ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 44η συνέχεια. Η συνεύρεση)

 Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


“Πάντως σίγουρα θα έχει ξημερώσει!”, είπε την τελευταία λέξη η Ελπίδα, τραβώντας τον από το μπράτσο και στέλνοντας φιλιά στους γονείς της.

Βέβαια με κανέναν συμφοιτητή δεν είχαν ραντεβού, αλλά αυτό το ψεματάκι θα έπειθε πιο εύκολα τον πατέρα πως δεν κινδύνευαν από τίποτα. Ούτε και το εστιατόριο ήταν όπως το περιέγραψε. Ένα απλό ταβερνάκι στην Πλάκα με κιθάρες και όμορφη ατμόσφαιρα είχαν επιλέξει γι αυτή την βραδιά. Όλα ήταν υπέροχα. Πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Ο έρωτας, η μουσική, το κρασί, η γιορτή της αγάπης, συνέθεταν ένα ονειρεμένο σκηνικό.

“Κλείσε τα μάτια!”, της είπε στις 12 ακριβώς, όταν οι μουσικοί άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα. Κράτησε το χέρι της, το φίλησε και ύστερα πέρασε το δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο. “Είναι.. είναι..”, ξεκίνησε βουρκωμένη. “Είναι απίστευτο αγάπη μου! Σε λατρεύω!”. 

“Για το δώρο μόνο;”, τη ρώτησε δήθεν παραπονεμένος. 

Έσκυψε και τον φίλησε με πάθος.

“Για όλα! Γιατί υπάρχεις, γιατί σε γνώρισα, γιατί σε θέλω και σε χρειάζομαι! Όμως το δικό μου δώρο δεν μπορώ να στο δώσω εδώ! Λίγη υπομονή μέχρι να φύγουμε!”. 

Λίγο πριν τις δυο, αφού διασκέδασαν και χόρεψαν με την ψυχή τους, αποφάσισαν να φύγουν για αλλού. Ο Αργύρης είχε στο μυαλό του να συνεχίσουν σε κάποιο μπαράκι ή κάτι τέτοιο, όμως η Ελπίδα είχε άλλα σχέδια. Έβγαλε ένα μπρελόκ με κλειδιά και το κούνησε μπροστά στο πρόσωπο του. 

“Το δωράκι που σου έλεγα!”, του είπε με νόημα. Μα αν περίμενε πως θα καταλάβαινε το υπονοούμενο ατύχησε! 

“Δεν λέω αρκετά πρωτότυπο δώρο. Και πολύ χρήσιμο!”. 

Η Ελπίδα γέλασε δυνατά και τον αγκάλιασε από τη μέση. 

“Η Φιλιώ η φιλενάδα μου έφυγε με τους γονείς της για το Αλεποχώρι. Όλο το σπίτι στη διάθεση μας. Λοιπόν τι λες τώρα χαζούλη, δεν είναι τέλειο το δώρο μου;”. 

Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αργύρης έδειξε να ξαφνιάζεται. Λαχταρούσε όσο τίποτα στον κόσμο να κάνει δική του την Ελπίδα, όμως ήταν ακόμη παιδί, όπως κι ο ίδιος άλλωστε. Τους έλειπε η εμπειρία, κι αν κάτι πήγαινε στραβά όλη η μαγεία θα χανόταν. Από την άλλη αυτή η σχέση έπρεπε να προχωρήσει πριν γίνει φιλία από συνήθεια. 

Η αμηχανία και οι αναστολές εξαφανίστηκαν με το που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι. Ο έρωτας δεν χρειάζεται εμπειρία για να μεγαλουργήσει. Αρκούν λίγα χάδια, λίγα φιλιά και ξέρει αυτός τον δρόμο για την συνέχεια! 

Ολοκλήρωσαν τη σχέση τους μέσα σε μια έξαρση πάθους. Μέσα σε όρκους αγάπης και αιώνιας αφοσίωσης. Το πίστευαν, το ζούσαν. Τίποτα δεν μπορούσε να μπει εμπόδιο πια στην ευτυχία τους. 

---------

Η ψυχολογική κατάσταση του Δήμου το ξημέρωμα των Χριστουγέννων, δεν ήταν και η καλύτερη. Μάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα. Το βλέμμα της Φροσούλας, όταν την καληνύχτισε, φανέρωνε την αγωνία της για την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Δεν του είπε τίποτα, τα μάτια της όμως τα είχαν πει όλα. Ούτε κι αυτός της είπε κάτι. Τι να της πει; Την αγαπούσε. Δυνατά, με μιαν αγάπη συντροφική. Ήξερε όμως πως αυτό δεν είναι αρκετό. Έπρεπε να προσπαθήσει να την ξαναδεί ερωτικά. Το χρωστούσε και σ΄αυτήν και τον εαυτό του. 

Η εξαφάνιση του Πετρή τον είχε διαλύσει. Του έλειπε αφόρητα. Κάθε μέρα ορκιζόταν να βγάλει από το μυαλό του αυτή την διαστροφή, απόφαση που δεν κρατούσε πάνω από λίγα λεπτά. 

Η Υπαπαντή μπήκε στην κουζίνα την στιγμή που κατέβαζε το μπρίκι με τον καφέ από τη φωτιά. “Μπα σε καλό σου Δήμο! Θα κοινωνήσεις παιδί μου, δεν κάνει να πιεις καφέ!”.

Γύρισε και την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη. Να κοινωνήσει; Μετά από όλα αυτά που έχουν γίνει όλο αυτό τον καιρό; Το τελευταίο πράγμα που θα τον εμπόδιζε από τη Θεία Μετάληψη ήταν ο καφές! 

“Δεν θα μεταλάβω μάνα.”, είπε σιγανά. “Δεν έχω νηστέψει καθόλου, και γενικά δεν είμαι έτοιμος”. Δεν απάντησε η Υπαπαντή, ούτε και επέμεινε, αν και μια πίκρα την ένιωσε. Ένα ένα τα παιδιά της απομακρύνονταν και από την ίδια και από τον Θεό. “Εγώ φταίω!”. Δεν ήμουν κοντά τους όταν έπρεπε. Καταραμένη φτώχεια!”, συλλογίστηκε με απόγνωση. 

Η Φροσούλα που κτύπησε διακριτικά την πόρτα, την έβγαλε από τις δυσάρεστες σκέψεις της. Καλημερίστηκαν και έπεσε στην αγκαλιά του Δήμου. “Ευτυχώς! Νόμιζα πως θα σε βρω να κοιμάσαι!”, του είπε χαμογελαστή. “ Ο Κωσταντής μας περιμένει στο ταξί”.


Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, φωταγωγημένη μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, έμοιαζε πίνακας φτιαγμένος από χέρια διάσημου ζωγράφου. Οι υπέροχοι ύμνοι των Χριστουγέννων ανέβαιναν στα ουράνια και σκόρπιζαν παντού το χαρμόσυνο μήνυμα. Όλη αυτή η κατανυκτική ατμόσφαιρα δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Ο Δήμος δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Τα υγρά μάτια του μαρτυρούσαν την αγωνία της ψυχής του. Ακούμπησε την καρδιά του στα χέρια του νεογέννητου Χριστού, με την ελπίδα να του χαρίσει τη γαλήνη που τόσο είχε ανάγκη. “Δώσε μου Θεέ μου την απάντηση στο πρόβλημα μου!”, προσευχήθηκε σιωπηλά. “Δεν μπορώ να βγω μόνος μου από τη λάσπη, που έχω βουτηχτεί. Μόνο με τη δική σου βοήθεια μπορεί να υπάρξει λύτρωση!”. 

Μια γλυκιά ηρεμία που είχε χρόνια να νιώσει τον τύλιξε. Να ήταν άραγε αυτή η απάντηση που αποζητούσε; Κοίταξε την Φροσούλα που έλαμπε, πανέμορφη μέσα στο κατακόκκινο φόρεμα της. Ο κρυφός πόθος των νέων του Πύργου. Και ήταν δική του. Αυτός όμως ήταν δικός της; Ψυχικά σίγουρα. Σωματικά όμως τον μοιραζόταν με άλλους. Με νεαρούς επιβήτορες διψασμένους για σεξ ή χαρτζιλίκι. Ή και για τα δύο! Σιχαινόταν τον εαυτό του γι αυτή την προδοσία. Σιχαινόταν τα βρώμικα κορμιά που ξάπλωνε μαζί τους. Πάντα όμως εκ των υστέρων. Αφού είχε κορέσει το αρρωστημένο του πάθος. 

Την πρώτη φορά που πήγε με κάποιον εκτός του Πετρή, νόμιζε πως θα πεθάνει από ντροπή.    


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου