Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Αυτό που έκανε εντύπωση στην Αρχοντούλα με το που πάτησε το πόδι στον Πειραιά, ήταν τα πολλά αυτοκίνητα. Με δυσκολία πέρασε απέναντι με τους οδηγούς να κορνάρουν δαιμονισμένα καθώς ιδέα δεν είχε από φανάρια και κινδύνεψε να την κτυπήσουν.
«Και τώρα τι κάνουμε;», αναρωτήθηκε. Απάντηση δεν είχε και έτσι περιπλανήθηκε άσκοπα φτάνοντας μέχρι τον Άγιο Νικόλα. Κατάκοπη έκατσε στα σκαλοπάτια και έκλεισε για λίγο τα μάτια. Διψούσε φοβερά και δεν ήξερε που να βρει δυο σταγόνες νερό να βρέξει τα χείλη της. Σηκώθηκε με κόπο και ξαναπήρε το δρόμο προς το λιμάνι. Φοβόταν μη χαθεί και γι αυτό προτίμησε τη γνωστή διαδρομή.
«Που μπορώ να βρω λίγο νερό;», ρώτησε με ξερό το στόμα από τη δίψα ένα καλοντυμένο κύριο.
Εκείνος την κοίταξε με περιέργεια και απομακρύνθηκε βιαστικά χωρίς να της δώσει απάντηση. Για καλή της τύχη ένα αγοράκι γύρω στα δέκα με κοντοπαντέλονο της έδωσε τη λύση. «Λίγο πιο κάτω είναι ένα καφενείο. Μπες και θα σου δώσουν».
Δεν πρόλαβε να το ευχαριστήσει γιατί έτρεξε να συναντήσει τους φίλους του που ήρθαν να παίξουν.
Μπήκε διστακτικά στο καφενείο που της υπέδειξε το παιδί. Όλα τα μάτια των θαμώνων έπεσαν επάνω της. Δεν ήταν και πολύ συνηθισμένο να μπαίνουν γυναίκες εδώ, μια κακόφημη ούτως ή άλλως περιοχή. Ο καφετζής της έδωσε να πιεί και μετά την έδιωξε με άσχημο τρόπο. «Άντε δρόμο τώρα ! Δεν είναι μέρος για γυναίκες εδώ!».
Τον ευχαρίστησε και βιάστηκε να φύγει. «Αφιλόξενοι άνθρωποι», συλλογίστηκε. «Να δω που θα καταλήξω!».
Σιγά σιγά η απόφαση να αφήσει το σπίτι της άρχισε να μην της φαίνεται καλή ιδέα. Χωρίς λεφτά, χωρίς να γνωρίζει κανέναν στην Αθήνα, πως θα επιβίωνε; «Έπρεπε να ακούσω το Νικόλα!», σκέφτηκε θλιμμένη. «Και όλα αυτά για μια παράξενη ιδέα πως με κυνηγάει ένα παρελθόν που δεν γνωρίζω. Τέλος πάντων τώρα είναι αργά για να κάνω πίσω. Και να ήθελα ότι χρήματα είχα τα έδωσα για το εισιτήριο στο πλοίο!».
Εξουθενωμένη από την κούραση και τη ζέστη κάθισε σε ένα παγκάκι κοντά στα εκδοτήρια εισιτηρίων, χαζεύοντας τους τουρίστες που περίμεναν να φύγουν για τα νησιά. Ένας ρακένδυτος άντρας πλησίασε και έκατσε κοντά της. Φορούσε ένα παντελόνι που μάλλον κάποτε θα ήταν μαύρο, όμως τώρα στρώματα βρωμιάς του έδιναν περίεργα χρώματα. Σκισμένο σχεδόν παντού, με δυσκολία κάλυπτε ένα μέρος απ τα πόδια του. Από πάνω ήταν γυμνός με τα ίδια στρώματα βρώμας να σκεπάζουν τη γύμνια του. Στα πόδια του δυο αταίριαστα παπούτσια σε σχετικά καλή κατάσταση, που τα φορούσε χωρίς κάλτσες. Η ηλικία του απροσδιόριστη. Τα μεγάλα γένια και τα μακριά αχτένιστα και βρώμικα μαλλιά σίγουρα τον έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερος απ ότι πραγματικά ήταν.
«Καινούργια;», απεύθυνε το λόγο στην Αρχοντούλα.
Εκείνη για ένα ανεξήγητο λόγο τον συμπάθησε. Ίσως επειδή στα ίδια θα έφτανε κι αυτή.
«Καινούργια, μόλις ήρθα».
«Δεν είναι και τόσο άσχημα το καλοκαίρι», είπε ο άγνωστος. «Το χειμώνα αλλάζουν λίγο τα πράγματα αλλά γρήγορα συνηθίζεις! Που λες να απαγκιάσεις; Θα σου έλεγα να έρθεις κοντά μου, όμως το παγκάκι μου δεν μας χωράει και τους δυό!», ειρωνεύτηκε με ένα χαμόγελο που περιέργως φανέρωνε μια πλήρη οδοντοστοιχία.
Η Αρχοντούλα δεν είχε τη διάθεση να ανταποδώσει το χαμόγελο. Η τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, μάλλον για κλάματα ήταν. «Κάπου θα βρω», απάντησε τελικά, «Άλλωστε για λίγες μέρες θα είναι».
Ο άγνωστος χαμογέλασε και πάλι, πικρά αυτή τη φορά. «Όλοι έτσι λέμε στην αρχή. Μετά σε παίρνει από κάτω η συνήθεια και μένεις!».
«Πως σε λένε;», τον ρώτησε για να αλλάξει κουβέντα.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου