Με κάθε επιφύλαξη για την ορθότητα των σκέψεων, ύστερα από κάποια σφηνάκια καλής κριτικής ρακής, η συζήτηση έρεε γοργά και θα μπορούσα να την παρομοιάσω σαν γλυκόπιοτη. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως λίγες είναι εκείνες οι στιγμές που με τη συνοδεία κάποιου ποτού η κουβέντα με τους δικούς μου ανθρώπους χωλαίνει κάπου. Αυτά τα όλο και πιο αραιά βραδάκια μιας καλής συντροφιάς είναι που σε ξεκουράζουν, σπάνε την αλυσίδα της καθημερινότητας και σε οδηγούν σε μια ξεχωριστή ευχάριστη εμπειρία.
Πέραν των συνηθισμένων θεμάτων που γύριζαν στην τσόχα του διαλόγου μας, όποτε βρισκόμουν με το φίλο Περικλή, υπήρχαν και κάποια που ξεπηδούσαν απρόσκλητα, τα οποία ενώ στην αρχή φάνταζαν πως θα διατάρασσαν τη συνοχή του, τελικά αποδεικνύονταν πολύτιμοι γόνοι ανανέωσης. Έτσι, κάποιες φορές, η μονοτονία της συνομιλίας μας ξέφευγε από τα γνώριμα μονοπάτια και πολύ αναζωογονητικά οδηγούταν σε νέες πορείες, οι οποίες σχεδόν πάντα αποτελούσαν και μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψουμε ο ένας για τον άλλον στοιχεία του χαρακτήρα του που δύσκολα θα ξετρυπώνονταν σε φυσιολογικές συνθήκες. Άλλωστε ένα από τα μεγαλεία του διαλόγου με έναν συνάνθρωπο είναι και αυτό που με τόση χαρά απολαμβάναμε εκείνο το βράδυ, δηλαδή η ανάδειξη πραγμάτων που σίγουρα μας εξέλισαν.
Είχα τόσο απορροφηθεί από τη ροή των λέξεων που διατύπωνα, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε αντιτείνοντάς τες σε εκείνες του Περικλή, ώστε δεν είχα καταλάβει διόλου πως εδώ και κάποια λεπτά ένας μέσης ηλικίας κύριος είχε κάτσει ακριβώς στο πίσω τραπέζι, στην καρέκλα που ακουμπούσε την πλάτη της δικής μου. Οι αγκωνιές που κάθε τρεις και λίγο μου έριχνε, από ένα σημείο και μετά, παρότι απαλές λόγω του πληθωρικού μπουφάν που φορούσε αλλά αντιληπτές, απόσπασαν την προσοχή μου και με ανάγκασαν σχεδόν αντανακλαστικά να γυρίσω να δω περί τίνος επρόκειτο.
Μια πρώτη φευγαλέα ματιά δε στάθηκε αρκετή για να αντιληφτώ την ιδιαιτερότητα αυτού του άντρα. Ενστικτωδώς, από αίσθημα ευγενείας, απομάκρυνα λίγο την καρέκλα μου φέρνοντάς την πιο κοντά στο δικό μας τραπέζι και προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τα χαλαρωμένα από το αλκοόλ και απλωμένα άναρχα άκρα μου – υπήρξα πάντοτε σεμνός και άνθρωπος που σεβόταν τους γύρω του και τίποτα δε θα άλλαζε αυτή μου τη συμπεριφορά ακόμα και αν παρέκλινα παροδικά από την πειθαρχία μου. Ο λόγος μου παρέμεινε αδιάκοπος, όμως μέσα μου είχε αρχίσει να ριζώνει η περιέργεια. Ήμουν πεπεισμένος πως ο κύριος που καθόταν πίσω μου με κάτι ενασχολούταν, ώστε να κουνάει τα χέρια του μπρος πίσω, πάνω κάτω, μέσα σε αρκετά σύντομα διαστήματα. Αυτό το κάτι δεν άργησα να το αντιληφτώ, αφού με αφορμή δυο ωραίες γυναικείες παρουσίες, άλλαξα θέση και κάθισα δίπλα στον Περικλή, για να μπορούμε να έχουμε το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Απέναντί μου τώρα δέσποζε η παρουσία εκείνου του ανθρώπου. Ένα καστόρινο μπουφάν τον κρατούσε ζεστό. Μια φθαρμένη τραγιάσκα και μάλλον άπλυτη εδώ και πολύ καιρό, με πληθώρα από κονκάρδες καρφιτσωμένες εδώ και εκεί, προφύλασσε την κεφαλή του. Ένα μάλλινο χοντρό λευκό κασκόλ έντυνε τα σημεία στο λαιμό του που κινδύνευαν να μείνουν αφύλαχτα, ενώ η παχιά και μακρουλή γενειάδα του έσμιγε αρμονικά μαζί του, η οποία με τη σειρά της τόνιζε τα σπινθηροβόλα μάτια του και την ταλαιπωρημένη επιδερμίδα του στο μέτωπο, στη μύτη και στη σάρκα δίπλα σε αυτήν. Η ατημελησία και η ακαθαρσία ήταν δυο καταστάσεις που κυριαρχούσαν πάνω του. Η μπύρα που είχε παραγγείλει δεν είχε έρθει ακόμα να του κρατήσει συντροφιά.
Τον άκουσα κάποια στιγμή να την αναζητά. Τα κομμάτια κάρβουνο διαφόρων χιλιοστών όμως, οι μόνιμοι συνεργάτες του, ήταν ήδη αφημένοι πάνω στο τραπέζι και ένα γλυκό γυναικείο πρόσωπο άρχιζε να αναδύεται πάνω στο λευκό φύλλο ζωγραφικής. Οι δυο συνδετήρες που κρατούσαν το λευκό φύλλο πάνω στο χαρτονένιο αυτοσχέδιο καμβά με τα υπόλοιπα φύλλα σκίτσων τόνιζαν το θέμα του καλλιτέχνη, ο οποίος έχτιζε μαεστρικά, σπιθαμή προς σπιθαμή, τις πτυχές του προσώπου της νεαρής γυναίκας, που δεν ήταν άλλη από μια όμορφη κοπέλα σε ένα παράπλευρο τραπέζι. Γρήγορα ο χαρισματικός ζωγράφος είχε γίνει το επίκεντρο στις κουβέντες ποικίλων προθέσεων όσων τον περιστοίχιζαν.
Τέντωνε, λύγιζε, λίκνιζε τα χέρια του, ερωτοτροπούσε με τα υλικά του σαν γνήσιος συνθέτης, άπλωνε το κάρβουνο κάποιες φορές απαλά και κάποιες άλλες το πίεζε με ένταση, μέχρι που το άψυχο αυτό υλικό μετατρεπόταν σε αιμοφόρα αγγεία για να δώσει ζωή στο άπνοο χαρτί. Θεία λειτουργία τελούταν ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του καφενείου και εγώ, όπως και άλλοι, στεκόμουν τυχερός κοινωνός. Λίγο λίγο σχηματίζονταν τα μάτια, τα χείλη, η μύτη, τα μαλλιά και οι υπόλοιπες αυλακώσεις του μοντέλου, ενώ με τις εκλεπτυσμένες και αναγκαίες περαιτέρω επεμβάσεις του εξειδικευμένου μαέστρου όλα αυτά έπαιρναν ζωή.
Κάποια στιγμή ο μεσήλικας άντρας γύρισε και με κοίταξε κλείνοντάς μου παράλληλα το μάτι.
-Ποια ζωγραφίζεις; τον ρώτησε ο Περικλής.
-Εκείνη την κοπέλα απέναντι. Μοντέλο, αλλά μου το παίζει δύσκολη, απάντησε μειδιάζοντας.
-Το πουλάς το πορτραίτο; Εκείνη στο ζήτησε;
-Μπα… Ζωγραφίζω για μένα. Μπαίνω βέβαια λίγο βίαια στις προσωπικές στιγμές των εκλεκτών μου, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή απέναντι στη δύναμη που φωνάζει μέσα μου. Με πιάνει το δαιμόνιο βλέπεις.
-Θα της το χαρίσεις;
-Ούτε. Με σνομπάρει. Είναι λίγο ψώνιο η κυρία, είπε ενώ την κοίταξε και της χαμογέλασε με νόημα.
Μετά τα χαρακτηριστικά και το σχήμα του προσώπου, παρέα με τα πλούσια ωραία μαλλιά, ήρθαν οι σκιές. Σκοτεινές και ασαφείς εξωτερικές γραμμές που έφερναν μια ακόμα διάσταση και αναδείκνυαν το δύσκολο έργο. Ο ζωγράφος άφηνε επιδέξια τα χνάρια από το κάρβουνο, περνώντας το ίσα ίσα πάνω από το χαρτί, τρίβοντάς το πότε με δύναμη και πότε ήπια, εναποθέτοντας άλλοτε παχιά απομεινάρια και άλλοτε ισχνά. Και όταν τελείωσε με το ζωντάνεμα και των πιο δυσδιάκριτων χαρακτηριστικών, προχώρησε στο χρωματισμένο κάρβουνο, βάζοντας έτσι την υπογραφή του, οριοθετώντας το θέμα του.
-Κρίμα. Και βγήκε ωραίο, μονολόγησε.
-Πώς και δεν πουλάς τους πίνακές σου; του είπα.
-Δεν έχω ανάγκη να το κάνω εδώ. Αυτή είναι η ώρα της ψυχαγωγίας μου. Πουλώ βέβαια αλλού. Παραθέτω κάποια από τα πορτραίτα μου πάνω στο πεζοδρόμιο, εγώ κάθομαι στο σκαμπό μου, ζωγραφίζω ότι με εμπνεύσει και άμα τύχει πουλάω κιόλας.
-Συμβαίνει;
-Συχνά. Κυρίως σε ξένους. Εκεί έχω και τα τυχερά μου, μου είπε και μου ξαναέκλεισε το μάτι.
-Δηλαδή;
-Οι ξένες έχουν άλλη νοοτροπία. Βλέπουν την τέχνη και τη θαυμάζουν. Μπορούνε να πάνε με έναν άντρα μόνο και μόνο επειδή τις έλκουν οι δημιουργίες του. Δεν κολλάνε και τόσο στην εμφάνιση.
Γελάσαμε.
-Οπότε λοιπόν πληρώνεσαι εις διπλούν.
-Όταν είμαι τυχερός!
Χωρατέψαμε.
Ο ζωγράφος άναψε τσιγάρο και συνέχισε να μιλά. Μας είπε πως ήταν πολυταξιδεμένος. Είχε μείνει κάποια χρόνια Αμερική, κάποια άλλα στη Γερμανία, στη Γαλλία. Οι σταθμοί του ήταν αρκετοί. Ο τρόπος σκέψης, μας είπε, στο εξωτερικό είναι εντελώς διαφορετικός, αλλά την Ελλάδα δεν την αλλάζει. Μπορεί οι ξένοι να έχουν πολλά καλά στη λειτουργία των θεσμών, της κοινωνίας και του κράτους, όμως τη γνησιότητα του Έλληνα δεν την έχουν. Ο Έλληνας είναι αυτό που δείχνει. Δε θα κρυφτεί πίσω από ένα προσωπείο. Θα κουτσομπολέψει, θα γελάσει, θα κλάψει, θα τσακωθεί, θα φωνάξει, θα ερωτευτεί, θα αγαπήσει, άλλοτε θα είναι ευθύς και άλλοτε θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να κρυφτεί πίσω από το δάκτυλό του, αλλά τελικά ο αυθορμητισμός του ισοπεδώνει κάθε ελάττωμά του.
-Να, για παράδειγμα, δες τε την κοπέλα που ζωγράφιζα. Η αποστροφή της προς το πορτραίτο μου; Η ξινίλα της έφτασε μέχρι εδώ. Την αισθάνθηκα στο λαιμό μου. Μια ξένη ποτέ δε θα εξέφραζε τόσο έντονα τη δυσαρέσκειά της. Όλα θα κρύβονταν κάτω από την ευγενική της άρνηση.
-Και δε σου χαλά το κέφι αυτή η απροσποίητη αντίδραση. Έχεις κουράγιο μετά από μια τέτοια απόρριψη να συνεχίσεις; τον ρώτησε ο Περικλής.
-Τι θα ήταν η ζωή χωρίς πρόκληση. Είμαι συμφιλιωμένος με την ιδέα να μην έχω ανταπόδοση για πολλά πράγματα που δίνω. Όταν ζωγραφίζω για μένα, ενεργώ χωρίς να ρωτήσω τα μοντέλα μου. Δεν περιμένω να έχω πάντα την αποδοχή που θα ήθελα.
-Σωστά. Έτσι φαντάζομαι λειτουργεί κάθε ζωγράφος.
-Γλύπτης, είπε και ανασήκωσε τα φρύδια του πάνω από τα σπιρτόζα μάτια του. Ένα χαμόγελο φώτισε όλο του το πρόσωπο. Αισθάνομαι τον εαυτό μου περισσότερο ως γλύπτη. Όταν σχεδιάζω, νιώθω να σκαλίζω πάνω στο χαρτί.
-Γλύπτης ε;
-Ναι.
Σιώπησα και άφησα τον Περικλή να μιλά μαζί του. Τον παρατηρούσα εξονυχιστικά. Την ομιλία του, την άρθρωσή του, το χαμόγελό του, το συνονθύλευμα αγνότητας και πονηράδας στη ματιά του, μια παράξενη ράτσα ζεύγους, σα μια μορφή που θύμιζε άγγελο και δαίμονα μαζί. Η οικειότητα του με το χώρο και τους ανθρώπους που έβλεπε για πρώτη φορά ήταν ζηλευτή. Συμπεριφερόταν με άνεση και μίλαγε χωρίς συμπλέγματα. Οι κινήσεις του και τα λόγια του έβγαιναν ανεπιτήδευτα και χωρίς κόμπιασμα. Όλα πήγαζαν από μέσα του αβίαστα, χωρίς δεσμεύσεις, ακαταπίεστα.
Η μπύρα μέσα στο μπουκάλι του κατέβαινε ράθυμα. Λειτουργούσε περισσότερο σα συνοδός στα απανωτά τσιγάρα που κάπνιζε. Σα να μην ήθελε να εξαϋλωθεί. Να στέκεται εκεί μόνιμος σύντροφος στο μοναχικό ζωγράφο. Ένας ακατάσχετος πόθος για ανταλλαγή λέξεων τον είχε κυριεύσει λες και η μοναχική μάχη που έδινε με το σκίτσο είχε εκτινάξει την ανάγκη του για συντροφιά. Τις κενές διαλόγου στιγμές με τον Περικλή γύρναγε προς την πίσω από αυτόν παρέα και απευθυνόταν πότε στις κοπέλες πότε στα αγόρια. Ένα σκίρτημα ανησυχίας τον είχε μετατρέψει σε έναν ακάματο συνομιλητή. Μου έδινε την αίσθηση πως το αλκοόλ έρεε στις φλέβες του αρκετά πριν παραγγείλει εκείνη την μπύρα, παρότι γνώριζα ότι μάλλον έσφαλα.
-Ώρα να φεύγω. Μπορεί και να ξαναϊδωθούμε, μας είπε κάποτε καθώς μάζευε τα κάρβουνά πάνω από το τραπέζι και έχωνε το αυτοσχέδιο καβαλέτο στη μασχάλη.
Πήρε την μπύρα του και πήγε στο μπαρ όπου και πλήρωσε. Χάθηκε κάπου μέσα στον καφενέ.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου