Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Το κράτησε χωρίς δεύτερη σκέψη, υποταγμένος πια πλήρως στην εξουσία του. Η πρώτη ρουφηξιά κόντεψε να τον πνίξει, η δεύτερη όμως του δημιούργησε μια ευχάριστη ζάλη. Ο Πετρής τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. Κάθε καινούργια ρουφηξιά του έφερνε όλο και περισσότερη καλή διάθεση. Όλοι οι φόβοι και οι ανασφάλειες εξαφανίστηκαν μέσα στους καπνούς της μαριχουάνας. Μόνο ένα ελαφρύ ανακάτεμα στο στομάχι, τον χάλαγε λίγο, αλλά άξιζε τον κόπο.
“Λοιπόν δεν είχα δίκιο;”, τον ρώτησε ακουμπώντας το χέρι στο μηρό του.
Ο Δήμος ξέσπασε σε ένα υστερικό γέλιο, που μάταια προσπάθησε να σταματήσει ο Πετρής.
“Όπως πάντα!”, αποκρίθηκε χωρίς να σταματήσει να γελάει. “Τελικά πρέπει να είσαι ο καλός μου άγγελος!”.
Ο Πετρής τον αγκάλιασε τρυφερά. “Από δω και μπρος κανείς και τίποτα δεν θα μας χωρίσει. Έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο!”
Σταμάτησε το γέλιο αν και το χαμόγελο ήταν ακόμη αποτυπωμένο στα μάτια του. “Κανείς και τίποτα!”, επανέλαβε σαν ηχώ.
Όλα τώρα στο μαστουρωμένο του μυαλό έμοιαζαν ρόδινα. Μακρυά από τις δεσμεύσεις του περίγυρου, θα ζούσε τις στιγμές που ονειρευόταν πάντα. Δίχως να φοβάται την αποκάλυψη και τη διαπόμπευση. Στο διάολο και η Φροσούλα, και το καΐκι και όλα! Το πεπρωμένο του ήταν να ζήσει με τον άντρα που τον συγκινούσε, έστω κι αν ήταν ο αδελφός του!
Ο καμαρότος που ήρθε να αδειάσει τους κάδους απορριμάτων τους έριξε μια ματιά όλο περιφρόνηση. Άλλοι δυο ανώμαλοι από τους πολλούς που μαζεύονται στη Μύκονο, συλλογίστηκε με αηδία.
Το πλοίο αδυνατούσε πια να αντισταθεί στη μανία των επτά μποφόρ και έκανε απότομες βουτιές, παρασύροντας αντικείμενα από τη μια άκρη του καταστρώματος στην άλλη.
Κάτω από την επήρεια της μαριχουάνας, αλλά και με τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου, ο Δήμος ένιωσε το στομάχι του να ανεβαίνει στο λαιμό. Ίσα που πρόλαβε να σηκωθεί από τον πάγκο πριν αδειάσει το περιεχόμενο του στο πάτωμα. Κίτρινος σαν το φλουρί ξάπλωσε ανάσκελα στο διπλανό παγκάκι. Αισθανόταν απαίσια. Όλη η ευθυμία που του είχε προκαλέσει το κάπνισμα εξαφανίστηκε και έδωσε τη θέση της σε μιαν απέραντη θλίψη. Σαν να έφυγε ένα πέπλο από το μυαλό του που κάλυπτε τα προβλήματα, και είδε ξαφνικά μπροστά του τη σκληρή πραγματικότητα. Την κατεστραμμένη του ζωή, τα νεκρά όνειρα, το ζοφερό μέλλον, που έμοιαζε χειρότερο κι από θάνατο!
“Μη με πλησιάζεις!”, φώναξε απειλητικά στον Πετρή, που ερχόταν προς το μέρος του. “Ποτέ πια μη με ξαναπλησιάσεις! Κατάλαβες;”.
“Γιατί;”, τον ρώτησε όλο παράπονο. “Νόμιζα πως ήθελες να είμαστε μαζί.”.
“Ήθελα; Ανάθεμα κι αν ξέρω πια τι θέλω!”, απάντησε με λυγμό και δάκρυα στα μάτια. “Βοήθησε με σε παρακαλώ! Βοήθησε με να βρω τον εαυτό μου!”.
'”Όλα θα πάνε καλά!”, προσπάθησε να τον ηρεμήσει. “”Ότι αποφασίσεις θα το σεβαστώ, όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο. Μια άρνηση θα με πονέσει πολύ, όμως αν η επιθυμία σου είναι να σταματήσουμε εδώ, δεν πρόκειται να σε πιέσω. Τρέφω πολύ πιο δυνατά αισθήματα για σένα Δήμο, από μια απλή ερωτική έλξη!”.
Σε ολόκληρο το υπόλοιπο ταξίδι δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ο Δήμος σε κακό χάλι τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε σε ένα ταραγμένο ύπνο. Τον ξύπνησε ο Πετρής την ώρα που το πλοίο έδενε στο λιμάνι. Σηκώθηκε παραπατώντας και ο Πετρής τον κράτησε σφικτά για να μην σωριαστεί.
“Σου χρειάζεται ένα καλό φαγητό και ύπνος. Θα το φροντίσω εγώ. Κάνε λίγο κουράγιο μέχρι το γκαράζ.”.
“Θα πάω στο ξενοδοχείο.”, προσπάθησε να αρνηθεί, αλλά τον σταμάτησε αμέσως.
“Δεν πρόκειται να πας πουθενά σ΄αυτή την κατάσταση! Θα πάμε σπίτι και το πρωί που θα είσαι καλύτερα φεύγεις για το ναύσταθμο”.
Δεν έκανε άλλη προσπάθεια να το αποφύγει. Άλλωστε τα πόδια του δεν τον βαστούσαν και η εξάντληση που ένιωθε, του είχε μουδιάσει σώμα και μυαλό.
Μετά από μια μαρτυρική ώρα στην κίνηση του Πειραιά έφτασαν επιτέλους σπίτι. Ο Δήμος σωριάστηκε αμέσως στον καναπέ και ο Πετρής του έφερε, αφού το ζέστανε, λίγο γάλα και μερικά μπισκότα κανέλας που υπήρχαν στο ντουλάπι. Δυσκολεύτηκε να τον πείσει να τα δοκιμάσει, όμως στην επιμονή του υποχώρησε. Σε λίγο αισθανόταν πολύ καλύτερα. Το γάλα του μαλάκωσε το στομάχι και η ζάχαρη του έδωσε την ενέργεια που του έλειπε. Το μόνο που δεν διορθώθηκε ήταν η νύστα που βάρυνε τα βλέφαρα του.
“Πάω για ύπνο”, είπε με ένα χασμουρητό και έψαξε για το κρεβάτι.
“Ένα μόνο υπάρχει”, του υπέδειξε ο Πετρής. “Κοιμήσου εκεί και εγώ πέφτω στον καναπέ”.
Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα χωρίς να πει λέξη και έκλεισε την πόρτα. Δεν κατάλαβε γιατί το έκανε. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε κάτι που να μην είχε δει ο Πετρής! Έβγαλε γρήγορα τα ρούχα και ξάπλωσε. Κοιμήθηκε αμέσως. Έναν ύπνο σαν θάνατο. Άλλωστε αδέλφια δεν έλεγαν οι αρχαίοι πως είναι;
Ο Πετρής έμεινε στο σαλόνι συντροφιά με ένα μπουκάλι Τζόνι και τα ατέλειωτα τσιγάρα του. Καθαρά και βρώμικα! Η ζέστη ήταν αποπνικτική και έτσι είχε πετάξει τα ρούχα και εντελώς γυμνός άκουγε στο ραδιόφωνο τον “Μεγάλο ερωτικό”, του Μάνου Χατζιδάκι, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Κατά έναν εντελώς ανεξήγητο λόγο, λάτρευε τη μουσική του Μάνου, πράγμα τελείως αφύσικο για έναν άξεστο και αδίστακτο όπως αυτός!
Ειδικά αυτή η τελευταία δημιουργία του μεγάλου συνθέτη, με τις εκπληκτικές ερμηνείες της Φλέρυς Νταντωνάκη και του Δημήτρη Ψαριανού τον ανέβαζε σε σφαίρες ψυχικής αγαλλίασης, που δεν είχε ποτέ φανταστεί πως υπήρχαν. Πάντως όχι στον δικό του κόσμο!
Αυτός ο υπέροχος ύμνος στον έρωτα, άγγιζε κάποιες ευαίσθητες χορδές της ψυχής του, ενώ ποτέ δεν ένιωσε ερωτικά για κάποιον. Γυναίκα ή άντρα!
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου