ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (43η συνέχεια, Η μυστηριώδης γριά)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Η οποία ξαφνικά ανακάλυψε τον Θεό! Αυτό το υπερφυσικό Ον, που μόνη του ευχαρίστηση, αν υπάρχει, είναι να παίζει με τα δημιουργήματα του. Να τα βασανίζει και να διασκεδάζει με τους πόνους τους. Κι αυτόν τον Θεό, κάποτε τον πίστεψε και τον λάτρεψε! Κι αυτός; Την άφησε έρμαιο στις διαθέσεις της μοίρας. Αυτόν τον Θεό τον μισούσε! Πιο πολύ και από όσους την κορόιδεψαν τόσο βάναυσα! Η γαλήνια μορφή της εικόνας Του, που άλλοτε την γέμιζε λατρεία και κατάνυξη, τώρα της προκαλούσε φρίκη και αποτροπιασμό. Οτιδήποτε Τον θύμιζε της έφερνε αηδία. Πόσο θα ήθελε να Τον κάνει κι Αυτόν να πονέσει! Να πονέσει πολύ!

Περισσότερο και από τότε που Τον σταύρωναν. Σκοπό της ζωής της έβαλε να εξαφανίσει, αν μπορούσε, τη θύμηση Του στους ανθρώπους. Αυτές οι δυο αποφάσεις έγιναν οι απόλυτες προτεραιότητες της. Η εκδίκηση και η Θεομαχία! 

 Βγήκε μια βόλτα να ανασάνει. Ξαναπήρε μετά από καιρό, το δρόμο για το λατομείο. Στο χωράφι δεν πήγαινε πια, και ο Βασίλης, μάλλον το δέχτηκε με ανακούφιση, καθώς τον τρομοκρατούσε η αλλαγή στη συμπεριφορά της, που γινόταν όλο και πιο εμφανής. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και πράγμα σπάνιο για το νησί, επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Έφτασε καταϊδρωμένη και η πρώτη της κίνηση ήταν να σκύψει πάνω από το πεζούλι, στο σημείο που γκρέμισε τον Αριστείδη. Τίποτα δεν μαρτυρούσε το δράμα που είχε εξελιχθεί εκεί. Τι είχε έρθει να κάνει στον τόπο του εγκλήματος; Κι αν την έβλεπε κάποιος δεν θα παραξενευόταν με την παρουσία της σ΄αυτό τον έρημο τόπο; Αυτά τα ερωτήματα φαίνονταν λογικά, όμως η λογική είχε προ πολλού εγκαταλείψει το ταραγμένο μυαλό της! 

 Την άγνωστη μαυροντυμένη γριά, την αντιλήφθηκε όταν έφτασε πίσω της.

 “Ωραία θέα έχει εδώ πάνω”, της είπε η άγνωστη, και την έκανε να αναπηδήσει από τον φόβο.

 “Σε τρόμαξα, συγγνώμη”, απολογήθηκε. “Πάντως εσύ δεν ήρθες για τη θέα, έτσι δεν είναι”; 

 Γύρισε και την κοίταξε με απορία. Πρώτη φορά την έβλεπε. Σίγουρα δεν ήταν ούτε από το δικό τους ούτε και από τα γύρω χωριά. 

 “Πως βρεθήκατε εδώ;”, τη ρώτησε. “Δεν έρχονται πολύ συχνά ξένοι στα μέρη μας”. 

 “Μαζεύω σπάνια βότανα. Αυτό έμαθα να κάνω από παιδί. Τα πουλάω και με αυτό ζω. Σιγά σιγά ψάχνοντας έφτασα και στο χωριό σας.”, της είπε και της έδειξε τη μισογεμάτη τσάντα με τα βότανα. “Μα εδώ πάνω είναι ξεραΐλα! Δεν φυτρώνει τίποτα!”, αντέτεινε. 

 “Σε είδα από μακριά μόνη, κορίτσι πράγμα στην ερημιά και ήρθα να δω αν σου συμβαίνει κάτι. Και τώρα που βλέπω τον πόνο και την οργή στα μάτια σου, λέω πως πολύ καλά έκανα που ήρθα”! 

 ”Ποια είσαι;”, τη ρώτησε ξαφνιασμένη. “Και με τι τρόπο διάβασες όλα αυτά στα μάτια μου”!

”Μα νομίζω σου απάντησα. Μια γρια που μαζεύει βότανα για να ζήσει. Όσο για την ιστορία μου, είναι μεγάλη και πολύ πικραμένη! Αν είχες χρόνο να την ακούσεις, θα σου ήταν πολύ χρήσιμη για το δικό σου μέλλον”

.Η Μαριγώ ΄έδειξε να ενδιαφέρεται σοβαρά. “ ¨Όμως εδώ; Κάτω από τον ήλιο στους σαράντα βαθμούς”; 

 ”Θα σου πρότεινα να πάμε στο κονάκι μου, αλλά δυστυχώς είναι αρκετά μακριά από εδώ, και εξάλλου ίσα που χωράει εμένα”!

 ”Που μένεις”; 

 “Σε μια παλιά παρατημένη στάνη, κοντά πέντε χιλιόμετρα από εδώ, προς τη Χώρα”. 

 ”Μπορούμε να πάμε στο μικρό δωματιάκι του εργοδηγού. Σίγουρα θα είναι γεμάτο ποντίκια και ζωύφια, αλλά φαντάζομαι θα τα έχεις συνηθίσει!”, της πρότεινε η Μαριγώ, με μια δόση ειρωνείας στη φωνή της. 

 Η παράξενη γρια την ακολούθησε. Με ένα δυνατό σπρώξιμο η σαραβαλιασμένη πόρτα άνοιξε με ένα δυνατό τρίξιμο. Κάθισαν σε δυο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, αδιαφορώντας για τη βρωμιά που είχε συσσωρευτεί πάνω τους. 

 ”Πρώτα θα μου πεις ένα πράγμα”, ξεκίνησε η γριά. “Πιστεύεις στο Θεό”; 

 “Όχι πια!”, της απάντησε ξερά. 

 “Εγώ πάλι πιστεύω! Αυτό δεν σημαίνει πως Τον αγαπώ κιόλας! Απλά φοβάμαι τη δύναμη Του! Τη χρησιμοποιεί για να παίζει με τη δυστυχία των ανθρώπων”! Σταμάτησε απότομα καθώς οι θύμησες τις έφεραν δάκρυα στα μάτια. “Και έχει πολλούς βοηθούς γι αυτή τη δουλειά, σπάνια παρεμβαίνει ο Ίδιος.”, συνέχισε αφού σκούπισε τη μύτη της με ένα βρώμικο μαντήλι. “Άλλοτε ανθρώπους και άλλοτε άλλους”! 

“Άλλους;”, ρώτησε παραξενεμένη η Μαριγώ. 

 “Ναι, άλλους. Έχουν πολλά ονόματα: δαίμονες, νεράιδες, αγγελούδες”! 

 “Είναι δυνατόν να πιστεύεις στην ηλικία σου, αυτές τις ανοησίες;”,τη ρώτησε με θυμό.

 “Στην ηλικία μου, έμαθα να ζυγιάζω τα λόγια μου μικρή ξεροκέφαλη!”, της απάντησε το ίδιο θυμωμένη. “'Ότι σου λέω είναι από προσωπικές εμπειρίες. Οδυνηρές, φρικτές εμπειρίες”! Όταν ακούσεις την ιστορία μου θα καταλάβεις”. 

 “Είμαι έτοιμη να την ακούσω. Αν την πιστέψω, είναι άλλο θέμα”! 

 “Θα την πιστέψεις! Και αυτό γιατί πρέπει να έχει αρκετές ομοιότητες με τη δική σου”! 

 Η Μαριγώ την κοίταξε αποσβολωμένη. Πως μπορούσε να φανταστεί έστω και κάτι από όσα τη βασάνιζαν; Και τι είδους ομοιότητες μπορεί να έχουν τα δικά της με αυτά της μισότρελης;

“Γεννήθηκα σε ένα μικρό νησάκι, τη Δονούσα.” Ξεκίνησε η γριά. “Ο πατέρας μου ήταν παπάς και αγρότης ταυτόχρονα. Εκείνα τα χρόνια οι παπάδες δεν πληρωνόντουσαν από το κράτος και ήταν συνηθισμένο να κάνουν κι άλλες δουλειές για να τα φέρουν βόλτα. Εφτά στόματα ήμασταν πέντε παιδιά και οι γονείς.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου