Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Τα χάλια σου έχεις! Εγώ πρόλαβα και την έκανα νωρίς χτες βράδυ. Βάραγε δυνατά το παλιόκρασο!”.
Πήρε τον καφέ και κάθισε κοντά του. Ναι, ίσως στο κρασί να έβρισκε τη δικαιολογία που έψαχνε για την αδυναμία του να αντισταθεί. Δεν έπινε πολύ, ούτε συχνά και οι άμυνες του χαλάρωσαν μετά τα πρώτα ποτηράκια! Φοβόταν όμως πως και νηφάλιος τον ίδιο δρόμο θα ακολουθούσε. Και ύστερα, κάθε φορά που θα έχανε λίγο τον έλεγχο, θα κατέληγε στο κρεβάτι μαζί του; Ή μήπως και με τον πρώτο τυχόντα; Παρόλα αυτά η σκέψη πως έφταιγε το κρασί, τον παρηγορούσε λίγο.
“Πάει να σπάσει το κεφάλι μου! Είχα ξεχάσει τι δυναμίτης είναι το κρασί μας!”
“Τον Πετρή πάντως δεν φάνηκε να τον πείραξε καθόλου”,εξακολούθησε ο Αργύρης. “Φρέσκος φρέσκος έφυγε από νωρίς με τον πατέρα για τη Χώρα!”.
“Μάλιστα!”, σκέφτηκε με θλίψη ο Δήμος. “Γιατί να τον πειράξει ότι έγινε; Αυτός είναι ο “άντρας”, της ιστορίας. Μπορεί αύριο να συνεχίσει τη ζωή του ανώδυνα σαν ένας επιτυχημένος οικογενειάρχης και επιχειρηματίας. Ακόμα και να μαθευτούν τα όσα έχει κάνει, η κοινωνία συγχωρεί τον “άντρα”, πάντα το θύμα είναι δακτυλοδεικτούμενο!”.
“Που ταξιδεύεις πάλι!”, τον ειρωνεύτηκε ο Αργύρης. Έχει πολλή φουρτούνα στα μέρη σου;”.
“Έχει πολύ αδέρφι! Μα θα μπουνατσάρει, που θα πάει;”, του απάντησε χαμογελώντας με κόπο.
Τον τελευταίο άνθρωπο που θα ήθελε να δει στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν, ήταν η Φροσούλα. Η κακή του τύχη, όμως συνέχισε να τον βασανίζει. Την είδε να μπαίνει από την εξώπορτα και η πρώτη του σκέψη ήταν να τρέξει να κρυφτεί. Να φύγει. Πως θα μπορούσε να την κοιτάξει στα μάτια και εκείνη να μην καταλάβει; Οι γυναίκες τα καταλαβαίνουν όλα, κι αυτός δεν ήταν καλός ηθοποιός!
Δεν έκανε όμως κάποια κίνηση. Απόμεινε παγωμένος στη θέση του.
Πλησίασε η Φροσούλα και τον φίλησε τρυφερά. “Όποιος τη νύχτα περπατεί...έτσι δεν λένε;”, του είπε γλυκά αγκαλιάζοντας τον.
“Και πόσο δίκιο έχουν!”, απάντησε αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια.
”Έλα, δεν ήρθε και η συντέλεια του κόσμου!”, έσωσε την κατάσταση ο Αργύρης. “Μια φορά στο τόσο όλα επιτρέπονται!”.
“'Όλα;” ξέφυγε του Δήμου, και ακούστηκε τόσο παράταιρο που τον κοίταξαν παραξενεμένοι.
Έκανε μια κίνηση με τα χέρια σαν να έλεγε, μη δίνετε σημασία και τράβηξε τη Φροσούλα να καθίσει στα γόνατα του.
Ο Αργύρης σηκώθηκε διακριτικά για να τους αφήσει να μιλήσουν.
“Να φτιάξω καφέ Φροσούλα;”.
“Ευχαριστώ πολύ, έχω πιει. Εξάλλου ελπίζω ο αδελφός σου να με κεράσει έναν στο καφενείο!”.
”Μ΄αγαπάς;”. Τη ρώτησε όταν έμειναν μόνοι.
“Έλα Χριστέ και Παναγία! Τι ερώτηση είναι αυτή πρωί πρωί; Έχεις καμιά αμφιβολία;”.
Για εκείνη δεν είχε. Τα δικά του συναισθήματα ήταν μπερδεμένα και έψαχνε την επιβεβαίωση, μήπως και ξεμπερδέψει το κουβάρι του ψυχικού του κόσμου. Η προηγούμενη απόφαση του να εξαφανιστεί, είχε αρχίσει να μη του φαίνεται και τόσο καλή. Η ζωή που ανοιγόταν μπροστά του είχε όλες τις προϋποθέσεις να είναι όμορφη και ευτυχισμένη. Αρκεί να ξεπερνούσε τους δαίμονες του. Ο αγώνας θα ήταν σκληρός και άνισος, άξιζε όμως να το παλέψει! Δεν ήταν σίγουρος πως θα τα καταφέρει. Αλλά και η φυγή φάνταζε λιποταξία.
“Θα μ΄αγαπούσες ακόμη κι αν μάθαινες άσχημα πράγματα για μένα;”, ξαναρώτησε προσπαθώντας να μη δώσει δραματική χροιά στη φωνή του.
“Τίποτα άσχημο δεν πρόκειται να μάθω για σένα! Αλλά ακόμη και να γινόταν, είσαι ο άνθρωπός μου και σε λατρεύω χαζέ!”, του απάντησε ναζιάρικα κλείνοντας του το στόμα με ένα γλυκό φιλί.
“Τι λες;”, τον ρώτησε πονηρά με τη σειρά της. “'Έχουμε λίγη ώρα μπροστά μας. Πάμε να συνεχίσουμε τα χτεσινά;”
Η αναφορά στα “χτεσινά”, θα του έκοβε την όποια ερωτική διάθεση,ακόμα κι αν υπήρχε. Γιατί με τρόμο συνειδητοποίησε πως όλη αυτή την ώρα που κρατούσε στην αγκαλιά του τη Φροσούλα, δεν ένιωσε τον παραμικρό ερεθισμό. Τι θα γινόταν αν αυτό το πρόβλημα γινόταν μόνιμο; Τότε η επιλογή της φυγής θα ήταν αναπότρεπτη. Όπως και ο οριστικός του κατήφορος!
“Φοβάμαι πως η νυχτερινή κρασοκατάνυξη, δεν βοηθάει καθόλου.”, δικαιολογήθηκε. “Δεν ξέρω καν αν το βράδυ στο γάμο, θα μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου!”.
Την απογοήτευσε η απάντηση αλλά δεν το έδειξε.
“Τότε ένα μπανάκι θα σε συνεφέρει. Είναι υπέροχη η θάλασσα σήμερα!”.
Αυτό δεν μπορούσε να της το αρνηθεί, αν και δεν είχε καμία διάθεση. Κανόνισαν να βρεθούν σε μισή ώρα στην παραλία και μπήκε στο δωμάτιο να ετοιμαστεί. Ο Αργύρης μόλις έφευγε να πάει στον φίλο τους τον Γιώργο που του τηλεφώνησε να βρεθούν.
“Να σου έλεγα να έρθεις, μάλλον μάταιος κόπος”, του είπε κλείνοντας το μάτι και ο Δήμος συμφώνησε χαμογελώντας.
Ξάπλωσε για λίγο στο κρεβάτι, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Άξιζε η Φροσούλα τέτοια μεταχείριση; Έστω ότι κάποια στιγμή κατάφερνε να ανταποκριθεί ερωτικά. Έστω ότι μπορούσε να κρύψει το πάθος του για λίγο. Για πάντα όμως μπορούσε; Και το κυριότερο, ήθελε; Αυτή τη δεδομένη στιγμή, αν τον ρωτούσε κάποιος η απάντηση θα ήταν ναι. Για την επόμενη όμως δεν ήταν σίγουρος. Καθόλου σίγουρος!
Με βαριά καρδιά άνοιξε τη ντουλάπα να βρει το μαγιό του. Το αγαπημένο του από τα αθώα χρόνια. Ένα μαύρο, τύπου σλιπ μαγιό, που τόνιζε τον ανδρισμό του, τότε που αυτό είχε μεγάλη σημασία για την αυτοπεποίθηση του. Με αργές κινήσεις έβγαλε το εσώρουχο του και την ώρα που ετοιμαζόταν να φορέσει το μαγιό, άκουσε την πόρτα να ανοίγει.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου