ΤΟ ΦΩΣ ΣΠΑΤΑΛΗΣΕΣ
Εμπόροι άπονοι, σου κλέψαν τη ζωή,
κι εσύ τα βάζεις, όπως πάντα, με τις μοίρες.
Νύχτωσες πάλι, κι ας ξεκίνησες πρωί,
δυό τρεις στιγμές, από το χρόνο μόνο πήρες.
Το φως, σπατάλησες, σε άσωτους καιρούς,
είχες τα όνειρα, στο στρώμα φυλαγμένα.
Τώρα, ξεθάβεις την ανάγκη απ’ τους σωρούς,
για να αναστήσεις, κάποια χρόνια πεθαμένα.
(Ρ)
Αντάλλαγμα, θα δίνεις τις χαρές,
φτηνά, δεν αγοράζονται οι ελπίδες.
Υπέγραψες, συμβάσεις πονηρές,
με όρους, που ποτέ σου, δεν τους είδες.
Δεν έχει, αυτή η ποινή, αναστολή,
δανείστηκες ψυχή, και στη ζητάνε.
Σε δίκασαν, πριν την ανατολή,
στον τόπο του θανάτου, να σε πάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου