Ομήρου Οδύσσεια σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!
Μα ψέμα είναι αυτό που λέν’ πως ο Οδυσσέας χάθη.
Ερμητικά τονε κρατούν άντρες, κακοί κολίγοι,
σε θαλασσόκλειστο νησί και κάποτε θα μάθει
ποιοι τον αιχμαλωτίσανε και δεν μπορεί να φύγει.
Μαντεία όμως θα σου πω σαν να ’μαι ιεροφάντης,
κάτι μου γνέφουν οι θεοί, σαν σε όνειρο να είδα,
το μέλλον δεν το μελετώ, ούτε περνιέμαι μάντης
μα δεν θ’ αργήσει ο καιρός που θα ’ρθει στην πατρίδα
όσο και να του δέσουνε πισθάγκωνα το σώμα
πάντα ήταν τετραπέρατος και θα τον βρουν λυμένο. 210
Μα έλα πες μου ήσυχα και μιάν αλήθεια ακόμα
αν είσαι του Οδυσσέα ο γιος, αγόρι τρανεμένο
γιατί πολύ στην κεφαλή του μοιάζεις και στα μάτια,
και σμίγαμε πολύ, παλιά, σαν να ’μαστε φατρία
πριν οι Αργείτες αρχηγοί αφήσουν τα παλάτια
και με τα πλοία τα βαθιά κινήσουν για την Τροία,
μα από τότε χάσαμε ο ένας του άλλου τα ίχνη».
Ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγο ξαναρχίζει:
«Ο λόγος ξένε που θα πω πάντοτε αλήθεια δείχνει,
δικό του γιο, της μάνας μου ο λόγος με ορίζει 220
μα μήπως και μπορεί κανείς να πει ποιοι οι γονείς του;
Είθε ο γιος να ήμουνα ανθρώπου με ευτυχία
που φτάνει στα γεράματα, μα αυτός όσο κανείς του
λούστηκε μες στα πέλαγα τη μαύρη δυστυχία
αυτός λεν’ πως με γέννησε, γι αυτά πούχεις ρωτήσει».
Κι η λιόφωτη του απαντά θεά στο γλεντοκόπι
«Ούτε θ’ αφήσουν οι θεοί τέτοια γενιά να σβήσει
τρανό όπως σε γέννησε εσένα η Πηνελόπη.
Αλλά έλα πες αληθινά γιατί έχω ένα μαράζι
ποιες οι γιορτές; τα φαγητά; γιατί γλεντοκοπούνε; 230
αρραβωνιάσματα είναι εδώ; συμβούλιο δεν μοιάζει
έχω την γνώμη αχόρταγοι πως καιροφυλακτούνε
και τρώνε τόσο άπληστα. Μα θα ’ταν οργισμένος
αν κάποιος λίγο γνωστικός ετούτα συναντούσε».
Τότε έτσι ο Τηλέμαχος της λέει ο γνωμισμένος:
«Ξένε μου αυτό που μ’ έτρωγε και πάντα με πονούσε
είναι που αυτό το αρχοντικό την ευτυχία θα είχε
αν του Οδυσσέα του τρανού τα ζάλατα εδώ ήσαν,
δεινά όμως ’φάνη των θεών η γνώμη πως κατείχε
κι απ’ όλους, τούτον μοναχά για πάντα αφανίσαν 240
μα ούτε θα κλαψούριζα στου θάνατου το βέλος
αν τη ζωή του έχανε στης Τροίας το πεδίο,
είτε στα χέρια των δικών, στου πόλεμου το τέλος.
Θα στήναν οι Παναχαιοί πανύψηλο μνημείο
και θα ’τανε τεράστια για το παιδί του η δόξα.
Μα του καημού, οι Άρπυιες τον στείλαν στην αφάνεια
και με χτυπούν αλύπητα των βάσανων τα τόξα
καθώς με αυτό, πληγώθηκα και ζω μες στην ορφάνια
Μα να ’ναι αυτό; Οι αθάνατοι, κι άλλο στείλαν σαράκι
Τριγύρω, οι πρώτοι των νησιών στην θαλασσόδαρτη άμμο 250
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο, και πετρωμένη Ιθάκη,
στείλανε τ’ αρχοντόπουλα, να ετοιμάσουν γάμο,
ορέγεται ο καθένας τους τη μάνα μου για νύφη
σε άνομο γάμο , και το βιός, μου έχουν σπαταλήσει,
ούτε το ναι τους λέει αυτή, μα ούτε ακόμα αρνήθη,
κι έτσι όπως πάει το σπίτι μου, μαζί μ’ εμέ θα σβήσει».
Κι η Αθηνά του απάντησε με τον θυμό στην όψη
«Με τον πατέρα όμοιο στην δύναμη δεν σ’ είδα
που τους μνηστήρες τους αισχρούς μπορούσε να τους κόψει
αν ξαφνικά ερχότανε με κράνος και με ασπίδα 260
και στο κατώφλι στέκονταν δυό δόρατα κρατώντας.
Όπως τον πρωτοαντίκρυσα στο σπίτι μου ν’ ανάβει,
φαϊ να τρώει και κρασί να πίνει τραγουδώντας
γυρνώντας απ’ την Έφυρα που πήγε με καράβι
από το γιο του Μέρμερου , φαρμακερό βοτάνι
ν’ αλείψει τις σαϊτες του, του Ίλου να ζητήσει,
μα από τον φόβο των θεών εκείνος δεν το κάνει
κι ο κύρης μου του το ’δωσε που είχανε χρόνια ζήσει
αδέρφια, -μες στη μνήμη μου έτσι ο Οδυσσέας μένει-
που αν τύχαινε να ’ρχότανε και σήκωνε το χέρι 270
νεκρόγαμπροι όλοι θα ’τανε, γρήγορα πεθαμένοι.
Μα ποιος γνωρίζει των θεών η γνώμη τι θα φέρει
σαν επιστρέψει σπίτι του και νίκη αν κάνει ή ήτα.
Σε παροτρύνω τώρα εγώ να βάλεις μες στη σκέψη
πως οι μνηστήρες θα χαθούν, μόνος σου τούτο κοίτα,
μα πρέπει αυτό με προσοχή ο νους σου να πιστέψει.
Σε σύγκληση τους Αχαιούς θα πρέπει να καλέσεις
αύριο κι όλας , οι θεοί μάρτυρες να ’ναι όλοι
και των μνηστήρων τη φυγή επίμονα να θέσεις.
Αν , γάμος στης μητέρας σου τον νου είναι, στην πόλη 280
του κύρη της του άρχοντα ας πάει να τελέσει,
δώρα του γάμου να της παν’ στολίδια, μα κι ακόμη
όσα ακριβά ταιριάζουνε σε αρχοντοπούλας θέση.
Μα άκουσε σαν συμβουλή την ταπεινή μου γνώμη:
Καράβι πάρε ν’ ανοιχτείς στης θάλασσας τ’ αλώνια,
με είκοσι ναύτες στα κουπιά, κι όχι μικρή σχεδία,
μάρτυρες για τον κύρη σου ψάξε που λείπει χρόνια
ζήτησε απ’ όλους να σου πουν, ακόμα και του Δία
τη σκέψη του, που κουβαλά νέα γι ανθρώπους, πάρτη,
στο γέρο-Νέστορα να πας στης Πύλου τ’ άγρια δάση 290
κι ύστερα στον Μενέλαο στην ξακουστή τη Σπάρτη
που απ’ τον χαλκόντυτο στρατό αργότερα είχε φτάσει
Αν δεις πως ζει, κι ότι θα ’ρθεί, στο άκουσμα των νέων
μη χολοσκάσεις, μια χρονιά περίμενε ακόμη.
Αν όμως όντως χάθηκε, και δεν υπάρχει πλέον
ξανά ως την πατρίδα σου να σε οδηγούν οι δρόμοι
Και κει ένα μνήμα να φιαχτεί, να τελεστούν θυσίες
σε άρχοντα να’ ναι ταιριαστές. Τη μάνα νύμφεψέ τη
στο τέλος πιά. Κι αν παν’ αυτά, να μπεις σ’ ετοιμασίες,
μόνος σου άκου την καρδιά, και μόνος πίστεψε την , 300
όλοι οι μνηστήρες να κοπούν στο σπίτι, τούτο λύσε
με μπαμπεσιά ή φανερά, σαν βούλησή σου δες τη
μωρό ούτε μου φαίνεσαι, ούτε παιδάκι είσαι.
Η δόξα δεν σε κυνηγά του θεϊκού Ορέστη;
που έσφαξε τον Αίγισθο ,και γδικιωμού μια δάδα
για τον γονιό του άναψε, ’σένα δεν σε πειράζει;
Και συ ’σαι γιέ μου υψηλός με τόση ομορφάδα,
φιάξ’ την καρδιά σου δυνατή, κόσμος να σε δοξάζει.
Καιρός όμως στους σύντροφους να πάω , στο καράβι
που με προσμένουν. Μόνο αυτά η σκέψη σου να βάλει 310
που σαν βελόνι η γλώσσα μου στο νου σου ώρες ράβει».
Κι ο συνετός Τηλέμαχος της αποκρίθη πάλι:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου