ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (48η συνέχεια, Η εξομολόγηση)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


“Φεύγεις! Τώρα, που σε χρειάζομαι πιο πολύ από ποτέ! Δεν μπορεί να το λες σοβαρά”! 

 “Πιο σοβαρά δεν γίνεται. Εδώ δεν έχω πια μέλλον. Εσύ με τη μικρή σύνταξη που θα σου βγάλουν, τις κότες, το περιβόλι, και τα λεφτά που θα βγάλεις πουλώντας τα ζώα, θα τα καταφέρεις. Εγώ πρέπει να δουλέψω. Να βρω το δρόμο μου”! 

 “Δεν με λυπάσαι καθόλου! Ακόμη και δίκιο να έχεις, γιατί τόσο φούρια να φύγεις αμέσως”; 

 Με το ζόρι κρατήθηκε η Μαριγώ μην της απαντήσει. Αυτά που θα της έλεγε σίγουρα θα την τσάκιζαν ακόμα περισσότερο, όμως δεν της έφτανε! Η τιμωρία της μάνας έπρεπε να είναι τόσο δυνατή, όσο και ο πόνος που της προκάλεσε. Το σατανικό της σχέδιο θα έφτανε ως το τέλος, και τότε θα είχε πάρει την εκδίκηση της. Από όλους! Θεό και ανθρώπους! 

Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε για τελευταία φορά το σπίτι που μεγάλωσε. 

 “Που θα πας;”, τη ρώτησε με απόγνωση η Βασίλαινα. 

 “Στην Αθήνα, στην αρχή στη Ρηνιώ, και όταν βρω δουλειά θα νοικιάσω σπίτι. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις τακτοποιηθώ”. 

 ¨Έφυγε δίχως καν να την αγκαλιάσει. Δίχως έστω ένα βλέμμα συμπόνοιας, και αυτό πλήγωσε την μάνα περισσότερο ίσως και από την ίδια τη φυγή της. Δεν προσπάθησε να την σταματήσει. Θα ήταν ανώφελο, το είδε στα μάτια της πως η απόφαση της ήταν οριστική. Μπορούσε να την κρατήσει με το νόμο καθώς είναι ανήλικη, αλλά τότε τα πράγματα θα γίνονταν αφόρητα και για τις δύο. Έκλαψε πολύ εκείνο το απόγευμα. Για το Βασίλη, για τη Μαριγώ, για τη μοίρα που την καταδίκασε να πληρώσει τόσο ακριβά ένα σφάλμα της νιότης της. Γιατί έστω κι αν δεν ήξερε πως η Μαριγώ είχε ανακαλύψει το μυστικό, μέσα της πίστευε πως αυτή ήταν η τιμωρία για εκείνη την παλιά της αμαρτία.

---------


Η Καλλιόπη από τις πρώτες μέρες στην Αθήνα, για την ακρίβεια στη Νεάπολη της Νίκαιας, έψαξε για δουλειά, για να μην επιβαρύνει τους ανθρώπους που την φιλοξενούσαν. Όσο κι αν επέμενε η θεία της πως δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, δεν θεωρούσε σωστό να καταχραστεί την καλοσύνη τους. Τελικά μετά από αρκετό ψάξιμο βρήκε θέση σε μια μικρή οικογενειακή βιοτεχνία ρούχων της περιοχής. Όχι σπουδαία πράγματα, μικροδουλειές στο κοπτήριο, καθάρισμα, τέτοια. Πάντως καλύτερο από το να αισθάνεται αργόσχολη, τουλάχιστον μέχρι να άρχιζε το σχολείο. 

 Κάθε Κυριακή και όχι μόνο, εκκλησιαζόταν στην ενορία τους στην Ευαγγελίστρια. Δειλά δειλά πλησίασε το ψαλτήρι και ο ψάλτης ένας μεσόκοπος καλλίφωνος με καλούς τρόπους, της ζήτησε να συμμετέχει, καθώς αναγνώρισε καλά στοιχεία στη φωνή της. Μάλιστα την ενθάρρυνε να σπουδάσει Βυζαντινή μουσική κάτι που σαν σκέψη την ενθουσίασε και το έβαλε στις άμεσες προτεραιότητες της. Παράλληλα αναζητούσε έναν πνευματικό να του θέσει τα ερωτήματα της αλλά και να εξομολογηθεί όλα της τα παραπτώματα και κυρίως την συμμετοχή της, έστω και αθέλητη, στο φόνο του Αριστείδη. Ο εφημέριος του ναού, ο μικρότερος από τους τρεις που λειτουργούσαν εκεί, της συνέστησε τον δικό του. Έναν γέροντα Αγιορείτη ιερομόναχο, που τους τελευταίους μήνες έμενε στην Αθήνα για κάποιες εξετάσεις και θεραπεία σε χρόνια προβλήματα της καρδιάς του. Τον παρακάλεσε να της κλείσει ένα ραντεβού μαζί του και της υποσχέθηκε πως θα το έκανε το συντομότερο.

 Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Την επόμενη Κυριακή ο ιερομόναχος ήρθε στην Ευαγγελίστρια. Συλλειτούργησε με τους άλλους ιερείς και μετά το τέλος της λειτουργίας, πλησίασε την Καλλιόπη που τον περίμενε με αγωνία. Κάθισαν μαζί σε μια απόμερη γωνιά. Πρώτος μίλησε ο ιερωμένος.

 “Τι σε βασανίζει κόρη μου; Επίτρεψε μου να σε αποκαλώ έτσι, μιας και όλους τους πιστούς, σαν παιδιά μου τους βλέπω”. Η Καλλιόπη χαμήλωσε το βλέμμα. Ήταν η πρώτη φορά που στεκόταν κάτω από το πετραχήλι του πνευματικού και αυτό της δημιουργούσε μια δικαιολογημένη ταραχή.

”Συγχωρέστε με πάτερ είναι η πρώτη φορά που εξομολογούμαι και δεν ξέρω πως να αρχίσω”! 

 Ο γέροντας με μια κίνηση έβγαλε το πετραχήλι από το λαιμό του και το δίπλωσε προσεκτικά. “Δεν είμαι πια ο πνευματικός σου. Θα κάνουμε μια κουβεντούλα σαν πατέρας με κόρη ή μάλλον σαν παππούς με εγγονή!”, της είπε και χαμογέλασε καλοσυνάτα. 

 “Υπήρξα πολύ ατίθασο παιδί”, ξεκίνησε διστακτικά η Καλλιόπη. “Δεν ψάχνω δικαιολογίες για την άσωτη ζωή που έζησα παρότι θα μπορούσα. Στα δεκατέσσερα μου υπήρξα θύμα βιασμού. Έτσι θα το θεωρούσε κάποιος, αλλά η πραγματικότητα είναι πως εγώ τον προξένησα με τους προκλητικούς μου τρόπους! Από τότε και μετά κατρακύλησα στο βούρκο της ακολασίας. Δεν μπορώ να θυμηθώ καν πόσους άντρες παρέσυρα στον δικό μου κατήφορο”!



Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου