Ο κύριος Συμεών είναι αναποφάσιστος.
Ανεβαίνει τις σκάλες του μετρό και σκέφτεται. Κατευθύνεται σωστά άραγε; Είναι ντυμένος καλά. Ο κοντός του λαιμός χάνεται μέσα στο πλεκτό ζιβάγκο του. Το σχεδόν άτριχο κρανίο του καμουφλάρεται κάτω από τη χοντρή τραγιάσκα του. Το σκούρο μπουφάν του κρύβει καλά το παχύ κορμί του. Ακάλυπτες έχει μόνο τις παλάμες του για να αισθάνεται καλά ό,τι αγγίζει, τα περισσότερα από τα οποία αποτελούν στηρίγματα για αυτόν. Να δει. Κρατά καλά ή θα χρειαστεί άλλη ισχυρότερη βάση για το γέρικο σκαρί του;
Η κυλιόμενη σκάλα τον αφήνει στην αρχή του πεζοδρόμου, εκεί που το τελευταίο
πλακάκι εφάπτεται με το μαρμάρινο υποδοχέα, την κατάληξη της μακριάς σκάλας. Βγαίνει ανέτοιμος για αυτό που αντικρίζει. Κάνει δυο βήματα, που δε φανερώνουν τη δυσπιστία του, μόνο εκείνος τη γνωρίζει, και σταματά απότομα. Κοιτά μπροστά. Γυρίζει αριστερά, στρέφει το βλέμμα του δεξιά και με καθυστέρηση μισού λεπτού, τόσο του παίρνει συνήθως για να δώσει τα σκήπτρα στη δεύτερη σκέψη που τον καταδιώκει, κάνει μεταβολή και ακολουθεί τα σκαλοπάτια που οδηγούν πάλι στη στοά του μετρό. Καθώς κατεβαίνει, η επιμονή του στην κοπέλα την οποία είδε μέσα στην πιτσαρία είναι μεγάλη. Κάπου χάνει την ισορροπία του, όμως γρήγορα επικεντρώνει ξανά την προσοχή του στο κατέβασμα αυτών των στιβαρών μέσων που καλούνται σκαλοπάτια.Τώρα κατεβαίνει γεμάτος πεποίθηση πως έχει αποφασίσει αλλά αυτή είναι τόσο πρόσκαιρη που λίγα μέτρα παρακάτω, και ενώ έχει αρχίσει να διασχίζει το χώρο που οδηγεί προς τα μηχανήματα που πρέπει να χτυπήσει το εισιτήριο του, αισθάνεται αβέβαιος και πάλι. Ο κόσμος γύρω του φαντάζει ένα διαρκές κύμα που τον σκεπάζει και εκείνος βράχος ακίνητος μέσα στον πυθμένα της ταραχώδους θάλασσας. Εκεί κοντοστέκεται σαν πλοίο που έχει ρίξει άγκυρα και τίποτα δεν μπορεί να το μετακινήσει από τη θέση του. Στροβιλίζονται πολλές σκέψεις μέσα στο μυαλό του και, αμφιταλαντευόμενος για μια ακόμα φορά, δε βρίσκει το μοχλό για να σηκώσει τα βαρίδια που τον κρατάνε ακίνητο στο ίδιο σημείο.
Αφήνει τους τρέχοντες επιδρομείς του μυαλού του να το διαβούν γρήγορα και αναμένει να κοπάσει η μπόρα. Και αυτή η αναμπουμπούλα δε βαστά πολύ και ξεκινά το βηματισμό του, έντονα τώρα πια, να τρέξει να προλάβει πριν τον προκάμουν καινούργιοι λήσταρχοι του προσανατολισμού του. Χτυπά το εισιτήριο με σιγουριά γνωρίζοντας πια τον προορισμό του και ακολουθεί σταθερά τις σημάνσεις που τον οδηγούν στον τελευταίο όροφο προς τα κάτω, όπου η αναμονή θα τον περιμένει για να παραλάβει τον πρώτο συρμό που θα περάσει.
Ο κύριος Συμεών μπερδεύτηκε. Δεν είναι η πρώτη φορά που του συμβαίνει αυτό. Ξεκίνησε με προορισμό την Ανθούπολη αλλά, παίρνοντας λάθος κατεύθυνση, οδηγήθηκε στην Ακρόπολη. Δεν ήταν και τόσο προσεκτικός. Η επικείμενη συνάντησή του με την Αλέκα τον συντάραξε. Είχε χρόνια να τη δει από κοντά. Το πρόσωπό της εμφανιζόταν συχνά μόνο στη σκέψη του. Ο θάνατος του Μανώλη, του άντρα της και παλιού φίλου του, ήταν το γεγονός που θα τους έφερνε κοντά, ύστερα από τόσα χρόνια. Πόσο να είχε αλλάξει η Αλέκα; αναρωτιόταν σιωπηρά. Πόσο έχει αλλάξει και ο ίδιος άλλωστε. Δεν του ήταν καθόλου εύκολη η συνάντησή τους. Δυσκολευόταν να εξομοιώσει το χθες με το σήμερα. Άραγε η ωραία εικόνα που είχε για την Αλέκα θα χανόταν ή θα παρέμενε ανεξίτηλη; Οι προβληματισμοί του ήταν πολλοί και για αυτό το αβέβαιο γιγαντωνόταν μέσα του.
Συναντήθηκαν στο καφενείο «Συνοδευτικό». Εκείνη φόραγε το παλιό παλτό της που, από όσο μπορούσε να διακρίνει από τις πλάτες της, με κάμποσες τροποποιήσεις έπεφτε ξανά όμορφα πάνω της. Καθόταν ήδη στο συνηθισμένο τραπέζι που πιάνανε οι τρεις τους, όταν συναντιόντουσαν τακτικά πριν από μια τριακονταετία. Την κατάλαβε από τις καλλίγραμμες πλάτες της, οι οποίες ίχνος δε δείχνανε από το χρόνο που είχε περάσει. Γυρισμένη πλάτη, δεν είχε προλάβει να βγάλει το πανωφόρι της, κοίταγε με περιέργεια το μενού, ενώ το τσιγάρο της σιγόκαιγε στο ακόμα καθαρό τασάκι. Το άρωμά της ήταν διάχυτο στην είσοδο, κάτι που βεβαίωνε πως μόλις λίγο πριν είχε εισέλθει στο χώρο.
Κάθε φορά που συναντιόντουσαν ο Μανώλης μύριζε από μακριά το τσίπουρο που είχε από το πρωί καταναλώσει. Τους έβρισκε καθισμένους να διαπληκτίζονται για τη μορφή της τέχνης που τους εξέφραζε περισσότερο. Ο Μανώλης, μόλις τον έβλεπε, τον υποδεχόταν πρόσχαρος. Ήταν ένας προσηνής χαρακτήρας και αυτό που έδειχνε αποτελούσε και την πραγματικότητα.
Εκείνη, όπως και τότε, πρόσεξε τον κύριο Συμεών μόνο αφού στάθηκε μπροστά της και με αμήχανες κινήσεις άρχισε να βγάζει τραγιάσκα και μπουφάν. Τόση ήταν η απορρόφησή της με οτιδήποτε καταπιανόταν, πρόσωπο ή αντικείμενο ήταν αυτό. Τη χαιρέτησε κάπως νευρικά, αντίδραση που προκάλεσε ακόμα περισσότερο η ομορφιά της, η οποία εξακολουθούσε να πηγάζει από το εκφραστικό της βλέμμα. Κάποιες ρυτίδες είχαν προστεθεί με το χρόνο, το μαλλί της είχε αλλάξει χρώμα, είχε γίνει άσπρο, αλλά όλα τα υπόλοιπα παρέμεναν αμετάβλητα.
Ένοιωσε κάπως άβολα. Εκείνος είχε αλλάξει τόσο πολύ. Το μαλλί του είχε φύγει, το δέρμα του είχε χάσει την αλλοτινή ζωντάνια του, τα μάτια του έδειχναν θολά, η ζωηράδα είχε εξασθενίσει έως ότου χάθηκε εντελώς και τον συνόδευαν αρκετά κιλά παραπάνω. Η έλλειψη μιας συντρόφου τον είχε γεράσει πρόωρα τόσο στην εξωτερική του εμφάνιση όσο και στο ύφος και στη σπιρτάδα του. Όλα, εκτός από αυτόν, θύμιζαν το παρελθόν.
-Άργησες, του είπε εκείνη. Ως συνήθως.
-Ναι. Ξέρεις… χάθηκα.
-Δε μου ακούγεται περίεργο. Πάντα έτσι ήσουν.
-Ναι… αλλά ήρθα.
Μιλούσε διακεκομμένα αφήνοντας την αναποφασιστικότητα του να οργιάζει.
-Μα κάθισε. Μη στέκεσαι όρθιος.
-Ευχαριστώ, αποκρίθηκε και τοποθέτησε το μπουφάν του στον κορμό της ξύλινης καρέκλας.
-Ξέρεις γιατί μετά από τόσα χρόνια θέλησα να σε δω;
-Γνωρίζω.
-Όχι. Μάλλον δε φαντάζεσαι. Δεν είναι ο θάνατος του Μανώλη. Αυτό ήταν κάτι το αναμενόμενο και μάλλον ποσώς θα σε ενδιέφερε.
-Μην το λες αυτό. Εγώ…
-Εσύ, εγώ, εμείς, τον διέκοψε εκείνη. Ξέρω, ξέρω, του είπε με βεβαιότητα. Εσύ φρόντιζες αρκετά αληθοφανώς να δείχνεις ότι τον συμπαθείς. Ήσουν πάντα καλός στο θέατρο. Έκρυβες άρτια το μοναδικό πράγμα για το οποίο ήσουν σίγουρος στη ζωή σου, την αγάπη σου προς εμένα. Αλλά, τέλος πάντων, δε σε κάλεσα για το θάνατο του Μανώλη. Αυτόν θα τον μάθαινες αργά ή γρήγορα από τους κοινούς γνωστούς μας.
Έκανε μια παύση που σχεδόν τρόμαξε τον κύριο Συμεών. Τότε γιατί; σκέφτηκε μέσα του. Εκείνη παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας το τσιγάρο της που ήδη είχε σβήσει χωρίς καν να το αγγίξει, συνέχισε.
-Ο φίλος σου, ο Μανώλης, άφησε κάποια πράγματα για σένα. Βλέπεις ο χαζός σε συμπαθούσε. Ήταν φιλεύσπλαχνος. Έδειχνε πάντα αγάπη στις αδυναμίες των ανθρώπων. Θεωρούσε τον εαυτό του μια αγκαλιά θαλπωρής για τους αναποφάσιστους της ζωής, όπως συνήθιζε να λέει.
-Γιατί;
-Γιατί απλά το ήθελε. Σε θεωρούσε φίλο του. Επιλογή σου ήταν να χαθείς που, τουλάχιστον για μένα, πολύ σοφά έπραξες.
-Μην είσαι τόσο σκληρή μαζί μου. Ξέρεις πως δεν είναι έτσι. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Υπάκουσα στο θέλω σου. Με καταδικάζεις που σε αγάπησα; της είπε παίρνοντας δύναμη από το δίκιο το οποίο τον έκαιγε. Όλα μπορούσε να τα υπομείνει, αλλά όχι την υποτίμηση με την οποία εκείνη του μιλούσε. Τι έκανε τόσο κακό για να του μιλάει έτσι, όπως και τότε που σχεδόν τον απομάκρυνε από την παρέα τους; Η αγάπη είναι κάτι που δεν καθοδηγείται, ώστε να μπορούσε και εκείνος να την ελέγξει.
-Συμεών, είπε εκείνη κοιτώντας τον κατάματα. Δεν μπορώ τους αναποφάσιστους. Σε ώθησα στη φυγή σου, γιατί δεν μπορούσα τη δειλία σου. Ποτέ δε με διεκδίκησες. Παρέμεινες εκεί υπομένοντας το μαρτύριο σαν άλλος Χριστός και περίμενες σαν όρνιο μπας και το αλκοόλ κάνει γρήγορα τη δουλειά του και τον αποτελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες. Βλέπεις όμως, ο θεός δε σου έκανε το χατίρι. Τον πήρε με αργό θάνατο, για να πονέσει για την υποταγή που έδειξε στον εθισμό του.
Ο κύριος Συμεών σκυθρώπιασε και έγειρε το βαρύ σώμα του προς το τραπέζι, ενώ το στήριξε πάνω του με τους αγκώνες του. Η στάση του δήλωνε την παράδοση των όπλων. Ήξερε πως εκείνη η κουβέντα δεν έβγαζε πουθενά. Όσα παραπάνω ειπώνονταν μόνο για να βλάψουν τις λιγοστές γλυκές αναμνήσεις θα λέγονταν και δεν ήταν από τους ανθρώπους που ήθελαν να χαλάνε τις όμορφες εικόνες του παρελθόντος. Ζούσε μέσα από αυτές. Θα ήταν σα να έφθειρε το νήμα της ζωής που τον κρατούσε ζωντανό.
-Για να τελειώνουμε, συνέχισε εκείνη επιμένοντας στην αποστροφή της προς το πρόσωπό του. Εδώ έχω ένα φάκελο, του είπε και του έτεινε το χέρι της, το οποίο ήδη τον κρατούσε. Μέσα έχει κάτι πολύτιμο για σένα. Μην τον ανοίξεις τώρα. Πάρε τον και μην πεις τίποτα.
Σηκώθηκε και έφυγε μόνη, όπως και ήρθε. Ο κύριος Συμεών απόμεινε και αυτός μόνος να κοιτά το άσπρο χρώμα του φακέλου που έκανε αντίθεση με την καφέ μπογιά του τραπεζιού. Του ήρθε πάλι εκείνο το άρωμα που τόσο τον μεθούσε. Διείσδυσε μέσα του και του άφησε αναμνήσεις. Ναι, ήταν αλήθεια όλα αυτά που του είπε. Για τον αδύναμο χαρακτήρα του, για την αμετανόητη εμμονή του να περιμένει, για την κεκαλυμμένη συμπεριφορά του, για το δήθεν ενδιαφέρον του για το Μανώλη. Και ναι, ήταν και αυτό αλήθεια. Πώς θα μπορούσε να βλέπει με συμπάθεια τον αιώνιο αντίζηλό του;
Παρήγγειλε μια μπύρα. Την ήπιε στην υγειά του Μανώλη, για πρώτη φορά στη ζωή του αληθινά. Εκτίμησε την άδολη στάση του. Τίμησε με αυτό το ποτό τη μεγαλοψυχία του αλλοτινού φίλου του. Έσβησε μέσα της τον πόνο που ποτέ δε θα έβρισκε γιατρειά και καπνίζοντας ένα τσιγάρο το έσβησε μέσα στο ποτήρι στα απομεινάρια της μπύρας, φτύνοντας έτσι με αηδία το παρελθόν του.
Αμφιταλαντεύτηκε καθόλη τη διάρκεια που φούμαρε το τσιγάρο του και, παίρνοντας το μπουφάν του από την καρέκλα που το είχε αποθέσει, έφυγε αφήνοντας τραγιάσκα και φάκελο στο τραπέζι.
Καθώς έμπαινε στο μετρό, αισθανόμενος επιτέλους για μια φορά βέβαιος για αυτό που έκανε, σκεφτόταν την τραγιάσκα που εκείνη του είχε κάνει δώρο και το φάκελο που ποτέ δεν άνοιξε. Ένα κεφάλαιο έκλεινε, κάτι που έπρεπε να είχε κάνει εδώ και καιρό.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου