλη την οικογένεια!
Τελείως διαφορετική η ατμόσφαιρα στο σπίτι της Μαριγώς. Χαρούμενες φυσιογνωμίες γύρω από τις σούβλες που έστελναν λαχταριστές μυρωδιές στα ουράνια. Ακόμα κι ο Βασίλης έδειχνε να έχει αφήσει πίσω την μόνιμη βαριά του διάθεση. Κρασί, τσουγκρίσματα, πειράγματα! Πασχαλιά κι Ανάσταση πραγματική. Σαν τίποτα να μην είχε σκιάσει τις ζωές τους, μόλις λίγες μέρες πριν.
Ο Αριστείδης σε φανερή ευθυμία, αγκάλιασε τρυφερά τη Μαριγώ, κάποια στιγμή που οι άλλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στις σούβλες.
“Αύριο λοιπόν τα σπουδαία”!
“Αύριο! Όσο για σπουδαία, θα δείξει”!
“Θα είναι! Και μόνο που θα είμαστε μαζί, θα είναι”!
Η Μαριγώ απέφυγε να συνεχίσει. Ένα κακό προαίσθημα την προειδοποιούσε για την αυριανή ημέρα. Και τα δικά της προαισθήματα σπάνια λάθευαν. Είχε πάρει την απόφαση. Αυτή την φορά θα έφτανε στην ολοκλήρωση. Με τον Αριστείδη θα έκανε την αρχή, και μάλλον και το τέλος. Ακόμα και μετά τις απροσδόκητες τελευταίες εξελίξεις, ποτέ δεν φανταζόταν τη ζωή της μοιρασμένη ανάμεσα σε πολλούς άντρες. Έναν θα αγαπούσε και έναν θα παντρευόταν. Μπορεί να ήταν ο Αριστείδης; Ίσως! Ίσως όμως και όχι. Η απόφαση θα εξαρτιόταν από το αν ο Αριστείδης είχε σκοπό να μείνει μαζί της στο νησί. Πράγμα δύσκολο βέβαια μιας και ο κλάδος που είχε σκοπό να ακολουθήσει, δεν πρόσφερε και πολλές δυνατότητες εκεί.
Ο Βασίλης παρακολουθούσε με μια περίεργη διάθεση το πλησίασμα των παιδιών. Κι αυτουνού ο φόβος ήταν μην ξεμυαλιστεί η κόρη του και φύγει από κοντά τους. Όσο κι αν πικράθηκε από τα τελευταία της καμώματα, την αγαπούσε πάντα. Με τον δικό του ιδιότροπο τρόπο βέβαια. Μόνο η Βασίλαινα έδειχνε να απολαμβάνει αυτό το συνταίριασμα. Με τον έρωτα θα ατονούσε το ενδιαφέρον της κόρης της για την φωτογραφία του Αλέξανδρου. Κι αυτό ήταν το μόνο που έπρεπε να γίνει! Να ξαναθαφτεί το παλιό σκοτεινό μυστικό, στα βάθη του χρόνου. Να μην μπορέσει να απειλήσει τις ζωές τους! Κάποτε σκεφτόταν μήπως είχε η Μαριγώ δικαίωμα να μάθει, αλλά απόδιωξε αυτές τις σκέψεις μπροστά στον κίνδυνο να την χάσει, μαζί με τον Βασίλη, και να φορτωθεί την καταφρόνια ολόκληρου του χωριού, και όχι άδικα ασφαλώς.
Η μέρα κύλησε όμορφα, έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν. Πέρασαν και αρκετοί απ το χωριό για ένα μεζέ και ένα κέρασμα. Μόνο ο Σαράντης και η Αγγελική δεν φάνηκαν, αν και είχαν υποσχεθεί πως θα περάσουν μια βόλτα. Αργά το απόγευμα το συνειδητοποίησε ο Βασίλης.
“Δε φάνηκε ο Σαράντης, κι είχε πει πως θα περάσει”!, ”Δεν πάτε προς τα εκεί μια βόλτα να δείτε.”, παρότρυνε τα παιδιά ο Αποστόλης..
Δέχτηκαν αμέσως, κυρίως ο Αριστείδης που παρέσυρε και τη Μαριγώ. Δεν είχαν ξεμακρύνει πολύ, όταν αντίκρισαν την Καλλιόπη, να κάθεται μόνη στο παγκάκι της πλατείας. Κρατούσε το πρόσωπο με τις παλάμες και έτρεμε ελαφρά, πράγμα που έδειχνε πως μάλλον έκλαιγε. Παραξενεύτηκε η Μαριγώ. Ποτέ δεν θυμόταν να την έχει δει να κλαίει! Πάντα έπαιρνε τα πράγματα τόσο ανάλαφρα και τίποτα δεν την στενοχωρούσε σε τέτοιο βαθμό. Σε άλλη περίπτωση, θα έτρεχε να την αγκαλιάσει, να της ζητήσει να μιλήσουν, να βρουν λύση στο όποιο πρόβλημα την απασχολούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου