Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Ο νεαρός τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Κάνε ότι πρέπει!», του είπε αποφασιστικά. «Εγώ θα πάω για μπάνιο λίγο πιο κάτω στα λουτρά. Όταν τελειώσεις εκεί θα με βρεις».
Έσκυψε και τον φίλησε γλυκά. «Θα γίνεις πολύ καλός γιατρός!», του είπε τρυφερά. «Αυτό είναι το κυριότερο όπλο των γιατρών: η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον ασθενή! Θα σε ανταμείψω ανάλογα το απόγευμα!».
Ο νεαρός τον κτύπησε τρυφερά στην πλάτη και ξεκίνησε για τη θάλασσα.
«Λοιπόν πάμε κυρ Νίκο», Είπε ο γιατρός.
«Ξέρετε», κόμπιασε αυτός, «υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να φέρετε. Μόνο σας εξορκίζω, ότι ακούσετε να το κρατήσετε μυστικό παρακαλώ!». Και του εξιστόρησε βιαστικά την ιστορία της Αρχοντούλας όπως την είχε βιώσει. Δεν παρέλειψε να του αναφέρει και την άρρωστη γυναίκα. «Αυτές τις φωνές ακούνε οι περαστικοί και θεωρούν το σπίτι στοιχειωμένο!».
Για μια στιγμή τα μάτια του γιατρού θόλωσαν απ την οργή.
«Και όλα αυτά τα χρόνια αφήσατε αβοήθητες αυτές τις γυναίκες;», ρώτησε με θυμό.
«Δε ν είχα τρόπο να βοηθήσω γιατρέ. Φτωχός μεροκαματιάρης είμαι και αγράμματος. Λυπήθηκα μην της πάρουν το παιδί και το κλείσουν σε ίδρυμα. Θα απόμενε μόνη η δύστυχη. Εξάλλου οι γιατροί εδώ μας ξέκοψαν πως μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση της.
Δεν είπα ποτέ τίποτα σε κανένα, είστε ο πρώτος που το μαθαίνει. Ξέρω ίσως έπρεπε να κάνω κάτι περισσότερο, αλλά τώρα είναι αργά για συγγνώμες!». Και με αυτά τα λόγια έσκυψε το κεφάλι και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.
Ο γιατρός τώρα που καταλάγιασε λίγο ο θυμός του τον συμπόνεσε. Ότι έκανε ο φτωχός ήταν αποτέλεσμα πραγματικού ενδιαφέροντος και αγάπης. Αγάπης ανιδιοτελούς αφού κανένα αντάλλαγμα δεν πήρε ή ζήτησε. Παρ όλα αυτά είχε θέσει σε κίνδυνο τις δυο γυναίκες έστω και με καλές προθέσεις.
«Πάμε να δούμε την άρρωστη», τον προέτρεψε με πιο μαλακό τόνο φωνής. «Αυτό προέχει τώρα!».
Όταν μπήκαν στο παλιό σπίτι, δεν έκρυψε την έκπληξη του. Για τα δύσκολα δεδομένα ήταν αρκετά καθαρό και περιποιημένο. Αυτό εδραίωσε την άποψη του για τη γριά. Σίγουρα πρέπει να είχε ζήσει πολύ καλύτερες εποχές στο παρελθόν, που δυστυχώς δεν θυμόταν.
Η Αρχοντούλα ήταν ξαπλωμένη στον παλιό καναπέ με κλειστά τα μάτια.
Ο γιατρός έριξε μια προσεκτική ματιά στο χώρο πριν την εξετάσει, καθώς δεν έβλεπε κάτι επείγον ώστε να παρέμβει. Ένα τραπεζάκι σαλονιού αταίριαστο με την όλη διακόσμηση, φιλοξενούσε ένα ανθοδοχείο εξίσου παράταιρο. Κορνίζες καρφωμένες στον τοίχο με φτηνές φωτογραφίες από παζάρια, χωρίς καμία σχέση με την ίδια. Μια κουρελού στο πάτωμα που σκέπαζε τις χαραμάδες του παμπάλαιου σανιδώματος και ένα υποτυπώδες έπιπλο που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να είναι κάτι σαν σκρίνιο, αλλά τώρα εξυπηρετούσε βασικές ανάγκες. Ποτήρια του νερού, του καφέ και μια καράφα του νερού.
«Η κόρη της που βρίσκεται;» ρώτησε τον Μπάρμπα Νίκο.
«Στο υπόγειο, και μου κάνει εντύπωση που με όλη αυτή τη φασαρία δεν έχει αντιδράσει».
«Πήγαινε να τη φέρεις!», τον διέταξε.
Για λίγο ταλαντεύτηκε αυτός, όμως τελικά υπάκουσε.
Η εικόνα της άρρωστης γυναίκας δεν ήταν αυτό που φοβόταν ο γιατρός.
Την βρήκε σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι είχε στο μυαλό του.
Περιποιημένη, καθαρή, ακόμα και κορδέλα στα μαλλιά της είχε. Δεν αντέδρασε άσχημα όταν την πλησίασε και της έπιασε το χέρι. Το βλέμμα της αν και καρφωμένο επάνω του, δεν έδειχνε κάποια αντίδραση, θετική ή αρνητική. Βλέμμα χαμένου ανθρώπου.
«Πως σε λένε;», τη ρώτησε ήρεμα, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Και δεν πήρε. Όμως πρόσεξε ένα παιχνίδισμα στα μάτια της, που μαρτυρούσε κάποια εγκεφαλική δραστηριότητα.
«Πως σε λένε;», επανέλαβε στον ίδιο τόνο.
Τότε η γυναίκα αγρίεψε. Έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος στο γιατρό και έβγαλε μιαν απόκοσμη κραυγή.
Με την κραυγή αυτή ξύπνησε η Αρχοντούλα. Κοίταξε τρομαγμένη γύρω της και πετάχτηκε όρθια.
«Ησύχασε Αρχοντούλα!», προσπάθησε να την ηρεμήσει ο γιατρός. «Πέρασα να δω τι κάνεις. Μήπως χρειάζεσαι κάτι.».
«Δε χρειάζομαι τίποτα!», του φώναξε αγριεμένη. «Να φύγεις, δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ!». Προσπάθησε να τον πλησιάσει απειλητικά αλλά τα πόδια της δεν την κράτησαν και σωριάστηκε στον καναπέ. «Να φύγεις!», επανέλαβε ξεψυχισμένα, «τι ζητάς από μας;».
«Τίποτα καλή μου! Απλά να βοηθήσω θέλω. Θα σου πάρω τη πίεση, θα ακροαστώ την καρδιά σου, κι αν όλα είναι καλά θα φύγω»..
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου