Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Πως είναι ο πατέρας”;
“Χάλια! Του ήρθε κι αυτό το ξαφνικό”!
“Να του μιλήσω, λες”;
“Άσε καλύτερα, όχι σήμερα. Να περάσει η πρώτη φουρτούνα. Θα του μιλήσω και γω, θα του πω πως πήρες, και σε καναδυό μέρες του μιλάς. Εσύ είσαι καλά”;
“Καλά είμαι μάνα. Στο σπίτι του Μάρκου δουλεύω, εσωτερική”.
”Στου Μάρκου; Ξέρεις δε λένε καλά λόγια γι αυτόν στο χωριό! Να προσέχεις”!
“Εντάξει μάνα, μην πολυπιστεύεις τα λόγια του κόσμου. Άμα δουν άνθρωπο να προκόβει, να πέσουν να τον φάνε”!
“Δεν ξέρω, μα να έχεις το νου σου. Πολλά συμβαίνουν εκεί στην Αθήνα”!
“Θα προσέχω”, της υποσχέθηκε, και αφού την χαιρέτησε έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν βιαζόταν να γυρίσει πίσω, τα ψώνια όπως πάντα θα τα πήγαινε σπίτι ο μικρός του μαγαζιού. Προτίμησε να περιπλανηθεί στους μισοάδειους δρόμους της πόλης. Κάθισε σε ένα μικρό συμπαθητικό καφέ και παρήγγειλε ένα φυσικό χυμό. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ένας νεαρός με περίεργη εμφάνιση. Κάτι πάνω του έδειχνε ψεύτικο. Ήταν το μουστάκι, που δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο παρουσιαστικό του; Ήταν το χρώμα των μαλλιών του, που έδειχνε χτυπητά έντονο ή μήπως τα σκούρα φτηνιάρικα γυαλιά ηλίου, παρόλο που η μέρα ήταν αρκετά συννεφιασμένη; Πήρε είδηση πως τον κοιτούσε και έδειξε να ενοχλείται. Η Ρηνιώ αναγκάστηκε να γυρίσει αλλού το βλέμμα της. Και τότε τον θυμήθηκε! Με ξυρισμένο γουλί το κεφάλι κι δίχως μουστάκι βέβαια, αλλά ήταν σίγουρη.
Ο Νώντας ήταν! Ένα ρεμάλι, φίλος και συνεργάτης του Δημήτρη, πρεζέμπορας κι αυτός. Τι διάολο γύρευε σ΄αυτή την αριστοκρατική συνοικία, αυτό το απόβρασμα; Όχι πως έχουν πατρίδα τα ναρκωτικά, όμως οι πλούσιοι αυτές τις δουλειές τις κάνουν πολύ προσεκτικά και με πιο εκλεπτυσμένους μεσάζοντες! Άραγε την αναγνώρισε; Δεν έδειξε κάτι τέτοιο, άλλωστε μόλις μια δυό φορές την είχε δει κι αυτές από μακρυά και για λίγο. Σκέφτηκε να ειδοποιήσει τον υπαστυνόμο, μήπως είχε κάποια σχέση με την υπόθεση που παρακολουθούσαν. Την στιγμή που έκανε να σηκωθεί να τηλεφωνήσει, μπήκε στο καφέ μια κοπέλα απροσδιορίστου ηλικίας και κάθισε δίπλα στο Νώντα. Προτίμησε να μείνει εκεί, μήπως έπιανε κάτι από την κουβέντα τους. Μια περίεργη διαίσθηση της έλεγε πως κάτι θα μάθαινε από αυτό το αταίριαστο ζευγάρι. Έβγαλε ένα περιοδικό από την τσάντα της και προσποιήθηκε πως διαβάζει κάτι ενδιαφέρον.
“Του μίλησες;”, άκουσε τον Νώντα να ρωτάει.
“Πλάκα κάνεις; Δεν πλησιάζεται εύκολα αυτός! Με στείλανε σε έναν άλλο, σε ένα μαγαζί με σουβενίρ στο Μοναστηράκι”.
“Τι είναι αυτός”:
“Κάποιος δευτερότριτος φαντάζομαι”!
“Δεν κάνω μπίζνες με τέτοιους! Αν δεν γουστάρει, το χαλάω αμέσως”!
“Μη γίνεσαι μαλάκας! Η δουλειά είναι μεγάλη, και τα φράγκα πολλά! Καλά κάνει και προσέχει”! “Μπορεί, όμως αν δεν μιλήσω μαζί του έστω και στο τηλέφωνο, δεν προχωράω”!
“Θα δω τι μπορεί να κάνω, αν και το βλέπω πολύ δύσκολο. Πάντως καλά θα έκανες να συζητήσεις και με τον τύπο στο Μοναστηράκι. Να δεις τους όρους και βλέπουμε”.
“Θα πάω μια βόλτα αύριο πρωί που είναι Κυριακή και θα έχει κόσμο, μη δίνω στόχο”.
Η Ρηνιώ δεν κάθισε να ακούσει περισσότερα. Μάλλον τα σοβαρά τα είχαν ήδη πει, και τώρα απλά σαλιάριζαν σαν ερωτευμένο ζευγαράκι, για τα μάτια του κόσμου. Πήρε τηλέφωνο την υπηρεσία και ζήτησε τον Αντώνη. Το άκουσμα της φωνής του την γαλήνεψε. Του είπε όσα άκουσε στο καφέ, αλλά απέφυγε να τον ενημερώσει για τη γνωριμία της με τον Νώντα. Δεν ήξερε γιατί το έκανε, αλλά έτσι της βγήκε. Αφού του ανέφερε και τον απροσδόκητο θάνατο του άντρα της, έκλεισε το τηλέφωνο στέλνοντας του ένα φιλί.
Όταν γύρισε, μετά από αρκετή ώρα στη βίλα, την περίμενε μι μεγάλη έκπληξη! Ένα μικρό Φιατάκι ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο του γκαράζ και ο Μάρκος χαμογελαστός κρατούσε στο χέρι τα κλειδιά του.
“Καλορίζικο!”, της είπε εύθυμα.
“Για μένα;”, απόρησε. “Μα γιατί”;
“Γιατί είσαι πολύ καλή στη δουλειά σου, γιατί είσαι συχωριανή μου και γιατί πέρασες ένα μεγάλο σοκ σήμερα”!
“Δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω”!
“Δεν χρειάζεται! Έτσι κι αλλιώς αραγμένο μήνες το έχω, σπάνια το χρησιμοποιούσα οπότε με σένα θα ξανααποκτήσει ζωή”. Τον ευχαρίστησε και πάλι και μπήκε σπίτι να αρχίσει τις δουλειές.
Το πρωί της Κυριακής ο υπαστυνόμος την έστησε στο Μοναστηράκι. Με την περιγραφή που του έκανε η Ρηνιώ, σίγουρα θα αναγνώριζε τον Νώντα. Περπατούσε αργά, πάνω κάτω για να τον δει μόλις έφτανε. Γύρω στις δέκα και μισή τον είδε να μπαίνει σε ένα μαγαζί, από αυτά με τα τσολιαδάκια για τους τουρίστες. Το ήξερε καλά το μαγαζί ο Αντώνης! Το είχαν σε παρακολούθηση πριν καιρό, αλλά δεν είχαν βγάλει τίποτα. Ο ιδιοκτήτης του, ένας παλιός μπάτσος που τον είχαν διώξει από το σώμα για υποθέσεις χρηματισμού, φαινόταν να νταλαβερίζεται με διάφορα καθίκια του υποκόσμου, πάντως με ναρκωτικά δεν είχε δείξει να μπλέκεται. Όπως φαίνεται όμως, απλά ήταν πολύ προσεκτικός και κάλυπτε έξυπνα τις δουλειές του. “Και τώρα; Πως προχωράμε;”, αναρωτήθηκε. “Άραγε δουλεύει για το δικό μας μεγάλο ψάρι ή είναι μοναχικός καβαλάρης; Η κοπελιά τον χαρακτήρισε δευτερότριτο, πράγμα που σημαίνει πως άλλος είναι το πρώτο βιολί”, κατέληξε τη σκέψη του. Αποφάσισε να ακολουθήσει το Νώντα, με τον άλλο δεν γινόταν τίποτα, ήταν γάτα, αποκλείεται να έπεφτε σε λούμπα!
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου