Ένα ακόμη όμορφο διήγημα του κ. Καραγιώργου
Σίγουρα κάθισε αρκετή ώρα. Ήταν βέβαιος πως η αναμονή του ξεπέρασε τα τρία τέταρτα. Ανήσυχος στριφογύρισε πάνω στην αναπαυτική βαθουλωτή πολυθρόνα και με έναν τραβηγμένο μορφασμό εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του. «Αν είναι δυνατόν» ξεφώνησε το εσώτερο του εαυτού του προσπαθώντας να βρει διέξοδο από τις πύλες των φωνητικών του χορδών. Μάταια για κείνο, ευτυχώς όμως για κείνον, δεν ακούστηκε πουθενά και έσβησε, όπως σα σπινθήρας εμφανίστηκε.
Κάποια στιγμή το βλέμμα της γραμματέως σηκώθηκε και στόχευσε προς το μέρος του σχηματίζοντας μια αμυδρή σκιά στο λευκό του τοίχου με το περίγραμμα του κεφαλιού της. Εκατοστά του δευτερολέπτου άφησε να
διαφανεί μια νότα αισιοδοξίας και πράα, σα να μη μεσολάβησε καμιά αλλαγή στο πρόσωπό της, γύρισε πάνω στη χαρτούρα, με την οποία επιμελώς εδώ και ώρα καταπιανόταν θέλοντας να δείξει πολυάσχολη.Εκείνος πρόσκαιρα φάνηκε να πιστεύει αυτήν την έκφραση, που μετά από τόση ώρα φάνταζε λυτρωτική στα μάτια του, αλλά η ξαφνική μετάλλαξη στο ύφος της τον έκανε να διστάσει να εκφραστεί χαρούμενα. Σιχτίρισε πάλι, αλλά, κάνοντας εμφανή τώρα τον ψίθυρο δυσφορίας του, εισέπραξε για μια ακόμα φορά την ακινησία του ενδεδυμένου με λευκή μπογιά τούβλου.
Ο κύριος Ηλιόπουλος πάει καιρός που θέλει να εκδοθεί. Ω, μη βιαστείτε να παρεξηγήσετε το γράφοντα, δεν εννοώ κάτι το μεμπτό. Ο αγαπητός αναμένων στον προθάλαμο του γραφείου του κύριου Αναστασιάδη είναι ένας επίδοξος συγγραφέας. Γράφει εδώ και καιρό και πιο συγκεκριμένα αφότου γνώρισε εκείνη τη Σούλα, η οποία ξεκίνησε να τον γλυκαίνει με ένα σωρό κομπλιμέντα για τη γραφή του και τα λοιπά μόνο και μόνο για να μπορεί να τα φέρει βόλτα με τα τρία κουτσούβελα που της άφησε ο Μπάμπης, ο οποίος σηκώθηκε και έφυγε, και φαίνεται να τον έχει πάρει σοβαρά το ρόλο του μιας και, μην έχοντας ποτέ το άγχος της επιβίωσης λόγω της πλούσιας καταγωγής του, κάθε ευκαιρία που παρουσιαζόταν για τόνωση της βαρετής ζωής του αποτελούσε για αυτόν κίνητρο να πείσει τον περίγυρό του ότι κάτι αξίζει και αυτός βρε αδερφέ. Αισθανόταν κάτι σα να λέμε ηθοποιός. Λες και καλείτο διαρκώς να παίξει ένα ρόλο, όπου επιβαλλόταν, όντας επιπλέον και τελειομανής, να τον αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Έτσι, λοιπόν, ο ήρωας αυτού του σύντομου διηγήματός μας βίωνε πιεστική την ανάγκη να αντιδράσει με τον πρέποντα, να πούμε καλύτερα αρμόζοντα, τρόπο σε τέτοιες περιπτώσεις ανάλογης αγενούςκαι αναίτιας, βάσει της κρίσης του, αντιμετώπισης. Η πραγματικότητα άλλωστε ήταν πως είχε μετανιώσει, γιατί βρέθηκε στο ρόλο του επαίτη εναγωνίως να ζητά μια ευκαιρία έκδοσης και μην αντέχοντας άλλο τη ραστώνη που του είχε μεταδώσει αυτή η τόσο πλαδαρή καρέκλα – ο ίδιος υπήρξε πάντοτε ένας ακάματος εραστής της δράσης – ξερόβηξε και, καθώς έφερε και πάλι την παρουσία του στην επιφάνεια, σηκώθηκε, χτένισε με την παλάμη του από τα δεξιά προς τα αριστερά τις τελευταίες σθεναρά αντιστεκόμενες τρίχες, τους τελευταίους φρουρούς των γόνιμων εδαφίων, για να καλύψει τη γύμνια της επάνω οικίας, χάιδεψε το μουστάκι του με τα δάκτυλα της αριστερής του παλάμης κατά μήκος από τις δυο άκρες των χειλιών του προς το κέντρο μέχρι το σημείο κάτω από τη μύτη όπου το δέρμα κάνει γούβα και σηκώθηκε σβέλτος, σαν αληθινός νεανίσκος, και άρχισε, με ευθυτενή κορμοστασιά και σταθερό βήμα, δηλωτικό της σιγουριάς που είχε προς τον εαυτό του, να οδεύει προς την επιτηδευμένα ντροπαλή γραμματέα, αναμφισβήτητα πειθήνια στα εργασιακά της καθήκοντα.
Εδώ θα ήταν μεγάλη παράλειψη από μέρους του συγγραφέα – ο οποίος θέλει κατά αιτία ναρκισσιστική να εθελοτυφλεί και να πιστεύει κάτι τόσο παράδοξο, όσο αυτήν τη ζουρλή ιδέα που έχει για τον εαυτό του, του δημιουργού – ,δηλαδή εμού, να μην αναφέρει πως ο κύριος Ηλιόπουλος διάβαινε αισίως τα εξήντα πέντε. Η μαλθακή όμως σωματική του πλάση, η σχεδόν αψεγάδιαστη επιδερμίδα του και η ευγενική φύση του και του επέτρεπαν αλλά, κατά μια άποψη, και του επέβαλλαν να εκμεταλλεύεται το νεανικό της εμφάνισής του και έτσι να ακολουθεί απαρέγκλιτα τη ρήση «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Οπότε, πάντοτε δημόσια δήλωνε ηλικία που ταίριαζε στην παρουσία του αλλά και στο λόγο των γύρων του και πορευότανε με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα πείσει για την προχωρημένη ωριμότητα του πνεύματός του.
Συνεχίζοντας, λοιπόν, το σταθερό του βηματισμό, ο κύριος Ηλιόπουλος, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα αεράτου περπατήματος, έφτασε στην κατ’ επίφαση επιμελή γραμματέα του κύριου Αναστασιάδη.
«Σας παρακαλώ, δεσποινίς. Μπορείτε να μου εξηγήσετε προς τι τέτοια καθυστέρηση; Περιμένω εδώ και αρκετή ώρα πέραν των ορίων και της αντοχής μου αλλά και των δεόντων τρόπων ευγενείας. Είμαι ακριβώς πενήντα δύο λεπτά καθισμένος σε εκείνην την καθόλα άνετη πολυθρόνα, αλλά δε βρίσκω το λόγο αυτής της τόσο ιδιαίτερης περιποίησης».
Κάτι πήγε να εκστομίσει η «αεικίνητη» γραμματέας αλλά ο κύριος Ηλιόπουλος, σα χείμαρρος που δεν έβρισκε πουθενά μπροστά του εμπόδια, συνέχισε.
«Σας βεβαιώ πως αν ήθελα να προσφέρω στον εαυτό μου ένα χορταστικό μασάζ, θα το έπραττα απευθυνόμενος σε εταιρείες του ανάλογου κλάδου και όχι σε εκδοτικό οίκο. Δεν ξέρω αν τα πράγματα έχουν διαστρεβλωθεί τόσο πολύ ή εξελιχθεί ώστε τελικά να παρέχετε και τέτοιες υπηρεσίες, αλλά, σας μιλώ ειλικρινά, δεν είναι στις προθέσεις μου να απολαύσω υπηρεσίες τέτοιου είδους από έναν κλάδο που δεν έχει πρότερη εμπειρία στον τομέα.»
Η γραμματέας, αντιλαμβανόμενη την προσβολή και μην μπορώντας να πειθαρχήσει στις επιταγές που της επιβάλλονταν από την επαγγελματική της θέση, του έριξε ένα βλέμμα ψυχρό και με ύφος άτεγκτα υπεροπτικό του ανταπάντησε:
«Αγαπητέ, η σειρά σας έρχεται, αρκεί να έχετε την ανάλογη υπομονή. Βλέπετε, η έκδοση δεν είναι κάτι που σερβίρεται, αλλά επιτυγχάνεται με κόπο και από τις δυο πλευρές. Όσο για τις υπηρεσίες μαλάξεων, είμαστε αυστηρά πειθαρχημένοι και άρτια εκπαιδευμένοι, ώστε, μέχρι να έρθετε σε επαφή με τον κύριο Αναστασιάδη, να σας προσφέρουμε την άνεση και την περιποίηση που αρμόζει σε κάθε μεγάλο συγγραφέα.»
Ο κύριος Ηλιόπουλος αυτό το τελευταίο σχόλιο το εισέπραξε ως ειρωνεία, αλλά, τονώνοντας η πρότερα ξινή αλλά πλέον συμπαθητική γραμματέας το εγώ του, έκανε άτακτη υποχώρηση προς την εδώ και πολύ ώρα, ομολογουμένως, κοιτώντας την τώρα από άλλη οπτική γωνιά, περιποιητική του πολυθρόνα.
Στο ενδιάμεσο, να καταχραστώ λίγο και τη δική σας υπομονή, ο κύριος Αναστασιάδης έχει στήσει στα τέσσερα τη διευθύντρια πωλήσεων και βογκά ως άξιος συμπαραστάτης στην «περιπέτειά» της. Βογκά αυτός, βογκά και εκείνη, και κάθε τρεις και λίγο η γραμματέας χτυπά στην ανοιχτή ακρόαση και τον ρωτά μήπως τη ζήτησε, λες και ο διάολος ζηλεύει και θέλει και εκείνη λίγο από το μέλι. Οι σκέψεις του είναι συγκεχυμένες μεταξύ αιδοίου και επέκτασης της επιχείρησης και, επειδή το δεύτερο δε βλέπει να τραβάει, αποφασίζει να συγκεντρωθεί στο πρώτο. Μια ζωή την έχουμε και αν δεν τη γλεντήσουμε…
«Κύριε Αναστασιάδη, σας περιμένει ο κύριος Ηλιόπουλος για εκείνο το βιβλίο που θέλει να του εκδώσετε. Τι να του πω; Έχει γίνει πολύ πιεστικός.»
«Μαρινάκι,… είμαι σε μίτινγκ… τώρα… σε πέντε λεπτά τελειώνω. Μόλις αποδεσμευτώ… θα σε ενημερώσω.»
Τέλος της παρένθεσης.
Ο κύριος Ηλιόπουλος κάθεται τώρα γεμάτος υπερηφάνεια, ύστερα από την προσφώνησή του ως μεγάλου συγγραφέα. Κοιτά απέναντι έναν πίνακα του Ντεγκά και οραματίζεται. Βλέπει εκείνες τις χορεύτριες του μπαλέτου που κάνουν διατάσεις και πρόβες πειθαρχώντας στις οδηγίες του δάσκαλού τους και σκέφτεται πως με παρόμοιο τρόπο σε λίγο, σύντομα, είναι πεπεισμένος πως δεν απέχει πολύ, έτσι θα αποπνέει το σεβασμό που του αρμόζει, ώστε με τη σαγήνη του να εμπνέει τα πλήθη. Νιώθει τώρα ένα ανασκίρτημα, μια αναζωογόνηση των δυνάμεών του, μια αιφνίδια μεταμόρφωση στην ψυχολογία του, η οποία καλπάζοντας μετουσιώθηκε από τον εκνευρισμό στον πρότερο ενθουσιασμό και πάλι.
«Είναι στιγμές» σκέφτεται «όπου θα μπορούσα να περιμένω ολάκερη τη ζωή μου για να με δει το Σουλάκι να επιβεβαιώνω την πηγή του θαυμασμού που έχει για το πρόσωπό μου» και χαμογελάει βαθιά ικανοποιημένος. «Αφού το αξίζω ο μπαγάσας! Γιατί να μη δώσω και την ικανοποίηση σε αυτό το ταλαίπωρο το κορίτσι;»
Σύντομα οι σκέψεις βαθιάς εκτίμησης προς τον εαυτό του τελειώνουν με την προσφώνηση του ονόματός του από την αξιαγάπητη, πια, γραμματέα. Το άγγελμα πως κατέφθασε η μεγάλη ώρα σχεδόν του φέρνει δυσφορία, καθώς θέλει να παρατείνει το όραμα με τις δάφνες που ήδη έχει στέψει στο κεφάλι του – σε αυτό το μεγαλειώδες θαύμα της φύσης – , και να δει ανενόχλητος τη δόξα να καταφθάνει συνοδεία των ανάλογων επευφημιών.
Η δεύτερη προσφώνηση του ονόματός του δεν αργεί να έρθει από τη σχεδόν εκνευρισμένη γραμματέα, που τώρα αναρωτιέται πόσο ανεγκέφαλός είναι αυτός ο γέρος που την έχει δει τεκνό και ενώ από τη μια την πρήζει, από την άλλη κωλυσιεργεί.
Φθάνοντας χαμογελαστός σε εκείνο το τόσο φθαρμένο από την πολύωρη και έντονη εργασία γραφείο της γραμματέας, ενημερώνεται από την γλυκιά αυτή κοπέλα, την οποία δεν είχε παρατηρήσει από την αρχή τόσο στους εκλεπτυσμένους τρόπους της όσο και στην κομψή προσεγμένη εμφάνισή της, πως ο κύριος Αναστασιάδης τελείωσε επιτυχώς τη δύσκολη συνάντηση που είχε, μιας και εργάζεται ψυχή τε και σώματι για το καλό όλων, στην υπηρεσία αυτών που αγαπάνε την τέχνη της γραφής, και τον περιμένει για να συζητήσουν επισταμένα το ζήτημά του.
Ο κύριος Ηλιόπουλος ανεβαίνει δυο ορόφους με τον ανελκυστήρα, θαυμάζοντας το θάρρος του που για μια ακόμα φορά καταφέρνει να ξεπεράσει την κλειστοφοβία του, και βρίσκεται ευθύς αμέσως ένα κλικ για να χτυπήσει την πόρτα του γραφείου του κυρίου Αναστασιάδη, ώσπου μια στεντόρεια φωνή τον υποδέχεται προλαβαίνοντας την επόμενη κίνησή του. Αφού από το μονολεκτικό καλωσόρισμα η κουβέντα πηγαίνει στο δια ταύτα, ο κύριος Ηλιόπουλος υπενθυμίζει το σκοπό της επίσκεψής του και, αναμένοντας να εισπράξει μια εγκάρδια φραστική αγκαλιά από τον εν λόγω εκδότη, παραλαμβάνει με τα ίδια του τα αυτιά τη συμπαγή ειρωνεία συμπτυγμένη στη φράση «Κι εσύ φίλε, άρρωστος ε; Έλα στο γιατρό…».
Σα ματαιώνεται η απόλαυση που μπορεί να προέλθει από τη χαρά την οποία προκαλεί ένας ενθουσιασμός, τότε κάλλιστα μπορεί να ενοχληθεί και ο πιο αναίσθητος. Η προσμονή να γευτείς χειροπιαστά ό,τι με τόσο διέγερση προσδόκησες περιμένεις να ανταμειφτεί το λιγότερο με μια ευγενική κατανόηση και σεβασμό προς τον παθιασμένο σου εαυτό. Και όμως, τι δυσάρεστα γέρνει η ζυγαριά προς την απογοήτευση, όταν ακόμα και το λιγοστό που απαιτείς δεν έρχεται, παρά τη θέση του πιάνει η αιφνίδια απάθεια του μέχρι πρότινος ενδιαφερόμενου (στην περίπτωσή μας, του εκδότη).
Τα συναισθήματα είναι θολά. Η προηγούμενη καθάρια σκέψη έχει ως δια μαγείας εξαφανιστεί και έχει δώσει τη θέση της στη θαμπή αποτίμηση των απωλειών. Πολλά γυρίζουν δώθε κείθε στο μυαλό του δίχως να μπορεί εύκολα να βγάλει ένα συμπέρασμα της προκοπής. Από τη βεβαιότητα κατρακυλά τάχιστα στην ανασφάλεια και τη δυσθυμία και φυσικά πάνω από όλα στην απελπισία, γιατί πώς, θα ήθελε να ήξερε πώς, θα το πει τώρα στο Σουλάκι και δε θα το μαραζώσει, αφού ο ίδιος ποτέ δε διεκδίκησε τα πρωτεία σε κάτι που άλλωστε δεν του πήγαινε και βέβαια είχε ασχοληθεί εντελώς ερασιτεχνικά, «έτσι για πλάκα», όπως αναθυμάται τώρα τον εαυτό του να λέει.
«Α ρε Σουλάκι, τι σου ‘μελλε να πάθεις…»
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου