ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (36η συνέχεια, Η απόφαση ζωής της Καλλιόπης)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Η Καλλιόπη πλησιάζοντας μέσα από το στενό μονοπάτι το ξωκλήσι ένιωσε μια υπέροχη μυρωδιά να γεμίζει το χώρο. “Ποιος να ήρθε και να θύμιασε;”, αναρωτήθηκε αν και η μυρωδιά ήταν πολύ πιο έντονη και ευχάριστη από απλό λιβάνι. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και όταν μπήκε, τίποτα δεν έδειχνε πρόσφατη παρουσία ανθρώπου. Άναψε το καντήλι μπροστά στην ωραία πύλη και ένα κερί στην εικόνα των Αποστόλων, κι ύστερα γονάτισε και με κλειστά τα μάτια άρχισε την προσευχή. Την ίδια που κάνει μέρες τώρα, για γαλήνη και συγχώρεση. Η ευωδία συνέχιζε ολοένα και πιο έντονη, ώσπου αισθάνθηκε πως δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει. Μια πνοή ανέμου

από το πουθενά της χάιδεψε τα μαλλιά και άνοιξε ξαφνιασμένη τα μάτια. Και τότε μπροστά της, ακριβώς πάνω από τη μικρή Αγία τράπεζα είδε το παράδοξο θέαμα! Κάτι σαν ομίχλη, σαν σύννεφο, αλλά με μια εκτυφλωτική λαμπρότητα, που την ανάγκασε να χαμηλώσει το βλέμμα. 

Δεν φοβήθηκε στιγμή, αντίθετα μια απέραντη ηρεμία γέμισε το είναι της. Κι όταν άκουσε τη γλυκιά αλλά επιβλητική φωνή να λέει: ”Δεύτε προς με πάντες οι πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς!”, έβγαλε μια κραυγή λατρείας: “Χριστέ μου!¨”, και 'έπεσε λιπόθυμη. Το πόση ώρα έμεινε σ΄αυτή την κατάσταση, δεν μπορούσε να προσδιορίσει, πάντως έξω είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Για την ακρίβεια δεν ήταν λιπόθυμη, γιατί είχε επίγνωση του εαυτού της. Μάλλον έκσταση θα μπορούσες να το ονομάσεις. Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, έχοντας οριστικά αποφασίσει για τη ζωή της από εδώ και πέρα!

Το ίδιο κιόλας βράδυ το ανακοίνωσε στους εμβρόντητους γονείς της. 

 ”Ο Θεός με κάλεσε να Τον ακολουθήσω! Μου είναι αδύνατον να Του αρνηθώ! Μόλις κλείσουν τα σχολεία θα φύγω στην Αθήνα. Εκεί θα ψάξω να βρω τον τόπο της μετανοίας μου”. 

 “Τρελάθηκες κόρη μου;”, φώναξε σοκαρισμένος ο Σαράντης. “Είσαι το μοναδικό μας παιδί! Η χαρά της ζωής μας! Και θέλεις στα δεκάξι σου να κλειστείς σε μοναστήρι! Δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αυτό”! 

 “Κι αν δεν γίνει τώρα, σε ενάμισι χρόνο θα είμαι ενήλικη και τότε κανείς δεν θα μπορεί να με εμποδίσει. Απλά θα είσαστε απέναντι μου και απέναντι στο Θεό, όλο αυτό το διάστημα!"                                                                                                                                                                              

 Η Αγγελική το πήρε πολύ πιο ψύχραιμα. “Ας τελειώσει το σχολείο και αν ακόμα έχεις τις ίδιες ιδέες, βλέπουμε”.

 “Μην πάτε κόντρα στο θέλημα του Θεού.”, τους ικέτεψε. “Εξάλλου δεν θέλετε να με βλέπετε δυστυχισμένη, έτσι δεν είναι”; 

 “Και θα είσαι ευτυχισμένη, κλεισμένη σε ένα στενό κελί, δίπλα σε γριές σαλεμένες;”, αντέτεινε ο Σαράντης.

 “Δίπλα σε γυναίκες που λατρεύουν τον Θεό”, τον διόρθωσε, “και κυρίως δίπλα σε Εκείνον”! 

 “Και εμάς δεν μας σκέφτεσαι; Δεν μας αγαπάς;”

“Θα είστε πάντα οι γονείς μου! Θα έχετε τη δεύτερη θέση στην καρδιά μου, και την πρώτη στις προσευχές μου”. “ 

 ”Τη δεύτερη;”, μουρμούρισε αποκαμωμένος. “΄Ώστε αυτό είναι το ευχαριστώ που σε φέραμε στη ζωή; Και την πρώτη τη χαρίζεις σε μιαν ιδέα, στο άγνωστο”! 

 “Τη χαρίζω σε Εκείνον που του ανήκει. Σε Εκείνον που Του ανήκουν όλα! Μην βαρυγκωμάς πατέρα, πάντα θα είστε οι γονείς και θα είμαι το παιδί σας Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει! Όμως πρέπει να πάω κοντά του! Σε παρακαλώ, μη σταθείς εμπόδιο στον έρωτα μου γι΄Αυτόν”! 

 Ο Σαράντης δεν μίλησε άλλο. Άλλωστε δεν είχε να πει κάτι περισσότερο. Προτίμησε να αφήσει το χρόνο να λειτουργήσει προς μια θετική κατεύθυνση. Η Αγγελική όμως τώρα πια ήταν σίγουρη. Η μεταστροφή της κόρης της ήταν οριστική και αμετάκλητη!


Ο Γρηγόρης, όσο περνούσαν οι ημέρες, γινόταν όλο και πιο απαιτητικός. Ζητούσε από τη Μαριγώ πράγματα που την έφερναν σε έκδηλη αμηχανία. Περίεργες φαντασιώσεις του, που απαιτούσε να τις κάνει πραγματικότητα μαζί της. Δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα βίτσια του, μέχρι τη στιγμή που της ζήτησε το αδιανόητο. 

 “Καλοκαίριασε και άρχισαν να έρχονται οι τουρίστες”, της είπε ένα από τα απογεύματα που βρίσκονταν στην αποθηκούλα. “Μπορούμε να βγάλουμε πολλά λεφτά ξέρεις”! 

 “Με ποιον τρόπο;”, ρώτησε, αν και ήξερε καλά την απάντηση. 

 “Είσαι πολύ καλή σε αυτό που κάνεις, και οι λιγούρηδες πληρώνουν πολύ καλά για κάτι τέτοιο”! “Μου ζητάς να γίνω πουτάνα”! 

 “Σου ζητάω να είσαι αυτό που είσαι! Ναι, μια καλοπληρωμένη πουτάνα”! 

 Θα τον σκότωνε εκείνη την στιγμή, αν είχε άλλοθι! Προτίμησε να το αναβάλλει για άλλη πιο κατάλληλη στιγμή! Η οποία δεν άργησε να έλθει!


Την παραμονή της γιορτής της Αγίας Μαρίνας, την περίμενε όλο το χωριό, και όχι μόνο. Από όλα τα σημεία του νησιού μαζεύονταν στις δεκάξι του Ιούλη το βράδυ, δεκάδες προσκυνητές, που αφού άναβαν τυπικά το κερί τους στη Χάρη της, κάθονταν στον καφενέ του Λουκά περιμένοντας να αρχίσει το ξακουστό πανηγύρι, με τα λαούτα και τις λύρες! Έτσι και η οικογένεια της Μαριγώς, όπως κάθε χρόνο, τήρησαν το έθιμο. Κάθισαν σε ένα από τα μπροστινά τραπέζια, μαζί με τον Μανόλη και τη Λεμονιά. Χωρίς καμιά γιορτινή διάθεση, κυρίως η Μαριγώ, αλλά και ο Βασίλης δεν πήγαινε πίσω. 

 Ο Γρηγόρης λίγο πιο πίσω με το ζόρι άφησε τον Αποοτόλη να καθίσει δίπλα του. Αλλά όπως δεν υπήρχε άδειο τραπέζι, αναγκάστηκε να αποδεχτεί την παρουσία του. 

 “Ας ενώσουμε τις μοναξιές μας φίλε!¨, του είπε πρόσχαρα ο Αποστόλης. 

 “Εσύ είσαι μόνος καημένε”, του αποκρίθηκε με καμάρι. “Εγώ δεν είμαι πια μόνος”!

 “Έτσι νόμιζα! Χώρισες με τη Ρηνιώ, έτσι δεν είναι”;


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου