ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Να Ζήσει (Διήγημα)

Είναι Σάββατο. Το κρύο είναι τσουχτερό και αυτός δυσκολεύεται να σηκωθεί. Τυλιγμένος στα κουρέλια νοιώθει ασφάλεια. Θέλει λίγες ακόμη στιγμές μέσα στον δικό του χώρο. Εκεί μέσα μπορεί και ονειρεύεται. Ζει το δικό του παραμύθι. Πλάθει τον κόσμο του. Όλα είναι πιο ωραία μέσα στην θαλπωρή των κουρελιών. Είναι τυλιγμένος ερμητικά σαν να μην θέλει να αφήσει τίποτα άλλο να μπει μέσα. Νοιώθει την αγκαλιά της μάνας που θα ήθελε να έχει. Ακούει την ανάσα του, νοιώθει τον σφυγμό του να χτυπά αρμονικά, κατέχει την πολυπόθητη ηρεμία που επιζητά όλη την μέρα. Αφήνει τις σκέψεις του να τον ταξιδέψουν, κάνει όνειρα που ποτέ δεν θέλουν να τελειώσουν.

Κι όμως αυτή η πρόσκαιρη ευτυχία

δεν θα κρατήσει πολύ. Ένα πόδι τον κλοτσάει βίαια και μια αθυρόστομη φωνή του επιβάλλει να σηκωθεί. Η ώρα πέρασε και έχει δουλειά να κάνει. Το ακορντεόν τον περιμένει εκεί δίπλα πεταμένο. Βρόμικο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο και αυτό που δεν βρίσκει τα επιδέξια χέρια να του δώσουν ζωή. Αυτό και ένα ποτήρι χάρτινο, μισοφθαρμένο που λες ότι ξέμεινε από  νερό και έχει στεγνώσει από την δίψα. Η φωνή ξανακούγεται, βρόμικη όπως είναι και τα χνώτα εκείνου που την βγάζει. Βρόμικη και αρνητική σαν να κουβαλά μέσα της όλη την μιζέρια του κόσμου.

Ξέχασε πως χθες έβγαλε ελάχιστα. Τόσο περπάτημα από ένα σωματάκι που φαίνεται να κουβαλά πάνω του όλες τις αμαρτίες. Σκεβρωμένοι ώμοι, ταπεινωμένο ανάστημα. Τόσα λίγα λεφτά που κουδουνίζουν ηχηρά μέσα στο χάρτινο ποτήρι. Αυτά ήδη βρίσκονται στα χέρια του πατέρα του και εκείνος παίρνει για αντάλλαγμα μισή φρατζόλα ψωμί. Τί κι αν είναι μια απλή φρατζόλα, εκείνος την μεταμορφώνει σε πίτσα. Έτσι οι μπουκιές κατεβαίνουν πιο εύκολα, περνάνε πιο άνετα το φράγμα του οισοφάγου, το στομάχι νοιώθει την πληρότητα του θελκτικού γεύματος.

Τις Παρασκευές τις γιορτάζει. Σκέφτεται πως δεν είναι αυτός, δεν ανήκει στο σώμα του, αλλά είναι παιδί μιας άλλης οικογένειας. Θα τελειώσει το σχολείο, θα ονειρευτεί το ατελείωτο παιχνίδι που τον περιμένει με τους φίλους του το Σαββατοκύριακο, θα παραγγείλουν οι γονείς του φαγητό απέξω, το βράδυ θα δει ταινία μαζί τους και η μητέρα του με την γλυκιά μελωδία της φωνής της θα του διαβάσει το αγαπημένο του βιβλίο, εκείνο που θα τον φέρει γαλήνια στα δίχτυα του Μορφέα με ένα μειδίαμα στα χείλη. Έχει βρει το μυστικό και κάτω από τα κουρέλια πετυχαίνει η φαντασία του να μετουσιώνεται σχεδόν σε πραγματικότητα. Του είναι οικεία αυτή η ομορφιά έστω και αν δεν την βίωσε ποτέ. Δεν θέλει πολύ. Μια ολιγόλεπτη συγκέντρωση, πέταμα όλων των δυσάρεστων εικόνων της ημέρας και σύνθεση εκείνων που του ξύπνησαν το αίσθημα της ευτυχίας.


Ξέρει να ξεχωρίζει. Είναι κάτι που μαθαίνεται με τον καιρό όταν περιτριγυρίζεις μέσα στα βαγόνια του μετρό. Τόσος κόσμος έρχεται και φεύγει. Τους παρακολουθεί. Πιάνει τα πάντα. Μια συζήτηση μιας παρέας που πριν από λίγο μπήκε τρέχοντας για να προλάβει τον συρμό, μια γυναίκα που μιλάει με τον σύντροφό της στο τηλέφωνο, δυο κυρίες μεγαλούτσικες που λένε τα νέα της πολυκατοικίας, δυο φίλοι που σχολιάζουν την επικαιρότητα. Κάτι γέλια από ευδιάθετους νέους, ένα ζευγαράκι αγκαλιασμένο με την ευτυχία χαραγμένη στα πρόσωπά τους, μια νευρικότητα από κάποιον που μάλλον του πήγε στραβά η μέρα, μια μελαγχολία μιας κοπέλας που στέκεται μόνη σε μια γωνιά, κουρασμένα πρόσωπα, σοβαρά, άτεγκτα. Ακούει τα πάντα ακόμα και τις απουσίες ομιλιών στα πρόσωπα των επιβατών. Έχει μάθει να αποτυπώνει αυτά που λέγονται με λέξεις και να αφουγκράζεται αυτά που αποκαλύπτει η σιωπή. Μια έκφραση, ένα βλέμμα, η στάση του κορμιού. Ανάμεσα στο βουητό από το τρέξιμο του συρμού πάνω στις ράγες εκείνος συλλαμβάνει τις ανθρώπινες ενέργειες.

Είναι κάτι σαν φάντασμα που περιδιαβαίνει μέσα στον κόσμο δίχως κανείς να τον αγγίζει και να τον βλέπει. Σπάνια εισπράττει ένα βλέμμα προσοχής. Συνήθως αδιαφορούν για αυτόν. Άλλες φορές νοιώθει σαν την μύγα που προσπαθούν όλοι να την αποφύγουν, μην τους αγγίξει και τους λερώσει και κάποιες λιγοστές φορές ίσως μια ματιά πέσει πάνω του με έναν μανδύα συμπάθειας, στοργής και συμπόνιας. Τότε όμως νοιώθει άβολα. Δεν έχει μάθει να αποδέχεται την καλοσύνη. Τον πιάνει ντροπή, χτυπάει τα δάχτυλά του άρρυθμα πάνω στο ακορντεόν που το έχει κρεμασμένο στον ώμο στα πλαϊνά, χαμηλώνει το βλέμμα και θέλει να ανοίξει γρήγορα η πόρτα του βαγονιού να ξεπηδήσει έξω να χαθεί μέσα στο πλήθος. Στο αντίκρισμα ενός συμπονετικού ανθρώπου νοιώθει μια τανάλια να τον πνίγει. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του συμβαίνει αυτό ενώ θα έπρεπε να αισθάνεται το αντίθετο. Είναι άμαθος στην στοργή. Όσο την επιζητά τόσο την ντρέπεται. Τα βλέμματα της αποστροφής τα αποδέχεται καλύτερα.

Θα ξεκινήσει και σήμερα τον δρόμο τον γνωστό. Θα χαθεί μέσα στο πλήθος παίζοντας τις μελωδίες που έχει μάθει οι οποίες πολύ συχνά βγαίνουν ατσούμπαλες. Δεν είναι σίγουρος όμως αν τον ενδιαφέρει και ιδιαίτερα. Το χάρτινο ποτήρι το έχει μόνιμα πάνω στο ακορντεόν για όποιον φιλότιμο άνθρωπο θελήσει να αφήσει κανένα ψιλό για τις υπηρεσίες του. Είναι μια επαιτεία με το πρόσχημα της μουσικής. Κι όμως εκείνος πάλι ζητιάνος νοιώθει. Δεν αλλάζει κάτι στην ουσία. Αν ο πατέρας του τού έλεγε να βγει απλά να ζητάει λεφτά εκείνος θα το έκανε. Δεν έχει άλλη επιλογή. Ντρέπεται αλλά αφήνει στους άλλους να φανεί ότι του έχει τελειώσει κάθε ντροπή.

Θα μπει μέσα στους συρμούς. Ποιος θα ασχοληθεί μαζί του άλλωστε. Θα χωθεί μέσα στον κόσμο και περπατώντας ανάμεσα στα βαγόνια θα παίζει την ίδια χιλιοπαιγμένη μελωδία, μια μελωδία που ίσως κάποιοι αισθανθούν τον πόνο που βγάζει. Θα στυλώνει το βλέμμα του κάτω και όμως θα φαίνεται σαν απλανές ως απλά η φυσική του παρουσία να είναι εκεί και η ψυχή του να ταξιδεύει αλλού. Αυτό θα κάνει για ώρες και ώρες και ίσως ενδιάμεσα να αγοράσει κανένα κουλούρι να φάει από τα λιγοστά κέρματα που θα έχει κερδίσει. Σαν παρείσακτος θα κυκλοφορεί ανάμεσα στους χαμένους στη σκέψη τους επιβάτες. Παράταιρος σε έναν κόσμο που βιάζεται να προλάβει.

Είναι δέκα χρονών. Του λείπουν τα πάντα μα πιο πολύ η αγάπη. Ένας άνθρωπος θέλει να τον πιάσει από τους ώμους, να τον αγκαλιάσει και να του πει: «Έλα λεβέντη μου. Τελείωσε το βάσανό σου. Πάμε.». Να νοιώσει την θαλπωρή της αγκαλιάς, μιας ζεστής κουβέντας και να κλάψει, να βγάλει όλο τον πόνο που έχει μέσα του. Να ζήσει για ένα μέλλον που του τάζει ελπίδα. Να ξεχειλίσει η παιδικότητά του, να ξυπνήσει η ανεμελιά του. Να ζήσει.

Γιάννης Καραγιώργος

Δείτε επίσης: Σ’ αγαπώ ‑ Μ΄αγαπάς: H ξεκαρδιστική σκηνή που γυρίστηκε 31 φορές επειδή γελούσαν ασταμάτητα

1 σχόλιο:

  1. Γιάννης Καραγεώργος15 Σεπτεμβρίου 2023 στις 12:16 π.μ.

    Σας ευχαριστώ πολύ, για την αναδημοσίευση του κειμένου μου και τα πολύ καλά σας λόγια! Να είστε καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή