Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Ο Μάνος παραδέχθηκε πως είχε δίκιο. «Θα τηλεφωνήσω στο ξενοδοχείο αν μου άφησε μήνυμα, αλλιώς φοβάμαι πως πρέπει να κατέβω στη Σουβάλα!».
«Άντε πάλι!», αγανάκτησε ο μικρός. «Τελικά δεν μας κάθονται αυτές οι διακοπές!».
Έτρεξε στο τηλέφωνο του καφενείου και γύρισε αναστατωμένος. «Τίποτα!» είπε. «Κανείς δεν τηλεφώνησε».
«Οπότε;», ρώτησε ο γιος του.
«Οπότε, θα πρέπει να πάω να δω. Δεν είσαι υποχρεωμένος να έρθεις, θα σου κάνει παρέα ο Αντώνης μέχρι να γυρίσω».
«Θα έρθω μαζί σου.», του απάντησε καθώς άρχισε να του προκαλεί το ενδιαφέρον η ιστορία. «Άλλωστε δεν έχω και κάτι καλύτερο να κάνω!».
«Θα έρθω μαζί σας», προσφέρθηκε ο Αντώνης. «Με ιντριγκάρουν τα μυστήρια ξέρεις!».
Ξεκίνησαν με το Φίατ του Μάνου και σε είκοσι λεπτά έφτασαν στο σπίτι. Ο Γιατρός πλησίασε και άνοιξε την πόρτα που ήταν όπως πάντα ξεκλείδωτη. Καμιά ένδειξη παρουσίας δεν αντιλήφτηκαν. Άναψε το φακό που είχε μαζί του και περιεργάστηκε το χώρο. Όλα έμοιαζαν όπως τα είχε αφήσει το μεσημέρι. Έπρεπε να κατέβει στο υπόγειο να δει αν ήταν η μικρή. «Κατεβαίνω κάτω», τους είπε, «μήπως είναι εκεί. Εσείς μείνετε εδώ μήπως εν τω μεταξύ εμφανιστεί».
Το υπόγειο ήταν κι αυτό άδειο και ανέβηκε απογοητευμένος. Μόνο ο μπάρμπα Νίκος θα είχε τις απαντήσεις, αλλά δεν ήξερε που να τον βρει.
«Τι την ανάγκασε να φύγει έτσι ξαφνικά;», αναρωτήθηκε. «Μόνο με μας συναναστράφηκε απ το πρωί, κανείς άλλος δεν ήρθε σε επαφή μαζί της!».
«Τότε εμείς την τρομάξαμε», απάντησε ο γιος του. «Για ποιο λόγο όμως;».
Ο Μάνος δεν απάντησε, γιατί δεν είχε απαντήσεις. Η μόνη σκέψη που έκανε ήταν μήπως η Αρχοντούλα άρχισε να θυμάται την προηγούμενη ζωή της. Έμοιαζε αρκετά με τον πατέρα του και ίσως αυτό της ξύπνησε μνήμες.
Ανέλυσε το σκεπτικό του στους δυο τους και ο Αντώνης έδειχνε να συμφωνεί.
«Είναι μια αρκετά λογική εξήγηση», διαπίστωσε κι αυτός. «Κάπου στο μυαλό της ίσως μπέρδεψε τους ρόλους και τον πατέρα σου τον είδε σαν τον άνθρωπο που την κτύπησε τότε».
«Τι είναι αυτό;», αναρωτήθηκε ο γιος του Μάνου και έδειξε ένα μικρό αντικείμενο στο πάτωμα, εκεί που έπεφτε το φως του φακού.
Ο Αντώνης έσκυψε και το έφερε κοντά «Σαν καρφίτσα μοιάζει», διαπίστωσε. «Από αυτές που φορούσαν τα παλιά χρόνια για να διακοσμούν τα ρούχα τους. Κάποιες ακόμα φορούν».
Η καρφίτσα απεικόνιζε μια πεταλούδα από χρυσό προφανώς και στολισμένη με πολύχρωμες πέτρες, μάλλον πολύτιμες. Στην πίσω πλευρά με πολύ δυσκολία διέκρινε μια ημερομηνία. 16/1/1933.
Την έδειξε και στους άλλους που συμφώνησαν πως αυτό έγραφε.
«Κάτι σημαντικό θα συνέβη εκείνη την ημέρα για να υπάρχει αυτό το ενθύμιο», είπε ο Μάνος.
«Και βάσει της αξίας του κοσμήματος θα έλεγα πως η Αρχοντούλα κατάγεται από εύπορη οικογένεια!».
«Εκτός αν το έκλεψε ή το βρήκε στο δρόμο.», αντέδρασε ο μικρός
«Το δεύτερο είναι μια πιθανότητα», ομολόγησε ο πατέρας του. «Το να το έχει κλέψει δεν το πιστεύω! Δεν δείχνει τέτοιος άνθρωπος!».
«Μόλις λίγες ώρες την ξέρουμε», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Τίποτα δεν αποκλείεται!».
«Όπως και να έχει μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε», παρενέβη ο Αντώνης. «Μόνο η ίδια θα μπορούσε να μας διαφωτίσει, κι αυτή είναι εξαφανισμένη!».
Αφού έριξαν άλλη μια ματιά στο χώρο και δεν είδαν κάτι άλλο, αποφάσισαν να φύγουν. Στο δρόμο της επιστροφής κανείς δεν μιλούσε. Όλοι έκαναν τις δικές τους σκέψεις σχετικά με τι μπορούσε να συμβαίνει. Τις περισσότερες απορίες τις είχε ο Μάνος. Ήταν ο μόνος που ήξερε για την ύπαρξη της άρρωστης και η εξαφάνιση της ήταν ακόμα πιο παράξενη από αυτή της Αρχοντούλας. Αφού δεν ήταν μαζί που μπορεί να είναι; Ο μπάρμπα Νίκος μάλλον θα είχε τις απαντήσεις και το πρωί θα έπρεπε να τον αναζητήσει για να του τις δώσει.
«Θα τα πούμε αύριο», αποχαιρέτισε τον Αντώνη.
«Θα φύγω νωρίς για το Βαθύ, έχω ραντεβού με τον εργολάβο στις οκτώ».
«Θα μείνεις μετά;».
«Όχι δυστυχώς, η δική μου άδεια ξεκινάει τον Σεπτέμβρη»
«Καλό ταξίδι τότε», του ευχήθηκε. «Θα τα ξαναπούμε στην Αθήνα τότε».
«Σίγουρα, εκτός κι αν υπάρξουν εξελίξεις οπότε θα τηλεφωνηθούμε!».
Δώσανε τα χέρια και πήγανε στα ξενοδοχεία τους.
Το πρωί ο Μάνος με το γιό του κατέβηκαν στο λιμάνι να παραλάβουν την αδελφή και τα ανίψια του.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου