ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (37η συνέχεια, Το πρώτο έγκλημα)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


“Α ρε Αποστόλη, που ζεις ρε;”, τον ειρωνεύτηκε και ήπιε μονορούφι ένα γεμάτο νεροπότηρο κρασί, ένα από τα πολλά που είχε ήδη πιει ξεροσφύρι. “Μόνο η Ρηνιώ υπάρχει στον κόσμο; Και σιγά το ξυλάγγουρο δηλαδή”! 

 “Αγαπιόσαστε κάποτε”! 

 ¨Την περιουσία του παπά αγαπούσα! Το ξέρεις δα πως έχει πολλά φράγκα”!“

 “Δεν μιλάει το στόμα σου Γρηγόρη.”, τον αποπήρε. “Το κρασί μιλάει”. 

 “Και τα λέει τόσο όμορφα το άτιμο!”, χασκογέλασε και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Τύφλα στο μεθύσι σηκώθηκε να χορέψει το ζεϊμπέκικο που είχε παραγγείλει.

Ένα τραγούδι που από πάντα αγαπούσε, το “Δεν θα ξαναγαπήσω”, του Μάνου Λοϊζου. Με τις πρώτες στροφές σωριάστηκε κάτω. Έτρεξαν να τον σηκώσουν κάποιοι, αλλά με μια βίαιη κίνηση τους έσπρωξε και ξανάρχισε το χορό του. 

 ”Λιώμα είναι!”, διαπίστωσε ο Μανόλης. “Του έχει στοιχίσει πολύ ο χωρισμός”. 

 “Ποιος χωρισμός ρε Μανόλη! Ένα ρεμάλι ήταν πάντα! Σκατόψυχος και παραδόπιστος. Μην κοιτάς που στραβώθηκε ο παπάς και τον έκανε γαμπρό”, απάντησε ο Βασίλης με ένα τόνο περιφρόνησης στη φωνή του, αλλά σταμάτησε απότομα την κουβέντα καθώς τον είδε να πλησιάζει παραπατώντας προς το μέρος τους. 

 “Έτσι ξενέρωτα γλεντάτε εσείς;”, τους πέταξε. “Σηκωθείτε ρε να ρίξετε κανένα χορό”! 

 “Ίσως σε λίγο”, του είπε ο Βασίλης, σε μια προσπάθεια να τον αποφύγει. 

 “Και έχετε κι αυτή τη δόλια τη Μαριγώ, να σκυλοβαριέται δίπλα σας! Σήκω κούκλα μου να χορέψουμε μαζί”! 

 Η Μαριγώ τρέμοντας από την οργή αλλά και την αγωνία μην αρχίσει στην κατάσταση που ήταν τις αποκαλύψεις, σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Έπαιζαν τώρα τα όργανα έναν αντικριστό και χόρευαν μόνο οι δυό τους, όπως ζήτησε ο Γρηγόρης.

”Πάμε να φύγουμε”, της είπε ξαφνικά.”Εδώ είναι όλοι για ύπνο, πάμε στο λιμάνι να συνεχίσουμε”. “Είσαι καλά! Και τι θα τους πω; Πάω με τον γκόμενο στα μπουζούκια”! 

 “Εγώ πάντως θα κατέβω! Έχω να κλείσω και εκείνες τις δουλειές που λέγαμε”! 

 Αυτό ήταν! Οι όποιες αναστολές της Μαριγώς έπαψαν εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να τελειώνει μαζί του, ήταν ανεξέλεγκτος και γι αυτό τρομερά επικίνδυνος. Η ευκαιρία που της παρουσιαζόταν τώρα ίσως αργούσε πολύ να επαναληφθεί! Όταν ανακοίνωσε στον Αποστόλη πως είχε σκοπό να κατέβει με αυτά τα χάλια στη Χώρα, μόνο που δεν έπαθε εγκεφαλικό. ΄

”Σύνελθε Γρηγόρη! Πως θα οδηγήσεις σ΄αυτή την κατάσταση”; 

 Τον ειρωνεύτηκε με μια χειρονομία. 

Δεν παίρνει χαμπάρι ρε ο Γρηγόρης”! Φώναξε το Λουκά για το λογαριασμό. Η Μαριγώ κατάλαβε πως δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση της. Δέκα δεκαπέντε λεπτά το πολύ, μέχρι να φτάσει στο σπίτι του και να πάρει το αγροτικό.

“Πρέπει να φύγω μάνα”, είπε στη Βασίλαινα. “Ήρθαν! Καταλαβαίνεις”! 

 Κατάλαβε, γυναίκα ήταν. 

“Θα ξαναγυρίσεις”; 

 “Δεν νομίζω, θα ξαπλώσω μάλλον”. 

 “Άντε στο καλό τότε”, 

Καληνύχτισε και έφυγε βιαστική. Ο Βασίλης με ένα νεύμα ρώτησε τη γυναίκα του τι συμβαίνει, και εκείνη του εξήγησε. Τρέχοντας η Μαριγώ έφτασε στη δημοσιά, λίγο πριν τη μεγάλη στροφή που οδηγούσε στον κατηφορικό προς τη Χώρα δρόμο. Έσυρε με κόπο όσες μεγάλες πέτρες μπορούσε και τις αράδιασε στο οδόστρωμα. Ο οδηγός δεν μπορούσε να τις δει παρά μόνο όταν έστριβε προς την κατηφόρα. Έριξε μια τελευταία ματιά και βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει. Αρκεί να μην προλάβαινε άλλος και περνούσε από εκεί. Τρέχοντας πάλι κατευθύνθηκε προς το σπίτι, μην τυχόν και γύριζαν οι γονείς της. Στην γωνία, κάτω από την κολόνα με το φως, τον είδε πάλι! Με τα δυο χέρια κάτω από το σαγόνι, σαν σε προσευχή, στεκόταν ο αινιγματικός λευκοφόρος. Δεν της μίλησε στο μυαλό όπως τις άλλες φορές, μόνο κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι δεξιά-αριστερά. 

“Κάτι πρέπει να κάνω με αυτό!”, συλλογίστικε, “Τι σκατά συμβαίνει και βλέπω φαντάσματα στα καλά καθούμενα. Έχει γούστο να αρχίσουν και τα αίματα πάλι”! Και άρχισαν! Με το που μπήκε σπίτι ένιωσε πάλι τους φρικτούς πόνους και οι παλάμες τις γέμισαν αίμα. Δεν την απασχολούσε αυτό, έτσι κι αλλιώς, σε καλό της βγήκε γιατί ήταν απόδειξη της αδιαθεσίας της. Μόνο να έφευγαν γρήγορα τα σημάδια, όπως πριν. 

 Έφυγαν πραγματικά σχεδόν αμέσως, και γρήγορα γρήγορα, αφού σκούπισε τα χέρια της με χαρτί υγείας, που πέταξε στο καλάθι του καμπινέ ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει. Μόλις δυο λεπτά χρειάστηκε. Ο τρομερός κρότος από τη δημοσιά φανέρωνε πως το σχέδιο είχε πετύχει στην εντέλεια! Αρκεί να ήταν ο Γρηγόρης ο “τυχερός”! Θα ήταν αφύσικο να προσποιείται πως κοιμάται αμέριμνη, γι αυτό βγήκε τάχα απορημένη στην αυλή με το νυχτικό. Όλο το χωριό έτρεχε προς το σημείο που ακούστηκε ο κρότος. 

 “Τι έγινε;”, ρώτησε δήθεν έκπληκτη τον Αποστόλη, που πρώτος έφτασε κοντά. 

“Τι θόρυβος ήταν αυτός”;

 “Σαν αυτοκίνητο που τράκαρε ακούστηκε! Μακάρι να μην είναι τόσο σοβαρό, όσο φαίνεται”! 

 Το θέαμα που αντίκρισαν όταν έφτασαν στο σημείο, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Με το φως από τους φακούς αλλά και των αυτοκινήτων που πλησίασαν, διέκριναν στο βάθος της χαράδρας το σμπαραλιασμένο αγροτικό.

“Όχι Θεέ μου!”, κραύγασε με απόγνωση ο Μανόλης. “Πάει ο άνθρωπος”!

 “'Ότι κι αν ήταν, δεν του άξιζε τέτοιος θάνατος!”, συμφώνησε ο Βασίλης, και σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου