Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
"Η μάνα, μια φιλάσθενη γυναικούλα πάλευε απεγνωσμένα να μας εξασφαλίσει κάποιο υποτυπώδες φαγητό. Καμιά ελιά, ντομάτες και αραιά και που κανένα ψαράκι που της έκαναν δώρο καλοσυνάτοι ψαράδες. Κρέας; δυο με τρεις φορές το χρόνο, κι αυτό ίσα για μυρωδιά.
Ένα πρωινό του Γενάρη, μετά τα Φώτα, αρρώστησε ο μικρότερος αδελφός μου. Ήταν τότε έξι χρονών και εγώ γύρω στα έντεκα. Το ίδιο βράδυ πέθανε στην αγκαλιά της μάνας μου! Ούτε ξέραμε ούτε και μάθαμε ποτέ την αιτία. Γιατρός μόνο στη Νάξο τότε και αν. Από εκεί και ύστερα μέσα σε τρία χρόνια πέθαναν όλα τα παιδιά. Δύο κορίτσια εννιά και δεκατριών και ο μεγαλύτερος δεκαπέντε!
Απόμεινα μονάχα εγώ. Ήμουν πια δεκατεσσάρων. Οι γονείς μου ζούσαν με τον πόνο του χαμού των παιδιών τους, και με τον φόβο μην χάσουν και μένα. Ο Πατέρας υπέμενε καρτερικά τα χαστούκια και ποτέ δεν έδειξε να βαρυγκομάει. Η μάνα τελικά δεν άντεξε! Την πρόδωσε η τραυματισμένη από τα βάσανα καρδιά της, στα τριανταεφτά της χρόνια.
Λίγοι άνθρωποι στο νησί, κι αυτοί ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. Κάποιον στην ηλικία μου να μιλήσω δεν είχα. Κι έτσι προσκολλήθηκα στον πατέρα μου. Και πατέρας και φίλος και φαντασίωση στο ίδιο πρόσωπο. Γιατί, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, μου άρεσε και σαν άντρας”!
Η Μαριγώ τινάχτηκε στο άκουσμα των τελευταίων της λόγων.
“Θέλεις να πεις”!
“Ναι αυτό που υποψιάζεσαι! Τον έβλεπα ερωτικά. Κι αν δεν μεσολαβούσαν τα γεγονότα που θα σου διηγηθώ, δεν ξέρω αν έφτανα μέχρι το τέλος”.
”Υπάρχει τέτοιος έρωτας, τέτοια έλξη;”, ρώτησε ξέπνοα η Μαριγώ, αν και την απάντηση την ήξερε ήδη!
“Υπάρχει. Όλα τα παιδιά λίγο ή πολύ αγαπούν τους γονείς τους με περίεργο τρόπο. Ειδικά στην εφηβεία μπερδεύουν τα πατρικά ή μητρικά χάδια αντίστοιχα, με κάλεσμα ερωτικό. Πολύ σπάνια όμως υπάρχει συνέχεια. Μόνο από λίγους και πάντα με τραγικά αποτελέσματα”! Σταμάτησε για λίγο να συγκεντρώσει τις σκέψεις της.
“Μιλάς πολύ όμορφα! Θα έλεγε κανείς πως είσαι αρκετά μορφωμένη!”, της είπε η Μαριγώ για να ελαφρύνει τη φόρτιση της..
Η γριά χαμογέλασε με συγκατάβαση.
“Το δημοτικό και με το ζόρι! Διάβασα πολύ όμως αργότερα και έτυχε να γνωρίσω αρκετούς αξιόλογους ανθρώπους. Σου έλεγα λοιπόν για το άνομο πάθος μου για τον πατέρα. Δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται ευτυχώς. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ Σαββάτου τον βοηθούσα να πλυθεί στη σκάφη. Με το σφουγγάρι του έτριβα την πλάτη, ίσως με περισσότερο ζήλο από ότι δικαιολογούσε το θυγατρικό μου καθήκον. Σαν να αναστατώθηκε. Τώρα από πόθο-μην ξεχνάμε χήρος και αρκετά νέος ακόμη- ή από ντροπή, δεν κατάλαβα.
Πάντως τυλίχτηκε γρήγορα με την πετσέτα, πήγε στο δωμάτιο του, ντύθηκε και έφυγε από το σπίτι μέσα στη νύχτα. Τον περίμενα ξάγρυπνη να γυρίσει, όμως δεν φάνηκε. Τον βρήκαν τα χαράματα στα σκαλιά της εκκλησίας, ξεπαγιασμένο, αξιοθρήνητο. Την πόρτα την βρήκαν μισάνοιχτη, να κτυπά στις ριπές του βοριά. Προφανώς είχε μπει να προσευχηθεί. Το τι έγινε μετά, μόνο ο ίδιος το ήξερε! Όμως μόνο με νοήματα μπορούσε να μας το περιγράψει! Δεν ξαναμίλησε ποτέ από τότε τα δυό χρόνια που έζησε ακόμη. Μόνο δυο λέξεις που έγραψε σε ένα χαρτί, σε μια στιγμή διαύγειας, μας έδωσαν μιαν ιδέα:” "Οι αγγελούδες”. Σου ξαναείπα για τις αγγελούδες, έτσι δεν είναι; Παλιά τις έβλεπαν συχνά τα βράδια, τότε που δεν υπήρχε φωτισμός στην ύπαιθρο. Κάποια περίεργα ξωτικά όντα που σε ρωτούσαν κάτι, και αν απαντούσες, σου έκλεβαν τη μιλιά! Έτσι έλεγαν, και αν με ρωτήσεις δίκιο είχαν”!
Η Μαριγώ άρχισε να δυσανασχετεί. Όλες αυτές τις προλήψεις τις θεωρούσε πάντα γεροντικά παραληρήματα. Είχε ακούσει παρόμοιες ιστορίες από τους παλαιότερους, και γελούσε με την αφέλεια τους. Τούτη η γριά όμως έδειχνε να τα πιστεύει σοβαρά και δεν φαινόταν από εκείνους που θα το έκαναν αβασάνιστα. Και στο τέλος τέλος, μήπως και η ίδια δεν είχε μια τέτοια εμπειρία. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ο άγνωστος λευκοντυμένος άντρας που την επισκεπτόταν συχνά πυκνά, και κανείς άλλος δεν τον έβλεπε; Είχε καταλήξει βέβαια ότι ήταν πλάσμα της φαντασίας της, όμως τώρα δεν ήταν και πολύ σίγουρη!
”Και πως μοιάζουν αυτά τα πλάσματα;”, ρώτησε χωρίς να περιμένει ξεκάθαρη απάντηση.
“Παίρνουν πολλές μορφές, άλλοτε μικρά κοριτσάκια, άλλοτε γέροι, καθένας μπορεί να τους δει διαφορετικά”!
”Και μόνο τη μιλιά κλέβουν”;
”Κλέβουν και τη μιλιά, κλέβουν και τις μνήμες, αδειάζουν τις ψυχές από κάθε συναίσθημα”!
”Έχεις δει και συ αγγελούδες”;
Η γριά δίχως να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα, συνέχισε την αφήγηση της.
”Μετά το θάνατο και του πατέρα, μόνη χωρίς κανένα εισόδημα, κατάντησα ζητιάνα. Ένας πονόψυχος γείτονας μου έκανε τα εισιτήρια και με έστειλε συστημένη στην αδελφή του στην Αθήνα. Ήταν καλοπαντρεμένη με έναν πλούσιο μεσίτη και ζητούσαν ψυχοκόρη, μιας και δεν είχαν δικά τους παιδιά. Έμεινα κοντά τους περίπου ενάμιση χρόνο και ύστερα μου προξένεψαν έναν οικογενειακό τους φίλο, είκοσι χρόνια μεγαλύτερο μου. Ανώτατος δικαστικός και με μεγάλη περιουσία στην Πελοπόννησο. Σε δυο μήνες παντρευτήκαμε.
Στην αρχή ήταν καλός και ευγενικός. Ποτέ δεν μου χαλούσε χατίρι. Ο κύκλος του αποτελούνταν από λογοτέχνες, ακαδημαϊκούς, γενικά ότι καλύτερο είχε να επιδείξει η αθηναϊκή κοινωνία! Με τη συναναστροφή τους απέκτησα τις γνώσεις, που σε εντυπωσίασαν πριν.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου