Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Το πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να το ηρεμήσει. Ο πατέρας έτρεξε προς το σπίτι και σε ελάχιστα λεπτά ξαναβγήκε ντυμένος και με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι. Πήρε στην αγκαλιά τη χτυπημένη γυναίκα και την ακούμπησε απαλά στα πίσω καθίσματα.
«Θα έρθω μαζί!», του είπε η μητέρα, «Να προσέχω το παιδί μέχρι να δούμε τι θα γίνει.».
Συμφώνησε ο πατέρας με ένα νεύμα και μπήκαν στο αυτοκίνητο.
«Να προσέχεις μικρέ!», του φώναξε ο πατέρας καθώς ξεκινούσαν. «Σε λίγο θα έρθει και η Μαρία, για να βάλει μπουγάδα, δεν θα είσαι μόνος.».
Αυτά ήταν που είδε εκείνο το πρωινό. Τα υπόλοιπα τα έμαθε σε τρεις μέρες, όταν αναστατωμένος ο πατέρας τα εξιστόρησε στη μητέρα. Αφού ολοκλήρωσαν τις εξετάσεις δεν είδαν κίνδυνο για τη ζωή της. Μόνο που δεν θυμόταν απολύτως τίποτα. Ούτε καν ποια ήταν.
Οι αστυνομικοί που κάλεσαν βρήκαν στην τσάντα της την φωτογραφία με τα στοιχεία της και έψαξαν για τους δικούς της. Στη γειτονιά τους είπαν πως έμενε μόνη με την κόρη της που είχε εκ γενετής πρόβλημα στον εγκέφαλο. Ούτε τον άντρα της είχαν δει ποτέ. Τους είχε πει πως έφυγε μετά τη γέννηση του άρρωστου παιδιού, και από τότε δεν είχαν καμία επαφή.Όμως μετά έγινε κάτι τρομερό! Η γυναίκα με το παιδί είχαν εξαφανιστεί, λίγο μετά το βραδινό φαγητό. Κανείς από το προσωπικό δεν είδε ούτε άκουσε τίποτα.
Από τότε αυτό το περιστατικό ξεχάστηκε με τα χρόνια, μέχρι που ξαναβγήκε σήμερα στην επιφάνεια.
Κοίταξε άλλη μια φορά τη φωτογραφία. Παρόλο που ήταν πολύ ξεθωριασμένη απ την πολυκαιρία μπορούσε να διακρίνει τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Τα μαύρα μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους, τα μεγάλα μάτια που είχαν κάτι εξωτικό, τα καλοσχηματισμένα χείλη. Σίγουρα μια γυναίκα που δεν περνούσε απαρατήρητη στα νιάτα της. Διέκρινε ακόμα μια μεγάλη ομοιότητα με την κουμπάρα του την Αθανασία, αν και σίγουρα δεν είχε αναμνήσεις όταν εκείνη ήταν σε αυτή την ηλικία. Τα μαλλιά της τα θυμόταν κομμένα καρέ και σε πιο καστανές αποχρώσεις και τα χείλη της μονίμως βαμμένα κάτι που αλλοίωνε το σχήμα τους. Δεν έπαυε όμως να βρίσκει πολλά κοινά στοιχεία.
Ο μπάρμπα Νίκος ανέβηκε απ το υπόγειο και κοίταξε ερωτηματικά τον γιατρό.
«Μια χαρά είναι», τον καθησύχασε. «Της έκανα μια ηρεμιστική ένεση και υα κοιμάται για λίγες ώρες ακόμη. Όταν ξυπνήσει φρόντισε να φάει κάτι ελαφρύ και να πίνει πολλά υγρά. ΄Το δέρμα της μοιάζει αφυδατωμένο και μάλλον γι αυτό είχε τα συμπτώματα.».
«Ευχαριστώ γιατρέ θα κάνω το καλύτερο που μπορώ!».
«Τη νοιάζεσαι Νίκο, έτσι δεν είναι;».
«Την φροντίζω χρόνια. Είναι καλός άνθρωπος όσο κι αν δεν έχει και πολλούς φίλους. Ξέρεις, οι χωρικοί δεν τα πάνε καλά με τους διαφορετικούς ανθρώπους!».
Ο γιατρός του έσφιξε το χέρι και τον αγκάλιασε.
«Και εσύ είσαι καλός άνθρωπος Νίκο. Πολύ καλός μάλιστα!», του είπε κοιτώντας ταυτόχρονα το ρολόι του. «Όμως πρέπει να φύγω τώρα, γιατί ο γιος μου θα μου τα ψάλλει και με το δίκιο του! Δεν ξέρω πότε θα ξανάρθω, αλλά αν χρειαστείς κάτι ζήτησε με στο ξενοδοχείο.». Και του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου.
Ο μπάρμπα Νίκος τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο και μόλις ξεκίνησε επέστρεψε να προσέχει την Αρχοντούλα.
Κατέβηκε στο υπόγειο να δει τι κάνει η μικρή και να την ταΐσει. Αφού τελείωσε με αυτό την άφησε στο κρεβάτι να κοιμηθεί και ανέβηκε πάλι.
Άναψε την γκαζιέρα και έβαλε την κότα που είχε σφάξει από βραδύς να βράσει για την κοτόσουπα. Κάθισε στην παλιά ψάθινη καρέκλα και περίμενε την Αρχοντούλα να ξυπνήσει. Αυτό έγινε περίπου δυο ώρες μετά και αφού εν τω μεταξύ ήταν έτοιμη και η σούπα.
Η Αρχοντούλα ανακάθισε και ο γέρος της χαμογέλασε. «Μια χαρά φαίνεσαι κυρά μου», την ενθάρρυνε. «Σου έκανε καλό ο ύπνος και άμα φας και τη σούπα που σου έφτιαξα θα δυναμώσεις!».
Εκείνη δεν του απάντησε μόνο σηκώθηκε τρεκλίζοντας και ακουμπώντας όπου μπορούσε έφτασε στο ξεχαρβαλωμένο μπαούλο που είχε το ρόλο ντουλάπας.
Το άνοιξε και άρχισε να βγάζει από μέσα εσώρουχα και δυο ζευγάρια παπούτσια. Ότι είχε δηλαδή έξω από τα τρία φορέματα που κρέμονταν στον τοίχο κι αυτό που φορούσε. Τα ακούμπησε στο τραπέζι και αμίλητη συνέχισε να ψάχνει τα ρούχα της μικρής.
«Τι κάνεις Αρχοντούλα;», απόρησε ο γέρος. «Που τα πας τα πράγματα;».
«Θα φύγω καλέ μου», του απάντησε αποφασιστικά, «Κινδυνεύω εδώ!».
«Τι είναι αυτά που λες μάτια μου! Από ποιον κινδυνεύεις; Απ τον γιατρό;»
«Απ το παρελθόν!», του απάντησε θλιμμένα. «Απ το παρελθόν μου που δεν θυμάμαι!»
«Πως είναι δυνατόν να φοβάσαι κάτι που δεν θυμάσαι; Σύνελθε Αρχοντούλα!».
«Ήρθε και με βρήκε το παρελθόν Νικόλα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που πρέπει να φοβάμαι, όμως αυτός ο άνθρωπος ανήκει σίγουρα σε εκείνα τα χρόνια, και το ένστικτο μου λέει πως δεν είναι για καλό αυτή η συνάντηση!».
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου