Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Εκείνη δεν αντέδρασε, είτε γιατί πείστηκε για το ενδιαφέρον του, είτε γιατί δεν είχε δυνάμεις να αντιδράσει.
Την εξέτασε και δεν βρήκε τίποτα ανησυχητικό.
«Θα σου κάνω μια ηρεμιστική ένεση να κοιμηθείς λίγο, και σε λίγες ώρες θα είσαι περδίκι.».
Κάτι πήγε να πει η Αρχοντούλα, αλλά φωνή δεν βγήκε από το στόμα της. Ο γιατρός έκανε την ένεση και ύστερα στράφηκε στον Μπάρμπα Νίκο.
«Κατέβασε την κοπέλα στο υπόγειο. Εσένα σε εμπιστεύεται».
Όταν έφυγαν άρχισε να ψάχνει το σπίτι. Τίποτα περισσότερο δε βρήκε, πέρα από παλιατζούρες και κάποια ρούχα σε αρκετά καλή κατάσταση.
Άδειασε την τσάντα που κρατούσε στην εκκλησία και το μόνο ενδιαφέρον που βρήκε ήταν μια φωτογραφία. Κοίταξε προσεκτικά την παμπάλαια φωτογραφία. Ναι σίγουρα το θυμόταν αυτό το πρόσωπο! Το θέμα είναι από πού. Την γύρισε ανάποδα και διάβασε: «Αρχοντία Ροδά, έτος γέννησης 1905» Η ηλικία ταίριαζε με το πρόσωπο που ήρθε στο μυαλό του. Προσπάθησε να ανασυνθέσει την ιστορία που είχε κάπως ξεθωριάσει απ τα χρόνια που είχαν περάσει.
Ήταν καλοκαίρι του 1936 και ο ίδιος μόλις είχε κλείσει τα εννιά. Τα σχολεία είχαν κλείσει και έτσι είχε την ευκαιρία να παίζει με τους φίλους του αρκετές ώρες, όσο του επέτρεπε ο αυστηρός πατέρας που τον προόριζε για διάδοχο του στη κλινική του και τον έβαζε να κάνει επαναλήψεις στα μαθήματα του ώστε να μη χάνει τη σειρά του.
Εκείνο το πρωινό κανένα παιδί δεν είχε έρθει ακόμα. Άλλωστε το Γαλάτσι ήταν αραιοκατοικημένο εκείνο τον καιρό και οι αποστάσεις ήταν μεγάλες. Καθόταν κάτω από τη μεγάλη μουριά, που δέσποζε στη μέση σχεδόν της μεγάλης αυλής του όμορφου σπιτιού τους.
Τότε ήταν που άκουσε τον ήχο ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε, πράγμα αρκετά σπάνιο στα χρόνια εκείνα. Έτρεξε προς την μάντρα, όμως τα μεγάλα δέντρα δεν του επέτρεπαν να δει το αυτοκίνητο. Είδε μόνο ένα ζευγάρι να σέρνει σχεδόν μια γυναίκα που έμοιαζε ναρκωμένη. Ο άντρας έριξε μια εξεταστική ματιά τριγύρω και αφού σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν παρακολουθεί σήκωσε το σιδερένιο ραβδί που κρατούσε και κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στην άτυχη γυναίκα που σωριάστηκε στο χώμα.
Ο αποκρουστικός ήχος τον έκανε να ανατριχιάσει. Έτρεμε από το φόβο του και σκέφτηκε να τρέξει να κρυφτεί στο σπίτι, όμως τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Παρέμεινε κουλουριασμένος πίσω απ τους καλλωπιστικούς θάμνους του φράκτη παρακολουθώντας Το ζευγάρι έδειχνε να μαλώνει όμως δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν. Ο άντρας έσπρωξε τη γυναίκα με βία και στράφηκε προς την πεσμένη γυναίκα..Την κλώτσησε με το πόδι αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Έκανε μια κίνηση να σηκώσει και πάλι το ραβδί για να της δώσει ένα ακόμα κτύπημα το οποίο τελικά δεν κατάφερε καθώς η γυναίκα που ήρθαν μαζί του άρπαξε το χέρι.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν δυο τουφεκιές, προφανώς από κυνηγούς της περιοχής και αυτό τους τρόμαξε και έτρεξαν προς το αυτοκίνητο. Ο άντρας γύρισε κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά, το πέταξε δίπλα στη γυναίκα και επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχαν εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω τους ένα πυκνό σύννεφο σκόνης
Έτρεξε αλαφιασμένος στο σπίτι να ειδοποιήσει τους γονείς του. Θα άκουγε κατσάδα απ τον πατέρα που είχε γυρίσει χαράματα από την κλινική, αλλά ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε. Μπήκε σαν τρελός στην κουζίνα όπου η μητέρα φορώντας την πολύχρωμη ποδιά της έκοβε λαχανικά για να ετοιμάσει το μεσημεριανό γεύμα. Ήταν έτοιμη να του βάλει τις φωνές γιατί μπήκε με τα χώματα μέσα, αλλά το τρομαγμένο του ύφος την εμπόδισε.
«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ανήσυχη.
«Μια γυναίκα! Την σκοτώσανε στο δρόμο!», φώναξε με απόγνωση και πριν προλάβει να αντιδράσει η μητέρα ανέβηκε τρέχοντας τα ξύλινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Ο πατέρας είχε ήδη ξυπνήσει από τη φασαρία και στεκόταν όρθιος στην πόρτα.
«Τι είναι αυτά που είπες στη μητέρα σου;», ρώτησε υποψιασμένος μια ακόμα από τις σκανδαλιές του.
«Την σκότωσαν», επανέλαβε με σβησμένη φωνή. «Με ένα μεγάλο σίδερο την κοπάνησε στο κεφάλι!».
Ο πατέρας πείστηκε πως μια τέτοια ιστορία δεν μπορούσε να τη βγάλει απ το μυαλό του και χωρίς καθυστέρηση έτρεξε προς το σημείο που του υπέδειξε.
Έσκυψε πάνω απ τη γυναίκα και έβαλε το χέρι στη καρωτίδα της.
«Ζει! «, φώναξε στη γυναίκα και τον γιο του, που είχαν πλησιάσει. Πρέπει να την πάω στην κλινική. Η μητέρα ασχολήθηκε με το μωρό που κοιτούσε γύρω του σαν χαμένο
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου